Скрыть
24:0
24:1
24:3
24:4
24:5
24:8
24:9
24:11
24:13
24:14
24:16
24:17
24:19
24:20
24:21
24:22
24:23
24:25
Глава 39 
39:1
39:2
39:3
39:4
39:5
39:7
39:8
39:9
39:10
39:11
39:12
39:13
39:14
39:15
39:16
39:17
39:18
39:19
39:20
39:21
39:22
39:23
39:25
39:26
39:27
39:28
39:29
39:30
Γιατί ο Θεός αφήνει ασύδοτους τους αμαρτωλούς;
Γιατί δεν καθορίζει ο Παντοδύναμος της κρίσης τον καιρό, ώστε οι δικοί του να τον δούνε πώς δικάζει;
Οι άδικοι μετακινούν τα σύνορα των χωραφιών, ξένα κοπάδια αρπάζουνε και στους δικούς τους κάμπους τα βοσκάνε.
Παίρνουνε το γαϊδούρι απ’ τα ορφανά, από τη χήρα αρπάζουν για ενέχυρο το βόδι.
Παραμερίζουν τους φτωχούς στο δρόμο κι όλους τους άπορους της χώρας τους αναγκάζουνε να καταχωνιαστούν.
Και να που οι άμοιροι, σαν τα γαϊδούρια τ’ άγρια, στην έρημο τραβούν απ’ την αυγή για να δουλέψουν, να βρουν τροφή. Και περιμένουν απ’ την έρημο να θρέψει τα παιδιά τους.
Μαζεύουν ό,τι απ’ το θέρο απόμεινε στου πλούσιου το χωράφι κι ό,τι απ’ τον τρύγο απόμεινε στ’ αμπέλι του.
Γυμνοί περνούν τη νύχτα τους και δίχως σκέπασμα, από την παγωνιά να τους φυλάξει.
Μουσκεύουν πάνω στα βουνά απ’ τις νεροποντές, στους βράχους πλάι στριμώχνονται για να προστατευτούνε.
Αρπάζουνε το βρέφος που θηλάζει οι άδικοι από τη χήρα μάνα του και παίρνουν από το φτωχό για ενέχυρο το ρούχο.
Έτσι οι φτωχοί δεν έχουν να ντυθούν· γυμνοί πορεύονται κι ενώ πεινούν, φορτώνονται των πλούσιων τα δεμάτια.
Στων πλούσιων τα λιοτριβιά βγάζουν αυτοί το λάδι, στα πατητήρια τους πατούν κι ωστόσο αυτοί διψούν.
Στις πολιτείες οι δύστυχοι στενάζουν, των πληγωμένων φθάνει ο ρόγχος στον ουρανό. Μα ο Θεός δεν νοιάζεται για όλον αυτό τον παραλογισμό.
Όσοι είν’ υπαίτιοι γι’ αυτά, εχθρεύονται το φως, τους δρόμους τους δικούς του δεν τους ξέρουν κι ούτε βαδίζουνε στα μονοπάτια του.
Στο χάραμα σηκώνεται ο φονιάς, σκοτώνει τον φτωχό και τον αδύναμο, και γίνεται τη νύχτα κλέφτης.
Βλέπει ο μοιχός πότε το σούρουπο θα ’ρθεί· κάλυμμα ρίχνει μπρος στο πρόσωπό του κι έτσι νομίζει πως κανείς δε θα τον δει.
Τη νύχτα οι κλέφτες μπαίνουν μες στα σπίτια αλλά τη μέρα κρύβονται και τ’ αποφεύγουνε το φως.
Για όλους αυτούς η μέρα αρχίζει όταν νυχτώνει και το σκοτάδι τρόμο δεν τους προκαλεί.
Τους ασεβείς τους παίρνει το ποτάμι, καταραμένα είν’ τα χωράφια τους· στ’ αμπέλια τους δε θα γυρίσει πια κανείς.
Όπως το χιόνι ο καύσωνας το λιώνει και το ρουφάει η ξεραμένη γη, έτσι κι ο άδης καταπίνει αυτόν που αμάρτησε.
Τον λησμονάει ακόμα κι η ίδια του η μάνα και γίνεται των σκουληκιών τροφή. Κανένας πια για κείνον δε μιλάει. Έτσι σαν δέντρο η αδικία έχει κοπεί.
Κι αυτά επειδή άσκημα φέρθηκε στις στείρες και άφησε τις χήρες ανυπεράσπιστες.
Μα έχει ο Θεός τη δύναμη τους ισχυρούς να τους σαρώνει· ορθώνεται κι εκείνοι χάνουν κάθε βεβαιότητα ζωής.
Κάποτε τους αφήνει να ζούνε σε ασφάλεια, κι ωστόσο παρακολουθούν τα μάτια του τον τρόπο της ζωής τους.
Για λίγο υψώνονται, μα ύστερα πια τίποτα· μαραίνονται σαν τα κομμένα τ’ άνθη· πέφτουν στη γη σαν στάχυα που τα θέρισαν.
Έτσι δεν είναι; ποιος μπορεί να με διαψεύσει και ν’ αποδείξει το αντίθετο;
Ξέρεις την εποχή όπου γεννιούνται οι αίγαγροι; τις ελαφίνες πρόσεξες όταν κοιλοπονάνε;
Μέτρησες πόσους μήνες κρατάει η εγκυμοσύνη τους; ξέρεις πότε είν’ ώρα να γεννήσουν;
Κάθονται χαμηλά πάνω στα πόδια τους κι ελευθερώνονται απ’ τους πόνους τους.
Τα μικρά δυναμώνουνε και μεγαλώνουν μες στους κάμπους· έπειτα φεύγουν και δεν ξαναγυρίζουν πια.
Ποιος έδωσε ελευθερία στον όναγρο; ποιος τα δεσμά του έλυσε, τον άφησε να φύγει;
Όρισα κατοικία του τη στέπα, τον έβαλα να ζήσει στη γη την αρμυρή.
Περιγελά της πολιτείας το θόρυβο· ποτέ κανείς γαϊδουρολάτης δεν μπορεί να τον εξαναγκάσει να δουλέψει.
Στα όρη τριγυρνά, που ’ναι η βοσκή του, ψάχνει να βρει να φάει όποιο χορτάρι πράσινο.
Θαρρείς πως έχει διάθεση τ’ άγριο βουβάλι να σε υπηρετεί ή να περνά τις νύχτες στο παχνί σου;
Θαρρείς πως θα δεχότανε να το τραβάς με το σκοινί για να οργώσει και να βολοκοπήσει το χωράφι σου;
Μπορείς να βασιστείς στην υπερβολική του δύναμη και να του εμπιστευτείς τις πιο βαριές δουλειές σου;
Θαρρείς πως θα σου κουβαλήσει τη σοδειά σου και πως θα τη συνάξει μες στ’ αλώνι σου;
Χτυπάει η στρουθοκάμηλος εύθυμα τα φτερά της, μα να πετάξει δεν μπορεί καθώς ο πελαργός.
Τ’ αυγά της τα εγκαταλείπει καταγής, τα εμπιστεύεται στη ζεστασιά της άμμου.
Δε σκέφτεται ότι μπορεί κάποιος να τα πατήσει ή ένα ζώο άγριο να τα λιώσει κάτω απ’ το πέλμα του.
Με τα μικρά της, μάνα είναι σκληρή η στρουθοκάμηλος, σαν να μην ήτανε δικά της· κι αδιαφορεί αν χαμένοι πάνε οι κόποι της.
Κι αυτό γιατί εγώ σοφία δεν της έδωσα, ούτε μια στάλα νοημοσύνη.
Μα όταν φοβηθεί και πάρει δρόμο τρέχοντας, ούτ’ άλογο ούτε καβαλλάρης δεν τη φτάνει.
Μήπως εσύ έδωσες στο άλογο τη δύναμη κι έντυσες το λαιμό του με τη χαίτη;
Μήπως εσύ άραγε μπορείς σαν ακρίδα να το κάνεις να πηδάει και τρόμο να σκορπά με το περήφανο χλιμίντρισμά του;
Σκάβει το χώμα στην κοιλάδα όλο χαρά κι ορμά με δύναμη να αντικρούσει όπλα.
Φόβος δεν ξέρει τι θα πει και δεν τρομάζει, ούτε οπισθοχωρεί μπρος στο σπαθί.
Τα βέλη στη φαρέτρα κουρταλούν κι αστράφτουνε η λόγχη και το δόρυ.
Τρέμει από έξαψη, ορμά καλπάζοντας μπροστά· δεν μπορεί να συγκρατηθεί, όταν η σάλπιγγα αντηχήσει.
Στο κάθε σάλπισμα απαντά μ’ ένα χλιμίντρισμα, οσμίζεται από μακριά τη μάχη, τις βροντερές φωνές των αρχηγών και την πολεμική κραυγή.
Απ’ τη δική σου τάχατε σοφία έμαθε το γεράκι να πετά, όταν απλώνει τα φτερά του προς το νότο;
Μήπως με τη δική σου προσταγή πετάει ο αετός στα ύψη και χτίζει τη φωλιά του στα ψηλά;
Μέσα στους βράχους κατοικεί σ’ απόκρημνες κορφές, σε μέρη απρόσιτα τη νύχτα του περνάει.
Για την τροφή του από ’κει πάνω καιροφυλακτεί· τα μάτια του από μακριά την ξεδιακρίνουν.
Τροφή για τα μικρά του είν’ το αίμα· γι’ αυτό όπου το πτώμα, εκεί κι οι αετοί.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible