Скрыть
1:0
1:6
1:10
1:11
1:12
1:13
1:14
1:15
1:16
1:18
1:22
1:23
1:24
1:25
1:26
1:27
1:28
1:29
1:30
1:31
1:32
1:33
1:34
1:35
1:36
1:37
1:38
1:39
1:40
1:41
1:42
1:43
1:44
1:45
1:46
1:47
1:48
1:49
1:50
1:51
1:52
1:53
1:54
1:55
1:56
1:57
1:58
1:59
1:60
1:61
1:62
1:63
1:64
1:65
1:66
1:67
1:68
1:69
1:70
1:71
1:72
1:73
1:74
1:75
1:76
1:77
1:78
1:79
1:80
1:81
1:82
1:83
1:84
1:85

Η αθώα Σουσάννα σε δύσκολη θέση
Στη Βαβυλώνα κατοικούσε ένας Ιουδαίος που ονομαζόταν Ιωακίμ.
Αυτός είχε σύζυγο μια γυναίκα που την έλεγαν Σουσάννα, κόρη του Χελκία· ήταν πάρα πολύ όμορφη και θεοσεβής.
Οι γονείς της ήταν ευσεβείς και είχαν διαπαιδαγωγήσει την κόρη τους σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή.
Ο Ιωακίμ ήταν πάρα πολύ πλούσιος και είχε στο σπίτι του κήπο. Πολλοί Ιουδαίοι τον επισκέπτονταν για να τον συμβουλευθούν, γιατί τον εκτιμούσαν περισσότερο από κάθε άλλον.
Το χρόνο εκείνο αναδείχθηκαν από το λαό δύο πρεσβύτεροι ως δικαστές, οι οποίοι όμως πολύ απείχαν από του να κυβερνούν σωστά το λαό. Για ανθρώπους σαν κι αυτούς ο Κύριος είχε πει ότι «η αδικία προέρχεται από τη Βαβυλώνα από πρεσβυτέρους δικαστές, που νόμιζαν ότι κυβερνούσαν το λαόη αδικία... δικαστές. ».
Σύχναζαν κι αυτοί στο σπίτι του Ιωακίμ, και έρχονταν σ’ αυτούς όλοι όσοι είχαν διαφορές.
Το μεσημέρι, που έφευγε ο κόσμος, ερχόταν η Σουσάννα και έκανε τον περίπατό της στον κήπο του άντρα της.
Οι δύο πρεσβύτεροι την παρατηρούσαν κάθε μέρα που πήγαινε και περπατούσε, και καταλαμβάνονταν από φλογερή επιθυμία γι’ αυτήν.
Με το μυαλό σκοτισμένο προσήλωναν τα μάτια τους σ’ αυτήν, αντί να τα στρέφουν στον ουρανό για προσευχή· δε σκέφτονταν πως ήταν υπεύθυνοι δικαστές του λαού.
Ήταν και οι δυο κυριευμένοι από το πάθος τους γι’ αυτήν
αλλά δε φανέρωνε ο ένας στον άλλο τα αισθήματά τους, γιατί ντρέπονταν που ήθελαν να πλαγιάσουν μαζί της.
Αναζητούσαν, λοιπόν, με λαχτάρα κάθε μέρα ευκαιρία για να την κοιτάζουν.
Ένα μεσημέρι είπε ο ένας στον άλλο: «Ας πάμε σπίτι τώρα· είναι ώρα για φαγητό».
Φεύγοντας, όμως, πήραν διαφορετικούς δρόμους και σε λίγο γύρισαν και οι δύο πίσω και συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο. Ρωτώντας ο ένας τον άλλο για το λόγο που είχαν επιστρέψει, φανερώθηκε η κοινή τους επιθυμία. Τότε αποφάσισαν μαζί ποια θα ήταν κατάλληλη μέρα που θα μπορούσαν να ξεμοναχιάσουν τη Σουσάννα.
Όταν ήρθε εκείνη η μέρα, οι δύο πρεσβύτεροι παραμόνευαν και είδαν τη Σουσάννα, που μπήκε ως συνήθως με δύο μόνο δούλες· ήθελε να κάνει το μπάνιο της στον κήπο, γιατί έκανε ζέστη.
Δεν ήταν κανείς εκεί, εκτός από τους δυο πρεσβυτέρους, που ήταν κρυμμένοι και την αποθαύμαζαν.
Η Σουσάννα είπε στις δούλες: «Φέρτε μου λάδι και την αλοιφή και κλείστε τις πόρτες του κήπου για να κάνω μπάνιο».
Εκείνες έκαναν όπως τις διέταξε: έκλεισαν τις πόρτες του κήπου και βγήκαν από τις πλαϊνές πόρτες, για να φέρουν ό,τι τους παρήγγειλε· δεν είδαν όμως τους πρεσβυτέρους στην κρυψώνα τους.
Όταν οι δούλες είχαν φύγει, σηκώθηκαν οι δυο πρεσβύτεροι και έτρεξαν κοντά στη Σουσάννα
και της είπαν: «Οι πόρτες του κήπου είναι κλειστές και κανείς δε μας βλέπει· σε ποθούμε κι οι δυο· έλα και μην αρνηθείς να πλαγιάσεις μαζί μας,
αλλιώς θα σε κατηγορήσουμε ότι ήταν μαζί σου κάποιος νεαρός και γι’ αυτό έδιωξες τις δούλες από κοντά σου».
Η Σουσάννα στέναζε κι έλεγε: «Αχ, πώς έμπλεξα έτσι! Αν υποκύψω με περιμένει ο θάνατος για μοιχεία· αν δεν υποκύψω, πάλι δε γλιτώνω από τα χέρια σας.
Καλύτερα να μην υποκύψω κι ας πέσω στα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω στον Κύριο».
Ξαφνικά έβαλε τις φωνές, αλλά άρχισαν να φωνάζουν κι οι δυο πρεσβύτεροι εναντίον της.
Ο ένας μάλιστα έτρεξε κι άνοιξε τις πόρτες του κήπου.
Μόλις, όμως, άκουσαν τις φωνές από τον κήπο αυτοί που ήταν στο σπίτι, πήδησαν μέσα από την πλαϊνή πόρτα για να δουν τι συνέβαινε στη Σουσάννα.
Οι πρεσβύτεροι είπαν την αιτία που φώναζαν και οι υπηρέτες καταντροπιάστηκαν, γιατί ουδέποτε μέχρι τότε είχε ακουστεί κάτι τέτοιο για τη Σουσάννα.
Την άλλη μέρα, όταν είχε συγκεντρωθεί κόσμος στο σπίτι του άντρα της, του Ιωακίμ, ήρθαν οι δύο πρεσβύτεροι για να πραγματοποιήσουν το παράνομο σχέδιό τους εναντίον της Σουσάννας και να πετύχουν τη θανατική της καταδίκη.
Είπαν, λοιπόν, μπροστά σε όλους: «Στείλτε ανθρώπους να φέρουν εδώ τη Σουσάννα, κόρη του Χελκία και γυναίκα του Ιωακίμ». Έτσι κι έκαναν.
Ήρθε τότε εκείνη, οι γονείς της, τα παιδιά της και όλοι οι συγγενείς της.
Η Σουσάννα ήταν πάρα πολύ κομψή και όμορφη εξωτερικά.
Είχε όμως καλύψει το πρόσωπό της και γι’ αυτό τη διέταξαν να το ξεσκεπάσει για ν’ απολαύσουν την ομορφιά της.
Οι δικοί της και όλοι όσοι την έβλεπαν ακάλυπτη έκλαιγαν.
Τότε σηκώθηκαν οι δύο πρεσβύτεροι μπροστά στη σύναξη και έβαλαν τα χέρια τους στο κεφάλι της.
Αυτή όμως κλαίγοντας κοίταξε στον ουρανό, γιατί η καρδιά της είχε εμπιστοσύνη στον Κύριο.
Τότε είπαν οι πρεσβύτεροι: «Ενώ εμείς περπατούσαμε στον κήπο μόνοι, μπήκε αυτή με δύο δούλες, έκλεισε τις πόρτες του κήπου κι άφησε τις δούλες ελεύθερες να φύγουν.
Τότε την πλησίασε ένας νεαρός που μέχρι τότε ήταν κάπου εκεί κρυμμένος και πλάγιασε μαζί της.
Εμείς ήμασταν στη γωνία του κήπου, είδαμε την παρανομία, τρέξαμε προς τα ’κει
και τους είδαμε να συνευρίσκονται. Εκείνον δεν μπορέσαμε να τον πιάσουμε, γιατί ήταν πιο δυνατός από μας· άνοιξε τις πόρτες κι έφυγε.
Πιάσαμε, όμως, αυτήν και τη ρωτούσαμε ποιος ήταν ο νεαρός,
αλλά δεν ήθελε να μας τον φανερώσει. Αυτά είχαμε να καταθέσουμε». Η σύναξη τους πίστεψε, επειδή ήταν πρεσβύτεροι και δικαστές, και την καταδίκασαν σε θάνατο.
Τότε η Σουσάννα φώναξε δυνατά και είπε: «Αιώνιε Θεέ, εσύ που είσαι γνώστης των κρυπτών και γνωρίζεις τα πάντα πριν γίνουν,
ξέρεις καλά ότι αυτοί οι πρεσβύτεροι μαρτύρησαν ψέματα εναντίον μου· και τώρα πρέπει να πεθάνω χωρίς να έχω κάνει τίποτε απ’ όσα αυτοί μηχανεύτηκαν εναντίον μου».Ο Δανιήλ αποκαλύπτει τους κατηγόρους και γλιτώνει τη Σουσάννα
Ο Κύριος άκουσε τη Σουσάννα που του ζήτησε βοήθεια,
κι ενώ την οδηγούσαν στο θάνατο, αφύπνισε την άγια συνείδηση κάποιου νέου που ονομαζόταν Δανιήλ,
και φώναξε δυνατά: «Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με το φόνο αυτής της γυναίκας!»
Ο κόσμος στράφηκε τότε προς αυτόν και τον ρώτησε τι σήμαιναν αυτά τα λόγια.
Ο Δανιήλ στάθηκε ανάμεσά τους και τους είπε: «Μα είστε στα καλά σας, Ισραηλίτες; Καταδικάσατε σε θάνατο μια Ισραηλίτισσα χωρίς ανάκριση και χωρίς ν’ αποδειχτεί η αλήθεια.
Γυρίστε πίσω στο δικαστήριο! Ψέματα είπαν αυτοί εναντίον της».
Έτσι γύρισαν όλοι αμέσως πίσω. Τότε οι άλλοι πρεσβύτεροι του είπαν: «Εμπρός, πάρε θέση δικαστή ανάμεσά μας και πες μας τι ξέρεις, γιατί σ’ εσένα έχει δώσει ο Θεός σοφία γερόντων».
Ο Δανιήλ τους είπε: «Πάρτε μακριά τον ένα πρεσβύτερο από τον άλλο και θα τους εξετάσω χωριστά».
Κάλεσε τον πρώτο και του είπε: «Γέρασες αμαρτάνοντας. Τώρα θα τιμωρηθείς για όλες τις αμαρτίες που έχεις κάνει.
Μέχρι τώρα έβγαζες αποφάσεις άδικες· καταδίκαζες τους αθώους και αθώωνες τους ενόχους, ενώ ο Κύριος λέει να μη θανατώσεις τον αθώο και τον δίκαιο.
Τώρα λοιπόν, εάν πράγματι την είδες, λέγε: κάτω από τι δέντρο τους είδες να συνευρίσκονται;» Εκείνος απάντησε: «Κάτω από ένα σχίνο».
Τότε ο Δανιήλ είπε: «Να, που είπες ψέματα, γιατί ο άγγελος του Θεού έχει λάβει κιόλας εντολή από το Θεό να σε σχίσεισχίνο...σχίζω. στα δύο».
Τον κράτησε μακριά και διάταξε να φέρουν τον άλλο. «Απόγονε του Χαναάν και όχι του Ιούδα», του είπε, «η ομορφιά σε παρέσυρε και η παράνομη επιθυμία διέφθειρε το μυαλό σου.
Έτσι κάνατε στις Ισραηλίτισσες, κι εκείνες, επειδή φοβόντουσαν, πλάγιαζαν μαζί σας. Αλλά αυτή η Ιουδαία δεν υπέκυψε στην παρανομία σας.
Τώρα λοιπόν πες μου: Κάτω από τι δέντρο τους έπιασες να συνευρίσκονται;» Εκείνος απάντησε: «Κάτω από ένα πουρνάρι».
Κι ο Δανιήλ του είπε: «Νάτο, ψέμα είπες κι εσύ, που μάλιστα στρέφεται εναντίον σου! Ο άγγελος του Θεού σε περιμένει με το ξίφος του για να σε κόψει στα δύο και να σ’ εξαφανίσει».
Όλη η σύναξη τότε αλάλαξε και δόξασε το Θεό, που σώζει όσους ελπίζουν σ’ αυτόν.
Έπειτα επιτέθηκαν εναντίον των δύο πρεσβυτέρων και τους έκαναν ό,τι εκείνοι είχαν σκεφτεί να κάνουν στη συμπατριώτισσά τους, γιατί ο Δανιήλ απέδειξε ότι έλεγαν ψέματα.
Εφήρμοσαν το νόμο του Μωυσή και τους εκτέλεσαν. Έτσι σώθηκε μια αθώα εκείνη την ημέρα.
Ο Χελκίας και η γυναίκα του δόξασαν το Θεό για την κόρη τους τη Σουσάννα μαζί με τον Ιωακίμ, τον άντρα της, και όλους τους συγγενείς τους, γιατί δε βρέθηκε ένοχη για καμιά αισχρή πράξη.
Όσο για το Δανιήλ, από την ημέρα εκείνη και μετά απέκτησε μεγάλη φήμη μέσα στο λαό.
Ο Δανιήλ και οι φίλοι του στο παλάτι του Βαβυλώνιου βασιλιά
Τον τρίτο χρόνο του Ιωακίμ, βασιλιά του Ιούδα, ήρθε ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ στην Ιερουσαλήμ και την πολιόρκησε.
Τότε ο Κύριος παρέδωσε στην εξουσία του τον Ιωακίμ και μερικά από τα σκεύη του ναού του Θεού. Ο Ναβουχοδονόσορ έφερε τους αιχμαλώτους στη χώρα Σινάρ,Σινάρ. και τα ιερά σκεύη στο θησαυροφυλάκιο του ναού του θεού του.
Διέταξε τον Ασπενάζ, προϊστάμενο του προσωπικού του, να επιλέξει από τους Ισραηλίτες όσους νέους ήταν από βασιλική γενιά ή από οικογένειες ευγενών.
Αυτοί δεν έπρεπε να έχουν κανένα σωματικό ελάττωμα· έπρεπε να είναι εμφανίσιμοι, να έχουν μεγάλη μόρφωση και να διαθέτουν γνώση και αντίληψη, προκειμένου να προσληφθούν στα ανάκτορα, στην υπηρεσία του βασιλιά. Θα τους δίδασκαν να διαβάζουν και να γράφουν τη γλώσσα των Βαβυλωνίων.
Ο βασιλιάς είχε διατάξει να τους δίνουν κάθε μέρα από το φαγητό και το κρασί που έτρωγε κι έπινε ο ίδιος. Και μετά από τριετή εκπαίδευση θα προσλαμβάνονταν στην υπηρεσία του.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους άντρες της φυλής Ιούδα ήταν ο Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Μισαήλ και ο Αζαρίας.
Αλλά ο προϊστάμενος του προσωπικού τούς έδωσε άλλα ονόματα: ονόμασε το Δανιήλ, Βαλτάσαρ· τον Ανανία, Σεδράχ· το Μισαήλ, Μισάχ και τον Αζαρία, Αβέδ-Νεγώ.Δανιήλ Η πίστη του Δανιήλ ανταμείβεται
Ο Δανιήλ αποφάσισε να μη μιανθείνα μη μιανθεί. από τις τροφές και το κρασί του βασιλιά· γι’ αυτό παρακάλεσε τον προϊστάμενο του προσωπικού να τον απαλλάξει απ’ αυτήν την υποχρέωση.
Ο Θεός βοήθησε το Δανιήλ να κερδίσει την εύνοια και την καλοσύνη του προϊσταμένου.
Είπε όμως στο Δανιήλ: «Εγώ φοβάμαι τον κύριό μου το βασιλιά, που καθόρισε το φαγητό σας και το πιοτό σας. Αν αυτός δει ότι φαίνεσθε πιο αδύνατοι από τους άλλους νέους της ηλικίας σας, θα θεωρηθώ εγώ υπεύθυνος και θα με θανατώσει».
Τότε ο Δανιήλ είπε στον επόπτη, που είχε διοριστεί από τον προϊστάμενο του προσωπικού για να φροντίζει αυτόν, τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία:
«Δοκίμασε, λοιπόν, τους δούλους σου δέκα μέρες. Ας μας δώσουν όσπρια να φάμε και νερό να πιούμε.
Και μετά ας συγκρίνουν μπροστά σου τα πρόσωπά μας με τα πρόσωπα των νέων που τρώνε από το φαγητό του βασιλιά· τότε θ’ αποφασίσεις τι θα κάνεις μ’ εμάς».
Ο επόπτης τούς άκουσε και τους δοκίμασε δέκα μέρες.
Όταν πέρασαν οι δέκα μέρες, τα πρόσωπά τους φάνηκαν ωραιότερα και παχύτερα απ’ όλους τους άλλους νέους που έτρωγαν από το φαγητό του βασιλιά.
Έτσι ο επόπτης συνέχισε να μην τους παρέχει το φαγητό και το κρασί του βασιλιά και τους έδινε όσπρια.
Ο Θεός όμως έδωσε στους τέσσερις αυτούς νέους γνώση και αντίληψη να κατανοούν όλα τα γράμματα και τη σοφία· επιπλέον ο Δανιήλ κατανοούσε κάθε όραμα και όνειρο.
Αφού πέρασε ο χρόνος που είχε ορίσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ για να παρουσιάσουν σ’ αυτόν τους νέους, ο προϊστάμενος του προσωπικού τούς οδήγησε μπροστά του.
Ο βασιλιάς συζήτησε μ’ όλους αυτούς, αλλά δε βρήκε κανέναν σαν τον Δανιήλ, τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία. Έτσι τους προσέλαβε στην υπηρεσία του.
Και για οποιοδήποτε ζήτημα τους ρωτούσε ο βασιλιάς και απαιτείτο σοφία και ευφυΐα, τούς έβρισκε δέκα φορές καλύτερους απ’ όλους τους μάγους και τους μάντεις του βασιλείου του.
Ο Δανιήλ παρέμεινε στο ανάκτορο μέχρι τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Κύρου.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible