Скрыть
Псалом 37 
37:0
37:1
37:4
37:6
37:8
37:9
37:10
37:11
37:13
37:15
37:16
37:17
37:18
37:20
37:22
37:23
Псалом 38 
38:0
38:8
38:9
38:11
38:14
Псалом 39 
39:0
39:1
39:2
39:6
39:12
39:17
Псалом 40 
40:0
40:1
40:3
40:6
40:7
40:11
40:12
40:13
Псалом 41 
41:2
41:4
41:7
41:11
Псалом 42 
42:1
42:4
Псалом 43 
43:0
43:5
43:8
43:9
43:11
43:12
43:15
43:16
43:17
43:19
43:20
43:21
43:27
Псалом 44 
44:0
44:2
44:5
44:16
44:18
Псалом 45 
45:0
45:3
45:4
45:5
45:7
38:0 Προσευχή αρρώστου που αναγνωρίζει τα σφάλματά του
38:1 Ψαλμός του Δαβίδ· αναμνηστικός.
38:2 Κύριε, μη μ’ επιπλήξεις πάνω στην οργή σου· και πάνω στο θυμό σου μη με τιμωρήσεις.
38:3 Γιατί με διαπέρασαν τα βέλη σου· και με πιέζει η δύναμή σου.
38:4 Δεν έχει υγεία το κορμί μου, γιατί οργίστηκες· πονούν τα κόκαλά μου όλα, γιατί αμάρτησα.
38:5 Οι ανομίες μου σωρεύτηκαν ψηλότερα απ’ το κεφάλι μου· καθώς φορτίο βαρύ με καταπιέζουν.
38:6 Βρώμισαν και σαπίσαν οι πληγές μου, απ’ την ανοησία μου.
38:7 Ταλαιπωρήθηκα, κυρτώθηκα εντελώς· θλιμμένος περπατώ όλη τη μέρα.
38:8 Τα σπλάχνα μου είναι γεμάτα φλόγωση· και δεν υπάρχει υγεία στο κορμί μου.
38:9 Φθάρηκα και τσακίστηκα ολότελα· κραυγάζω από τον πόνο της καρδιάς μου.
38:10 Κύριε, εσύ γνωρίζεις όλη τη λαχτάρα μου, κι ο στεναγμός μου δε σου είναι κρυφός.
38:11 Χτυπάει η καρδιά μου ανάστατη, μ’ άφησε η δύναμή μου· ως και το φως ακόμα των ματιών μου το ’χασα κι αυτό.
38:12 Φίλοι και γνώριμοι δεν μου συμπαραστάθηκαν στα βάσανά μου· κι οι πιο δικοί μου με κρατάνε σε απόσταση.
38:13 Αυτοί που τη ζωή μου επιβουλεύονται μου στήνουνε παγίδες· αυτοί που θέλουν να με βλάψουν πως θα με καταστρέψουν απειλούν κι απάτες σχεδιάζουν όλη μέρα.
38:14 Αλλά εγώ κάνω τον κουφό, πως δεν ακούω· και τον μουγγό, που να μιλήσει δεν μπορεί.
38:15 Είμαι σαν ένας άνθρωπος που δεν ακούει τίποτα· κι απόκριση στο στόμα του δεν έχει.
38:16 Γιατί σ’ εσένα, Κύριε έλπισα· εσύ θα μου αποκριθείς, Κύριέ μου, Θεέ μου.
38:17 Είπα: «Ας μη χαρούν μ’ εμένα οι εχθροί μου κι ας μη καυχιούνται εναντίον μου όταν το πόδι μου γλιστράει».
38:18 Εγώ είμαι έτοιμος να πέσω, κι ο πόνος μου παντοτινά είν’ υπαρκτός.
38:19 Την ανομία μου δημόσια την ομολογώ κι η αμαρτία μου στο άγχος με βυθίζει.
38:20 Όλο ζωή και δύναμη οι εχθροί μου και πλήθος όσοι αναίτια με μισούν,
38:21 κι όσοι κακό αντί καλό μού ανταποδίνουν· μ’ εχθρεύονται που επιδιώκω το καλό.
38:22 Μη μ’ εγκαταλείπεις, Κύριε· Θεέ μου, μη φεύγεις μακριά μου.
38:23 Έλα γοργά και βοήθησέ με, Κύριε και σωτήρα μου!
39:0 Δώσε μου ανάπαυλα, η ζωή είναι τόσο σύντομη...
39:1 Στον πρωτοψάλτη, τον Ιεδουθούν.Ιεδουθούν. Ψαλμός του Δαβίδ.
39:2 Είπα: «Θα ’μαι προσεκτικός στο πώς πορεύομαι, ώστε η γλώσσα μου να μη με κάνει κι αμαρτάνω· θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου όσο μπροστά μου θα ’ναι ο ασεβής».
39:3 Άφωνος έγινα, βουβός, –ούτε καλό δεν έλεγα– κι ο πόνος μου δυνάμωνε.
39:4 Γέμισε αγωνία η καρδιά μου· καθώς συλλογιζόμουν φούντωνε η αγωνία μου· ωσότου λύθηκε η γλώσσα μου και είπα:
39:5 «Φανέρωσέ μου, Κύριε, το τέλος μου, και πόσες θα ’ναι οι μέρες της ζωής μου· ώστε να ξέρω πόσο είμαι φθαρτός».
39:6 Τι λίγο που έκανες να διαρκεί η ζωή μου! Μπροστά σου η ύπαρξή μου ένα τίποτα· κι αέρα φύσημα η στερεότητα του ανθρώπου. (Διάψαλμα)
39:7 Και να, σαν τη σκιά ο άνθρωπος πορεύεται, άνεμος είν’ ο πλούτος που σωρεύει, χωρίς να ξέρει ποιος θα τον συνάξει.
39:8 Και τώρα τι προσμένω, Κύριε; σ’ εσένα την ελπίδα μου στηρίζω.
39:9 Λύτρωσέ με απ’ όλες τις ανομίες μου· στη χλεύη του ανόητου μη μ’ αφήσεις.
39:10 Σώπασα· το στόμα δεν ανοίγω, γιατί εσύ μ’ έφερες εδώ που βρίσκομαι.
39:11 Στρέψε μακριά από μένα τα πλήγματά σου· κάτω απ’ το στιβαρό σου χέρι εγώ αφανίστηκα.
39:12 Κολάζοντας την ανομία τον άνθρωπο παιδαγωγείς, και κατατρώς όπως ο σκόρος ό,τι έχει πιο πολύτιμο. Πνοή τ’ ανέμου, αλήθεια, αυτό είναι ο κάθε άνθρωπος. (Διάψαλμα)
39:13 Την προσευχή μου, Κύριε, άκουσε, πρόσεξε την κραυγή μου· στα δάκρυά μου μη σωπαίνεις, γιατί είμαι μόνο ένας φιλοξενούμενός σου, ξένος, χωρίς δικαιώματα, σαν όλους τους προγόνους μου.
39:14 Άσε με απ’ το βλέμμα σου κι ευχάριστα θα νιώσω· πριν φύγω και δεν υπάρχω πια.
40:0 Ας μάθουν όλοι το τι έκανες για μένα!
40:1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
40:2 Αδιάκοπα στον Κύριο έλπιζα κι αυτός με πρόσεξε κι άκουσε την κραυγή μου.
40:3 Μ’ ανέσυρε από το λάκκο της φθοράς, απ’ της λάσπης το βούρκο· τα πόδια μου τα στήριξε πάνω στο βράχο, τα βήματά μου στέριωσε.
40:4 Στο στόμα μου έβαλε καινούριο ένα τραγούδι, για το Θεό μας δοξολόγημα· πολλοί θα δουν, θα ευλαβηθούν, στον Κύριο θα ελπίσουν.
40:5 Μακάριος ο άνθρωπος, που ’χει στον Κύριο την ελπίδα του, και προς τους μάταιους δε στρέφεται κι όσους δουλεύουνε στο ψέμα.
40:6 Πληθώρα, Κύριε, Θεέ μας, τα έργα σου τα θαυμαστά, κι όσα σχεδίασες για χάρη μας. Κανένας δε συγκρίνεται μ’ εσένα! Να τ’ αναγγείλω θα ’θελα και να τα πω, είν’ όμως αναρίθμητα.
40:7 Θυσίες και προσφορές δεν θέλησες, μου ’δωσες την επίγνωση· δε ζήτησες ολοκαυτώματα ούτε θυσίες εξιλέωσης.
40:8 Τότε είπα: «Να με, ήρθα». Στου βιβλίου τον κύλινδρο για μένα γράφει.
40:9 Να κάνω ό,τι είν’ ευχάριστο σ’ εσένα, Θεέ μου, επιθύμησα· ο νόμος σου να ’ναι στο βάθος της καρδιάς μου.
40:10 Διαλάλησα τη δικαιοσύνη σου σε σύναξη μεγάλη, να που τα χείλια μου δεν τα ’κλεισα· Κύριε, εσύ το ξέρεις.
40:11 Τη δικαιοσύνη σου δεν έκρυψα στα βάθη της καρδιάς μου, κήρυξα την πιστότητά σου και τη βοήθειά σου· δεν κράτησα κρυμμένη την αγάπη σου ούτε και την αλήθεια σου σε σύναξη μεγάλη.
40:12 Μην εμποδίσεις εσύ, Κύριε, την ευσπλαχνία σου σ’ εμένα· η αγάπη σου κι η αλήθεια σου ας με φρουρούν παντοτινά.
40:13 Γιατί πέσαν απάνω μου δεινά που δε μετριούνται, με πήραν οι ανομίες μου και δεν μπορώ να δω· –πιότερες κι από τα μαλλιά της κεφαλής μου– και μ’ εγκατέλειψε το θάρρος μου.
40:14 Κύριε, στέρξε να με σώσεις· τάχυνε, Κύριε, να με βοηθήσεις.
40:15 Ας ντροπιαστούν όλοι μαζί κι ας εξουθενωθούν αυτοί που θέλουν ν’ αφαιρέσουν τη ζωή μου· ατιμασμένοι ας πισωστρέψουν αυτοί που με τη δυστυχία μου χαίρονται.
40:16 Ας μείνουν άναυδοι απ’ το αίσχος τους όσοι για μένα λέν’: «καλά να πάθει».
40:17 Ας ευφρανθούν και ας χαρούν κοντά σου όλοι όσοι σε ζητάνε, Κύριε, και πάντα ας λένε: «Μεγάλος είν’ ο Κύριος!» όσοι αγαπούν τη σωτηρία που χαρίζεις.
40:18 Εγώ είμαι άθλιος και φτωχός, μη με ξεχάσεις, όμως, Κύριε. Εσύ ’σαι βοηθός μου κι ελευθερωτής, Θεέ μου, μην αργήσεις.
41:0 Προσευχή ενός καταδιωγμένου
41:1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
41:2 Μακάριος όποιος νοιάζεται τον αδύναμο· θα τον λυτρώσει ο Κύριος στης δυστυχίας τη μέρα.
41:3 Τον προστατεύει ο Κύριος, του δίνει τη ζωή και θα τον πουν στη γη ευτυχισμένο· κι ούτε θα παραδώσει τη ζωή του στους εχθρούς του.
41:4 Ο Κύριος τον βοηθά να σηκωθεί απ’ της αρρώστιας του το στρώμα· σ’ όλες του τις ασθένειες τον ανακουφίζει.
41:5 Εγώ είπα: «Δώσ’ μου, Κύριε, το έλεός σου· γιάτρεψε την ψυχή μου γιατί σ’ εσένα αμάρτησα».
41:6 Οι εχθροί μου εναντίον μου λόγια λαλούν κακόβουλα: «Αχ, πότε να πεθάνει και τ’ όνομά του να χαθεί!»
41:7 Κι αν έρθει κάποιος να με δει, μου λέει ανοησίες· μαζεύει στην καρδιά του θέματα για κακογλωσσιά, φεύγει από μένα και τα διαλαλεί στους δρόμους.
41:8 Ανάμεσά τους ψιθυρίζουν εναντίον μου όλοι που με μισούνε· για μένα σκέφτονται το χειρότερο:
41:9 «Αγιάτρευτο κακό τον βρήκε. Τώρα, μια και τον έριξε η αρρώστια, δε θα μπορέσει πια να σηκωθεί».
41:10 Κι ο φίλος μου ακόμα ο ακριβός, που τον εμπιστευόμουν και τρώγαμε ψωμί μαζί, μου γύρισε την πλάτη και με κλώτσησε.
41:11 Εσύ όμως, Κύριε, δωσ’ μου το έλεός σου, κάνε να σηκωθώ, κι εγώ θα τους το ξεπληρώσω.
41:12 Έτσι θα καταλάβω πως έχω την αγάπη σου: Όταν δε θα καυχιέται ο εχθρός σε βάρος μου.
41:13 Αλλά για την ακεραιότητά μου εσύ με στήριξες, μπροστά στην παρουσία σου με στέριωσες αιώνια.
41:14 Ευλογημένος να ’ναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, από πάντα και για παντοτινά! Αμήν, αμήν.
42:1 Στον πρωτοψάλτη, ψαλμός διδακτικός· για τη συγγένεια του Κορέ.συγγένεια του Κορέ
42:2 Όπως η ελαφίνα αποζητάει τα τρεχούμενα νερά έτσι η ψυχή μου σ’ αποζητάει Θεέ μου!
42:3 Είν’ η ψυχή μου διψασμένη για το Θεό, για τον αληθινό Θεό. Πότε θα ’ρθώ να δω το πρόσωπό σου, Θεέ μου;
42:4 Τα δάκρυά μου είναι ψωμί για μένα μέρα νύχτα, όταν ακούω να μου λένε ολημερίς, «πού είναι ο Θεός σου;»
42:5 Θυμάμαι –και λιώνει μέσα μου η καρδιά– όταν με ένδοξη, πολυπληθή πορεία βάδιζα προς τον οίκο του Θεού, μες σε φωνές χαράς κι ευχαριστίας, στο θόρυβο των πανηγυριστών.
42:6 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις; Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.
42:7 Θλίβεται μέσα μου η ψυχή μου· για τούτο, Κύριε, θα σε θυμηθώ απ’ του Ιορδάνη τις πηγές, πλάι στο βουνό Μισάρ, κι απ’ του Ερμών τα υψώματα.
42:8 Η μια στην άλλη άβυσσο φωνάζει με των καταρραχτών σου τη βοή· όλα τα κύματά σου κι οι φουρτούνες σου πέρασαν από πάνω μου.
42:9 Τη μέρα στέλνει ο Κύριος το έλεός του, κι εγώ θα λέω τη νύχτα το τραγούδι του, την προσευχή μου στης ζωής μου το Θεό.
42:10 Θα λέω στο Θεό, στο βράχο μου: «Γιατί μ’ απολησμόνησες; γιατί να ζω με λύπη, κάτω απ’ του εχθρού μου την καταπίεση;»
42:11 Τσακίζονται τα κόκαλά μου όταν μ’ εξευτελίζουν οι δυνάστες μου, καθώς μου λένε ολημερίς, «πού είναι ο Θεός σου;»
42:12 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις; Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.
43:1 Δικαίωσέ με, Θεέ, πάρε το μέρος μου ενάντια σ’ ένα έθνος ανελέητο· απ’ τον απατεώνα γλίτωσέ με κι απ’ τον παράνομο.
43:2 Αφού εσύ, Θεέ, είσαι η δύναμή μου γιατί μ’ έδιωξες; γιατί να ζω με λύπη κάτω απ’ την καταπίεση του εχθρού;
43:3 Στείλε το φως και την αλήθεια σου αυτά να μ’ οδηγούν· στο άγιο σου βουνό για να με φέρουν εκεί που κατοικείς.
43:4 Θα φτάσω ως το θυσιαστήριό σου, σ’ εσέ τον ίδιο, Θεέ της ευτυχίας μου και της χαράς μου· και με κιθάρα θα σε υμνολογώ, Θεέ, Θεέ μου.
43:5 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις; Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι, της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.
44:0 Κι όμως εσύ μας απέρριψες
44:1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός διδακτικός· για τη συγγένεια του Κορέ.
44:2 Με τα ίδια μας τ’ αυτιά ακούσαμε, Θεέ, όσα μας εξιστόρησαν οι προγονοί μας· τα έργα που έκανες στις μέρες τους, σ’ αλλοτινούς καιρούς.
44:3 Εσύ με τη δική σου δύναμη αλλόπιστους ξερίζωσες, αυτούς για να φυτέψεις· για να τους δώσεις άνεση κατέστρεψες λαούς.
44:4 Δεν κατακτήσανε τη χώρα αυτή με τα σπαθιά τους, κι ούτε τους βόηθησαν τα μπράτσα τους, αλλά η ευνοϊκή σου δύναμη κι η ισχύς· το φως της παρουσίας σου, επειδή τους ευνόησες.
44:5 Εσύ ’σαι βασιλιάς μου, Θεέ μου· δώσε τη νίκη σου στον Ιακώβ.στον Ιακώβ.
44:6 Μαζί μ’ εσένα συντρίψαμε τους αντιπάλους μας· με τη δική σου ύπαρξη κατανικήσαμε αυτούς που μας επιτεθήκαν.
44:7 Εγώ δεν εμπιστεύομαι το τόξο μου ούτε και το σπαθί για να με σώσει.
44:8 Εσύ μας έσωσες από τους αντιπάλους μας, εσύ εξουθενώνεις τους εχθρούς μας.
44:9 Όλη τη μέρα θα σ’ εξυμνούμε Θεέ, την ύπαρξή σου αιώνια θα δοξάζουμε. (Διάψαλμα)
44:10 Εσύ όμως μας απέρριψες, μας ντρόπιασες και πια δε συμπορεύεσαι με το στρατό μας.
44:11 Μας έκανες να φύγουμε μπροστά στους αντιπάλους μας και μας λεηλατήσαν οι εχθροί μας.
44:12 Μας παραδίνεις σαν αρνιά για τη σφαγή· μέσα στα έθνη μάς διασκορπίζεις.
44:13 Πούλησες το λαό σου δίχως τίμημα και δεν κέρδισες τίποτε απ’ αυτόν.
44:14 Μας άφησες στη χλεύη των γειτόνων μας, στο όνειδος όσων μας τριγυρίζουν.
44:15 Μας έκανες περίγελο στα έθνη· για μας κουνάνε το κεφάλι ειρωνικά οι λαοί.
44:16 Ολημερίς θωρώ την καταφρόνια μου· το πρόσωπό μου το σκεπάζει η ντροπή
44:17 στ’ άκουσμα της φωνής του χλευαστή του βλάσφημου, στην παρουσία του εχθρού και του εκδικητή.
44:18 Αυτά όλα μας βρήκανε κι εμείς δε σε ξεχάσαμε· ούτε τη διαθήκη σου προδώσαμε.
44:19 Και δεν άλλαξε φρόνημα η καρδιά μας, και δεν ξεστράτισαν τα βήματά μας από τα μονοπάτια σου,
44:20 τότε που εσύ μας σύντριψες στων τσακαλιών τον τόποστων τσακαλιών τον τόπο. και με σκοτάδι θανατερό μας σκέπασες.
44:21 Αν είχαμε ξεχάσει του Θεού μας την ύπαρξη κι είχαμε επικαλεσθεί ξένους θεούς,
44:22 μη δε θα το ’χες μάθει Θεέ, εσύ, που της καρδιάς τα μυστικά γνωρίζεις;
44:23 Για σένα καθημερινά μη δε μας εξοντώνουνε; Μας λογαριάζουν σαν αρνιά για τη σφαγή.
44:24 Σήκω! Γιατί ησυχάζεις, Κύριε; Δράσε! Για πάντα μη μας απωθείς.
44:25 Την παρουσία σου γιατί την κρύβεις και λησμονάς τη δυστυχία και την ανάγκη μας;
44:26 Δες, η ζωή μας έπεσε στο χώμα, και το κορμί μας κόλλησε στη γη.
44:27 Σήκω, βοήθησέ μας και λύτρωσέ μας, συ που μας αγαπάς.
45:0 Ποίημα για το γάμο του βασιλιά
45:1 Στον πρωτοψάλτη, όπως το «Σοσανίμ» (τα Κρίνα)· για τη συγγένεια του Κορέ· Μασχίλ· τραγούδι της αγάπης.
45:2 Μ’ εμπνέουν οι χαρμόσυνες στιγμές, στο βασιλιά θα πω τα ποιήματά μου· η γλώσσα μου ωραία θα μιλήσει σαν πέννα γραμματέα έμπειρου.
45:3 Είσαι ο ωραιότερος απ’ όλους, χαριτωμένα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου, για τούτο και σ’ ευλόγησε για πάντα ο Θεός.
45:4 Ζώσε στη μέση το σπαθί σου, δυνατέ, μεγαλόπρεπε κι ένδοξε!
45:5 Δώσε τις μάχες σου λαμπρός, θριάμβευε για την αλήθεια και για το δίκιο του αδυνάτου· οι πράξεις σου τρόμο θα προκαλούν.
45:6 Τα βέλη σου τα αιχμηρά την καρδιά των εχθρών του βασιλιά θα διαπερνούνε, λαοί κάτω από σε θα πέφτουνε.
45:7 Ο θρόνος σου είναι θρόνος του ΘεούΟ θρόνος... Θεού. αιώνιος και παντοτινός· σκήπτρο χρηστής διοίκησης το σκήπτρο το βασιλικό σου.
45:8 Δικαιοσύνη αγάπησες και μίσησες την αδικία· γι’ αυτό σε διάλεξε ο Θεός, ο Θεός σου, σ’ εσένα έδωσε χαρά πιότερη απ’ τους συντρόφους σου.
45:9 Σμύρνας, κασίας κι αλόης άρωμα είναι στη φορεσιά σου· στα φιλντισένια ανάκτορά σου άρπας σε τέρπουν οι χορδές.
45:10 Βασιλοκόρες είναι η συνοδεία σου· στέκει η βασίλισσαη βασίλισσα. στα δεξιά σου με τα χρυσάφια στολισμένη της Οφείρ.
45:11 Άκουσε, κόρη μου, και δες, δώσε την προσοχή σου· ξέχασε το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου.
45:12 Ο βασιλιάς επιθυμεί την ομορφιά σου· ο κύριός σου είν’ αυτός, προσκύνησε μπροστά του.
45:13 Της Τύρου οι κόρες με δώρα μπροστά σου θα ’ρθουν, οι πλούσιοι του λαού θα σε παινέψουν.
45:14 Όλο μεγαλοπρέπεια η βασιλοκόρη στα διαμερίσματά της μέσα με χρυσοΰφαντη τη φορεσιά.
45:15 Πολύχρωμα ντυμένη θα οδηγηθεί στο βασιλιά· θα την ακολουθούν παρθένες· η συνοδεία της σ’ εσένα θα οδηγηθεί.
45:16 Με αλαλαγμούς και με χαρές μπαίνουν μέσα στου βασιλιά τ’ ανάκτορα.
45:17 Τη θέση των προγόνων σου οι γιοι σου θα την πάρουν, άρχοντες θα ’ναι μες στη χώρα ολόκληρη.
45:18 Θα μνημονεύουν τ’ όνομά σου από γενιά σ’ άλλη γενιά· γι’ αυτό οι λαοί θα σ’ εξυμνούν παντοτινά κι αιώνια.
46:0 Ο Κύριος του σύμπαντος είναι μαζί μας
46:1 Στον πρωτοψάλτη· για τη συγγένεια του Κορέ· τραγούδι όπως το «Αλαμώθ» (Παρθένες).συγγένεια του Κορέ.
46:2 Είν’ ο Θεός για μας καταφύγιο και δύναμη· στάθηκε στις ανάγκες μας βοήθεια σπουδαία.
46:3 Γι’ αυτό και δε φοβόμαστε όταν σαλεύει η γη κι αλλάζουν θέση τα βουνά στου ωκεανού τα βάθη.
46:4 Παφλάζουν τα νερά του και ταράζονται· φουσκώνουν και τραντάζουν τα βουνά. Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος, πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ.Μαζί μας... Ιακώβ. (Διάψαλμα)
46:5 Του ποταμού τα παρακλάδια κάνουν ν’ αγάλλεται η πόλη του Θεού· η αγιότερη ανάμεσα στις κατοικίες του Υψίστου.
46:6 Στο μέσο της είν’ ο Θεός και δεν κλονίζεται· θα τη βοηθήσει ο Θεός στο χάραμα της μέρας.
46:7 Έθνη ταράζονται, βασίλεια κλονίζονται· αντήχησε η φωνή του και τρόμαξε η γη.
46:8 Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος, πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ. (Διάψαλμα)
46:9 Ελάτε, δείτε του Κυρίου τα έργα, που καταπληκτικά πράγματα γέμισε τη γη.
46:10 Πολέμους σταματάει στης γης τα πέρατα, τόξα τσακίζει και συντρίβει λόγχες κι ασπίδες καίει στη φωτιά.
46:11 «Ηρεμήστε», λέει, «και μάθετε ότι εγώ είμ’ ο Θεός· ψηλότερα απ’ τα έθνη, ψηλότερα απ’ τη γη».
46:12 Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος, πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ. (Διάψαλμα) .
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible