Источник

Πρωτο Μερος. Ο Κατα Πλατος Βιος

A´ Oi Κατα Σαρκα Καί Κατα Πνευμα Προγονοι

Βάπτιση καί ξερριζωμός

Στά Φάρασα τῆς ἀγιοτόκου Καππαδοκίας, στίς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924, ἀνήμερα τῆς ἁγίας Ἄννης γεννήθηκε ὁ Γέροντας.

Στήν βάπτιση οἱ γονεῖς του ἤθελαν νά τόν ὀνομάσουν Χρῆστο, στό ὄνομα τοῦ παπποῦ. Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὅμως εἶπε στήν γιαγιά του: «Ἔ, Χατζηαννά2, τόσα παιδιά σοῦ βάπτισα! Δέν θά δώσεις καί σέ ἕνα τό ὄνομά μου;». Καί στούς γονεῖς εἶπε: «Καλά, ἐσεῖς θέλετε νά ἀφήσετε ἄνθρωπο στό πόδι τοῦ παπποῆ, ἐγώ δέν θέλω νά ἀφήσω καλόγηρο στό πόδι μου;». Καί γυρίζοντας στή νουνά3 τῆς λέγει: «Ἀρσένιο νά πῆς». Τοῦ ἄδωσε δηλαδή τό ὄνομά του καί τήν εὐχή του, καί προεῖδε ὅτι θά γίνει καλόγηρος, ὅπως καί ἔγινε4.

Τό ἔτος πού γεννήθηκε ὁ Γέροντας ἔγινε ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν καί ξερριζώθηκε ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τίς πατρογονικές του ἑστίες. Πῆρε καί ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντα μαζί μέ τούς ἄλλους Φαρασιῶτες καί τόν ὅσιο Ἀρσένιο τόν δρόμο τῆς πικρῆς προσφυγιᾶς. Στό καράβι μέσα στόν συνωστισμό κάποιος πάτησε τό βρέφος (Ἀρσένιο) πού κινδύνεψε νά πεθάνη. Ἀλλά ὁ Θεός κράτησε στήν ζωή τόν ἐκλεκτό Του, γιατί ἔμελλε νά γίνη χειραγωγός πολλῶν ψυχῶν στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Γέροντας βέβαια ἀπό ταπείνωση ἔλεγε ἀργότερα: «Ἄν εἶχα πεθάνει τότε, πού εἶχα τήν χάρι τοῦ Βαπτίσματος, θά μέ ἔρριχναν στήν θάλασσα νά μέ φᾶνε τά ψάρια, καί τοὐλάχιστον θά μοῦ ἔλεγε „εὐχαριστῶ“ κανένα ψαράκι, καί θά πήγαινα στόν παράδεισο». (Ἤθελε δηλαδή νά πῆ ὅτι τώρα πού ἔζησε δέν ἔκανε τίποτε).

Ἔμειναν γιά λίγο στόν Πειραιᾶ. Ἔπειτα μεταφέρθηκαν στό κάστρο τῆς Κερκύρας, ὅπου ἐκοιμήθη καί ἐτάφη ὁ ὅσιος Ἀρσένιος, σύμφωνα μέ τήν πρόρρησή του: «Ἐγώ θά ζήσω σαράντα ημέρες στήν Ἑλλάδα καί θά πεθάνω σέ ἕνα νησί». Μετακόμισαν στήν συνέχεια σέ χωριό τῆς Ἡγουμενίτσας καί τελικά ἐγκαταστάθηκαν στήν Κόνιτσα.

Τόν νεοφώτιστο Ἀρσένιο, βρέφος σαράντα ἡμερῶν, οἱ γονεῖς του τόν ἔφεραν στήν μητέρα Ἑλλάδα, ἄγνωστο τότε ἀνάμεσα στά πλήθη τῶν προσφύγων. Αὐτόν πού μετά ἀπό χρόνια θά γινόταν γνωστός σέ ὅλο τόν κόσμο καί θά ὡδηγοῦσε πλήθη ἀνθρώπων στήν θεογνωσία. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες γνώρισε τόν πόνο καί τά βάσανα τῶν ἀνθρώπων. Ἀργότερα, ὁ ἴδιος θά γινόταν λιμάνι παρηγοριᾶς σέ χιλιάδες βασανισμένες ψυχές.

Ὁ Γέροντας σέ ἡλικία πέντε ἐτῶν μέ τούς γονεῖς του

Β´ Ασκητικα Προγυμνασματα

Ανατροφή «ἐν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου»

Ὁμικρός καί εὐλογημένος Ἀρσένιος, μαζί μέ τό γάλα πού θήλαζε, μάθαινε ἀπό τούς γονεῖς του και τήν εὐλάβεια πρός τόν Θεό. Ἀντί γιά παραμύθια καί ἱστορίες τοῦ μιλοῦσαν γιά τόν βίο καί τά θαύματα τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμός καί ἀγάπη γιά τόν Χατζεφεντῆ, ὅπως ἀποκαλοῦσαν τόν ὅσιο Ἀρσένιο. Ἀπό μικρός ἤθελε νά γίνη καί αὐτός μοναχός, γιά νά μοιάση τόν Ἅγιό του.

Τό πρόσωπο πού μετά τόν ὅσιο Ἀρσένιο ἐπηρέασε εὐεργετικά ὅλη του τήν ζωή ἦταν ἡ μητέρα του, πρός τήν ὁποία αἰσθανόταν ἰδιαίτερη ἀγάπη καί τήν βοηθοῦσε ὅσο μποροῦσε. Ἀπό αὐτήν διδάχθηκε τήν ταπεινοφροσύνη. Τόν συμβούλευε νά μήν θέλη νά νικᾶ τούς συμμαθητές του στά παιχνίδια καί ὕστερα νά ὑπερηφανεύεται, οὔτε νά ἐπιδιώκη νά μπαίνη πρῶτος στήν γραμμή, γιατί ἦταν τό ἴδιο, εἴτε πρῶτος, εἴτε τελευταῖος ἔμπαινε.

Ἐπί πλέον τοῦ ἔμαθε τήν ἐγκράτεια· νά μήν τρώγη πρίν ἀπό τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Τήν παράβαση τήν θεωροῦσε ὡς πορνεία.

Ἐπίσης τόν βοήθησε νά ἀποκτῆση ἁπλότητα, ἐργατικότητα, νοικοκυροσύνη καί προσοχή στήν συμπεριφορά του πρός τούς ἄλλους, καί τόν προέτρεπε νά μήν ἀναφέρη καθόλου τό ὄνομα τοῦ πειρασμοῦ (διαβόλου).

Δυό φορές τήν ἡμέρα ὅλη ἡ οἰκογένεια προσευχόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι. Ἡ μητέρα του ὅμως συνέχιζε νά προσεύχεται καί ὅταν ἔκανε τίς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ λέγοντας τήν εὐχή.

Τέτοια ἦταν ἡ εὐλάβεια τῶν γονέων του, ὥστε καί στά ἁλώνια ἔπαιρναν μαζί τους ἀντίδωρο.

Ὁ μικρός Ἀρσένιος, μέ τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἐξυπνάδα πού εἶχε, εὔκολα ἀφωμοίωνε ὅ,τι καλό ἄκουγε ἀπό τούς γονεῖς του.

Ἀκολουθώντας τό παράδειγμά τους ἔμαθε νά νηστεύη, νά προσεύχεται καί νά ἐκκλησιάζεται. Ἦταν τό πιό ἀγαπητό ἀπό ὅλα τά παιδιά τῆς οἰκογενείας. «Ὁ μέν πατέρας μου», ἔλεγε ἀργότερα ὁ Γέροντας, «μέ ἀγαποῦσε, γιατί εἶχα κλίση στά τεχνικά καί ἔπιαναν τά χέρια μου, ἡ δέ μητέρα μου γιά τήν ψεύτικη (λίγη, μικρή) εὐλάβεια πού εἶχα».

Παιδικές ἀσκήσεις

Ὁταν ἔμαθε νά διαβάζη καλά, βρῆκε τήν Ἁγία Γραφή καί μελετοῦσε κάθε ἡμέρα τό Τετραβάγγελο. Εὕρισκε ἐπίσης βίους Ἁγίων καί ἐντρυφοῦσε. Εἶχε μαζέψει ἕνα κουτί μέ βίους. Μόλις γύριζε ἀπό τό σχολεῖο, δέν ἤθελε οὔτε νά φάη. Πρῶτα πήγαινε, ἄνοιγε τό κουτί, ἔπαιρνε καί διάβαζε τούς βίους τῶν Ἁγίων. Ὁ μεγαλύτερός του ἀδελφός τούς ἔκρυβε, ἄν καί εὐλαβής, διότι δέν ἤθελε νά ἀσχολῆται ὁ μικρός Ἀρσένιος πολύ μέ τά ἐκκλησιαστικά, γιά νά μήν παραμελῆ τά μαθήματα. Ὁ Ἀρσένιος δέν ἔλεγε τίποτε. Εὕρισκε ἄλλους βίους Ἁγίων καί τρεφόταν πνευματικά. Κάποτε ὁ μεγάλος του ἀδελφός θαύμασε, βλέποντάς τον νά διαβάζη τόν βίο κάποιου ἀγνώστου Ἁγίου, πού πρώτη φορά μάθαινε τό ὄνομά του: «Ποῦ τόν βρῆκες πάλι αὐτόν τόν Ἅγιο;», τόν ρώτησε μέ ἀπορία.

Ἡ εὐλαβής Κονιτσιώτισσα Καίτη Πατέρα, μεγαλύτερή του στήν ἡλικία, ἀναφέρει γιά τόν Ἀρσένιο: «Εἶχε πολύ ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησία. Τόν ρώτησα κάποτε:

– Παιδί μου, ἔφαγες τίποτε σήμερα;

– Δέν ἔφαγα. Τί νά φάω, ἀφοῦ ἡ μητέρα μου τά βράζει ὅλα τά φαγητά στήν ἴδια κατσαρόλα, καί τό κρέας καί τά νηστῆσιμα. Ἡ ἴδια κατσαρόλα ἀπορροφᾶ· δέν μπορῶ νά φάω.

– Παιδί μου, ἀφοῦ ἡ μάννα σου εἶναι τόσο καθαρή καί τήν πλένει καλά μέ ἀλισίβα5.

– Δέν μπορῶ νά φάω ἀπό αὐτά, ἀπαντοῦσε.

Καί νήστευε, νήστευε συνέχεια καί ἀποτραβιόταν μοναχός του γιά νά προσεύχεται».

Μαρτυρεῖ καί ὁ ἀδελφός του: «Ὁ Ἀρσένιος ἀπό τήν δευτέρα Δημοτικοῦ διάβαζε θρησκευτικά βιβλία, ἀπομονωνόταν καί προσευχόταν πολύ. Δέν ἔπαιζε ὅπως τά ἄλλα παιδιά».

Ἡ ἔμφυτη μοναχική του κλίση ἐκδηλώθηκε ἐνωρίς. Αἰσθανόταν ἀγάπη μεγάλη πρός τόν Θεό καί ἡ προσευχή του ἦταν ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Στίς μεγάλες γιορτές παρέμενε ἄγρυπνος, ἀναβε τό καντηλάκι καί προσευχόταν ὄρθιος ὅλη τή νύχτα. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του τόν ἐμπόδιζε. Ὅταν σηκωνόταν τίς νύχτες νά διαβάση τό Ψαλτήρι, δέν τόν ἄφηνε. Τόν ἔβαζε κάτω ἀπό τίς κουβέρτες. Γενικά ἡ τακτική τοῦ ἀδελφοῆ του ὄχι μόνο δέν ἔκαμψε τόν ζῆλο του, ἀλλά αὔξησε τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό.

Ὅταν τόν ρωτοῦσαν, τί θά γίνει ὅταν μεγαλώση, ὁ Ἀρσένιος ἀπαντοῆσε σταθερά: «Καλόγηρος». Οἰκονόμησε ὁ Θεός καί πῆρε ἀπό μικρός τήν καλή στροφή, γι’ αὐτό δέν εἶχε ταλαντεύσεις στήν ἐκλογή του. Γιά τόν Ἀρσένιο ἕνας δρόμος ἀνοιγόταν μπροστά του, ἡ ἀγγελική ζωή τῶν μοναχῶν.

Ὅ,τι διάβαζε στά Συναξάρια προσπαθοῦσε νά τό ἐφαρμόση. Διάβασε πώς, ὅταν φοβᾶσαι σέ ἕναν τόπο, πρέπει νά συχνάζης ἐκεῖ γιά νά διώξης τόν φόβο6. Ἐπειδή φοβόταν ὅταν περνοῆσε ἀπό τό κοιμητήρι, ἀποφάσισε νά πάη ἐκεῖ τή νύχτα, γιά νά τοῦ φύγη ὁ φόβος. Ἦταν τότε στήν τετάρτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ.

«Εἶδα», διηγήθηκε, «ἀπό τήν ἡμέρα ἕναν ἄδειο τάφο. Μόλις νύχτωσε ἡ καρδιά μου χτυποῦσε, ἀλλά πῆγα καί μπῆκα στόν τάφο. Στήν ἀρχή ἦταν δύσκολο, ἀλλά μετά συνήθισα. Κάθησα ἀρκετή ὥρα καί ἐξοικειώθηκα. Πῆρα θάρρος καί ἄρχισα νά γυρίζω ἀπό μνῆμα σέ μνῆμα, ἀλλά πρόσεχα νά μή μέ δοῦν καί μέ περάσουν γιά φάντασμα. Αὐτό ἦταν· πῆγα τρία βράδυα καί ἔμεινα μέχρι ἀργά στό κοιμητήρι καί μοῦ ἔφυγε ὁ φόβος».

Διηγήθηκε καί τό ἐξῆς: «Ὅταν ἀκόμη ἤμουν στό σχολεῖο, διάβαζα τούς βίους τῶν Ἁγίων καί ἐπιθυμοῦσα ἀπό τότε νά γίνω ἀσκητής. Ἔβγαινα συχνά ἔξω ἀπό τό χωριό. Ἤμουν τότε ἕνδεκα χρονῆν. Μιά μέρα ἐπεσήμανα ἕναν βράχο μεγάλο. Πρωι-πρωί ξεκινησα γιά νά ἀνεβῶ, νά γίνω στυλίτης. Πῆγα· ἦταν ψηλός ὁ βράχος. Ἀνέβηκα μέ δυσκολία καί ἄρχισα νά προσεύχωμαι. Ἐξάντλησα ὅλες μου τίς δυνάμεις καί μετά ἄρχισα νά σκέπτωμαι: „Οἱ ἐρημίτες εἶχαν ριζες καί ἔτρωγαν· λιγο νεράκι, ἕναν χουρμά... Ἐσύ δέν ἔχεις τιποτε ἐδῶ πάνω στόν βράχο. Πῶς θά ζήσεις;“. Τέλος, ἀποφάσισα νά κατέβω, ἀλλά ἤδη εἶχε νυχτώσει. Τό κατέβασμα ἦταν πιό δύσκολο, γιατί δέν ἔβλεπα. Μέ μεγαλύτερη δυσκολία κατέβηκα. Ἡ Παναγία μέ φύλαξε καί δέν τσακίστηκα στά βράχια».

Ἡ ἀδελφή του Χριστίνα θυμᾶται ὅτι, ἐνῶ κάποτε οἱ γονεῖς τους ἦταν στό χωράφι, ἄρχισε νά βρέχη. Ὁ Ἀρσένιος τούς σκεφτόταν πού βρέχονταν. Πῆρε τά δύο μικρότερα ἀδέλφια του, πῆγαν στό εἰκονοστάσι, γονάτισαν, ἐκαναν προσευχή καί ἡ βροχή σταμάτησε.

Ὅταν ἔπεφταν κεραυνοί, συνήθιζε νά λέγη: «Μέγα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος».

Θεοπτία

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἀπό ἕνδεκα χρονῶν διάβαζα βίους Ἁγίων καί ἔκανα νηστεῖες καί ἀγρυπνίες. Ὁ ἀδελφός μου ὁ μεγαλύτερος ἔπαιρνε καί ἔκρυβε τούς βίους. Δέν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στό δάσος καί συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ὁ Κώστας, τοῦ εἶπε: „Θά σοῦ τόν κάνω νά τά παρατήση ὅλα“».

Ἦρθε καί μοῦ ἀνέπτυξε τήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε καί εἶπα: „Θά πάω νά προσευχηθῶ, καί, ἄν ὁ Χριστός εἶναι Θεός, θά μοῦ παρουσιαστῆ νά πιστέψω. Μιά σκιά, μιά φωνή, κάτι θά μοῦ δείξει“. Τόσο μοὔκοβε. Πῆγα καί ἄρχισα μετάνοιες καί προσευχή γιά ὧρες, ἀλλά τίποτε. Στό τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μοῦ ἦρθε τότε στήν σκέψη κάτι πού μοῦ’ χε πεῖ ὁ Κώστας: «Παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος, δῖκαιος, ἐνάρετος, τόν ὁποῖο ἐμίσησαν ἀπό φθόνο γιά τήν ἀρετή του καί τόν καταδικασαν οἱ συμπατριῶτες του». Τότε εἶπα: «Ἀφοῦ εἶναι τέτοιος, καί ἄνθρωπος νά ἦταν, ἀξιζει νά τόν ἀγαπήσω, νά τόν ὑπακούσω καί νά θυσιασθῶ γι’ Αὐτόν. Δέν θέλω οὔτε παράδεισο, οὔτε τίποτε. Γιά τήν ἀγιότητά του καί τήν καλωσύνη του ἀξιζει κάθε θυσια». (Καλός λογισμός καί φιλότιμο).

«Ὁ Θεός περιμενε τήν ἀντιμετώπισή μου. Ὕστερα ἀπό αὐτό παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέσα σέ ἄφθονο φῶς. Φαινόταν ἀπό τήν μέση καί πάνω. Μέ κοίταξε μέ πολλή ἀγάπη καί μοῦ εἶπε: „Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται“7. Τά λόγια αὐτά ἦταν γραμμένα καί στό Εὐαγγέλιο πού κρατοῦσε ἀνοικτό στό ἀριστερό χέρι Του».

Τό γεγονός αὐτό διέλυσε στόν δεκαπενταετῆ Ἀρσένιο τούς λογισμούς ἀμφιβολίας, πού τάραζαν τήν παιδική του ψυχή, καί γνώρισε μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Βεβαιώθηκε γιά τόν Θεάνθρωπο, ὄχι ἀπό ἄνθρωπο ἤ ἀπό βιβλία, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, πού τοῦ ἀποκαλύφθηκε καί μάλιστα σέ τέτοια ἡλικία. Στερεωμένος πλέον στήν πίστη μονολογοῦσε «Κώστα, ἅμα θέλης τώρα, ἔλα νά συζητήσουμε».

Φροντίδα γιά τούς ἄλλους

Ὁ Ἀρσένιος μέ τήν προσεκτική ζωή καί τίς συμβουλές του βοήθησε πνευματικά καί ἄλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως μέ μικρότερα παιδιά. Τά συγκέντρωνε στήν ἀγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Ἁγίων καί τά παρακινοῦσε νά κάνουν μετάνοιες καί νά νηστεύουν. Μερικές μητέρες ἀνησύχησαν καί ἀπέτρεπαν τά παιδιά τους νά τόν συναναστρέφωνται. Οἱ γονεῖς ἑνός παιδιοῦ μέ τό ὁποῖο ἐργαζόταν στόν ἴδιο μάστορα καί προσεύχονταν μαζί, φοβήθηκαν μή γίνη καλόγηρος καί δέν τόν ἄφηναν νά ἔχη σχέση μέ τόν Ἀρσένιο οὔτε νά ἀγωνίζεται. Ἀργότερα πῆγε νά ἐργασθῆ στήν Γερμανία καί σκοτώθηκε. Οἱ γονεῖς του αἰσθάνθηκαν τύψεις καί ἔλεγαν: «Καλύτερα νά εἶχε γίνει καλόγηρος». Κάποιο παιδί, πού καταγόταν ἀπό τά Φάρασα, ἤθελε ὁ Ἀρσένιος νά τό πάρη μαζί του γιά μοναχό καί προσπαθοῦσε νά πείση τήν μητέρα του. Ἀλλον νέο τόν στήριξε νά γίνη ἱερέας. Κληρικός καταγόμενος ἀπό τήν Κόνιτσα ὁμολογεῖ ὅτι βοηθήθηκε στήν μοναχική του κλίση ἀπό τόν λαϊκό ἀκόμη Ἀρσένιο.

Εἶχε ἐνδιαφέρον καί πόθο μεγάλο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, πού ζοῦσε μόνος πάνω στά βουνά καί εἶχε πάει στήν Ἐκκλησία δύο-τρεῖς φορές σέ ὅλη του τήν ζωή, ὁ Ἀρσένιος τόν πλησίασε καί φρόντισε νά τόν φέρη κοντά στόν Χριστό.

Στήν Κόνιτσα κάποιος Μουσουλμάνος ὀνόματι Μπαϊράμης εἶχε ἄρρωστη τήν μητέρα του. Ὁ μικρός Ἀρσένιος πήγαινε τή νύχτα καί βοηθοῦσε τήν ἄρρωστη. Ὁ Μπαϊράμης ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά γίνη Χριστιανός.

Τά λίγα χρήματα πού ἔπαιρνε ὡς μαθητευόμενος ξυλουργός, τά μοίραζε ἐλεημοσύνη σέ φτωχά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου. Ἔφερνε καί στό σπίτι τους φτωχά παιδιά γιά φαγητό.

Ὁ κ. Χατζηρούμπης Ἀπόστολος, Κονιτσιώτης, ἀναφέρει: «Ὁ Ἀρσένης ἦταν ὁ μόνος πού προτιμοῦσε νά ἀδικῆται παρά νά ἀδικῆ. Εἶχε πάντα στήν τσέπη του ἕνα θρησκευτικό βιβλίο πού τό διάβαζε συχνά. Θυμᾶμαι τόν ζῆλο του νά ἐξασφαλίση ἀκροατήριο ἀπό τόν παιδικό κόσμο, ἀντί ὁποιουδήποτε τιμήματος, ὅπως λ.χ. Νά ἀναλαμβάνη τήν φύλαξη τῶν ζώων μας, νά γίνεται νεροκουβαλητής μας, κ.ἄ., ἀρκεῖ ἐμεῖς νά τόν προσέχαμε, ὅταν μᾶς διάβαζε τήν Ἁγία Γραφή.

Δέν θά ξεχάσω ποτέ τό πάθος του νά χρωματίζη αὐτά πού ἔλεγε, ὅταν ἀναφερόταν στήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Γινόταν τόσο παραστατικός, ώστε κατώρθωνε νά ἀποσπᾶ τήν προσοχή καί τῶν πιό ζωηρῶν παιδιῶν. Ἔβλεπα κατακάθαρα στό νεανικό του πρόσωπο τήν ἱκανοποίηση καί τήν ἀγαλλίασή του, γιατί μποροῦσε νά διδάσκη τόν λόγο τοῦ Κυρίου σέ τόσο ἁγνό ἀκροατήριο. Ἀπό ὅσο θυμᾶμαι αὐτή τήν τακτική τήν συνέχισε τέσσερα μέ πέντε χρόνια μέχρι πού πῆγε στρατιώτης».

Ὁ Ἀρσένιος πέρασε τά νεανικά του χρόνια μέ ἀμεριμνία καί ἀγῶνες ἀσκητικούς. Ἔπειτα ἦρθαν τά δύσκολα χρόνια τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, τῆς Κατοχῆς καί τοῦ ἀνταρτοπολέμου. Τότε πέρασε πολλές δυσκολίες καί κινδύνους.

Στόν ἀνταρτοπόλεμο τόν συνέλαβαν οἱ κομμουνιστές αἰχμάλωτο καί τόν φυλάκισαν. Κακοπάθησε ὅσο διάστημα ἔμεινε στήν φυλακή καί ὑπέφερε ἀπό τίς ψεῖρες καί τό πολύ στρίμωγμα. Σέ ἕνα μικρό δωμάτιο ἔβαλαν πολλούς. Ὅταν ξάπλωναν ὁ τελευταῖος ἔμπαινε σάν σφήνα ἀνάμεσά τους.

Δοκιμάστηκε καί ἠθικῶς, γιατί τόν ἔκλεισαν σέ ἕνα δωμάτιο μόνο του καί ὕστερα ἔβαλαν δύο ἀντάρτισσες σχεδόν γυμνές. Προσευχήθηκε ἔντονα ἐπικαλούμενος τήν Παναγία καί ἀμέσως ἔνιωσε «δύναμιν ἐξ ὕψους», πού τόν ἐνίσχυσε καί τίς ἔβλεπε μέ ἀπάθεια σάν ἀδελφές του, ὅπως ὁ Ἀδάμ τήν Εὔα στόν παράδεισο. Τίς μίλησε μέ τρόπο καλό. Ἐκεῖνες ἦρθαν σέ συναίσθηση, ντράπηκαν καί ἔφυγαν κλαίγοντας.

* *

Ἄν καί ὁ πόλεμος ἔκανε τόν Ἀρσένιο νά ἀναβάλη τήν ἀναχώρησή του, ὅμως ὁ ζῆλος του δέν ψυχράνθηκε. Στούς ἀγῶνες καί στίς ἀσκήσεις προσέθετε νέους ἀγῶνες καί ὑψηλότερες ἀσκήσεις. Ἔβλεπε τά ἐθνικά πράγματα σέ ἄσχημη κατάσταση. Σέ λίγο θά τόν καλοῦσαν νά ὑπηρετῆση τήν Πατρίδα.

Στό ἐξωκκλήσι τῆς ἁγίας Βαρβάρας παρακάλεσε τήν Παναγία: «Ἄς ταλαιπωρηθῶ, ἄς κινδυνεύσω, μόνο νά μή σκοτώσω ἄνθρωπο, καί ν’ ἀξιωθῶ νά γίνω μοναχός».

Τότε ἔκανε τάμα, ἄν τόν διαφυλάξη ἡ Παναγία στόν πόλεμο, νά ὑπηρετήση γιά τρία χρόνια τό Μοναστήρι της πού τό ἔκαψαν οἱ Γερμανοί, καί νά βοηθήση νά κτισθῆ πάλι ἡ Ἱερά Μονή Στομίου.

Γ´. Στρατιωτικη Θητεια

Ἀσυρματιστής φιλότιμος

Τό ἔτος 1945 κλήθηκε νά ὑπηρετήση τήν Πατρίδα. Παρουσιάστηκε στό Ναύπλιο καί πῆρε τήν εἰδικότητα τοῦ διαβιβαστοῦ. Κατόπιν πῆρε μετάθεση στό Ἀγρίνιο. Τόν ρωτοῦσαν:

– Τι μέσο ἔχεις καί πῆρες τόσο καλή εἰδικότητα;

– Δέν ἔχω μέσο.

– Ἄστ’ αὐτά.

– Ἐ.., τόν Θεό, ἀπαντοῦσε.

Καί πράγματι «ἦν Κύριος μετ’ αὐτοῦ καί ἦν ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων»8.

Ἡ ἀγάπη του πρός τούς ἄλλους ἔφθανε μέχρι θυσίας. Ἔκανε τίς ὑπηρεσίες τους, ἐργαζόταν πολύ. Ὅταν κάποιος ζητοῦσε ἔξοδο, ὁ Ἀρσένιος πρόθυμα τόν ἀντικαθιστοῦσε. Πολλοί ἐκμεταλλεύονταν τήν καλωσύνη του καί τόν θεωροῦσαν κορόιδο. Ὁ ἴδιος ὅμως ἔνιωθε χαρά ἀπό τήν θυσία, καί συγχρόνως εὕρισκε εὐκαιρία νά μένη μόνος καί νά προσεύχεται. Ὁ Διοικητής του ἔλεγε: «Τί θά γίνει μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο (Ἀρσένιο); Δέν λέει ποτέ νά ξεκουραστῆ».

Κάποτε εἶχε 39,5 πυρετό ἀλλά δέν ζήτησε νά βγῆ ἐλεύθερος ὑπηρεσίας. Τελικά δέν ἄντεξε καί ἔπεσε λιπόθυμος. Οἱ στρατιῶτες τόν ἔβαλαν στό φορεῖο γιά νά τόν πᾶνε στό Νοσοκομεῖο, καί τόν φώναζαν εἰρωνικά μέ μοναχικά ὀνόματα: «Ἐ, Βενέδικτε, Ἀκάκιε». Εἶχαν καταλάβει ὅτι θά γίνει μοναχός. Ἡ εἰρωνεία μετατράπηκε σιγά-σιγά σέ ἐκτίμηση καί θαυμασμό. Τούς ἀλλοίωσε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του, ἡ μεγάλη ἀγάπη καί ὁ ἀκέραιος χαρακτήρας του. Δέν τόν θεωροῦσαν πλέον κορόιδο, ἀλλά θησαυρό καί εὐλογία γιά τήν Μονάδα.

Πάντως ἡ εἰδικότητα τοῦ ἀσυρματιστοῦ τόν ἀπάλλαξε ἀπό τήν ἔνοπλη συμμετοχή στόν πόλεμο, καί ἔτσι, θεία χάριτι, διαφυλάχθηκε ἀπό τό νά φονεύση ἄνθρωπο. Προοιμίαζε δέ καί τήν μετέπειτα ἰδιότητά του ὡς μοναχοῦ, νά στέλνη σήματα στόν Θεό (νά προσεύχεται).

Κακουχίες

Ἡ διλοχία πού ὑπηρετοῦσε ὁ Γέροντας ἔκανε πολεμικές ἐπιχειρήσεις καί οἱ κακουχίες πού πέρασαν μοιάζουν ἀπίστευτες.

Διηγεῖτο ὅτι κάποτε τελείωσαν τά τρόφιμα καί ἔτρωγαν σπυρωτό χιόνι. Ἄλλοτε ἔμειναν νηστικοί γιά δεκατρεῖς ἡμέρες καί ἐπέζησαν τρεφόμενοι μόνον μέ ἄγρια κάστανα. Συχνότερα ὑπέφεραν ἀπό τήν δίψα. Ἀναγκάζονταν τότε νά πίνουν στάσιμο νερό ἀπό τίς πατημασιές τῶν ζώων. Ὁ μεγάλος ἐχθρός ἦταν τό κρύο. Κοιμόνταν στίς σκηνές καί τό πρωί ξυπνοῦσαν θαμμένοι στά χιόνια· μετροῦσαν τούς κρυοπαγημένους. Ἕνα πρωινό ἔβγαλε εἴκοσι ἕξι κρυοπαγημένους σκάβοντας μέ τόν κασμά τά χιόνια. Κάποτε ἔμεινε γιά τρεῖς ἡμέρες στά χιόνια καί ἔστελνε σήματα στό Ἀρχηγεῖο. Ἔπαθε καί ὁ ἴδιος κρυοπαγήματα. Οἱ σάρκες τῶν ποδιῶν του ξεφλουδίζονταν. Τόν ἔστειλαν στό Νοσοκομεῖο, ἀλλά βοήθησε ὁ Θεός νά μήν ἀκρωτηριασθῆ. Ἄλλοτε τόν κλώτσησε ἕνα μουλάρι. Τό χτύπημα ἦταν πολύ δυνατό. Μελάνιασε τό στῆθος του καί φαίνονταν τά σημάδια ἀπό τά πέταλα. Λιποθύμησε, καί ὅταν συνῆλθε, συνέχισε τήν πορεία.

Χαιρόταν νά βρέχεται, νά κρυώνη, νά κουράζεται ὁ ἴδιος, γιά νά μήν ταλαιπωροῦνται οἱ ἄλλοι.

Μερικοί στρατιῶτες, ὅταν ἔκαναν ζημιά, γιά νά δικαιολογηθοῦν, τήν ἐπέρριπταν στόν Ἀρσένιο. Ὁ Ἀξιωματικός τόν μάλωνε, καί ἐκεῖνος, γιά νά μήν τούς ἐκθέση, ὑπέμενε μέ ταπείνωση σιωπηλά τούς ἐλέγχους.

Ὁ διοικητής ὅμως τόν ἐκτιμοῦσε καί τόν ἐμπιστευόταν. Στίς δύσκολες ἀποστολές ἔστελνε τόν Ἀρσένιο, γιατί γνώριζε ὅτι ἦταν ἱκανώτατος καί ἔφερνε σέ πέρας ὅ,τι τοῦ ἀνέθεταν.

Μόνο μιά φορά πῆρε ἄδεια καί πῆγε στό σπίτι του. Ἐκεί ἀρρώστησε, ἔχασε πολύ αἷμα καί εἰσήχθη στό Νοσοκομεῖο Ἰωαννίνων γιά δεκαπέντε ἡμέρες. Ὅταν συνῆλθε ἐπέστρεψε στήν Μονάδα του.

Ἀσκήσεις καί ἐμπειρίες

Μέσα σέ τέτοιες ταλαιπωρίες ἔκανε καί ἀγῶνα πνευματικό. Νήστευε καί προσευχόταν. Συνήθως ἔτρωγε τό μισό φαγητό, καί ὅταν σήμαινε σιωπητήριο γιά ὕπνο, ὁ Ἀρσένιος ἀνέβαινε στήν ταράτσα τοῦ κτιρίου καί ἄρχιζε τίς προσευχές.

«Μιά περίοδο», ἔλεγε, «ἔκανα πέντε μῆνες νά λειτουργηθῶ, διότι ποῦ νά βρεθῆ παπᾶς καί Ἐκκλησία πάνω στά βουνά. Ὅταν μετά μέ ἔστειλε ὁ διοικητής στό Ἀγρίνιο νά πάρω ἀνταλλακτικά γιά τόν ἀσύρματο, στόν δρόμο ποῦ βάδιζα, πέρασα ἔξω ἀπό μιά Ἐκκλησία, ὅπου μέσα γίνονταν οἱ Χαιρετισμοί. Ἔκανα τόν σταυρό μου, προσκύνησα καί μέ πῆραν τά δάκρυα. „Παναγία μου, πῶς ἔχω γίνει ἔτσι;“, εἶπα. Ποῦ νά φανταζόμουν τότε ὅτι ἀργότερα θά οἰκονομοῦσε ὁ Θεός νά ἔχω Ἐκκλησάκι καί μέσα στό Καλύβι μου!». Καί δόξαζε γι’ αὐτό ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του τόν Θεό.

Συγκρίνοντας αὐτά πού πέρασε στόν Στρατό μέ τήν ἄσκηση πού ἔκανε ὡς μοναχός, ἔλεγε μέ αὐτομεμψία: «Γιά τόν χριστό δέν ἔκανα τίποτε. Ἄν αὐτή τήν ἄσκηση (ταλαιπωρία στόν Στρατό) τήν ἔκανα σάν καλόγηρος, θά εἶχα ἁγιάσει».

Ὡς στρατιώτης ἔζησε θεῖες ἐμπειρίες. Κάποτε προσευχόταν σέ ἐρημικό μέρος καί ἡρπάγη σέ θεωρία. Διηγήθηκε καί τό ἐξῆς: «Κάποτε πού εἴχαμε πάει στό πεδίο βολῆς στήν Τρίπολη, εἶδα ἕνα ἀλλοιώτικο φῶς νά βγαίνη ἀπό μιά ρεματιά καί νά διαχέεται σέ ὅλο τό πεδίο βολῆς, ἐνῶ ἦταν μέρα. Ἀποροῦσα τί νἆταν αὐτό τό φῶς πού οἱ ἄλλοι δέν ἔβλεπαν! Ἀργότερα κατάλαβα. Ἐπειδή ἐκεῖ γίνονταν ἐκτελέσεις καταδίκων, καί ἴσως νά εἶχαν ἐκτελεσθῆ ἄδικα καί κάποιοι ἀθῶοι, γι’ αὐτό φαινόταν ἐκεῖνο τό φῶς. Ὁ Θεός φύλαξε πού δέν μέ ἔστειλαν στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Φυσικά δέν θά μποροῦσα (νά σκοτώσω)...».

Θυσία γιά τούς ἀλλους

Οἱ περισσότεροι στρατιῶτες εἰχαν πνεῦμα θυσίας, ἀλλά ὁ Ἀρσένιος ἦταν ἄφοβος στούς κινδύνους καί στόν θάνατο. Πολλές φορές κινδύνευσε νά συλληφθῆ αἰχμάλωτος καί ἀντίκρυσε τόν θάνατο ἀπό πολύ κοντά.

Κάποτε ἐπρόκειτο νά ρίξουν κλῆρο γιά τό ποιός θά πάει στό χωριό γιά ἐφόδια. «Θά πάω ἐγώ», εἶπε ὁ Ἀρσένιος. Τόν εἶδαν οἱ ἀντάρτες, ἀλλά τόν πέρασαν γιά δικό τους. Πῆρε τά ἐφόδια καί γύρισε πίσω.

Ὅταν ἔβαζαν κάποιον νά κάνη ἐπικίνδυνη βάρδια ἤ περίπολο, τόν ρωτοῦσε ὁ Ἀρσένιος: «Τί οἰκογένεια ἐχεις;». Ἄν τοῦ ἔλεγε, «εἶμαι παντρεμένος, ἔχω καί παιδί», ἔλεγε, «καλά». Πήγαινε στό ὑπασπιστήριο, τόν ἄλλαζε καί πήγαινε αὐτός στήν θέση του.

Τόν ἄλλο ἀσυρματιστή δέν τόν ἄφηνε νά κουβαλᾶ οὔτε τόν ἀσύρματο, οὔτε τήν μπαταρία, γιά νά εἶναι ἐλεύθερος σέ περίπτωση κινδύνου νά σωθῆ.

«Σέ μιά μάχη», διηγήθηκε, «εἶχα σκάψει μιά μικρή λακκούβα. Ἔρχεται ἕνας καί μοῦ λέει: „Νά μπῶ καί ἐγώ;“ Στριμώχθηκα καί μέ δυσκολία χωρέσαμε. Ἔρχεται καί ἄλλος. Τόν ἄφησα καί αὐτόν καί ἐγώ βγῆκα ἔξω. Σέ μιά στιγμή μέ παίρνει ἕνα βλῆμα ξυστά στό κεφάλι. Δέν εἶχα κράνος, φοροῦσα μόνο κουκούλα. Πιάνω μέ τό χέρι μου τό κεφάλι, δέν βλέπω αἵματα. Τό ξαναπιάνω, τίποτα. Τό βλῆμα εἶχε περάσει ξυστά ἀπό τό κεφάλι μου καί εἶχε ξυρίσει μόνο τά μαλλιά καί ἔκανε μιά γραμμή ἕξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά καί οὔτε γρατζουνιά δέν ἄφησε. Τό εἶχα κάνει μέ τήν καρδιά μου. „Καλύτερα“, εἶπα, „νά σκοτωθῶ μιά φορά ἐγώ, παρά νά σκοτωθῆ ὁ ἄλλος, καί μετά νά μέ σκοτώνη ἡ συνείδησή μου σέ ὅλη μου τήν ζωή. Πῶς νά ἀντέξω μετά, ὅταν θά σκέφτομαι ὅτι μποροῦσα νά τόν σώσω καί δέν τόν ἔσωσα;“ Καί ὁ Θεός φυσικά βοηθᾶ πολύ αὐτόν πού θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους».

Εὐεργετεῖ καί συκοφαντεῖται

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἔκανα ἔρανο μεταξύ τῶν στρατιωτῶν καί ἀγόρασα καντήλια καί μανουάλια γιά κάποιο ἐξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἐκεῖ κοντά εἶχε καταυλισμό ἡ διλοχία μας.

Ἦρθαν χειμῶνα καιρό οἱ μεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναῖκες καί παιδιά) μέ τά ζῶα καί μᾶς ἔφεραν προμήθειες. Ἐπειδή χάλασε ὁ καιρός καί ἄρχισε νά χιονίζη, κάθησαν νά διανυκτερεύσουν σέ πρόχειρες ἐλάτινες σκηνές.

Κάποιος Ἀνθυπολοχαγός κτηνώδης ἐνωχλοῦσε μιά νέα. Ἐκείνη ἡ καημένη προτίμησε νά πεθάνη παρά νά ἁμαρτήση. Ἔφυγε καί τήν ἀκολούθησε καί μιά ἡλικιωμένη. Βάδιζαν μέσα στά χιόνια καί βρέθηκαν στό ἐξωκκλήσι, ἀλλά ἡ πόρτα ἦταν κλειστή. Ἔμειναν ἔξω, κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο τρέμοντας ἀπό τό κρύο.

Τήν ἴδια νύχτα μοῦ ἦρθε ξαφνικά ἕνας ἐπίμονος λογισμός νά πάω στό ἐξωκκλήσι νά ἀνάψω τά καντήλια. Τό χιόνι εἶχε φθάσει τά ὀγδόντα ἑκατοστά περίπου. Πῆγα καί χωρίς νά γνωρίζω τί προηγήθηκε, βρῆκα ἔξω ἀπό τό ἐξωκκλήσι τίς δύο γυναῖκες μελανιασμένες ἀπό τό κρύο. Τίς ἔδωσα ἀπό ἕνα γάντι, ἄνοιξα τήν πόρτα, μπῆκαν μέσα καί ἀφοῦ συνῆλθαν κάπως, διηγήθηκαν τά σχετικά. „Ἐγώ“, εἶπε ἡ νέα, „ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα. Ἀπό ’κεῖ καί πέρα, ἄς κάνη καί ὁ Θεός τά ὑπόλοιπα“».

«Τίς συμπόνεσα τίς καημένες καί αὐθόρμητα τίς εἶπα: „Τελείωσαν τά βάσανά σας. Αὔριο θά πάτε στά σπίτια σας“, ὁπως καί συνέβη».

Ὁ Ἀνθυπολοχαγός, ὅταν ἐμαθε ὅτι ὁ Ἀρσένιος τίς βοήθησε καί σώθηκαν, ἴσως γιά νά καλύψη τήν ἐνοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ὅτι ὁ Ἐζνεπίδης ἔβαλε στήν Ἐκκλησία τούς μεταγωγικούς μέ τά μουλάρια. Τόν κάλεσε ὁ Διοικητής σέ ἀπολογία. «Τόσο ἀσυνείδητος εἶμαι, κ. Διοικητά, νά βάλω τούς μεταγωγικούς μέ τά μουλάρια μέσα στήν Ἐκκλησία;», εἶπε. Ὅμως δέν φανέρωσε τήν ὑπόθεση τοῦ ἔνοχου Ἀνθυπολοχαγοῦ· ἀπολογήθηκε μόνον ἐπειδή τόν κατηγόρησαν γιά καταφρόνηση τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Σώζει τήν Μονάδα τους

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Κάποτε ἡ διλοχία μας βρέθηκε περικυκλωμένη ἀπό χίλιους ἑξακόσιους ἀντάρτες σέ ἕνα φυσικό ὀχύρωμα ἀπό βράχο. Ὅλοι οἱ στρατιῶτες κουβαλοῶσαν πυρομαχικά καί ὁ Διοικητής κάλεσε καί μένα νά ἀφήσω τόν ἀσύρματο, νά κουβαλάω καί ἐγώ. Μάλιστα μέ ἀπείλησε καί μέ τό πιστόλι. Νόμιζε ὅτι ἀπέφευγα νά κουβαλάω, γιατί ἤθελα δῆθεν νά κρύβωμαι.

Κουβαλοῦσα, ἀλλά πήγαινα καί στόν ἀσύρματο καί προσπαθοῦσα νά πιάσω ἐπαφή μέ τό Ἀρχηγεῖο. Ὁπότε ἀπό τά πολλά ἔπιασα ἐπαφή καί ἔδωσα νά καταλάβουν ὅτι βρισκόμαστε σέ δύσκολη θέση. Τήν ἄλλη μέρα, ἐνῶ οἱ ἀντάρτες εἶχαν πλησιάσει πολύ κοντά, ὥστε νά ἀκούγωνται οἱ βρισιές τους, ἦρθε ἡ ἀεροπορία καί τούς διεσκόρπισε».

Τό Γεγονός αὐτό ἀνέφερε ἀργότερα ὁ Γέροντας σάν παράδειγμα σέ ὅσους ρωτοῦσαν: «Τί προσφέρουν οἱ μοναχοί στήν ἔρημο καί δέν βγαίνουν στόν κόσμο νά βοηθήσουν;». «Οἱ μοναχοί», ἀπαντοῦσε, «εἶναι οἱ ἀσυρματιστές τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν πιάσουν ἐπαφή μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς, τότε ἔρχεται καί βοηθᾶ ὁ Θεός καλύτερα. Ἕνα ἀκόμη λιανοντούφεκο δέν ἔκανε τίποτε, ἐνῶ, ὅταν ἦρθε ἡ ἀεροπορία, ἔκρινε τήν μάχη».

Αὐτοθυσία

Ὁ νῦν μοναχός Ἀρσένιος ἀπό τήν Κέρκυρα καί τότε κ. Παντελής Τζέκος, συστρατιώτης τοῦ Γέροντα, διηγεῖται:

«Στή Ναύπακτο, ἐνῶ ἔπαιρνα ἕνα σῆμα ἀπό τήν Πάτρα, μέ πλησιάζει ὁ Ἀρσένιος καί μοῦ λέει:

– Ξέρεις; Είμαστε ἀδέλφια.

– Ἀπό ποῦ εἴμαστε ἀδέλφια;

Μοῦ προτείνει τά δυό χοντρά δάχτυλα9 καί μοῦ λέει:

– Ἐχομε τά ἴδια δάχτυλα, ὅμοια τά δικά σου καί τά δικά μου, γι’ αὐτό εἴμαστε ἀδέλφια».

Ἑνώθηκαν μέ ἀδελφική φιλία καί κάποτε ὁ Ἀρσένιος μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του τόν ἔσωσε. Ἡ διήγηση εἶναι αὐτούσια τοῦ κ. Παντελῆ, μόνο πού διακόπτεται ἀπό λυγμούς καί ἄφθονα δάκρυα συγκινήσεως καί εὐγνωμοσύνης γιά τόν φίλο καί σωτῆρα του:

«Κοντά στή Ναύπακτο κάναμε μιά μάχη. Ἐκεῖ πού ὑποχωρούσαμε, διότι εἶχαν περισσότερες δυνάμεις οἱ ἀντάρτες, σέ κάποια στιγμή ἔπεσα καί χτύπησα, γιατί εἶχα ἕναν βαρύ ἀσύρματο στήν πλάτη. Ὅταν ἔφθασαν οἱ στρατιῶτες στήν γραμμή πού εἶχαν ὁριοθετήσει οἱ ἀξιωματικοί μας, εἴδε ὁ Ἀρσένιος ὅτι ἔλειπα. Βγάζει τόν ἀσύρματό του καί τρέχει. Τοῦ φώναζαν οἱ ἀξιωματικοί καί οἱ στρατιῶτες: „Ἄσ’ τον αὐτόν. Πάει αὐτός, χάθηκε!“. Ἦρθε κοντά μου ὅπως μοῦ εἶπαν μετά οἱ ἄλλοι, μέ σήκωσε, μέ ἔβαλε στήν πλάτη του καί μέ πῆρε στίς γραμμές πίσω. Ὅταν συνῆλθα, ἄκουσα νά τοῦ λέγη ὁ λοχαγός Βουδούρης: „Ἐσύ κάποιον Ἅγιο ἔχεις καί σέ βοήθησε καί βοήθησες καί τοῦτον ἐδῶ“. Ρώτησα: „Τί ἔγινε παιδιά“; Καί μοῦ ἐξήγησαν. Ἐκεῖ πού ἔπεσα ἦταν ἑκατό μέτρα ἀπό τήν γραμμή τῶν ἀνταρτῶν καί διακόσια ἀπό τήν γραμμή τήν δική μας».

Προσεύχεται ἐν μέσω σφαιρῶν

«Μιά μέρα», συνεχίζει ὁ κ. Παντελής, «ἤμασταν πάνω σέ ἕνα ὕψωμα πού λεγόταν „Φονιάς“. Μᾶς εἶχαν ἀποκλείσει οἱ ἀντάρτες καί δέν μπορούσαμε νά φύγουμε ἀπό πουθενά, γιατί δέν ὑπῆρχε διέξοδος. Ὁ Ἀρσένιος ἦταν ὄρθιος. Οἱ σφαῖρες ἔπεφταν καί σφύριζαν. Ἐγώ τόν ἔπιανα ἀπό τό χιτώνιο καί τόν τραβοῦσα νά πέση κάτω. Αὐτός τίποτε. Κοίταζε ψηλά καί εἶχε τά χέρια του ἔτσι, σταυρωμένα. Ἔ, φαίνεται μᾶς λυπήθηκε ὁ Μεγαλοδύναμος, καί κάποια στιγμή ἦρθαν τά ἀεροπλάνα καί ἄνοιξαν δρόμο. Ὅταν φεύγαμε, τοῦ λέω:

– Καλά, Χριστιανέ μου, γιατί δέν ἔπεφτες κάτω;

– Προσευχόμουν.

– Προσευχόσουν; ρώτησα μέ μεγάλη ἀπορία».

Τί δύναμη εἶχε ἡ προσευχή του καί πόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη του, ὥστε νά ἀψηφᾶ τίς σφαῖρες! Τό πιθανώτερο ἦταν νά παρακαλοῦσε τόν Θεό νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι καί ἄς σκοτωθῆ ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτό στεκόταν ὄρθιος καί ἀκάλυπτος. Καί ὁ δίκαιος Θεός, βλέποντας τήν αὐτοθυσία του, τόν ἔσωσε μαζί μέ τούς ἄλλους.

Ἀνυπακοή σέ βλάσφημο

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας ἕνα περιστατικό πού συνέβη λίγο καιρό πρίν ἀπολυθη: «Γυρίζαμε ἀπό τήν Φλώρινα, ἀφού εἶχε τελειώσει ὁ πόλεμος. Στό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἄκουσα τόν Λοχαγό νά βρίζη τά θεῖα. Τόν πλησίασα καί τοῦ εἶπα: „Ἀπό αὐτή τήν στιγμή ἀρνοῦμαι νά ἐκτελέσω ὁποιαδήποτε διαταγή σας, διότι βρίζοντας τά θεῖα προσβάλατε καί τήν πίστη μου καί τόν ὅρκο μου (Πατρίδα-θρησκεία-οἰκογένεια)“. Ἁκούγοντας αὐτά προσβλήθηκε καί μέ ἀπεκάλεσε αὐθάδη. Ὅταν ἀργότερα μοῦ εἶπε: „Σέ διατάσσω“, ἀπάντησα: „Σᾶς τό δήλωσα πρίν ἀπό λίγο ὅτι στό ἑξῆς δέν θά ἐκτελῶ διαταγές σας“. Ὁ Ἀξιωματικός τότε μοῦ εἶπε: „Ἄς θεωρήσουμε τό θέμα λῆξαν“».

Ὅταν φθάσαμε στό στρατόπεδο, πῆγα χωρίς καθυστέρηση καί ἀνέφερα ὅσα συνέβησαν στόν διοικητή. Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ὅτι ἡ ἄρνηση νά ἐκτελῶ διαταγή ἀνωτέρου συνεπάγεται στρατοδικεῖο. Ξαναδήλωσα ὅτι δέν πρόκειται νά ἐκτελέσω διαταγές τοῦ Λοχαγοῦ, διότι εἶναι ἐπίορκος, ἐπειδή βρίζει τόν Θεό, στόν ὁποῖο καί οἱ δυό ὡρκιστήκαμε. Καί εἶπα μέ ἀγανάκτηση: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»10.

* *

Ὁ Ἀρσένιος, ἀφοῦ γιά μιά πενταετία περίπου ὑπηρέτησε τήν Πατρίδα, τόν Μάρτιο τοῦ 1950 πῆρε τό ἀπολυτήριο τοῦ Στρατοῦ ἀπό τήν Μακρακώμη Λαμίας.

Ὅταν ἀποχαιρετοῦσε τόν φίλο του κ. Παντελῆ, ἐκεῖνος τόν προσκάλεσε νά ἐγκατασταθοῦν στήν Κέρκυρα μαζί, νά φτιάξουν ἀπό ἕνα σπίτι καί νά κάνουν οἰκογένεια. Ὁ Ἀρσένιος ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι θά γίνει καλόγηρος.

Τελείωσε τήν στρατιωτική του θητεία, καί τώρα ἐπιθυμοῦσε μιά ἄλλη στρατεία, τήν κατάταξή του στό μοναχικό τάγμα, γιά νά ὑπηρετῆ τόν ἐπουράνιο Βασιλέα.

Δ´. Ἁγιον Ορος / Στις Μονες Εσφιγμενου Καί Φιλοθεου

Ἀγῶνες ἀρχαρίου

Ὁ Ἀρσένιος προσῆλθε στήν ἱερά Μονή Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὁρους πού τότε δέν εἶχε γίνει ζηλωτική γιά νά μονάση. Ἔχοντας πρότυπα τούς ὁσίους Πατέρες, προσπαθοῦσε νά τούς μιμηθῆ. Ἔβαλε ὡς θεμέλιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὑπακοή καί ἐπιδόθηκε σέ ἀγῶνες ὑπέρ τήν ἀντοχή του.

Τίς ἡμέρες κοπίαζε σωματικά καί τίς νύχτες παρέμενε ἄϋπνος, προσευχόμενος καί δοξολογώντας τόν Θεό. Αἰσθανόταν μεγάλη κούραση, ἀλλά ἦταν ἀνυποχώρητος στήν ἄσκηση. Συνεχῶς πρόσθετε νέους ἀγῶνες, πάντα μέ εὐλογία καί παρακολούθηση ἀπό τόν Ἡγούμενο. Ὅλα τά ἔκανε μέ χαρούμενη διάθεση.

Ἔλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στόν τόρνο ὅλη τήν ἡμέρα. Τό βράδυ πήγαινα στό Ἀρχονταρίκι καί βοηθοῦσα μέχρι τίς 10 ἤ 11 ἡ ὥρα. Δέν μοῦ ἔμενε χρόνος οὔτε γιά πνευματικά. Γι’ αὐτό στήν συνέχεια, ὅταν πήγαινα στό Κελλί μου, δέν κοιμόμουν, μόνο ἔβαζα ἕνα τέταρτο τά πόδια ψηλά γιά νά ξεκουραστοῦν λίγο καί νά κατέβη τό αἷμα (πού μαζευόταν ἀπό τήν πολύωρη ὀρθοστασία). Μετά στεκόμουν ὄρθιος σέ μιά λεκάνη μέ νερό, γιά νά μή μέ παίρνη ὁ ὕπνος, καί ἔκανα τά κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ὥρα, καί μετά πήγαινα στήν ἀκολουθία γιά νά διαβάσω τό Μεσονυκτικό. Καί ἐπειδή εἶχα τόν λογισμό, μήπως δέν θά κατάφερνα ἀργότερα νά κάνω τά καθήκοντα τοῦ μεγαλοσχήμου, ζήτησα εὐλογία ἀπό τόν Ἡγούμενο καί μοῦ ἔδωσε, νά κάνω τόν κανόνα τοῦ μεγαλοσχήμου ἀπό δόκιμος. Ὄχι ἀπό ἐγωισμό, ἀλλά μήπως δέν μπορέσω νά ἀνταποκριθῶ στίς ὑποχρεώσεις τοῦ Σχήματος. Δέν τἄκανα μέ ὑπερηφάνεια. „Ἄν δέν μπορῶ“, ἔλεγα, „ά μήν κοροϊδεύω τόν έαυτό μου“».

Στήν Ἐκκλησία δέν καθόταν καθόλου. Στεκόταν ὄρθιος στό στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά νά τόν κλέψη ὁ ὕπνος καί ἀμέσως τιναζόταν.

Τόν χειμῶνα δέν ἄναβε φωτιά. Εἶχε τόση ὑγρασία στό Κελλί, πού ἡ μούχλα γινόταν σάν βαμβάκια στούς τοίχους. Ὅταν τό κρύο ἦταν ἀνυπόφορο, εἶχε ἕνα δέρμα ζώου, ἀπό αὐτά πού ἔκανε τά σαμάρια, καί τύλιγε τά πόδια του. Δούλευε ἔξω στό κρύο μόνο μέ τό ζωστικό, καί ἔβαζε ἀπό μέσα ἕνα χαρτί γιά νά τόν προστατεύη λίγο.

Πρίν ἀπό τήν Μεγάλη Σαρακοστή εἶχαν τυπικό στό Μοναστήρι νά δίνουν σέ ὅλους τούς πατέρες ἀπό ἕνα κουτί γάλα. Καί ἐκεῖνο ὁ Ἀρσένιος δέν τό ἔπινε, ἀλλά τό ἔδινε στόν γερο-νικήτα πού ἦταν προφυματικός. Στή νηστεία τά φασόλια δέν τά μασοῦσε καλά, γιά νά ἀργοῦν νά χωνέψουν καί ἔτσι νά τόν κρατοῦν κάπως. Κοιμόταν γιά ἄσκηση κάτω στίς πλάκες καί ἄλλες φορές στά τοῦβλα, πού «ἦταν πιό φιλάνθρωπα».

Ἄρχισε σιγά-σιγά νά γίνεται ἀντιληπτή στούς πατέρες ἡ ἄσκηση καί ἡ εὐλάβειά του. Οἱ ἱερεῖς τόν προτιμοῦσαν νά τούς ψάλλη στά παρεκκλήσια.

Δαιμονικές ἐμφανίσεις

Ὁ διάβολος δέν ἀρκείτο μόνο στόν πόλεμο τῶν λογισμῶν, ἀφοῦ μάλιστα δέν μποροῦσε μέ αὐτούς νά ἀνακόψη τήν ἀγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν καί αἰσθητῶς. Τόν ἔβλεπε ὀφθαλμοφανῶς καί συνωμιλούσαν. Προσπαθοῦσε ὁ πειρασμός μέ κάθε τρόπο νά τόν ἐκφοβίση καί νά τόν ἐμποδίση ἀπό τούς ἀγῶνες του. Φαίνεται ὅτι ἀπό τήν πεῖρα του καταλάβαινε τί θά γινόταν αὐτός ὁ ἀρχάριος.

Ὁ δόκιμος Ἀρσένιος δέν ταρασσόταν οὔτε φοβόταν ἀπό τήν παρουσία τοῦ διαβόλου. Ἔλεγε: «Νἄρχεσαι, διότι μοῦ κάνεις καλό. Μέ βοηθᾶς νά θυμᾶμαι τόν Θεό, ὅταν τόν ξεχνῶ, καί νά προσεύχωμαι».

Ἀργότερα σχολίαζε ὁ Γέροντας: «Ποῦ νά μείνη ὁ πειρασμός! Ἐξαφανιζόταν ἀμέσως. Δέν εἶναι χαζός νά προξενῆ στεφάνια στόν μοναχό».

– Γέροντα, πειρασμό ἐννοεῖτε τούς λογισμούς; τόν ρώτησε μέ ἀφέλεια κάποιος μοναχός.

– Βρέ, πειρασμός! (διάβολος)· καταλαβαίνεις; Τί λογισμοί;

Ὁ δόκιμος Ἀρσένιος μέ τήν εὐστροφία του «ἐνίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι’ ἀνθρωπίνης ἐπινοίας»11.

Ρασοευχή

Στίς 27 Μαρτίου 1954 μετά ἀπό τήν κανονισμένη δοκιμασία ἐκάρη μοναχός. Ἔλαβε ρασοευχή καί τό ὄνομα Ἀβέρκιος. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νά λάβη τό Μεγάλο Σχῆμα, ἀλλά δέν δέχθηκε. Ἀνέφερε: «Ἄν καί μποροῦσα νά γίνω ἀμέσως μεγαλόσχημος, διότι μοῦ εἶπαν: „Ἐσύ Στρατό τελείωσες, δέν σέ ἐμποδίζει τίποτε“, εἶπα: „Ἀρκεῖ ἡ ρασοευχή“. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο, ἀλλά καί δέν ἤθελε νά δεσμευθῆ μέ τίς ὑποσχέσεις τοῦ Μεγάλου Σχήματος, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης του γιά τήν ἡσυχαστική ζωή πού ἐπιθυμοῦσε».

Ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος

Ὁ Γέροντας μετά τήν κουρά του

Τήν τραχύτητα τῆς ἀσκήσεως ἦρθε νά γλυκάνη ἕνα πρωτόγνωρο γεγονός, ἡ ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος. «Ὅταν εἶχαν σωθῆ τελείως οἱ μπαταρίες (ἐξαντλήθηκαν οἱ δυνάμεις)», διηγήθηκε, «ἔζησα ἕνα γεγονός: Μιά νύχτα, ἐνῶ προσευχόμουν ὄρθιος, ἔνιωσα κάτι νά κατεβαίνη ἀπό πάνω καί νά μέ περιλούζη ὁλόκληρο. Αἰσθανόμουν μιά ἀγαλλίαση καί τά μάτια μου ἔγιναν δύο βρύσες πού ἔτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Ἔβλεπα καί ζοῆσα αἰσθητά τήν χάρι12. Μέχρι τότε, συγκινήσεις καί τέτοια εἶχα αἰσθανθῆ πολλές φορές, ἀλλά τέτοιο πρᾶγμα πρώτη φορά μοῦ συνέβη. Ἦταν τόσο δυνατό πνευματικά αὐτό τό γεγονός, ὥστε μέ στήριξε καί κράτησε γιά δέκα περίπου χρόνια μέχρι πού ἀργότερα στό Σινᾶ, ἔζησα μεγαλύτερες καταστάσεις μέ ἄλλον τρόπο».

Μικρόσχημος

Ὁ π. Ἀβέρκιος ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός καί τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Παΐσιος στίς 3 Μαρτίου 1957.

Μετά τήν κουρά ἔβγαλε μιά φωτογραφία καί τήν ἔστειλε στήν μητέρα του, καί ἀπό πίσω ἔγραψε τό ἀκόλουθο ποίημα: (Βλ. σελ. 28)

Εὐλογίες ἀπό τήν Παναγία

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἢμουν ἂγρυπνος καί νηστικός καί περίμενα τό „μοτόρι“, στον ἀρσανά τῆς Ἰβήρων. Ἀπό τήν ἐξάντληση δέν αἰσθανόμουν καλά. Φοβήθηκα νά μήν λιποθυμήσω ἐκεῖ καί μέ δοῦν οἱ ἐργάτες. Γι’ αὐτό ἔκανα κουράγιο καί πῆγα πίσω ἀπό μιά ντάνα ξύλα».

Σκέφθηκα πρός στιγμήν νά παρακαλέσω τήν Παναγία καί ἀμέσως εἶπα στόν ἑαυτό μου: «Ἄθλιε, τήν Παναγία γιά τό ψωμάκι τήν ἔχουμε;».

«Καί μόλις εἶπα αὐτό, νά ἡ Παναγία καί μοῦ ἔδωσε ζεστό ψωμί καί σταφύλι! Ἔ, ἀπό κεῖ καί πέρα μετά...».

Κάποιος, τόν ὁποῖον ὁ Γέροντας θεράπευσε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια, ἀκούγοντας τήν διήγηση, ρώτησε ἔκπληκτος:

– Καλά, Γέροντα, μετά πού ἔφαγες τίς ρόγες τοῦ σταφυλιοῦ, τό κοτσάνι σοῦ ἔμεινε στό χέρι;

– Καί τό κοτσάνι καί ψίχουλα, ἀπάντησε μέ ἔμφαση.

Ε´. Στη Μονη Στομιου Κονιτσης

Ἀνακαίνιση τοῦ Μοναστηριοῦ

«Παρά Κυρίου τά διαβήματα ἀνθρώπου κατευθύνεται»13. Μέ ἀποκάλυψη κατευθύνει ὁ Κύριος καί τώρα τά βήματα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ Παϊσίου στήν Μονή Στομίου, τῆς Ἐπαρχίας Κονίτσης. Διψοῦσε γιά ἐρημική ζωή καί προετοιμαζόταν γιά τήν ἔρημο, ἀλλά μέ ἐντολή τῆς Παναγίας βρέθηκε σέ Μοναστήρι τοῦ κόσμου.

Ἄρχισε τήν ἀνακαίνιση τοῦ καμένου Μοναστηριοῦ, χωρίς νά ἔχη τά ἀπαραίτητα χρήματα καί ὑλικά.

Ἀγόρασε ξυλεία καί μόνος ἔκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια καί ὅ,τι ἄλλο χρειαζόταν.

Ἐπίσης ἄλλαξε τήν σκεπή τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε Κελλιά γιά μοναχούς, Ἀρχονταρίκι, στέρνα καί ἄλλα ἔργα.

Αύτός ἀνέστησε τό κατεστραμμένο Μοναστήρι μέ πολλούς κόπους. Ἦταν ἄρρωστος ἀλλά καί νηστευτής. Τή νηστεία δέν τήν χαλοῦσε ποτέ.

Πηδᾶ στόν γκρεμό

Κάποτε μετέφερε τά ἅγια Λείψανα καί εἶχε τήν λειψανοθήκη δεμένη μέ λουριά ἀπό τούς ὤμους του. Σέ ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου, πού λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κόπηκε τό λουρί καί ἔπεσε ἡ λειψανοθήκη στόν γκρεμό. Ὁ Γέροντας ἀπό τόν πόθο καί τήν εὐλάβεια πρός τά ἅγια Λείψανα, χωρίς νά ὑπολογίση τόν ἑαυτό του καί χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό, πήδησε ἀμέσως στόν γκρεμό γιά νά τά προλάβη. Κατρακυλοῦσε ἡ λειψανοθήκη καί χτυποῦσε στά βράχια. Τελικά ὁ ἴδιος διαφυλάχθηκε, χάριτι Θεοῦ, σῶος· δέν ἔπαθε τίποτε, οὔτε γρατσουνιά! Ἡ λειψανοθήκη μέ τά ἅγια Λείψανα ἔμειναν ἐπίσης ἄθικτα, ἐνῶ ὁ μεταλλικός κορβανᾶς πού ἦταν προσαρμοσμένος στήν λειψανοθήκη εἶχε κατατσαλακωθῆ ἀπό τά χτυπήματα. Ἦταν τόσο βαθύς καί ἀπότομος ὁ γκρεμός πού ἦταν ἀδύνατο νά ξανανεβῆ ὁ Γέροντας. Γιά νά βγῆ στό μονπάτι, βάδιζε πολλή ὥρα μέσα στό ποτάμι.

Κόποι, ἀσκήσεις καί ἡσυχία

Νήστευε αὐστηρά καί δουλαγωγοῦσε μέ κάθε τρόπο τό εὐθραυστο σῶμα του, παρ’ ὅτι ἔκανε θεραπεία μέ ἐνέσεις. Κάποιες φορές μέ ἕνα ποτήρι νερό περνοῦσε ὅλο τό ἡμερονύκτιο. Ἄν καί καλλιεργοῦσε στόν κῆπο τοῦ Μοναστηριοῦ κηπευτικά πολλῶν εἰδῶν, ἡ συνηθισμένη τροφή του ἦταν τσάϊ μέ παξιμάδι ἤ καρύδια κοπανισμένα.

Ἀναφέρει ἡ κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη: «Στόν κῆπο πήγαινε ξυπόλυτος καί τό βράδυ καθάριζε τά ἀγκάθια ἀπό τά πόδια του. Ἕνα παξιμάδι ἔτρωγε τό πρωΐ καί ἕνα τό βράδυ. Ἄλλοτε ἔπινε σκέτο τσάϊ. Δούλευε παρά πολύ. Δέν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Προσπαθοῦσε νά μήν χαλάση τό χατήρι κανενός καί ἡθελε ὅλους νά τούς ἀναπαύη. Ποτέ δέν ἔλεγε ὄχι. Τά χέρια του εἶχαν κάνει ρόζους ἀπό τις πολλές μετάνοιες. Τά πόδια του ἦταν μόνο κόκκαλα. Εἶχε πολλά προβλήματα μέ τήν ὑγεία του».

Ὁ Γέροντας ὡς νέος μοναχός

Τήν ἡμέρα ἐργαζόταν σκληρά καί τή νύχτα ἀγρυπνοῦσε. Μόνος του διάβαζε ὅλες τις ἀκολουθίες, ὅπως εἶχε μάθει στό Ἅγίον Ὄρος.

Παρ’ ὅλο πού τό Μοναστήρι ἦταν σέ ἔρημο καί ἥσυχο μέρος, ὁ Γέροντας ἀποσυρόταν ἐνίοτε σέ μιά σπηλιά. Πήγαινε τις νύχτες καί ἔκανε ἀγρυπνίες μέ τό κομποσχοίνι καί ἀναρίθμητες μετάνοιες. Ἦταν ὅμως ἀνήλια καί ἔσταζε νερό.

Προστάτης πτωχῶν καί ὀρφανῶν

Ἐκτός ἀπό τά κτισίματα μεριμνοῦσε συγχρόνως καί γιά ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Καί αὐτοί ἦταν πολλοί. Στά χωριά τῆς Κόνιτσας ὑπῆρχε τότε μεγάλη φτώχεια, ἐγκατάλειψη, δυστυχία. Ὁ Γέροντας συγκέντρωνε ροῦχα, χρήματα, τρόφιμα καί φάρμακα, τά ἔκανε δέματα καί τά ἐστελνε σέ ἀνθρώπους πού στεροῦνταν. Στό ἔργο τῆς φιλανθρωπίας εἶχε ὡς βοηθούς εὐλαβεῖς γυναίκες. Ὅσες εἶχαν τήν διάθεση τίς ἔστελνε νά ὑπηρετοῦν ἄτομα ἀνήμπορα, κυρίως γεροντάκια, πού δέν εἶχαν κανένα συγγενῆ κοντά τους.

Εἶχε πάρει ἄδεια ἀπό τήν ἀστυνομία καί σέ κάθε γειτονιά τῆς Κόνιτσας εἶχε ἀφήσει ἀπό ἕνα κουμπαρά καί ὥρισε καί ἕναν ὑπεύθυνο. Ὑπῆρχε καί ἕνας ἐπί πλέον κουμπαράς ἔξω ἀπό τό Ἀστυνομικό Τμῆμα. Ἔκανε ἐπιτροπή, ἡ ὁποία διαχειριζόταν τά χρήματα, καί πρόσφεραν ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες.

Ἐνδιαφέρθηκε γιά φτωχά καί ὀρφανά παιδιά νά συνεχίσουν τίς σπουδές τους. Τά παρέπεμπε στά κατάλληλα πρόσωπα ἀλλά τά βοηθοῦσε καί ὁ ἴδιος οἰκονομικά, ὅσο μποροῦσε. Πολλοί ἀπό αὐτούς εἶναι σήμερα ἐπιστήμονες καί εὐγνωμονοῦν τόν Γέροντα.

Ἐδινε τά κτήματα τῆς Μονῆς σέ φτωχές οἰκογένειες νά τά καλλιεργοῦν. Ἐνοίκιο δέν ζητοῦσε. Τούς ἔλεγε, ἄν ἐχουν καλή σοδειά, νά προσφέρουν στό Μοναστήρι ὅ,τι ἤθελαν. Ἄν ἡ χρονιά δέν πήγαινε καλά, δέν ζητοῦσε τίποτε.

Ὅσες φορές ἡ ἀδελφή του Χριστίνα πήγαινε ροῦχα ἤ τρόφιμα, δέν τά δεχόταν. Τῆς ἔλεγε νά τά πάη σέ οἰκογένειες, πού γνώριζε ὅτι στεροῆνταν.

Οἰκειότητα μέ τά ἄγρια ζῶα

Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντα πρός τόν Θεό καί τήν εἰκόνα του, τόν ἄνθρωπο, πλημμύριζε τήν καρδιά του καί τό ξεχείλισμά τῆς ἀγκάλιαζε καί τήν ἄλογη κτίση. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε τά ἄγρια ζῶα, καί αὐτά ἔνιωθαν τήν ἀγάπη του καί τόν πλησίαζαν.

Ἕνα ἐλαφάκι ἐρχόταν καί ἔτρωγε ἀπό τά χέρια του. Τοῦ ἔκανε ἕνα σταυρό στό μέτωπο μέ μπογιά. Εἰδοποίησε τούς κυνηγούς νά μήν κυνηγοῦν κοντά στό Μοναστήρι καί νά προσέξουν αὐτό τό ἐλαφάκι μέ τόν σταυρό, ὅπου καί ἄν τό βροῦν, νά μήν τό χτυπήσουν. Ἀλλά δυστυχῶς, ἕνας κυνηγός περιφρονώντας τήν ἐντολή του, κάποια ἡμέρα εἶδε τό ἐλαφάκι καί τό σκότωσε. Ὁ Γέροντας στενοχωρήθηκε πολύ καί εἶπε μιά προφητεία πού ἐπαληθεύτηκε στό ἀκέραιο. Δέν ἀναφέρεται γιατί τό πρόσωπο αὐτό ζεῖ μέχρι σήμερα.

Στό δάσος γύρω ἀπό τό Μοναστήρι ζοῦν ἀρκοῦδες. Μιά συνάντησε ὁ Γέροντας σέ στενό μονοπάτι, ἐνῶ ἀνέβαινε στό Μοναστήρι μέ ἕνα γαϊδουράκι φορτωμένο. Ἡ ἀρκούδα μαζεύτηκε στήν ἄκρη, γιά νά περάση ὁ Γέροντας. Αὐτός πάλι τῆς ἔκανε νόημα μέ τό χέρι νά περάση πρώτη. «Καί αὐτή», διηγεῖτο χαριτολογώντας, «ἅπλωσε τό πόδι τῆς καί μοὔπιασε τό χέρι, γιά νά περάσω ἐγώ». Τῆς εἶπε: «Αὔριο νά μήν ἐμφανισθῆς ἐδῶ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Ἀλλοιῶς θά σέ πιάσω ἀπό τό αὐτί καί θά σέ δέσω μέσα στό παχνί».

Ἔλεγε ὅτι ἡ ἀρκούδα ἔχει ἕναν ἐγωισμό. Ὅταν βρεθῆ σέ κίνδυνο, δείχνει ὅτι δέν φοβᾶται, ἀλλά μετά φεύγει τρέχοντας.

Ὁ γέροντας στήν Ἱερά Μονή Στομίου

Μιά ἀρκούδα ἐρχόταν συχνά, εἶχε ἐξοικειωθῆ μαζί του καί ὁ Γέροντας τήν τάιζε. Τις ἡμερες πού ἐρχόταν κόσμος στό Μοναστήρι ὁ Γέροντας τήν προειδοποιοῦσε νά μήν ἐμφανίζεται καί προκαλῆ ἔτσι φόβο στούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρκούδα μερικές φορές παρέβαινε τήν ἐντολή τοῦ Γέροντα, ἐμφανιζόταν ἀπροσδόκητα καί ὅσοι τήν ἔβλεπαν τρόμαζαν. Πολλοί τήν εἶχαν δεῖ· μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Καίτη Πατέρα, ὅπως διηγήθηκε: «Ἀνέβαινα μιά νύχτα στό Μοναστήρι μέ φακό γιά νά προλάβω τήν θεία λειτουργία. Ἄκουσα ἕναν θόρυβο, ἔρριξα τό φῶς καί εἶδα ἕνα ζῶο κάτι σάν σκυλί μεγάλο. Μέ ἀκολούθησε καί, ὅταν ἔφθασα, ρώτησα τόν π. Παΐσιο, ἄν τό σκυλί εἶναι τοῦ Μοναστηριοῦ». Ἀπάντησε: «Σκυλί εἶναι αὐτό; Γιά κοίταξε καλά. Ἀρκούδα εἶναι».

Ὅταν εἶδε ὅτι τελείωσε ἡ ἀποστολή του στήν ἔρημο τοῦ κόσμου, καί ἀφοῦ ξεπλήρωσε τό τάμα πρός τήν Παναγία, ἄφησε ὁριστικά τό Στόμιο στίς 30 Σεπτεμβρίου 1962 καί ἀναχώρησε γιά τό Θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ.

ΣΤ´. Ερημιτης. Στο Θεοβαδιστον Ορος Σινα

Μακαρία ἐρημική ζωή

Ὁ·Γέροντας ζήτησε εὐλογία νά μείνη μόνος στήν ἔρημο. Ἐγκαταστάθηκε στό ἀσκητήριο τῶν ἁγίων Γαλακτίωνος καί Ἐπιστήμης, πού ἀποτελεῖται ἀπό τό Ἐκκλησάκι καί ἕνα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλάκι. Βρίσκεται σέ ὡραία θέση σέ ὕψωμα, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπό τήν ἁγία Κορυφή, καί ἀπέχει λιγώτερο ἀπό μία ὥρα ἀπό τό Μοναστήρι.

Διακόσια μέτρα πιό πάνω βρίσκεται ἡ σπηλιά τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καί λίγο πιό πίσω εἶναι ἡ Σκήτη πού ἔμενε ἡ ἁγία Ἐπιστήμη μέ τίς ἄλλες ἀσκήτριες. Ἅγία μέρη, εὐλογημένα. Παρ’ ὅλη τήν αὐχμηρότητά τους, ἐμπνέουν αὐτά τά βράχια. Ἐκει ψηλά λοιπόν, σάν, ἔστησε ὁ Γέροντας τήν φωλιά του, ἔκανε μᾶλλον τήν πολεμίστρα του ὁ ἀετός τοῦ πνεύματος.

Πολύ κοντά, «ὡσεί λίθου βολήν», στό ἀσκητήριο εἶχε μιά μικρή πηγούλα. Μάζευε τό 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Πήγαινα μέ ἕνα τενεκάκι νά πάρω νερό, γιά νά κάνω τσάι ἡ νά βρέξω λίγο τό μέτωπο, λέγοντας τούς χαιρετισμούς μέ εὐγνωμοσύνη καί τά μάτια μου πλημμύριζαν ἀπό δάκρυα». «Θεέ μου,» ἔλεγα, «λίγο νερό νά πίνω· δέν θέλω τίποτε ἄλλο». Τόσο πολύτιμο ἦταν αὐτό τό λιγοστό νεράκι γι’ αὐτόν πού ἤθελε νά ζήση ἐκεῖ στήν ἔρημο. Ἀλλά καί αὐτό ὁ Γέροντας τό μοιραζόταν μέ τά ἄγρια ζῶα καί τά διψασμένα πουλιά τῆς ἐρήμου.

– Γέροντα, πῶς ζούσατε στό Σινᾶ; τόν ρώτησε κάποιος.

Ἀπάντησε: «Ἡ τροφή μου ἦταν τσάι μέ παξιμάδι πού τό ἔκανα μόνος μου. Ἔκανα πέτουρα (λεπτά φύλλα ζύμης) καί τά ξέραινα στόν ἥλιο. Γίνονταν τόσο σκληρά, πού ἔσπαζαν σάν τζάμι. Καμμιά φορά ἔβραζα καί ρύζι στουμπισμένο μέσα σέ ἕνα κονσερβοκούτι. Αὐτό ἦταν καί μπρίκι καί κατσαρόλα καί πιάτο καί ποτήρι. Αὐτό τό κονσερβοκούτι καί ἕνα κουτάλι λίγο πιό μικρό ἀπό τῆς σούπας ἦταν ὅλο τό νοικοκυριό μου.

Ἀκόμη, εἶχα μιά φανέλλα, πού τήν φοροῦσα τή νύχτα γιά νά ἀντιμετωπίζω τό κρύο. Ἔπινα καί ἕνα τσάι μαῦρο, γιά νά μέ βοηθᾶ στήν ἀγρυπνία, καί ἔβαζα καί μιά κουταλιά ζάχαρη παραπάνω, πού ἀντιστοιχοῦσε μέ ἄλλη μιά φανέλλα. (Δηλαδή οἱ θερμίδες πού τοῦ ἔδινε ἡ παραπανίσια ζάχαρη ἦταν σάν νά φοροῦσε ἀκόμη μιά φανέλλα). Εἶχα καί μιά ἀλλαξιά χοντρά ροῦχα, γιατί τή νύχτα ἔκανε πολύ κρύο. Δέν εἶχα οὔτε φανάρι, οὔτε φακό, παρά μόνο ἕναν ἀναπτήρα, γιά νά βλέπω λίγο στό σκοτάδι, ὅταν βάδιζα σέ κανένα πέτρινο μονοπάτι μέ σκαλοπάτια. Τόν χρειαζόμουν ἐπίσης γιά νά ἀνάβω καμμιά φορά φωτιά μέ φρύγανα, γιά νά κάνω κανένα ζεστό. Εἶχα καί λίγες τσακμακόπετρες καί ἕνα μπουκαλάκι πετρέλαιο πολύ μικρό γιά τόν ἀναπτήρα. Τίποτε ἄλλο.

Μιά φορά φύτεψα καί μιά ρίζα ντομάτα, ἀλλά μετά μέ πείραξε ὁ λογισμός μου καί τήν ξερρίζωσα, γιά νά μήν προκαλῶ τούς Βεδουΐνους. Μοῦ φαινόταν ἀταίριαστο, οἱ φτωχοί Βεδουΐνοι νά μήν ἔχουν ντομάτες, καί ἐγώ πού ἤμουν καλόγηρος νά ἔχω, ἔστω καί μιά ρίζα.

Τήν ἡμέρα ἔλεγα τήν εὐχή καί ἔκανα ἐργόχειρο. Εὐχή καί ἐργόχειρο. Αὐτό ἦταν τό τυπικό μου. Τή νύχτα ἔκανα μερικές ὧρες μετάνοιες, χωρίς νά τίς μετρῶ. Ἀκολουθία δέν διάβαζα, τήν ἔκανα μέ κομποσχοίνι.

Γιά νά μή μέ ἐνοχλοῦν οἱ περίεργοι, ἔκανα μέ πράσινη λαδομπογιά νεκροκεφαλές (σῆμα κινδύνου) στά βράχια. Μιά φορά ἕνας τουρίστας Γερμανός θέλησε νά ἀνεβῆ ἐπάνω. Νόμισε ὅτι εἶναι ναρκοπέδιο, ἀλλά ἐπειδή φαίνεται ἤξερε ἀπό τέτοια, πρόσεχε πού πατοῦσε καί κατώρθωσε νά φθάση μέχρι ἐπάνω. Ἐγώ τόν παρακολουθοῦσα ἀπό ψηλά. Τόν ἄφησα νά πλησιάση, μετά μπῆκα στήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καί τράβηξα ἕνα δεμάτι ἀγκάθια στήν εἴσοδο. Ἔψαξε, ἀλλά δέν μπόρεσε νά μέ βρῆ καί γύρισε πίσω».

Ἀπλοποίησε πολύ τήν ζωή του καί ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, χωρίς περισπασμούς. «Ἡ ἔρημος ἐρημώνει τά πάθη. Ὅταν τήν σεβασθῆς καί προσαρμοσθῆς πρός τήν ἔρημο, σοῦ δίνει νά αἰσθανθῆς τήν παρηγοριά τῆς», ἔλεγε ἀργότερα ὁ Γέροντας μέ νοσταλγία, ἐκφράζοντας μέ λίγες λέξεις τήν ἐμπειρία του ἀπό τήν Σιναϊτική ἔρημο.

Ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας νά ἐπισκέπτεται τόπους, ὅπου ἔζησαν ἀσκητές. Θαύμαζε τά μικρά ἀσκητικά σπήλαια. Ἀλλοῦ σωζόταν μιά μικρή στερνούλα, σέ ἄλλα φαινόταν μαυρισμένος ὁ βράχος ἀπό τήν φωτιά πού ἄναβαν κάπου-κάπου γιά νά μαγειρεύουν. Τόν ἐνέπνεαν καί τόν συγκινοῦσαν αὐτά τά παλαιά ἀσκητήρια. Ἐπισκέφθηκε καί τό ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀρσελαΐτου. Εἶναι μιά πανέρημος κατάλληλη γιά ἀναχωρητές. Τήν Μεγάλη Σαρακοστή τήν πέρασε στό ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, πού ἀναφέρει καί ἡ Κλίμακα14, κάτω ἀπό τήν ἁγία Κορυφή, μέ μεγάλη νηστεία, σχεδόν ἀσιτία. Εἶχε ἐκεῖ μόνο ἕνα τενεκεδάκι, γιά νά βγάζη νερό ἀπό τό πηγάδι πού ὑπῆρχε πιό κάτω, στόν προφήτη Ἠλία.

Εἶχε τυπικό νά μή φοράη παπούτσια. Εἶχαν σχιστῆ οἱ φτέρνες του καί ἔτρεχαν αἷμα. Τά παπούτσια τά εἶχε στό ντορβά καί τά φοροῦσε μόνο ὅταν κατέβαινε στό Μοναστήρι ἤ συναντοῦσε κάποιον στόν δρόμο. Γιά ὅποιον γνωρίζει τίς συνθῆκες τῆς ἐρήμου, εἶναι πολύ ὀδυνηρό νά βαδίζη κανείς ξυπόλυτος πάνω στά βράχια ἤ στήν ἄμμο. Τήν ἡμέρα καῖνε τόσο πολύ, πού οἱ βεδουΐνοι βάζουν αὐγά στήν ἄμμο καί γίνονται μελάτα, ἐνῶ τή νύχτα εἶναι τόσο κρύα τά βράχια, σάν νά πατᾶ κανείς πάνω σέ πάγο.

Στό Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακή ἤ κάθε δεκαπέντε ἡμέρες. Βοηθοῦσε στήν ἀκολουθία καί κοινωνοῦσε.

Λύει τήν ἀνομβρία

Ὅταν πρωτοπῆγε στό Σινᾶ εἶχε μεγάλη ἀνομβρία. Σέ φυσιολογικές συνθῆκες στήν περιοχή αὐτή βρέχει πολύ ἀραιά. Τήν χρονιά ἐκείνη ἦταν ἰδιαίτερα αἰσθητή ἡ ἔλλειψη νεροῦ. Ἕνα καραβάνι ἑτοιμάσθηκε γιά νά πάη νά κουβαλήση νερό ἀπό μακρυά. Ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Περιμένετε, μήν πᾶτε ἀπόψε». Τή νύχτα ἔκανε προσευχή καί ἔβρεξε πολύ.

Ἐργόχειρο κί ἐλεημοσύνες

Τό ἐργόχειρο τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ξυλογλυπτική. Ἀνέφερε ὁ ἴδιος: «Ἔκανα σέ ξύλο εἰκόνες σκαλιστές τόν προφήτη Μωυσῆ νά παίρνη τόν Δεκάλογο. Τά ξύλα τά ἔκοβα μόνος μου. Πολλές φορές καί τή νύχτα ἄνοιγα λίγο τήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ καί στό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ἔλεγα τήν εὐχή καί γυαλοχάρτιζα καί προετοίμαζα τά ξύλα. Γιά ἐργαλεῖα εἶχα μόνο δυό μαχαιράκια ἀπό ἕνα ψαλίδι Singer, πού τό ἔφερα ἀπό τήν Ἑλλάδα· τό διέλυσα στά δύο, τό ἀκόνισα καί τό ἔβαψα μέ λαδομπογιά πράσινη, γιά νά μήν ἀντανακλά τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καί θαμπώνει τά μάτια μου».

Τά ἐργόχειρα τά ἔδινα στό Μοναστήρι καί τά πωλούσαν· γίνονταν ἀνάρπαστα ἀπό τούς προσκυνητές. Τά χρήματα πού ἔπαιρνα τά ἔδινα σέ γνωστούς ταξιτζῆδες ἀπό τό Κάιρο. Τούς ἔλεγα νά ψωνίζουν ροῦχα, καπελλάκια, μπισκότα, τρόφιμα κ.ἄ. Μετά γέμιζα τό σακκίδιο μέ εὐλογίες καί ρωτοῦσα ποῦ ὑπάρχουν καταυλισμοί Βεδουίνων. Πήγαινα στίς σκηνές τους, φώναζα πιό ἔξω τά μικρά παιδιά καί μοίραζα τίς εὐλογίες.

Ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη πρός τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ ὁ Γέροντας ἄφησε τόν ἑαυτό του στήν ἄκρη, κουραζόταν γιά νά τούς βοηθᾶ, καί δέν πῆγε νά προσκυνήση στά Ἱεροσόλυμα, πού τόσο ἐπιθυμοῦσε, γιά νά μή στερηθοῦν τά Βεδουϊνάκια τίς εὐλογίες του. Καί αὐτά καταλάβαιναν τήν μεγάλη του ἀγάπη, πού δέν εἶχε σκοπιμότητα καί ἰδιοτέλεια, καί τόν ὑπεραγαποῦσαν. Γινόταν σωστό πανηγύρι ἀπό τήν χαρά πού ἐκαναν κάθε φορά πού τούς ἐπισκεπτόταν ὁ ἀγαπημένος τους «Ἀμπούνα Παΐζι». (Στά Βεδουίνικα: πατήρ Παΐσιος).

Ἀλλά καί ὅταν τά Βεδουινάκια πήγαιναν στό ἀσκητήριό του μέ σκασμένα τά πόδια, ἐπειδή περπατοῦσαν ξυπόλυτα, τούς ἔβαζε κερί στά σχισίματα καί τούς ἔδινε καί ἀπό ἕνα ζευγάρι σανδάλια. Σέ ἄλλα μοίραζε καπελλάκια, γιά νά μή τά ζαλίζη ὁ ἥλιος, καί ὅ.τι ἄλλο εἶχε.

«Ἦν ἐν τῇ ἐρήμῳ πειραζόμενος...»

Κάποια ἡμέρα ἔκανε ἐργόχειρο λέγοντας τήν εὐχή καθισμένος σέ ἕνα βράχο, ἐνῶ ἀπό κάτω ὑπῆρχε βαθύς γκρεμός. Παρουσιάζεται ὁ διάβολος καί τοῦ λέγει:

– Πήδα κάτω, Παΐσιε σοῦ ὑπόσχομαι, δέν θά πάθεις τίποτε.

Ὁ γέροντας συνέχισε ἀτάραχος τήν εὐχή καί τό ἐργόχειρό του. Δέν ἔδωσε σημασία στόν διάβολο. Ὁ πειρασμός συνέχισε νά τόν παρακινῆ νά πηδήση στόν γκρεμό ἐπαναλαμβάνοντας τήν ἴδια ὑπόσχεση. Αὐτό κράτησε μιάμιση ὥρα περίπου.

Στό τέλος παίρνει μιά πέτρα καί τήν ρίχνει στόν γκρεμό λέγοντας στόν διάβολο:

– Ἄντε νά σοῦ ἀναπαύσω τόν λογισμό σου.

Ὁ διάβολος, ἀφοῦ ἀπέτυχε νά τόν ρίξη στόν γκρεμό, τοῦ λέγει δῆθεν μέ θαυμασμό:

– Τέτοια ἀπάντηση οὔτε ὁ Χριστός δέν μοῦ ἔδωσε. Ἐσύ καλύτερα ἀπάντησες.

– Ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Δέν εἶναι σάν καί μένα τόν καραγκιόζη. «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ».

Καί ἔτσι, μέ τήν ἐνοικοῦσα θεία χάρι, ἀπέφυγε τόν πρῶτο πειρασμό νά πηδήση στόν γκρεμό, νά τσακισθῆ στά βράχια· ἀκόμη ἀπέφυγε καί τόν βαθύτερο γκρεμό τῆς ὑπερηφανείας, νά δεχθῆ τόν ἔπαινο τοῦ διαβόλου, θεωρώντας τόν ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπό τόν Χριστό.

Ἐγκαταλείπει τήν γλυκειά ἔρημο

Ἐνῶ ζούσε τέτοια ζωή καί χαιρόταν πού βρῆκε ἐπιτέλους αὐτό πού ἀναζητοῦσε ἀπό χρόνια, ἡ ὑγεία του χειροτέρευε. Ὑπέφερε ἀπό πονοκεφάλους πού ὀφείλονταν στήν ἔλλειψη ὀξυγόνου λόγω τοῦ ὑψομέτρου.

Τελικά, ὅταν εἶδε νά ἐπιδεινώνεται ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του, πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἐγκαταλείψει τήν γλυκειά ἔρημο τοῦ Σινά καί νά ἐπιστρέψει στό Ἄγιον Ὄρος.

Ἔξω ἀπό τό ἐρημητήριό του

Ζ´. Στην Ἰβηριτικη Σκητη

Ὁ Γέροντας πῆγε στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὃπου βρῆκε τήν Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων (12–5–1964). Ὁ ἴδιος σε ἐπιστολή του (24–6–64) ἀναφέρει σχετικά: «Ἐπήρα με τήν χάριν τοῦ θεοῦ μία Καλύβη στήν ἐρημωμένη Σκήτη τῶν Ἰβήρων. Ἒχει ὃλες τις προϋποθέσεις διά μία ἡσυχαστική ζωή. Ἀπό δεκαπέντε καλύβες κατοικούνται μόνον οἱ ἑπτά. Τό Καλύβι τό δικό μου ἒχει Ἐκκλησάκι τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Τό σπίτι εἶναι φυσικά παλαιό καί κάνω μερικές ἐπισκευές». Κάθε νύχτα ἔκανε ἀγρυπνία μέ ἀμέτρητες μετάνοιες καί πολλά κομποσχοίνια. Τό κύριο ἒργο του ἢταν ἡ προσευχή. Προσπαθοήσε νά μήν διακόπτεται ἡ νοερά ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό, να εἶναι ἀδιάλειπτη.

Παρά τήν κλονισμένη ὑγεία του, βίαζε τόν ἑαυτό του, νηστεύοντας μέχρις ἐξαντλήσεως. Καί ἐκεῖ ποῦ «ἐσώνονταν οἱ μπαταρίες» καί ἒφθανε στό «Ἀμήν», ὃλως παραδόξως, ἀνακτοῦσε δυνάμεις καί συνέχιζε τούς ἀγώνες.

Τροφή ἀπό Ἂγγελο

Σκήτη Ἰβήρων. Ἄνω ἀριστερά ἡ Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων καί δεξιά τό Καλυβάκι τοῦ Γέροντα. Κάτω ἀριστερά τό δεύτερο Καλύβι του.

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἦταν μιά Σαρακοστή τῆς Παναγίας μας (15 Αὐγούστου) καί εἶχα μέρες νά δοκιμάσω φαγητό. Ἐν τῷ μεταξύ μοῦ εἶπαν νά κατεβάσω ἕναν ἄρρωστο πατέρα (μοναχό) στήν παραλία. Τόν κατέβασα καί μετά ἔνιωσα μιά τρομερή ἀδυναμία. Κοντά νά φθάσω στό Κελλί μου, παρουσιάστηκε κάποιος μπροστά μου (ἦταν Ἄγγελος) καί μοῦ ἔδωσε ἕνα καλαθάκι μέ φροῦτα, σταφύλια καί σῦκα, καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε».

Ἐγχείρηση στούς πνεύμονες

Ἀπό νέος μοναχός ὁ Γέροντας εἶχε ἐνοχλήσεις στούς πνεύμονες. Ἤδη ἀπό τήν Ἐσφιγμένου εἶχε αἱμοπτύσεις καί ἐσωτερική αἱμορραγία, καί νοσηλεύθηκε στό Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Στήν συνέχεια σέ ὅλη του τήν ζωή θά ταλαιπωρεῖται ἀπό αὐτή τήν πάθηση.

Ἀπό τήν Φιλοθέου ἀναγκάσθηκε νά βγῆ στόν κόσμο γιά θεραπεία. Αὐτή ἡ εὐπάθεια τῶν πνευμόνων του, πού ἐπετείνετο ἀπό τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου, ἦταν ἡ αἰτία πού τόν εἶχε ἀναγκάσει νά ἐγκαταλείψη τό Σινᾶ.

Ἡ ἀσθένειά του ὅμως διαρκῶς χειροτέρευε. Ἔπρεπε νά χειρουργηθῆ ὁπωσδήποτε. Ἡ ἐπέμβαση ἔγινε στό Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ἑλλάδος. Τοῦ ἀφαίρεσαν σχεδόν ὁλόκληρο τόν ἀριστερό πνεύμονα καί ἐπίσης τοῦ ἀφαίρεσαν δύο πλευρά. Ὁ Γέροντας περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν ἐγχείρηση: «Ἦτο μία πολύ σοβαρή ἐγχείρηση. Μοῦ ἀφαιρέσανε τόν ἕνα λοβό ἀριστερά, καθώς λιγάκι ἀπό τόν ἄλλον. Ἦτο ὁ λοβός γεμᾶτος ἀπό σακκουλίτσες (βρογχεκτασίες). Διήρκησε ἡ ἐγχείρηση περί τις 10 ὧρες. Δέν σταματοῦσε τό αἷμα στήν ἐγχείρησιν καί αὐτό δυσκόλευε. Ἐχρειάσθη 4 κιλά αἷμα... Τά λάστιχα (παροχετεύσεις) μοῦ τά βγάλανε στίς 9 μέρες καί ἔπαθα μεγάλη δυσφορία καί ἔτσι μέ πήγανε ξανά στό χειρουργεῖο ἐπί δύο ὧρες καί μοῦ τά ξανατοποθετήσανε καί τ’ ἀφήσανε πάνω ἀπό εἴκοσι ἡμέρες. Μοῦ ἄφησε καί μιά ἀναπηρία στά μάτια. Τό μέν δεξί βλέπει πολύ ζωηρά, τό δέ ἄλλο πού ἔγινε ἡ ἐγχείρηση εἶναι κλειστότερο καί βλέπει ταπεινά. Δέν μέ ἀπασχολεῖ αὐτό, διότι ἄλλοι ἔχουν γεννηθῆ τελείως τυφλοί».

Τό Κάλυβάκι του στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑποφέρω πολύ, ἀλλά ἄξιζε κανείς νά πληρώνη χωρίς νά ἔχη καί πάθηση καί νά περνάη ἕνα τέτοιο μικρό μαρτύριο, διότι πολύ ὠφελήθηκα.

«Ἐδιάβαζα πρίν τό Πάθος τοῦ Κυρίου στήν Ἁγία Γραφή σάν ἁπλῆ ἱστορία, καθώς καί τούς Συναξαριστάς τῶν Ἁγίων. Τώρα θά τούς νιώθω, διότι ἔνιωσα ὀλίγους πόνους. Ἐχω εἰκοσιπέντε ἡμέρες τώρα πού δέν ἔχω ἀναπαυθῆ».

Ἵδρυση Ἡσυχαστηρίου

Στό Νοσοκομεῖο συνδέθηκε πνευματικά μέ κάποιες εὐλαβεῖς καί φιλομόναχες νέες. Τόν ἐπισκέπτονταν καί τοῦ ἔδωσαν αἷμα πού χρειάσθηκε κατά τήν ἐγχείρηση. Ὁ Γέροντας ἀπό ὑποχρέωση τίς βοήθησε ἀργότερα πνευματικά μέ κάθε τρόπο. Γι’ αὐτό τίς βοήθησε νά βροῦν τόπο νά μονάσουν, καί ἔτσι ἱδρύθηκε τό γνωστό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Σουρωτή. Στήν συνέχεια, ὥς τήν κοίμησή του, τίς κατεύθυνε πνευματικά, καί ἐκεί ἄφησε καί τό πολυπαθές λείψανό του. Ἔλαβε αἷμα ἀπό τίς ἀδελφές καί αὐτός τίς ἔδωσε πνεῦμα, δηλαδή πνευματική βοήθεια.

Συνομιλώντας ἔπλεκε κομποσχοίνι

Η´. Στην Καλυβη Του Τιμιου Σταυρου

Ὁ γέροντας, ἐγκαταστάθηκε γιά λόγους ἡσυχίας στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στις 2–3–69. Τόν συγκινοῦσε καί τόν ἐνέπνεε ὁ τόπος, διότι εἶχε ἰδιαίτερη χάρι ἀπό τούς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τοῦ παπα-Τύχωνα καί τά θεῖα γεγονότα πού εἶχαν συμβῆ ἐκεῖ.

Ἐξωτερικά ἡ ζωή τοῦ Γέροντα στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἦταν περίπου ἡ ἐξῆς: Ἀποβραδίς κοιμόταν δυό-τρεῖς ὧρες καί ξυπνοῦσε κοντά στά μεσάνυχτα. Ἔκανε ἀγρυπνία καί ξεκουραζόταν λίγο τό πρωί, πρίν ἀπό τό φώτισμα. Τήν ἡμέρα, ἄν δέν εἶχε ἐπισκέπτες, ἔκανε ἐργόχειρο: Σταμπωτά εἰκονάκια καί Σταυρούς στήν πρέσσα. Τίς ὑπόλοιπες ὧρες μελετοῦσε, προσευχόταν καί ἀπαντοῦσε στά πολλά γράμματα πού ἐλάμβανε ἀπό πληθος ἀνθρώπων καί πού παρακαλούσαν γιά προσευχή ἤ ζητοῦσαν ἀπάντηση σέ σοβαρά προβλήματα. Ἔγραφε ἐπί ὧρες τήν ἡμέρα, καί ὅταν σκοτείνιαζε συνέχιζε μέ τό κερί. Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν οἱ ἐπισκέπτες αὐξήθηκαν κατά πολύ. Πολλές ὧρες τόν ἀπασχολοῦσαν μέ τά προβλήματά τους. Ἔγραφε: «Ἤμουν κρυωμένος μέ πυρετό. Οἱ ἐπισκέπτες ἀπό τό ἕνα μέρος μοῦ ἀνεβάζανε τόν πυρετό, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο δέν μ’ ἀφήνανε νά πεθάνω, γιατί δέν εὐκαιροῦσα».

Ὁ Γέροντας στόν «Tιμίου Σταυρό»

«Φῶς ταῖς τρίβοις μου»

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Βρισκόμουν σέ κάποιο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Ἦταν ἑσπέρα. Φεύγοντας, βρίσκω ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ἕναν λαϊκό, πού ἤθελε νά μοῦ μιλήση. Προχωρώντας ἄρχισε νά μοῦ λέη τά προβλήματά του. Ἡ ὥρα περνοῦσε καί ἤμουν ἄρρωστος. Ἦταν τέτοια ἡ ἀρρώστια, πού οὔτε μποροῦσα νά καθήσω νά ξεκουραστῶ, οὔτε νά στέκωμαι ὄρθιος. Ἐνῶ λοιπόν μοῦ μιλοῦσε, πέρασε ἡ ὥρα καί νύχτωσε. Σκέφθηκα σέ μιά στιγμή τήν ἀρρώστια μου καί θέλησα νά διακόψω τήν συζήτηση, ἀλλά εἶπα: „Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόσα προβλήματα, ἐγώ τόν ἑαυτό μου θά κοιτάζω;“». Καί ἔτσι συνέχισε νά μοῦ μιλᾶ, μέχρι πού νύχτωσε τελείως. Ὁ λαϊκός εἶχε νά κοιμηθῆ κάπου, σέ γνωστό του Κελλί. Ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε κλείσει.

«Αφοῦ τελειώσαμε, πῆρα τόν δρόμο γιά νά πάω στό Καλύβι. Μπῆκα στό μονοπάτι καί θά περνοῦσα ἀπό ἕνα σημεῖο πού εἶναι στενό καί ἀπότομο. Ὅταν ἔφθασα στό σημεῖο αὐτό, ἐπειδή δέν ἔβλεπα, δέν εἶχα καί φακό μαζί μου, πέφτω μέσα στά κλαδιά καί στά βάτα καί πιάστηκα ἀπό τά κλαδιά. Δέν ἔβλεπα καθόλου καί μοῦ ἦρθε τό σακκίδιο στό κεφάλι μου. Στήν θέση πού βρισκόμουν σκέφθηκα: „Τί νά κάνω; Ἄς κάνω τό Ἀπόδειπνο“. Ἀρχίζω „Ἅγίος ὁ Θεός...“ κ.λπ. Σέ μιά στιγμή ἀνάβει ἕνα φῶς δυνατό· τό κεφάλι μου ἔγινε σάν λάμπα! Γύρω μου ἔγινε μέρα! Ὁπότε εἶδα πού βρισκόμουν καί σκαρφάλωσα καί βγῆκα. Τό φῶς συνέχιζε νά φωτίζη γύρω μου. Ἡ καρδιά μου ἦταν γεμάτη ἀπό οὐράνια ἀγαλλίαση. Ἔφθασα στό Καλύβι, πῆρα τό κλειδί ἀπό τήν θέση πού τό εἶχα, ἄνοιξα, μπῆκα στήν Ἐκκλησία, ἄναψα τά καντήλια καί τότε τό φῶς ὑποχώρησε».

Ἐμφάνιση τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου

Στίς 21 Φεβρουαρίου 1971 ὁ Γέροντας καθόταν στήν αὐλή τῆς Καλύβης του καί διάβαζε ἀπό τό χειρόγραφο τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, πού εἶχε πρωτογράψει, γιά νά ἐπισημάνη τυχόν λάθη.

«Ἤθελε δύο ὧρες ὁ ἥλιος νά βασιλέψη», γράφει, «κι ἐνῶ διάβαζα, μέ ἐπισκέφθηκε ὁ πατήρ Ἀρσένιος· καί ὅπως ὁ καθηγητής χαϊδεύει τό μαθητή, πού ἔγραψε καλά τό μάθημα, τό ἴδιο μοῦ ἔκανε καί αὐτός. Παράλληλα μέ ἄφησε μέ μιά ἀνέκφραστη γλυκύτητα καί ἀγαλλίαση οὐράνια στήν καρδιά μου, πού ἦταν ἀδύνατο νά τήν ἀντέξω. Ἔτρεχα ἔξω μετά στήν περιοχή τοῦ Καλυβιοῦ μου σάν τρελλός καί τόν φώναζα, γιατί νόμιζα ὅτι θά τόν εὕρισκα»15.

Ἡ ἁγία Εὐφημία!

Ὁ Γέροντας, διηγήθηκε τό ἐξῆς: «Εἶχα γυρίσει ἀπό τόν κόσμο, ὅπου εἶχα βγῆ γιά ἕνα ἐκκλησιαστικό θέμα. Τήν Τρίτη16, κατά ἡ ὥρα 10 τό πρωΐ, ἤμουν μέσα στό Κελλί μου καί ἔκανα τίς Ὧρες. Ἀκούω χτύπημα στήν πόρτα καί μιά γυναικεία φωνή νά λέη: „Δι’ εὐχῶν τῶν ἀγίων Πατέρων ἡμῶν...“». Σκέφθηκα: «Πῶς βρέθηκε γυναίκα μέσα στό Ὄρος;». Ἐν τούτοις ἔνιωσα μιά θεία γλυκύτητα μέσα μου καί ρώτησα:

– Ποιός εἶναι;

– Ἡ Εὐφημία, ἀπαντᾶ.

«Σκεφτόμουν, „ποιά Εὐφημία; Μήπως καμμιά γυναίκα ἔκανε καμμιά τρέλλα καί ἦρθε μέ ἀνδρικά στό Ὄρος; Τώρα τί νά κάνω;“». Ξαναχτύπᾶ. Ρωτάω: «Ποιός εἶναι;». «Ἡ Εὐφημία», ἀπαντᾶ καί πάλι. Σκέφτομαι καί δέν ἀνοίγω. Στήν τρίτη φορά πού χτύπησε, ἄνοιξε μόνη τῆς ἡ πόρτα, πού εἶχε σύρτη ἀπό μέσα. Ἄκουσα βήματα στόν διάδρομο. Πετάχτηκα ἀπό τό Κελλί μου καί βλέπω μιά γυναίκα μέ μανδήλα. Τήν συνώδευε κάποιος, πού ἔμοιαζε μέ τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος ἐξαφανίσθηκε. Παρ’ ὅλο πού ἤμουν σίγουρος ὅτι δέν εἶναι τοῦ πειρασμοῦ, γιατί λαμποκοποῦσε, τήν ρώτησα ποιά εἶναι·

– Ἡ μάρτυς εὐφημία, ἀπαντᾶ.

– Ἄν εἶσαι ἡ μάρτυς Εὐφημία, ἔλα νά προσκυνήσουμε τήν Ἁγία Τριάδα. Ὅ,τι κάνω ἐγώ νά κάνης καί σύ.

Μπῆκα στήν Ἐκκλησία, κάνω μιά μετάνοια λέγοντας: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός». Τό ἐπανέλαβε μέ μετάνοια. «Καί τοῦ Υίοῦ». «Καί τοῦ Υίοῦ», εἶπε μέ ψιλή φωνή.

– Πιό δυνατά, ν’ ἀκούω, εἶπα καί ἐπανέλαβε δυνατώτερα.

Ὑστερα κάθησε ἡ Ἁγία στό σκαμνάκι καί ἐγώ στό μπαουλάκι καί μοῦ ἔλυσε τήν ἀπορία πού εἶχα (στό ἐκκλησιαστικό θέμα).

Μετά μοῦ διηγήθηκε τήν ζωή τῆς. Ἤξερα ὅτι ὑπάρχει μιά ἁγία Εὐφημία, ἀλλά τόν βίο τῆς δέν τόν ἤξερα. Ὅταν μοῦ διηγεῖτο τά μαρτύριά της, ὄχι ἀπλῶς τά ἄκουγα, ἀλλά σάν νά τά ἔβλεπα· τά ζοῦσα. Ἔφριξα! Πά, πά, πά!

– Πῶς ἀντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.

– Ἄν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγίοι, θά ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα νά περάσω πιό μεγάλα μαρτύρια.

«Μετά ἀπ’ αὐτό τό γεγονός γιά τρεῖς μέρες δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτα. Σκιρτοῦσα καί συνεχῶς δόξαζα τόν Θεό. Οὔτε νά φάω, οὔτε τίποτα... συνεχῶς δοξολογία».

Ἡ κολασμένη ψυχή

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Μιά γνωστή μου γριά ἦταν πολύ τσιγγούνα. Ἡ κόρη της ἦταν πολύ καλή καί ὅ,τι ἤθελε νά δώση ἐλεημοσύνη τό ἔρριχνε ἀπό τό παράθυρο ἔξω, ἔβγαινε μέ ἄδεια χέρια, γιατί τήν ἔλεγχε μήπως πῆρε τίποτε, καί ὕστερα τό ἔπαιρνε καί τό ἐδινε. Ὅμως ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ καλόγηρος (ἐγώ δηλαδή), εἶπε νά μοῦ δώσης αὐτό τό πρᾶγμα, τό ἔδινε».

Μετά τόν θάνατό της βλέπω ἕναν νέο (θἄτανε ὁ φύλακάς της Ἄγγελος) καί μοῦ λέει: «Ἔλα καί σέ θέλει ἡ...». Δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί μοῦ συνέβη καί βρεθήκαμε στήν Κόνιτσα, μπροστά ς’ ἕνα τάφο. Κάνει τό χέρι του ἔτσι καί ἀνοίγει ὁ τάφος. Βλέπω μέσα ἕνα πολτό ἀπό γλῖτσες καί τήν γνωστή μου γριά, πού εἶχε ἀρχίσει νά λυώνη καί νά φωνάζη: «Καλόγερε, σῶσε με».

«Τήν πόνεσα, τήν λυπήθηκα. Χωρίς νά τήν σιχαθῶ, κατέβηκα μέσα, τήν ἀγκάλιασα καί τήν ρωτοῦσα: „Τί ἔχεις;“. Μοῦ λέει: „Πές μου, ὅ,τι μοῦ ζήτησες ἐγώ πρόθυμα δέν σοῦ τὄδωσα“; „Ναί, ἔτσι εἶναι“, εἶπα. „Ἐντάξει“», τήν καθησύχασε ὁ νέος (φύλακας Ἄγγελός της).

«Ἔκανε πάλι τό χέρι του ἔτσι καί ξανατράβηξε τόν τάφο σάν κουρτίνα καί βρέθηκα πάλι στό Καλύβι».

Oἱ ἀδελφές ἀπό τήν Σουρωτή μέ ρώτησαν: «Τί σοῦ συνέβη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα;»17. Ἀπαντῶ: «Νά κάνετε προσευχή γι’ αὐτή τήν ψυχή».

«Σέ δυό μῆνες18 τήν βλέπω πάλι. Ὑπῆρχε ἕνα χάος καί ψηλά ς’ ἕνα ἴσιωμα ἦταν παλάτια, σπίτια πολλά, ἄνθρωποι πολλοί. Ἐκει πάνω ἦταν ἡ γριά πολύ χαρούμενη. Τό πρόσωπό της ἦταν σάν μικροῦ παιδιοῦ· μόνο ἕνα σημαδάκι εἶχε καί ἕνα Ἀγγελάκι τό ἔτριβε γιά νά καθαρίση καί αὐτό.

Βαθειά στό χάος εἶδα κάποιους νά χτυπιοῦνται, νά ταλαιπωρούνται καί νά προσπαθοῦν νά ἀνέβουν πάνω.

Τήν ἀγκάλιασα ἀπό χαρά. Τήν πῆρα πιό πέρα, γιά νά μήν μᾶς βλέπουν καί πληγώνωνται. Μοῦ εἶπε: „Ἐλα νά σοῦ δείξω πού μέ ἔβαλε ὁ Κύριος“».

Φῶς γλυκύτατον

«Κάποτε», διηγήθηκε, «ἐνῶ ἔλεγα τήν εὐχή τή νύχτα, ἦρθε μέσα μου μιά χαρά μεγάλη. Συνέχισα νά λέω τήν εὐχή καί ξαφνικά τό Κελλί μου πλημμύρισε ἀπό φῶς. Ἦταν λευκό μέ μιά μικρή ἀπόχρωση πρός τό γαλάζιο. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε γλυκά. Συνέχισα νά κάνω κομποσχοίνι μέχρι πού βγῆκε ὁ ἥλιος. Τό φῶς ἦταν τόσο δυνατό! Πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ὁ ἥλιος ἔχανε τήν λάμψη μπροστά του. Ἔβλεπα τόν ἥλιο καί μοῦ φαινόταν τό ἡλιακό φῶς ὠχρό, ὅπως εἶναι τό φῶς τῆς σελήνης κατά τήν πανσέληνο. Τό φῶς τό ἔβλεπα γιά πολύ. Μετά, ὅταν τό φῶς ἔλειψε καί ἡ χάρις μειώθηκε, τότε δέν εὕρισκα καμμιά παρηγοριά καί χαρά».

Μέ τέτοιες παρακλήσεις πνευματικές ἡ θεία χάρις παρηγοροῦσε τόν ἑκουσίως πτωχεύσαντα καί μέ αὐταπάρνηση ἀσκούμενο Γέροντα Παΐσιο.

Ὁ Γιωργάκης ἀπό τό Θιβέτ

Ἦρθε στό Ἅγίον Ὄρος καί γύριζε στά μοναστήρια ἕνας νέος ἡλικίας 16–17 χρόνων, ὁ Γιωργάκης. Ἀπό ἡλικίας τριῶν ἐτών οἱ γονεῖς του τόν ἔβαλαν σέ βουδδιστικό μοναστήρι στό Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στήν γιόγκα, ἔγινε τέλειος μάγος, μποροῦσε νά καλῆ ὅποιον δαίμονα ἤθελε. Εἶχε μαύρη ζώνη καί ἤξερε τέλεια καράτε. Μέ τήν δύναμη τοῦ Σατανᾶ ἔκανε ἐπιδείξεις πού προξενοῦσαν ἐντύπωση. Χτυποῦσε μέ τό χέρι του μεγάλες πέτρες καί ἔσπαζαν σάν καρύδια. Μποροῦσε νά διαβάζη κλειστά βιβλία. Ἔσπαζε στήν παλάμη του φουντούκια, ἔπεφταν κάτω τά τσόφλια καί οἱ καρποί ἔμεναν κολλημένοι στό χέρι του.

Κάποιοι μοναχοί ἔφεραν τόν Γιωργάκη στόν Γέροντα γιά νά τόν βοηθήση. Ρώτησε τόν Γέροντα, τί δυνάμεις εἶχε καί τί μποροῦσε νά κάνη. Ἀπάντησε ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει καμμιά δύναμη καί ὅτι ὅλη ἡ δύναμη εἶναι τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Γιωργάκης θέλοντας νά ἐπιδείξη τήν δύναμή του συγκέντρωσε τό βλέμμα του σέ μιά μεγάλη πέτρα πού ἦταν σέ ἀπόσταση καί ἡ πέτρα ἔγινε θρύψαλα. Τότε ὁ Γέροντας σταύρωσε μιά μικρή πέτρα καί τοῦ εἶπε νά τήν σπάση καί αὐτή. Αὐτός συγκεντρώθηκε, ἔκανε τά μαγικά του, ἀλλά δέν κατάφερε νά τήν σπάση. Τότε ἄρχισε νά τρέμη, καί οἱ σατανικές δυνάμεις, πού νόμιζε ὅτι ἔλεγχε, μή μπορώντας νά σπάσουν τήν πέτρα, στράφηκαν ἐναντιον του καί τόν ἐκσφενδόνισαν στήν ἄλλη ὄχθη τοῦ ρέματος. Ὁ Γέροντας τόν μάζεψε σέ ἄθλια κατάσταση.

«Ἄλλη φορά», διηγήθηκε ὁ Γέροντας, «ἐνῶ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μοῦ ἔπιασε τά χέρια καί μοῦ τά γύρισε πρός τά πίσω. «Ἄν μπορῆ, ἄς ἔρθη νά ς’ ἐλευθερώση ὁ Χατζεφεντῆς», μοῦ εἶπε. Τό αἰσθάνθηκα σάν βλασφημία. Κούνησα ἔτσι λίγο τά χέρια μου καί τινάχθηκε πέρα. Μετά σάν ἀντίδραση πήδησε ψηλά καί πῆγε νά μέ χτυπήση μέ τό πόδι του, ἀλλά τό πόδι του σταμάτησε κοντά στό πρόσωπό μου, σάν νά βρῆκε ἕνα ἀόρατο ἐμπόδιο! Μέ φύλαξε ὁ Θεός».

Τή νύχτα τόν κράτησα καί κοιμήθηκε στό Κελλί μου. Οἱ δαίμονες τόν ἔσυραν μέχρι κάτω στόν λάκκο καί τόν ἔδειραν γιά τήν ἀποτυχία του. Τό πρωί σέ κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμᾶτος ἀγκάθια καί χώματα, ὡμολογοῦσε: «Μέ ἔδειρε ὁ Σατάν, γιατί δέν μπόρεσα νά σέ νικήσω».

Ἔπεισε τόν Γιωργάκη νά τοῦ φέρη τά μαγικά του βιβλία καί τά ἔκαψε.

Ὁ Γέροντας τόν κράτησε λίγο κοντά του καί τόν βοήθησε, ὅσο ἔκανε ὑπακοή. Ἑνδιαφέρθηκε νά μάθη, ἄν εἶναι βαπτισμένος, καί μάλιστα ἔμαθε καί σέ ποιά Ἐκκλησία εἶχε βαπτισθῆ. Ὁ Γιωργάκης συγκλονισμένος ἀπό τήν δύναμη καί τήν χάρι τοῦ Γέροντα, ἐπιθυμοῦσε νά γίνη μοναχός ἀλλά δέν μπόρεσε.

Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τήν περίπτωση τοῦ Γιωργάκη γιά νά ἀποδείξη πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πλάνη αὐτῶν πού νομίζουν ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιες, ὅλες τόν ἴδιο Θεό πιστεύουν, καί ὅτι δέν διαφέρουν οἱ Θιβετιανοί μοναχοί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους.

Ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας στόν ἱερομόναχο Γ.: «Ἔνιωθα κάποια δυσκολία νά προσευχηθῶ στόν χριστό. Τήν Παναγία τήν ἔχω σάν μάννα. Τήν ἁγία Εὐφημία τό ἴδιο. Τήν φωνάζω: „ἁγία Εὐφημούλα μου“. Στόν Χριστό ἔνιωθα δύσκολα. Τήν εἰκόνα Του μέ φόβο τήν φιλοῦσα. Καί ὅταν τήν ὥρα πού ἔλεγα τήν εὐχή ἔφευγε καμμιά φορά ὁ νοῦς μου ἀπό τόν Χριστό, δέν στενοχωριόμουνα. «Ποιός εἶμαι ἐγώ, γιά νἄχω συνέχεια τόν νοῦ μου στόν Χριστό», σκεπτόμουν. Καί συνέβη αὐτό πού θά σοῦ πῶ:

«Ἦταν βράδυ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θά ξημέρωνε τοῦ ἁγίου Κάρπου19. Νιώθω ἀνάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά ὄρεξη νά κοιμηθῶ. Σκέφτομαι: «Ἄς καθήσω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς ἀδελφές». Μέχρι τίς 8.30´ ἁγιορείτικα ἔγραψα ὥς τριάντα σελίδες. Ἄν καί δέν νύσταζα, εἶπα νά ξαπλώσω, γιατί ἔνιωθα λίγη κούραση στά πόδια.

«Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 ἡ ὥρα (6 περίπου κοσμικά τό πρωί) δέν εἶχα κοιμηθῆ. Σέ μίά στιγμή σάν νά χάθηκε ὁ τοῖχος τοῦ κελλιοῦ μου (δίπλα στό κρεββάτι πρός τό ἐργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φῶς, σέ ἀπόσταση ἕξι μέτρα περίπου. Τόν ἔβλεπα ἀπό τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ἦταν ξανθά καί τά μάτια του γαλανά. Δέν μοῦ μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, ὄχι ἀκριβῶς ἐμένα.

«Δέν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αὐτά εἴτε ἀνοιχτά εἶναι εἴτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν ἔχει. Ἔβλεπαν τά μάτια τῆς ψυχῆς.

«Ὅταν τόν εἶδα σκέφθηκα: Πῶς μπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν -οἱ ἀθεόφοβοι- νά ἀκουμπήσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά ς’ αὐτό τό σῶμα; Πά! πά! πά!

«Ἀπόμεινα! Τί γλυκύτητα ἔνιωθα! Τί ἀγαλλίαση! Δέν μπορῶ νά ἐκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν ὀμορφιά αὐτή. Ἦταν αὐτό πού λέει: «Ὁ Ὡραῖος κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Αὐτό ἦταν. Δέν ἔχω δεῖ ποτέ τέτοια εἰκόνα του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμᾶμαι ποῦ- ἔμοιαζε κάπως.

«Θἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δῆ αὐτή τήν ὀμορφιά γιά μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ἀνείπωτα εἶναι δυνατόν νά χαρισθοῦν στόν ἄνθρωπο, καί μέ τί τιποτένια ἀσχολούμαστε!

«Πιστεύω πώς εἶναι ἕνα δῶρο πού μοῦ ἔκανε ὁ παπα-Τύχων. Νά μήν τό πῆς σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πῶ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ὥρα δέν σοῦ μίλησα, τώρα πού φεύγεις»20.

Ὕστερα ἀπό δύο μέρες ὅταν ξανασυναντήθηκαν, ὁ Γέροντας εἶπε: «Ὅλη τή νύχτα ἔκλαιγα γιατί σοῦ τὄπα. Δέν φοβᾶμαι πῶς θά τό πεῖς. Ἀλλά ἐγώ ζημιώθηκα».

Τό γεγονός αὐτό τό αἰσθάνθηκε καί μιά ἀδελφή στήν Σουρωτή καί ἔγραψε στόν Γέροντα: «Τάδε τοῦ μηνός, τάδε ὥρα... Τά ὑπόλοιπα θά μᾶς τά πεῖτε ἐσεῖς». Καί πράγματι, ὅταν ἀργότερα βγῆκε ἔξω, τούς τό διηγήθηκε καί μάλιστα περιέγραψε καί ἁγιογράφησαν τόν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς τόν εἶδε.

Θεόσταλτο ψάρι

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἦταν ἡ Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ. Αἰσθανόμουν ἐξάντληση καί μοῦ πέρασε ὁ λογισμός ὅτι, ἄν εἶχα νά φάω λίγο ψαράκι, θά μοῦ ἔκανε καλό. Ὄχι ἀπό ἐπιθυμία, ἀλλά σάν φάρμακο. Εἶχα προβλήματα καί μέ τά ἔντερά μου. Βγῆκα νά πάω ἔξω. Γυρίζοντας εἶδα ἕνα μεγάλο πουλί σάν ἀετό νά χαμηλώνη πολύ καί ἔσκυψα νά μήν μέ χτυπήση. Φοβήθηκα μήπως εἶναι τίποτε τοῦ πειρασμοῦ, γι’ αὐτό δέν ἔδωσα σημασία καί μπῆκα γρήγορα στό Κελλί μου.

«Σέ λίγο χρειάσθηκε πάλι νά βγῶ ἔξω. Στό ἴδιο σημεῖο πού εἶχα σκύψει εἶδα νά σπαρταράη ἕνα μεγάλο ψάρι. Πρῶτα ἔκανα τόν σταυρό μου, εὐχαρίστησα τόν Θεό καί μετά πῆρα τό ψάρι. Ἀλλά, σοῦ κάνει καρδιά μετά νά τό φᾶς;».

Ὁ φύλακας Ἄγγελος

Ὁ Γέροντας διηγήθηκε: «Ἦταν τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου21. Περνοῦσα μιά περίοδο μέ πολλές στενοχώριες, καί ἐξ αἰτίας αὐτών εἶχα δυνατούς πονοκεφάλους. Ἀπό τήν πίεση χτυποῦσε τό μάτι μου καί κινδύνευα νά πάθω ἐγκεφαλικό. Τό ἔνιωθα σάν νά χτυποῦσε κάποιος ἀπό μέσα μέ σφυρί καί ἤθελε νά πεταχθῆ ἔξω. Κατά ἡ ὥρα 9 τό βράδυ (κοσμική ὥρα), ἐνῶ εἶχα ξαπλώσει στό κρεββάτι, εἶδα ἕναν Ἄγγελο πολύ ὡραιον, σάν νά βγῆκε ἀπό μέσα μου, μέ μορφή μικροῦ παιδιοῦ δώδεκα χρονῶν. Τά μαλλάκια του ἦταν κατάξανθα μέχρι τούς ὤμους. Μοῦ χαμογέλασε καί πέρασε ἁπαλά τό χέρι του πάνω ἀπό τά μάτια μου. Ἀμέσως μοῦ ἔφυγε ὅλη ἡ στενοχώρια καί ἔπαψαν οἱ πόνοι. Ἐνιωθα τέτοια γλυκύτητα πού προτιμοῦσα νά ξαναπονέσω, ἀρκεῖ νά δῶ καί πάλι τόν φύλακα Ἄγγελό μου».

Εὔθυμα καί εὔστροφα22

Ὁ γέροντας συχνά διηγεῖτο χαριτωμένες ἱστορίες πού προκαλοῦσαν αὐθόρμητο γέλιο, γιά νά παρηγορῆση θλιμμένες ψυχές, ἀλλά ἦταν καί ἴδιον τοῦ χαρακτῆρος του. Εἶχε ὅμως καί τήν λεπτότητα νά μήν πληγώνη κανέναν καί νά μήν κατακρίνη πρόσωπα. Ἀπό τά πολλά σημειώνονται λίγα ἐπιλεκτικά:

* *

Στήν «Παναγούδα» μιά ἡμέρα φύτευε κοκκάρι πού τό εἶχε μέσα ς’ ἕνα κουτί ἀπό καλαμαράκια. Ἦρθε ἔνας «ἔξυπνος» μέ τά χέρια πίσω καί τόν ρώτησε τί κάνει.

– Φυτεύω καλαμαράκια, ἀπάντησε ὁ Γέροντας.

– Πιάνουν, Γέροντα;

– Πῶς; Ἅμα τά βάλης μέ τά μουστάκια κάτω, πιάνουν.

* *

«Στήν πνευματική ζωή νά μή χωλαίνουμε, νά μή μένουμε στό χώλ (προθάλαμο). Ὅσοι χωλαίνουν δέν μπαίνουν στό σαλόνι τοῦ Θεοῦ», ἐννοώντας τόν παράδεισο.

* *

Παραμονές τοῦ Τριωδίου εἶπε σέ κάποιον προσκυνητή: «Ἔχεις περάσει ἀπό τά διόδια; Ἐκεῖ ὅταν περνᾶνε πληρώνουν. Ἐμεῖς ὅταν περνᾶμε στό Τριώδιο πληρώνουμε;», ἐννοώντας: κάνουμε καμμιά θυσία;

* *

Ἐπικρίνοντας μέ χαριτωμένο τρόπο τήν χρήση νοθευμένου κεριοῦ, ἔλεγε ὅτι ἐπειδή εἶναι ἀπό παραφίνη, παρά (χρήματα) ἀφήνει.

* *

Κάποιος δαιμονισμένος τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ὤν. Πέσε νά μέ προσκυνήσης». Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας: «Ὄνος εἰσαι, βρέ, ὄνος εἶσαι», ἀπευθυνόμενος στό δαιμόνιο πού στήν πραγματικότητα μιλοῦσε.

Στήν αὐλή τῆς «Παναγούδας» (5–6–1983)

Θ´. Στην Παναγουδα Δοσιμο Στους Πονεμενους

Ἐγκατάσταση στήν «Παναγούδα»

Ὁ Γέροντας, ἀφοῦ πέρασε ἕνδεκα χρόνια ἀγώνων καί προσφορᾶς στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀποφάσισε ὕστερα γιά κάποιον πνευματικό λόγο νά ἀναχωρήση ἀπό αὐτό.

Στίς 27 Φεβρουαρίου, ἡμέρα πού τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ ἡ ἁγία Εὐφημία, βρῆκε, καθ’ ὑπόδειξη τοῦ γερο-Ἰωακείμ, τήν «Παναγούδα». Τό γεγονός τό αἰσθάνθηκε ὡς εὐλογία τῆς Ἁγίας καί συγκινημένος τήν εὐχαρίστησε γιά τήν πρόνοιά της.

Τό Καλύβι εἶχε βασικές ἐλλείψεις γιατί ἦταν παλαιό καί ἐγκαταλελειμμένο. Ἔλειπαν πόρτες, παράθυρα, ταβάνια· τό πάτωμα εἶχε τρύπες καί ἡ σκεπή ἔβαζε νερά. Ἄρχισε μέ πολύ κόπο τίς πλέον ἀναγκαῖες ἐπισκευές. Χρήματα δέν εἶχε, ἀλλά καί δύσκολα δεχόταν.

Ἐκτός ἀπό τήν ὁλοήμερη κοπιαστική ἐργασία εἶχε καί τόν κόσμο.

Ὅλη τήν ἡμέρα τούς δεχόταν, τούς κερνοῦσε καί θυσίαζε ὧρες πολλές μαζί τους γιά νά ἀκούση τά προβλήματά τους, νά σηκώση τόν σταυρό τους, νά πάρη τόν πόνο τους, νά συμβουλεύση, νά ἐπιτιμήση, νά θεραπεύση, ἀκόμη καί νά τούς διασκεδάση, χωρίς καθόλου νά ὑπολογίζη, ἄν ο ἴδιος ἦταν ἄγρυπνος, νηστικός, διψασμένος, κουρασμένος, ἄρρωστος.

Σύν τῷ χρόνῳ ὅμως ὁ ἀριθμός τῶν ἐπισκεπτῶν αὐξήθηκε ὑπερβολικά· ξεπερνοῦσε τά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του. Ἔλεγε ἐξομολογητικά: «Δέν ὁρίζω τόν ἑαυτό μου. Ἔχω γίνει πρόγραμμα τῶν ἀνθρώπων. Παλαιά ὁ νοῦς μου βυθιζόταν στήν εὐχή. Τώρα ζῶ τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές πετιέμαι στόν ὕπνο!».

Παρ’ ὅτι ὅμως τούς δεχόταν ὅλους, ὁ κόσμος δέν τόν ἀλλοίωσε· δέν τόν ἐκκοσμίκευσε. Αντίθετα ὁ Γέροντας μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωνε τούς ἀνθρώπους.

Ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Βλασίου

Ἦταν ἡ 21η Ἰανουαρίου 1980, Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, πρός Δευτέρα. Ὁ Γέροντας ἐνῶ προσευχόταν τό βράδυ στό Κελλί του μέ τό κομποσχοίνι, βλέπει νά παρουσιάζεται μπροστά του μέσα σέ φῶς ἕνας Ἅγίος ἄγνωστος πού φοροῦσε μανδύα καλογερικό. Δίπλα του στόν τοῖχο τοῦ Κελλιοῦ του, πάνω ἀπό τήν σόμπα φαίνονταν ἐρείπια Μοναστηριοῦ. Αἰσθανόταν ἀπερίγραπτη χαρά καί ἀγαλλίαση καί σκεφτόταν «ποιός Ἅγίος εἶναι;». Τότε ἄκουσε φωνή ἀπό τήν Ἐκκλησία: «Εἶναι ὁ ἅγιος Βλάσιος ἀπό τά Σκλάβαινα»23.

Ἀπό εὐγνωμοσύνη, γιά νά εὐχαριστήση τόν Ἅγίο γιά τήν τιμή πού τοῦ ἔκανε, μετέβη στά Σκλάβαινα καί προσκύνησε τά χαριτόβρυτα Λείψανά του.

«Χριστέ μου, εὐλόγησέ με...»

Στίς 26 Μαρτίου 1984 συνέβη στόν Γέροντα ἕνα γεγονός πού τό διηγήθηκε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὡς ἐξῆς: «Ἐνῶ προσευχόμουν ἀντικρύζοντας τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, κάτι ἔνιωσα μέσα μου καί πέφτοντας στό πάτωμα εἶπα: «Χριστέ μου, εὐλόγησέ με». Καί ἀμέσως αἰσθάνθηκα μιά εὐωδία γιά πολλή ὥρα νά γεμίζη ὅλο τό Κελλί μου. Ἀκόμη καί ἕνα χαλάκι γεμᾶτο χῶμα πού εἶχα καί αὐτό εὐωδίαζε. Ἔμεινα γονατιστός καί ἀσπαζόμουν καί αὐτό τό χαλάκι μέ τίς σκόνες».

«Φοβερό ὅραμα!»

Ὁ Γέροντας στίς 11–4–1984 τήν Τρίτη τῆς Διακαινισίμου, στίς 12 τά μεσάνυχτα, εἶδε ἕνα ὅραμα πού ἀναφέρεται στό φοβερό ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων. Διηγήθηκε: «Ἐνῶ εἶχα ἀνάψει δύο κεράκια, ὅπως συνήθως, καί ὅταν κοιμᾶμαι ἀκόμη, γιά ὅσους πάσχουν ψυχικά καί σωματικά, πού συμπεριλαμβάνονται καί οἱ κεκοιμημένοι, βλέπω ἕνα φοβερό ὅραμα! Ἕναν κάμπο ἀπό σιτάρι, ἀλλά τό σιτάρι δέν εἶχε ξεσταχυάσει ἀκόμη, μόλις ἄρχιζε νά καλαμιάζη. Ἐγώ βρισκόμουν ἔξω ἀπό τήν μάνδρα τοῦ χωραφιοῦ καί κολλοῦσα κεριά ἀπ’ ἔξω στόν τοίχο γιά τούς κεκοιμημένους. Ἀριστερά ἦταν ἕνας τόπος ἀνώμαλος, κρημνώδης καί χέρσος, ὁ ὁποῖος σειόταν ἀπό μία δυνατή βοή, ἀπό χιλιάδες φωνές σπαρακτικές, πού ἔκαναν νά ραγίζη καί ἡ πιό σκληρή καρδιά. Ἐνῶ ὑπέφερα ἀπό τό ἄκουσμα τῶν σπαρακτικῶν ἐκείνων φωνῶν καί δέν μποροῦσα νά ἐξηγήσω τό ὅραμα, ἄκουσα μιά φωνή νά μοῦ λέη: «Ὁ μέν κάμπος μέ τό σπαρμένο σιτάρι, πού δέν ἔχει ξεσταχυάσει, εἶναι τό κοιμητήρι μέ τίς ψυχές τῶν νεκρῶν πού θ’ ἀναστηθοῦν. Ὁ δέ τόπος ἐκεῖνος, πού σείεται ἀπό τίς σπαρακτικές φωνές, εἶναι ὁ τόπος πού βρίσκονται οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν ἀπό τίς ἐκτρώσεις».

«Ἐνῶ λοιπόν συνῆλθα ἀπό τό ὅραμα, δέν μποροῦσα ὅμως νά συνέλθω ἀπό τόν πολύ πόνο πού ἕνιωσα καί δέν μποροῦσα νά πλαγιάσω, γιά νά ξεκουρασθῶ λίγο, παρ’ ὅλο πού ἤμουν κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ὀρθοστασία τῆς προηγούμενης ἡμέρας!»

«Ἡ Παναγία!»

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Τήν περασμένη Σαρακοστή24 παρουσιάστηκε ἡ Παναγία ντυμένη στ’ ἄσπρα. Μοῦ εἶπε ὅτι θά συμβοῦν πολλά στόν κόσμο, γι’ αὐτό νά φροντίσω νά πάρω... (κάτι πού ἀφοροῦσε προσωπικά τόν ἴδιο)».

Φανερώθηκε κοντά στήν Βορειοανατολική γωνία τῆς Καλύβης του. Ὅταν τήν εἶδε ὁ Γέροντας, εἶπε ταπεινά: «Παναγία μου, καί ὁ τόπος εἶναι βρώμικος25 καί ἐγώ βρώμικος». Ὅμως ἔκτοτε εὐλαβεῖτο καί τόν τόπο «οὗ ἔστησαν οἱ πόδες» τῆς ἀχράντου Θεομήτορος. Ἤθελε στό μέρος ἐκεῖνο νά φυτέψη λουλούδια, γιά νά μήν πατιέται.

Περί Ἀντιχρίστου, 666 καί ταυτοτήτων

Ὁ π. Παΐσιος συμμεριζόταν τίς ἀγωνίες τῶν ἀνθρώπων καί ἀπαντοῦσε στόν προβληματισμό τους. Ἕνα θέμα πού προβλημάτισε ἰδιαίτερα ἐκείνη τήν περίοδο τούς πιστούς, ἦταν καί τό θέμα τῶν ταυτοτήτων.

Ὁ Γέροντας ἔλαβε θέση καί μίλησε ξεκάθαρα. Δέν ἀρκέσθηκε μόνο νά ἀπαντᾶ στά πολλά ἐρωτήματα τῶν πιστῶν, ἀλλά τό ἔτος 1987 ἔγραψε τήν γνωστή του ἐπιστολή: «Σημεῖα τῶν καιρῶν-666»26. Ἔγινε μέ ἀνακούφιση δεκτή καί μέχρι σήμερα καθοδηγεῖ. Πολλοί ἀναθεώρησαν τίς ἀπόψεις τους, καί συντάχθηκαν μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Γέροντα. Ἐπειδή προεῖδε ὅτι καί στό μέλλον θά χρειασθεῖ, τήν ἔγραψε ἰδιοχείρως καί τήν ὑπέγραψε, γιά νά μήν ἀλλοιωθοῦν οἱ ἀπόψεις του, πού τίς κράτησε ὥς τήν κοίμησή του.

Συμπερασματικά ὁ Γέροντας πίστευε ὅτι: Τό σφράγισμα εἶναι ἄρνηση. Ἀκόμη καί ἡ ταυτότητα εἶναι ἄρνηση. Ὅταν ἔχουν πάνω στήν ταυτότητα τό σύμβολο τοῦ διαβόλου 66627 καί ὑπογράφω, ἄρα τό ἀποδέχομαι αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶναι ἄρνηση, ξεκάθαρα πράγματα. Ἀρνεῖσαι τό Ἅγίο Βάπτισμα, βάζεις ἄλλη σφραγίδα, ἀρνεῖσαι τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ καί παίρνεις τοῦ διαβόλου. Ἄλλο εἶναι πού στά νομίσματα ἔχουν τό 666 – «ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι...»28 καί ἄλλο ἡ ταυτότητα πού εἶναι κάτι τό προσωπικό.

«Ακόμη καί ἄν δεχθῆ νά σφραγισθῆ κανείς ἀπό ἀδικαιολόγητη ἄγνοια ἤ ἀδιαφορία, πάλι χάνει τήν θεία χάρι καί δέχεται δαιμονική ἐνέργεια».

«Μεταμόρφωσις»

Ἦταν ἡ 28η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1992. Σέ ἕνα Κελλί τῆς Καψάλας γινόταν ἀγρυπνία πρός τιμήν τοῦ ὁσίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Μεταξύ τῶν πατέρων ἦταν καί ὁ γέροντας Παΐσιος, πού εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τόν ἅγιο Ἰσαάκ. Συμμετεῖχε στήν ἀγρυπνία ἀπό ἕνα Κελλάκι, πού ἦταν συνέχεια τῆς μικρῆς Λιτῆς.

Κατουνάκια

Παναγούδα

Σκήτη Ἰβήρων

Παναγούδα

Πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ Ἑσπερινοῦ οἱ ψάλτες ἦταν ὅλοι στόν δεξιό χορό καί ἔψαλλαν τό δοξαστικό. Στό μικρό Ἐκκλησάκι ἐπικρατοῦσε ἔντονα κατανυκτική ἀτμόσφαιρα. Ὅλοι ἄκουγαν μέ προσοχή. Τήν ἀγρυπνία παρακολουθοῦσαν καί δυό Ὀρθόδοξοι Λιβανέζοι, ἕνας κληρικός καί ἕνας νέος, πού τήν ὥρα ἐκείνη στέκονταν στά στασίδια τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ. Σέ μιά στιγμή γύρισε νά πῆ κάτι ὁ κληρικός στό νέο καί βλέπει τόν Γέροντα ὄρθιο, ὑπερυψωμένον ἀπό τό ἔδαφος 25–30 ἑκατοστά, νά κρατᾶ μέ τό ἀριστερό χέρι τό κομποσχοίνι του καί νά βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σέ φῶς. Τά ἀκάλυπτα μέρη τοῦ σώματός του, πρόσωπο καί χέρια, ἐξέπεμπαν φῶς· πολύ δυνατό φῶς! Ἀντικρύζοντας τό ἀσυνήθιστο καί ὑπερκόσμιο θέαμα τοῦ ἦρθε νά ξεφωνήση, ἀλλά ἡ φωνή του δέν ἔβγαινε. Βλέποντας τήν ἐκπληξη τοῦ κληρικοῦ ἐστράφη καί ὁ νέος πρός τά πίσω καί εἶδε καί αὐτός τό ἴδιο θέαμα. Ὁ Γέροντας εἶχε λίγο σκυμμένο τό κεφάλι, προσέχοντας στόν ἑαυτό του. Φαινόταν εὐχαριστημένος καί μειδιοῦσε. Αἰφνης δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν θαμβωμένοι ἀπό τό φῶς πού εἶχε δυναμώσει. Ὅταν σέ λίγο κατώρθωσαν νά σηκώσουν πάλι τά μάτια τους νά τόν κοιτάξουν, τόν εἰδαν πλέον στήν φυσιολογική του κατάσταση.

Αλλεσ Μαρτυριεσ Προσκυνητων

«Ἔχεις σπασμένα πόδια»

Γραπτή μαρτυρία Κωνσταντίνου... ἀπό Ἀ.:

«Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού πήγαινα στόν π. Παΐσιο. Μέ ρώτησε:

– Κώστα, πῶς ἦρθες ἐδῶ; Ἐσύ ἔχεις σπασμένα πόδια.

Καί συνέχισε:

– Κώστα, ὁ Θεός γιά νά τήν πάρη, τήν ἀγάπησε πιό πολύ.

– Ποιά πάτερ; Ρώτησα μέ ἀπορία.

– Τή μνηστή σου.

Πράγματι, τό 1991 εἶχα πάθει σοβαρό ἀτύχημα, εἶχα σπάσει τά πόδια μου καί σκοτώθηκε ἡ μνηστή μου».

«Θά πάρουμε τήν Πόλη»

Μιά ὁμάδα μαθητῶν τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς συμφώνησαν νά ρωτῆσουν τόν Γέροντα ἄν θά πάρουμε τήν Πόλη καί ἄν θά ζοῦν καί οἱ ἴδιοι τότε.

Πῆγαν στό Καλύβι του, πῆραν κέρασμα, ἀλλά ντρέπονταν νά ρωτήσουν. Ὁ ἕνας ἔκανε νόημα στόν ἄλλο καί τελικά κανείς δέν τολμοῦσε νά κάνη τήν ἐρώτηση. Τότε τούς λέγει ὁ Γέροντας: «Τί εἶναι, βρέ παλληκάρια; Τί θέλετε νά ρωτῆσετε; Γιά τήν Πόλη; Θά τήν πάρουμε καί θά ζεῖτε κιόλας».

Ἕνα παιδί μετέφερε τά λόγια τοῦ Γέροντα στόν δάσκαλο Κωνσταντῖνο Μαλλίδη, πού ἦταν καλός Χριστιανός καί θερμός πατριώτης. Αὐτός ἦρθε μέ ἐνδιαφέρον νά βεβαιωθῆ καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα, καί ρώτησε γιά τήν Πόλη. Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «Ἄστα αὐτά, Κώστα· δέν εἶναι γιά μᾶς αὐτά. Ἐμεῖς γιά ἄλλη Πόλη πρέπει νά ἑτοιμαζώμαστε».

Αὐτά ἦταν προσημάνσεις γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό τους, γιατί πράγματι δέν ἄργησε νά φύγη πρῶτα ὁ Κώστας καί ὕστερα ὁ Γέροντας, γιά τήν ἀληθινή καί οὐράνια Πατρίδα μας, «τήν καινήν πόλιν», τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ.

Ὁ Γέροντας καί οἱ νέοι

Ὁ Γέροντας εἶχε ἰδιαίτερη πνευματική σχέση μέ τούς νέους. Τούς ἀγαποῦσε πραγματικά σάν παιδιά του, ἐνδιαφερόταν νά βροῦν τόν δρόμο τους καί προσευχόταν γι’ αὐτούς. Τούς βοηθοῦσε νά ὑπερβοῦν τίς δυσκολίες καί τά προβλήματά τους. Συνέπασχε καί συμπονοῦσε μαζί τους. Αὐτοί διαισθανόμενοι τήν μεγάλη του ἀγάπη, τοῦ εἶχαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη, τοῦ ἔκαναν ὑπακοή, καί κυριολεκτικά τόν λάτρευαν. Ἔβλεπες στό Κελλί του ναρκωμανεῖς, ἀναρχικούς, παραστρατημένους, ψυχασθενεῖς, μπερδεμένους, ἀπελπισμένους μέχρι αὐτοκτονίας... Ἀφοῦ μέ τίς συμβουλές τοῦ Γέροντα μετανοοῦσαν καί συνέρχονταν, στήν συνέχεια τόν ἐπισκέπτονταν ἀλλοιωμένοι πνευματικά, ἀλλά καί κήρυκες μετανοίας στούς φίλους τους, πού τούς ἔφερναν μαζί τους στόν Γέροντα. Γιά νά φανῆ ὁ τρόπος βοηθείας σημειώνονται ἐνδεικτικῶς λίγα περιστατικά:

* *

Βοήθησε πολλούς τοξικομανεῖς νά ἀποτοξινωθοῦν. Στήν ἀρχή κατώρθωνε νά ξυπνήση τό ἐνδιαφέρον τους, νά ἐπικοινωνήση μαζί τους κερδίζοντας τήν ἐμπιστοσύνη τους. Τόν παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή καί δέχονταν τίς συμβουλές του. Πολλοί μέ τήν προσευχή καί τήν βοήθειά του ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τό πάθος καί ἔγιναν θερμοί Χριστιανοί καί καλοί οἰκογενειάρχες. Ἔλεγε μέ συμπόνια: «Τά καημένα, δέν μποροῦν νά συμμαζευτοῦν. Ἡ νεολαία σήμερα ἀχρηστεύεται μόνη τῆς». Ὁ ἴδιος τούς ἔδενε τά κορδόνια ἀπό τά παπούτσια, ἔδιωχνε τίς μύγες πού τούς ἐνωχλοῦσαν καί τακτοποιοῦσε τά μαλλιά τους πού ἔπεφταν στά μάτια τους. Τούς συμβούλευε νά ἐξομολογηθοῦν, νά ζοῦν πνευματική ζωή, νά βροῦν μιά ἁπλῆ ἐργασία, γιά νά ἀπασχολοῦνται. Συνιστοῦσε νά τρῶνε καρότα καί τούς ἔδινε καί ἄλλες πρακτικές ὁδηγίες. Τούς ἔστελνε σέ κατάλληλο περιβάλλον γιά ἀποτοξίνωση, τούς βοηθοῦσε νά ἐνταχθοῦν στήν κοινωνία καί νά δημιουργήσουν οἰκογένεια.

Ὁ Γέροντας με προσκυνητές

Κάποιος ναρκωμανής νέος, προσπαθοῦσε νά κόψη τό πάθος του ἀπό τό ὁποῖο ὑπέφερε ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του. Ἄν καί μέσα του εἶχε μιά ἀμυδρά καί ἀκαθόριστη εἰκόνα γιά τόν π. Παΐσιο, ἐν τούτοις στήριξε σ’ αὐτόν τήν τελευταία του ἐλπίδα. «Θἄχει αὐτός κανένα φάρμακο γιά νά τά κόψω», σκεφτόταν κατηφορίζοντας πρός τήν «Παναγούδα». Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε χαμογελώντας: «Ἔλα, ἔλα ἔχω κάτι καλά χάπια γιά σένα», καί τοῦ ἔβαλε στήν φούχτα του λίγα φουντούκια.

Φωτογραφία π. Γαβριήλ Φιλοθεϊτου

Πράγματι τά «χάπια» του ἀποδείχθηκαν ἀποτελεσματικά καί ἔγινε τό θαῦμα. Ἡ ἐξάρτηση τοῦ νέου ἀπό τά ναρκωτικά κόπηκε «μαχαίρι»!

* *

Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις πού μανιώδεις καπνιστές ἔκοψαν τό τσιγάρο χάρη στόν Γέροντα. Τά λόγια του δέν ἦταν ἁπλές συμβουλές ἀλλά εἶχαν δύναμη. Ἔφερναν διάθεση ἀποστροφῆς πρός τό τσιγάρο καί κοβόταν ἡ ἐπιθυμία νά καπνίσουν. Ἀλλά περισσότερο βοηθοῦσε μέ τήν προσευχή του.

* *

Ὁ Γέροντας θεωροῦσε καταστρεπτική τήν ἐπίδραση τῆς τηλεοράσεως γιά ὅλους καί ἰδιαίτερα γιά τά παιδιά καί τούς νέους. Ἀνέφερε μέ πόνο περιπτώσεις παιδιῶν πού οἱ γονεῖς τους, γιά νά ἔχουν τήν ἡσυχία τους, τά ἄφηναν ὧρες νά βλέπουν τηλεόραση, μέ ἀποτέλεσμα νά καταστρέφωνται διανοητικά, ψυχικά καί σωματικά. Τόνιζε ἐπί πλέον τήν βλάβη πού φέρνει στό σῶμα μέ τήν ἀκτινοβολία πού ἐκπέμπει στά κυοφορούμενα βρέφη καί στά μικρά παιδιά. Μιλοῦσε ἀκόμη καί γιά δαιμονικές ἐπιδράσεις. Γι’ αὐτό σέ κάθε εὐκαιρία ἀπέτρεπε ἀπό τήν τηλεόραση καί συμβούλευε νά τήν πετάξουν ἀπό τό σπίτι δίνοντας στά παιδιά τους κάτι ἄλλο πνευματικό (βίους Ἁγίων, ἀγρυπνίες καί προσκυνήματα) ἤ οὐδέτερο (ἀθῶα παιχνίδια καί ἐκδρομές).

Ι´. Ασθενεια Καί Μακαρια Κοιμηση

Πόνος καί ἀσθένειες

Ὁπως προαναφέρθηκε, ἡ ἄσκηση καί ὁ πόνος συνώδευαν ἰσοβίως τόν Γέροντα. Ὁ πόνος καί οἱ ἀσθένειες τοῦ εἶχαν γίνει σχεδόν μόνιμη κατάσταση. Ὁ ἴδιος πονοῦσε ἀλλά παρηγοροῦσε τούς πονεμένους.

Ὅταν ἐγχειρίστηκε στούς πνεύμονες, κρυολόγησε καί τοῦ ἔδωσαν ἰσχυρή ἀντιβίωση, ἐνῶ ἦταν νηστικός. Τοῦ φάνηκε «σάν νά ξεφλουδίστηκαν τά ἔντερά του». Ἔκτοτε ἀπέκτησε μεγάλη εὐαισθησία. Μέ τό παραμικρό κρυολόγημα εἶχε ἐνοχλήσεις, γουργουρητά καί ἔβγαζε ἀφρούς καί αἷμα. Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ ὁρισμένες τροφές.

Τά τελευταῖα χρόνια εἶχε συχνότερη αἱμορραγία στά ἔντερα, πού σταδιακά αὔξανε. Ἐξαντλεῖτο ἀπό τήν αἱμορραγία καί τήν μεγάλη κούραση. «Μοῦ ἔρχεται μερικές φορές νά σβήσω», ἔλεγε.

Μερικές φορές μάλιστα ἔπεφτε λιπόθυμος στήν αὐλή τῆς Καλύβης του, καί ὅταν συνερχόταν εὐχαριστοῦσε τόν Θεό, πού δέν τόν εἶδε κανείς.

Ἀπό τήν μεγάλη ἀπώλεια αἵματος τό πρόσωπό του ἔγινε κάτωχρο.

Ὁ Γέροντας δέν ἀνησυχοῦσε. Ὁ ἴδιος ἤξερε καλύτερα ἀπό τόν καθένα καί γιά τήν ἀσθένεια καί γιά τό τέλος του, πού αἰσθανόταν νά πλησιάζη, ἀλλά δέν τό ἔλεγε σέ ὅλους.

Ὁ Γέροντας, στίς 22 Ὁκτωβρίου 1993, βγῆκε ἀπό τό Ἅγίον Ὄρος, γιά τήν ἀγρυπνία τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου στήν Σουρωτή. Αὐτή ὅμως ἐπρόκειτο νά εἶναι ἡ τελευταία ἔξοδός του. Δέν θά ἐπέστρεφε πλέον οὔτε κεκοιμημένος.

Ἐν τῷ μεταξύ ἔπαθε εἰλεό. Ἔφραξαν τά ἔντερα, σταμάτησε γιά λίγο καί ἡ αἱμορραγία. Ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάστηκε νά ὑποκύψη στίς παρακλήσεις νά ὑποβληθῆ σέ ἐξετάσεις.

Ἡ ἀσθένειά του ἐξελίχθηκε ἐν συντομίᾳ ὡς ἐξῆς:

Στό Θεαγένειο Νοσοκομεῖο οἱ γιατροί διεπίστωσαν τήν ὕπαρξη προχωρημένου καρκίνου.

Ἀκολουθώντας τήν ὑπόδειξη τοῦ γιατροῦ πήγαινε γιά ἀκτινοβολίες, ὥστε νά προετοιμασθῆ ὁ ὄγκος γιά τήν ἐγχείρηση. Ἀφαιρέθηκε ὁ ὄγκος τοῦ παχέος ἐντέρου, ἀλλά ἡ νόσος ἐξελισσόταν τρομερά γρήγορα. Σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἦταν χαριτωμένος καί εὐδιάθετος, καί ἔλεγε τά ὄμορφα ἀστεῖα του, σάν νά μήν ἦταν αὐτός ὁ ἀσθενής. Παρηγοροῦσε καί ἀνακούφιζε ὅποιον πήγαινε κοντά του.

– Γέροντα, γιατί δέν κάνετε προσευχή νά σᾶς θεραπεύση ὁ Θεός, ἀφοῦ σᾶς ἔχουμε τόσο ἀνάγκη, τόν ρώτησε κάποιος.

Ἐτος 1992. Τό τελευταῖο Πάσχα τοῦ Γέροντα μέ τούς πατέρες.

– Τί; Νά κοροϊδεύουμε τόν Θεό; Ἀφοῦ ἐγώ ζήτησα νά μοῦ δώση αὐτή τήν ἀρρώστια...

Μακαρία καί ἀφανής κοίμηση

Ἐνῶ ὑποτασσόταν ταπεινά στίς ὑποδείξεις τῶν γιατρῶν, κάποια ἡμέρα κάλεσε τόν γιατρό καί τοῦ εἶπε:

– Ἐδῶ θά σταματήσουμε τήν θεραπεία.

– Γιατί, Γέροντα;

– Τώρα θά κάνεις ὑπακοή ἐσύ. Θά δώσεις ἐντολή νά σταματήσουμε. Τώρα δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Χθές θέλησα νά προσευχηθῶ γονατιστός καί δέν μπόρεσα. Δέν μπορῶ νά δῶ κανέναν· ἔληξε ἡ ἀποστολή μου. Αὐτό ἦταν. Ἐδῶ θά μέ ἀφήσετε.

– Γέροντα, τό συκώτι σας πρήστηκε καί σᾶς πονάει, τοῦ εἶπα, γιατί εἶχε κάνει μεταστάσεις φοβερές.

«Χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε:

– Ἀ, αὐτό εἶναι τό καμάρι μου, μή στενοχωριέσαι. Αὐτό μέ κράτησε ὥς τά ἑβδομήντα, καί αὐτό τώρα μέ στέλνει, ὅσο πιό γρήγορα μπορεῖ, ἐκεῖ πού πρέπει νά πάω. Μή στενοχωριέσαι γι’ αὐτό, μιά χαρά εἶμαι».

Δέν δεχόταν νά κάνη ἐνέσεις παυσίπονες. Δέν ἤθελε νά λείψη τελείως ὁ πόνος.

Ὁ Γέροντας εἶχε ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψη στό Ἁγίον Ὄρος. Νά κοιμηθῆ καί νά ταφῆ ἀφανῶς στό Περιβόλι τῆς Παναγίας,

Ἀλλά καί πάλι ἐμποδίστηκε ἀπό νέα ἐπιδείνωση τῆς ἀσθενείας. Πίσω ἀπό αὐτές τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια κρυβόταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή νά ταφῆ ἔξω στόν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι, ὅσο τόν εἶχαν ἀνάγκη, ὅταν ζοῦσε, ἄλλο τόσο θά τόν χρειάζονταν καί μετά τήν κοίμησή του.

Οἱ πόνοι συνεχῶς ἐπιτείνονταν καί ἔφθασαν πλέον νά ἰσοτιμούνται μέ τούς πόνους τῶν μαρτύρων.

Δέν πανικοβαλλόταν, δέν γόγγυζε, ἀλλά ὑπέμενε καί δοξολογοῦσε.

Ἔλεγε: «Ὅσο μέ ὠφέλησαν οἱ ἀρρώστιες, δέν μέ ὠφέλησε ἡ ἄσκηση πού σάν μοναχός ἔκανα τόσα χρόνια».

Στήν ἑορτή τῆς ἁγίας Εὐφημίας, 11 Ἰουλίου (ν.ἡ.), ἡμέρα Δευτέρα, κοινώνησε γιά τελευταία φορά γονατιστός στό κρεββάτι του, ἀφοῦ πλέον ἀδυνατοῦσε νά μεταβῆ στήν Ἐκκλησία.

Εἶχε σταματήσει νά βλέπη κόσμο. Ἤθελε νά εἶναι μόνος, νά προσεύχεται ἀπερίσπαστα καί νά προετοιμασθῆ καλύτερα γιά τήν ἔξοδό του. Ἐξυπηρετεῖτο μέχρι τέλους μόνος, ἐταλαιπωρεῖτο ἀφάνταστα, ἦταν ὅμως χαρούμενος καί εἰρηνικός.

Ὁ ἀπέριττος τάφος τοῦ Γέροντα στήν Ἰ.Μ. Ἁγ. Ἰωάννον τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς

Ὁ Γέροντας πέρασε τήν τελευταία νύχτα μαρτυρική. Ἐπεκαλεῖτο τήν Παναγία μέσα στούς πόνους του: «Γλυκειά μου Παναγία», ἔλεγε. Ἔχασε τις αἰσθήσεις του γιά δύο ὧρες, καί ὅταν συνῆλθε, μέ σβησμένη φωνή εἶπε: «Μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο», καί ἔπειτα ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Ἦταν ἡ 12η Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1994, ἡμέρα Τρίτη καί ὥρα 11η π.μ. καί μέ τό παλαιό ἑορτολόγιο ἡ 29η Ἰουνίου, μνήμη τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.

Ἐνταφιάσθηκε πίσω ἀπό τόν ναό τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, χωρίς νά μάθη καί χωρίς νά κληθῆ κανεἱς στήν κηδεία του. Αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Γέροντα. Νά γίνη ἀφανῶς ἡ κηδεία του.

Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, πού ἔγινε γνωστή ἡ κοίμησή του, τό τί συνέβη εἶναι ἀπερίγραπτο. Ἀπό ὅλα τά μέρη μιά κοσμοσυρροή ξεχυνόταν γιά νά προσκυνήσουν τόν τάφο του. Ἔβλεπε κανείς αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί εὐλαβείας. Ἄλλοι τόν ἐπεκαλοῦντο ὡς Ἅγιο. Ἄλλοι ἀπό εὐλάβεια ἔπαιρναν χῶμα ἀπό τόν τάφο του. Ὅσοι εἶχαν κάποιο προσωπικό του ἀντικείμενο τό θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία.

Ἐπάνω στόν ἀπέριττο τάφο του, σέ μαρμάρινη πλάκα, χαράχθηκε τό ποίημα πού γράφτηκε ἀπό τόν ἴδιο:

h6C

ΙΑ´. Θαυματα Μετα Τήν Κοιμηση

«Ούκ ἀπέστη ἡμῶν»

Ὁ Γέροντας δέν ἔπαυσε νά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους καί μετά τήν κοίμησή του. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στόν Γέροντα καί ζητοῆν τίς πρεσβεῖες του, ἐπειδή πιστεύουν στήν ἁγιότητά του. Ὁ τάφος του ἔγινε πανορθόδοξο προσκύνημα. Ἔχει πολλή εὐλογία καί χάρι. Συγκεντρώνει τούς πονεμένους καί παρηγορεῖ τούς θλιμμένους. Θεραπεύονται ἀσθενεῖς καί γίνονται πολλά θαύματα. Καί τό Κελλάκι του στό Ἅγίον Ὄρος ἔγινε ἐπίσης προσκύνημα. Καθημερινά περνοῦν ἐπισκέπτες πού εἶχαν γνωρίσει τόν Γέροντα καί εὐεργετήθηκαν, γιά νά τόν εὐχαριστῆσουν ἡ ἄλλοι γιά νά δοῦν ποῦ ζοῦσε.

Τά θαυμαστά γεγονότα πού κάνουν οἱ Ἅγίοι, ἐμφανίσεις καί θεραπεῖες, τά βλέπουμε καί στόν Γέροντα καί μετά τήν κοίμησή του. Ἰδιαιτέρως θεραπεύει καρκινοπαθεῖς καί δαιμονισμένους. Ἐμφανίζεται καί σώζει πολλούς ἀπό τροχαῖα δυστυχήματα. Πολλοί ἀσθενεῖς τόν εἰδαν μέσα στά Νοσοκομεῖα. Διάφορα προσωπικά του ἀντικείμενα θαυματουργοῦν καί ἐκπέμπουν ἄρρητη εὐωδία.

Εἶναι ἀμέτρητα τά μετά τήν κοίμηση θαύματα τοῦ Γέροντα καί συνεχῶς γίνονται καί νέα.

«Διά τοῦ λόγου τό ἀληθές» σημειώνονται στήν συνέχεια ἐπιλεκτικά ἐλάχιστα, ἐπιβεβαιωμένα καί μαρτυρημένα ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες.

Εὐωδία

Τό χάρισμα τῆς εὐωδίας καί μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντα δέν ἐξαφανίστηκε. Πολλοί αἰσθάνονται εὐωδία, ὅταν προσκυνοῦν τόν τάφο του, ὅταν ἐπισκέπτωνται τό Κελλί του στό Ἅγίον Ὄρος, ἤ ἄλλοι αἰσθάνονται εὐωδία ἐξερχόμενη ἀπό προσωπικά ἀντικείμενα ἤ ροῦχα του.

Ὅπως μαρτυροῦν οἱ πατέρες πού διαδέχθηκαν τόν Γέροντα στό Κελλί του, «τόν πρῶτο καιρό μετά τήν κοίμησή του σχεδόν ὅλοι οἱ ἐπισκεπτόμενοι τό Κελλί αἰσθάνονταν αὐτή τήν ξεχωριστή εὐωδία.

Μαρτυρεῖ ὁ π. Ἀ.Κ.: «Τήν χρονιά πού ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας ἔγινε Λειτουργία τήν ημέρα πού ἑώρταζε τό Κελλί του. Αἰσθάνθηκα κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἰσχυρή εὐωδία, η ὁποία μέ συνώδευσε μέχρι τό Κουτλουμούσι καί ἔπειτα χάθηκε».

Διάσωση παιδιοῦ

π. Χρῆστός Τσάνταλης ἀπό τή Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης καί ἐφημέριος Κερασιᾶς, μέ ἐννέα παιδιά, καταθέτει: «Μερικά ἀπό τά παιδιά μου ἔπαιζαν στήν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ καί κάποια στιγμή ἄρχισαν νά πηδοῦν τόν φωταγωγό. Ἕνα ἀγοράκι μου ἕξι ἐτῶν, πού ἀκόμη δέν μιλάει καλά, θέλησε καί αὐτό νά πηδήξη. Βρέθηκε στό κενό καί σάν βολίδα ἔφυγε πρός τά κάτω. Ἔπεσε ἀπό τόν τρίτο ὄροφο. Ἦλθαν τά παιδιά τρομαγμένα καί μοῦ τό εἶπαν. Ἔτρεξα μέ χτυποκάρδι στό βάθος τοῦ φωταγωγοῦ, γιά νά περιμαζέψω τό μικρό. Ἔμεινα ἔκπληκτος ὅταν τό εἶδα νά ἔρχεται πρός τό μέρος μου κατακίτρινο ἀπό τόν φόβο. Τό πῆγα στό Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροί τό ἐξέτασαν καί εἶπαν ὅτι δέν ἔχει τίποτε, οὔτε τό παραμικρό τραῦμα.

«Καταλάβαμε ὅτι πρόκειται περί θαύματος, καί σκέφθηκα πώς ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Νέας Μηχανιώνας ἔσωσε τό παιδί. Τό πῆγα στήν εἰκόνα της καί τό ρώτησα: «Αὐτή σέ φύλαξε;». Αὐτό ἀπάντησε «ὄχι». Μέ ὡδήγησε στήν φωτογραφία τοῦ π. Παϊσίου καί μοῦ τόν ἔδειξε μέ τό δάκτυλο (ὅτι δηλαδή αὐτός μέ κράτησε)».

Ἐπεμβάσεις σέ τροχαῖα

Ὁ κ. Στ. ἀπό τήν Καλαμάτα, κάτοικος Ἀθηνῶν, ταξίδευε μέ τό αὐτοκίνητό του πρός τά Ἰωάννινα. Καθ’ ὁδόν ἔπεσε θῦμα ἰσχυρῆς μετωπικῆς συγκρούσεως, κατά τήν ὁποία τό αὐτοκίνητό του κυριολεκτικά διαλύθηκε καί ὁ ἴδιος τραυματίστηκε σοβαρά στό κεφάλι. Μεταφέρθηκε ἀναίσθητος στό Νοσοκομεῖο καί μπῆκε στήν ἐντατική.

Ἐνῶ εὐρίσκετο στήν κατάσταση αὐτή, εἶδε μία φωτεινή νεφέλη καί στό μέσον ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό. Παρ’ ὅτι δέν εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή ἐκεῖνες τίς ἡμέρες εἶχε ἀκούσει ἀπό γνωστό του γιά κάποιον χαρισματοῦχο γέροντα Παΐσιο, μέσα στήν ἔκπληξή του ρώτησε αὐθόρμητα τόν ἄγνωστο μοναχό:

– Εἶσαι ὁ γέροντας Παΐσιος;

Ὁ Γέροντας δέν ἀπάντησε. Χαμογέλασε, τόν χάιδεψε ἐλαφρά στό κεφάλι καί τοῦ εἶπε:

– Μή φοβᾶσαι· θά γίνεις καλά!

Ὁ Στ. συνῆλθε. Ἄν καί σαστισμένος ἀπό τό παράδοξο τοῦ πράγματος, καί παρόλο πού ἀγνοοῦσε τόν θαυμαστό ἐπισκέπτη του, πίστεψε στήν διαβεβαίωσή του. Τήν διηγήθηκε μάλιστα μέ ἔντονο ὕφος καί στούς γιατρούς. Καί αὐτοί ἔκπληκτοι διαπιστώνοντας τήν ἀνθρωπίνως ἀνεξήγητη βελτίωσή του, ὡμολόγησαν:

– Ὁντως πρόκειται γιά θαῦμα!

Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό Νοσοκομεῖο, στόν δρόμο περνώντας μπροστά ἀπό ἕνα βιβλιοπωλεῖο ἔκπληκτος ἀντίκρυσε στήν βιτρίνα τόν σωτῆρα του. Ἀνεγνώρισε τήν μορφή του στό ἐξώφυλλο ἑνός βιβλίου. Ἔτσι ἀνεκάλυψε τόν εὐεργέτη του καί γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη τό ἀγόρασε καί τό διάβασε.

Συγκινημένος ἦλθε νά προσκυνήση στήν «Παναγούδα» (Ἰανουάριος 1998), ὅπου καί διηγήθηκε τά ἀνωτέρω. Ἐκτός τοῦ ὅτι τόν διέσωσε ἀπό βέβαιο σωματίκό θάνατο, ἡ ἐπέμβαση τοῦ Γέροντα ἄλλαξε καί ριζικά τήν ζωή του. Ἀνεζήτησε πνευματικό καί ἐξωμολογήθηκε. Σταμάτησε τήν κοσμική ζωή παρά τίς ἔντονες πιέσεις τῶν συγγενῶν. «Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νά συνεχίσω τά ἴδια· στόν νοῦ μου ἔρχεται συνέχεια τό χαμογελαστό φωτεινό πρόσωπο τοῦ Γέροντα», ἔλεγε μέ δάκρυα στά μάτια.

* *

Διήγηση εὐλαβοῦς ἐγγάμου Ἰερέως πού σπουδάζει στήν Θεσσαλονίκη. «Πρό καιροῦ ἦρθε ἕνας νέος καί μοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἐγώ χθές ἔπρεπε νά εἶχα πεθάνει, ἀλλά ὁ Θεός μέ ἔσωσε. Καθώς ἔτρεχα μέ μεγάλη ταχύτητα χτύπησα μέ τήν μοτοσυκλέττα μου ἐπάνω σέ ἕνα αὐτοκίνητο καί πετάχθηκα μακρυά. Τήν στιγμή ἐκείνη εἶδα ἕναν παππούλη νά μέ πιάνη γερά ἀπό τό δεξί χέρι καί ἔτσι δέν ἔπαθα τίποτε».

«Ἐγώ (ὁ ἱερεύς) τοῦ ἔδειξα μερικές εἰκόνες Ἁγίων καί φωτογραφίες συγχρόνων Γερόντων. Μόλις εἶδε τόν γέροντα Παΐσιο, φώναξε συγκινημένος: «Αὐτός ἦταν».

«Ὑστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ξαναήρθε καί μοῦ ἀνέφερε ὅτι ἐκ τῶν ὑστέρων ἀνεκάλυψε στό τσεπάκι τοῦ μπουφάν του, στόν δεξιό βραχίονα (ἀκριβῶς ἐκεῖ πού τόν ἔπιασε ὁ Γέροντας), δύο μικρές εἰκονίτσες, μιά τοῦ Χριστοῦ καί μιά τοῦ γέροντος Παϊσίου πού τίς εἶχε βάλει ἡ μητέρα του κρυφά».

Πνευματικές νεκραναστάσεις

Τά περισσότερα ἀλλά καί μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Γέροντα εἶναι τά ἠθικά θαύματα. Πολλοί ἄνθρωποι ἀδιάφοροι θρησκευτικά, ἄθεοι ἐκ πεποιθήσεως, χωρίς ἠθικούς φραγμούς, εἴτε μετά ἀπό κάποια μεταθανάτια ἐμφάνισή του, εἴτε συχνότερα ἀπό τήν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου του ἀναστήθηκαν πνευματικά, εἰσῆλθαν μέ ζῆλο στήν Ἐκκλησία καί κάποιοι καί στό μοναχικό στάδιο.

Νέος ζοῦσε στήν ἄγνοια καί στήν ἁμαρτία. Ὄχι τυχαῖα ἐπεσαν στά χέρια του οἱ Ἐπιστολές τοῦ Γέροντα, καί κυριολεκτικά συγκλονίστηκε. Ἄλλαξε ἡ ζωή του καί ἐπιθυμεῖ τόν μοναχικό βίο.

«Ἐγώ πρίν ἐξι χρόνια», ὁμολογεῖ ἕνας νέος ἀπό τούς πολλούς, «ἤμουν ἀναρχικός. Φοροῦσα σκουλαρίκια καί ἔπαιρνα ναρκωτικά. Κάποιος ἀπό τήν παρέα μου εἶχε ἕνα βιβλίο τοῦ π. Παϊσίου καί μοῦ τό ἔδωσε. Ἀπό περιέργεια τό ξεφύλλισα, μοῦ κίνησε τό ἐνδιαφέρον καί τό τελείωσα μέσα σέ μιά νύχτα. Ἀπό τότε ἀλλαξε ἡ ζωή μου».

Τό κασκόλ του ἐξαφανίζει ὄγκο

Μαρτυρία Φιλίτσας... ἀπό τόν Βόλο:

«Βρέθηκα στήν δύσκολη θέση νά μήν μπορῶ νά βοηθήσω καί νά ἠρεμήσω, τήν ἀπελπισμένη ἀδερφή μου, μετά ἀπό τήν ἔνδειξη ὄγκου στήν μαστογραφία πού ἔκανε.

«Μέ σεβασμό ζήτησα ἀπό ἀγαπητή μου φίλη τήν πολύτιμη κληρονομιά της, τό κασκόλ τοῦ σεβαστοῦ γέροντος Παϊσίου. Κρατώντας το σφιχτά στήν ἀγκαλιά μου, μέ χέρια τρεμάμενα, με ἔντονο χτυποκάρδι, ἔτρεξα καί τό ἐναπόθεσα στήν ἀγκαλιά τῆς πασχούσης. Ἐκείνη μέ δάκρυα στά μάτια πῆγε στό εἰκόνισμακαι προσευχήθηκε. Τῆς εὐχήθηκα περαστικά, καί τό ἐπέστρεψα ἀμέσως στήν φίλη μου.

«Μετά ἀπό 4–5 μέρες ἡ ἄρρωστη ἐπανέλαβε τήν μαστογραφία. Τό θαῦμα εἶχε γίνει. Ἡ μαστογραφία ἦταν πεντακάθαρη. Ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανιστῆ. Μεγάλη ἡ χάρι τοῦ γέροντος Παϊσίου».

Θεραπεία δαιμονισμένης

Ἕνα πρωινό τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1996 στήν ἔκθεση τῆς Μονῆς στήν Σουρωτή βρίσκονταν ἐκεῖ ἡ ὑπεύθυνη ἀδελφή, ἕνα ἀνδρόγυνο μέ τό μικρό τους κοριτσάκι καί τόν πατέρα τους, δύο μεσόκοπες γυναῖκες καί ἕνας νεαρός ἄνδρας. Ξαφνικά ἀκούστηκε μιά δυνατή κραυγή. Μιά ἀπό τίς μεσόκοπες γυναῖκες, ἀρκετά εὔσωμη, σωριάστηκε στό πάτωμα καί ἄρχισε νά χτυπιέται καί νά ὠρύεται ἄγρια. Κουνοῦσε τό κεφάλι γρήγορα πέρα-δῶθε. Τό θέαμα ἦταν πολύ ἄσχημο. Ἡ γυναίκα μέ τό παιδάκι βγῆκαν ἔξω, ἐνῶ οἱ ἄλλοι πλησίασαν νά τήν βοηθήσουν. Ἡ γυναίκα μούγκριζε, ἀγκομαχοῦσε καί ἔλεγε μέ μιά ἄγρια, ἀπειλητική, ἀνδρική φωνή: «Θά σᾶς κανονίσω ρέ ἐγώ πού δέν πιστεύετε, θά σᾶς δείξω ἐγώ... νά, τώρα ἀκόμα λίγο καί θά σᾶς βάλω ὅλους στό χέρι μέ τό 666... θά μέ προσκυνᾶτε ὅλοι... χαμένοι, ἠλίθιοι...» καί ἄλλες βρισιές.

Ἐπειτα ἄρχισε νά τσιρίζη καί ἔδειχνε φοβισμένη. «Παΐσιε, μέ καῖς, μέ καῖς, θέλεις νά μέ στείλης πίσω στά τάρταρα... Καί αὐτή ἡ χαμένη ὅλο σέ μοναστήρια μέ φέρνει... τί τήν βοηθᾶς; Μέ καῖς, μέ καῖς», καί στρίγγλιζε δυνατώτερα. Χτυπιόταν τόσο δυνατά, πού ὑπῆρχε φόβος νά σπάση τό κεφάλι τῆς. Ἦταν φανερό ὅτι τήν πείραζε ὁ δαίμονας.

«Ἄ... αααά, φώναζε πάλι... Νά, ἦρθε καί ἡ Μαρία τώρα... μέ καῖς Παΐσιε», εἶπε μέ μιά δυνατή φωνή καί ἔμεινε ἀκίνητη σάν νά λιποθύμησε.

Πλησίασαν διστακτικά οἱ παριστάμενοι γιά νά τήν βοηθήσουν, ἐνῶ οἱ γυναῖκες φρόντιζαν νά τήν σκεπάζουν μέ τά ροῦχα της. Ἀφοῦ τήν τακτοποίησαν, τήν σήκωσαν ἀπό τό πάτωμα. Εἶχε ἀνοίξει τά μάτια τῆς καί ἔκλαιγε ἤρεμα καί βουβά. Μιά εὐχαριστία ξεχύθηκε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της.

«Σ’ εὐχαριστῶ, Γέροντα... Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου», ἔλεγε καί ξανάλεγε μέ πολλή εὐγνωμοσύνη. Σηκώθηκε, πῆγε μπροστά σέ μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας καί ἀναλύθηκε σέ δυνατούς λυγμούς: «Θεέ μου... Θεέ μου. Πῶς μέ καταδέχθηκες τήν ἀνάξια... Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, σέ εὐχαριστῶ, Γέροντα... Δέν ἄξιζα, Θεέ μου, τέτοια βοήθεια».

Ἡ ὅλη σκηνή ἦταν πολύ συγκινητική. Ὕστερα χαιρέτησαν μέ εὐγνωμοσύνη τήν ἀδελφή καί ἔφυγαν.

Ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε δαιμόνιο. Φεύγοντας ἀνέφερε ὅτι τό προηγούμενο βράδυ εἶδε στόν ὕπνο τῆς τόν γέροντα Παΐσιο πού τῆς εἶπε: «Ἐλα στόν τάφο μου καί θά σέ κάνω καλά». Ἦρθε στό Μοναστήρι, ρώτησε ποῦ εἶναι ὁ τάφος τοῦ Γέροντα, προσκύνησε τόν τάφο καί ὕστερα ἦρθαν στήν ἐκθεση, ὅπου συνέβησαν τά παραπάνω.

Παρέχει ἀνάβλεψη

Μαρτυρία Ρωσσίδος, κυρίας Λαρίσας Νικολάεβνα Μάσλοβα, ἰατροῦ, ἀπό τήν Μόσχα: «Ἔπαθα δυστύχημα μέ ἀποτέλεσμα τό ἀριστερό μου μάτι νά χάση τελείως τό φῶς του. Μέ ἔφεραν στό πρῶτο Γενικό Νοσοκομεῖο τῆς Μόσχας. Οἱ θάλαμοι ἦταν γεμᾶτοι, γι’ αὐτό μέ ἔβαλαν στόν διάδρομο. Τή νύχτα δέν κοιμήθηκα καθόλου. Ἔκανα προσευχή καί στενοχωριόμουν πολύ. Πρός τό πρωί, ἐνῶ ἤμουν σέ μιά κατάσταση μεταξύ ὕπνου καί ξύπνιου, ἦρθε ὁ μπάτουσκα Παΐσιος, τόν εἶδα μπροστά μου ὁλοφάνερα καί τόν ἀναγνώρισα, γιατί εἶχα διαβάσει ἕνα βιβλίο σχετικό μέ τήν ζωή του. Μοῦ σκέπασε τό κεφάλι μέ μιά πετσετούλα καί ἐξαφανίστηκε. Τήν ἴδια στιγμή κατάλαβα ὅτι βλέπει τό τυφλό μάτι μου. Οἱ γιατροί δέν χρειάσθηκε νά κάνουν τίποτε. Νοσηλεύτηκα στήν παραπάνω κλινική ἀπό 4 μέχρι 11 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 2002. Ὁ ἀριθμός τοῦ ἱστορικοῦ τῆς ἀσθενείας μου εἶναι 31171.

«Εὐχαριστῶ τόν Θεό γιά τό ἔλεός Του σέ μένα καί τόν μπάτουσκα Παΐσιο γιά τήν βοήθειά του».

Παριστάμενος σέ κουρά μοναχῆς

* * *

2

Λέξη τούρκικη, σύνθετη. Προσφώνηση πού δείχνει σεβασμό καί ἀγάπη. Σημαίνει: Μητέρα προσκυνήτρια.

3

Ανάδοχός του ἦταν ἡ Αναστασία, σύζυγος τοῦ Προδρόμου Κορτσινόγλου, τοῦ ψάλτη τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου.

4

Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου γράφτηκε ἀπό τόν γέροντα Παΐσιο. Ἔργα τοῦ ἰδίου εἶναι καί: «Ὁ Γέρων Χατζη-Γεώργης ὁ Ἀθωνίτης», «Ἁγίορείται Πατέρες καί ἀγιορείτικα» καί «Ἐπιστολές». Ἡ σειρά «Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι», πού ἐκδίδει ἡ Ἱ. Μονή Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Σουρωτῆς, περιέχει τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντα.

5

Νερό διηθημένο ἀπό βρασμένη στάχτη. Χρησιμοποιεῖτο παλαιά γιά πλύσιμο ρούχων καί οἰκιακῶν σκευῶν.

6

Κλῖμαξ Κ´, στ´: «Ἐν οἶς εἴωθας τόποις ἐκδειματοῦσθαι μή ὄκνει παραγίνεσθαι ἀωρί... Πορευόμενος, προσευχῇ ὁπλίζου· καταλαβών, τάς χεῖρας διαπέτασον».

7

Ἰω. ια´, 25.

8

Γέν. λθ´, 2.

9

Ἦταν πράγματι χαρακτηριστικοί οἱ ἀντίχειρες τοῦ Γέροντα. Ἡ τελευταία φάλαγγα τῶν δακτύλων ἦταν πιό μικρή καί τά νύχια σχεδόν μισά.

10

Πράξ. ε´, 29.

11

Κλῖμαξ Δ´ κα´.

12

«Ἡ θεότης, δηλαδή ἡ θεἱα χάρις καθ’ ἑαυτήν, ἤγουν μοναχή δέν φαίνεται, ἐάν δέν ἔλθῃ εἰς τήν λογικήν ψυχήν. Καί ἀνίσως ἡ αἰσθητή φωτία δέν φαίνεται εἰς τά αἰσθητά, ὅταν δέν εὐρη ὑλην, μήτε ἡ νοητή φωτία φαίνεται εἰς τά νοητά, ὅταν δέν εὕρῃ ὕλην τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ», Ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, Λόγος Γ´, σ. 38.

13

Ψαλμ. λς´, 23.

14

Κλιμαξ Ζ´, ν´.

15

Ὁ Ἁγίος Ἀρσένιος, σ. 27.

16

Στίς 27 Φεβρουαρίου 1974.

17

Συγκεκριμένα στίς 30–11–73 (ἤ 74).

18

Στίς 30–1–74 (ἤ 75).

19

Στίς 26–5–1977.

20

Ἐλέχθησαν στίς 28 Μαῖου 1977.

21

Στίς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1979.

22

Γιά τήν ἀκρίβεια, τά ἀναφερόμενα στό παρόν κεφάλαιο δέν ἐλέχθησαν ὅλα στόν «Τίμιο Σταυρό».

23

Βλ. καί ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Κατσαμπίρη, Ὁ Ἅγίος Ἰερομάρτυς Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάν, Ἀθήναι 21990, σ. 525.

24

Στίς 21 Φεβρουαρίου 1985.

25

Ἴσως ἐπειδή μερικές φορές πετοῦσε ἐκεῖ κοντά φλοῦδες.

26

Παραπέμπομε τόν ἀναγνώστη στήν ἐπιστολή τοῦ Γέροντα πού κυκλοφόρησε αὐτοτελῶς, καθώς καί σέ ἕνα φυλλάδιο, πού περιέχει ἀποσπάσματα ἀπομαγνητοφωνημένης συνομιλίας του γι’ αὐτά τά θέματα, Ἔκδοση Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα 1995. Βλ. ἐπίσης Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Β´, σ. 175–192.

27

Ἀποκ. ἰζ´, 18.

28

Λουκ. κ´, 25.


Источник: Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης. Ο ασυρματιστής του Στρατού και του Θεού / Ισαάκ ιερομόναχος ; Επιμέλεια: Καραΐσκος Δημήτριος. - Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού, 2013. - 102 p.

Комментарии для сайта Cackle