Скрыть
40:0
40:7
40:9
40:14
40:16
40:20
40:21
40:24
40:30
Глава 44 
44:0
44:9
44:11
44:14
44:15
44:16
44:19
44:20
44:21
Глава 45 
45:0
45:2
45:3
45:4
45:6
45:10
45:11
45:15
45:22
Глава 51 
51:0
51:1
51:4
51:14
51:18
51:20
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
(40–55)
Παρηγορητικοί λόγοι για το λαό Ισραήλ
Ο Κύριος φέρνει πίσω το λαό του
«Παρηγορείτε, παρηγορείτε το λαό μου», λέει ο Θεός σας.
«Βεβαιώστε την Ιερουσαλήμ και φωνάξτε της ότι τέλειωσε της δουλείας της ο καιρός, ότι η ανομία της συγχωρήθηκε, ότι τιμωρήθηκε από τον Κύριο με το παραπάνω, για όλες τις αμαρτίες της».
Ακούστε! Κάποιος φωνάζει: «Ετοιμάστε στην έρημο ένα δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε εκεί το δρόμο να περάσει ο Θεός μας.
Κάθε φαράγγι ας υψωθεί, κάθε βουνό και κάθε λόφος ας χαμηλώσει· το έδαφος το ανώμαλο ας γίνει πεδιάδα και τα μέρη τ’ απόκρημνα, κοιλάδα.
Τότε η δόξα του Κυρίου θα φανερωθεί και θα τη δουν ταυτόχρονα όλοι οι άνθρωποι, γιατί ο Κύριος ο ίδιος μίλησε».
Μια φωνή λέει: «Φώναξε!» Κι εγώ ρωτάω: «Τι να φωνάξω;» «Ότι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι», μού απαντά η φωνή, «κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγρολούλουδο.
Το χορτάρι ξεραίνεται, μαραίνεται ο ανθός, όταν απάνω του φυσήξει του Κυρίου η πνοή –πραγματικά, χορτάρι είν’ ο λαός.
Το χορτάρι ξεραίνεται, μαραίνεται ο ανθός, μα ο λόγος του Θεού μας μένει αιώνια».
Η χαρμόσυνη αγγελία
Ανέβα πάνω σε ψηλό βουνό, Σιών, και διακήρυξε τη χαρμόσυνη αγγελία. Βάλε φωνή με δύναμη, Ιερουσαλήμ, και διακήρυξε τα νέα τα ευχάριστα. Φώναξε, μη φοβάσαι! Στις πόλεις του Ιούδα πες: «Να ο Θεός σας!
Ο Κύριος, ο Θεός, έρχεται να εξουσιάσει με δύναμη. Φέρνει μαζί του αυτό που κέρδισε. αυτό που κέρδισε.
Καθώς βοσκός βοσκάει το κοπάδι του· το συναθροίζει με το χέρι του· βαστάει στο στήθος του τ’ αρνάκια, και τις μανάδες τους προσεκτικά τις οδηγεί».
Ο ασύγκριτος Θεός του Ισραήλ
Ποιος τα νερά της θάλασσας μπόρεσε ποτέ με τη χούφτα να μετρήσει, τα ουράνια να υπολογίσει με τη σπιθαμή, να βάλει σε σακί της γης το χώμα, με την πλάστιγγα να ζυγίσει τα βουνά ή με τη ζυγαριά τους λόφους;
Ποιος μπορεί να κατανοήσει το Πνεύμα του Κυρίου, και ποιος μπορεί να τον διδάξει ή να του δώσει συμβουλές;
Ποιον συμβουλεύτηκε για ν’ αποκτήσει ευθυκρισία; ποιος του ’μαθε ν’ ασκεί τη δικαιοσύνη; ποιος του μετέδωσε τη γνώση και ποιος του δίδαξε να ενεργεί με σύνεση;
Τι ’ναι τα έθνη; Σαν μια σταγόνα σ’ έναν κάδο με νερό, σαν κόκκος σκόνης πάνω στην πλάστιγγα. Πόσο ζυγίζουν τα νησιά; Όσο της άμμου ο κόκκος.
Όλα τα δέντρα του Λιβάνου δεν αρκούν για τη φωτιά ούτε όλα του τα ζωντανά για τ’ ολοκαύτωμα.
Όλα τα έθνη είν’ ένα τίποτα μπροστά του· τα λογαριάζει σαν μηδέν, ωσάν μηδαμινότητα.
Με ποιον θέλετε να παρομοιάστε το Θεό; Και ποιο ομοίωμα να πείτε πως του μοιάζει;
Το είδωλο το χύνει ο τεχνίτης κι ο χρυσοχόος το επιχρυσώνει και το στολίζει με αλυσίδες αργυρές.
Όποιος είναι φτωχός διαλέγει για την προσφορά του ξύλο που δεν το τρώει το σαράκι, κι αναζητάει έναν τεχνίτη ικανόν να του φτιάξει είδωλο που να ’ναι στέρεο.
Δεν το μάθατε; Δεν το ακούσατε; Δε σας το είπαν και δεν το καταλάβατε από την αρχή, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος;
Αυτός είναι που κάθεται ψηλά πάνω απ’ τη γη κι οι κάτοικοί της μοιάζουν σαν ακρίδες· αυτός σαν παραπέτασμα τους ουρανούς τεντώνει και τους ξεδιπλώνει σαν να ’τανε σκηνή για κατοικία.
Αυτός τους ηγεμόνες τούς εκμηδενίζει κι εξαφανίζει τους κριτές της γης.
Μοιάζουν με νεαρά φυτά που τώρα μόλις σπάρθηκαν, που μόλις ρίζωσαν στη γη. Όταν ο Κύριος πάνω τους φυσήξει θα ξεραθούν, κι ο ανεμοστρόβιλος σαν άχυρο θα τους αρπάξει.
«Με ποιον θα με παρομοιάσετε, λοιπόν;» λέει ο Άγιος Θεός, «με ποιον θα ταυτιστώ;»
Τα μάτια σας σηκώστε στον ουρανό και δέστε· αυτά τ’ αστέρια ποιος τα δημιούργησε, αν όχι αυτός που σε παράταξη σαν στράτευμα τα βγάζει, κι όλα με τ’ όνομά τους τα καλεί; Η δύναμή του τόσο είναι μεγάλη και τέτοια η ισχύς του, ώστε ποτέ δε λείπει ούτ’ ένα τους.
Ο Θεός δίνει δύναμη στους ανίσχυρους
Γιατί, λες Ιακώβ και βεβαιώνεις Ισραήλ, ότι ο Κύριος αγνοεί τις συμφορές σας και πως δε νοιάζεται για να σας αποδώσει το δίκιο σας;
Δεν ξέρετε, δε μάθατε; Ο Κύριος είν’ ο αιώνιος Θεός· της γης τα πέρατα δημιούργησε. Ούτε κουράζεται ούτε εξασθενεί, και η σοφία του είναι ανεξερεύνητη.
Στους κουρασμένους δίνει δύναμη, στεριώνει τους αδύνατους.
Ακόμα και οι νέοι κουράζονται κι εξασθενούν, τα παλικάρια τα γερά σκοντάφτουνε και πέφτουν.
Μα εκείνοι που στον Κύριο ελπίζουν, ανανεώνουν τις δυνάμεις τους· φτερά αποκτούνε σαν του αϊτού, τρέχουν χωρίς να εξασθενούν, βαδίζουνε δίχως και ν’ αποσταίνουν.
Ο Κύριος ο μόνος Θεός
Ο Κύριος λέει: «Τώρα, λοιπόν, άκουσε, δούλε μου Ιακώβ, Ισραήλ, εκλεκτέ μου.
Εγώ σε δημιούργησα και σ’ έπλασα απ’ την κοιλιά της μάνας σου και σε βοηθάω. Μη φοβάσαι δούλε μου, Ιακώβ, Ισραήλ εσύ, εκλεκτέ μου.
Γιατί νερά θα δώσω σε διψασμένη γη και ποταμούς σε στεγνωμένο έδαφος. Το Πνεύμα μου στους απογόνους σου θα βάλω και στα παιδιά σου την ευλογία μου,
και θα βλαστήσουνε σαν χόρτο καλοποτισμένο, καθώς οι ιτιές πλάι σε τρεχούμενα νερά».
Ένας θα λέει: «Εγώ είμαι του Κυρίου», κι άλλος θα λέει ότι ανήκει στους απογόνους του Ιακώβ· άλλος στο χέρι του θα γράφει: «Στον Κύριο ανήκω» και θα ονομάζεται με το τιμητικό όνομα του Ισραήλ.
Λέει ο Κύριος, ο βασιλιάς του Ισραήλ και λυτρωτής του, ο Κύριος του σύμπαντος: «Εγώ είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος· εκτός από μένα δεν υπάρχει άλλος Θεός.
Ποιος είν’ όπως εγώ; Ας το πει! Το λόγο ας πάρει μπρος μου κι ας το αποδείξει. Ποιος προείπε από την αρχή τα μέλλοντα; Όσα πρόκειται να συμβούν ας μας τα φανερώσουν.
»Μη φοβάστε, μην τρομάζετε! Δε σας το ανάγγειλα πολύ καιρό πιο πριν και δε σας το φανέρωσα; Είστε οι μάρτυρές μου· υπάρχει άλλος Θεός εκτός από μένα; Όχι! Άλλος Βράχος δεν υπάρχει· κανέναν δε γνωρίζω εγώ».
Η μωρία της ειδωλολατρίας
Οι κατασκευαστές ειδώλων είν’ όλοι τους μηδαμινοί· τα πιο καλά τους είδωλα δεν ωφελούν σε τίποτα. Δε βλέπουν τίποτα όσοι τα λατρεύουν, τίποτα δεν καταλαβαίνουν· κι έτσι καταντροπιάζονται.
Ποιος κάθεται να φτιάξει έναν θεό ή να χύσει στο μέταλλο ένα είδωλο, που δεν μπορεί καθόλου να ωφελήσει;
Όλοι όσοι το λατρέψουν, θα ντροπιαστούν· οι κατασκευαστές τους δεν είναι τίποτ’ άλλο από άνθρωποι· κι αν όλοι συναχθούν μαζί και παρουσιαστούν, άλλο δεν έχουν παρά να τρομάξουν και να ντροπιαστούν.
Το σίδερο ο σιδηρουργός δουλεύει πάνω απ’ τη φωτιά, τού δίνει σχήμα με διάφορα σφυριά, μορφή τού δίνει με το δυνατό του χέρι· αλλά αν δεν τρώει ο ίδιος, εξαντλείται· νερό αν δεν πίνει ατονεί.
Ο ξυλουργός το ξύλο του μετράει, το σχέδιο χαράζει με κοντύλι, με το σκαρπέλο το δουλεύει, το σημειώνει με το διαβήτη. Μορφή του δίνει ανθρώπινη, την ομορφιά του ανθρώπου, για να το βάλει σε ναό.
Μπορεί να κόψει και να χρησιμοποιήσει κέδρους ή να διαλέξει ένα πλατάνι ή μια βαλανιδιά ή κάποιο άλλο δέντρο από το δάσος ή ακόμα να φυτέψει ένα πεύκο που θα το μεγαλώσει η βροχή.
Στον άνθρωπο θα χρησιμεύσει για καυσόξυλα. Απ’ αυτό το ξύλο παίρνει και θερμαίνεται, με το ίδιο ακόμα φτιάχνει ένα θεό και τον λατρεύει· το κάνει είδωλο και μπρος του γονατίζει.
Με το μισό απ’ αυτό το ξύλο ανάβει τη φωτιά, στα κάρβουνά του ψήνει το κρέας που θα φάει, χορταίνει και ζεσταίνεται και λέει: «Ωραία που ’ναι η ζεστασιά, να βλέπεις τη φωτιά!»
Με το υπόλοιπο κατασκευάζει ένα θεό, φτιάχνει το είδωλό του· μπροστά του γονατίζει και το προσκυνάει, προσεύχεται σ’ αυτό και λέει: «Εσύ είσ’ ο θεός μου, λύτρωσέ με».
Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουνε τι κάνουν, δεν καταλαβαίνουν. Έχουν κλειστά τα μάτια τους ώστε να μη βλέπουν, και τις καρδιές τους ώστε να μην αισθάνονται.
Δε χρησιμοποιούν τη σκέψη τους ούτε τη γνώση ή τη νόησή τους, ώστε να πουν: «Μισό απ’ αυτό το δέντρο το έκαψα, πάνω στα κάρβουνά του έψησα ψωμί ή κρέας κι έφαγα· και το υπόλοιπό του θα το κάνω είδωλο, θα γονατίσω μπρος σ’ ένα κομμάτι ξύλο;»
Είναι τόσο ανόητο, σαν να ζητά κανείς να τραφεί από στάχτη· η απατημένη του καρδιά τον ξεγελά, και δεν μπορεί η ψυχή του να βρει λύτρωση ούτε και να σκεφτεί ότι το είδωλο που μες στο χέρι του κρατάει είναι απάτη.
Ο Κύριος λυτρωτής του Ισραήλ
Ο Κύριος λέει: «Ετούτο να θυμάσαι, Ιακώβ, να το θυμάσαι, λαέ του Ισραήλ, πως είσαι δούλος μου. Εγώ σε έπλασα για να ’σαι ο έμπιστός μου, δε θα σε λησμονήσω, Ισραήλ.
Διέλυσα τις ανομίες σου σαν την ομίχλη, τις αμαρτίες σου σαν να ’ταν σύννεφο· γύρνα σ’ εμένα, γιατί εγώ σε λύτρωσα».
Ψάλτε, ουρανοί, γιατί ο Κύριος μεγαλούργησε! Πανηγυρίστε εσείς, της γης τα βάθη! Σε ψαλμωδία ξεσπάστε τα βουνά της γης κι όλα τα δέντρα μες στα δάση! Γιατί ο Κύριος τον Ιακώβ τον λύτρωσε, φανέρωσε τη δόξα του στον Ισραήλ.
Λέει, λαέ του Ισραήλ, ο Κύριος, που σε λύτρωσε και σ’ έπλασε απ’ την κοιλιά της μάνας σου: «Εγώ είμαι ο Κύριος, που δημιούργησα τα πάντα, άπλωσα μόνος μου τους ουρανούς, και στέριωσα τη γη με τη δική μου δύναμη.
Εγώ είμαι που ματαιώνω των μάγων τους χρησμούς, κάνω τους μάντεις να παραλογίζονται· αποκρούω τα λόγια των σοφών και κάνω παραλήρημα τη γνώση τους.
Εγώ είμαι που το λόγο του εμπίστου μου επιβεβαιώνω, και πραγματοποιώ τα σχέδια του απεσταλμένου μου. »Εγώ είμαι που λέω τώρα για την Ιερουσαλήμ πως θα κατοικηθεί, και για τις πόλεις του Ιούδα πως θ’ ανοικοδομηθούν, κι εγώ θα ανορθώσω τα ερείπια.
Εγώ είμαι που λέω στην άβυσσο, “γίνε στεριά· τα ρεύματά σου θα τα ξεράνω”.
Εγώ είμαι που λέω για τον Κύρο, “θα τον κάνω βοσκό του λαού μου”, και θα εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες μου. Αυτός θα διατάξει για την Ιερουσαλήμ: “ν’ ανοικοδομηθεί” και για το ναό: “να μπουν νέα θεμέλια”».
Ο βασιλιάς Κύρος όργανο του Θεού
Ο Κύριος λέει στο βασιλιά Κύρο, σ’ αυτόν που έχρισε και υποστήριξε για να υποτάξει μπρος του τα έθνη και ν’ αφοπλίσει τους βασιλιάδες, ν’ ανοίξει μπρος του τα θυρόφυλλα των πόλεων, ώστε οι πύλες να μη μένουν πια κλειστές:
«Μπροστά σου θα βαδίσω εγώ και θα εξομαλύνω τους δρόμους τους ανώμαλους· τις χάλκινες τις θύρες θα συντρίψω, θα σπάσω τους σιδερένιους τους μοχλούς.
Μυστικούς θα σου δώσω θησαυρούς, κρυμμένα πλούτη, για να γνωρίσεις πως εγώ είμαι ο Κύριος, που σ’ έχω πάρει στην υπηρεσία μου, ο Θεός του Ισραήλ.
Για χάρη των απογόνων του δούλου μου Ιακώβ, του Ισραήλ, του εκλεκτού λαού μου, σε πήρα στην υπηρεσία μου. Και σου ’κανα αυτή την τιμή, μολονότι εσύ δεν με γνώριζες.
Εγώ είμαι ο Κύριος· δεν είναι άλλος κανείς εκτός από μένα, δεν υπάρχει άλλος Θεός. Θα σε εξοπλίσω, έστω κι αν δε με γνωρίζεις,
ώστε να μάθουν από την ανατολή ως τη δύση πως άλλος δεν υπάρχει εκτός από μένα. Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν υπάρχει άλλος.
Εγώ δημιούργησα το φως και το σκοτάδι, την ευτυχία έφτιαξα και τη δυστυχία. Εγώ, ο Κύριος, είμαι που όλ’ αυτά τα πραγματοποιώ.
Σκορπίστε, ουρανοί, δροσιά απ’ τα ύψη, και βρέξτε, νέφη, δικαιοσύνη· η γη ας ανοίξει κι ας προβάλει η σωτηρία, μαζί ας βλαστήσει κι η δικαιοσύνη! Εγώ ο Κύριος τα δημιούργησα αυτά.
Ο Κύριος δημιουργός
Αλίμονο σ’ εκείνον που το δημιουργό του μάχεται, ενώ είν’ όστρακο απ’ τον πηλό της γης. Κανένα βάζο πήλινο τον κεραμέα του δε ρωτάει, γιατί το κατασκεύασε, ούτε κανένα έργο του τον ρωτάει αν έχει χέρια επιδέξια.
Αλίμονο σ’ εκείνον που λέει στον πατέρα του: «Γιατί με γέννησες;» στη μάνα του, «γιατί για μένα κοιλοπόνεσες;»
Λέει ο Κύριος, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο δημιουργός του: «Για το λαό μου με ρωτάτε και για το τι θα κάνω μου δίνετε εντολές;
Εγώ έφτιαξα τη γη και δημιούργησα πάνω σ’ αυτήν τον άνθρωπο· εγώ άπλωσα με τα χέρια μου τους ουρανούς, διατάζω όλα τ’ αστέρια τους.
Εγώ ξεσήκωσα τον Κύρο για να επιβάλει τις εντολές μου, και θα εξομαλύνω όλους τους δρόμους του· αυτός την πόλη μου θα ανοικοδομήσει και θ’ απελευθερώσει τους αιχμαλώτους μου, χωρίς να πάρει χρήματα ούτε δώρα». Αυτά λέει ο Κύριος του σύμπαντος.
Ο Κύριος βοηθάει το λαό του
Λέει ο Κύριος στο λαό του: «Οι εργάτες απ’ την Αίγυπτο κι οι έμποροι απ’ την Αιθιοπία και ο λαός της Σεβά, Σεβά. οι άντρες οι υψηλόκορμοι, θα οδηγηθούν κοντά σου και θα γίνουν δούλοι σου· θα σε ακολουθήσουν, θα περάσουν δέσμιοι από μπρος σου, θα σε προσκυνούν ομολογώντας: “μόνο μ’ εσένα είναι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από κείνον”».
Πράγματι, εσύ είσαι Θεός που κρύβεσαι, Θεέ του Ισραήλ, και λυτρωτή!
Θα ντροπιαστούν και θα ταπεινωθούν όλοι μαζί, αυτοί που φτιάχνουν τα είδωλα· θα φύγουν ντροπιασμένοι.
Τον Ισραήλ όμως ο Κύριος θα τον σώσει κι η σωτηρία αυτή θα είναι αιώνια! Εσείς, Ισραηλίτες, δεν πρόκειται να ντροπιαστείτε ή να ταπεινωθείτε ποτέ μες στους αιώνες.
Πρόσκληση προς όλα τα έθνη
Ο Κύριος είν’ ο δημιουργός του ουρανού, αυτός είν’ ο Θεός. Τη γη έφτιαξε και τη σχημάτισε, αυτός τη στέριωσε, την έπλασε όχι για να ’ναι έρημη, μα για να κατοικείται. Αυτός είναι που λέει: «Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν υπάρχει άλλος.
Δε μίλησα κρυφά ούτ’ έκρυψα τη σκέψη μου· δεν είπα στους απογόνους του Ιακώβ, “ζητήστε με στο κενό”. Εγώ είμαι ο Κύριος, που λέω ό,τι είναι δίκαιο και αναγγέλλω την αλήθεια».
Τα είδωλα της Βαβυλώνας και ο Κύριος
«Μαζευτείτε κι ελάτε· όλοι μαζί πλησιάστε, όσοι από τα έθνη επιζήσατε. Τίποτα δε γνωρίζουν αυτοί που μεταφέρουν τα σκαλισμένα ξύλα τους και σε θεό προσεύχονται ανήμπορο να σώσει.
Πλησιάστε, παρουσιάστε την υπόθεσή σας, κάντε συμβούλιο ακόμα μεταξύ σας. Ποιος το ανάγγειλε αυτό απ’ τους παλιούς τους χρόνους, ποιος από τότε είχε πει πως θα συμβεί; Δεν είμ’ εγώ ο Κύριος; Άλλος Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει, δίκαιος Θεός και λυτρωτής, δεν υπάρχει άλλος από μένα.
»Στραφείτε σ’ εμένα για να σωθείτε, όλα τα πέρατα της γης, γιατί εγώ είμαι ο Κύριος, κι άλλος Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει.
Ορκίστηκα στον εαυτό μου κι αυτό που λέω, πάντα γίνεται. Ο λόγος μου δεν θ’ ανακληθεί, γιατί μπροστά μου θα καμφθούν όλα τα γόνατα· όλοι θα ομολογούν και θα λένε:
“μονάχα ο Κύριος είναι δυνατός και προστατεύει”». Σ’ αυτόν θα ’ρθούνε καταντροπιασμένοι όλοι όσοι έχουν οργιστεί εναντίον του.
Στον Κύριο θα βρούνε σωτηρία και δόξα όλοι οι απόγονοι του Ισραήλ.
Παρηγορητικοί λόγοι προς τη Σιών
Ακούστε με εσείς, που τη σωτηρία ποθείτε και που τον Κύριο αναζητάτε! Σκεφτείτε από ποιο βράχο έχετε κοπεί, από ποιο λατομείο έχετε προέλθει.
Κοιτάξτε τον προπάτορά σας τον Αβραάμ, κι εκείνην που σας γέννησε, τη Σάρρα. Ο Αβραάμ όταν τον κάλεσα ήταν άτεκνος, μα τον ευλόγησα και του έδωσα πολλούς απογόνους.
Έτσι ο Κύριος τη Σιών θα σπλαχνιστεί, όλα τα ερείπιά της θα τ’ ανορθώσει· την έρημό της θα την κάνει σαν την Εδέμ, σαν του Κυρίου παράδεισο τη στέπα της. Χαρά και αγαλλίαση θα είναι εκεί, δοξολογία και τραγούδια ευχαριστίας.
«Ακούστε με λαοί», λέει ο Κύριος, «έθνη προσέξτε με· εγώ θα δώσω νόμο κι η κρίση μου θα γίνει φως των εθνών.
Είναι κοντά η σωτηρία που φέρνω, η λύτρωση όπου να ’ναι θα φανεί. Με τη δύναμή μου θα κάνω να βασιλέψει το δίκαιο στους λαούς. Σ’ εμένα θα υπολογίζουν οι μακρινές χώρες, στη δύναμή μου θα στηρίζονται.
Στους ουρανούς τα μάτια σας σηκώστε, κάτω κοιτάξτε προς τη γη. Οι ουρανοί σαν τον καπνό θα διαλυθούνε, σαν ρούχο θα παλιώσει η γη κι οι κάτοικοί της θα πεθάνουνε σαν έντομα· αλλά η λύτρωση που φέρνω θα ’ναι παντοτινή, η δικαιοσύνη μου για πάντα θα διαρκεί.
»Ακούστε με, εσείς, που την πιστότητα γνωρίζετε, λαέ που έχεις το νόμο μου στην καρδιά σου: Οι προσβολές μη σας φοβίζουν των ανθρώπων, ούτε να σας ταράζουν οι ειρωνείες τους.
Σαν ρούχο θα τους φάει το σκουλήκι, ο σκόρος θα τους φάει σαν το μαλλί· αλλά η σωτηρία που φέρνω θα ’ναι παντοτινή και η λύτρωση θα διαρκεί αιώνια».
Ο Κύριος αποκρίνεται στα παράπονα του λαού του
«Σήκω, σήκω Κύριε!» φωνάζετε, «φανέρωσε τη δύναμή σου! Σήκω όπως σ’ αλλοτινούς καιρούς, στις γενιές τις παλιές. Εσύ δεν ήσουν που κομμάτια έκανες τη Ραάβ, που διαπέρασες μ’ ακόντιο το δράκοντα;
Εσύ δεν ήσουνα που ξέρανες τη θάλασσα, τα νερά της γιγάντιας αβύσσου, που δρόμο έκανες της θάλασσας τα βάθη, λεύτεροι να περάσουμε;»
«Ναι, οι λυτρωμένοι μου θα επιστρέψουν», λέει ο Κύριος, «και θα ’ρθούν στη Σιών με αλαλαγμούς. Η αγαλλίαση θα στεφανώνει το κεφάλι τους, και θα ’ναι αιώνια ευτυχισμένοι. Λύπη και στεναγμός για πάντα θα χαθούν.
Εγώ, μόνο εγώ, ο Κύριος, είμαι ο παρηγορητής σας! Τι τρέχει και φοβόσαστε από θνητούς ανθρώπους, που σαν το χόρτο θα αφανιστούν;
Με λησμονήσατε εμένα, τον πλάστη σας, που άπλωσα τους ουρανούς και που τη γη θεμέλιωσα. Κι εσείς τρέμετε αδιάκοπα μπρος στη μανία του καταπιεστή, σαν αυτός να μπορούσε να σας καταστρέψει; Μα πού είναι τώρα η μανία του καταπιεστή;
Γρήγορα θα ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι, θα ζήσουνε πολύχρονοι και δε θα τους λείψει το ψωμί.
Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που ταράζω τη θάλασσα και κάνω να βροντούν τα κύματά της. “Κύριος του σύμπαντος” είναι το όνομά μου.
Εγώ στεριώνω τους ουρανούς και τη γη θεμελιώνω. Λέω στη Σιών, “εσύ είσαι ο λαός μου. Σας έδωσα τη διδαχή μου, σας προστατεύω με το χέρι μου”».
Ξύπνα, Ιερουσαλήμ! Ξύπνα και σήκω πάνω, εσύ που απ’ το χέρι του Κυρίου την κούπα ήπιες της οργής του, κι άδειασες το ποτήρι που σε ζάλισε, ως τη σταγόνα τη στερνή.
Από τους γιους όλους που γέννησες, δε βρέθηκε ουτ’ ένας να σε οδηγήσει· από τους γιους όλους που ανάθρεψες, δε βρέθηκε ούτ’ ένας να σε κρατήσει απ’ το χέρι.
Δύο ζευγαρωτά δεινά σε χτύπησαν –ποιος αλήθεια θα σε συμπονέσει; Ερήμωση και καταστροφή, πείνα και πόλεμος –ποιος θα σου δώσει παρηγοριά; ποιος θα σου δώσει παρηγοριά;
Οι γιοι σου έχουν καταρρεύσει, κάτω από του Κυρίου το θυμό, από την απειλή του Θεού σου. Κείτονται σ’ όλων των δρόμων τις γωνιές, σαν αντιλόπη που στο δίχτυ πιάστηκε.
Γι’ αυτό, άκουσε τούτο, δύστυχη, που είσαι μεθυσμένη, μα όχι από κρασί.
Λέει ο Κύριός σου, ο Κύριος και Θεός σου, που το λαό του υπερασπίζεται: «Τώρα το ποτήρι που σε ζάλισε, το ποτήρι της οργής μου, το παίρνω από τα χέρια σου· δε θα πιεις άλλο απ’ αυτό.
Στα χέρια θα το βάλω των βασανιστών σου, που σου είπαν: “σκύψε για να περάσουμε”. Και τότε εσύ χαμήλωσες τη ράχη σου, ένα με τη γη, δρόμο την έκανες για να διαβούνε από πάνω σου».
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible