Скрыть
10:0
10:2
10:7
10:14
10:15
10:16
10:17
Глава 12 
12:0
12:8
12:14
12:15
12:16
12:17
12:18
12:19
12:20
12:21
12:22
12:23
12:24
12:25
12:26
12:27
12:28
12:29
12:30
12:31
12:32
12:33
12:34
12:35
12:36
12:37
12:38
12:39
12:40
12:41
12:42
12:43
12:44
12:45
12:46
12:47
12:48
12:49
12:50
12:51
12:52
12:53
12:54
12:55
Το τρίτο όραμα: Ένας άντρας ντυμένος λινά
Τον τρίτο χρόνο της βασιλείας του ΚύρουΚύρου. στους Πέρσες, ήρθε μήνυμα Θεού στο Δανιήλ, ο οποίος ονομαζόταν Βαλτάσαρ. Ο λόγος ήταν αξιόπιστος και προανάγγελλε μεγάλες δυσκολίες. Ο Δανιήλ προσπάθησε να τον καταλάβει και η εξήγηση δόθηκε σ’ αυτόν με όραμα.
Εκείνη την εποχή εγώ ο Δανιήλ βρισκόμουν επί τρεις εβδομάδες σε πένθος για το λαό μου.
Μέχρι να περάσουν οι τρεις εβδομάδες, δεν έφαγα νόστιμα εδέσματα ή κρέας, δεν ήπια καθόλου κρασί ούτε άλειψα με αλοιφή το σώμα μου.
Την εικοστή τέταρτη μέρα του πρώτου μήνα είχα βρεθεί στην όχθη του μεγάλου ποταμού, που ονομαζόταν Τίγρης.
Εκεί που κοίταζα, είδα έναν άνθρωπο που ήταν ντυμένος λινά ρούχα και στη μέση του φορούσε ζώνη από χρυσάφι καθαρό.
Το σώμα του λαμποκοπούσε σαν τοπάζι και το πρόσωπό του σαν λάμψη αστραπής· τα μάτια του ήταν πύρινα, οι βραχίονές του και τα πόδια του έλαμπαν σαν αστραφτερός χαλκός κι όταν μιλούσε ήταν σαν ν’ ακουγόταν φωνή πλήθους.
Μόνον εγώ ο Δανιήλ είδα το όραμα· οι άντρες που ήταν μαζί μου δεν είδαν τίποτα. Τους κατέλαβε όμως μεγάλος φόβος κι έτρεξαν να κρυφτούν.
Έμεινα, λοιπόν, μόνος και είδα το μεγάλο εκείνο όραμα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, η όψη μου άλλαξε και το πρόσωπό μου χλώμιασε· κάθε ενεργητικότητα χάθηκε μέσα μου.
Τότε άκουσα τον άντρα να μιλάει. Και καθώς άκουγα τη φωνή του βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ, πεσμένος με το πρόσωπο στη γη.
Ξάφνου με άγγιξε ένα χέρι, με σήκωσε στα γόνατά μου κι εγώ στηρίχθηκα στις παλάμες μου.
«Δανιήλ», μου είπε ο άντρας, «εσύ που τόσο σ’ αγαπάει ο Θεός, προσπάθησε να καταλάβεις τα λόγια που θα σου πω· στάσου όρθιος στα πόδια σου, γιατί αυτή τη φορά έχω αποσταλεί ειδικά για σένα». Όταν μου είπε αυτά τα λόγια εγώ σηκώθηκα πάνω τρομαγμένος.
«Μη φοβάσαι Δανιήλ», μου είπε, «γιατί απ’ την πρώτη μέρα που ταπεινώθηκες ενώπιον του Θεού σου και συγκέντρωσες την προσοχή σου για να καταλάβεις όλα αυτά τα γεγονότα, η προσευχή σου εισακούστηκε κι εγώ ξεκίνησα για να σου φέρω την απάντηση.
Αλλά ο αρχάγγελος του βασιλείου των Περσών μού αντιστεκόταν είκοσι μία μέρες. Τότε ο Μιχαήλ, ένας από τους αρχαγγέλους, ήρθε να με βοηθήσει· είχα μείνει, λοιπόν, εκεί κοντά στους βασιλιάδες των Περσών.
Τώρα όμως ήρθα για να σε βοηθήσω να καταλάβεις τι θα συμβεί στο λαό σου τις τελευταίες μέρες, γιατί το όραμα αυτό αναφέρεται στο μέλλον».
Ενώ μου έλεγε αυτά τα λόγια, έπεσα με το πρόσωπο στη γη και έμεινα άφωνος.
Τότε, κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο, στάθηκε μπροστά μου κι άγγιξε τα χείλη μου, κι εγώ του είπα: «Κύριέ μου, απ’ αυτό το όραμα μ’ έπιασαν πόνοι κι απόμεινα δίχως δύναμη.
Πώς είναι δυνατόν εγώ ο δούλος σου, κύριέ μου, να μιλάω μ’ εσένα; Από τότε που είδα το όραμα δεν έχω δύναμη κι ούτε έμεινε πνοή μέσα μου».
Τότε, εκείνος που έμοιαζε με άνθρωπο με άγγιξε πάλι και με δυνάμωσε.
«Μη φοβάσαι», μου είπε, «άνθρωπε, εσύ που τόσο σ’ αγαπάει ο Θεός. Ειρήνη σ’ εσένα! Να είσαι θαρραλέος και δυνατός». Κι ενώ μου μιλούσε, ενδυναμώθηκα και είπα: «Μίλα, κύριέ μου. Μου ’δωσες δύναμη!»
20-21 Τότε εκείνος με ρώτησε: «Ξέρεις γιατί ήρθα σ’ εσένα; Για να σου αναγγείλω αυτό που είναι γραμμένο στο βιβλίο της αλήθειας. Τώρα θα επιστρέψω να πολεμήσω εναντίον του αρχαγγέλου των Περσών· κι όταν εγώ θα φεύγω, θα έρθει ο αρχηγός των Ελλήνων. Και δε θα υπάρχει κανείς να με ενδυναμώσει εναντίον αυτών, εκτός από το Μιχαήλ τον αρχάγγελό σας,
Επίθεση του Μιχαήλ και ανάσταση των νεκρών
«Εκείνη την εποχή», συνέχισε ο άγγελος, «θα παρουσιαστεί ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο προστάτης του λαού σου. Θα είναι στενάχωρα χρόνια, που όμοια τους δεν υπήρξαν ποτέ από τότε που δημιουργήθηκαν τα έθνη. Θα σωθούν, όμως, από το λαό σου όλοι εκείνοι που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο βιβλίο του Θεού.
Πολλοί που έχουν πεθάνει θ’ αναστηθούν, άλλοι για να ζήσουν αιώνια κι άλλοι για ν’ αντιμετωπίσουν αιώνια ντροπή και περιφρόνηση.
Οι συνετοί όμως θα λάμψουν σαν το λαμπρό στερέωμα, κι εκείνοι που βοήθησαν πολλούς να μείνουν πιστοί, θα λάμψουν επίσης σαν αστέρια για πάντα.
»Τώρα εσύ, Δανιήλ, κλείσε το βιβλίο μ’ αυτά τα λόγια και κράτησε μυστικό το περιεχόμενό του μέχρι τον καιρό του τέλους. Πολλοί θα θελήσουν να το διερευνήσουν για ν’ αυξήσουν τις γνώσεις τους».Πότε θα έρθει το τέλος
Εκείνη τη στιγμή εγώ, ο Δανιήλ, είδα δύο άλλους άντρες να στέκονται ένας από τη μία όχθη του ποταμού κι ο άλλος απ’ την άλλη.
Ο ένας ρώτησε τον άντρα που φορούσε λινά και στεκόταν πάνω από τα νερά του ποταμού: «Πότε θα πάρουν τέλος όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα;»
Τότε εκείνος σήκωσε τα δυο του χέρια στον ουρανό και τον άκουσα που ορκίστηκε στον αιώνιο Θεό ότι θα περάσουν τριάμισυ χρόνια. Όλα αυτά θα εκπληρωθούν, όταν τελειώσουν και τα δεινά του άγιου λαού του Θεού.
Εγώ άκουσα αλλά δεν κατάλαβα, και ξαναρώτησα: «Κύριέ μου, πότε είπες ότι θα τελειώσουν όλα αυτά;»
Εκείνος απάντησε: «Πήγαινε τώρα, Δανιήλ, γιατί το μήνυμά μου πρέπει να παραμείνει σφραγισμένο μέχρι τον καιρό του τέλους.
Πολλοί θα εξαγνιστούν, θα καθαριστούν και θα τελειοποιηθούν με τα δεινά τους· αλλά οι ασεβείς θα εξακολουθήσουν να ασεβούν και κανένας απ’ αυτούς δε θα καταλάβει τίποτα. Μόνον οι συνετοί θα καταλάβουν.
Από τον καιρό που θα καταργηθεί η καθημερινή θυσία και θα στηθεί στο θυσιαστήριο το βδέλυγμα της ερημώσεως, θα περάσουν χίλιες διακόσιες ενενήντα μέρες.
Μακάριος όποιος δείξει καρτερία, ώσπου να περάσουν χίλιες τριακόσιες τριάντα πέντε μέρες!
Εσύ όμως τώρα, Δανιήλ, πήγαινε κι αναπαύσου, μέχρις ότου έρθει το τέλος. Αλλά στο τέλος των καιρών θ’ αναστηθείς για να λάβεις την αμοιβή σου».
ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝΟ Δανιήλ αποκαλύπτει τον Βηλ
Όταν πέθανε ο βασιλιάς των Μήδων Αστυάγης, τον διαδέχτηκε στο βασίλειό του ο ΚύροςΚύρος , βασιλιάς των Περσών.
Ο Δανιήλ ήταν έμπιστος του βασιλιά και ζούσε μαζί του στο παλάτι· ήταν ο πιο ονομαστός απ’ όλους τους άλλους φίλους του.
Οι Βαβυλώνιοι είχαν ένα άγαλμα, που τ’ όνομά του ήταν Βηλ, και ξόδευαν σ’ αυτό κάθε μέρα δώδεκα αρτάβες σιμιγδάλι, σαράντα πρόβατα και έξι μετρητές κρασί.Βηλ αρτάβη μετρητής
Ο βασιλιάς λάτρευε αυτό το άγαλμα και πήγαινε κάθε μέρα και το προσκυνούσε. Ο Δανιήλ, όμως, προσκυνούσε το δικό του Θεό.
Μια μέρα ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Γιατί εσύ δεν προσκυνάς το Βηλ;» Ο Δανιήλ απάντησε: «Επειδή δεν λατρεύω αγάλματα καμωμένα από ανθρώπινα χέρια, αλλά τον αληθινό Θεό, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και έχει εξουσία πάνω σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη».
Ο βασιλιάς τού είπε: «Δεν πιστεύεις ότι ο Βηλ είναι πραγματικός θεός; Δε βλέπεις πόσα τρώει και πίνει κάθε μέρα;»
Ο Δανιήλ γέλασε και είπε: «Μην πλανάσαι βασιλιά! Αυτός από μέσα είναι λάσπη κι απ’ έξω χαλκός· ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει φάει ούτε έχει πιει τίποτα».
Ο βασιλιάς θύμωσε και κάλεσε τους ιερείς του και τους είπε: «Αν δε μου πείτε ποιος είν’ αυτός που τρώει τις προσφορές για τις οποίες δαπανώνται τόσα χρήματα, θα πεθάνετε· αν όμως αποδείξετε ότι όλα αυτά τα τρώει πράγματι ο Βηλ, τότε θα θανατωθεί ο Δανιήλ, γιατί πρόσβαλε το άγαλμα».
Ο Δανιήλ είπε στο βασιλιά: «Ας γίνει όπως διέταξες». Οι ιερείς του Βηλ ήταν εβδομήντα, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Μόλις ο βασιλιάς πήγε μαζί με το Δανιήλ στο ναό του Βηλ,
οι ιερείς του Βηλ είπαν: «Εμείς τώρα βγαίνουμε έξω, κι εσύ βασιλιά φέρε τις τροφές, βάλε κρασί στο ποτήρι και τοποθέτησέ τα όλα μπροστά στο Βηλ. Μετά κλείσε την πόρτα και σφράγισέ την με το δαχτυλίδι σου· και έλα το πρωί κι αν δεν τα βρεις να έχουν φαγωθεί όλα από το Βηλ, εμείς να πεθάνουμε· αλλιώς να πεθάνει ο Δανιήλ, που είπε ψέματα εναντίον μας».
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτοί τα αψηφούσαν όλα, γιατί είχαν κάνει κάτω από το τραπέζι μια κρυφή καταπακτή, απ’ όπου έμπαιναν κάθε φορά κι έκλεβαν τα τρόφιμα.
Πράγματι, μόλις οι ιερείς βγήκαν έξω, ο βασιλιάς τοποθέτησε τις τροφές μπροστά στο Βηλ.
Ο Δανιήλ διέταξε τους υπηρέτες του και έφεραν στάχτη και την κοσκίνισαν σ’ όλο το δάπεδο του ναού· μόνο ο βασιλιάς ήταν παρών. Ύστερα, αφού βγήκαν έξω, έκλεισαν την πόρτα, τη σφράγισαν με το δαχτυλίδι του βασιλιά και έφυγαν.
Οι ιερείς όμως ήρθαν τη νύχτα, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τα έφαγαν και τα ήπιαν όλα.
Το άλλο πρωί ο βασιλιάς σηκώθηκε και μαζί του κι ο Δανιήλ.
«Είναι άθικτες οι σφραγίδες, Δανιήλ;» ρώτησε ο βασιλιάς. Κι ο Δανιήλ απάντησε: «Ναι, βασιλιά».
Μόλις άνοιξαν οι πόρτες, ο βασιλιάς κοίταξε πάνω στο τραπέζι και φώναξε: «Είσαι μεγάλος, Βηλ! Εσύ ποτέ δεν κάνεις απάτες!»
Ο Δανιήλ έβαλε τα γέλια και έπιασε το βασιλιά για να μην μπει μέσα στο ναό. «Κοίτα το δάπεδο», του λέει μετά, «και βρες ποιανού είναι αυτές οι πατημασιές».
Ο βασιλιάς απάντησε: «Πράγματι, βλέπω εδώ πατημασιές ανδρών, γυναικών και παιδιών».
Τότε οργίστηκε, συνέλαβε τους ιερείς, τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και του έδειξαν τις κρυφές πόρτες, από τις οποίες έμπαιναν και καταβρόχθιζαν τις προσφορές που ήταν πάνω στο τραπέζι.
Ο βασιλιάς τούς εκτέλεσε όλους και παρέδωσε τον Βηλ στη διάθεση του Δανιήλ, ο οποίος κατέστρεψε κι αυτόν και το ναό του.Ο Δανιήλ νικάει το Δράκοντα
Υπήρχε επίσης ένα μεγάλο φίδι, που το λάτρευαν οι Βαβυλώνιοι.
Μια μέρα ο βασιλιάς είπε στο Δανιήλ: «Δεν μπορείς να πεις ότι αυτός δεν είναι πραγματικός θεός! Εμπρός, λοιπόν, προσκύνησέ τον!»
Ο Δανιήλ απάντησε: «Εγώ τον Κύριο το Θεό μου θα προσκυνήσω, γιατί αυτός είναι αληθινός Θεός. Δώσε μου όμως, βασιλιά, την άδεια και θα σκοτώσω το φίδι χωρίς μαχαίρι ή ραβδί».
Ο βασιλιάς απάντησε: «Σου τη δίνω».
Τότε ο Δανιήλ πήρε πίσσα, ξύγκι και τρίχες και τα έψησε μαζί· τα έκανε σβώλους και τα έβαλε στο στόμα του φιδιού. Το φίδι τα έφαγε και έσκασε. Τότε ο Δανιήλ είπε: «Κοιτάξτε, λοιπόν, πού προσφέρετε τη λατρεία σας!»
Μόλις το ’μαθαν αυτό οι Βαβυλώνιοι, αγανάκτησαν φοβερά και ξεσηκώθηκαν εναντίον του βασιλιά. «Ο βασιλιάς έγινε Ιουδαίος!» έλεγαν. «Κατέστρεψε το Βηλ, σκότωσε το φίδι και έσφαξε τους ιερείς».
Πήγαν, λοιπόν, στο βασιλιά και του είπαν: «Παράδωσέ μας το Δανιήλ· αλλιώς θα φονεύσουμε κι εσένα και τους δικούς σου».
Ο βασιλιάς όταν είδε ότι τον πιέζουν αφόρητα, αναγκάστηκε να τους παραδώσει το Δανιήλ.
Αυτοί τον έριξαν στο λάκκο των λεόντων και έμεινε εκεί έξι μέρες.
Στο λάκκο βρίσκονταν εφτά λιοντάρια και τους έδιναν για τροφή κάθε μέρα δύο ανθρώπινα σώματα και δύο πρόβατα. Εκείνη την ημέρα όμως δεν τους έδωσαν τίποτα, για να κατασπαράξουν το Δανιήλ.
Στην Ιουδαία ζούσε εκείνον τον καιρό ο προφήτης Αββακούμ. Αυτός είχε βράσει φαγητό, έκοψε ψωμί σε μικρά κομμάτια, τα ’βαλε όλα μαζί σε μια σουπιέρα και πήγαινε στο χωράφι για να τα φέρει στους θεριστές.
Τότε ένας άγγελος του Κυρίου διέταξε τον Αββακούμ να πάει το φαγητό αυτό στη Βαβυλώνα και να το δώσει στο Δανιήλ, στο λάκκο με τα λιοντάρια.
Ο Αββακούμ απάντησε: «Κύριε, τη Βαβυλώνα δεν την έχω ξαναδεί κι ούτε γνωρίζω κανέναν τέτοιο λάκκο».
Τότε ο άγγελος του Κυρίου τον έπιασε από τα μαλλιά και μ’ ένα δυνατό άνεμο τον έφερε στη Βαβυλώνα.
Ο Αββακούμ φώναξε δυνατά: «Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε το φαγητό που σου στέλνει ο Θεός».
Ο Δανιήλ απάντησε: «Με θυμήθηκες βέβαια, Θεέ μου· εσύ ποτέ δεν εγκαταλείπεις αυτούς που σε αγαπούν».
Σηκώθηκε κι έφαγε, κι ο άγγελος του Θεού ξανάφερε τον Αββακούμ αμέσως πίσω στον τόπο του.
Την έβδομη μέρα πήγε ο βασιλιάς να θρηνήσει το Δανιήλ. Όταν όμως ήρθε στο λάκκο και κοίταξε μέσα, ο Δανιήλ ήταν εκεί καθισμένος.
Τότε ο βασιλιάς φώναξε δυνατά και είπε: «Είσαι μεγάλος, Κύριε, Θεέ του Δανιήλ! Δεν υπάρχει άλλος εκτός από σένα».
Και διέταξε να τον βγάλουν από το λάκκο. Αυτούς όμως που είχαν γίνει αιτία να ταλαιπωρηθεί ο Δανιήλ, τους έριξε στο λάκκο, και τα λιοντάρια τούς κατασπάραξαν αμέσως μπροστά στα μάτια του.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible