Скрыть
22:0
22:8
22:9
22:10
22:12
22:13
22:14
22:15
22:16
22:17
22:19
22:20
22:21
22:22
22:23
22:24
22:25
22:26
22:27
22:29
22:30
22:32
22:33
22:34
22:35
22:36
22:37
22:38
22:39
22:40
22:41
Глава 23 
23:1
23:2
23:3
23:4
23:5
23:6
23:11
23:13
23:15
23:16
23:17
23:18
23:20
23:23
23:26
23:27
23:29
23:30
Η παραγγελία του Βαλάκ στο Βαλαάμ
Οι Ισραηλίτες έφυγαν από ’κει και κατασκήνωσαν στις στέπες της Μωάβ, πέρα από τον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ.
Ο Βαλάκ, γιος του Σιππώρ, που εκείνη την εποχή ήταν βασιλιάς των Μωαβιτών, έμαθε αυτά που είχαν κάνει οι Ισραηλίτες στους Αμορραίους.
Φοβήθηκαν, λοιπόν, πολύ οι Μωαβίτες το λαό του Ισραήλ, που ήταν τόσο πολυάριθμος,
και είπαν στους αρχηγούς των Μαδιανιτών: «Τώρα το πλήθος αυτό θα καταστρέψει τα πάντα γύρω μας, όπως τα βόδια κατατρώνε το χορτάρι στα χωράφια».
Έτσι ο βασιλιάς Βαλάκ έστειλε αγγελιοφόρους στο Βαλαάμ, γιο του Βεώρ, στην Πεθόρ, κοντά στον Ευφράτη ποταμό, στη χώρα των Αμοβιτών, στη χώρα των Αμοβιτών. με το ακόλουθο μήνυμα: «Ένας λαός που βγήκε από την Αίγυπτο, πλημμύρισε την περιοχή μας και έχει εγκατασταθεί απέναντί μου.
Έλα τώρα λοιπόν να καταραστείς για χάρη μου το λαό αυτό, γιατί είναι ισχυρότερος από μένα. Ίσως έτσι μπορέσω να τον νικήσω και να τον διώξω από τη χώρα. Εγώ ξέρω ότι όποιον εσύ ευλογείς είναι ευλογημένος και όποιον καταριέσαι είναι καταραμένος».
Ξεκίνησαν, λοιπόν οι αρχηγοί των Μωαβιτών και των Μαδιανιτών, έχοντας και την αμοιβή της μαντείας μαζί τους, και ήρθαν στο Βαλαάμ να του ανακοινώσουν το μήνυμα του Βαλάκ.
Ο Βαλαάμ τους είπε: «Μείνετε εδώ απόψε και θα σας απαντήσω ανάλογα με το τι θα μου πει ο Κύριος». Έτσι οι άρχοντες της Μωάβ έμειναν με το Βαλαάμ.
Τη νύχτα ο Θεός ήρθε στο Βαλαάμ και τον ρώτησε: «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που μένουν μαζί σου;»
Ο Βαλαάμ απάντησε: «Ο βασιλιάς της Μωάβ, ο Βαλάκ γιος του Σιππώρ, τούς έστειλε να μου πουν
ότι βγήκε ένας λαός από την Αίγυπτο και πλημμύρισε τη χώρα. “Έλα λοιπόν”, μου είπε, “και δώσ’ τους την κατάρα σου. Ίσως έτσι μπορέσω και τους πολεμήσω και τους διώξω”».
Ο Θεός είπε στο Βαλαάμ: «Δε θα πας μαζί τους. Δε θα καταραστείς το λαό αυτό, γιατί είναι ευλογημένος».
Ο Βαλαάμ σηκώθηκε το πρωί και είπε στους άρχοντες του Βαλάκ: «Γυρίστε στη χώρα σας, γιατί ο Κύριος δε μου επιτρέπει να έρθω μαζί σας».
Έτσι, οι άρχοντες της Μωάβ σηκώθηκαν και γύρισαν πίσω στο Βαλάκ και του είπαν: «Ο Βαλαάμ αρνήθηκε να έρθει μαζί μας».
Τότε ο Βαλάκ ξανάστειλε άλλους άρχοντες, πιο επίσημους από τους προηγούμενους.
Αυτοί ήρθαν στο Βαλαάμ και του είπαν: «Ο Βαλάκ, γιος του Σιππώρ λέει: “Σε παρακαλώ, μην αρνηθείς να έρθεις σ’ εμένα.
Θα σε ανταμείψω γενναιόδωρα και ό,τι μου πεις θα το κάνω. Έλα, λοιπόν, να καταραστείς για χάρη μου αυτό το λαό”».
Αλλά ο Βαλαάμ αποκρίθηκε στους ανθρώπους του Βαλάκ: «Κι αν ακόμη ο Βαλάκ μού έδινε το σπίτι του γεμάτο ασήμι και χρυσάφι, εγώ δεν θα μπορούσα να παραβώ τη διαταγή του Κυρίου, του Θεού μου και να κάνω κάτι λιγότερο ή περισσότερο.
Μείνετε κι εσείς εδώ απόψε, και θα μάθω τι θα μου πει πάλι ο Κύριος».
Τη νύχτα ήρθε ο Θεός στο Βαλαάμ και του είπε: «Αφού αυτοί οι άντρες ήρθαν να σε καλέσουν, σήκω και πήγαινε μαζί τους. Αλλά θα κάνεις μόνο αυτό που θα σου λέω εγώ».
Ο άγγελος και το υποζύγιο του Βαλαάμ
Ο Βαλαάμ σηκώθηκε το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδουράκι του και πήγε μαζί με τους άρχοντες της Μωάβ.
Ο Θεός οργίστηκε που ο Βαλαάμ έφυγε, και καθώς ο ίδιος καθόταν πάνω στο ζώο του και τον συνόδευαν οι δυο του υπηρέτες, ο άγγελος του Κυρίου στάθηκε στο δρόμο για να τον εμποδίσει.
Όταν το υποζύγιο είδε τον άγγελο που στεκόταν εκεί με ένα κοφτερό σπαθί στο χέρι του, βγήκε απ’ το δρόμο και μπήκε στα χωράφια. Ο Βαλαάμ το χτύπησε για να το ξαναφέρει πίσω.
Τότε ο άγγελος στάθηκε σ’ ένα μονοπάτι ανάμεσα στ’ αμπέλια, που είχε τοίχο από τη μια μεριά και τοίχο από την άλλη.
Βλέποντας τον άγγελο, το ζώο στριμώχτηκε στον τοίχο και πίεσε το πόδι του Βαλαάμ πάνω στον τοίχο. Ο Βαλαάμ το χτύπησε και πάλι.
Ο άγγελος του Κυρίου πέρασε άλλη μια φορά μπροστά και στάθηκε σ’ ένα στενό πέρασμα όπου δεν υπήρχε διέξοδος ούτε από δεξιά, ούτε από αριστερά.
Το γαϊδουράκι είδε τον άγγελο του Κυρίου και γονάτισε κάτω από το Βαλαάμ. Αυτός τότε θύμωσε και άρχισε να το χτυπάει με το ραβδί.
Τότε ο Κύριος έκανε το ζώο να μιλήσει, και είπε στο Βαλαάμ: «Τι σου έκανα και με χτύπησες τρεις φορές ως τώρα;»
«Δε με λογαριάζεις καθόλου!» του αποκρίθηκε ο Βαλαάμ. «Μακάρι να είχα στο χέρι μου ένα σπαθί να σε σκότωνα τώρα».
Το γαϊδουράκι τού λέει: «Δεν είμαι εγώ το γαϊδούρι σου, που από πάντα καθόσουν πάνω μου; Σου συμπεριφέρθηκα ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο;» Εκείνος απάντησε: «Όχι».
Ο Θεός αποτρέπει το Βαλαάμ
Εκείνη τη στιγμή ο Κύριος άνοιξε τα μάτια του Βαλαάμ και είδε τον άγγελο που στεκόταν στο δρόμο με το κοφτερό σπαθί στο χέρι του. Γονάτισε τότε ο Βαλαάμ και προσκύνησε με το πρόσωπο στη γη.
Ο άγγελος του Κυρίου τού είπε: «Γιατί χτύπησες το γαϊδουράκι σου τρεις φορές; Βλέπεις ότι εγώ βγήκα να σε εμποδίσω, επειδή δεν μου αρέσει ο δρόμος που ’χεις πάρει.
Το ζώο με είδε κι άλλαξε δρόμο τρεις φορές. Αν δεν μου είχε ξεφύγει, θα σε είχα σκοτώσει κι εκείνο θα το είχα αφήσει να ζήσει».
Τότε ο Βαλαάμ απάντησε στον άγγελο: «Αμάρτησα! Δεν ήξερα ότι εσύ στεκόσουν στον δρόμο για να με σταματήσεις. Και τώρα, αν αυτό που κάνω δεν σου αρέσει, εγώ γυρίζω πίσω».
Ο άγγελος του Κυρίου όμως του είπε: «Πήγαινε μ’ αυτούς τους ανθρώπους, αλλά θα πεις μόνο ό,τι θα σου πω εγώ». Έτσι ο Βαλαάμ πήγε μαζί με τους άρχοντες του Βαλάκ.
Συνάντηση Βαλαάμ και Βαλάκ
Όταν άκουσε ο Βαλάκ ότι έρχεται ο Βαλαάμ, βγήκε να τον προϋπαντήσει στην Αρ-Μωάβ, πλάι στον ποταμό Αρνών, στα σύνορα της Μωάβ.
Ο Βαλάκ είπε στο Βαλαάμ: «Δεν έστειλα επειγόντως να σε καλέσω; Γιατί δεν ερχόσουν; Μήπως δεν έχω τη δυνατότητα να σε τιμήσω;»
Ο Βαλαάμ απάντησε στο Βαλάκ: «Να, λοιπόν, που ήρθα! Αλλά μήπως και τώρα μπορώ να πω τίποτε; Θα πω μόνο τα λόγια που θα βάλει στο στόμα μου ο Θεός».
Έτσι ο Βαλαάμ μαζί με το Βαλάκ πήγαν στην πόλη Κιριάθ-Ουζώθ.
Εκεί ο Βαλάκ έσφαξε βόδια και πρόβατα και τα πρόσφερε στον Βαλαάμ και στους άρχοντες που ήταν μαζί του.
Πρώτος χρησμός του Βαλαάμ
Την άλλη μέρα πήρε ο Βαλάκ το Βαλαάμ και τον ανέβασε στη Βαμώθ-Βάαλ, απ’ όπου ο Βαλαάμ μπορούσε να δει ένα τμήμα του λαού του Ισραήλ.
Ο Βαλαάμ είπε στο Βαλάκ: «Χτίσε μου εδώ εφτά θυσιαστήρια και ετοίμασέ μου εφτά μοσχάρια κι εφτά κριάρια».
Ο Βαλάκ έκανε ό,τι του είπε ο Βαλαάμ, και θυσίασαν μαζί από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο.
Μετά ο Βαλαάμ είπε στο Βαλάκ: «Εσύ μείνε κοντά στο ολοκαύτωμά σου κι εγώ θα κάνω έναν περίπατο, μήπως με συναντήσει ο Κύριος. Ό,τι μου φανερώσει θα σου το αναγγείλω». Έτσι ο Βαλαάμ ανέβηκε μόνος στην κορυφή ενός λόφου.
Πράγματι, ο Θεός συνάντησε το Βαλαάμ κι εκείνος του είπε: «Έχω ετοιμάσει εφτά θυσιαστήρια και πρόσφερα από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο».
Ο Κύριος τότε έδωσε χρησμό στο Βαλαάμ και τον έστειλε πίσω στο Βαλάκ να του τον διαβιβάσει.
Ο Βαλαάμ γύρισε στο Βαλάκ και τον βρήκε να στέκεται κοντά στο ολοκαύτωμά του μαζί με όλους τους άρχοντες της Μωάβ.
Ο Βαλαάμ τότε άρχισε να απαγγέλλει αυτόν το χρησμό: «Απ’ την Αράμ με έφερε ο Βαλάκ, ο βασιλιάς της Μωάβ, απ’ τα βουνά της Ανατολής. “Έλα”, μού είπε, “δώσ’ την κατάρα σου για χάρη μου στον Ιακώβ, έλα κι αναθεμάτισε τον Ισραήλ”.
Πώς να καταραστώ αυτούς, που δεν τους καταριέται ο Θεός; Πώς ν’ αναθεματίσω εκείνους, που δεν τους αναθεματίζει ο Κύριος;
Τους βλέπω από τις κορφές των βράχων απ’ τα ψηλώματα των λόφων τούς διακρίνω. Είναι λαός που ζει μονάχος του και που στα έθνη δεν ανήκει.
Ποιος μπορεί ν’ αριθμήσει τον Ιακώβ; Ποιος να μετρήσει τον πολυάριθμο Ισραήλ; Μακάρι κι εγώ σαν αυτούς τους δίκαιους να πεθάνω! Το τέλος μου σαν το δικό τους να είναι!»
Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Τι μου κάνεις! Εγώ σε πήρα να καταραστείς τους εχθρούς μου, κι εσύ τους ευλόγησες».
Ο Βαλαάμ απάντησε: «Δεν έπρεπε να πω αυτό που έβαλε ο Κύριος στο στόμα μου;»
Δεύτερος χρησμός του Βαλαάμ
Τότε του είπε ο Βαλάκ: «Έλα τώρα μαζί μου σ’ ένα άλλο σημείο, από όπου θα μπορείς να βλέπεις μόνο ένα τμήμα τους, όχι όλους. Από ’κει να τους καταραστείς για χάρη μου».
Τον έφερε λοιπόν στα χωράφια Ζωφίμ, στην κορυφή Φασγά. Εκεί έχτισε πάλι εφτά θυσιαστήρια και θυσίασε από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο.
Ο Βαλαάμ είπε στο Βαλάκ: «Εσύ μείνε εδώ κοντά στο ολοκαύτωμά σου, κι εγώ θα πάω να συναντήσω τον Κύριο πέρα εκεί».
Ο Κύριος συνάντησε το Βαλαάμ, του έδωσε χρησμό και τον έστειλε πίσω στον Βαλάκ να του τον διαβιβάσει.
Αυτός γύρισε στο Βαλάκ και τον βρήκε να στέκεται κοντά στο ολοκαύτωμά του μαζί με τους άρχοντες της Μωάβ. «Τι σου είπε ο Κύριος;» τον ρώτησε.
Τότε ο Βαλαάμ άρχισε να απαγγέλλει αυτόν το χρησμό: «Σήκω, Βαλάκ και άκου· πρόσεξέ με, γιε του Σιππώρ!
Ο Θεός δεν είν’ άνθρωπος να λέει ψέματα, θνητός δεν είναι, για να αλλάζει γνώμη. Όταν λέει κάτι, το κάνει κιόλας, και όταν κάτι υπόσχεται, το πραγματοποιεί.
Πήρα την εντολή να ευλογήσω· ο Θεός ευλόγησε, και δεν μπορώ ν’ ανακαλέσω εγώ.
Ανομία δεν βλέπει στον Ιακώβ, δε βλέπει συμφορά στον Ισραήλ. Ο Κύριος, ο Θεός τους, είναι μαζί τους, κι αυτοί το διαλαλούν ότι είναι ο βασιλιάς τους.
Από την Αίγυπτο τους έβγαλε ο Θεός για κείνους πολεμάει με δύναμη αγριόταυρου.
Μαγεία δεν ισχύει στον Ιακώβ ενάντια, ούτε μαντεία ενάντια στον Ισραήλ· τώρα είν’ ο καιρός να ειπωθεί: “Δείτε τι έκανε ο Θεός για το λαό του Ισραήλ!”
Σαν λέαινα σηκώνεται αυτός ο λαός· ορθώνεται σαν ύπουλο λιοντάρι. Δεν ησυχάζει ως να καταβροχθίσει το κυνήγι του κι ώσπου να πιει των πληγωμένων το αίμα».
Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Καλά, δεν τους καταριέσαι, αλλά τουλάχιστον μην τους ευλογείς!»
Ο Βαλαάμ τού απάντησε: «Δε σου είπα ότι θα κάνω εκείνο που θα μου πει ο Κύριος;»
Τρίτος χρησμός του Βαλαάμ
Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Έλα να σε πάω σ’ ένα άλλο μέρος. Ίσως ο Θεός θελήσει να τους καταραστείς από ’κει για χάρη μου».
Τον έφερε, λοιπόν, στην κορυφή Φεγώρ, που βλέπει προς την έρημο.
Ο Βαλαάμ τού είπε: «Χτίσε μου εδώ εφτά θυσιαστήρια κι ετοίμασέ μου εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια».
Ο Βαλάκ έκανε όπως του είπε ο Βαλαάμ και θυσίασε από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible