Скрыть
2:0
2:1
2:3
2:5
2:7
2:8
2:9
2:11
2:12
2:13
2:14
2:15
2:16
2:17
2:23
2:24
2:25
2:27
2:31
2:32
2:33
2:36
2:39
2:40
2:41
2:42
2:45
2:48
2:49
Глава 3 
3:0
3:2
3:3
3:4
3:6
3:7
3:8
3:11
3:13
3:14
3:19
3:20
3:21
3:22
3:23
3:24
3:25
3:26
3:27
3:28
3:29
3:30
3:31
3:32
3:33
3:34
3:35
3:36
3:37
3:38
3:39
3:40
3:41
3:42
3:43
3:44
3:45
3:46
3:47
3:48
3:49
3:50
3:51
3:52
3:53
3:54
3:55
3:56
3:57
3:58
3:59
3:60
3:61
3:62
3:63
3:64
3:65
3:66
3:67
3:68
3:69
3:70
3:71
3:72
3:73
3:74
3:75
3:76
3:77
3:78
3:79
3:80
3:81
3:82
3:83
3:84
3:85
3:86
3:87
3:88
3:89
3:90
3:91
3:97
3:98
3:99
Глава 4 
4:1
4:3
4:4
4:8
4:13
4:16
4:18
4:20
4:21
4:23
4:25
4:26
4:33
Глава 5 
5:0
5:1
5:3
5:4
5:6
5:9
5:14
5:15
5:16
5:17
5:22
5:24
5:25
5:26
5:28
5:30
Глава 6 
6:0
6:1
6:2
6:6
6:7
6:9
6:11
6:12
6:13
6:14
6:15
6:16
6:18
6:19
6:21
6:25
6:29
Глава 7 
7:0
7:1
7:2
7:3
7:5
7:6
7:15
7:17
7:23
7:28
Το πρώτο όνειρο του Ναβουχοδονόσορ
Το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του ο Ναβουχοδονόσορ είδε ένα όνειρο που τόσο τον αναστάτωσε, ώστε έχασε τον ύπνο του.
Διέταξε τότε να καλέσουν τους μάγους, τους μάντεις, τους εξορκιστές και τους αστρολόγους για να του εξηγήσουν το όνειρο. Ήρθαν, λοιπόν, αυτοί και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά.
Ο βασιλιάς τούς είπε: «Είδα ένα όνειρο κι αναστατώθηκα· θέλω να μάθω τι σημαίνει».
Οι αστρολόγοι τού απάντησαν:τού απάντησαν. «Να ζεις αιώνια, βασιλιά! Πες το όνειρο στους δούλους σου κι εμείς θα σου το εξηγήσουμε».
Ο βασιλιάς είπε στους αστρολόγους: «Η απόφασή μου είναι οριστική: Αν δεν μου φανερώσετε και το όνειρο και την ερμηνεία του, θα κατατεμαχιστείτε όλοι, και τα σπίτια σας θα μεταβληθούν σε ερείπια.
Αν όμως μου τα φανερώσετε, θα έχετε από μένα πλούσια δώρα κι αμοιβές και μεγάλες τιμές. Γι’ αυτό, φανερώστε μου και το όνειρο και την ερμηνεία του».
Αυτοί για δεύτερη φορά είπαν στο βασιλιά: «Πες, βασιλιά, το όνειρο στους δούλους σου κι εμείς θα σου φανερώσουμε την ερμηνεία του».
Ο βασιλιάς απάντησε: «Ξέρω, βέβαια, ότι θέλετε να κερδίσετε χρόνο, γιατί βλέπετε ότι η απόφασή μου είναι αμετάκλητη.
Αλλά αν δεν μου αποκαλύψετε το όνειρο, έχω πάρει την απόφασή μου για σας. Εσείς όμως συμφωνήσατε να με παραπλανήσετε με ψέματα περιμένοντας να δείτε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Γι’ αυτό πείτε μου το όνειρο για να πεισθώ ότι μπορείτε να μου φανερώσετε και την ερμηνεία του».
Οι αστρολόγοι απάντησαν στο βασιλιά: «Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη που να μπορεί να σου φανερώσει, βασιλιά, αυτό που ζητάς· γι’ αυτό άλλωστε και κανείς βασιλιάς όσο μεγάλος και ισχυρός κι αν ήταν, δεν ζήτησε ποτέ τέτοιο πράγμα από τους μάγους του, τους μάντεις ή τους αστρολόγους του.
Αυτό που ζητάς, βασιλιά, είναι πολύ δύσκολο. Κανένας δεν είναι σε θέση να σου το φανερώσει παρά μόνον οι θεοί, που όμως η κατοικία τους δεν βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο των θνητών».
Έτσι ο βασιλιάς οργίστηκε πάρα πολύ και διέταξε να σφάξουν όλους τους σοφούςσοφούς. της Βαβυλώνας.
Κι όταν δημοσιεύτηκε το διάταγμα, μαζί με τους σοφούς έψαχναν να βρουν και το Δανιήλ με τους φίλους του για να τους σκοτώσουν.
Όταν ο Αριώχ, αρχισωματοφύλακας του βασιλιά, πήγε να τους σκοτώσει, ο Δανιήλ φέρθηκε με φρόνηση και σοφία:
«Γιατί βγήκε μια τόσο σκληρή διαταγή από το βασιλιά;» τον ρώτησε. Τότε ο Αριώχ φανέρωσε στο Δανιήλ όλα όσα είχαν συμβεί.
Αμέσως ο Δανιήλ μπήκε στο ανάκτορο και παρακάλεσε το βασιλιά να του δώσει καιρό για να του φανερώσει το όνειρο και την ερμηνεία του.
Έπειτα πήγε στο σπίτι του και διηγήθηκε στους φίλους του τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία όλη την ιστορία.
Παράλληλα τους πρότρεψε να ζητήσουν έλεος από το Θεό του ουρανού για να του αποκαλύψει το μυστήριο, ώστε να μην τον σκοτώσουν και μαζί του τους ίδιους και όλους τους άλλους σοφούς της Βαβυλώνας.
Πράγματι, την ίδια εκείνη νύχτα αποκαλύφθηκε το μυστήριο στο Δανιήλ με όραμα· κι εκείνος ύμνησε το Θεό του ουρανού
μ’ αυτά τα λόγια: «Ευλογημένο να ’ναι αιώνια τ’ όνομα του Θεού, γιατί δική του είναι η σοφία και η δύναμη!
Αυτός καιρούς και χρόνους μεταβάλλει, βασιλιάδες κατεβάζει κι ανεβάζει· τη σοφία αυτός δίνει στους σοφούς και τη γνώση στους συνετούς.
Αυτός φανερώνει τα μύχια, τα κρυφά, γνωρίζει τι συμβαίνει στο σκοτάδι, και φως τον περιβάλλει.
Εσένα, Θεέ των προγόνων μου, δοξάζω και υμνώ, γιατί σοφία μου ’δωσες και δύναμη κι ό,τι ζητήσαμε μας το αποκάλυψες, μας φανέρωσες τ’ όνειρο του βασιλιά».
Πήγε, λοιπόν, ο Δανιήλ στον Αριώχ, στον οποίον ο βασιλιάς είχε δώσει τη διαταγή να φονεύσει τους σοφούς της Βαβυλώνας, και του είπε: «Μη φονεύσεις τους σοφούς της Βαβυλώνας! Οδήγησέ με μπροστά στο βασιλιά κι εγώ θα του εξηγήσω το όνειρο».
Ο Αριώχ οδήγησε αμέσως το Δανιήλ στο βασιλιά και του τον παρουσίασε: «Βασιλιά», του είπε, «βρήκα έναν άνθρωπο από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, που θα σου εξηγήσει το όνειρο».
Τότε εκείνος ρώτησε το Δανιήλ, που ονομαζόταν και Βαλτάσαρ: «Μπορείς να μου φανερώσεις το όνειρο που είδα και να μου πεις την ερμηνεία του;»
Ο Δανιήλ απάντησε: «Το μυστήριο που ζήτησες να μάθεις, βασιλιά, δεν μπορούν να σου το φανερώσουν οι σοφοί, οι μάντεις, οι μάγοι και οι αστρολόγοι.
28-29 Υπάρχει όμως Θεός στον ουρανό, που φανερώνει τα μυστήρια. Αυτός θέλει να σου κάνει γνωστό, βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, τι θα συμβεί στο τέλος των καιρών. Να, λοιπόν, ποιο ήταν το όνειρο που είδες την ώρα που κοιμόσουνα. Εκεί που βρισκόσουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου, ήρθε στο πνεύμα σου ένα όραμα σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Εκείνος που φανερώνει τα μυστήρια, σου φανέρωσε τα μελλούμενα.
Κι όσο για μένα, το μυστήριο αυτό δε μου φανερώθηκε επειδή είμαι πιο σοφός απ’ όλους τους άλλους αλλά για ν’ αποκαλύψω σ’ εσένα, βασιλιά, την ερμηνεία του και να μπορέσεις να μάθεις τι ήταν αυτό που τάραξε τη σκέψη σου.
»Να, λοιπόν, τι είδες, βασιλιά: Ήρθε και στάθηκε μπροστά σου ένα άγαλμα, πολύ μεγάλο, με εξαιρετική λαμπρότητα και φοβερή όψη.
Το κεφάλι του ήταν από καθαρό χρυσάφι, το στήθος του και οι βραχίονές του από ασήμι, η κοιλιά του και οι μηροί του από χαλκό,
οι κνήμες του από σίδηρο, και τα πόδια του ήταν ένα μέρος από σίδηρο κι ένα μέρος από πηλό.
Ενώ εσύ κοίταζες το άγαλμα, ένα λιθάρι κόπηκε από κάποιο βουνό, χωρίς να το αγγίξει ανθρώπινο χέρι, και χτύπησε το άγαλμα στα πόδια τα καμωμένα από σίδηρο κι από πηλό και τα σύντριψε.
Τότε ο σίδηρος, ο πηλός, ο χαλκός, το ασήμι και το χρυσάφι έγιναν όλα κομμάτια και διασκορπίστηκαν όπως το άχυρο στο αλώνι το καλοκαίρι· τα πήρε ο άνεμος και δε βρέθηκε ίχνος απ’ αυτά. Το λιθάρι όμως που χτύπησε το άγαλμα, έγινε ένα μεγάλο βουνό και σκέπασε όλη τη γη.
»Αυτό ήταν το όνειρο, βασιλιά. Και τώρα θα πούμε εδώ μπροστά σου την ερμηνεία του:
Εσύ είσαι πραγματικά ο υπέρτατος βασιλιάς, που ο Θεός του ουρανού σού έδωσε αυτή τη βασιλεία, τη δύναμη, την εξουσία και τη δόξα.
Παρέδωσε στην εξουσία σου τους ανθρώπους όλης της οικουμένης, τα άγρια θηρία και τα πτηνά και σ’ έκανε κυρίαρχο πάνω σε όλα αυτά. Εσύ λοιπόν, βασιλιά, είσαι το χρυσό κεφάλι.
Μετά από σένα θα έρθει άλλη βασιλεία, όχι τόσο ισχυρή όσο η δική σου και μετά τρίτη βασιλεία από χαλκό, που θα κυριαρχήσει πάνω στη γη.
Μετά θα ακολουθήσει τέταρτη βασιλεία, που θα είναι δυνατή σαν το σίδερο, που όλα τα συντρίβει και τα καταστρέφει· κι όπως το σίδερο τα κομματιάζει όλα, έτσι κι αυτή θα συντρίβει και θα καταστρέφει.
Το γεγονός ότι τα πόδια και τα δάχτυλα ήταν ένα μέρος από πηλό και ένα μέρος από σίδηρο, αυτό σημαίνει ότι η βασιλεία αυτή θα είναι διαιρεμένη. Όμως, θα μείνει κάτι σ’ αυτήν από τη δύναμη του σιδήρου, επειδή είδες τον σίδηρο ανακατωμένο με τον πηλό.
Κι όπως τα δάχτυλα των ποδιών ήταν ένα μέρος από σίδηρο κι ένα μέρος από πηλό, έτσι η βασιλεία θα είναι εν μέρει δυνατή και εν μέρει αδύνατη.
Το ότι ο σίδηρος ήταν ανακατωμένος με πηλό, αυτό σημαίνει ότι οι λαοί θα κάνουν μικτούς γάμους, αλλά δε θα ενωθούν ο ένας με τον άλλο, όπως δεν μπορεί να ενωθεί ο σίδηρος με τον πηλό.
»Στις ημέρες των βασιλιάδων εκείνων, ο Θεός του ουρανού θα ιδρύσει μια βασιλεία, που δε θα καταστραφεί ποτέ ούτε θα παραδοθεί σε άλλον λαό. Αυτή η βασιλεία θα διαλύσει και θα συντρίψει όλα τα προηγούμενα βασίλεια, η ίδια όμως θα μείνει στεριωμένη για πάντα·
αυτό σημαίνει το λιθάρι που είδες ότι κόπηκε από το βουνό, χωρίς να το αγγίξει ανθρώπινο χέρι και κατασύντριψε το σίδηρο, το χαλκό, τον πηλό, το ασήμι και το χρυσάφι του αγάλματος.λιθάρι Ο μεγάλος Θεός γνωστοποίησε στο βασιλιά τι θα γίνει στο μέλλον. Το όνειρο είναι αληθινό και η ερμηνεία του σωστή».
Τότε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ έσκυψε και προσκύνησε το Δανιήλ και πρόσταξε να του προσφέρουν θυσίες και θυμίαμα.
«Αλήθεια, Δανιήλ», του είπε, «ο Θεός σας είναι ο υπέρτατος Θεός και ο Κύριος όλων των βασιλιάδων! Είναι αυτός που αποκαλύπτει τα μυστικά, αφού μπόρεσες να μου φανερώσεις αυτό το μυστήριο».
Τότε ο βασιλιάς τίμησε το Δανιήλ και του έδωσε πολλά και μεγάλα δώρα· τον έκανε διοικητή σ’ όλη την επαρχία της Βαβυλώνας και επικεφαλής όλων των σοφών της.
Ο Δανιήλ ζήτησε από το βασιλιά και διόρισε σε διοικητικές θέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνας το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ, κι ο ίδιος έγινε σύμβουλος στο παλάτι του βασιλιά.
Οι φίλοι του Δανιήλ αρνούνται να προδώσουν την πίστη τους
Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατασκεύασε ένα χρυσό άγαλμα εξήντα πήχεις ύψος και έξι πήχεις πλάτος και το έστησε στην πεδιάδα Δουρά της επαρχίας της Βαβυλώνας.
Μετά έστειλε και συγκέντρωσε όλους τους σατράπες, τους διοικητές, τους νομάρχες, τους συμβούλους, τους ταμίες, τους δικαστές, τους δημόσιους υπαλλήλους και τους κυβερνήτες των επαρχιών, να παρευρεθούν στα εγκαίνια του αγάλματος που ο ίδιος είχε στήσει.
Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι αυτοί στα εγκαίνια του αγάλματος, και στάθηκαν μπροστά σ’ αυτό.
Τότε ο κήρυκας φώναξε δυνατά: «Σ’ εσάς άνθρωποι κάθε λαού, εθνότητας και γλώσσας, δίνεται η διαταγή:
Όταν ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, τότε να πέσετε και να προσκυνήσετε το χρυσό άγαλμα, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ.
Όποιος δεν πέσει να το προσκυνήσει, θα ριχτεί αμέσως στο φλογερό καμίνι».
Γι’ αυτό, μόλις άκουσαν όλοι οι λαοί τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου και των άλλων μουσικών οργάνων, προσκύνησαν το χρυσό άγαλμα, που είχε στήσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ.
Αμέσως μετά, έτρεξαν μερικοί Βαβυλώνιοι και κατηγόρησαν τους Ιουδαίους
στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ: «Μακάρι να ζεις αιώνια, βασιλιά!» του είπαν.
«Εσύ έδωσες διαταγή, κάθε άνθρωπος που θ’ ακούσει τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, να πέσει και να προσκυνήσει το χρυσό άγαλμα.
Κι όποιος δεν πέσει να προσκυνήσει, διέταξες να ριχτεί στο κέντρο του φλογερού καμινιού.
Υπάρχουν όμως κάτι Ιουδαίοι, που εσύ τους έχεις διορίσει σε διοικητικές θέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβέδ-Νεγώ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έδωσαν καμιά σημασία στη διαταγή σου, βασιλιά· τους θεούς σου δεν τους λατρεύουν και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το προσκυνούν».
Τότε ο Ναβουχοδονόσορ με θυμό και μανία διέταξε να του φέρουν μπροστά του το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ. Όταν τους έφεραν,
τους ρώτησε: «Είν’ αλήθεια, Σεδράχ, Μισάχ και Αβέδ-Νεγώ, ότι δε λατρεύετε τους θεούς μου και δεν προσκυνάτε το χρυσό άγαλμα που έστησα;
Τώρα, λοιπόν, να είστε έτοιμοι, όταν θ’ ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου, και των άλλων μουσικών οργάνων, να πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα που κατασκεύασα. Αν δεν προσκυνήσετε, θα ριχτείτε στο κέντρο του φλογερού καμινιού· και να δω τότε, ποιος θεός θα σας γλιτώσει από την εξουσία μου!»
Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβέδ-Νεγώ απάντησαν στο Ναβουχοδονόσορ: «Βασιλιά, εμείς δεν έχουμε ανάγκη να προβάλουμε καμιά δικαιολογία.
Αν μας συμβεί κάτι τέτοιο, ο Θεός, που εμείς λατρεύουμε, μπορεί να μας βγάλει από το φλογερό καμίνι και να μας γλιτώσει έτσι από την εξουσία σου.
Αλλά κι αν αυτό δε γίνει, πρέπει να ξέρεις, βασιλιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το προσκυνάμε».
Τότε ο Ναβουχοδονόσορ θύμωσε πολύ εναντίον του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ και η όψη του αλλοιώθηκε. Αμέσως διέταξε να κάψουν το καμίνι εφτά φορές περισσότερο απ’ ό,τι χρειαζόταν.
Μετά διέταξε μερικούς από τους πιο ισχυρούς άντρες του στρατού του να δέσουν το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ και να τους ρίξουν στο καμίνι που φλεγόταν.
Οι τρεις άντρες δέθηκαν όπως ήταν, φορώντας τους χιτώνες τους, τις τιάρες τους και τ’ άλλα ρούχα τους και ρίχτηκαν στο κέντρο του φλογερού καμινιού.
Η διαταγή του βασιλιά ήταν αυστηρή και το καμίνι είχε πυρωθεί υπερβολικά, τόσο που οι φλόγες έκαψαν τους στρατιώτες, που οδηγούσαν το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ.
Έτσι οι τρεις άντρες ρίχτηκαν δεμένοι στο κέντρο της φωτιάς.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΖΑΡΙΑ
Οι τρεις άντρες (ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ) περπατούσαν ανάμεσα στις φλόγες και έψαλλαν διάφορους ύμνους δοξολογώντας τον Κύριο το Θεό.
Σε μια στιγμή ο Αζαρίας στάθηκε και προσευχήθηκε εκεί μες στη φωτιά μ’ αυτά τα λόγια:
«Δοξασμένος είσαι Κύριε, Θεέ των προγόνων μας και άξιος να εξυμνείσαι! Δοξασμένο είναι τ’ όνομά σου για πάντα!
Είσαι δίκαιος ό,τι κι αν έκανες εναντίον μας. Όλες οι πράξεις και οι αποφάσεις σου είναι γνήσιες και οι τρόποι που ενεργείς άδολοι.
Αλήθεια, είσαι αμερόληπτος. Όλες οι τιμωρίες που έφερες ενάντια σ’ εμάς και στην Ιερουσαλήμ, την άγια πόλη των προγόνων μας, ήταν αντίστοιχες με τις αμαρτίες μας, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση σου.
Αμαρτήσαμε, πράγματι, και ανομήσαμε, γιατί απομακρυνθήκαμε από σένα· αμαρτήσαμε σε κάθε μας εκδήλωση και δεν υπακούσαμε στις εντολές σου·
δεν τις τηρήσαμε ούτε κάναμε όπως μας διάταξες για να ευτυχήσουμε.
Όλα τα δεινά που έφερες εναντίον μας και οι τιμωρίες σου ήταν αποτέλεσμα της δίκαιης κρίσης σου.
Μας παρέδωσες στην εξουσία σκληρών εχθρών, που δε σέβονται το νόμο σου και μάλιστα στον πιο άδικο και πονηρό βασιλιά όλης της γης.
»Τώρα δεν μπορούμε να πούμε το παράπονό μας ούτε να υποφέρουμε την ντροπή και τον εξευτελισμό, που προκλήθηκε σ’ εμάς που εξακολουθούμε να είμαστε δούλοι σου και να σε σεβόμαστε.
Χάρη στο όνομά σου μη μας αποξεχάσεις και μη διαλύσεις τη διαθήκη σου μαζί μας·
μην πάρεις το έλεός σου από μας, για χάρη του Αβραάμ, του αγαπημένου σου, του Ισαάκ του δούλου σου και του Ισραήλ, του εκλεκτού σου.
Εσύ τους υποσχέθηκες ότι θα πολλαπλασιάσεις τους απογόνους τους σαν τ’ αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο στην ακρογιαλιά.
Τώρα όμως, Κύριε, έχουμε γίνει λιγότεροι απ’ όλα τα άλλα έθνη κι έχουμε ταπεινωθεί σήμερα στα μάτια όλου του κόσμου εξαιτίας των αμαρτιών μας.
Σήμερα δεν έχουμε άρχοντα, προφήτη ή αρχηγό· δεν γίνονται πια ολοκαυτώματα ούτε θυσίες ούτε προσφορές ή θυμιάματα· δεν υπάρχει τόπος ιερός να σου προσφέρουμε θυσία και να μας δώσεις τη συγγνώμη σου.
»Δέξου, όμως, τη συντριμμένη μας ψυχή και το ταπεινό μας πνεύμα, όπως θα δεχόσουν τα ολοκαυτώματα των κριαριών και των ταύρων ή τις μυριάδες τα παχιά αρνιά.
Αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να σου προσφέρουμε σήμερα και μακάρι να συμφιλιωθούμε μαζί σου. Πράγματι, δε θα ντροπιαστούν εκείνοι που στηρίζουν την πεποίθησή τους σ’ εσένα.
Τώρα εμείς σε ακολουθούμε μ’ όλη μας την καρδιά, σε σεβόμαστε και σε αποζητάμε. Μη μας ντροπιάσεις.
Μεταχειρίσου μας σύμφωνα με τη φιλανθρωπία σου και τη μεγάλη σου ευσπλαχνία.
Ελευθέρωσέ μας, όπως παλιά, με τις θαυμαστές σου ενέργειες και δόξασε το όνομά σου, Κύριε.
Ας ντροπιαστούν όλοι αυτοί που κάνουν κακό στους δούλους σου κι ας εξευτελιστούν χάνοντας κάθε δύναμη και εξουσία· ας συντριφθεί η δύναμή τους.
Ας γνωρίσουν ότι εσύ, Κύριε, είσαι ο μόνος Θεός και είσαι δοξασμένος σ’ όλη την οικουμένη».
ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ
Οι υπηρέτες του βασιλιά, που έβαλαν στο καμίνι (τους τρεις φίλους του Δανιήλ), δε σταματούσαν να καίνε το καμίνι με νάφθα, πίσσα και στουπιά και με άφθονα ξερά κλήματα.
Οι φλόγες ξεπηδούσαν ως απάνω από το καμίνι μέχρι σαράντα εννέασαράντα εννέα. πήχεις,
τόσο, που πέρασαν κι έκαψαν όσους ήταν γύρω από το καμίνι εκείνο των Βαβυλωνίων.
Αλλά μαζί με τους συντρόφους του Αζαρία μπήκε στο καμίνι και ο άγγελος του Κυρίου. Παραμέρισε τις φλόγες
και μετέβαλε το κέντρο του καμινιού σε δροσερή περιοχή, σαν να την είχε φυσήξει δροσερή αύρα. Η φωτιά ούτε που τους άγγιξε· δε φοβήθηκαν ούτε υπέφεραν το παραμικρό.
Τότε οι τρεις νέοι μ’ ένα στόμα άρχισαν να υμνολογούν, να δοξάζουν και να ευλογούν το Θεό μέσα στο καμίνι, μ’ αυτά τα λόγια:
«Δοξασμένος είσαι Κύριε, Θεέ των προγόνων μας! Αξίζει να σε υμνούν και να σε δοξολογούν για πάντα. Δοξασμένο το άγιο, το ένδοξο όνομά σου! Αξίζει να το υμνούν και να το δοξολογούν για πάντα.
Δοξασμένος είσαι στον άγιο, στον ένδοξο ναό σου! Αξίζει να σε υμνούν και να σε δοξάζουν για πάντα.
Δοξασμένος είσαι εσύ που επιβλέπεις στις αβύσσους και κάθεσαι πάνω στα χερουβίμ! Αξίζει να σε υμνούν και να σε δοξολογούν για πάντα.
Δοξασμένος είσαι πάνω στο θρόνο της βασιλείας σου! Αξίζει να σε υμνούν και να σε δοξολογούν για πάντα.
Δοξασμένος είσαι στο στερέωμα του ουρανού! Σε εξυμνούμε και σε δοξάζουμε για πάντα.
»Δοξάστε τον Κύριο όλα εσείς τα δημιουργήματά του· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο ουρανοί· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς οι άγγελοί του· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο όλα τα νερά που είστε πάνω από τον ουρανό· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
»Δοξάστε τον Κύριο όλες οι δυνάμεις· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο ήλιε και φεγγάρι· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο αστέρια του ουρανού· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς βροχή και δροσιά· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο όλοι οι άνεμοι· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς φωτιά και καύσωνας· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς το κρύο και η λάβα· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς δροσιές και οι χιονονιφάδες· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς παγετώνες και ψύχος· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο ομίχλες και χιόνια· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς οι νύχτες και οι μέρες· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο εσείς το φως και το σκοτάδι· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο αστραπές και σύννεφα· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
»Δόξασε τον Κύριο γη· εξύμνησε κι εξύψωσέ τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, όρη και βουνά· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο όλα όσα φυτρώνετε στη γη· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο πηγές· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο θάλασσες και ποταμοί· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο μεγάλα ψάρια και καθετί που κολυμπάει στα νερά· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, όλα τα πουλιά στον ουρανό· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, όλα τα θηρία και τα κτήνη· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
»Δοξάστε τον Κύριο, εσείς οι άνθρωποι· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, Ισραηλίτες· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, εσείς οι ιερείς του· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, εσείς οι δούλοι του· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, εσείς οι αφοσιωμένοι και πιστοί του· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
Δοξάστε τον Κύριο, εσείς που είστε ευσεβείς κι έχετε ταπεινή καρδιά· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα.
»Δοξάστε τον Κύριο εσείς, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ· εξυμνήστε κι εξυψώστε τον για πάντα, γιατί αυτός μας έβγαλε από τον άδη, μας έσωσε από το θάνατο, και μας γλίτωσε μέσα από τη λάβα του φλογερού καμινιού, μας λύτρωσε από τη φωτιά.
»Ευχαριστήστε τον Κύριο, γιατί είναι αγαθός, κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του.
Δοξάστε τον Κύριο, το Θεό των θεών, όλοι εσείς που τον σέβεστε· εξυμνήστε τον κι ευχαριστήστε τον, γιατί αιώνια διαρκεί η αγάπη του».
Ο Θεός σώζει τους τρεις φίλους
Ξάφνου ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ ταράχτηκε· σηκώθηκε αναστατωμένος και ρώτησε τους συμβούλους του: «Τρεις άντρες δεν ρίξαμε δεμένους στο κέντρο της φωτιάς;» Εκείνοι του απάντησαν: «Ασφαλώς, βασιλιά».
«Πώς εγώ βλέπω τέσσερις άντρες», είπε ο βασιλιάς, «να περπατούν λυμένοι στο κέντρο του καμινιού, χωρίς να καίγονται; Και μάλιστα η όψη του τέταρτου μοιάζει με θείο ον!»
Τότε ο Ναβουχοδονόσορ πλησίασε στο στόμιο του καμινιού και φώναξε: «Σεδράχ, Μισάχ και Αβέδ-Νεγώ, δούλοι του ύψιστου Θεού, βγείτε και ελάτε εδώ». Εκείνοι βγήκαν από τη φωτιά.
Οι σατράπες, οι διοικητές, οι νομάρχες και οι σύμβουλοι του βασιλιά συγκεντρώθηκαν για να τους εξετάσουν: Η φωτιά δεν είχε προξενήσει καμιά βλάβη στο σώμα τους· οι τρίχες του κεφαλιού τους δεν είχαν καεί και τα ρούχα τους είχαν μείνει ανέπαφα· ούτε καν μυρωδιά φωτιάς δεν είχε περάσει από πάνω τους.
Τότε ο Ναβουχοδονόσορ είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Θεός του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ, που έστειλε τον άγγελό του και έσωσε τους δούλους του, που είχαν εμπιστοσύνη σ’ αυτόν και παράκουσαν τη διαταγή μου. Προτίμησαν να παραδοθούν στη φωτιά, παρά να λατρεύσουν και να προσκυνήσουν άλλο θεό, εκτός απ’ το Θεό τους.
Γι’ αυτό δίνω τώρα διαταγή, ότι όποιος πει κακό εναντίον του Θεού του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο λαός του, η εθνικότητά του ή η γλώσσα του, αυτός θα κατατεμαχισθεί και το σπίτι του θα καταστραφεί, γιατί άλλος θεός δεν υπάρχει, που να μπορεί να σώζει από μια τέτοια κατάσταση».
Μετά ο βασιλιάς έδωσε στο Σεδράχ, στο Μισάχ και στον Αβέδ-Νεγώ σπουδαιότερες θέσεις στην επαρχία της Βαβυλώνας, απ’ αυτές που κατείχαν ως τότε.Δεύτερο όνειρο του Ναβουχοδονόσορ
Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ απηύθυνε σ’ όλους τους λαούς των διαφόρων εθνοτήτων και γλωσσών που κατοικούσαν στη γη, το ακόλουθο μήνυμα: Ειρήνη κι ευτυχία σε όλους!
Θέλω να σας γνωστοποιήσω τα σημεία και τα θαύματα που έκανε σ’ εμένα ο ύψιστος Θεός.
Πόσο μεγάλα είναι τα σημεία του και πόσο δυνατά τα θαύματά του! Η βασιλεία του είναι βασιλεία αιώνια, και η εξουσία του δεν έχει τέλος.
Εγώ, ο Ναβουχοδονόσορ, αναπαυόμουν ευτυχισμένος στο ανάκτορό μου.
Μια νύχτα, ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, είδα ένα όνειρο, που μου δημιούργησε ανησυχητικές σκέψεις· πράγματι, το όραμα αυτό ήταν τρομερό!
Γι’ αυτό διέταξα να οδηγηθούν μπροστά μου όλοι οι σοφοίσοφοί. της Βαβυλώνας, για να μου εξηγήσουν το όνειρο.
Ήρθαν, λοιπόν, οι μάγοι, οι μάντεις και οι αστρολόγοι, τούς είπα το όνειρό μου, αλλά δεν μπόρεσαν να το εξηγήσουν.
Τέλος παρουσιάστηκε μπροστά μου κι ο Δανιήλ. Ο άνθρωπος αυτός, που ονομάζεται και Βαλτάσαρ (όνομα που προέρχεται απ’ αυτό του θεού μου), έχει το Πνεύμα των αγίων θεών,των αγίων θεών κι έτσι του είπα το όνειρό μου:
«Βαλτάσαρ, αρχηγέ των μάγων, ξέρω πως σ’ εσένα υπάρχει το Πνεύμα των αγίων θεών και κανένα μυστήριο δεν είναι δύσκολο για σένα. Πες μου, λοιπόν, την ερμηνεία του ονείρου που είδα:
»Ενώ κοιμόμουν στο κρεβάτι μου, είδα σε όραμα ένα δέντρο στη μέση της γης, που το ύψος του ήταν πολύ μεγάλο.
Το δέντρο μεγάλωσε κι άλλο και δυνάμωσε· άγγιξε τον ουρανό και ήταν ορατό από κάθε άκρη της γης.
Τα φύλλα του ήταν ωραία και οι καρποί του ήταν τόσοι πολλοί, ώστε όλος ο κόσμος μπορούσε να φάει απ’ αυτούς. Κάτω από τη σκιά του αναπαύονταν τα άγρια θηρία, στα κλαδιά του έχτιζαν φωλιές τα πουλιά κι από αυτό τρεφόταν κάθε ζωντανός οργανισμός.
Πάντα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου είδα ακόμα ότι ένας άγρυπνος άγγελος κατέβηκε από τον ουρανό.
Αυτός φώναξε δυνατά και είπε: “κόψτε το δέντρο και σπάστε τα κλαδιά του, τινάξτε τα φύλλα του και σκορπίστε τους καρπούς του! Διώξτε τα θηρία κάτω από τη σκιά του και τα πουλιά από τα κλαδιά του!
Μόνο τον κορμό με τις ρίζες του αφήστε στη γη πάνω στο χορτάρι, αλλά δέστε τον με σιδερένια και χάλκινα δεσμά. Με τη δροσιά του ουρανού θα ποτίζεται και θα ζει εκεί στο χορτάρι της γης μαζί με τα θηρία.
Για εφτά χρόνια δεν θα έχει ανθρώπινο λογικό αλλά λογικό θηρίου.
Αυτή είναι η διαταγή των άγρυπνων αγγέλων, που μεταβιβάζεται στους θνητούς, για να γνωρίσουν ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων. Σ’ όποιον αυτός θέλει, τα δίνει και τον πιο ταπεινό από τους ανθρώπους τον κάνει κυρίαρχο πάνω στους άλλους”.
Αυτό το όνειρο είδα εγώ, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Και τώρα εσύ, Βαλτάσαρ, εξήγησέ το, γιατί όλοι οι σοφοί του βασιλείου μου δεν μπόρεσαν να το ερμηνεύσουν. Εσύ όμως μπορείς, γιατί έχεις το Πνεύμα των αγίων θεών ».
Τότε ο Δανιήλ, που ονομαζόταν και Βαλτάσαρ, για μια στιγμή τρόμαξε και ταράχτηκε με τις σκέψεις του. Ο βασιλιάς τού είπε: «Βαλτάσαρ, το όνειρο και η ερμηνεία του ας μη σε ταράζουν». Κι ο Βαλτάσαρ απάντησε: «Κύριέ μου, βασιλιά, το όνειρο που είδες ας πραγματοποιηθεί σ’ αυτούς που σε μισούν, και η ερμηνεία του ας βρει τους εχθρούς σου.
Είπες πως είδες ένα δέντρο που μεγάλωσε και θέριεψε, έτσι που το ύψος του ν’ αγγίζει τον ουρανό και ήταν ορατό από κάθε άκρη της γης·
τα φύλλα του ήταν ωραία και οι καρποί του πολλοί, ώστε να θρέψει όλους τους ανθρώπους· κάτω απ’ αυτό αναπαύονταν τα άγρια θηρία και στα κλαδιά του έχτιζαν φωλιές τα πουλιά.
Εσύ είσαι το δέντρο αυτό, βασιλιά! Μεγάλωσες και θέριεψες· η δύναμή σου αυξήθηκε κι άγγιξε τον ουρανό και η εξουσία σου έφτασε σ’ όλα τα άκρα της γης.
Μετά όμως είδες έναν άγρυπνο άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό κι έλεγε: “κόψτε το δέντρο και καταστρέψτε το! Μόνο τον κορμό με τις ρίζες του αφήστε στη γη, πάνω στο χορτάρι, αλλά δέστε τον με σιδερένια και χάλκινα δεσμά. Με τη δροσιά του ουρανού θα ποτίζεται και θα ζει εκεί στο χορτάρι της γης μαζί με τ’ άγρια θηρία για εφτά χρόνια”.
Κύριέ μου, βασιλιά, αυτή είναι η ερμηνεία και η απόφαση του Υψίστου, που διακηρύσσεται εναντίον σου:
Θα αποπεμφθείς από την ανθρώπινη κοινωνία και θα πας να μείνεις μαζί με τ’ άγρια θηρία. Χορτάρι θα τρως, σαν το βόδι, και θα βρέχεσαι απ’ τη δροσιά του ουρανού. Κι όταν περάσουν εφτά χρόνια θα καταλάβεις ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων και σ’ όποιον αυτός θέλει, τα δίνει.
Το ότι δόθηκε διαταγή ν’ αφήσουν τον κορμό με τις ρίζες του δέντρου, αυτό σημαίνει ότι το βασίλειό σου θα σου αποδοθεί πάλι, όταν αναγνωρίσεις ότι ο Θεός είναι ο μόνος εξουσιαστής.
Γι’ αυτό, βασιλιά, ακολούθησε τη συμβουλή μου: Απαρνήσου την αμαρτία σου, πράξε το σωστό και δείξε καλοσύνη στους φτωχούς, μήπως και συνεχιστεί η ευτυχία σου».
Πράγματι, όλα αυτά ξέσπασαν εναντίον του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ.
Αφού πέρασαν δώδεκα μήνες, εκεί που βημάτιζε πάνω σε κάποιον εξώστη των ανακτόρων της Βαβυλώνας,
φώναξε: «Αυτή είναι η μεγάλη Βαβυλώνα, που την έχτισα για πρωτεύουσα του βασιλείου μου! Με τη μεγάλη δύναμή μου την ολοκλήρωσα, για να δείχνει σ’ όλους τη δόξα και το μεγαλείο μου!»
Ενώ ακόμα ο βασιλιάς μιλούσε, ήρθε μια φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: «Άκου αυτό το μήνυμα, Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά: Η βασιλεία αφαιρέθηκε από σένα.
Θα αποπεμφθείς μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία και θα πας να μείνεις μαζί με τα άγρια θηρία. Χορτάρι θα τρως, σαν το βόδι, εφτά χρόνια, ώσπου να καταλάβεις ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων και σ’ όποιον θέλει αυτός, τα δίνει».
Την ίδια στιγμή εκπληρώθηκε αυτός ο λόγος εναντίον του Ναβουχοδονόσορ: Αποπέμφθηκε μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία κι έτρωγε χορτάρι, σαν το βόδι. Το σώμα του βρεχόταν από τη δροσιά του ουρανού, οι τρίχες του μεγάλωσαν σαν φτερά αετών και τα νύχια του έγιναν σαν του όρνιου.
«Αφού πέρασαν τα εφτά χρόνια, εγώ ο Ναβουχοδονόσορ σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και ξαναβρήκα τα λογικά μου. Ευλόγησα τότε τον Ύψιστο· ύμνησα και δοξολόγησα αυτόν που ζει αιώνια μ’ ετούτα τα λόγια: Παντοτινή είν’ η εξουσία του κι από γενιά σ’ άλλη γενιά η βασιλεία του!
Όλοι οι κάτοικοι της γης μπροστά του υπολογίζονται σαν τίποτα. Κάνει ό,τι θέλει στις θεότητες του ουρανούθεότητες του ουρανού. και στα ανθρώπινα όντα· κανένας δεν υπάρχει τα σχέδιά του να εμποδίσει ούτε τα έργα του ν’ αμφισβητήσει.
»Όταν ξαναβρήκα τα λογικά μου, ξαναβρήκα και τη μεγαλοπρέπειά μου, τη λαμπρότητά μου και τη δόξα του βασιλείου μου. Οι σύμβουλοί μου και οι μεγιστάνες μου με καλωσόρισαν κι αποκαταστάθηκα πάλι στο βασίλειό μου· και μάλιστα μου αποδόθηκαν τιμές μεγαλύτερες από πριν.
»Τώρα εγώ ο Ναβουχοδονόσορ υμνώ, τιμώ και δοξολογώ το βασιλιά του ουρανού! Όλες του οι ενέργειες είναι σωστές, όλες οι πράξεις του δίκαιες. Αυτός μπορεί και ταπεινώνει όσους υπερηφανεύονται».
Η αινιγματική γραφή στον τοίχο
Κάποτε ο βασιλιάς ΒαλτάσαρΒαλτάσαρ. παρέθεσε μεγάλο δείπνο σε χίλιους μεγιστάνες του για να πιει μαζί τους κρασί.
Όταν άρχισε να πίνει, διέταξε να φέρουν τα χρυσά και τα ασημένια σκεύη, που ο πατέρας του ο Ναβουχοδονόσορ είχε αρπάξει από το ναό της Ιερουσαλήμ, για να πιουν μ’ αυτά ο ίδιος, οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του και οι παλλακίδες του.
Έφεραν λοιπόν τα σκεύη που είχαν αφαιρεθεί από το ναό, από τον οίκο του Θεού στην Ιερουσαλήμ· και έπιναν σ’ αυτά ο βασιλιάς κι όλοι οι συνδαιτυμόνες.
Έπιναν κρασί και υμνούσαν τους θεούς τους, τους καμωμένους από χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες.
Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένα ανθρώπινο χέρι πλάι στη λυχνία κι άρχισε κάτι να γράφει πάνω στην αμμοκονία του τοίχου του παλατιού. Όταν ο βασιλιάς είδε το χέρι που έγραφε,
το πρόσωπό του χλώμιασε και οι σκέψεις του τον κατατρόμαξαν· παρέλυσε ολόκληρος και τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν.
Πανικόβλητος φώναξε να έρθουν όλοι οι σοφοί της Βαβυλώνας: οι εξορκιστές, οι μάντεις και οι αστρολόγοι,οι αστρολόγοι. και τους είπε: «Όποιος διαβάσει τη γραφή αυτή και μου την εξηγήσει, θα του φορέσουν πορφύρα και γύρω από το λαιμό του αλυσίδα χρυσή και θα εξουσιάζει σαν τρίτος άρχοντας στο βασίλειο».
Παρουσιάστηκαν τότε όλοι οι σοφοί του βασιλιά, αλλά δεν μπόρεσαν να διαβάσουν τη γραφή ούτε να του την εξηγήσουν.
Έτσι ο Βαλτάσαρ συνταράχθηκε ακόμα περισσότερο κι έγινε κάτωχρος· οι μεγιστάνες του ταράχτηκαν κι αυτοί.Ο Δανιήλ εξηγεί τη γραφή
Η μητέρα του βασιλιά, όταν άκουσε απ’ έξω τα λόγια του ίδιου και των μεγιστάνων του, μπήκε στην αίθουσα του συμποσίου και είπε στο γιο της: «Να ζεις αιώνια βασιλιά! Σταμάτα ν’ αναστατώνεσαι από τις σκέψεις σου και να χλωμιάζεις έτσι.
Βρίσκεται στο βασίλειό σου ένας άνθρωπος, που έχει το Πνεύμα των αγίων θεών.των αγίων θεών. Τον καιρό του πατέρα σου, αυτός είχε τη φήμη φωτισμένου ανθρώπου με φρόνηση και σοφία, όμοια με τη σοφία των θεών. Και μάλιστα, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, ο πατέρας σου, τον είχε κάνει αρχηγό των μάγων, των εξορκιστών, των μάντεων και των αστρολόγων.
Πράγματι, αυτός ο Δανιήλ, που ο βασιλιάς τον ονόμασε Βαλτάσαρ, είναι έξοχο μυαλό και διαθέτει φρόνηση, γνώση και ικανότητα να ερμηνεύει όνειρα, να εξηγεί αινίγματα και να λύνει προβλήματα. Στείλε, λοιπόν, να φέρουν το Δανιήλ κι αυτός θα σου ερμηνεύσει τη γραφή».
Έτσι, ο Δανιήλ οδηγήθηκε μπροστά στο βασιλιά. Ο βασιλιάς τού είπε: «Εσύ είσαι ο Δανιήλ, από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, που ο βασιλιάς πατέρας μου έφερε από την Ιουδαία;
Άκουσα για σένα ότι έχεις το Πνεύμα των θεών, φωτισμό, φρόνηση κι εξαιρετική σοφία.
Τώρα παρουσιάστηκαν μπροστά μου οι σοφοί και οι μάντεις για να διαβάσουν τη γραφή αυτή και να την ερμηνεύσουν αλλά δεν μπόρεσαν να μου εξηγήσουν τι σημαίνει.
Άκουσα για σένα ότι μπορείς να ερμηνεύεις και να ξεδιαλύνεις τα μυστήρια. Τώρα λοιπόν, αν μπορείς να διαβάσεις αυτή τη γραφή και να μου φανερώσεις την ερμηνεία της, θα σου φορέσουν πορφύρα και γύρω από το λαιμό σου αλυσίδα χρυσή και θα εξουσιάζεις σαν τρίτος άρχοντας στο βασίλειο».
Τότε ο Δανιήλ απάντησε στο βασιλιά: «Τα δώρα σου κράτησέ τα για τον εαυτό σου, βασιλιά, και τις αμοιβές δώσ’ τες σε άλλους· εγώ θα σου διαβάσω τη γραφή και θα σου την εξηγήσω:
Βασιλιά, ο ύψιστος Θεός είχε δώσει στον πατέρα σου το Ναβουχοδονόσορ βασίλειο, μεγαλοπρέπεια, δόξα και τιμή.
Για τη μεγαλοπρέπεια που του έδωσε, οι λαοί όλων των εθνοτήτων και των γλωσσών τον έτρεμαν και τον φοβούνταν. Όποιον αυτός ήθελε τον θανάτωνε και όποιον ήθελε τον άφηνε να ζήσει· όποιον αυτός ήθελε τον εξύψωνε και όποιον ήθελε τον ταπείνωνε.
Όταν όμως αλαζονεύτηκε μέσα του και γέμισε υπερηφάνεια, ανατράπηκε από το βασιλικό του θρόνο κι έχασε τη δόξα του.
Αποπέμφθηκε μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία, γιατί το μυαλό του είχε γίνει σαν των ζώων. Έτσι πήγε και ζούσε μαζί με τ’ άγρια γαϊδούρια και τρεφόταν με χορτάρι σαν τα βόδια· το σώμα του βρεχόταν από τη δροσιά του ουρανού, μέχρις ότου κατάλαβε ότι ο ύψιστος Θεός είναι που εξουσιάζει όλα τα ανθρώπινα βασίλεια, κι όποιον αυτός θέλει τον αναδεικνύει σ’ αυτά.
Τώρα κι εσύ, ο γιος του ο Βαλτάσαρ, αν και τα γνώριζες όλα αυτά, δεν έδειξες ταπεινή διάθεση.
Προκάλεσες τον Κύριο του ουρανού και διέταξες να φέρουν μπροστά σου τα σκεύη του ναού του και ήπιατε απ’ αυτά κρασί εσύ και οι μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου και οι παλλακίδες σου. Ύμνησες τους θεούς που είναι κατασκευασμένοι από ασήμι και χρυσάφι, από χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες, θεούς που δε βλέπουν, δεν ακούν και δεν καταλαβαίνουν. Το Θεό όμως, που στα χέρια του βρίσκεται η πνοή σου και το μέλλον σου, δεν τον δοξολόγησες.
Γι’ αυτό, λοιπόν, έστειλε ο Θεός το χέρι για να γράψει αυτά τα λόγια.
Οι λέξεις που γράφτηκαν είναι: “μενέ, μενέ, τεκέλ, ου-φαρσίν”.
Η ερμηνεία τους είναι η ακόλουθη: “Μενέ”, σημαίνει ότι μέτρησε ο Θεός τη βασιλεία σου και την έφερε στο τέλος της.
“Τεκέλ”: ζυγίστηκες στην πλάστιγγα και βρέθηκες λειψός.
“Περές”,Περές. σημαίνει “διαίρεση”. Διαιρέθηκε το βασίλειό σου και δόθηκε στους Μήδους και στους Πέρσες».
Τότε ο Βαλτάσαρ διέταξε να φορέσουν στο Δανιήλ την πορφύρα και τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του και ν’ αναγγείλουν ότι αυτός είναι ο τρίτος άρχοντας στο βασίλειο.
Την ίδια εκείνη νύχτα φονεύθηκε ο Βαλτάσαρ, βασιλιάς των Βαβυλωνίων.
Οι αντίπαλοι του Δανιήλ του στήνουν παγίδα
Ο Δαρείος ο Μήδιος έγινε βασιλιάς στη θέση του Βαλτάσαρ, σε ηλικία εξήντα δύο ετών.
Αυτός αποφάσισε να διορίσει στο βασίλειό του εκατόν είκοσι διοικητές που να το διοικούν εκ μέρους του.
Σ’ αυτούς διόρισε επόπτες το Δανιήλ και δύο άλλους άρχοντες· οι διοικητές θα έδιναν αναφορά σ’ αυτούς κι έτσι θα διασφαλίζονταν τα συμφέροντα του βασιλιά.
Ο Δανιήλ υπερείχε από τους δύο άλλους άρχοντες και απ’ όλους τους διοικητές, γιατί είχε ιδιαίτερες ικανότητες, κι έτσι ο βασιλιάς σκέφτηκε να τον τοποθετήσει υπεύθυνο σ’ όλο το βασίλειο.
Τότε οι άρχοντες και οι διοικητές προσπάθησαν να βρουν κάποιο παράπτωμα στο Δανιήλ σχετικά με τις υποθέσεις του βασιλείου αλλά δεν μπόρεσαν να του βρουν κανένα σφάλμα ή παράλειψη, γιατί ήταν απόλυτα τίμιος. Έτσι δεν είχαν τίποτε να τον κατηγορήσουν.
Τότε είπαν οι άνθρωποι αυτοί: «Δε θα βρούμε καμιά αφορμή εναντίον του Δανιήλ, εκτός αν του βρούμε κάτι σχετικά με το νόμο του Θεού του».
Ήρθαν, λοιπόν, οι άρχοντες και οι διοικητές εκείνοι στο βασιλιά και του είπαν: «Να ζεις αιώνια, βασιλιά Δαρείε!
Όλοι οι άρχοντες του βασιλείου, οι κυβερνήτες, οι διοικητές και οι σατράπες, οι σύμβουλοι και οι τοπάρχες συσκεφθήκαμε κι αποφασίσαμε να εκδοθεί βασιλικό διάταγμα, που να ορίζει ότι για τριάντα μέρες, όποιος απευθύνει παράκληση σε οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο εκτός από σένα, βασιλιά, να ριχτεί στο λάκκο με τα λιοντάρια.
Τώρα, λοιπόν, βασιλιά, επικύρωσε την απαγόρευση και υπόγραψε το έγγραφο, για να μην μπορεί ν’ αλλάξει, σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών, ο οποίος δεν μεταβάλλεται».
Έτσι, ο βασιλιάς Δαρείος υπέγραψε το έγγραφο με την απαγόρευση.
Όταν έμαθε ο Δανιήλ ότι υπογράφτηκε ένα τέτοιο έγγραφο, πήγε στο σπίτι του και προσευχήθηκε όπως πάντα. Είχε στο άνω μέρος του σπιτιού του ανοιχτά παράθυρα προς την Ιερουσαλήμ, και τρεις φορές την ημέρα γονάτιζε εκεί και προσευχόταν και δοξολογούσε το Θεό.
Τότε οι άνθρωποι εκείνοι ήρθαν και βρήκαν το Δανιήλ να προσεύχεται και ν’ απευθύνει ικεσίες στο Θεό του.
Κατόπιν ήρθαν και μίλησαν στο βασιλιά για την απαγόρευσή του: «Βασιλιά, εσύ δεν υπέγραψες απαγόρευση, ότι για τριάντα μέρες όποιος απευθύνει παράκληση σε οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο, εκτός από σένα, θα ριχτεί στο λάκκο με τα λιοντάρια;» Ο βασιλιάς απάντησε: «Πράγματι, έτσι είναι, σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών, ο οποίος δε μεταβάλλεται».
«Ε, λοιπόν, βασιλιά», είπαν αυτοί, «ο Δανιήλ, που προέρχεται από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, δε σέβεται ούτε εσένα ούτε την απαγόρευση που υπέγραψες, αλλά προσεύχεται στο Θεό του τρεις φορές την ημέρα».Ο Θεός προστατεύει το Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων
Μόλις ο βασιλιάς άκουσε αυτά τα λόγια, στενοχωρήθηκε πολύ και σκεφτόταν πώς να καλύψει το Δανιήλ. Μέχρι τη δύση του ήλιου προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τον γλιτώσει.
Αλλά οι κατήγοροι του Δανιήλ έτρεξαν πάλι στο βασιλιά και του υπενθύμισαν: «Ξέρεις, βασιλιά, ότι σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών καμιά απαγόρευση ή διάταγμα, που εκδίδεται από το βασιλιά, δεν μεταβάλλεται».
Τότε ο βασιλιάς διέταξε να φέρουν το Δανιήλ και να τον ρίξουν στο λάκκο των λεόντων. Και είπε στο Δανιήλ: «Ο Θεός σου, που τον λατρεύεις συνεχώς, ας σε σώσει».
Αυτοί έφεραν ένα λιθάρι και το έβαλαν στο στόμιο του λάκκου και ο βασιλιάς το σφράγισε με τη σφραγίδα του και με τη σφραγίδα των μεγιστάνων του, για να μην μπορεί κανείς να απελευθερώσει το Δανιήλ.
Μετά ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του και πέρασε τη νύχτα του άυπνος, νηστικός και χωρίς διασκέδαση.
Το πρωί σηκώθηκε πολύ νωρίς και πήγε τρέχοντας στο λάκκο με τα λιοντάρια.
Όταν πλησίασε στο λάκκο, φώναξε με φωνή θλιμμένη στο Δανιήλ: «Δανιήλ, δούλε του αληθινού Θεού, που τον λατρεύεις συνεχώς, μπόρεσε αυτός να σε σώσει απ’ τα λιοντάρια;»
Τότε ο Δανιήλ τού απάντησε: «Μακάρι να ζεις αιώνια, βασιλιά!
Πράγματι, ο Θεός μου έστειλε τον άγγελό του και έφραξε το στόμα των λιονταριών και δεν με έβλαψαν, γιατί είμαι αθώος απέναντί σου, βασιλιά, τίποτε κακό δεν έχω κάνει».
Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα πολύ και διέταξε να βγάλουν το Δανιήλ από το λάκκο. Κι ο Δανιήλ βγήκε έξω χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό, γιατί έμεινε πιστός στο Θεό του.
Μετά ο βασιλιάς διέταξε κι έφεραν τους ανθρώπους εκείνους, που είχαν συκοφαντήσει το Δανιήλ, και τους έριξαν στο λάκκο των λεόντων μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Και πριν φτάσουν στο κάτω μέρος του λάκκου, τα λιοντάρια τούς άρπαζαν και τους έσπαζαν τα κόκαλα.
Μετά ο βασιλιάς Δαρείος έστειλε γραπτό μήνυμα στους λαούς όλων των εθνοτήτων και των γλωσσών, που κατοικούσαν στην επικράτεια: «Μακάρι όλοι σας να ευτυχείτε!
Εκδίδεται από μένα διαταγή σ’ όλη την επικράτεια του βασιλείου μου, οι άνθρωποι να φοβούνται και να σέβονται το Θεό του Δανιήλ, γιατί είναι Θεός που ζει και θα υπάρχει αιώνια. Η βασιλεία του δεν θα καταστραφεί ποτέ και η κυριαρχία του θα είναι παντοτινή.
Αυτός σώζει κι ελευθερώνει και κάνει σημεία και θαύματα στον ουρανό και στη γη. Αυτός έσωσε και το Δανιήλ από τη δύναμη των λιονταριών».
Έτσι ο Δανιήλ ζούσε ευτυχισμένος όσον καιρό βασίλευαν ο Δαρείος και ο Κύρος στους Πέρσες.
Το πρώτο όραμα του Δανιήλ: Τα κοσμικά βασίλεια και το βασίλειο του Θεού
Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του ΒαλτάσαρΒαλτάσαρ. στη Βαβυλώνα, ο Δανιήλ, εκεί που κοιμόταν στο κρεβάτι του, είδε διάφορα όνειρα και οράματα. Αργότερα, τα έγραψε όλα και τα διηγήθηκε:
Μια νύχτα, είδα σε όραμα ότι οι τέσσερις άνεμοι του ουρανού συντάραξαν τη μεγάλη θάλασσα,
και τέσσερα μεγάλα θηρίατέσσερα μεγάλα θηρία. έβγαιναν απ’ αυτήν, το ένα διαφορετικό απ’ το άλλο.
Το πρώτο ήταν σαν λιοντάρι αλλά είχε φτερά αετού. Παρατηρούσα μέχρις ότου τα φτερά του αποσπάστηκαν απ’ αυτό· μετά σηκώθηκε από το έδαφος και στάθηκε στα δυο του πόδια· ήταν σαν άνθρωπος και του δόθηκε ανθρώπινος νους.
Το δεύτερο θηρίο ήταν όμοιο με αρκούδα. Ήταν μισοσηκωμένο και στο στόμα του, ανάμεσα στα δόντια του, κρατούσε τρία πλευρά· η διαταγή που πήρε ήταν «Σήκω και φάγε κρέας πολύ».
Μετά, εκεί που κοίταζα, είδα ένα άλλο θηρίο όμοιο με λεοπάρδαλη. Είχε στη ράχη του τέσσερα φτερά πουλιού και τέσσερα κεφάλια, και του δόθηκε εξουσία κυριαρχίας.
Το νυχτερινό μου όραμα, όμως, συνεχίστηκε: Είδα ένα τέταρτο θηρίο φοβερό και τρομερό και πάρα πολύ δυνατό με μεγάλα σιδερένια δόντια. Έτρωγε και σύντριβε κι ό,τι απόμενε το καταπατούσε με τα πόδια του. Αυτό το θηρίο ήταν διαφορετικό απ’ όλα τα προηγούμενα και είχε στο κεφάλι του δέκα κέρατα.
Εκεί που παρατηρούσα τα κέρατα, ξεφύτρωσε ανάμεσα σ’ αυτά ένα άλλο, πολύ μικρό κέρατο, το οποίο έκανε να ξεριζωθούν τρία από τα προηγούμενα κέρατα· το μικρό αυτό κέρατο είχε ανθρώπινα μάτια και στόμα, που λαλούσε λόγια αλαζονικά.
Συνέχισα να παρατηρώ, μέχρις ότου τοποθετήθηκαν θρόνοι και κάθισε ο Προαιώνιος.ο Προαιώνιος. Το ένδυμά του ήταν λευκό σαν το χιόνι και η κόμη του κεφαλιού του σαν καθαρό μαλλί. Ο θρόνος του ήταν από φλόγες φωτιάς και είχε πύρινους τροχούς.
Από μπροστά του ξεπηδούσε και κυλούσε ένα ποτάμι φωτιάς. Εκατομμύρια και δισεκατομμύρια όντα στέκονταν μπροστά του έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Στήθηκε, λοιπόν, το δικαστήριο κι ανοίχτηκαν τα βιβλία.
Καθώς παρατηρούσα, είδα ότι το τέταρτο θηρίο, εξαιτίας των αλαζονικών λόγων που λαλούσε το κέρατο, σκοτώθηκε και το πτώμα του καταστράφηκε και ρίχτηκε στη φωτιά.
Η εξουσία αφαιρέθηκε κι από τα άλλα θηρία, αλλά τους επιτράπηκε να ζήσουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Τα οράματά μου συνεχίζονταν στη διάρκεια της νύχτας: Μέσα στα σύννεφα του ουρανού είδα να έρχεται κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο· έφτασε μέχρι τον Προαιώνιο και οδηγήθηκε μπροστά του.
Σ’ αυτόν δόθηκαν εξουσία και δόξα και βασίλεια, ώστε όλοι οι λαοί, κάθε εθνικότητας και γλώσσας, να τον υπηρετούν. Η εξουσία του θα είναι αιώνια κι ατελεύτητη και το βασίλειό του δεν θα καταστραφεί ποτέ.Η σημασία του οράματος
Εγώ, ο Δανιήλ, καταταράχτηκα και τρόμαξα με τα οράματα που έβλεπα.
Πλησίασα τότε έναν από κείνους που βρίσκονταν εκεί και παρακάλεσα να μάθω τι σήμαιναν στην πραγματικότητα όλα αυτά. Εκείνος μου απάντησε και μου φανέρωσε τη σημασία των οραμάτων:
«Αυτά τα τέσσερα μεγάλα θηρία», μου είπε, «είναι τέσσερις βασιλιάδες, που θα εμφανιστούν στη γη.
Αλλά στο τέλος τη βασιλεία θα την παραλάβει ο άγιος λαός του ύψιστου Θεού και θα τη διατηρήσει για πάντα σ’ όλους τους αιώνες».
Μετά θέλησα να μάθω τι σήμαινε το τέταρτο θηρίο, που ήταν διαφορετικό από τα άλλα, αφάνταστα τρομερό. Τα δόντια του ήταν σιδερένια και τα νύχια του χάλκινα· έτρωγε, σύντριβε κι ό,τι απόμενε το καταπατούσε με τα πόδια του.
Κυρίως ενδιαφερόμουν να μάθω για τα δέκα κέρατα που ήταν στο κεφάλι του και για το άλλο κέρατο, που ξεφύτρωσε και έκανε να ξεριζωθούν τρία από τα προηγούμενα· το κέρατο εκείνο είχε μάτια και στόμα που λαλούσε λόγια αλαζονικά και εμφανιζόταν να είναι μεγαλύτερο απ’ τους συντρόφους του.
Επίσης είδα ότι το κέρατο εκείνο έκανε πόλεμο εναντίον του αγίου λαού και τον νίκησε.
Τότε όμως ήρθε ο Προαιώνιος κι έστησε το δικαστήριο για χάρη του αγίου λαού του ύψιστου Θεού· κι όταν έφτασε ο κατάλληλος καιρός, ο άγιος λαός παρέλαβε τη βασιλεία.
Η εξήγηση που μου δόθηκε ήταν η ακόλουθη: «Το τέταρτο θηρίο θα είναι μια τέταρτη βασιλεία πάνω στη γη, που θα διαφέρει απ’ όλες τις άλλες· αυτή θα καταφάει ολόκληρη τη γη, θα την καταπατήσει και θα τη συντρίψει.
Τα δέκα κέρατα είναι δέκα βασιλιάδες που θα προέλθουν απ’ αυτήν τη βασιλεία. Μετά θα παρουσιαστεί ένας άλλος βασιλιάς, που θα διαφέρει από τους προηγούμενους και θα καταβάλει τρεις απ’ αυτούς.δέκα βασιλιάδες ένας άλλος βασιλιάς τρεις
Θα ξεστομίσει λόγια εναντίον του ύψιστου Θεού και θα καταδιώξει τον άγιο λαό του· θα προσπαθήσει ν’ αλλάξει τις γιορτές και τους νόμους, και ο λαός του Θεού θα παραδοθεί στην εξουσία του για τριάμισυ χρόνια.
Μετά θα στηθεί το ουράνιο δικαστήριο· η εξουσία του θ’ αφαιρεθεί απ’ αυτόν κι ο ίδιος θα αφανιστεί και θα καταστραφεί για πάντα.
Η βασιλεία, η εξουσία και η μεγαλοπρέπεια όλων των βασιλείων της γης θ’ αποδοθούν στον άγιο λαό του ύψιστου Θεού· η βασιλεία αυτού του λαού θα είναι αιώνια κι όλοι οι άρχοντες θα τον υπηρετούν και θα τον υπακούουν».
Εδώ τελειώνει το όραμα. Εμένα το Δανιήλ πολύ με τάραξαν οι σκέψεις μου κι έγινα κατάχλωμος. Συγκράτησα όμως στο μυαλό μου όλα όσα είδα.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible