Скрыть
63:0
63:7
63:8
Глава 64 
64:7
64:11
Η ημέρα της εκδίκησης του Κυρίου
Ποιος είν’ εκείνος που ’ρχεται από την Εδώμ, με ρούχα κόκκινα απ’ τη Βοσρά; Αυτός με τη λαμπρή στολή που περπατάει με δύναμη μεγάλη; «Εγώ, ο Κύριος, είμαι! Εκείνος που αποδίδω δικαιοσύνη και που να σώζω έχω τη δύναμη».
Γιατί είναι κόκκινη η στολή σου και σαν εκείνου που πατάει στο πατητήρι είναι τα ρούχα σου;
«Πάτησα μοναχός μου στο πατητήρι. Κανένας δε με βόηθησε απ’ τους λαούς. Απάνω στο θυμό μου τους ποδοπάτησα και τους σύντριψα πάνω στην οργή μου. Έτσι το αίμα τους πιτσίλισε τα ρούχα μου και λέρωσα όλη τη στολή μου.
Γιατί στο νου μου είχα να εκδικηθώ μια μέρα τους εχθρούς μου κι ήρθε η χρονιά για να λυτρώσω το λαό μου.
Κοίταξα γύρω μου, βοήθεια δεν υπήρχε! Κι έμεινα έκπληκτος που δεν ήταν ούτ’ ένας να μου παρασταθεί· έτσι το ίδιο μου το χέρι με βοήθησε και η οργή μου έγινε το στήριγμά μου.
Έτσι μες στο θυμό μου ποδοπάτησα τους λαούς και πάνω στην οργή μου τους κομμάτιασα κι έχυσα το αίμα τους στη γη».
Η καλοσύνη του Κυρίου προς τον Ισραήλ
Θα θυμηθώ, Κύριε, τις καλοσύνες σου, εκείνες που μας κάνουν να σε υμνούμε· όλα όσα έπραξες για μας, την πλούσια αγαθότητα που έδειξες στον Ισραήλ χάρη στο έλεός σου, που ευεργεσίες σκορπίζει.
Είπες: «Αλήθεια είναι λαός μου αυτοί, είναι παιδιά μου που δε θ’ απιστήσουν». Κι έτσι έγινες σωτήρας μας.
Μ’ όλες τις θλίψεις μας εσύ θλιβόσουν, κι ο άγγελος της παρουσίας σου μας έσωσε· με την αγάπη σου και με την ευσπλαχνία σου πάντα εσύ μας λύτρωνες· μας σήκωσες, μας κράτησες στην αγκαλιά σου όλα τα χρόνια που περάσανε.
Εμείς όμως εξεγερθήκαμε και καταθλίψαμε το άγιο σου το Πνεύμα· έτσι κι εσύ μας έγινες εχθρός κι ο ίδιος μάς πολέμησες.
Και τότε θυμηθήκαμε τις μέρες τις παλιές του Μωυσή του δούλου δούλου, σου. Κι είπαμε: «Πού είν’ αυτός που απ’ το νερό έβγαλε το Μωυσή, ποιμένα ποιμένα, του ποιμνίου του, κι έβαλε μέσα του το άγιο του το Πνεύμα;
Πού είν’ αυτός που τους οδήγησε, στέκοντας στα δεξιά του Μωυσή, με το ένδοξό του χέρι, αυτός που έσκισε μπροστά τους τα νερά, κι απόκτησε έτσι δόξα αιώνια;
Αυτός μέσ’ από της θάλασσας τα βάθη τους οδήγησε, χωρίς καθόλου να σκοντάψουν, όπως βαδίζει το άλογο στην έρημο.
Σαν το κοπάδι που κατηφορίζει να βρει ασφάλεια στη ρεματιά, το Πνεύμα του Κυρίου τους οδηγούσε να βρουν ανάπαυση. Έτσι εσύ οδηγούσες το λαό σου, Κύριε, για να δοξάζεσαι αιώνια».
Ρίξε ένα βλέμμα, Κύριε, από τον ουρανό, από την άγια, την ένδοξή σου κατοικία, και δες! Πού είν’ η φλογερή αγάπη σου κι η δύναμή σου, η ευσπλαχνία σου και η στοργή σου; Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν αισθανόμαστε.
Εσύ είσαι ο Πατέρας μας. Αλήθεια, ο Αβραάμ δεν μας γνωρίζει, κι ο Ιακώβ δεν μας αναγνωρίζει. Εσύ, είσαι, Κύριε, ο Πατέρας μας! Απ’ τους αιώνες τ’ όνομά σου, είναι «ο Λυτρωτής μας».
Γιατί, Κύριε, μας αφήνεις να πλανιόμαστε από το δρόμο σου μακριά, και την καρδιά μας τη σκληραίνεις, έτσι που να μη σ’ υπακούμε πια; Γύρνα πίσω σ’ εμάς, για χάρη των δούλων σου, για χάρη των φυλών που σου ανήκουν.
Μόνο για λίγο, εμείς, ο άγιος λαός σου, τη γη μας την κρατήσαμε. Τώρα οι εχθροί μας μόλυναν το αγιαστήριό σου.
Έχουμε γίνει σαν ποτέ να μη μας εξουσίαζες, σαν να μην ήμασταν ποτέ δικοί σου. Μακάρι ν’ άνοιγες τους ουρανούς και να κατέβαινες, να τρέμαν’ τα βουνά στην παρουσία σου!
Θα ήσουνα σαν τη φωτιά που καίει τους θάμνους και κάνει να κοχλάζουν τα νερά, έτσι που οι εχθροί σου να γνωρίσουν τι Θεός είσαι, και τα έθνη να τρέμουν στην παρουσία σου.
Άλλοτε, έκανες πράξεις τρομερές, που δεν τις περιμέναμε! Κάποτε που κατέβηκες, τρέμαν’ στην παρουσία σου τα όρη.
Απ’ την πολύ παλιά εποχή οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει τίποτα, δεν έχουνε ακούσει, ούτ’ έχουν δει κάποιον θεό άλλον εκτός από σένα, που να βοηθάει όσους ελπίζουνε σ’ αυτόν.
Φέρεσαι φιλικά σ’ εκείνους που πράττουνε με προθυμία ό,τι είναι δίκαιο, σ’ εκείνους που τηρούν τις εντολές σου. Εσύ οργίστηκες μ’ εμάς, αλλά εμείς δεν πάψαμε να αμαρτάνουμε απέναντί σου· απ’ τα παλιά τα χρόνια είμαστε αποστάτες.
Όλοι μας μολυνθήκαμε, κι όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ρούχο ρυπαρό. Όλοι μας σαν το φύλλο μαραινόμαστε, κι η ανομία μας καθώς ο άνεμος μας διασκορπίζει.
Κανένας δεν επικαλείται τ’ όνομά σου ούτε και σκέφτεται να σ’ εμπιστευτεί. Έκρυψες πια από μας το πρόσωπό σου, και να υποφέρουμε, μας άφησες, τα επακόλουθα των αμαρτιών μας.
Ωστόσο, Κύριε, εσύ είσαι ο Πατέρας μας. Εμείς είμαστε ο πηλός, ο πλάστης μας εσύ ’σαι· όλοι μας έργο των χεριών σου είμαστε.
Γι’ αυτό και μην οργίζεσαι, Κύριε, υπέρμετρα και μην κρατάς στη μνήμη σου την ανομία μας για πάντα. Μα κοίταξε, λοιπόν· όλοι εμείς είμαστε ο λαός σου.
Οι άγιες σου οι πόλεις ερημώθηκαν· η Σιών έγινε έρημος, η Ιερουσαλήμ ερείπια.
Ο άγιος και ωραίος μας ναός, όπου σε υμνούσαν οι προπάτορές μας, της φωτιάς έγινε παρανάλωμα, όλα όσα μας ευχαριστούσαν ερειπώθηκαν.
Μπορείς, Κύριε, να μένεις απαθής μπρος σ’ όλα αυτά; Μπορείς να σιωπάς και να μας ταπεινώνεις ως το έπακρο;
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible