Скрыть
15:0
15:2
15:3
15:4
15:5
15:10
15:11
15:12
15:13
15:17
15:18
15:19
15:22
15:24
15:26
15:28
15:29
15:31
15:33
Глава 20 
20:0
20:2
20:3
20:4
20:6
20:11
20:13
20:14
20:15
20:16
20:17
20:21
20:22
20:27
20:28
Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον Ιώβ
Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο Ταιμανίτης.
Γιατί ο σοφός με λόγια κούφια αποκρίνεται; γιατί να λέει κουβέντες του αέρα;
Γιατί ν’ απολογείται με λόγια αταίριαστα και μ’ ομιλίες ανώφελες;
Εσύ όπως πας υπονομεύεις την ευσέβεια και κάθε στοχασμό ευλαβικό τον καταστρέφεις.
Τα λόγια σου τα υπαγορεύει η ανομία σου κι ας βρίσκεις τόσες πονηριές την αμαρτία σου ν’ αρνιέσαι.
Τα ίδια σου τα λόγια σε καταδικάζουν, όχι εγώ· κι όλα όσα μαρτυρούν τα χείλη σου εις βάρος σου είναι.
Μην είσαι τάχα εσύ ο πρώτος που γεννήθηκε; ή μήπως πλάστηκες εσύ πρωτύτερα απ’ τα όρη;
Μην τάχα πήρες μέρος στου Θεού τη διάσκεψη; μην έλαβες σοφία να νιώθεις τα σχέδιά του;
Τι ’ναι που ξέρεις κι εμείς δεν το ξέρουμε; σαν τι κατάλαβες εσύ που εμάς μας είναι ξένο;
Γέροντες είναι ανάμεσά μας ασπρομάλληδες, πριν από τον πατέρα σου γεννημένοι.
Τόσο πολύ περιφρονείς τις παρηγορίες που ο Θεός σου στέλνει με τις φρόνιμες κουβέντες μας;
Γιατί με τόσο πάθος αντιδράς και στη ματιά σου καθρεφτίζεται η οργή σου,
όταν στρέφεις την πίκρα σου ενάντια στο Θεό, και χύνονται τα λόγια σου απ’ το στόμα σου ποτάμι;
Θέλεις να υποστηρίξεις πως μπορεί άνθρωπος να βρεθεί που να ’ναι καθαρός, άνθρωπος που να είναι δίκαιος;
Όταν δεν εμπιστεύεται κανέναν από τους αγγέλους του όταν ακόμα κι οι ουρανοί για κείνον καθαροί δεν είναι,
πόσο μάλλον ο βδελυρός και διεφθαρμένος άνθρωπος, που τόσο φυσικά την αδικία κάνει λες και νεράκι πίνει!
Θέλω, Ιώβ, να σε διδάξω, άκουσέ με! Θα σου εξιστορήσω αυτά που είδα,
εκείνα που μας μάθαν οι σοφοί, καθώς τα ’χανε πάρει απ’ τους προγόνους τους και δεν τα κράτησαν κρυμμένα!
Σ’ εκείνους αποκλειστικά η χώρα είχε δοθεί τότε που αλλοεθνής κανείς δεν είχε ανάμεσά τους εισχωρήσει να τους απομακρύνει απ’ το Θεό:
Σ’ όλη του τη ζωή ο καταπιεστής από το φόβο τρέμει, σαν σκέφτεται την τελευταία μέρα του.
Τρόμου φωνές μέσα στ’ αυτιά του ηχούν· κι ενώ έχει ειρήνη, βλέπει να πέφτει πάνω του ο εξολοθρευτής.
Για να ξεφύγει απ’ το σκοτάδι δεν το ελπίζει· βλέπει κιόλας το ξίφος πάνω από το κεφάλι του να κρέμεται.
Βλέπει το σώμα του να γίνεται του γυπαετού τροφή, Βλέπει... τροφή, ξέρει πως είναι έτοιμος για την καταστροφή. Του σκοταδιού η μέρα είναι... μέρα, τον παραλύει,
η θλίψη κι η αγωνία τον τρομάζουν. Πάνω του ορμούν καθώς ο βασιλιάς που είν’ έτοιμος για μάχη.
Αυτή είν’ η μοίρα του ανθρώπου που τη γροθιά του υψώνει στο Θεό και προκαλεί τον Παντοδύναμο.
Ορμάει σκληροτράχηλος ενάντια στο Θεό προφυλαγμένος πίσω απ’ τη βαριά, μεγάλη ασπίδα του.
Στο πρόσωπό του φαίνεται η υγεία κι όλο το σώμα του γεμάτο είναι σφρίγος.
Σπίτια που να κατοικηθούν δεν έπρεπε, αυτός τα κατοικεί· πόλεις που έπρεπε να μείνουνε ερείπια, αυτός τις ξαναχτίζει· και δε φοβάται την κατάρα που ’χουν απάνω τους. Έτσι ενάντια στο Θεό πηγαίνεις και την οργή του προκαλείς.
Ό,τι κατέχει αυτός ο άνθρωπος δε διαρκεί πολύ· πάνω σ’ αυτή τη γη ποτέ δε θα πλουτίσει.
Από τον σκοτεινό δε θα ξεφύγει τον κόσμο των νεκρών. Μοιάζει με δέντρο που η φωτιά καίει τα βλαστάρια του· στο τέλος, του Θεού η πνοή θα τον πετάξει πέρα.
Όποιος τον εαυτό του ξεγελά με πράγματα απατηλά, δεν πρέπει ν’ απαγοητεύεται που απατηλός θα είναι κι ο μισθός του.
Πριν φτάσει ακόμα η ώρα του, θα μαραθεί σαν το κλαδί· δε θα ’χει πια πράσινα φύλλα.
Καθώς το κλήμα, άγουρους θα χάσει τους καρπούς του· θα ’ναι σαν την ελιά που ρίχνει τ’ άνθη της.
Έτσι οι γενιές των ασεβών θα μείνουν άκληρες και η φωτιά θα καταφάει τα σπίτια τους που χτίστηκαν μ’ άνομα μέσα.
Όποιος κυοφορεί κακό τη δυστυχία γεννά· ό,τι ωριμάζει μέσα του θα τον απογοητεύσει.
Ο Σωφάρ περιγράφει το μέλλον του ασεβή
Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο Νααμαθίτης.
Θύελλα μέσα στη καρδιά μου έχει ξεσπάσει. Μέσα μου βράζει, άλλο δεν μπορώ να κρατηθώ.
Ο έλεγχός σου που άκουσα με πρόσβαλε· αλλά το συνετό μου πνεύμα την απάντηση μου υπαγορεύει τη σωστή.
Καλά το ξέρεις πως από παλιά, απ’ όταν έβαλε ο Θεός πάνω στη γη τον άνθρωπο,
ο θρίαμβος των κακών πολύ δεν διαρκεί· κι είναι του ασεβή η χαρά για μια στιγμή μονάχα.
Κι αν είν’ ακόμα ικανός ως τα ουράνια να υψωθεί και το κεφάλι του τα σύννεφα ν’ αγγίξει,
πρέπει να κατεβεί στο λάκο, σαν τις ακαθαρσίες του κι οριστικά ν’ αφανιστεί. Κι όσοι τον ήξεραν θ’ αναρωτιούνται πού να είναι.
Θα σβήσει καθώς τ’ όνειρο ο ασεβής και πια δε θα τον βρίσκουν· σαν νυχτερινή οπτασία θα χαθεί.
Τα μάτια που τον έβλεπαν δε θα τον ξαναδούνε, και θα τον χάσει ο τόπος όπου έμενε.
Θ’ αναγκαστούν να ζητιανεύουν τα παιδιά του, γιατί θα πρέπει να επιστρέψει αυτός τον πλούτο, που μ’ αδικίες απέκτησε.
Ήταν το σώμα του γεμάτο σφρίγος νεανικό, μα τώρα κείνη η ικμάδα μαζί του μες στο χώμα κείτεται.
Είν’ η κακία στο στόμα του γλυκιά, του ασεβή, κάτω απ’ τη γλώσσα την κρατά
και την αφήνει εκεί αργά να λιώνει, ώστε η απόλαυση πολύ να διαρκεί.
Μα γίνεται πικρή μες στο στομάχι του, μέσα του αλλάζει σε φαρμάκι οχιάς.
Τα πλούτη τα κλεμμένα που κατάπιε θα τα βγάλει· θα του τα πάρει πίσω με τη βία ο Θεός ως και το τελευταίο υπόλοιπο.
Ό,τι ρουφούσε ήτανε του αστρίτη το φαρμάκι, θανατηφόρο σαν το δάγκωμα οχιάς.
Δεν θα ζήσει να δει της χώρας του τα πλούτη, το μέλι και το βούτυρο που θα κυλούν ποτάμι.
Δε θ’ απολαύσει ο ασεβής όσα με κόπο κέρδισε και τ’ αγαθά απ’ τις συναλλαγές του δε θα τα γευτεί·
επειδή καταπίεζε τους φτωχούς και δε νοιαζότανε γι’ αυτούς. Άρπαζε σπίτια, αντί να τους τα χτίζει.
Η απληστία του ασεβή δεν έχει όρια, κι ωστόσο με τους θησαυρούς του δε νιώθει ασφαλής.
Απ’ την αδηφαγία του τίποτα δε γλιτώνει, γι’ αυτό ποτέ δεν είναι ευτυχής.
Μέσα στην αφθονία θα στερείται· η αθλιότητα θα πέσει απάνω του βαριά.
Θα ’χει αρκετά για να γεμίσει την κοιλιά του, όταν τη φοβερή του οργή ο Θεός θα ρίξει σαν χαλάζι πάνω του· από το γεύμα αυτό επιτέλους θα χορτάσει.
Ακόμα κι αν γλιτώσει από το ατσάλινο σπαθί, χάλκινο τόξο θα τον ρίξει κάτω.
Το βέλος το κορμί του ασεβή διαπερνά, βγαίνει απ’ τη ράχη του, απ’ την αστραφτερή του αιχμή το αίμα στάζει· και τότε τρόμος τον κυριεύει θανατερός.
Γι’ αυτόν φυλάγονται όλα τα σκοτάδια· φωτιά, που χέρι ανθρώπινο δεν άναψε θα τον καταβροχθίσει· στάχτη θα κάνει καθετί που στη σκηνή του απόμεινε.
Θα φανερώσουν οι ουρανοί την ανομία του, και θα ξεσηκωθεί η γη να τον κατηγορήσει.
Τα πλούτη του σπιτιού του θα χαθούν, θα διασκορπιστούνε, τη μέρα της οργής του Θεού.
Αυτή είν’ η ανταπόδοση που θα ’χει ο ασεβής, αυτός ο κλήρος, που από το Θεό τού ορίστηκε.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible