Скрыть
18:2
18:4
18:5
18:8
18:9
18:12
18:13
18:15
18:19
18:20
18:21
18:22
18:23
18:24
18:26
18:28
18:29
18:30
Глава 25 
25:0
25:5
25:6
25:7
25:8
25:9
25:10
25:11
25:12
25:14
25:15
25:16
25:17
25:19
25:20
25:22
25:23
25:24
25:25
25:27
25:31
25:32
25:33
25:34
25:37
25:38
25:40
25:41
25:42
25:44
Μ’ αυτά τα λόγια ο Δαβίδ τέλειωσε τη συνομιλία του με το Σαούλ. Ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, συμπάθησε πολύ το Δαβίδ και τον αγάπησε σαν τον ίδιο του τον εαυτό.
Από την ημέρα εκείνη ο Σαούλ κράτησε το Δαβίδ εκεί και δεν τον άφησε να γυρίσει στο σπίτι του πατέρα του.
Έτσι ο Ιωνάθαν και ο Δαβίδ δημιούργησαν στενή φιλία, γιατί ο Ιωνάθαν αγαπούσε το Δαβίδ σαν τον εαυτό του.
Έβγαλε μάλιστα το μανδύα που φορούσε και του τον έδωσε· επίσης του έδωσε την πανοπλία του, ακόμη και το ξίφος του, το τόξο και τη ζώνη του.
Ο Δαβίδ διεξήγαγε με μεγάλη επιτυχία οποιαδήποτε αποστολή του ανέθετε ο Σαούλ. Έτσι τον τοποθέτησε αρχηγό του στρατού του. Αυτό ευχαρίστησε όλο το στρατό και τους αξιωματούχους του βασιλιά.
Ο Σαούλ ζηλεύει το Δαβίδ
Καθώς ο στρατός επέστρεφε, αφού ο Δαβίδ είχε σκοτώσει το Γολιάθ, έβγαιναν οι γυναίκες από όλες τις ισραηλιτικές πόλεις, απ’ όπου περνούσαν, και υποδέχονταν το βασιλιά Σαούλ με τραγούδια και χορούς, με τύμπανα, με κύμβαλα και με κραυγές χαράς.
Οι γυναίκες που χόρευαν φώναζαν χαρούμενα η μια στην άλλη κι έλεγαν: «Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες μα ο Δαβίδ μυριάδες».
Του Σαούλ του κακοφάνηκαν αυτά τα λόγια κι οργίστηκε πάρα πολύ. «Απέδωσαν στο Δαβίδ τις μυριάδες και σ’ εμένα τις χιλιάδες», έλεγε. «Δεν απομένει τίποτ’ άλλο πια γι’ αυτόν, παρά η βασιλεία».
Έτσι από τη μέρα εκείνη ο Σαούλ άρχισε να ζηλεύει το Δαβίδ.
Την άλλη μέρα, το κακό πνεύμα ήρθε από το Θεό στο Σαούλ και τον έπιασε κρίση μέσα στο ανάκτορο, ενώ ο Δαβίδ έπαιζε την άρπα, όπως κάθε μέρα. Ο Σαούλ κρατούσε ακόντιο στα χέρια του.
Σε μια στιγμή έριξε το ακόντιο λέγοντας μέσα του: «Θα τον καρφώσω στον τοίχο». Αλλά ο Δαβίδ δυο φορές του ξέφυγε.
Ο Σαούλ φοβόταν το Δαβίδ, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του, ενώ αυτόν τον είχε εγκαταλείψει.
Έτσι απομάκρυνε το Δαβίδ από κοντά του και τον έκανε χιλίαρχο. Ο Δαβίδ οδηγούσε το στρατό στις μάχες.
Ο Κύριος ήταν μαζί του και είχε επιτυχία σε ο,τιδήποτε επιχειρούσε.
Ο Σαούλ, βλέποντας τις μεγάλες επιτυχίες του Δαβίδ, τον φοβόταν.
Όλος όμως ο λαός του Ισραήλ και του Ιούδα αγαπούσε το Δαβίδ, γιατί οδηγούσε το στρατό με επιτυχία.
Ο Δαβίδ παντρεύεται την κόρη του Σαούλ
Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Ορίστε η μεγαλύτερη κόρη μου, η Μεράβ. Θα σου τη δώσω για γυναίκα. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να φανείς γενναίος, και να διεξάγεις τους πολέμους του Κυρίου». «Ας μη βάλω εγώ χέρι πάνω του» σκέφτηκε μέσα του· «ας τον βγάλουν οι Φιλισταίοι απ’ τη μέση».
Ο Δαβίδ είπε στο Σαούλ: «Ποιος είμ’ εγώ; Είμ’ ένα τίποτα! Ούτε η οικογένεια του πατέρα μου είναι κάποια μέσα στο λαό Ισραήλ, για να μπορώ να γίνω γαμπρός του βασιλιά!»
Όταν όμως ήρθε ο καιρός να δώσει ο Σαούλ στο Δαβίδ τη Μεράβ, την έδωσε γυναίκα στον Αδριήλ το Μεχολαθίτη.
Αλλά η Μιχάλ, η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ· το ανάγγειλαν, λοιπόν, στον πατέρα της και του άρεσε η ιδέα.
«Θα του τη δώσω», σκέφτηκε, «και θα τον παγιδέψω μ’ αυτήν. Θα τον κάνει να πέσει στα χέρια των Φιλισταίων». Έτσι, για δεύτερη φορά είπε στο Δαβίδ: «Σήμερα θα γίνεις γαμπρός μου».
Έδωσε, λοιπόν, στους αξιωματούχους του αυτή τη διαταγή: «Πέστε στο Δαβίδ κρυφά: Ο βασιλιάς είναι ευχαριστημένος μαζί σου κι όλοι οι αξιωματούχοι του σ’ αγαπάμε. Δέξου να γίνεις γαμπρός του βασιλιά».
Όταν οι αξιωματούχοι διαβίβασαν αυτά τα λόγια στο Δαβίδ, εκείνος απάντησε: «Μικρό πράγμα είναι να γίνει γαμπρός του βασιλιά ένας όπως εγώ, που είμαι φτωχός και άσημος;»
Οι αξιωματούχοι του Σαούλ του έδωσαν αναφορά: «Αυτό κι αυτό είπε ο Δαβίδ».
Τότε ο Σαούλ τους είπε: «Πολύ καλά. Θα του πείτε, λοιπόν, το εξής: Ο βασιλιάς δε θέλει το συνηθισμένο δώρο για τη νύφη, αλλά εκατό ακροβυστίες εκατό ακροβυστίες. Φιλισταίων, για να εκδικηθεί τους εχθρούς του». Ο Σαούλ σκεφτόταν ότι έτσι θα κάνει το Δαβίδ να σκοτωθεί από τους Φιλισταίους.
Οι αξιωματούχοι του Σαούλ μετέφεραν στο Δαβίδ, αυτά τα λόγια κι εκείνος δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά μ’ αυτόν τον όρο. Έτσι, προτού μάλιστα συμπληρωθούν οι μέρες της διορίας,
σηκώθηκε ο Δαβίδ και πήγε με τους άντρες του και σκότωσε διακόσιους Φιλισταίους κι έφερε τις ακροβυστίες τους και τις μέτρησε ακριβώς στο βασιλιά, για να γίνει γαμπρός του. Έτσι ο Σαούλ του έδωσε την κόρη του, τη Μιχάλ, για γυναίκα.
Όταν ο βασιλιάς κατάλαβε ότι ο Κύριος ήταν με το Δαβίδ κι ότι και η Μιχάλ τον αγαπούσε,
άρχισε να φοβάται ακόμη περισσότερο το Δαβίδ, και η έχθρα του γι’ αυτόν έγινε μόνιμη κι οριστική.
Εκείνο τον καιρό, οι αρχηγοί των Φιλισταίων βγήκαν να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Αλλά σε κάθε μάχη, ο Δαβίδ είχε μεγαλύτερη επιτυχία απ’ όλους τους άλλους αξιωματούχους του Σαούλ· έτσι η δόξα που απέκτησε ήταν τεράστια.
Θάνατος του Σαμουήλ
Εκείνο τον καιρό πέθανε ο Σαμουήλ. Όλοι οι Ισραηλίτες συγκεντρώθηκαν κι έκαναν θρήνο γι’ αυτόν· τον έθαψαν στο σπίτι του, στη Ραμά. Μετά ο Δαβίδ κατέβηκε στην έρημο Φαράν.
Δαβίδ και Αβιγαία
2-4
Στη Μαών ζούσε κάποιος από τη συγγένεια του Χάλεβ, που είχε τα κτήματά του στη γειτονική πόλη Κάρμηλο. Το όνομά του ήταν Ναβάλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος, με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του, έξυπνη και με ωραία εμφάνιση, ονομαζόταν Αβιγαία. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος. Στην έρημο που βρισκόταν ο Δαβίδ, έμαθε ότι ο Ναβάλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του.
Έστειλε λοιπόν δέκα νέους και τους είπε: «Ανεβείτε στον Κάρμηλο, στο Ναβάλ και χαιρετήστε τον εκ μέρους μου,
μ’ αυτά τα λόγια: “να ’σαι πολύχρονος κι όλα να σου πηγαίνουν καλά στην οικογένειά σου και σ’ όλα σου τα υπάρχοντα!
Ο Δαβίδ άκουσε πως έχεις εκεί κουρευτές προβάτων. Αλλά να ξέρεις ότι τους βοσκούς σου που ήταν μαζί μας στον Κάρμηλο όλο αυτόν τον καιρό δεν τους πειράξαμε, και τίποτε απ’ όσα είχαν δε χάθηκε.
Ρώτησέ τους και θα σου το βεβαιώσουν. Ο Δαβίδ ζητάει να έχουμε την εύνοιά σου, σήμερα που είναι μέρα γιορτής και ήρθαμε σ’ εσένα. Δώσε μας, σε παρακαλούμε, ό,τι μπορείς στους δούλους σου και στο γιο σου το Δαβίδ”».
Ήρθαν, λοιπόν, οι νέοι του Δαβίδ και είπαν εκ μέρους του στο Ναβάλ όλα αυτά τα λόγια και περίμεναν την απάντησή του.
Αλλά ο Ναβάλ τους αποκρίθηκε: «Ποιος είν’ αυτός ο Δαβίδ, ο γιος του Ιεσσαί; Πολλοί δούλοι δραπετεύουν σήμερα από τ’ αφεντικά τους.
Είμαι υποχρεωμένος εγώ να πάρω το ψωμί μου και το κρασί μου και τα σφαχτά που ετοίμασα για τους κουρευτές μου και να τα δώσω σ’ ανθρώπους που δεν τους ξέρω από πού είναι;»
Οι νέοι πήραν πάλι το δρόμο της επιστροφής, κι ήρθαν και διαβίβασαν στο Δαβίδ όλα αυτά τα λόγια.
Τότε ο Δαβίδ είπε στους άντρες του: «Ζωστείτε τα σπαθιά σας». Τα ζώστηκαν. Ζώστηκε κι εκείνος το δικό του, και τον ακολούθησαν περίπου τετρακόσιοι άντρες, ενώ διακόσιοι έμειναν στις αποσκευές.
Ένας από τους δούλους του Ναβάλ ειδοποίησε την Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού του. «Ο Δαβίδ», της είπε, «έστειλε αγγελιοφόρους από την έρημο να χαιρετήσουν τον κύριό μας, αλλά εκείνος τους έβρισε.
Εμάς οι άνθρωποι μας φάνηκαν πολύ καλοί. Δε μας έβλαψαν κι ούτε χάσαμε τίποτε όλο τον καιρό που τους συναναστρεφόμασταν, όταν ήμασταν στα λιβάδια.
Αυτοί ήταν γύρω μας σαν τείχος νύχτα και μέρα, όλο τον καιρό που βόσκαμε μαζί τους τα πρόβατα.
Τώρα, λοιπόν, σκέψου κάτι και κοίτα τι θα κάνεις, γιατί σίγουρα έχει αποφασιστεί κάτι κακό εναντίον του κυρίου μας και της οικογένειάς του. Αλλά αυτός είναι τόσο κακός, που κανένας δεν μπορεί να του μιλήσει».
Τότε έτρεξε η Αβιγαία και πήρε διακόσια καρβέλια ψωμί, δυό ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα έτοιμα σφαγμένα, πέντε γαβάθες ψημένο στάρι, εκατό τσαμπιά ξερή σταφίδα και διακόσιες αρμαθιές ξηρά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια.
«Προχωρήστε εσείς μπροστά από μένα», είπε στους δούλους της, «κι εγώ θα σας ακολουθώ». Αλλά στον άντρα της το Ναβάλ δεν είπε τίποτα.
Ενώ αυτή κατέβαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, κρυμμένη πίσω από ένα ύψωμα, ο Δαβίδ και οι άντρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν.
Όλο αυτό το διάστημα ο Δαβίδ σκεφτόταν: «Πράγματι, μάταια φύλαγα τα υπάρχοντα αυτουνού στην έρημο, να μη χαθεί τίποτε. Αυτός τώρα μου ανταποδίδει κακό για το καλό που του ’κανα.
Ο Θεός να με τιμωρήσει, αν αφήσω εγώ απ’ όλα τα υπάρχοντά του ένα αρσενικό ζωντανό ως αύριο το πρωί!»
Η Αβιγαία μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος.
Έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Δικό μου, κύριέ μου, είναι το φταίξιμο. Άσε τη δούλη σου να σου μιλήσω κι άκουσέ με.
Μην πάρεις, κύριέ μου, στα σοβαρά τον κακό αυτό άνθρωπο, το Ναβάλ. Αυτός είναι Ναβάλ Ναβάλ. –όνομα και πράγμα. Η ανοησία είναι το χαρακτηριστικό του. Εγώ όμως, η δούλη σου, δεν είδα τους νέους σου που μας έστειλες.
»Και τώρα, κύριέ μου, σε βεβαιώνω ότι, όπως είναι αλήθεια πως ο Κύριος υπάρχει και πως εσύ ζεις, έτσι είναι αλήθεια ότι ο Κύριος σε εμπόδισε να κάνεις φόνο και να πάρεις εκδίκηση εσύ ο ίδιος. Είθε να καταντήσουν σαν το Ναβάλ οι εχθροί σου κι αυτοί που θέλουν το κακό σου, κύριέ μου!
Το δώρο αυτό που σου ’φερα η δούλη σου, ας δοθεί στους άντρες που σε ακολουθούν, κύριέ μου.
Συγχώρησε, σε παρακαλώ, το παράπτωμα της δούλης σου! Ξέρω καλά, κύριέ μου, πως ο Κύριος θα δώσει οπωσδήποτε τη βασιλεία στους δικούς σου απογόνους για πάντα, γιατί πολεμάς γι’ αυτόν· και κακό δε θα σε βρει στη ζωή σου.
Κάποιος σε καταδιώκει και προσπαθεί να σε σκοτώσει, κύριέ μου, αλλά η ζωή σου είναι προστατευμένη κοντά στον Κύριο, το Θεό σου. Αυτός θα ξετινάξει τη ζωή των εχθρών σου σαν με σφεντόνα.
Όταν ο Κύριος πραγματοποιήσει όλες τις ευεργεσίες του που σου έχει υποσχεθεί και σε κάνει αρχηγό στον Ισραήλ,
τότε, κύριέ μου, δε θα υποφέρεις από τις τύψεις της συνείδησής σου, ότι σκότωσες χωρίς λόγο ή ότι πήρες εσύ ο ίδιος εκδίκηση για τον εαυτό σου. Ωστόσο, όταν ο Κύριος θα σ’ έχει ευεργετήσει, θυμήσου με κι εμένα, τη δούλη σου».
Τότε ο Δαβίδ είπε στην Αβιγαία: «Ευλογημένος ας είναι ο Θεός του Ισραήλ, που σ’ έστειλε σήμερα να με συναντήσεις!
Ευλογημένη η φρόνησή σου και ευλογημένη εσύ, που μ’ εμπόδισες να κάνω φόνο σήμερα και να πάρω εκδίκηση εγώ για τον εαυτό μου!
Πράγματι είναι αληθινός ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που με εμπόδισε να σου κάνω κακό! Αν δεν έτρεχες να ’ρθεις να με συναντήσεις, δε θα ’μενε στον Ναβάλ κανένα αρσενικό ως την αυγή».
Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και της είπε: «Γύρνα ξένοιαστη στο σπίτι σου. Βλέπεις, εγώ υποχώρησα στα λόγια σου και τίμησα το πρόσωπό σου».
Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Ναβάλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του σαν να ήταν συμπόσιο βασιλικό. Ο ίδιος είχε ’ρθεί στο κέφι και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Γι’ αυτό δεν του είπε τίποτα ως την αυγή.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Ναβάλ είχε πια ξεμεθύσει, η γυναίκα του τού διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε αυτός έπαθε συμφόρηση και παρέλυσε.
Μετά από δέκα περίπου μέρες, ο Κύριος έστειλε στον Ναβάλ καινούριο πλήγμα και πέθανε.
Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Ναβάλ πέθανε, είπε: «Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, που εκδικήθηκε την προσβολή που μου έκανε ο Ναβάλ κι εμπόδισε το δούλο του να κάνω κάποιο κακό! Ο Κύριος έστρεψε την κακία του Ναβάλ στο ίδιο του το κεφάλι». Κι έστειλε ο Δαβίδ ανθρώπους να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του.
Ήρθαν οι δούλοι του στην Αβιγαία στην πόλη Κάρμηλο και της είπαν: «Ο Δαβίδ μας έστειλε σ’ εσένα για να σε πάρει γυναίκα του».
Εκείνη σηκώθηκε κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής. «Δούλη του είμαι», είπε, «που θα γίνω υπηρέτρια έτοιμη να πλύνει τα πόδια των δούλων του κυρίου μου».
Η Αβιγαία σηκώθηκε βιαστικά, ανέβηκε στο γαϊδούρι και ξεκίνησε με συνοδεία τις υπηρέτριές της. Ακολούθησε τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του.
Ο Δαβίδ πήρε επίσης και την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ, και ήταν και οι δύο τους γυναίκες του.
Στο μεταξύ ο Σαούλ την κόρη του τη Μιχάλ, γυναίκα του Δαβίδ, την έδωσε στον Φαλτί, γιο του Λαΐς από τη Γαλλίμ.
Толкования стиха Скопировать ссылку Скопировать текст Добавить в избранное
Библ. энциклопедия Библейский словарь Словарь библ. образов Практическая симфония
Цитата из Библии каждое утро
TG: t.me/azbible
Viber: vb.me/azbible