Скрыть
2:0
2:5
Οι θλίψεις της Σιών προέρχονται από τον Κύριο
Αλίμονο, πώς εξευτέλισε ο Κύριος πάνω στο θυμό του την πόλη της Σιών! Τη δόξα του Ισραήλ την έριξε από τον ουρανό στη γη· τη μέρα της οργής του δεν λογάριασε του θρόνου του το υποπόδιο –το ναό.
Ο Κύριος δίχως οίκτο κατέστρεψε όλα του Ιακώβ τα κτήματα· γκρέμισε πάνω στο θυμό του τα οχυρά του λαού του Ιούδα· έριξε κάτω στο έδαφος και ταπείνωσε το βασιλιά τους και τους άρχοντές του.
Θυμό γεμάτος τσάκισε όλη του Ισραήλ τη δύναμη· το χέρι το δεξί του το αποτράβηξε, όταν ήρθε ο εχθρός και άναψε στον Ιακώβ φωτιά μεγάλη, που όλα τριγύρω τα εξαφάνισε.
Τέντωσε σαν εχθρός το τόξο του, το βέλος στέριωσε στο χέρι το δεξί του και σαν αντίπαλος χτύπησε καθετί που τα μάτια μας ευχαριστούσε· σαν φωτιά το θυμό του ξέχυσε στη σκηνή πάνω της πόλης της Σιών.
Ο Κύριος σαν εχθρός μας έγινε! Κατέστρεψε τον Ισραήλ, κατέστρεψε όλα του τ’ ανάκτορα, γκρέμισε τα οχυρά του, κι έφερε στο λαό του Ιούδα θλίψεις και στεναγμούς.
Ξήλωσε το ναό του σαν να ήταν παράγκα σε κήπο, διέλυσε τη γιορταστική σύναξή του. Ο Κύριος έκανε το λαό της Σιών να λησμονήσει και γιορτές και Σάββατα, και στην έξαψη πάνω της οργής του αποδοκίμασε και το βασιλιά και τους ιερείς.
Ο Κύριος κατεδάφισε το θυσιαστήριό του, το ναό του τον περιφρόνησε, σε χέρια εχθρικά παρέδωσε της πόλης τα τείχη. Φωνές εχθρών ακούστηκαν στον οίκο του Κυρίου, όπως ηχούσαν τον καιρό της δικής μας γιορτής.
Ο Κύριος είχε σκεφτεί το τείχος να γκρεμίσει της πόλης της Σιών· τέντωσε γύρω της σχοινί με αποφασιστικότητα, ώσπου να φέρει την καταστροφή. Έκανε και το πρόχωμα και το τείχος να πενθήσουν· έπεσαν και τα δυο μαζί.
Οι πύλες της Σιών σωριάστηκαν στη γη· τους μοχλούς της τους κομμάτιασε. Ο βασιλιάς κι οι άρχοντές της βρίσκονται αιχμάλωτοι ανάμεσα στα έθνη· οι ιερείς της πια το νόμο δεν διδάσκουν· ούτε οι προφήτες της παίρνουν αποκαλύψεις με οράματα απ’ τον Κύριο.
Οι πρεσβύτεροι της Σιών κάθονται χάμω σιωπηλοί, ρίχνουνε στάχτη πάνω στο κεφάλι τους, φοράνε ρούχα πένθιμα. Οι κόρες της Ιερουσαλήμ με θλίψη γέρνουν το κεφάλι τους στη γη.
Τα μάτια μου μαράθηκαν από τα δάκρυα, αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου, δεν μπορώ να κρύψω την απελπισία μου δεν μπορώ... απελπισία μου. μπρος στου λαού μου την κατάρρευση, ενώ πεθαίνουνε τα βρέφη και τα νήπια στης πολιτείας τα σοκάκια.
Φωνάζουν στις μανάδες τους, γιατί πεινάνε και διψούν· σαν τους τραυματίες λιποθυμούν στης πολιτείας τα σοκάκια, και ξεψυχούν στην αγκαλιά της μάνας τους.
Αγαπημένη Ιερουσαλήμ, με τι να σε συγκρίνω; με τι να πω πως είσαι όμοια; και με τι να σε παραβάλω και πώς να σε παρηγορήσω, πόλη της Σιών; Η συμφορά σου είναι μεγάλη σαν τη θάλασσα· ποιος θα μπορούσε απ’ αυτήν να σε γιατρέψει;
Όσα οι προφήτες σου είδανε για σένα ήταν οράσεις ψεύτικες κι απατηλές. Δε σου φανέρωσαν την ανομία σου, για ν’ αποτρέψουν έτσι την αιχμαλωσία σου, αλλά σου δώσαν ψεύτικους χρησμούς, παραπλανητικούς.
Όλοι όσοι περνούν στο δρόμο κατά ’δω χτυπούν χαιρέκακα τα χέρια τους, κουνάνε το κεφάλι για τα ερείπια της Ιερουσαλήμ σιγανά τραγουδώντας: «Αυτή είναι η πόλη που την ονομάζανε της ομορφιάς αποκορύφωμα, χαρά όλης της γης;»
Όλοι οι εχθροί σου σε κακολογούν· σφυρίζουν, τρίζουνε τα δόντια και φωνάζουν: «Την καταστρέψαμε! Αυτή είναι η ημέρα που περιμέναμε· ήρθε, την είδαμε!»
Ο Κύριος έκανε ό,τι είχε αποφασίσει, ξεπλήρωσε τις απειλές που είχε εξαγγείλει από καιρό· ανελέητος όλα τα κατέστρεψε, έκανε τον εχθρό σου να χαρεί για σένα, τους αντιπάλους σου τους έκανε να θριαμβεύσουν.
Πόλη της Σιών, τα τείχη σου ας φωνάξουνε στον Κύριο να σ’ ελεήσει! ας... ελεήσει, Άσε να τρέξουνε σαν χείμαρρος μέρα και νύχτα ακούραστα τα δάκρυά σου, τα μάτια σου χωρίς σταματημό.
Σήκω πάλι και πάλι μες στη νύχτα Σήκω... νύχτα. και πες τον πόνο σου στον Κύριο. Ξέχυσε την καρδιά σου σαν νερό μπροστά του, ύψωσε προς αυτόν δεητικά τα χέρια σου, και παρακάλεσε για των παιδιών σου τη ζωή, για τα παιδιά που από την πείνα ξεψυχούν στις άκριες των δρόμων.
Κοίταξε, Κύριε, και δες σε ποιον τα έκανες αυτά! Ήταν σωστό να τρώνε οι γυναίκες τα παιδιά τους που τα γεννήσαν και τα περιποιήθηκαν; να θανατώνονται οι ιερείς και οι προφήτες και μάλιστα μες στο αγιαστήριό σου;
Παιδιά και γέροντες είναι στο χώμα ξαπλωμένοι· το ξίφος θέρισε τα παλικάρια και τις κοπελιές μου· τη μέρα της οργής σου τους θανάτωσες, χωρίς συμπόνια τους σφαγίασες.
Σαν να ’τανε μέρα γιορτής από παντού τους φοβερούς εχθρούς μου μάζεψες, κι ούτ’ ένας δεν διασώθηκε ούτε ξέφυγε, τη μέρα, Κύριε, της οργής σου. Όλα μου τα παιδιά που τα μεγάλωσα και τα περιποιήθηκα ο εχθρός μού τα εξολόθρεψε.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible