Скрыть
6:1
6:2
6:3
6:6
6:7
6:8
6:9
6:10
6:11
6:12
6:15
6:16
6:18
6:20
6:21
6:22
6:23
6:24
6:25
6:26
6:28
6:30
6:32
6:33
6:34
6:36
6:37
6:40
6:41
6:43
6:44
6:47
6:48
6:50
6:51
6:52
6:54
6:55
6:56
6:57
6:58
6:59
6:60
6:61
6:66
6:67
6:68
6:71
Глава 7 
7:1
7:3
7:4
7:5
7:6
7:8
7:9
7:10
7:11
7:14
7:15
7:18
7:20
7:21
7:23
7:25
7:26
7:29
7:32
7:33
7:35
7:36
7:41
7:44
7:45
7:46
7:47
7:48
7:49
7:52
7:53
Ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων (Μτ 14,13-21· Μκ 6,30-44· Λκ 9,10-17)
Μετά απ’ αυτά ο Ιησούς έφυγε για την άλλη όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, που λεγόταν Τιβεριάδα.
Τον ακολούθησε πλήθος πολύ, γιατί έβλεπαν τα θαύματα θεραπείας των ασθενών, που έκανε.
Ο Ιησούς τότε ανέβηκε σ’ ένα λόφο κι εκεί καθόταν με τους μαθητές του.
Πλησίαζε το Πάσχα, η γιορτή των Ιουδαίων.
Καθώς σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς και είδε ότι πολύς κόσμος ερχόταν προς το μέρος του, λέει στο Φίλιππο: «Από πού μπορούμε ν’ αγοράσουμε ψωμί, για να φάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι;»
Αυτό το είπε για να δει τι θ’ απαντούσε ο Φίλιππος, γιατί ο ίδιος ήξερε τι έμελλε να κάνει.
Ο Φίλιππος του απάντησε: «Ακόμα και διακόσια δηνάρια να δώσουμε για ψωμιά, δε θα φτάσουν ώστε να πάρει ο καθένας ένα μικρό κομμάτι».
Ο Ανδρέας, ένας από τους μαθητές του και αδερφός του Σίμωνα Πέτρου, του λέει:
«Είναι εδώ ένα παιδί που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά για τόσους ανθρώπους;»
Τότε είπε ο Ιησούς: «Φροντίστε να καθίσουν οι άνθρωποι κάτω για φαγητό». Το χορτάρι στην περιοχή ήταν πολύ. Κάθισαν λοιπόν κάτω· οι άντρες ήταν περίπου πέντε χιλιάδες.
Πήρε τότε ο Ιησούς τα ψωμιά και, αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τα μοίρασε στους μαθητές και οι μαθητές στον κόσμο που είχε καθίσει κάτω· παρομοίως κι από τα ψάρια έδινε όσο ήθελαν.
Όταν χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: «Μαζέψτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μην πάει τίποτε χαμένο».
Τα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με περισσεύματα από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, κομμάτια που είχαν περισσέψει απ’ αυτούς που έφαγαν.
Όταν οι άνθρωποι είδαν πως έκανε ένα τέτοιο θαύμα ο Ιησούς, έλεγαν: «Σίγουρα αυτός είναι ο προφήτης που περιμένουμε να έρθει στον κόσμο».
Ο Ιησούς όμως, επειδή κατάλαβε πως σκόπευαν να έρθουν να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, έφυγε πάλι και πήγε στο βουνό ολομόναχος.
Ο Ιησούς βαδίζει πάνω στα κύματα (Μτ 14,22-33· Μκ 6,45-52)
Όταν βράδιασε κατέβηκαν οι μαθητές του στη λίμνη,
μπήκαν στο πλοιάριο κι έρχονταν στην Καπερναούμ, στην άλλη όχθη της λίμνης. Είχε κιόλας σκοτεινιάσει, κι ο Ιησούς δεν είχε έρθει ακόμα κοντά τους.
Επειδή φυσούσε δυνατός αέρας, κύματα σηκώνονταν στη λίμνη.
Είχαν διανύσει είκοσι πέντε ή τριάντα στάδια, όταν βλέπουν τον Ιησού να περπατάει πάνω στη λίμνη και να πλησιάζει το πλοιάριο. Και τρόμαξαν.
Αυτός τότε τους είπε: «Εγώ είμαι, μην τρομάζετε!»
Εκείνοι ήθελαν να τον πάρουν πάνω στο πλοιάριο, ξαφνικά όμως αυτό άραξε στη στεριά όπου κατευθύνονταν.
Ο Ιησούς είναι ο άρτος της ζωής
Την άλλη μέρα, τα πλήθη του λαού που είχαν μείνει στην πέρα όχθη είδαν πως δε βρισκόταν εκεί άλλο πλοιάριο παρά μόνο ένα, δηλαδή εκείνο στο οποίο ανέβηκαν οι μαθητές του, και ήξεραν πως ο Ιησούς δεν είχε μπει με τους μαθητές του στο πλοίο, αλλά πως εκείνοι είχαν φύγει χωρίς αυτόν.
Από την Τιβεριάδα ήρθαν κι άλλα πλοιάρια κοντά στον τόπο όπου τα πλήθη είχαν φάει το ψωμί, που πολλαπλασιάστηκε με την ευχαριστήρια προσευχή του Κυρίου.
Όταν, λοιπόν, τα πλήθη είδαν πως ούτε ο Ιησούς ούτε οι μαθητές του ήταν εκεί, μπήκαν κι αυτοί στα πλοιάρια και ήρθαν στην Καπερναούμ αναζητώντας τον Ιησού.
Τον βρήκαν στην άλλη όχθη της λίμνης, και του είπαν: «Διδάσκαλε, πότε έφτασες εδώ;»
Ο Ιησούς τους απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως ψάχνετε να με βρείτε όχι επειδή είδατε θαυμαστά από το Θεό σημάδια, αλλά επειδή φάγατε τα ψωμιά και χορτάσατε.
Μην κοπιάζετε για τη φθαρτή τροφή, που προσωρινά συντηρεί, αλλά για την τροφή που τρέφει μόνιμα για την αιώνια ζωή· αυτή την τροφή θα σας τη χαρίσει ο Υιός του Ανθρώπου. Γιατί αυτόν εξουσιοδότησε ο Πατέρας Θεός για το έργο αυτό».
Τον ρώτησαν τότε: «Τι πρέπει να κάνουμε, για να εκτελούμε τα έργα του Θεού;»
Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Το έργο του Θεού είναι να πιστέψετε στον απεσταλμένο του».
Αυτοί τότε του είπαν: «Τι σημείο λοιπόν έχεις εσύ να μας παρουσιάσεις, για να δούμε και να πιστέψουμε σ’ εσένα; Τι έργα θαυμαστά κάνεις;
Οι πρόγονοί μας έφαγαν το μάννα στην έρημο· όπως λέει η Γραφή, ψωμί από τον ουρανό τούς έδωσε να φάνε ».
Τους είπε τότε ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως το ψωμί από τον ουρανό δε σας το έδωσε ο Μωυσής, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει από τον ουρανό το αληθινό ψωμί·
γιατί το ψωμί του Θεού είναι αυτό που κατεβαίνει από τον ουρανό και χαρίζει στον κόσμο ζωή».
Κι αυτοί του είπαν: «Κύριε, δώσ’ μας για πάντα αυτό το ψωμί».
Τους είπε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι αυτό το ψωμί, ο άρτος της ζωής. Όποιος έρχεται σ’ εμένα δε θα πεινάσει, κι όποιος πιστεύει σ’ εμένα δε θα διψάσει ποτέ.
Σας έχω όμως κιόλας πει πως, ενώ με είδατε, δε με πιστεύετε.
Όποιον δίνει σ’ εμένα ο Πατέρας, αυτός θα ’ρθεί κοντά μου· κι αυτόν που θα ’ρθεί κοντά μου, εγώ δε θα τον αποδιώξω,
γιατί εγώ κατέβηκα από τον ουρανό για να κάνω όχι αυτό που θέλω εγώ, αλλά αυτό που θέλει εκείνος που μ’ έστειλε.
Και το θέλημα εκείνου που μ’ έστειλε είναι να μη χαθεί κανένας απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά όλους να τους αναστήσω την έσχατη ημέρα.
Το θέλημα εκείνου που μ’ έστειλε είναι τούτο: Όποιος παραδέχεται τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν, να αποκτήσει αιώνια ζωή· και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα».
Αγανακτούσαν τότε οι Ιουδαίοι που είπε για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό».
Κι έλεγαν: «Μα αυτός δεν είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που τον πατέρα του και τη μητέρα του εμείς τους ξέρουμε καλά; Πώς τώρα λέει ότι κατέβηκε από τον ουρανό;»
Ο Ιησούς τους είπε: «Μην αγανακτείτε και μη φιλονικείτε μεταξύ σας.
Κανένας δεν μπορεί να έρθει κοντά μου, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που μ’ έστειλε· κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα.
Έχει γραφτεί από τους προφήτες: ο ίδιος ο Θεός θα τους διδάσκει όλους· όποιος, λοιπόν, ακούει τον Πατέρα και μαθαίνει απ’ αυτόν, έρχεται κοντά μου.
Αυτό δεν σημαίνει πως είδε κανείς τον Πατέρα· μόνο αυτός που έρχεται από το Θεό, αυτός μόνο έχει δει τον Πατέρα.
Σας βεβαιώνω: όποιος πιστεύει σ’ εμένα αυτός έχει την αιώνια ζωή.
Εγώ είμαι ο άρτος που δίνει τη ζωή.
Οι πρόγονοί σας έφαγαν στην έρημο το μάννα, αλλά πέθαναν.
Όποιος όμως τρώει απ’ αυτόν τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, αυτός δε θα πεθάνει.
Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό και χαρίζει τη ζωή· όποιος φάει απ’ αυτόν τον άρτο θα ζήσει αιώνια. Και ο άρτος τον οποίο θα δώσω εγώ είναι το σώμα μου, που θα το προσφέρω για να ζήσει ο κόσμος».
Τότε οι Ιουδαίοι άρχισαν να φιλονικούν μεταξύ τους: «Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» έλεγαν.
Κι ο Ιησούς τους είπε: «Σας βεβαιώνω: αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή.
Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα.
Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό.
Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου είναι ενωμένος μαζί μου, κι εγώ μ’ αυτόν.
Ο Πατέρας, η πηγή της ζωής, με έστειλε κι εγώ ζω εξαιτίας του. Έτσι κι αυτός που τρώει εμένα, θα ζήσει εξαιτίας μου.
Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε πραγματικά από τον ουρανό, κι όχι το μάννα που έφαγαν οι πρόγονοί σας κι όμως πέθαναν· εκείνος που τρώει αυτόν τον άρτο θα ζήσει για πάντα».
Αυτά είπε ο Ιησούς διδάσκοντας σε μια συναγωγή στην Καπερναούμ.
Λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή (Μτ 16,13-20· Μκ 8,27-30· Λκ 9,18-21)
Πολλοί από τους μαθητές του, όταν τ’ άκουσαν αυτά, είπαν: «Σκληρά είναι αυτά τα λόγια· ποιος μπορεί να τον ακούει;»
Ο Ιησούς κατάλαβε πως οι μαθητές του δυσανασχετούσαν γι’ αυτά τα λόγια και τους είπε: «Σ’ αυτά σκοντάφτετε;
Τότε τι θα γίνει αν δείτε τον Υιό του Ανθρώπου ν’ ανεβαίνει εκεί που ήταν πρωτύτερα;
Το Πνεύμα του Θεού είναι αυτό που δίνει ζωή· τα ανθρώπινα δεν ωφελούν σε τίποτα. Τα λόγια που σας είπα εγώ είναι πνεύμα και είναι ζωή.
Υπάρχουν όμως μερικοί από σας που δεν πιστεύουν». Αυτά τα είπε ο Ιησούς επειδή γνώριζε εξαρχής ποιοι ήταν αυτοί που δεν πίστευαν και ποιος ήταν αυτός που θα τον πρόδιδε.
«Γι’ αυτό σας είπα ότι κανείς δεν μπορεί να έρθει κοντά μου», τους έλεγε, «αν δεν του έχει δοθεί η δύναμη από τον Πατέρα».
Από τότε πολλοί από τους μαθητές του ξεμάκρυναν και δεν τον ακολουθούσαν πια.
Τότε ο Ιησούς είπε στους δώδεκα: «Μήπως θέλετε να φύγετε κι εσείς;»
Ο Σίμων Πέτρος του απάντησε: «Και σε ποιον να πάμε, Κύριε; Εσύ κατέχεις τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή.
Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι έχουμε καταλάβει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού».
Κι ο Ιησούς τους είπε: «Εγώ δεν σας διάλεξα εσάς τους δώδεκα; Κι όμως, ένας από σας είναι διάβολος».
Εννοούσε τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, γιο του Σίμωνα. Γιατί αυτός, αν κι ήταν ένας από τους δώδεκα, έμελλε να τον προδώσει.

Η απιστία των αδερφών του Ιησού
Ύστερα απ’ αυτά, ο Ιησούς εξακολούθησε να περιοδεύει στη Γαλιλαία. Δεν ήθελε να περιοδεύει στην Ιουδαία, γιατί οι Ιουδαίοι ζητούσαν να τον σκοτώσουν.
Πλησίαζε η γιορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία,
και του είπαν οι αδερφοί του: «Φύγε απ’ αυτόν τον τόπο και πήγαινε στην Ιουδαία, για να δουν οι οπαδοί σου τα θαύματα που κάνεις·
γιατί κανείς δεν ενεργεί στα κρυφά, όταν θέλει να τον γνωρίσει ο κόσμος. Αν πραγματικά κάνεις θαύματα, άφησε τον κόσμο να δει ποιος είσαι».
Ακόμα και τ’ αδέρφια του δεν πίστευαν σ’ αυτόν.
Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Η δική μου η ώρα δεν έφτασε ακόμα, ενώ για σας κάθε ώρα είναι κατάλληλη.
Ο κόσμος δεν μπορεί να μισεί εσάς· εμένα όμως με μισεί, γιατί εγώ δεν παύω να τον καταγγέλλω πως τα έργα του κατευθύνονται από το διάβολο.
Εσείς ν’ ανεβείτε στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή· εγώ όμως δεν ανεβαίνω στη γιορτή αυτή, γιατί η δική μου η ώρα δε συμπληρώθηκε ακόμα».
Αυτά τους είπε κι έμεινε ο ίδιος στη Γαλιλαία. Ο Ιησούς στη γιορτή της Σκηνοπηγίας
Όταν όμως ανέβηκαν τ’ αδέρφια του στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή, ανέβηκε κι ο Ιησούς, όχι φανερά αλλά κρυφά.
Οι Ιουδαίοι τον αναζητούσαν στη γιορτή κι έλεγαν: «Πού είναι εκείνος;»
Μέσα στο πλήθος υπήρχε μεγάλη διχογνωμία γι’ αυτόν. Άλλοι έλεγαν: «Είναι καλός άνθρωπος», ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι· είναι λαοπλάνος».
Κανένας όμως δε μιλούσε γι’ αυτόν φανερά, γιατί φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες.
Είχαν πια περάσει οι μισές μέρες της γιορτής, και τότε ο Ιησούς ανέβηκε στο ναό και δίδασκε.
Οι Ιουδαίοι απορούσαν κι έλεγαν: «Πώς ξέρει γράμματα αυτός, χωρίς να έχει σπουδάσει;»
Ο Ιησούς γύρισε σ’ αυτούς και τους είπε: «Αυτά που διδάσκω δεν είναι δικά μου αλλά εκείνου που μ’ έστειλε.
Όποιος είναι πρόθυμος να τηρεί το θέλημά του, αυτός θα καταλάβει αν αυτά που λέω προέρχονται από το Θεό ή τα λέω από μόνος μου.
Εκείνος που μιλάει από μόνος του, επιδιώκει τον έπαινο των άλλων για τον εαυτό του· όποιος όμως επιδιώκει τον έπαινο εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αξιόπιστος και δεν υπάρχει τίποτα ψεύτικο σ’ αυτόν.
Ο Μωυσής δεν σας έδωσε το νόμο; Κι όμως κανείς σας δεν τον τηρεί. Γιατί λοιπόν θέλετε να με σκοτώσετε;»
«Είσαι δαιμονισμένος», απάντησε το πλήθος, «ποιος θέλει να σε σκοτώσει;»
Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Ένα θαύμα έκανα, κι όλοι απορείτε
γι’ αυτό. Ο Μωυσής σάς έδωσε την εντολή της περιτομής. Βέβαια, η περιτομή δεν έχει την αρχή της στο Μωυσή αλλά στους πατριάρχες· έτσι την ασκείτε ακόμη και το Σάββατο.
Ένα βρέφος, λοιπόν, περιτέμνεται ακόμα και το Σάββατο, για να μην καταλυθεί ο νόμος του Μωυσή, κι εσείς οργίζεστε εναντίον μου επειδή θεράπευσα ολόκληρον άνθρωπο το Σάββατο!
Μην κρίνετε επιφανειακά, αλλά να κρίνετε με τα σωστά κριτήρια».
Μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας;
Μερικοί Ιεροσολυμίτες έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που ζητούν να τον σκοτώσουν;
Να τος όμως που μιλάει δημόσια και δεν του λένε τίποτα. Μήπως οι άρχοντες πείστηκαν πως πραγματικά αυτός είναι ο Μεσσίας;
Αλλά αυτόν τον ξέρουμε από πού κατάγεται, ενώ, όταν έρθει ο Μεσσίας, κανείς δε θα ξέρει από πού θα προέρχεται».
Τότε, ο Ιησούς, που δίδασκε στο ναό, φώναξε: «Κι εμένα ξέρετε και από πού κατάγομαι επίσης ξέρετε. Κι όμως δεν ήρθα από μόνος μου· αλλά εκείνος που μ’ έστειλε αξίζει την εμπιστοσύνη σας· αυτός, που εσείς δεν τον ξέρετε.
Εγώ τον ξέρω, γιατί απ’ αυτόν κατάγομαι, κι εκείνος με έστειλε».
Επιζητούσαν τότε να τον συλλάβουν, κανείς όμως δεν άπλωσε χέρι πάνω του, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.
Από το πλήθος, ωστόσο, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν κι έλεγαν: «Όταν έρθει ο Μεσσίας, μήπως θα κάνει περισσότερα θαύματα απ’ όσα έκανε αυτός;»
Φρουροί στέλνονται για να συλλάβουν τον Ιησού
Όταν οι Φαρισαίοι άκουσαν αυτές τις διχογνωμίες του πλήθους σχετικά μ’ αυτόν, έστειλαν αυτοί και οι αρχιερείς φρουρούς του ναού για να τον συλλάβουν.
Τότε ο Ιησούς είπε: «Λίγον καιρό ακόμη θα είμαι μαζί σας και ύστερα θα πάω σ’ εκείνον που μ’ έστειλε.
Θα με αναζητήσετε αλλά δε θα με βρείτε, γιατί εκεί που θα είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε να έρθετε».
Τότε οι Ιουδαίοι ρωτούσαν ο ένας τον άλλο: «Πού πρόκειται να πάει αυτός, ώστε εμείς να μην μπορούμε να τον βρούμε; Μήπως σκέφτεται να πάει στους Ιουδαίους τους διεσπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες και να διδάξει τους Έλληνες;
Τι σημαίνουν τα λόγια που είπε, “θα με αναζητήσετε αλλά δε θα με βρείτε” και “όπου θα είμαι εγώ εσείς δεν μπορείτε να ’ρθείτε”;»
Ποταμοί ύδατος ζώντος
Την τελευταία μέρα της γιορτής, την πιο λαμπρή, στάθηκε ο Ιησούς μπροστά στο πλήθος και φώναξε: «Όποιος διψάει, να ’ρθεί σ’ εμένα και να πιει.
Μέσα από κείνον που πιστεύει σ’ εμένα, καθώς λέει η Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν».
Αυτό το είπε ο Ιησούς εννοώντας το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι πίστευαν σ’ αυτόν. Γιατί, τότε ακόμα δεν είχαν το Άγιο Πνεύμα, αφού ο Ιησούς δεν είχε δοξαστεί με την ανάσταση.
Διαιρέσεις ανάμεσα στο λαό
Πολλοί άνθρωποι από το πλήθος, που άκουσαν αυτά τα λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι πραγματικά ο προφήτης που περιμένουμε».
Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Μεσσίας». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Ο Μεσσίας θα ’ρθεί από τη Γαλιλαία;
Η Γραφή δεν είπε πως ο Μεσσίας θα προέρχεται από τους απογόνους του Δαβίδ και θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ, το χωριό καταγωγής του Δαβίδ;»
Διχάστηκε, λοιπόν, το πλήθος εξαιτίας του.
Μερικοί απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, κανείς όμως δεν άπλωνε χέρι πάνω του.
Η απιστία των αρχόντων
Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οι φρουροί στους αρχιερείς και στους Φαρισαίους, κι αυτοί τους ρώτησαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;»
Οι φρουροί απάντησαν: «Ποτέ άνθρωπος δε μίλησε όπως αυτός».
Τους ξαναρώτησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς;
Πίστεψε σ’ αυτόν κανένα μέλος του συνεδρίου ή κανείς από τους Φαρισαίους;
Μόνον αυτός ο όχλος πιστεύει, που δεν ξέρουν το νόμο του Μωυσή και γι’ αυτό είναι καταραμένοι».
Τους ρώτησε τότε ο Νικόδημος, που ήταν ένας απ’ αυτούς, εκείνος που είχε πάει στον Ιησού νύχτα λίγον καιρό πριν:
«Μήπως μπορούμε σύμφωνα με το νόμο μας να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο, αν πρώτα δεν τον ακούσουμε και δε μάθουμε τι έκανε;»
Αυτοί του είπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Μελέτησε τις Γραφές και θα δεις πως κανένας προφήτης δεν πρόκειται να έρθει από τη Γαλιλαία».
Και έφυγαν καθένας για το σπίτι του.

Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible