Скрыть

Τωβίτ, Главы 1-4

Толкования
1:1
1:3
1:4
1:7
1:8
1:10
1:12
1:13
1:15
1:16
1:19
1:20
1:22
Глава 2 
2:1
2:2
2:3
2:4
2:5
2:10
2:11
2:12
Глава 3 
3:1
3:2
3:3
3:5
3:6
3:7
3:8
3:9
3:10
3:12
3:13
3:14
3:15
3:17
Глава 4 
4:1
4:2
4:4
4:6
4:9
4:11
4:12
4:13
4:17
4:18
4:19
4:21
Βιβλίο της ιστορίας του Τωβίτ, του οποίου οι πρόγονοι κατευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι: Τωβιήλ, Ανανιήλ, Αδουήλ και Γαβαήλ· ο τελευταίος ανήκε στη συγγένεια του Ασιήλ της φυλής Νεφθαλίμ.
Την εποχή του Ενεμεσσάρου, Ενεμεσσάρου. βασιλιά των Ασσυρίων, πήραν αιχμάλωτο τον Τωβίτ από τον τόπο της καταγωγής του, τη Θίσβη, στη βόρεια Γαλιλαία. Η Θίσβη βρίσκεται νότια της Κυδίως στην περιοχή της φυλής Νεφθαλίμ, πάνω από την περιοχή της φυλής Ασήρ.
Ο γέροντας Τωβίτ αφηγείται τη ζωή του
Εγώ ο Τωβίτ, σ’ όλη μου τη ζωή ακολούθησα το δρόμο της αλήθειας και της δικαιοσύνης κι έκανα πολλές ελεημοσύνες προς τους συγγενείς μου και τους συμπατριώτες μου, που είχαν εκτοπισθεί μαζί μου στη Νινευή, πρωτεύουσα της Ασσυρίας.
Όταν ήμουν νέος και βρισκόμουν στον τόπο μου, δηλαδή στο Ισραήλ, όλη η φυλή του προγόνου μου Νεφθαλίμ αποστάτησε από το ναό της Ιερουσαλήμ, της πόλης που είχε επιλεγεί απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ για να θυσιάζουν εκεί. Ο ναός είχε καθιερωθεί για να κατοικεί ο Ύψιστος εκεί, και είχε χτιστεί για όλες τις μελλοντικές γενιές, στους αιώνες.
Όλες οι φυλές που είχαν μαζί αποστατήσει, θυσίαζαν στο Βάαλ, στο άγαλμα μιας μικρής αγελάδας, ακόμα και η φυλή του Νεφθαλίμ, του προγόνου μου.
Πολλές φορές εγώ ήμουνα μόνος από τη φυλή μου που πήγαινα στις γιορτές στην Ιερουσαλήμ τους πρώτους καρπούς και το δέκατο από τα προϊόντα κι από το πρώτο μαλλί, όταν κουρεύαμε τα πρόβατα, όπως προστάζει ο νόμος τον κάθε Ισραηλίτη ως εντολή αιώνια.
Έδινα αυτές τις προσφορές στους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών, για το θυσιαστήριο όπου προσφέρονταν όλοι οι καρποί. Το πρώτο δέκατο των καρπών το έδινα στους λευίτες, που υπηρετούσαν στο ναό της Ιερουσαλήμ. Το δεύτερο δέκατο το πουλούσα και πήγαινα και ξόδευα τα χρήματα στο ναό της Ιερουσαλήμ κάθε χρόνο.
Το τρίτο δέκατο το τρίτο δέκατο. το έδινα σ’ εκείνους που το δικαιούνταν, όπως είχε διατάξει η γιαγιά μου η Δεββώρα, μητέρα του πατέρα μου, γιατί είχα μείνει ορφανός από πατέρα.
Όταν μεγάλωσα, πήρα γυναίκα την Άννα από τους απογόνους της φυλής μας, και απέκτησα μ’ αυτήν τον Τωβία.
Ο Τωβίτ οδηγείται στην αιχμαλωσία με τους Ισραηλίτες
Αργότερα οδηγήθηκα αιχμάλωτος στη Νινευή. Εκεί όλοι οι συγγενείς μου και όλοι όσοι ανήκαν στη φυλή μου τρέφονταν με τις ίδιες τροφές που τρέφονταν και οι ειδωλολάτρες.
Εγώ όμως συγκρατήθηκα και δεν έφαγα απ’ αυτές.
Επειδή ήμουν πιστός στο Θεό μ’ όλη μου την καρδιά,
ο Ύψιστος με αξίωσε να κερδίσω την εύνοια και την εκτίμηση του βασιλιά Ενεμεσσάρου, ο οποίος και με διόρισε προμηθευτή του.
Έτσι ταξίδευα συχνά στη Μηδία για προμήθειες και κάποτε που πήγα στους Ράγους στους Ράγους. της Μηδίας, άφησα στο Γαβαήλο, αδερφό του Γαβρία, δέκα τάλαντα ασήμι για λογαριασμό μου.
Οι αγαθοεργίες του Τωβίτ προς τους συμπατριώτες του
Όταν πέθανε ο Ενεμεσσάρος, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Σενναχηρίμ. Σύντομα όμως οι δρόμοι της Μηδίας έγιναν επικίνδυνοι κι έτσι δεν μπορούσα πια να πάω στη Μηδία.
Την εποχή όμως του Ενεμεσσάρου έκανα πολλές αγαθοεργίες προς τους συμπατριώτες μου Ισραηλίτες.
Μοιραζόμουν το φαγητό μου με τους πεινασμένους κι έδινα τα ρούχα μου στους φτωχούς· κι αν έβλεπα κανέναν από τους συμπατριώτες μου να έχει πεθάνει και να τον έχουν ρίξει έξω από τα τείχη της Νινευή, τον έθαβα.
Επίσης έθαβα κρυφά όποιον σκότωνε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ –γιατί πολλούς είχε σκοτώσει πάνω στο θυμό του– όταν επέστρεφε φεύγοντας από την Ιουδαία. Ο βασιλιάς αναζητούσε τα πτώματα, αλλά δεν τα εύρισκε.
Κάποιος όμως από τους κατοίκους της Νινευή πήγε στο βασιλιά και του φανέρωσε ότι εγώ τους έθαβα· τότε πήγα και κρύφτηκα. Κι επειδή κατάλαβα ότι με καταζητούσαν για να με σκοτώσουν, φοβήθηκα και έφυγα από τη χώρα.
Τότε άρπαξαν όλα μου τα υπάρχοντα και δε μου ’μεινε τίποτα, εκτός από τη γυναίκα μου την Άννα, και το γιο μου τον Τωβία.
Δεν πέρασαν πενήντα μέρες και σκότωσαν το βασιλιά οι δυο του γιοι κι έφυγαν στα βουνά Αραράτ. Στη θέση του βασίλεψε ο γιος του ο Σαχερδονός. Αυτός τοποθέτησε τον Αχιάχαρο, γιο του αδερφού μου Αναήλ, γενικό υπεύθυνο για τα οικονομικά του βασιλείου του και για τη διοίκηση.
Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ο Αχιάχαρος διοριζόταν σε τέτοια θέση, αφού στο παρελθόν είχε διατελέσει οινοχόος του βασιλιά Σενναχηρίμ, σφραγιδοφύλακάς του, διοικητής και λογιστής. Αυτός σαν ανιψιός μου που ήταν, μεσολάβησε στο βασιλιά για μένα κι έτσι επέστρεψα στη Νινευή.
Το ενδιαφέρον του Τωβίτ κυρίως για τους άλλους
Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, μου δόθηκε πίσω η γυναίκα μου η Άννα και ο γιος μου ο Τωβίας. Τη γιορτή της Πεντηκοστής, που είναι άγια μέρα, εφτά εβδομάδες μετά το Πάσχα, μου παρέθεσαν πλούσιο γεύμα και κάθισα στο τραπέζι.
Εκεί είδα πολλά φαγητά και είπα στο γιο μου: «Πήγαινε και όποιον βρεις από τους συμπατριώτες μας φτωχό, που να είναι ακόμα πιστός στον Κύριο, φέρε τον εδώ, κι εγώ θα σε περιμένω».
Όταν γύρισε ο Τωβίας, μου είπε: «Πατέρα, ένας συμπατριώτης μας είναι στραγγαλισμένος και πεταμένος στην αγορά».
Τότε εγώ άφησα το φαγητό μου άθικτο κι έτρεξα, πήρα το πτώμα και το έκρυψα σε μια αποθήκη, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος.
Όταν γύρισα, πλύθηκα πλύθηκα. κι έφαγα το φαγητό μου στενοχωρημένος.
Τότε θυμήθηκα την προφητεία του Αμώς, που έλεγε: «Θα μετατρέψω τις γιορτές σας σε κηδείες, και όλα τα γιορταστικά τραγούδια σας σε γοερές κραυγές», και έκλαψα.
Όταν βασίλεψε ο ήλιος, πήγα κι άνοιξα έναν τάφο και έθαψα τον νεκρό.
Οι γείτονες με περιγελούσαν κι έλεγαν: «Αυτός τίποτα δε φοβάται πια. Πριν αρκετόν καιρό είχε αναγκαστεί να φύγει για να μην τον σκοτώσουν για την ίδια πράξη· και να τον πάλι, θάβει νεκρούς!»
Βαρύ πλήγμα για τον ευσεβή Τωβίτ
Μετά, αφού έθαψα τον νεκρό, γύρισα την ίδια νύχτα και κοιμήθηκα κοντά στον τοίχο της αυλής, γιατί ήμουν μολυσμένος, και άφησα ακάλυπτο το πρόσωπό μου.
Δεν ήξερα ότι υπήρχαν σπουργίτια στον τοίχο· κι όταν για μια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, έπεσαν μέσα τους ζεστές κοτσιλιές των σπουργιτιών και μου δημιούργησαν λευκά στίγματα. Πήγα στους γιατρούς αλλά δεν μπόρεσαν να με θεραπεύσουν. Ο Αχιάχαρος εξακολούθησε να με συντηρεί, μέχρις ότου πήγα στην Ελυμαΐδα.
Εκείνο τον καιρό η γυναίκα μου η Άννα έκανε τις γυναικείες δουλειές·
έστελνε ό,τι έφτιαχνε σ’ εκείνους που της παράγγελναν κι εκείνοι της έδιναν την αμοιβή της, προσθέτοντας κι ένα κατσίκι.
Όταν γύρισε στο σπίτι και το κατσίκι άρχισε να βελάζει, της είπα: «Πού βρέθηκε το κατσίκι; Μήπως είναι κλεμμένο; Δώσ’ το σ’ εκείνους που τους ανήκει, γιατί δεν είναι σωστό να φάμε κάτι κλεμμένο».
Εκείνη απάντησε: «Μου το ’δωσαν δώρο πέρα από την αμοιβή μου». Εγώ δεν την πίστευα και κόκκινος απ’ το θυμό τής φώναζα να δώσει το κατσίκι σ’ αυτούς που τους ανήκε. Αυτή τότε μου απάντησε: «Κι εσύ τι κέρδισες με τις ελεημοσύνες σου και τα καλά σου έργα; Τα είδαμε τ’ αποτελέσματα!»
Ο Τωβίτ προσεύχεται να πεθάνει
Τότε εγώ λυπήθηκα, έκλαψα και προσευχήθηκα με πόνο:
«Δίκαιος είσαι Κύριε», είπα· «όλα τα έργα σου και οι νόμοι σου έλεος είναι και πιστότητα, κι εσύ με κρίση αληθινή και δίκαιη κρίνεις αιώνια.
Μη με ξεχάσεις και βοήθησέ με· για τ’ αμαρτήματά μου μη με τιμωρήσεις, ούτε για τα δικά μου και των προγόνων μου τα παραπτώματα, που πράξαμε απέναντί σου,
παρακούοντας τις εντολές σου. Γι’ αυτό και στη λεηλασία μάς παρέδωσες και στην αιχμαλωσία και στο θάνατο· εγίναμε ντροπής παράδειγμα σ’ όλα τα έθνη όπου σκορπιστήκαμε.
Είναι πολλές, λοιπόν, και δίκαιες οι κρίσεις σου εναντίον μου για τα δικά μου και των προγόνων μου τα αμαρτήματα, γιατί δεν εφαρμόσαμε τις εντολές σου και δε σε ακολουθήσαμε πιστά.
Και τώρα, ό,τι σ’ αρέσει κάνε μου· πρόσταξε από μέσα μου να φύγει η ζωογόνος δύναμη, για να πεθάνω και να γίνω χώμα. Καλύτερα είναι να πεθάνω παρά να ζω, γιατί με ψέματα, άδικα με κατηγόρησαν και έχω μεγάλη στενοχώρια· διάταξε λοιπόν ν’ απαλλαγώ πια απ’ τη θλίψη ετούτη στον τόπο τον αιώνιο· και μη με αποστραφείς».
Η μεγάλη στενοχώρια της Σάρρας
Την ίδια μέρα στα Εκβάτανα της Μηδίας, συνέβη στην κόρη του Ραγουήλ, τη Σάρρα, να την περιπαίξουν κι αυτήν κάποιες δούλες του πατέρα της,
γιατί η Σάρρα είχε παντρευτεί εφτά άντρες, αλλά ο Ασμοδαίος, Ασμοδαίος. αυτό το πονηρό πνεύμα, σκότωνε κάθε φορά τον άντρα της πριν πλαγιάσει μαζί της, όπως πλαγιάζει κάθε σύζυγος με τη γυναίκα του. «Δεν καταλαβαίνεις», της έλεγαν, «ότι εσύ πνίγεις τους άντρες σου; Εφτά είχες και δεν πήρες το όνομα κανενός απ’ αυτούς.
Γιατί μας παιδεύεις; Αφού πέθαναν, άντε κι εσύ καλύτερα μαζί τους, να μη δούμε ποτέ γιο ή κόρη από σένα».
Εκείνη όταν άκουσε αυτά τα λόγια, τόσο πολύ στενοχωρήθηκε, που αποφάσισε να πάει να κρεμαστεί. Ξαφνικά όμως σκέφτηκε: «Είμαι μοναχοπαίδι του πατέρα μου· αν κάνω κάτι τέτοιο θα τον ντροπιάσω, και η μεγάλη θλίψη τώρα στα γεράματα θα τον στείλει στον άδη».
Η Σάρρα προσεύχεται να πεθάνει
Η Σάρρα γύρισε προς το παράθυρο προς το παράθυρο. και προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: «Δοξασμένος να ’σαι Κύριε, Θεέ μου, κι ευλογημένο το άγιο και ένδοξο όνομά σου για πάντα· ας σε δοξολογούν όλα τα έργα σου αιώνια!
Τώρα, Κύριε, σ’ εσένα στράφηκα για βοήθεια.
Πρόσταξέ με να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο για να μην ακούω πια τους χλευασμούς.
Εσύ το ξέρεις, Κύριε, πως είμαι αγνή παρθένα,
και δεν έχω ντροπιάσει το όνομά μου ούτε το όνομα του πατέρα μου στη χώρα αυτή που έχω εξορισθεί. Είμαι μοναχοκόρη του πατέρα μου· δεν έχει άλλο παιδί να τον κληρονομήσει, ούτε κανένα συγγενή ή αδερφό για να τον παντρευτώ. Δεν υπάρχει πια λόγος να ζω· έχασα και τους εφτά άντρες μου. Αν δεν σου φαίνεται καλό να με αφήσεις να πεθάνω, πρόσταξε τουλάχιστον να ενδιαφερθεί για μένα κάποιος και να με σπλαχνιστεί, για να μην ακούω πια τις κοροϊδίες του κόσμου».
Ο Θεός προετοιμάζει τη σωτηρία
Οι προσευχές του Τωβίτ και της Σάρρας εισακούστηκαν από τον ένδοξο και μεγάλο Θεό,
κι έστειλε τον αρχάγγελο Ραφαήλ να θεραπεύσει και τους δυο: Να αφαιρέσει τα λευκά στίγματα από τα μάτια του Τωβίτ, και να δώσει γυναίκα στον Τωβία, γιο του Τωβίτ, τη Σάρρα, κόρη του Ραγουήλ, δένοντας τον Ασμοδαίο, το κακό πνεύμα, γιατί στον Τωβία ταίριαζε να πάρει τη Σάρρα γυναίκα του.Ραφαήλ Ασμοδαίος Την ίδια ώρα που επέστρεψε ο Τωβίτ και μπήκε στο σπίτι του κατέβηκε και η Σάρρα, κόρη του Ραγουήλ, από το ανώγειο του σπιτιού της κάτω.
Οι τελευταίες υποθήκες του Τωβίτ στο γιο του
Εκείνη την ημέρα θυμήθηκε ο Τωβίτ τα χρήματα που είχε δώσει στο Γαβαήλ, στους Ράγους στους Ράγους. της Μηδίας,
και σκέφτηκε: «Εγώ προσευχήθηκα να πεθάνω· γιατί δεν καλώ το γιο μου τον Τωβία να του δώσω συμβουλές προτού πεθάνω;»
Τον κάλεσε, λοιπόν, και του είπε: «Παιδί μου, όταν πεθάνω θέλω να με θάψεις κατά πώς πρέπει· ποτέ να μην περιφρονήσεις τη μητέρα σου· να τη σέβεσαι όσο ζεις και να κάνεις ό,τι της αρέσει· πρόσεξε να μην τη στενοχωρείς.
Να θυμάσαι, παιδί μου, πόσους κινδύνους πέρασε για σένα, ενώ εσύ ήσουν ακόμα στην κοιλιά της. Κι όταν πεθάνει κι εκείνη, θάψε την μαζί μου στον ίδιο τάφο.
»Σ’ όλη σου τη ζωή, παιδί μου, να θυμάσαι τον Κύριο το Θεό μας, και μη σκεφτείς ποτέ ν’ αμαρτήσεις ή να παραβείς τις εντολές του. Να είσαι ενάρετος σ’ όλη σου τη ζωή και να μην ακολουθείς το δρόμο της αδικίας,
γιατί, με την αρετή σου θα έχεις επιτυχία στα έργα σου.
Να δίνεις από τα υπάρχοντά σου ελεημοσύνη και μάλιστα με απλοχεριά, σε όλους όσοι είναι ενάρετοι. Όταν βλέπεις έναν φτωχό δίνε του ελεημοσύνη και μην τον αποστρέφεσαι, για να μη σε αποστραφεί κι εσένα ο Θεός.
Ανάλογα με τα υπάρχοντά σου δίνε ελεημοσύνη· αν έχεις πολλά, δίνε πολλά· αν έχεις λίγα, δίνε από τα λίγα χωρίς επιφυλάξεις.
Έτσι αποταμιεύεις πλούσιο απόθεμα για ώρα ανάγκης.
Η ελεημοσύνη λυτρώνει από το θάνατο, και δεν αφήνει τον άνθρωπο να μπει στο σκοτεινό κόσμο του άδη.
Εκείνοι που κάνουν ελεημοσύνη, προσφέρουν στον Ύψιστο τα δώρα που τον ευχαριστούν.
»Να προσέχεις τον εαυτό σου, παιδί μου, από κάθε παράνομο δεσμό. από... δεσμό. Πρώτα απ’ όλα να πάρεις γυναίκα από τη φυλή σου. Μην πάρεις ξένη γυναίκα, γιατί εμείς είμαστε απόγονοι προφητών: του Νώε, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, που είναι οι πιο μακρινοί μας πρόγονοι. Να θυμάσαι, παιδί μου, ότι όλοι αυτοί πήραν γυναίκες από τους ομοεθνείς τους και ο Θεός τούς ευλόγησε δίνοντάς τους παιδιά· κι επίσης τους υποσχέθηκε ότι οι απόγονοί τους θα έπαιρναν ιδιοκτησία τους τη χώρα του Ισραήλ.
Να προτιμάς, λοιπόν παιδί μου, τους ομοεθνείς σου, άντρες και γυναίκες και να μην τους περιφρονείς μέσα σου, προκειμένου να διαλέξεις γυναίκα απ’ ανάμεσά τους. Η υπερηφάνεια προκαλεί καταστροφή και δυστυχία μεγάλη, όπως κι η απραξία φέρνει ανέχεια και φτώχεια πολλή· γιατί η απραξία είναι μητέρα της πείνας.
»Μην καθυστερείς το μισθό του εργάτη σου, αλλά να του τον καταβάλλεις εγκαίρως· αν έτσι υπακούς στο Θεό, εκείνος θα σου το ανταποδώσει. Πρόσεχε, παιδί μου, σ’ ό,τι κι αν κάνεις και δείχνε με όλη σου τη συμπεριφορά ότι έχεις καλή ανατροφή.
Ό,τι δεν θέλεις να σου κάνουν, μην το κάνεις κι εσύ στους άλλους. Μην πίνεις κρασί τόσο που να μεθάς· η μέθη είναι κακός σύντροφος για το δρόμο.
Να μοιράζεσαι το ψωμί σου με τον πεινασμένο και τα ρούχα σου με τους γυμνούς· καθετί που σου περισσεύει να το προσφέρεις αγόγγυστα ελεημοσύνη.
Όταν κάποιος δίκαιος πεθάνει, να πηγαίνεις στους συγγενείς του τρόφιμα· στους συγγενείς του τρόφιμα. αλλά μην το κάνεις αυτό αν πεθάνει κάποιος ασεβής.
»Να ζητάς συμβουλές από τους συνετούς και να μην περιφρονείς καμιά χρήσιμη γνώμη.
Πάντοτε να δοξάζεις τον Κύριο το Θεό· να ζητάς απ’ αυτόν να κατευθύνει τη ζωή σου, και να δίνει επιτυχία σε όλα όσα επιχειρείς και όσα σχεδιάζεις. Σε κανένα άλλο έθνος δεν δίνει ο Κύριος την πραγματική σύνεση. Πράγματι, ο ίδιος δίνει τ’ αγαθά σε όποιον θέλει και όποιον θέλει τον ταπεινώνει. Να θυμάσαι λοιπόν, παιδί μου, τις εντολές μου και να μην αφήσεις να σβηστούν από την καρδιά σου.
Και τώρα σου θυμίζω τα δέκα τάλαντα το ασήμι, που έχω καταθέσει στο Γαβαήλ, γιο του Γαβρία, στους Ράγους της Μηδίας.
Μη φοβάσαι παιδί μου που γίναμε φτωχοί· θα έχεις στη διάθεσή σου πολλά πλούτη, αν σέβεσαι το Θεό και μένεις μακριά από κάθε αμαρτία και κάνεις ό,τι τον ευαρεστεί».
Ο γιος του Τωβίτ βρίσκει συνοδό
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible