Источник

Δευτερο μερος. Βιογραφικα Σε Θεματικες Ενοτητες

Α´. Αρετες

«Πλουτοταπείνωσις»

Ὅπως τό ἅλας μπαίνει σέ ὅλα τά φαγητά καί τά νοστιμίζει, ἔτσι καί στήν ζωή τοῦ Γέροντα, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις, στά λόγια, στά γραπτά, στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους, συναντοῦμε τήν ταπεινοφροσύνη. Ἐνδύθηκε ἡ ψυχή του σάν ἔνδυμα τήν ταπείνωση, τήν «στολή τῆς θεότητος»29.

Τά θαύματα καί οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ἀντί νά τοῦ φέρνουν λογισμούς ὑπερηφανείας, γίνονταν ἀφορμές ταπεινώσεως καί μεγαλυτέρου ἀγῶνος. Αὐτή εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ταπεινώσεώς του. Ταπείνωση ἀρχοντική, «πλουτοταπείνωσις»30.

Ἀποστρεφόταν καί ἀπέφευγε τίς τιμές, τίς διακρίσεις, τά ἀξιώματα, τήν προβολή, ὅπως ἡ μέλισσα τόν καπνό. Εἶχε βαθειά καί ἀληθινή ταπεινοφροσύνη, ὅπως φαίνεται ἀπό αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις του.

Στήν Κέρκυρα ὅταν συνάντησε τόν φίλο καί συστρατιώτη του Παντελῆ Τζέκο, ἐκεῖνος τόν σύστησε στήν μητέρα του: «Αὐτός εἶναι πού μέ ἔσωσε». Ὁ Γέροντας τινάχθηκε ἐπάνω καί εἶπε ζωηρά: «Ὄχι, ὄχι ἐγώ, ὁ Κύριος».

Στήν ἐπικοινωνία μαζί του δέν ἔνιωθες διαφορά, δέν σέ ἄφηνε νά αἰσθάνεσαι κατώτερος, γιατί ὁ ἴδιος δέν αἰσθανόταν ὅτι στέκεται ψηλότερα, ἀλλά ἔβλεπε τούς ἄλλους ἀνωτέρους του.

Ἔλεγε γιά τήν ταπείνωση: «Δέν ἀρκεῖ μόνο νά διώχνουμε τούς λογισμούς ὑπερηφανείας, ἀλλά νά σκεφθοῦμε τήν θυσία καί τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τήν δική μας ἀχαριστία. Τότε ἡ καρδιά μας καί γρανιτένια νά εἶναι ραγίζει.

Θέλοντας νά δείξη τά ἀποτελέσματα τῆς ταπεινώσεως ἀνέφερε τό ἑξῆς: «Μιά φορά ἕνα γατάκι ἦταν ἄρρωστο. Τό καημένο, πήγαινε νά κάνη ἐμετό καί δυσκολευόταν πολύ, δέν μποροῦσε. Τό πόνεσα πού ὑπέφερε. Τό σταύρωσα, τίποτε! «Βρέ χαμένε», λέω στόν ἑαυτό μου, «ἕνα γατάκι δέν μπορεῖς νά βοηθήσης». Ὅταν ταπεινώθηκα, ἀμέσως ἔγινε καλά».

Γιά νά ἀποφύγη τίς ἐκδηλώσεις τιμῆς κατά τήν κηδεία του, ἀλλά καί στήν συνέχεια, ἐπιθυμοῦσε νά κοιμηθῆ καί νά ταφῆ ἀφανῶς στό Ἅγίον Ὄρος. Ἀλλά ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικό, ταπεινά ὑπάκουσε καί ἔκοψε καί τήν τελευταία ἐπιθυμία του. Μόνο ζήτησε νά μήν κληθῆ κανείς στήν κηδεία του.

* *

Ὁ γέροντας Παΐσιος εἶχε τήν μακαρία ἀπλότητα, εἶχε ἁγιότητα βίου, ἔβλεπε τό ἄκτιστο φῶς καί ζοῦσε μεγάλες καταστάσεις, ἀλλά εἶχε καί τήν πνευματική γνώση. Ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι αὐτά πού ζοῦσε ἦταν γεγονότα θεῖα, σπάνιες καταστάσεις χάριτος. Ἀλλά ἐγνώριζε καλύτερα ὅτι αὐτά ἦταν τοῦ Θεοῦ· δικές του ἦταν μόνο οἱ ἁμαρτίες. Εἶχε πλήρη συνείδηση ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν μιά ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ στόν ἴδιο. Γι’ αὐτό ἔλεγε: «Εἶμαι ἕνα κονσερβοκούτι, πού γυαλίζει στόν ἥλιο καί φαίνεται χρυσό, ἀλλά εἶναι ἄδειο. Ἄν μέ ἐγκαταλείψη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, θά γίνω ὁ πιό μεγάλος ἀλήτης καί θά γυρίζω μέσα στήν Ὁμόνοια, πού καί σάν λαϊκός δέν πάτησα ποτέ σέ καφενεῖο».

Τήν μεγάλη του ἄσκηση δέν τήν ἐλάμβανε καθόλου ὑπ’ ὄψιν του, διότι τήν ἔκανε ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί ὄχι «χάριν μισθαποδοσίας». Ἔνιωθε ἐλεημένος καί ὑποχρεωμένος στόν Θεό. Ἀναστέναζε καί πονοῦσε, διότι δέν εἶχε κάνει τίποτε. «Γνώρισα Ἁγίους καί ἔπρεπε νά κάνω πολλά», ἔλεγε. Ἔνιωθε ὅτι δέν ἀνταποκρίθηκε, δέν κατώρθωσε νά προσφέρη αὐτά πού ἔπρεπε στόν Θεό.

Αὐτός ἦταν ὁ Γέροντας. Μέγας, βυθισμένος μέσα στήν ἄβυσσο τῆς «πλουτοταπεινώσεώς» του, μέ πλήρη ἐπίγνωση τῶν θείων χαρισμάτων, ἀλλά καί τῆς ἀναξιότητός του.

Ἐργάτης καί κήρυξ μετανοίας

Ἐπιστρέφοντας ἀπό μιά ἔξοδό του στόν κόσμο ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἡ ἁμαρτία σήμερα ἔγινε τῆς μόδας. Οὔτε τό δέκα τοῖς ἐκατό δέν ἦταν ἐξομολογημένοι ἀπό αὐτούς πού εἶδα. Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη καί κάθε μέρα νά ἐξομολογοῦμαι καί αὐτοί δέν βρίσκουν ἁμαρτίες!».

Ὁ Γέροντας ἐκινεῖτο σέ ἄλλον πνευματικό χῶρο. Ἀξιολογοῦσε διαφορετικά τίς πράξεις του. Γιά τούς ἄλλους εὕρισκε πάντα ἐλαφρυντικά, τόν ἑαυτό του ὅμως τόν ἔκρινε αὐστηρά. Ἔλεγε: «Τεκμήριο γνησιότητος τῆς πνευματικῆς ζωῆς κάποιου εἶναι ἡ μεγάλη αὐστηρότητα στόν ἑαυτό του καί ἡ πολλή ἐπιείκεια στούς ἄλλους. Νά μήν χρησιμοποιῆ τούς κανόνες γιά κανόνια ἐναντίον τῶν ἄλλων». Ἔκανε λεπτή πνευματική ἐργασία, μετανοοῦσε, ἐξωμολογεῖτο καί ἔκανε μέ φιλότιμο αὐτοπροαίρετες ἀσκήσεις καί κανόνες, μιμούμενος τούς Ἁγίους. Ἀνέφερε: «Ὅταν ἔλεγαν οἱ Ἁγιοι ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, τό πίστευαν. Τά πνευματικά τους μάτια εἶχαν γίνει σάν μικροσκόπια καί ἔβλεπαν καί τά παραμικρά σφάλματά τους σάν μεγάλα».

Ὅποιος ἄκουγε τόν Γέροντα νά μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του, θά σχημάτιζε τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι μεγάλος ἁμαρτωλός. Ζοῦσε ἔντονα τήν μετάνοια, ἀλλά μέσα του εἶχε παρηγοριά καί χαρά πού ξεχείλιζε.

Ἡ μετάνοιά του ἦταν φλογερή, γι’ αὐτό αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογῆται συχνά. Γιά ἕνα διάστημα, ἐκτός τῶν ἀλλων ἀσκήσεων ἔκανε καί ἑβδομήντα ἑπτά κομποσχοίνια τριακοσάρια μέ σταυρούς. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό συμβολικά τήν ἑβδομηκοντάκις ἑπτά συγχώρηση. Αὐτός ἦταν ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός, ὅπως πίστευε, καί ζητοῦσε διακαῶς ἀπό τόν Θεό τό ἔλεος καί τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του.

Κληρικός προσκυνητής παραβρέθηκε σέ ἀγρυπνία στήν Ἰ. Μονή Σταυρονικήτα. Ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό κάποιον μοναχό πού καθόταν στό διπλανό στασίδι καί σέ ὅλη τήν ἀγρυπνία ἔκλαιγε ἀσταμάτητα. Προσπαθοῦσε νά μή γίνη ἀντιληπτός, ἀλλά δέν τά κατάφερε. Ρώτησε καί ἔμαθε ὅτι ὁ μοναχός ἦταν ὁ π. Παΐσιος.

Πλήθη ἀνθρώπων προσέρχονταν, τοῦ ἄνοιγαν τήν καρδιά τους καί ζητοῦσαν βοήθεια. Ὁ Γέροντας τούς ἐξηγοῦσε ὅτι δέν εἶναι Πνευματικός: «Πηγαίνετε σέ κανέναν Πνευματικό νά ἐξομολογηθῆτε». Κάποιος τοῦ ἀπάντησε: «Γέροντα, στόν πεινασμένο μήν δείχνης στράτες, τίς στράτες τίς ξέρει. Ὁ πεινασμένος κομμάτια θέλει νά χορτάση».

Ὁ Γέροντας τούς δεχόταν μέν, ἀλλά τούς ἐξηγοῦσε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ συζήτηση καί ἡ συμβουλή καί ἄλλο τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Τόνιζε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά πῆνε στόν Πνευματικό νά ἐξομολογηθοῦν καί νά τούς διαβάση συγχωρητική εὐχή. Ὄχι μόνο γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά καί ὡς προϋπόθεση τῆς συζητήσεως μαζί του. «Πρίν ἀπό τήν ἐξομολόγηση, τό μυαλό εἶναι θολωμένο», ἔλεγε, «καί δέν θά μπορέσουμε νά συνεννοηθοῦμε».

Λυπόταν γιά ὅσους δέν μετανοοῦσαν, καί εὐχόταν. Τούς ἀδιάφορους προσπαθοῦσε νά τούς φέρη σέ συναίσθηση, νά αἰσθανθοῦν τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογηθοῦν.

Ὅταν ἔβλεπε κάποιον πού μετανοοῦσε καί ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, εἶχε ἔκδηλη χαρά. Συνέπασχε μέ τούς μετανοοῦντες καί τούς ἐνίσχυε. Ἀποροῦσε καί στενοχωριόταν γιά ὅσους λιποψυχοῦσαν καί ἀπογοητεύονταν ἀπό τίς πτώσεις τους στήν ἁμαρτία. Ἔλεγε: «Μά ἀφοῦ ὑπάρχει μετάνοια. Οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι μεγαλύτερες ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ;». Πρόσθετε: «Δέ μ’ ἐνδιαφέρει πόσο ἁμαρτωλός εἶναι κάποιος. Μέ ἀνησυχεῖ, ἄν ἔχη γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὁ Θεός θά κρίνει ἀνάλογα μέ τήν ἐργασία πού ἔχει κάνει ὁ καθένας στόν παλαιό του ἄνθρωπο. Ἡ ψυχή, ὅταν κόψη τά ἐλαττώματά της, τότε θά παρουσιασθεῖ ὡραία στόν Χριστό».

Ἄν τοῦ ζητοῦσε ἀσθενης νά προσευχηθῆ γιά τήν ὑγεία του, συνιστοῦσε νά ἐξομολογηθῆ καί νά κοινωνήση. Τό ἴδιο ἔλεγε σέ φοιτητές, γιά νά ἔχουν ἀπόδοση στά μαθήματα. Σέ ἀνδρόγυνα μέ προβλήματα συνιστοῦσε νά ἔχουν Πνευματικό, νά ἐξομολογοῦνται, νά κοινωνοῦν καί νά ζοῦν πνευματικά. Ὡς κοινό καί ἰσχυρό φάρμακο γιά ὅλες τίς περιπτώσεις ὑποδείκνυε τήν μετάνοια. Αὐτή ἀποτελοῦσε τόν πυρῆνα τοῦ κηρύγματός του.

Λυπόταν πού «χάθηκε ἡ αἴσθηση μετανοίας ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἀμαρτάνουν καί δέν τούς ἐλέγχει ἡ συνείδησή τους. Ὁ ἑαυτός μας ἔχει ἀτέλειωτη δουλειά. Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ, ὅπως ἕνα ξυλόγλυπτο πού μπορεῖ νά τό δουλεύη κανείς σέ ὅλη του τήν ζωή μέ φακό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀρχίση δουλειά μέ τόν ἑαυτό του, θά τοῦ βρεῖ δουλειά ὁ διάβολος νά ἀσχολῆται μέ τούς ἄλλους. Χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε πνευματική εὐαισθησία. Ὁ Χριστιανός πρέπει νά βλέπη τά πάθη πού ἔχει μέσα του, νά μετανοῆ γι’ αὐτά καί ὄχι νά ξεχνάη. Οἱ Εὐρωπαῖοι καπακώνουν τήν συνείδησή τους καί μετά ζοῦν σέ μιά κατάσταση, πού οὔτε ἔχουν τίποτε, οὔτε καλά εἶναι. Ὅταν συμβαίνη κάτι, δέν πρέπει νά στενοχωρούμαστε, ἀλλά νά τακτοποιούμαστε. Ἐγώ, ὅταν ἔβλεπα καμμιά ἁμαρτία μου, χαιρόμουνα, ἐπειδή ἀποκαλύφθηκε ἡ πληγή μου γιά νά τήν θεραπεύσω. Κάποιος σπάζει ἕνα ποτήρι καί γελᾶ. Δέν εἶναι τόσο τό σπάσιμο τοῦ ποτηριοῦ, ὅσο ἡ μή ἀναγνώριση αὐτοῦ πού ἔκανε. Ἐφ’ ὅσον γελᾶ, δέν ἀναγνωρίζει τό σφάλμα του καί θά σπάσει καί ἄλλο. Πρέπει νά λυπηθῆ κανεῖς κατ’ ἀναλογίαν τοῦ σφάλματός του, διότι ἀλλιῶς πέφτει στά ἴδια».

Δίδασκε ἀπό τήν πεῖρα του: «Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευματική ζωή. Ἄν μετανοήσουμε εἰλικρινά γιά κάποιο σφάλμα μας, δέν χρειάζεται νά τό ξεπληρώσουμε μέ κάποια ἀρρώστια. Ἐπιτρέπει ὁ Θεός τίς ἀρρώστιες ἤ τίς ἀδικίες γιά τά ἐν ἀγνοίᾳ σφάλματά μας».

Ἀκόμη συνιστοῦσε σέ ὅλους «μετάνοια, γιά νά ἀποφευχθῆ ὁ πόλεμος, διότι, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ τίς ἁμαρτίες μας προκαλοῦμε τούς πολέμους. Ὁ κόσμος αὐτός χάλασε, γι’ αὐτό καί θά καταστραφεῖ (ἄν δέν μετανοήση). Μοιάζει μ’ ἕνα τσουβάλι τρύπιο πού δέν ἐπιδέχεται μπάλωμα. Ἴσως ὁ Θεός μπορέση νά φτειάξη ἀπ’ τό τρύπιο τσουβάλι κανένα μικρό σακκουλάκι». Ἔλεγε σέ κάποιο μοναχό: «Εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιά ὅ,τι συμβαίνει· τό καταλαβαίνεις; Ἕνας πού προσπαθεῖ νά γίνη καλύτερος, ἐπηρεάζει καί τούς γύρω του καί ὅλο τόν κόσμο. Ἄν ἐγώ ἤμουν ἅγιος, μέ τήν προσευχή μου θά βοηθοῦσα πολύ». Ἰδιαίτερα γιά τούς μοναχούς ἔλεγε ὅτι ντύνονται τήν μετάνοια. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι μετάνοια.

Αὐτή τήν σωτήριο μετάνοια ντύθηκε ὁ Γέροντας καί ἀναδείχθηκε μέγας ἐργάτης καί κήρυκας τῆς μετανοίας.

Φιλότιμο

Φιλότιμο, κατά τόν Γέροντα, «εἶναι εὐλαβικό ἀπόσταγμα τῆς καλωσύνης, ἡ λαμπικαρισμένη ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Τότε ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη ἀπό μεγάλη εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, καί ἀπό πνευματική λεπτότητα (εὐαισθησία), προσπαθεῖ νά ἀνταποδώση καί τήν παραμικρή καλωσύνη πού τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι». «Ὅ,τι γίνεται πέρα ἀπό καθῆκον καί ὑποχρέωση, χωρίς νά ζητηθῆ, ἀπό ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, αὐτό εἶναι τό φιλότιμο.

Ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ Γέροντα χαρακτηρίζονται ἀπό αὐτήν τήν ἀρετή. Ἀπό τήν ἁπλῆ βοήθεια σέ κάποιον, ὥς τήν αὐτοθυσία του στόν πόλεμο γιά νά μήν κινδυνεύσουν καί σκοτωθοῦν ἄλλοι, καί ἐν συνεχείᾳ στήν μοναχική ζωή, μέ τούς φιλότιμους ἀγῶνες του πού ξεπερνούσαν τήν ἀντοχή του. Τόν συγκινοῦσε, ὅταν ἔβλεπε καί στούς ἄλλους φιλότιμο. Ἔλεγε: «Νά κινούμαστε μέ φιλότιμο. Τά φιλότιμα παιδιά προσέχουν, πῶς νά ξεκουράσουν καί νά εὐχαριστῆσουν τούς γονεῖς. Ἐμεῖς οἱ μοναχοί νά γνωρίζουμε τί ἀναπαύει τόν Γέροντα καί νά τό κάνουμε πρίν μᾶς τό πῆ. Νά ἔχετε φιλότιμο καί νά μήν ἐκμεταλλεύεστε τήν καλωσύνη τῶν ἄλλων. Ὁ φιλότιμος βομβαρδίζεται ἀπό εὐλογία, ἐνῶ ὁ γκρινιάρης γεννᾶ κακομοιριά. Ἡ καρδιά δέν καθαρίζεται μέ «κλίν»31, ἀλλά μέ φιλότιμο. Νά μήν ἀφήνουμε τόν ἄλλον νά κουράζεται. Νά γινώμαστε θυσία. Μιά γυναίκα ἔλεγε: «Ἀφοῦ ὁ Χριστός πικράθηκε καί ἐγώ τόν πίκρανα, δέν θέλω νά ἔχω χαρά». Καί εἶχε μιά χαρά! Ἔλεγε στούς ἄλλους νά προσευχηθοῦν νά μήν ἔχη χαρά, ἀλλά νά πονᾶ γιά τόν Χριστό. Τί φιλότιμο! Καί ὅσο ἔλεγε αὐτά, ἄλλη τόση χαρά καί ἀγαλλίαση εἶχε. Αὐτή βγῆκε ἀπό τόν ἑαυτό της».

Συνιστοῦσε ὁ Γέροντας: «Νά κάνουμε τό καλό ὄχι ὠφελιμιστικά, οὔτε νομικά, ἀλλά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό. Τότε ὄχι μόνο μέ εὐκολία κάνω ὅ,τι ὑποχρεοῦμαι, ἀλλά θυσιάζω καί ὅ,τι δικαιοῦμαι».

Ὁ Γέροντας ἐξαϋλωμένος «Τίς σάρκες του τίς θυσίασε ἀπό φιλότιμο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».

Τό φιλότιμο, αὐτή ἡ χαρακτηριστική του ἀρετή, λαϊκό τόν ἀνέδειξε εὐεργέτη, στρατιώτη ἥρωα καί μοναχό Ἅγίο.

Ἐμπιστοσύνη στήν θεία πρόνοια

Ὁ Γέροντας εἶχε μεγάλη πίστη στόν Θεό καί τελεία ἐμπιστοσύνη στήν θεία πρόνοια, γι’ αὐτό ἔλεγε: «Εἶμαι σίγουρος χίλια τοῖς ἐκατό, ἄν δώσω τώρα σέ κάποιον αὐτό τό πλεκτό, μέχρι νά πάω στό Καλύβι μου, ὁ Θεός θά μοῦ στείλει ἄλλο. Ἀλλά στήν ἀρχή, γιά νά μᾶς δοκιμάση32, μᾶς ἀφήνει λίγο καί νά κρυώσουμε καί νά ἀρρωστήσουμε καί ἐκεῖ χρειάζεται προσοχή. Νά μήν πῆ κανείς «Χριστέ μου, ἐγώ γιά τήν ἀγάπη σου τό ἔδωσα καί σύ μ’ ἄφησες νά ἀρρωστῆςω;».

Ἡ ἐλπίδα, πού «οὐδέποτε καταισχύνει», τόν συνώδευε σέ ὅλη του τήν ζωή καί περισσότερο στίς δυσκολίες. Μέσα στό σκότος καί στήν ὁμίχλη μιλοῦσε γιά ξαστεριά. «Ὅλα θά πᾶνε καλά, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε σέ ἀπεγνωσμένες ψυχές. Σέ κάποιον πού ἀνησυχοῦσε γιά τίς ἐχθρικές ἐπιβουλές ἐναντίον τῆς Πατρίδος, ἔδωσε τήν ἐξῆς ἐλπιδοφόρο ἀπάντηση: «Κι ἄν μοῦ ποῦν ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς Ἕλληνας, ἐγώ δέν ἀνησυχῶ. Μπορεῖ ὁ Θεός νά ἀναστῆση ἕναν Ἕλληνα. Φθάνει καί ἕνας». Ἀκόμη πίστευε: «Καί ἕνας Χριστιανός νά μείνη μόνο, ὁ Χριστός θά κάνει τό σχέδιό Του». Ὅταν ἄλλοι μιλοῦσαν γιά δυσάρεστες μελλοντικές ἐξελίξεις στό Ἔθνος καί ἔσπερναν τόν φόβο, ὁ Γέροντας μετέδιδε αἰσιοδοξία καί ἐλπίδα· μιλοῦσε γιά ἀναστημένη Ἑλλάδα καί γιά ἀνάκτηση τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς. «Ὑπάρχει καί Θεός· τόν Θεό ποῦ τόν ἐχεις βάλει;», εἶπε σέ κάποιον κληρικό πού ἔβλεπε τό μέλλον τῆς Πατρίδος ζοφερό.

Ἔλεγε: «Ἄν δέν εἶχα ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, δέν ξέρω τί θά γινόμουν. Ὁ ἀνθρωπος νά ἐνεργῆ μέχρις ἑνός σημείου. Μετά ὁ Θεός. Νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη». Αὐτό δέν ἦταν γιά τόν Γέροντα μιά ἀκαθόριστη ἐλπίδα, ἀλλά χειροπιαστή βεβαιότητα, μαρτυρουμένη μάλιστα μέ ἄπειρα παραδείγματα.

Στήν ζωή του δοκίμασε πάμπολλες φορές τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέ διαφόρους τρόπους. Ὡς στρατιώτης εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο καί τό χάρισε. Ἔπειτα ζητοῦσε νά βρῆ Εὐαγγέλιο, νά διαβάζη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔστειλαν στήν Μονάδα τους τά Χριστούγεννα 200 δέματα, καί μόνο στό δικό του ὑπῆρχε Εὐαγγέλιο.

* *

Κάποτε βαδίζοντας στόν δρόμο βρῆκε ἕνα ὡραῖο μεγάλο μανιτάρι. «Δόξα τῷ Θεῷ», εἶπε, «στήν ἐπιστροφή θά τό κόψω γιά νά περάσω μ’ αὐτό τό βράδυ». Ὅταν ἐπέστρεψε κάποιο ζωντανό εἶχε φάει τό μισό μανιτάρι. Δίχως νά στενοχωρηθῆ εὐχαρίστησε πάλι τόν Θεό: «Δόξα τῷ Θεῷ, τόσο ἔπρεπε νά φάω», σκέφθηκε καί τό πῆρε. Ὅταν τήν ἀλλη μέρα τό πρωΐ βγῆκε ἀπό τό Καλύβι του, ὅλος ὁ τόπος ἦταν γεμᾶτος μανιτάρια. Καί πάλι εὐχαρίστησε τόν Θεό. «Δόξα τῷ Θεῷ» καί γιά τό ἕνα, καί γιά τό μισό καί γιά τά πολλά.

* *

Βρέθηκε κάποτε προσκυνητής στόν Γέροντα καί κρύωνε. «Τί νά σοῦ δώσω, βρέ παιδί;», τοῦ εἶπε. Ἔψαξε, δέν βρῆκε τίποτε καί τοῦ ἔδωσε τό πλεκτό πού φοροῦσε. Μόλις ἔφυγε ὁ ἐπισκέπτης, τήν ἴδια ὥρα ἦρθε κάποιος καί τοῦ ἔφερε δεματάκι πού περιεῖχε ἕνα πλεκτό.

* *

Πῶς νά μήν ἐμπιστεύεται στόν Θεό μετά ἀπό τόσες καί τέτοιες ἐκδηλώσεις τῆς θείας προνοίας, πού τόν φρόντιζε «ὡς τροφός θάλπουσα τό ἑαυτῆς τέκνον»33. Καί ὅμως ὁ Θεός τόν οἰκονομοῦσε ὡς ἄξιο καί ἐκλεκτό τέκνο του εἴτε μέ ἀνθρώπινο εἴτε μέ ὑπερφυσικό τρόπο ἀπό τά μικρά ὥς τά πλέον ἀπαραίτητα καί συνήθως χωρίς νά ἔχη προσευχηθῆ γι’ αὐτά. Γι’ αὐτό ἔλεγε: «Τί σιγουριά νιώθει τό παιδί στήν ἀγκαλιά τῆς μάννας! Μεγαλύτερη αἰσθάνεται ὁ πιστός στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ! Τώρα νιώθω τήν χαρά τοῦ παιδιοῦ στήν ἀγκαλιά τῆς μάννας του. Εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ σάν τόν παράδεισο. Παύει καί ἡ εὐχή, παύουν καί ὅλα. Ζεῖς στόν παράδεισο».

Ἁγάπη ἀρχοντική34

Ἡ κορυφή καί ὁ στέφανος ὅλων τῶν ἀγώνων τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ἀγάπη. Ἔλεγε: «Αἰσθάνομαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἴδια ἀγάπη πού εἶχα γιά τούς συγγενεῖς μου. Τώρα αἰσθάνομαι ὅλο τόν κόσμο σάν ἀδελφούς».

Ὁ Γέροντας ἦταν πλήρης ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τήν κτίση, καί φλεγόταν ἀπό θεῖο ἔρωτα.

Ἀπό μικρό παιδί ἔκανε ἐλεημοσύνες καί βοηθοῦσε πολλούς. Οἱ φτωχοί ἄνθρωποι στήν Κόνιτσα, ὅταν εἶχαν ἀνάγκες, κατέφευγαν σ’ αὐτόν καί ζητοῦσαν βοήθεια. Ἕνεκεν συμπαθείας καί στεναγμοῦ τῶν πενήτων» ἔδινε καί τά ροῦχα πού φοροῦσε. Μέ τήν μεγάλη του ἀγάπη ἀγκάλιασε τά χωριά τῆς Κόνιτσας, καί εὕρισκε τρόπο νά βοηθᾶ «τούς ἐν ἀνάγκαις καί ἐν ἀσθενείᾳ ὄντας». Ἔδινε μεγάλη ἀξία στήν ἐλεημοσύνη. Τήν εἶχε ὡς κριτήριο γιά τό ἄν κάποιος εἶναι ἄξιος τοῦ θείου ἐλέους καί τῆς σωτηρίας. «Μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος ὁ ἄλλος, ἄν ὅμως πονᾶ γιά ἕναν ἄρρωστο, ἄν κάνη ἐλεημοσύνη, μήν τόν φοβᾶσαι αὐτόν».

Παρακινοῦσε τούς ἀνθρώπους νά ἐλεοῦν, γιατί πίστευε ὅτι, «ὅταν παίρνης κάτι, δέχεσαι ἀνθρώπινη χαρά. Ἀλλά ἄν τό δώσης, παίρνεις καί θεϊκή χαρά. Τό πνευματικό πάρσιμο γίνεται μέ τό δόσιμο».

Ὅταν ἔβλεπε κάποιον μέ εἰδική ἀνάγκη, τοῦ ἔδινε τήν καρδιά του καί ἀπαραιτήτως καί κάποια εὐλογία. Σέ περιπτώσεις πού δέν εἶχε κάτι ἄλλο, ἔδινε τό κομποσχοίνι του ἤ τό πλεκτό του.

Ἐντύπωση προξενεῖ ἡ ἀνεξικακία του. Ἀνθρώπους πού τόν κατηγοροῦσαν καί ἦταν ἐχθρικοί ἀπέναντί του, τούς συγχωροῦσε καί εὐχόταν γι’ αὐτούς. Ἄν μάθαινε ὅτι ἔπεσαν σέ πειρασμό ἤ ἀνάγκη, ἔτρεχε νά βοηθήση μέ καρδιά συμπάσχουσα σάν νά ἦταν ἀδελφοί του. «Ἄν δέν συγχωροῦμε τούς ἄλλους βρισκόμαστε ἔξω τοῦ παραδείσου», τόνιζε χαρακτηριστικά.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα ξεχείλιζε καί ἀγκάλιαζε καί τά ἄγρια ζῶα. Αὐτά τήν αἰσθάνονταν, πλησίαζαν κοντά του καί ἔτρωγαν ἀπό τά χέρια του. Ἔλεγε: «Θά πῶ στόν Χριστό: «Χριστέ μου, ἐλέησόν με, τό κτῆνος». Ἄν μέ ρωτήση: «Ἐσύ ἐλέησες τά κτήνη;», τί θά τοῦ ἀπαντήσω;».

Ὅταν ὁ Γέροντας ἔκανε τήν θεραπεία στήν Κόνιτσα, ἡ Χρυσάνθη, ἕνα κοριτσάκι πού βοηθοῦσε τήν κυρία Πατέρα, ἀρρώστησε ἀπό καρκίνο στά ἔντερα. Ὁ Γέροντας συμπονοῦσε, τήν σταύρωνε καί προσευχόταν. Παρακαλοῦσε: «Χριστέ μου, δῶσε σέ μένα τόν καρκίνο, ἐγώ νά τόν ἔχω». Καί ὁ καλός Θεός δέν παρέβλεψε τό αἴτημά του. Στό τέλος κατά τήν ἐπιθυμία του ἔλαβε τήν πολυώδυνη νόσο τοῦ καρκίνου, μέ τήν ὁποία τελειώθηκε, ἄν καί σέ ὅλη του τήν ζωή συνέπασχε μέ τούς ἀσθενεῖς καί ἰδιαίτερα μέ τούς καρκινοπαθεῖς.

Ἐλεγε: «Ὅταν ἀκούω τόν πόνο τοῦ ἄλλου, σέ σπασμένα γυαλιά νά κάθωμαι καί σέ ἀγκάθια νά πατάω δέν τό καταλαβαίνω. Ὅταν ὁ ἄλλος πάσχη πραγματικά, μπορῶ ἀκόμη καί νά πεθάνω γιά νά τόν βοηθήσω».

Νέος τοῦ διηγεῖτο τά βάσανά του καί ἔκλαιγε, μαζί του ἔκλαιγε καί ὁ Γέροντας. «Σταμάτα, παιδί μου», τοῦ εἶπε, «γιατί θά μᾶς δεῖ κανείς νά κλαῖμε καί θά μᾶς περάσει γιά τρελλούς».

Συμμετέχοντας στόν πόνο τῶν ἀνθρώπων ξεχνοῦσε τόν ἑαυτό του, τήν προκοπή του, τίς δικές του ἀσθένειες καί ἔκανε καρδιακή προσευχή. «Χριστέ μου», ἔλεγε, «ἀσε με ἐμένα, μή μέ ὑπολογίζης. Κοίταξε τούς ἀνθρώπους πού βασανίζονται».

Οἱ δακρύρροες καί ἔμπονες προσευχές του συνωδεύονταν ἀπό νηστεῖες καί ἄμετρο κόπο. Ὅταν ἔμαθε ὅτι κάποιος νέος διατρέχει σωματικό καί ψυχικό κίνδυνο, γιά μέρες δέν ἔβαλε τίποτε στό στόμα του, οὔτε καί ἔπαυσε προσευχόμενος, ὥσπου ἔμαθε ὅτι διέφυγε τόν κίνδυνο.

Σέ ὅλη του τήν ζωή νήστευε, κοπίαζε καί προσευχόταν γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ, κινούμενος ἀπό τήν μεγάλη του ἀγάπη. Αὐτή ἦταν ἡ κινητήρια δύναμη. Οἱ ἀγῶνες καί οἱ προσευχές του εὐωδίαζαν ἀπό τό ἄρωμα τῆς ἀγάπης.

Γιά νά φθάση ὁ Γέροντας σέ μέτρα τελειότητος, στήν ἀληθινή ἀγάπη, δέν ὑπολόγισε τόν ἑαυτό του. Μίσησε τήν φιλαυτία, καί στήν θέση της ἔβαλε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μαρτυρεῖ Ἁγιορείτης: «Τό ἰδιαίτερο πού εἶχε ὁ γερο-Παΐσιος ἦταν ὅτι δέν ὑπολόγιζε τόν ἑαυτό του. Τοῦ εἶπα κάποτε: «Πάτερ, οἰκονόμησε λίγο τόν ἑαυτό σου», καί μοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι μέ προβλήματα, τί νά κάνω; Τόν ἑαυτό μου θά κοιτάξω;».

Ἀκόμη καί τελευταῖα μέ τήν μεγάλη ἐξάντληση ἀπό τήν συχνή αἱμορραγία, ὅταν διέβλεπε ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη, ξεχνοῦσε τήν κατάστασή του καί εἴτε κρεμασμένος στόν φράχτη τῆς Καλύβης του, εἴτε πεσμένος πάνω στήν σανίδα πού εἶχε γιά κάθισμα, «στήριζε τούς ἀδελφούς».

Γιά νά φθάση ὁ Γέροντας στήν ἀγάπη ἀγωνίσθηκε νά τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. «Ἄν ἀγαποῦμε τόν Θεό, φροντίζουμε νά τηροῦμε τίς ἐντολές». «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστι ὁ ἀγαπῶν με»35. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐξάγνισε τήν καρδιά του καί ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.

Τήν μεγάλη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη του τήν διαισθάνονταν οἱ ἄνθρωποι. Ἕνα παιδί μέ προβλήματα καί ψυχικά τραύματα ἦρθε νά δῆ τόν Γέροντα. Τόν συνάντησε ἔξω ἀπό τό Καλύβι του στό μονοπάτι, τόν ἀγκάλιασε καί ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Ὁ Γέροντας τό παρηγόρησε καί τό βοήθησε νά τελειώση τίς σπουδές του. Ὅταν πῆγε στρατιώτης, ἔγραφε στόν Γέροντα γράμματα ἀποκαλώντας τον: «Μπαμπακούλη μου γλυκέ».

Γιά τίς μεταξύ μας σχέσεις ἔλεγε: «Πάντα πρέπει νά ξεκινᾶμε ὄχι ὅπως μᾶς βολεύει ἐμᾶς, ἀλλά ὅπως ἀναπαύει τόν ἄλλον. Καί τότε ὅλοι θά ἀναπαύονται καί θά ὑπάρχει ἀγάπη».

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά δέν θά ἦταν ἄδικο, ἐνῶ ἔδωσε τά πάντα γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, νά μήν τοῦ δίνη καί ὁ Θεός ἄφθονη τήν χάρι Του; Σάν ἀγαπητό παιδί τοῦ Θεοῦ πού ἦταν, ὁ Θεός εἰσάκουε τίς προσευχές του καί ἀπαντοῦσε μέ θαύματα.

Σέ ἐπιστολή του (6–4–69) γράφει: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατορθώση νά ἐλευθερωθῆ ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα, τότε μπορεῖ νά νιώση τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν σκλαβώνει καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Θεοῦ».

Αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντα τήν αἰσθάνθηκαν καί τά θηρία τοῦ δρυμοῦ, καί οἱ ἑτερόγλωσσοι Βεδουίνοι, καί αὐτή συγκινεῖ καί τούς σημερινούς ταλαιπωρημένους νέους. Στό πρόσωπό του βρίσκουν τόν στοργικό πατέρα καί τήν ἀγάπη πού στερήθηκαν. Πολλοί ἀπό αὐτούς, ἄν καί δέν τόν εἶχαν γνωρίσει, πηγαίνουν καί βρέχουν μέ δάκρυα τό χῶμα τοῦ τάφου του, ἐπειδή νιώθουν νά τούς περιπτύσσεται μέ τήν ἀρχοντική του ἀγάπη ἀπό ἐκεί πού βρίσκεται.

Ἐργαζόμενος ὡς ξυλουργός στήν συντήρηση τῶν εἰκόνων του Σινᾶ

Β´. Χαρισματα

Ὑπέρβαση τῶν νόμων τῆς φύσεως

Στόν π. Παΐσιο, ὅπως θά φανεῖ, τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ὑποχωροῦσαν ἐνίοτε ἐνώπιόν του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐνεργοῦσε ὑπερβαινοντας καί καταργώντας τούς φυσικούς νόμους.

Ἄβρεκτος

Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε ὀμπρέλλα καί ἀδιάβροχο. Δέν ἦταν ἀλεξίβροχος, οὔτε ἀδιάβροχος. Ἀντιθέτως ἦταν εὐαίσθητος στό κρύο καί στήν ὑγρασία. Κάποιες φορές ὅμως, γιά τούς Λόγους πού γνωρίζει ὁ Θεός, γινόταν ἄβρεκτος. Ἐνῶ δηλαδή γύρω του ἔβρεχε πολύ, αὐτόν δέν τόν ἄγγιζε σταγόνα.

* *

«Κάποτε μετέφερα τόν Γέροντα», διηγεῖται ὁ κ. Κουτσογιάννης Κωνσταντῖνος, «ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου Χαλκιδικῆς στήν Σουρωτή. Σέ ὅλη τήν διαδρομή εἴχαμε καταρρακτώδη βροχή λές καί εἶχαν ἀνοίξει οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Μόλις φθάσαμε, περίμεναν οἱ ἀδελφές μέ ὀμπρέλλες καί πανωφόρια νά τά δώσουν στόν Γέροντα νά μήν βραχῆ. Μοῦ ἔκαναν νόημα νά πλησιάσω ὅσο γίνεται πιό κοντά στό κτίριο. Ὅμως, ὅλως παραδόξως ἐκείνη τήν στιγμή σέ μιά ἀκτίνα δύο μέτρων γύρω ἀπό τό αὐτοκίνητο ἔπαυσε νά πέφτη βροχή, ἐνῶ πιό πέρα χαλοῦσε ὁ κόσμος. Ἀφοῦ κατέβηκε ὁ Γέροντας καί μέ χαιρέτησε καί μπῆκε μέσα, ἄρχισε νά βρέχη κανονικά καί πάνω στό αὐτοκίνητο».

Ἀθέατος

Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη ἀπό τήν Κόρινθο: «Ἐπισκέφθηκα τόν γέροντα Παΐσιο στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τόν Φεβρουάριο τοῦ 1979. Βρῆκα τήν πόρτα ἀνοιχτή. Φωνάζω, ξαναφωνάζω, ξαναφωνάζω ἀπό τήν πόρτα τοῦ φράκτη, δέν πῆρα ἀπάντηση. Ἦταν πρωί, 8 ἡ ὥρα, καί περίμενα. Σέ μιά στιγμή βλέπω τόν π. Παΐσιο μπροστά μου. Ξαφνιάστηκα, τά ἔχασα. «Ἐδῶ ἤμουνα, Γιῶργο», μοῦ εἶπε ἤρεμα. Ἀνέφερα ἔπειτα σέ δύο Πνευματικούς τήν ξαφνική ἐμφάνιση τοῦ Γέροντα καί μοῦ εἶπαν ὅτι «μπροστά σου ἦταν, καί ὅταν θέλησε παρουσιάστηκε».

Μετέωρος

Πολλές φορές ὁ Γέροντας κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς γινόταν μετάρσιος, ὑπερυψώνετο καί σωματικά. Ἀλλά καί σέ ὧρες ἐργασίας, ἤ ὅταν βάδιζε, ἐθεάθη νά μήν πατᾶ στήν γῆ.

* *

Στόν «Τίμιο Σταυρό», ἔζησε ἕνα μεγάλο γεγονός. Διηγήθηκε: «Ἐνῶ προσευχόμουν, δέν ξέρω τί μοῦ συνέβη καί σηκώθηκα ψηλά καί ἔβλεπα τό Καλύβι κάτω. Τό πῶς ἀνέβηκα δέν τό κατάλαβα, οὔτε καί πῶς κατέβηκα».

* *

Μαρτυρεῖ μοναχός Ἁγιορείτης: «Ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στήν «Παναγούδα» καί τόν βρῆκα νά κτίζη μιά σόμπα μέ πυρότουβλα. Πατοῦσε πάνω σέ μιά σανίδα, πού τήν εἶχε βάλει γιά νά ἀκουμπήση πάνω τά ὑλικά. Ἐνῶ ἐργαζόταν, τόν βλέπω ὑπερυψωμένο ἀπό τό ἔδαφος περίπου τριάντα ἑκατοστά καί στήν ἀρχή ἀποροῦσα ἄν βλέπω καλά. Πράγματι ἦταν μετέωρος καί μετά ἀπό λίγο τόν εἶδα πάλι στήν φυσιολογική του θέση».

Μεταδοτικός χάριτος

Ὁ Γέροντας ὅπου πήγαινε μετέφερε διάχυτη γύρω του τήν θεία χάρι. «Ὅποιος ἔχει χάρι καί πηγαίνει κάπου, ἀμέσως σάν ἠλεκτρικό ρεῦμα, διαχέεται αὐτή ἡ πνευματική ἀπαλάδα πού ἔχει. Ἐνῶ ὅταν κάποιος ἔχη δαιμονική κατάσταση, πάλι διασκορπίζεται αὐτό πού ἔχει μέσα του. Ἡ δική μας πνευματική κατάσταση ἐπηρεάζει καί τούς ἄλλους».

Εἶχε ἐπίγνωση τῆς χάριτος πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί μετέδιδε σέ ἀνθρώπους ἀπ’ αὐτόν τόν πλοῦτο γιά κάποιον λόγο.

Σηκώνει βράχο

Ὁ ἀδελφός τοῦ Γέροντα Λουκᾶς διηγήθηκε: «Ὅταν ἦταν στό Στόμιο ὁ π. Παΐσιος, κάποτε ἔπεσε ἕνας μεγάλος βράχος στό μονοπάτι. Μαζευτήκαμε πολλοί, γιά νά τόν μετακινήσουμε μέ ξύλα γιά μοχλούς, ἀλλά μάταια. Ἔφυγαν ὅλοι καί μοῦ εἶπε: «Ἄντε, πήγαινε καί σύ». Ἔφυγα, Πῆγα πιό πέρα καί κρύφθηκα νά δῶ τί θά κάνει. Τόν εἶδα νά κάνη τόν σταυρό του, νά πιάνη τόν βράχο, νά τόν σηκώνη σάν καρέκλα καί νά τόν βγάζη ἀπό τόν δρόμο!».

«Ἀσύλληπτος!»

Ἀπροσδόκητα μπροστά στόν φωτογραφικό φακό

Ὁ Γέροντας ἀπό ταπείνωση ὄχι μόνο ἀπέφευγε νά φωτογραφίζεται, ἀλλά καί αἰσθανόταν δυσφορία καί ἀπέχθεια. Ὑποχωροῦσε μόνον σέ εὐαίσθητο καί ταπεινό ἔνθρωπο, γιά νά μήν πληγωθῆ ἀπό τήν ἄρνησή του καί τήν ἑρμηνεύση ὅτι ὀφείλεται στήν δική του (τοῦ αἰτοῦντος) ἀναξιότητα. Τότε ὁ Γέροντας προτιμοῦσε νά θλίψη τόν ἑαυτό του, παρά νά ἀπελπίση τόν ἀδελφό. Ἀπό ἀγάπη θυσίαζε καί τήν ταπείνωσή του.

Πολλοί ἐπιχείρησαν νά τόν φωτογραφίσουν κρυφά ἤ φανερά, σέ περιπτώσεις πού συστελλόταν νά ἀντιδράση λόγῳ παρουσίας ἡγουμένων, ἐπισκόπων ἤ κατά τήν διάρκεια λιτανείας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐνίοτε πέτυχαν νά τόν φωτογραφήσουν, ἀλλά συνήθως οἱ φωτογραφίες βγῆκαν ἀποτυχημένες, διότι στήν μορφή τοῦ Γέροντα ὑπάρχει μιά θλίψη, μιά ἀντίδραση πού σέ κάνει νά νιώθης ἔνοχος.

Ἀλλά ὑπάρχουν καί πολλές μαρτυρίες, πού κατ’ αὐτή τήν χωρίς εὐλογία κρυφή ἤ ἐκβιαστική φωτογράφηση ὁ Γέροντας, κατά θαυμαστό τρόπο, ἔμεινε ἀσύλληπτος ἀπό τόν φωτογραφικό φακό. Ἄλλοτε καιγόταν τό φίλμ ἤ πάθαινε κάποια ἐμπλοκή ἡ μηχανή καί ἄλλοτε ἔβγαινε ἡ φωτογραφία κανονικά, ἀλλά ὁ Γέροντας ἔλειπε!

* *

«Πῆγα στήν „Παναγούδα“», μαρτυρεῖ ἄλλος προσκυνητής, «καί δέν ὑπῆρχε κανείς. Ὁ Γέροντας θά ἔπρεπε νά ἦταν μέσα, γιατί τό λουκέτο τῆς ξύλινης πόρτας κρεμόταν ἀνοικτό. «Εὐκαιρία εἶναι», σκέφθηκα. Ἔβαλα μέσα ἀπό τά κλαδιά τοῦ φράχτη τήν φωτογραφική μηχανή, γιά νά μή φαίνεται, καί τήν τοποθέτησα κατάλληλα, ὥστε νά παίρνη τήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ. Κτύπησα τό σιδεράκι. Μόλις βγῆκε ὁ Γέροντας πάτησα τό κουμπί. Ἤμουν ὅλο χαρά... Φαντασθῆτε ὅμως τήν ἔκπληξή μου, ὅταν, μετά τήν ἐμφάνιση τοῦ φίλμ, εἶδα ὅτι ἡ μέν πόρτα εἶχε βγῆ ὁλοκάθαρα, ἀλλά ὁ Γέροντας δέν υπῆρχε!»

* *

Παρόμοια συνέβαιναν καί ὅταν ἤθελαν νά ἠχογραφήσουν τήν συζήτηση. Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἡ κασσέτα δέν γύριζε, ἤ γύριζε καί δέν ἔγραφε. Ἄλλοτε ἔγραφε ὅλα τά ἄλλα (ὁμιλίες τρίτων, πουλιά, θορύβους), ἀλλά ἡ φωνή τοῦ Γέροντα ἔλειπε.

* *

Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη: «Πῆγε μιά παρέα φοιτητῶν στόν Γέροντα καί ἕνας ἀπ’ αὐτούς εἶχε πάρει μαζί του ἕνα μικρό κασσετόφωνο γιά νά γράψη τήν συνομιλία τους. Ἀφοῦ συζήτησαν ἀρκετά σέ κάποια στιγμή τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Ἀὐτό πού ἔχεις στήν τσέπη σου, δέν ἔχει γράψει τίποτε». Κόκκαλο τό παιδί. Πράγματι, ὅταν δοκιμάστηκε ἡ κασσέτα, δέν εἶχε γραφῆ λέξη».

Συμφιλίωση μέ τήν κτίση

Στόν Γέροντα δόθηκε τό χάρισμα νά συναναστρέφεται μέ τά ἄγρια θηρία, χωρίς νά τόν βλάπτουν, ὅπως συνέβαινε στόν Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως καί σέ πολλούς Ἁγίους.

Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στήν θέση τοῦ ἄλλου, μετά ὅλους μπορεῖ νά τούς ἀγαπήση, καί τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τά ζῶα καί τά θηρία. Τά πάντα τά χωράει μέσα του καί βγαίνει ὁ ἑαυτός του ἀπό τήν ἀγαπη του.

Κάποια φορά ἦρθαν δύο μικρές ἀρκοῦδες μέσα στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Στομίου. Ὁ Γέροντας τίς ἔπιασε ἀπό τό σβέρκο καί τίς εἶπε: «Ἀλλη φορά νά μήν μπαίνετε μέσα στό Μοναστήρι. Νά ἔρχεσθε πίσω ἀπό τήν κουζίνα, γιά νά σᾶς ταΐζω», καί τίς ὡδήγησε στό μέρος αὐτό. (Αὐτό τό διηγηθηκαν δύο Κονιτσιῶτες στόν δόκιμο τοῦ Στομίου Παῦλο).

* *

Μαρτυρία μοναχοῦ Ἀλυπίου Ἁγίαννανίτου: «Γνώριζα τόν Γέροντα ἀπό τήν ηλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν. Μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ ἔγινα μοναχός στήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου. Πήγαινα καί τόν ἔβλεπα κάθε μέρα. Ἄκουγα γιά τά θαύματά του καί μοῦ εἶχε γεννηθῆ ἡ ἐπιθυμία νά δῶ ἕνα θαῦμα του. Γιά ἕνα μῆνα περίπου εἶχα αὐτόν τόν λογισμό.

«Ἕνα χειμωνιάτικο πρωινό, ἀρχές Νοεμβρίου, πῆγα νά τόν δῶ καί τόν βρῆκα νά πλένη τά χέρια του ἔξω στό βαρελάκι. Ἦταν μόνος. Ἄνοιξε καί μοῦ εἶπε νά περιμένω. Πῆρε πίσω ἀπό τό βαρέλι ἕνα ἀλουμινόχαρτο, ὅπου μέσα εἶχε ψίχουλα, τό ἄνοιξε καί κοίταξε πρός τόν οὐρανό. Ἐνῶ χαρακτηριστικά δέν ὑπῆρχε κανένα πουλί, ἀμέσως μαζεύτηκαν σμήνη πουλιῶν. Ποῦ βρέθηκαν ξαφνικά τόσα πουλιά! Ἄλλα κάθονταν στό κεφάλι του, ἄλλα στούς ὤμους καί στά χέρια του καί αὐτός τά τάιζε. Βλέποντας αὐτό τό θέαμα μέ κατέλαβε ἀμηχανία, χτυποῦσε γρήγορα ἡ καρδιά μου ἀπό συγκίνηση καί γελοῦσα ἀμηχανα. Ὁ Γέροντας χαμογελώντας ἔλεγε στά πουλιά: «Πᾶτε καί σ’ αὐτόν». Τά μιλοῦσε σάν νἆταν ἄνθρωποι. Ἕνα πού καθόταν στό χέρι του τοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε καί σ’ αὐτόν, δικός μας εἶναι».

«Αὐτό διηρκεσε δύο λεπτά περίπου. Σέ μιά στιγμή ὁ Γέροντας δίπλωσε τό ἀλουμινόχαρτο καί τά πουλιά ἐξαφανίστηκαν. Ἤμουν σαστισμένος καί τόν κοίταζα. «Πήγαινε τώρα», μοῦ εἶπε».

Εὐχέτης τοῦ σύμπαντος κόσμου

Ἡ προσευχή τοῦ Γέροντα γιά τόν κόσμο ἦταν συνάρτηση καί ἀπότοκος τῆς ὅλης πνευματικῆς καταστάσεώς του, ἱδιαίτερα τῆς μεγάλης του ἀγάπης.

Τό σπάνιο χάρισμα τῆς προσευχῆς γιά τόν κόσμο τοῦ δόθηκε μετά ἀπό μεγάλους ἀγῶνες. Ἦταν εὐχέτης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Προσευχόταν γιά ὅλους, ὅπως γιά τόν ἑαυτό του. Ἡ προσευχη του ἦταν ἀδιάλειπτη, καρδιακή, καθαρή καί ἀποτελεσματική. Τήν χώριζε σέ τρία μέρη. Ἕνα γιά τόν ἑαυτό του, ἕνα γιά τούς ζῶντες καί ἕνα γιά τούς κεκοιμημένους. Ἀλλά στήν πραγματικότητα προσευχόταν πιό πολύ γιά τούς ἄλλους παρά γιά τόν ἑαυτό του.

Γενίκευε καί ἐπεξέτεινε τήν προσευχή του, γιά νά συμπεριλάβη ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὅταν ἔκανε προσευχή γιά ἰδιαίτερες περιπτώσεις, π.χ. γιά κάποιον νέο πού εἶχε ξεφύγει ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, πρόσθετε: «Μνησθητι, Κύριε, καί βοήθησε καί ὅλους τούς νέους». Ἤ πάλι ὅταν προσευχόταν γιά κάποιον λ.χ. ἄρρωστο Νικόλαο, συμπλήρωνε: «Μνήσθητι, Κύριε, καί ὅλους τούς Νικολάους».

Ὁ πολύς ἀνθρώπινος πόνος πού ἔβλεπε γύρω του τόν ἔκανε νά βγαίνη ἀπό τόν ἑαυτό του. Φαινόταν ἐνίοτε ὁ Γέροντας νά σέρνη τά πόδια του ἀπό ἐξάντληση, νά ἀσθενούν τά γόνατά του ἀπό τή νηστεία, νά εἶναι ἕτοιμο τό ὀστράκινο σκεῦος του νά διαρραγῆ ἀπό τίς ἀσθένειες, ἀλλά ὅμως δέν ἄφηνε τήν προσευχή γιά τόν κόσμο.

Ἔλεγε: «Πολύ βοηθᾶ ἡ προσευχή γιά τόν κόσμο, ὅταν μάλιστα ὑπάρχη καρδιακός πόνος. Δέν συμμετέχω στόν πόνο τοῦ ἄλλου, ὅταν ἔχω τό ἕνα πόδι πάνω στό ἄλλο καί κάθωμαι ἀναπαυτικά καί ἔχω ὅλες τίς ἀνέσεις».

Ἡ προσευχή του συνωδευόταν μέ νηστεία, κόπο, μετάνοιες καί κυρίως ταπείνωση. Ἔλεγε: «Νά ζητᾶμε ταπεινά. Ἐγώ λέω: „Θεέ μου, εἶμαι ἕνα κτῆνος. Ἐλέησε καί μένα καί ὅλον τόν κόσμο“».

Πίστευε ὅτι αὐτός ἦταν ὑπεύθυνος γιά τά παθήματα τῶν ἄλλων: «Ἄν ἐγώ ἤμουν ἅγιος καί εἰσακουόταν ἡ προσευχή μου, αὐτοί δέν θά ἔπασχαν».

Ὁ ἴδιος συναισθανόμενος τήν πενία του, ὡς καλός ζητιάνος, γονάτιζε, ἅπλωνε τά χέρια του στόν Θεό, καί παρακαλοῦσε νά βοηθήση τόν καθένα. Ξεσποῦσε σέ παρακλητικά λόγια: «Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ, βοήθησε τόν τάδε πού εἶναι παράλυτος λίγο νά μπορῆ νά συμμαζεύεται (ἐξυπηρετῆται) μόνος του». Ἤ: «Παναγία μου, καί πάλι θά σέ ἐνοχλήσω...».

Δύο πατέρες πήγαιναν σέ ἀγρυπνία, παραμονή τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Πέρασαν ἀπό τόν Γέροντα νά πάρουν τήν εὐχή του. Εἰδαν τό πρόσωπό του κατακόκκινο καί φαινόταν ἀρκετά στενοχωρημένος. Εἶπε στούς πατέρες: «Κάντε προσευχή ἐκεῖ πού θά πᾶτε, πέστε καί στούς ἄλλους. Γίνεται πολύ κακό στήν Ρουμανία, ἔχουν ἐμφύλιο πόλεμο καί σκοτώνονται πολλοί». Ἐκεῖνο τόν καιρό εἶχε ἀνατραπῆ ὁ Τσαουσέσκου. Ὁ Γέροντας ἀπό τήν δική του «πνευματική τηλεόραση» ἔμαθε τά συμβάντα καί συμμετεῖχε στήν δοκιμασία τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ πονώντας, καί προσευχόμενος ἔντονα.

Ὁ Γέροντας μέ τίς εὐχές του στήριξε ἀναρίθμητες ψυχές, πού ἀξίζουν πολύ περισσότερο ἀπό ὅλον τόν κόσμο. Ἐπιπλέον μέ τήν προσευχή του θεράπευσε ἀσθενεῖς, καθάρισε δαιμονισμένους, καί μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσους βοήθησε ἀφανῶς νά βροῦν τόν Θεό καί νά σωθοῦν.

Τώρα πλέον πού ὁ Γέροντας δέν εἶναι κοντά μας, γιά ν’ ἀνάβη κεριά καί νά προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, μᾶς βοηθᾶ καλύτερα καί πιό ἀποτελεσματικά ἀπό τόν οὐρανό. Ἔχουμε ἀποδείξεις τά θαύματα καί τίς ἐμφανίσεις του πού γίνονται μετά τήν κοίμησή του.

Ἀφοῦ σέ ὅλη του τήν ζωή «ἠναλώθη ἥδιστα ὡς κηρίον» προσευχόμενος, τώρα ἡ ἄσβεστη λαμπάδα τῆς προσευχῆς του καίει ἀκοίμητη μπροστά στήν Ἁγία Τριάδα καί πρεσβεύει γιά ὅλους μας.

Διδάσκαλος χαρισματοῦχος

Ἀποτελεῖ κοινή διαπίστωση ὅλων ὅσοι συνωμίλησαν μέ τόν Γέροντα καί ὅσοι διάβασαν τά κείμενά του, ὅτι κατεῖχε τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς θεολογίας, τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ λόγος του ἦταν ἁπλός, σάν τῶν ἀλιέων-Ἀποστόλων, πρακτικός, ζωντανός, παραστατικός, ἑλκυστικός, ἁπαλός καί γλυκύς. Ἔπεφτε σάν δροσιά στίς διψασμένες ψυχές. Στίς διηγήσεις του ἦταν ἀπαράμιλλος. Συνέπλεκε φυσιολογικά χαριτωμένες ἱστορίες καί ἀστεῖα, γιά νά γίνη ἡ διήγηση εὐχάριστη, πιό παραστατική καί νά τονίση κάτι τό πνευματικό. Συχνά μιλοῦσε μέ παραδείγματα, «ἐν παραβολαῖς», ἀπό τήν φύση καί τήν ζωή. Ἦταν σαφής στά λόγια του, ποιητικός καί ἀποφθεγματικός. Ἦταν ἱκανός νά μιλᾶ ἀνετα ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς προετοιμασία καί οἱ ἀκροατές του νά κρέμωνται ἀπό τά χείλη του.

1978. Στήν Σουρωτή μέ γνωστό του νέο ἀπό Αὐστραλία

Ὁ Λόγος του ἄγγιζε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. «Ἐκεῖνο πού μ’ ἔκανε ἐντύπωση», εἶπε ναρκωμανής, «εἶναι πού ὁ Γέροντας μέ δύο-τρία λόγια κατάφερε νά ἐπικοινωνήση μαζί μας καί νά κινήση τό ἐνδιαφέρον μας».

Ἀνάλογα μέ τήν διάθεσή τους, ἄλλοι συνέρχονταν καί μετανοοῦσαν, ἄλλοι προβληματίζονταν, ἄλλοι ἐνθουσιάζονταν καί ἄλλοι παρηγοροῦνταν. Δέν ἔπειθε τούς ἀνθρώπους λογικά, ἀλλά τούς βοηθοῦσε πνευματικά.

Κατάπληξη προξενοῦν ἡ πολυμέρειά του, οἱ πρακτικές γνώσεις, ἡ σοφία, ἡ ἀπέραντη μνήμη του.

Εἶχε τήν ἱκανότητα νά κατευθύνη πνευματικά μοναχούς καί μοναστήρια, νά δίνη λύσεις στά προβλήματα λαϊκῶν, ἀγάμων καί ἐγγάμων, νά διαλέγεται μέ ἐπιστήμονες, πού ἐντυπωσιάζονταν ἀπό τίς γνώσεις καί τήν εὐστροφία του. Συγκατέβαινε ἤ ἀνερχόταν στό μορφωτικό ἐπίπεδο καί στήν πνευματική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν του τόν χαρακτῆρα τους, τό ἐπάγγελμά τους, τήν καταγωγή τους, τά ἐνδιαφέροντά τους κ.ά.

Ὁ Γέροντας, καί μετά τήν κοίμησή του, βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους μέ τά γραπτά του. Τά βιβλία του ἔχουν πρωτοφανῆ ἀπήχηση, διαβάζονται ἄπληστα, μεταφράζονται σέ πολλές ξένες γλῶσσες, μιλᾶνε στήν καρδιά, συγκινοῦν καί ἁπλούς καί διανοουμένους.

Μέ τήν διδασκαλία πού ἄφησε ὁ Γέροντας, ἀναδείχθηκε σύγχρονος διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τά λόγια του κυκλοφοροῦν στά στόματα τῶν ἀνθρώπων, ἐπιδροῦν χαρισματικά καί ὁδηγοῦν ψυχές στήν σωτηρία.

Χάρισμα παρακλήσεως (= παρηγοριᾶς)

Ὅπως ὁ ἀνοιξιάτικος ἥλιος διώχνει τήν ὁμίχλη καί θερμαίνει, ἔτσι καί ὁ Γέροντας, μέ τό χάρισμα τῆς παρακλήσεως (παρηγοριᾶς) ἔδιωχνε τήν θλίψη καί παρηγοροῦσε κάθε βασανισμένη ψυχή πού τόν πλησίαζε.

Πολλοί κατέφευγαν κοντά του, ἔρχονταν στενοχωρημένοι, καί ἔφευγαν τελείως ἀλλαγμένοι. Μόνο νά τόν ἔβλεπε κανεῖς ἔπαιρνε δύναμη καί χαρά. Ἄν εἶχε καί τήν εὐλογία νά συνομιλήση μαζί του, τότε ἔνιωθε πρωτόγνωρη χαρά καί ἔφευγε ἀλλοιωμένος. Τά ἴδια περίπου λόγια μποροῦσε νά πῆ καί κάποιος ἄλλος σ’ ἕναν πονεμένο. Τά λόγια ὅμως τοῦ Γέροντα μετέδιδαν τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, εἶχαν ἄλλη δύναμη.

Κατώρθωνε νά παίρνη ὅλον τόν ἀνθρώπινο πόνο καί τήν θλίψη καί νά μεταγγίζη χαρά καί παρηγοριά. Ὁ ἴδιος γευόταν τήν πίκρα, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι γέμιζαν χαρά καί γλυκύτητα.

Ἡ εἰλικρινής ἀγάπη του γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἔκανε τόν πόνο καί τά προβλήματα τῶν ἄλλων δικά του.

Οἱ ἀσθενεις ἔβλεπαν τό παράδειγμά του καί παρηγοροῦντο. Ἐνῶ ὁ ἴδιος ὑπέφερε ἀπό πολλές ἀσθένειες, ὑπέμενε καί δοξολογοῦσε. Δέν παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ δώση ὑγεία. Ἦταν πάντα εὐδιάθετος, ξεχείλιζε ἀπό χαρά καί χαροποιοῦσε τούς θλιμμένους. Ὅλοι ἔφευγαν χαρούμενοι μέσα στίς θλίψεις τους. Δέν ἔδινε ψεύτικη παρηγοριά. Τόνιζε τήν πίστη στόν Θεό, τήν ὑπομονή, τήν δοξολογία, τήν πνευματική ἀντιμετώπιση τῆς δοκιμασίας, καί ἔδειχνε τό τέλος καί τόν σκοπό τῶν θλίψεων. Γλύκαινε τά παθήματα τῆς παρούσης ζωῆς μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίας.

Ὅταν κανεῖς πλησίαζε στό Καλύβι του, ἔνιωθε μιά γλυκύτητα. «Ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα σέ γλύκαινε», ὅπως μαρτυροῦν πολλοί. Κανείς δέν ἔφευγε ἀπό κοντά του ἀπαράκλητος. Νέοι μέ ψυχολογικά προβλήματα καί τάσεις αὐτοκτονίας παρηγοροῦντο καί ἔφευγαν μέ σταθερή ἀπόφαση νά μετανοήσουν καί νά ζήσουν πνευματικά.

Ἐλληνοπόντιος πρόσφυγας δέν κατάφερνε νά βρῆ ἐργασία. Ἦρθε σέ ἀπόγνωση. Εἶχε ἀποφασίσει νά αὐτοκτονήση. Ἕνας φίλος τοῦ συνέστησε νά ἐπισκεφθῆ τόν γέροντα Παΐσιο καί πῆγε νά τόν δῆ. Ἂλλαξε, ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος καί ἔφυγε χαρούμενος μέ ἐλπίδες. Στό τέλος εἶπε: «Καί βουνό νά μοῦ τύχη τώρα θά τό κάνω στήν ἄκρη νά περάσω».

Εὐλαβής προσκυνητής κλαίγοντας ἀπό συγκίνηση διηγήθηκε: «Εἶχα ἔρθει τό 1992 ἀπό τόν Καναδά ἀπελπισμένος. Ἤμουν χωρισμένος, ἔπαιρνα ναρκωτικά καί δεκατέσσερα φάρμακα. Εἶχα τριανταδύο χρόνια νά κοινωνήσω. Ὁ Γέροντας συνωμιλοῦσε μέ καμμιά δεκαπενταριά ἀνθρώπους στήν αὐλή. Φαινόταν πολύ ἐξαντλημένος. Ἔφυγαν οἱ ἄλλοι καί ἔμεινα τελευταῖος. Μοῦ εἶπε: «Ἀπό πολύ μακρυά ἔρχεσαι. Πολύ καιρό σέ περίμενα». Ἡ ἀγάπη του μέ ἀλλοιωσε. Ἔνιωθα ὅτι ἔβλεπε τά πάντα. Ξέχασε τήν κατάστασή του καί πῆρε πάνω του ὅλα τά προβλήματά μου. Ὅλα μοῦ τά τακτοποίησε: Τήν ὑγεία· (τώρα παίρνω μόνο ἕνα χάπι γιά τήν πίεση), τήν οἰκογένεια· ἔχω τώρα καί μιά κορούλα Παϊσία, τήν ἐργασία καί τό κυριώτερο τήν πίστη μου στόν Χριστό. Ἡ μητέρα μου χαρούμενη μοῦ λέει: «Παιδί μου, εἶσαι ὅλος ἕνα θαῦμα».

Κάποτε στήν Θεσσαλονίκη συνάντησε ὁ Γέροντας ἕναν κληρικό-μαθητή του. Ἐνῶ συνωμιλούσαν, τούς πλησίασε μιά μαυροφόρα γυναίκα, πολύ πικραμένη, καί εἶπε μέ ἔνταση καί πόνο: «Πέστε μου, γιατί εἶναι ἄδικος ὁ Θεός; Μοῦ πῆρε τόν ἄνδρα μου καί τώρα τό παιδί μου». Ὁ Γέροντας δέν εἶπε τίποτε. Κοίταξε δεξιά-ἀριστερά καί προσευχήθηκε. «Ὕστερα εἶπε στήν γυναίκα: «Εὐλογημένη, τώρα σάν μοναχή εἰσαι». Ἡ γυναίκα ἡρέμησε, ἔβαλε μετάνοια, φίλησε τό χέρι του καί ἔφυγε εὐχαριστώντας.

Ἀκόμη καί λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, ὅταν ἦταν μεγάλοι οἱ πόνοι τῆς ἀσθενείας του καί ἦταν σχεδόν ἡμιθανής, δέν ἔπαυε νά παρηγορῆ τόν λαό τοῦ Θεοῦ.

Νέος γνωστός του εἶχε σοβαρό πρόβλημα ὑγείας, πού τοῦ δημιοῦργησε θλίψη ἀβάσταχτη. Κατέφυγε σέ ψυχιάτρους καί ἔπαιρνε φάρμακα. Ὁ Γέροντας τόν κάλεσε ἰδιαίτερα, τόν εἶδε γιά λίγα λεπτά, τοῦ εἶπε δυό λόγια, ἀλλά ἡ χαρά πού πῆρε τό παιδί ἦταν μεγάλη καί ἀπερίγραπτη. Ἔφυγε ἄλλος ἄνθρωπος καί πέταξε τά ψυχοφάρμακα.

Ἄν καί ὁ ἴδιος ὑπέφερε, ἔδινε ὅμως παρηγοριά στούς ἄλλους. Ὅσο ζοῦσε παρηγοροῦσε ἀπό τήν γῆ. Τώρα πιά εἶναι παράκλητος ἀπό τούς οὐρανούς καί μεσίτης πρός τόν Θεό.

«Μύρον ἐκκενωθέν»

Ἐλεγε ὁ Γέροντας: «Εὐωδία δίνει ὁ Θεός κάποτε σέ ὥρα προσευχῆς. Ἄλλοτε σέ ὥρα πού δέν προσεύχεσαι. Αὐτό εἶναι γιά νά παρηγορήση, νά ἐνδυναμώση καί νά πληροφορήση κάποια ψυχή, πάντως γιά κάποιον σκοπό. Εἶναι ἔντονη ἡ εὐωδία. Δέν μοιάζει μέ τήν εὐωδία τῶν ἀρωμάτων. Αἰσθάνεσαι μεγάλη ἀνακούφιση. Μερικές φορές δέν ἀντέχεις ἀπό τήν ἔντονη εὐωδία».

Αὐτή ἡ θεϊκή εὐωδία εἶναι δηλωτική τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ μέρη ἁγιασμένα ἤ ὅπου ὑπάρχουν ἅγια Λείψανα.

* *

Ὄχι μόνο αἰσθανόταν εὐωδία ὁ Γέροντας, ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶχε γίνει «εὐωδία Χριστοῦ». Ἄπειρες φορές τόν πρόδιδε ἡ θεῖα χάρις καί πιστοποιοῦσε τήν ἁγιότητά του μέ εὐωδία, πού σάν «μύρον ἐκκενωθέν», ἐξερχόταν ἀπό τόν ἴδιο, ἀπό προσωπικά του ἀντικείμενα, ἤ ἀπό χώρους ὅπου ἔζησε.

* *

Μοναχός ἁγιορείτης διηγεῖται: «Ἡ εὐωδία, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπό τόν Γέροντα, ἦταν ἄλλο πρᾶγμα. Πολλές φορές, ὅταν ἀσπαζόμουν τό χέρι του, αἰσθανόμουν ἕνα ὑπερφυσικό ἄρωμα, σάν μύρο. Τό ἴδιο αἰσθανόμουν νά ἐξέρχεται ἀπό τό στόμα του καί ὅταν μοῦ μιλοῦσε, ἐνῶ φυσιολογικά, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς του νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐξέρχεται δυσοσμία. Ἐπανειλημμένως εἶχε συμβῆ τό ἴδιο ἄρωμα νά τό πρωτοαισθάνωμαι μόλις περνοῦσα τό ρέμα καί νά μέ συνοδεύη σέ ὅλη τήν διαδρομή μέχρι νά φθάσω στό Κελλί του, στήν «Παναγούδα».

* *

Ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Ἀ. μαρτυρεῖ: «Μέ περίμενε ὁ Γέροντας ἕνα πρωινό γιά νά κάνουμε μιά ἐργασία μαζί. Ὅταν τοῦ ἀσπάσθηκα τό χέρι, αἰσθάνθηκα ἔντονη εὐωδία, ἀλλά καί ὅλη ἡ αὐλή ἦταν πλήρης εὐωδίας».

* *

«Κάποια φορά», μαρτυρεῖ ὁ γέροντας Γρηγόριος ἀπό τήν Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως, «αἰσθανόμουν εὐωδία, ὅπως ἀπό τά ἅγια Λείψανα. Ὁ παππούλης (π. Παΐσιος) ἦταν σέ μικρή ἀπόσταση. Στήν ἀρχή ἀποροῦσα, ἀπό ποῦ προέρχεται, καί πλησιάζοντας κοντά του διαπίστωσα ὅτι ἡ εὐωδία ἐξερχόταν ἀπό τόν Γέροντα».

Συνεννόηση μέ ἐτερογλώσσους

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Γέροντας ἐκτός ἀπό Ἑλληνικά δέν γνώριζε ἄλλη γλῶσσα. Ὅμως συνέβη ἐπανειλημμένως -ὅταν ὑπῆρχε λόγος- μέ τήν γλῶσσα τῆς Πεντηκοστῆς νά συνομιλήση καί νά συνεννοηθῆ θαυμάσια μέ ἑτερο-γλώσσους.

* *

«Ἤμουν παρών», διηγεῖται ὁ ἱ. Ε. Κ., «κάποτε στό Κελλί τοῦ Γέροντα, μαζί μέ ἄλλους τρεῖς ἐπισκέπτες καί ἕνα Γάλλο, πού δέν μιλοῦσε λέξη Ἑλληνικά. Ὅταν ἡρθε ἡ σειρά του νά μιλήση μέ τόν Γέροντα, πῆγαν πιό πέρα, καί γιά δεκαπέντε λεπτά συνωμιλοῦσαν καθισμένοι στά κούτσουρα. Τούς βλέπαμε πού συζητοῦσαν μέ ἐνδιαφέρον. Πῶς ἐπικοινωνοῦσαν, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κοινή γλῶσσα ἐπικοινωνίας; Ὁ ξένος ἔφυγε χαρούμενος. Ἡ ἱκανοποίηση φαινόταν ἔκδηλη στό πρόσωπό του».

* *

Γάλλος περιηγητής εἶχε συμφωνήσει μέ κάποιον μοναχό νά πᾶνε μαζί νά δοῦν τόν Γέροντα. Τό βράδυ εἶχε ἀγρυπνία στό Μοναστήρι πού ἔμενε. Ὁ μοναχός μετά τήν ἀγρυπνία πῆγε στό Κελλί του νά ξεκουραστῆ. Ὁ ἀλλοδαπός ἀπό τόν πόθο νά δῆ τόν Γέροντα κατέβηκε μόνος του στό Καλύβι. Συνωμίλησαν θαυμάσια καί ἀπό τήν συζήτηση σχημάτισε τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Γέροντας γνώριζε ἄπταιστα Γαλλικά.

* *

Μαρτυρία π. Π. Λ.: «Βρέθηκα κάποτε στήν „Παναγούδα“ καί ἕνας ἀλλοδαπός περίμενε νά μιλήση μέ τόν Γέροντα. Προσφέρθηκα νά κάνω τόν διερμηνέα. Ἀρχικῶς ὁ Γέροντας περίμενε νά ἀκούση τήν μετάφραση τῶν ἐρωτῆσεων. Στήν συνέχεια ἀπαντοῦσε στίς ἐρωτήσεις, πρίν κάνω τήν μετάφραση!»

* *

Πνευματικό τέκνο τοῦ Γέροντα διηγεῖται: «Μιά μέρα πῆγα πολύ πρωί στήν „Παναγούδα“. Πέρασα στό Ἀρχονταρίκι καί βρῆκα ἕναν ἀλλοδαπό ἐπισκέπτη. Μέχρι νά ἑτοιμάση ὁ Γέροντας τό κέρασμα, μέ τά λίγα Ἀγγλικά πού ἤξερα, πιάσαμε τήν συζήτηση καί μοῦ εἶπε ὅτι χθές βράδυ ἦρθε ἀργά. Καθυστέρησε, γιατί ἔχασε τόν δρόμο, πέρασε ἡ ὥρα καί ὁ Γέροντας τόν φιλοξένησε. Συζήτησαν χωρίς καμμιά δυσκολία, καί ὁ ξένος νόμιζε ὅτι ὁ Γέροντας ἤξερε Ἀγγλικά».

Παράδοξες μεταβάσεις

Ὁ Γέροντας, ἐνῶ βρισκόταν στό Κελλί του στό Ἅγίον Ὄρος, μεταφερόταν πολύ μακρυά γιά νά βοηθήση κάποιον πού κινδύνευε ἤ γιά κάποιον ἄλλον λόγο.

Οἱ ἄνθρωποι τόν ἔβλεπαν καί τόν ἄκουγαν. Ἄλλοτε ἦταν ἀθέατος, παρακολουθοῦσε καί γνώριζε τι συμβαίνει σε κάποιο πρόσωπο, σε μιά οἰκογένεια ἤ σέ ἕνα μοναστήρι.

* *

Στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς ἔκειραν κάποια ἡλικιωμένη μοναχή ἐσπευσμένα, λόγῳ τοῦ ἐπικειμένου θανάτου της. Ὁ π. Παΐσιος δέν εἶχε πληροφορηθῆ ἀκόμη τήν ρασοφορία, ὡστόσο, ἐνῶ ἦταν στό Ἅγίον Ὄρος, παρευρίσκετο καί παρακολουθοῦσε τήν κηδεία, καί δέν μποροῦσε νά καταλάβη ποιά μοναχή κηδεύουν.

* *

Τίς ἡμέρες πού πῆγε νά προσκυνήση στά Ἱεροσόλυμα ἦλθε μία παρέα νέων νά τόν δῆ. Ἐνῶ ἀπουσίαζε ἀπό τό Κελλί του, αὐτοί τόν βρῆκαν! Τούς ἄνοιξε ὁ Γέροντας, τούς κέρασε λουκούμι, συζήτησαν καί ἔφυγαν πολύ χαρούμενοι. Διανυκτέρευσαν στήν Μονή Φιλοθέου καί ἐκεῖ ἀνέφεραν ὅτι εἶδαν τόν Γέροντα. Οἱ πατέρες ἀπορούσαν πῶς τόν βρῆκαν, ἐνῶ ἔλειπε. Τήν ἑπομένη κάποιος Φιλοθεΐτης πῆγε στήν «Παναγούδα», ἀλλά δέν βρῆκε τόν Γέροντα. Ρώτησε σέ γειτονικό Κελλί καί ἐπιβεβαίωσαν τήν ἀπουσία του.

Τό γεγονός αὐτό εἶχε πληροφορηθῆ καί ὁ τότε πορτάρης τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου, ὁ νῦν ἡγούμενος Βατοπεδίου Ἀρχιμ. Ἐφραίμ καί ἄλλοι πατέρες, καί εἶχε γίνει εὐρύτερα γνωστό στό Ἅγίον Ὄρος.

* *

Ὁ γέροντας Γρηγόριος ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικῆς διηγεῖται: «Μιά μέρα, πού ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στήν „Παναγούδα“, εἶχε πολύ κόσμο. Στό τέλος μοῦ εἶπε νά κοιμηθώ στό Καλύβι του. Φάγαμε κάτι πρόχειρο καί εἶπε νά ξεκουραστοῦμε, γιατί ἦταν πολύ κουρασμένος καί ξάγρυπνος. Εἶχε δυό βραδυές νά κοιμηθῆ. Τό πρωί πού μέ κάλεσε γιά τήν ἀκολουθία, μοῦ εἶπε:

– Δέν μ’ ἄφησαν νά κοιμηθῶ ὅλη τή νύχτα.

– Ποιός, Γέροντα;

– Νά, γινόταν ἔξω ἀγρυπνία. Ἦταν πολύ ὡραία.

Ἐνῶ βρισκόταν στό Ἅγίον Ὄρος συμμετεῖχε στήν ὁλονύκτια πού γινόταν σέ Μοναστήρι ἔξω στόν κόσμο.

Διόραση καί προόραση

Ὁ Γέροντας ἔχοντας τό διορατικό καί τό προορατικό χάρισμα προγνώριζε, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐνίοτε τόν ἐρχομό τῶν ἐπισκεπτῶν, τήν διάθεση, τήν πνευματική τους κατάσταση, τό ὄνομα, τόν τόπο καταγωγῆς, τό θέμα πού τούς ἀπασχολοῦσε, τό παρελθόν καί τό μέλλον τους. Εἶχε δική του τηλεόραση (πνευματίκή) καί ἔβλεπε ἀκόμη κάποιο πρόσωπο πού ἦταν μακρυά του, τί κάνει, πῶς περνᾶ, μέ τί ἀσχολεῖται. Ἐγνώριζε ἄλλοτε τί γράφει ἕνα γράμμα πού τοῦ ἔστελναν καί ἔδινε τήν ἀπάντηση, χωρίς νά τό διαβάση· τί περιέχει ἕνα δέμα, χωρίς νά τό ἀνοίξη.

* *

Εἶπε: «Ὅταν ἄρχισε ὁ πόλεμος στόν Περσικό, αἰσθάνθηκα στόν ὕπνο μου ἕναν πόνο. Ἄκουγα ἕνα βουητό ἀπό κανόνια, βόμβες, ἀεροπλάνα καί ξύπνησα. Κατάλαβα ὅτι εἶχε ἀρχίσει ὁ πόλεμος καί γινόταν μεγάλο κακό. Ὅταν μετά ἦρθε ἕνας πατέρας ἀπό τό Κουτλουμούσι καί μοῦ εἶπε ὅτι ἄρχισε ὁ πόλεμος, ἀπάντησα ὅτι ἔχει περίπου δύο ὧρες πού ἄρχισε. Τό ἴδιο αἰσθάνθηκα καί τήν τρίτη ἡμέρα».

* *

Ὁ κ. Τσολάκης Βασίλειος, Ἀστυνομικός ἀπό Ἀριδαία, διηγεῖται: «Κάποιος γνωστός μου εἶχε πάει στό ἐξωτερικό. Δυστυχῶς ἐκεῖ ἔμπλεξε μέ Προτεστάντες μέ ἀποτέλεσμα νά ἀρνηθή τήν Ὀρθοδοξία καί νά γίνη Προτεστάντης.

«Μιά μέρα μέ ἐπισκέφθηκε στό γραφεῖο μου καί βλέποντας τήν φωτογραφία τοῦ π. Παϊσίου μοῦ εἶπε ἔντρομος: „Αὐτόν τόν ξέρω. Πρίν δέκα χρόνια πῆγα στό Κελλί του μέ ἄλλους δύο. Μόλις φτάσαμε μόνο ἐμένα δέν μοῦ ἐπέτρεψε νά μπῶ. Διότι μοῦ εἶπε ὅτι εἶμαι αἱρετικός, γιατί δέν πιστεύω στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους“».

* *

Ὁ κ. Θ., κάτοικος Χ., τελευταῖα παρακολουθοῦσε τίς διαλέξεις κάποιας ὀργανώσεως ἀπό αὐτές πού σάν δηλητηριώδη μανιτάρια ξεφυτρώνουν κάθε τόσο στήν χώρα μας μέ φιλοσοφικοεπιστημονική δῆθεν κάλυψη, ἀλλά ὑπόπτου περιεχομένου καί στόχων. Μελετοῦσε ἐπίσης σχετικά βιβλία καί φυλλάδια πού τοῦ ἔδιναν. Ὅσα ἄκουγε ἤ διάβαζε, εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά τόν κάνουν νά μήν αἰσθάνεται καλά, κάπως σάν ζαλισμένος, θολωμένος, μπερδεμένος. Προβληματιζόταν ἄν ἔπρεπε νά συνεχίση, διχαζόταν καί στενοχωριόταν. Κάποιος φίλος του πού πληροφορήθηκε τήν δυσκολία του, τοῦ συνέστησε νά πάη στό Ἅγιον Ὄρος νά συμβουλευθῆ τόν γέροντα Παΐσιο. Πείσθηκε καί ξεκίνησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ἔβαλε μάλιστα στήν δεξιά ἐξωτερική τσέπη τοῦ μπουφάν του τήν Ἁγία Γραφή, ἐνῶ στήν ἀριστερή ἐσωτερική τσέπη κάποιο βιβλίο καί φυλλάδια τῆς ὀργανώσεως.

Φθάνοντας στήν «Παναγούδα» βρῆκε τόν Γέροντα περιτριγυρισμένο ἀπό πολύ κόσμο. Περίμενε μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό δύο, πού ἤθελαν νά δούν ἰδιαιτέρως τόν Γέροντα. Σκεφτόταν πῶς νά ἐκθέση τό πρόβλημά του, ἀλλά ὁ Γέροντας τόν πρόλαβε καί ρώτησε:

– Τί κάνει ἡ Χ.; (ἀνέφερε τήν πατρίδα του).

– Καλά εἶναι, πάτερ, εἶπε γεμᾶτος ἀπορία, γιά τό πῶς ὁ Γέροντας πού τόν ἔβλεπε πρώτη φορά, γνώριζε τήν πατρίδα του.

– Κοίτα Θ., (νέο ξάφνιασμα γιατί τόν προσφώνησε μέ τό ὄνομά του), αὐτό τό βιβλίο πού ἔχεις σ’ αὐτή τήν τσέπη (καί τοῦ ἔδειξε τήν τσέπη πού εἶχε τήν Ἁγία Γραφή) εἶναι καλό καί νά τό μελετᾶς, ὅσο πιό συχνά μπορεῖς, ἀλλά αὐτά πού ἐχεις ἐδῶ (καί τοῦ ἔδειξε ἀριστερά στό στῆθος) πέταξέ τα τό συντομώτερο, γιατί... ἔχει τρελλοκομεῖο ἡ Χ. (πατρίδα του); Ἄν δέν ἐχη θά πᾶς ἀλλοῦ».

* *

Στό Στόμιο, ἐνῶ καθόταν μέ ἀνθρώπους στό Ἀρχονταρίκι, ἔλεγε: «Ἔρχεται ὁ Βασίλης καί ὁ Δημήτρης», καί σηκωνόταν νά μαγειρέψη ἤ νά ἑτοιμάση καφέ.

Στήν Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως

Ἀποροῦσαν οἱ ἄλλοι πῶς τό ξέρει.

* *

Ὑπῆρχαν καί μερικοί πού ζητοῦσαν νά λάβουν πεῖρα «τοῦ ἐν αὐτῷ λαλοῦντος Χριστοῦ». Ἤθελαν νά διαπιστώσουν ἄν ὁ Γέροντας ἔχη διορατικό καί προορατικό χάρισμα.

Ἀξιωματικός πού ἦταν στά ραντάρ θέλησε νά δοκιμάση ἄν καί τό «ραντάρ» τοῦ Γέροντα λειτουργῆ καλά, ἀλλά «πιάστηκε» ἀπό αὐτό. Δηλαδή «ἔπιασε» καί ἀπεκάλυψε τούς λογισμούς του.

* *

Σέ γνωστή του μοναχή εἶπε: «Σέ βλέπω (ἀπό τό Ἅγίον Ὄρος) πού διαβάζεις συνέχεια τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Καλά κάνεις, νά τόν διαβάζης».

* *

Κάποιος χτύπησε τό καμπανάκι, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἔκανε εἰκονάκια στήν πρέσσα. Κοίταξε ἀπό τό παράθυρο καί εἶδε ἕνα νέο. Δέν ἄνοιξε. Συνέχισε τό ἐργόχειρό του. Τρεῖς φορές πῆγε στό παράθυρο καί προσεκτικά παρατηροῦσε τόν νέο. Τήν τρίτη φορά μονολογοῦσε, «ἀντε στό καλό παλληκάρι», καί ἐξήγησε στόν παριστάμενο μοναχό: «Καί νά τοῦ ἀνοίξω δέν βγαίνει τίποτε, διότι ἔχει κάνει τήν καρδιά του σταῦλο».

* *

Κάποτε στόν «Τίμιο Σταυρό» χτύπησε τό καμπανάκι. Ὁ Γέροντας κοίταξε ἀπό τό παράθυρο καί εἶδε ἕναν λαϊκό νά περιμένη. Τόν παρατηροῦσε γιά λίγη ὥρα καί μονολογοῦσε: «Πετραχήλι ἔχει, παπᾶς δέν εἶναι». Ἀφοῦ τοῦ ἄνοιξε καί συζήτησαν ἀπεκάλυψε ὁ ἐπισκέπτης ὅτι ἦταν μάγος καί φοροῦσε κατάσαρκα πετραχήλι.

* *

Μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος πῆγε στόν Γέροντα, καί ἐκεῖνος τόν ρώτησε: «Πόσα ἀδέλφια εἶστε;». «Ὀκτώ», ἀπάντησε τό παιδί. «Λάθος κάνεις», τοῦ εἶπε, «ἐννιά εἶστε». Ἡ μητέρα του ἦταν ἔγκυος καί ὁ μαθητής δέν τό γνώριζε.

* *

Πολλές φορές δεχόταν ἐλλάμψεις. Ἐνῶ βάδιζε ἤ συνωμιλοῦσε ἤ ἐργοχειροῦσε, λάμβανε ἕνα μήνυμα, μία πληροφορία γιά κάτι πού συνέβαινε πολύ μακρυά σέ κάποιο πρόσωπο. Τό Ἁγιο Πνεῦμα τόν πληροφοροῦσε καί ὁ Γέροντας ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση ἤ ἄναβε κερί καί προσευχόταν ἤ ἔσπευδε αὐτοπροσώπως νά βοηθήση.

Χάρισμα ἰάσεων

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θεωρεῖ τό ἰαματικό χάρισμα ἐπακόλουθο τῆς ἀγάπης. Γράφει: «Ὁ τήν φυσικήν κατορθώσας φιλανθρωπίαν, μετά τήν τελείαν τῆς φιλαυτίας ἀναίρεσιν, ἰαμάτων δέχεται χάρισμα»36.

Τέτοιο χάρισμα ἔλαβε καί ὁ Γέροντας. Θεράπευσε πολλούς πού ἔπασχαν ἀπό ἀσθένειες ἀνίατες, καρκίνο, λευχαιμία, καρδιοπάθεια, παραλυσία, τύφλωση, καί ἔλυσε τήν στείρωση πολλῶν γυναικῶν.

Συνήθως προγνώριζε τό πρόβλημα καί τήν ἐξέλιξή του. Ἄν ἔβλεπε πίστη στόν ἀσθενῆ, καί ὅτι ἡ θεραπεία δέν θά τόν βλάψει πνευματικά, μέ μόνο τόν λόγο του, «δέν ἔχεις τίποτε, εἶσαι καλά», ὁ ἀσθενής ἔφευγε ὑγιής. Ἐνίοτε σταύρωνε τούς ἀρρώστους μέ τά ἅγια Λείψανα καί τούς ἔχριε μέ ἔλαιον ἀπό τό καντήλι τῆς Παναγίας.

* *

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας τό ἑξῆς: «Χθές (Ἰούλιος τοῦ 1992), φέρανε ἕνα παιδάκι ἐδῶ, δέκα ἐτῶν, τελείως τυφλό. Μόλις τό εἶδα, τό ρώτησα: «Παιδί μου, τί θέλεις νά σοῦ δώση ὁ Χριστός;». Αὐτό μοῦ εἶπε: «Θέλω νά γίνω καλό παιδί», καί πρίν προλάβω νά προσευχηθῶ τό παιδί ἀπέκτησε τό φῶς του».

Ὁ Γέροντας διηγήθηκε αὐτό, γιά νά παρηγορήση ἄλλον ἀόμματο, ἀλλά ἀπέκρυψε τήν δική του συμβολή, ὅπως καί σέ ἄλλες περιπτώσεις πού ἁπλῶς ἀναφέρει ὅτι ὁ τάδε δέν ἔχει τίποτε, θά γίνει καλά.

* *

Ὁ κ. Γκόλιας Ματθαῖος ἀπό τά Ἰωάννινα μαρτυρεῖ: «Ἑνός φίλου μου ἡ κόρη, ἡλικίας 17 ἐτῶν, ἔπασχε ἀπό σκλήρυνση κατά πλάκας καί σιγά-σιγά παρέλυε. Πήγαμε στόν Γέροντα καί τοῦ ἀναφέραμε σχετικά. Λέει στόν πατέρα τῆς: «Ἡ Γεωργία θά γίνει καλά καί θά πάει νά σπουδάση».

Σέ διάστημα ἑνός ἔτους ἡ βελτίωση ὑπῆρξε θεαματική. Ἡ Γεωργία ἔγινε τελείως καλά καί σπούδασε στήν Ἀθήνα. Ἔκτοτε δέν ἀρρώστησε ξανά».

* *

Μαρτυρία Π. Δ. ἀπό Θεσσαλονίκη, ἀποφοίτου Ἀθωνιάδος: «Κάποιος μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος, ὁ Ἰ. Μ. κατά τό ἔτος 1989 ἀρρώστησε ἀπό καρκίνο. Βρέθηκε ὄγκος πίσω ἀπό τό μάτι. Πρίν μπῆ στό χειρουργεῖο, πῆγε ἡμέρα Σάββατο μέ τόν πατέρα του στόν Γέροντα. Ὁ πατέρας μέ δάκρυα παρακαλοῦσε νά κάνη προσευχή καί τόν ρωτοῦσε ἐπίμονα, ἄν θά γίνει καλά τό παιδί του.

Ὁ Γέροντας μέ σιγουριά τούς εἶπε: «Μήν στενοχωριέστε, δέν εἶναι τίποτε».

Ἔφυγαν κάπως παρηγορημένοι. Ὅταν τήν Τετάρτη πῆγαν γιά τήν ἐγχείρηση, οἱ γιατροί κατόπιν ἐξετάσεων, διεπίστωσαν ὅτι ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ, δεν ὑπῆρχε τίποτε καί φυσικά ἐξεπλάγησαν.

Ὁ πατέρας καί ὁ γυιός κατάλαβαν τί εἶχε συμβῆ καί τό Σάββατο ἦρθαν πάλι στό Ὄρος καί πῆγαν χαρούμενοι στόν Γέροντα, γιά νά τόν εὐχαριστῆσουν. Ὁ πατέρας καί πάλι ἔκλαιγε, ἀλλ’ αὐτή τήν φορά μέ δάκρυα χαρᾶς, διότι μέ τις εὐχές τοῦ Γέροντα σώθηκε τό μάτι τοῦ παιδιοῦ του».

* *

Ὁ ἱερομόναχος Ἀ. ἀνέφερε: «Κάποια γυναίκα εἶχε 14 χρόνια παντρεμένη χωρίς νά ἀποκτήση παιδί. Ἀγανακτοῦσε καί ἔλεγε: «Γιατί ὁ Θεός νά μήν μοῦ δώση καί μένα παιδί;». Ἀνέφερα στόν Γέροντα τήν περίπτωση καί μοῦ εἶπε: «Ἔ, νά κάνη ἕνα παδί, γιά νά μήν γογγύζη». Καί ὄντως στό χρόνο ἀπέκτησε».

* *

Ὑπῆρχαν καί ἄλλες δυσκολώτερες περιπτώσεις, ὅπως ἀνέφερε ὁ Γέροντας: «Κάνω γιά ὁρισμένους χρόνια προσευχή καί δέν βοηθιοῦνται, γιατί ἔχουν πεῖσμα, θέλημα, ἐγωισμό. Λένε: «Γιατί ὁ Θεός δέν μοῦ δίνει αὐτό;» Καί γιατί νά μᾶς τό δώση; Γιά νά μᾶς κάνη πιό ἐγωιστές, πιό θεληματάρηδες; Δέν τούς ὠφελεῖ ἄν τό δώση. Εἶναι σάν νά διατάζη μ’ αὐτόν τόν τρόπο τόν Θεό. Ἐνῶ, ἄν ἔλεγαν: «Ἄν θέλης, δῶσε μου αὐτό». Ὁ τρόπος προσευχῆς νά εἶναι ταπεινός».

Τό Κελλί τοῦ Ὑπατίου τήν ἐποχη πού διέμενε ἐκεῖ ὁ Γέροντας

Ἔγραφε σέ ἐπιστολή (18–9–67): «Πολλές φορές ἐπέμεινα στήν προσευχή διά διάφορα θέματα (ἀπαιτητικῶς) ἤ ἀτομικά μου ἤ ἄλλων ἀδελφῶν καί μετά ἀναγκάστηκα νά ζητήσω συγγνώμην ἀπό τόν Θεό καί νά ζητῶ ξανά τό ἀντίθετο. Ἔκτοτε παρακαλῶ ὅ,τι εἶναι συμφέρον τῆς ψυχῆς νά δίδη σάν καλός πατέρας, διότι ὅλη ἡ θυσία Του ἔγινε διά νά ἀποκαταστήση τίς ψυχές μας στόν παράδεισο κοντά Του».

Ὁ Γέροντας δέν μεροληπτοῦσε, οὔτε ἔκανε διακρίσεις. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικό γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὅλοι παρηγοροῦνταν καί ἐνισχύονταν ἀπό τόν Γέροντα.

Ἄν δέν προηγηθῆ ἡ ψυχική θεραπεία, ἡ σωματική μόνη της δέν ὠφελεῖ, γιατί συνήθως οἱ θεραπευμένοι ἐπανέρχονται στόν ἴδιο ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς.

Ἐπεδίωκε ὄχι μόνο νά θεραπευθῆ ὁ ἀσθενής, ἀλλά περισσότερο νά σωθῆ ἡ ψυχή του, γιά τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔχυσε τό αἷμα Του. Φυσικά τό πιό μεγάλο θαῦμα γι’ αὐτούς πού θεραπεύονταν ἦταν ὅτι ἐνδυναμώνονταν στήν πίστη, γίνονταν συνειδητά πιστοί, θεράπευαν τήν ψυχή τους ἀπό τά πάθη καί δόξαζαν μέρα-νύχτα τόν Θεό. Αὐτό ἔχει ἀπείρως μεγαλύτερη ἀξία καί αἰώνια διάρκεια. Ἤθελε νά συνεργήσουν καί οἱ ἀσθενεῖς στήν θεραπεία τους. Νά κάνουν ἔστω καί μιά μικρή θυσία γιά τόν Χριστό, π.χ. νά κόψουν ἕνα πάθος τους, τό τσιγάρο, τό ποτό ἤ κάτι ἄλλο.

Ὅταν οἱ θεραπευθέντες ἀπό εὐγνωμοσύνη ἤθελαν νά προσφέρουν κάτι, ὁ Γέροντας δέν τό δεχόταν. Ζητοῦσε μόνο νά τακτοποιηθοῦν πνευματικά, νά ἐξομολογηθοῦν, νά κοινωνοῦν καί νά ζοῦν ὡς καλοί Χριστιανοί. Δέν ζητοῦσε νά κάνουν ἐλεημοσύνες μεγάλες, νά κτίζουν Ἐκκλησίες κ.λπ., οὔτε ἐπέβαλλε φορτία δυσβάστακτα. Αὐτά τά ἄφηνε στήν προαίρεσή τους. Ἡ χαρά τοῦ Γέροντα ἦταν μεγάλη, ὅταν μαζί μέ τήν σωματική θεραπεία θεραπευόταν καί ἡ ψυχή τοῦ ἀσθενοῦς, βοηθιόταν ὅλη ἡ οἰκογένειά του καί δοξαζόταν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Προβολέας ἀκτιστου φωτός

Ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης Ξάνθης κ.κ. Παντελεήμων ὡς αὐτόπτης μάρτυς ἀναφέρει: «Ἦταν βαθύς ὄρθρος, μετά ἀπό διανυκτέρευση στήν Καλύβη τῆς «Παναγούδας». Διαβάσαμε τήν ἀκολουθία στό Ἐκκλησάκι τοῦ Κελλιοῦ. Λειτουργοῦσα (ὡς ἱερεύς) καί ἔψελνε ὁ γερο-Παΐσιος. Καθώς προχωροῦσε ἡ θεία Λειτουργία, ἦλθε ἡ ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας. Ὁ Γέροντας πλησίασε μετά πολλῆς εὐλαβείας καί συστολῆς νά μεταλάβη τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Καθώς ἔσκυψε, ἔβγαλε τό σκοῦφο του ἐλευθερώνοντας τά μαλλιά του. Ἔκπληκτος παρατηροῦσα ὅτι τό πρόσωπό του μέ φανερά τά σημεῖα τῆς θείας ἀλλοίωσης εἶχε γίνει φωτεινό. Ἐξέπεμπε ἱλαρό, ἔντονο φῶς! Θέαμα ἀσυνήθιστο γιά μένα, τό ὁποῖο μετέφερε μέσα μου τόν γλυκασμό αὐτῆς τῆς θείας μαρμαρυγῆς. Δέν θέλησα νά πῶ τίποτα. Κράτησα ὡς τίμιον δώρημα στήν μνήμη μου τήν φωτοφόρο μορφή του ἕτοιμη νά ὑποδεχθῆ τόν Κύριο τῆς δόξης, καί τήν καταθέτω, γιατί δέν ἀνήκει στήν ἐλαχιστότητά μου, ἀλλά σέ ὅλους ὅσοι ἀποζητοῦν παρηγοριά ἀπό τό φωτοφόρο πρόσωπο τοῦ Γέροντα».

Γ´. Προσφορα

Πρός τήν μητέρα Ἐκκλησία

Ὅπως ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἶχε τρεῖς μητέρες, τήν φυσική του μητέρα, τήν Παναγία καί τήν βροντή, διότι ὠνομάσθηκε ἀπό τόν Κύριο «βοανεργές» (υἱός βροντῆς), ἔτσι καί ὁ Γέροντας, ἐκτός ἀπό τήν μητέρα του Εὐλογία καί τήν Παναγία, αἰσθανόταν καί τήν ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς ἀληθινή του μητέρα. Εἶναι ὄντως μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, ἀφοῦ μᾶς ἀναγεννᾶ μέ τό Βάπτισμα καί μᾶς τρέφει μέ τήν χάρι τῶν μυστηρίων τῆς.

Ὁ Γέροντας τόνιζε ἰδιαίτερα αὐτή τήν σχέση του. Ἔγραφε σέ ἐπιστολή του πρός κάποιον νέον: «Μετά, ὅταν τελειώσης τίς σπουδές, νά κάνης ὅ,τι σέ ἀναπαύει ἐντός τῶν κόλπων τῆς μητέρας Ἐκκλησίας».

Ἦταν μοναχός μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἐκκλησιαστική συνείδηση. Οἱ ἐκκλησιολογικές του ἀπόψεις ἦταν ὀρθοδοξότατες. Πίστευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας. Ἔλεγε: «Ὅ,τι ἔχει ἡ Ἐκκλησία εἶναι λαμπικαρισμένο». Ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων κατορθώνεται στήν Ἐκκλησία. Αἰσθανόταν ὅτι ἀποτελεῖ μέλος τῆς. Ὑπέτασσε τό θέλημά του καί θυσιαζόταν γιά τό καλό της. Ἀκόμη καί ἡ ἄσκησή του εἶχε ἐκκλησιαστική ἀναφορά. Πίστευε ὅτι, «ὅταν διορθώσω τόν ἑαυτό μου, διορθώνεται ἕνα κομμάτι τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἀγάπη του γιά αὐτήν ἦταν πολύ μεγάλη. Γιά τήν εὐστάθειά της ὑπέμεινε κόπους καί θυσίες, γιά τήν δόξα τῆς προσευχόταν συνεχῶς. Γιά τήν ἑνότητά τῆς ἀγωνίστηκε πολυτρόπως. Ἐγραφε: «Δέν εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν κάνει τήν Ὀρθόδοξον τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν κόμμα. Ἀγαπῶ τούς καλούς ἐργάτας τοῦ Χριστοῦ καί βοηθῶ ὅσο μπορῶ».

Βοήθησε πολλούς νέους νά γίνουν καλοί κληρικοί, ἐργάτες στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Τούς συμβούλευε: «Ἐργασθεῖτε ταπεινά μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὁ Κύριος θά σᾶς προδώσει (ἀναδείξει, φανερώσει) στά μάτια τῶν ἀνθρώπων». Κάποιοι ἀπό αὐτούς σήμερα κοσμοῦν τήν Ἱεραρχία.

Ἤθελε οἱ κληρικοί νά ἑτοιμάζουν τόν λαό μέ τήν μετάνοια, γιά νά ἀποφύγουμε τήν δικαία ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ἡ διακονία τους νά ἀποβλέπη στήν σωτηρία τῶν πιστῶν καί στήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι στήν αὐτοπροβολή. Ἔλεγε γιά κληρικό πού ἐπετέλεσε ἔργο ἀξιόλογο, ὅτι «θά εἶχε ἀξία τό ἔργο του, ἄν δέν ἦταν κάτι τό προσωπικό».

Ὁ ἴδιος ἀθόρυβα ἀπό τό ἀσκητήριό του παρακολουθοῦσε τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση μέ ἐνδιαφέρον. Προσευχόταν, μιλοῦσε, ἔγραφε καί, ὅταν τό ἔκρινε ἀναγκαῖο, ἐξερχόταν στόν κόσμο γιά κάποια ἐκκλησιαστική ὑπόθεση. Γιά ἕνα τέτοιο θέμα βγῆκε καί συνάντησε τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καί ἄλλη φορά πῆγε στόν μητροπολίτη Φλωρίνης κ.κ. Αὐγουστῖνο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Καλόγερε, ἦρθες νά μέ ἐλέγξης;» «Ὄχι, Σεβασμιώτατε», ἀπάντησε. «Τό Εὐαγγέλιο λέει «ἐάν ἁμαρτῆση εἰς σέ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καί ἔλεγξον αὐτόν»37, δέν λέει γιά τόν Πατέρα». Τοῦ ἔβαλε ἐδαφιαία μετάνοια καί στήν συνέχεια τοῦ εἶπε κάτι, τό ὁποῖο δέχθηκε ὁ ἀγωνιστής Μητροπολίτης καί ἔκτοτε τόν εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια. Ἀρκετοί Ἐπίσκοποι τόν συμβουλεύονταν καί ἐπιζητοῦσαν τήν ἐπικοινωνία μαζί του.

Πονοῦσε πολύ, ὅταν ὑπῆρχαν σκάνδαλα καί ἐκκλησιαστικές κρίσεις. Τότε προσευχόταν περισσότερο. «Σᾶς ἔγραψα τό βαθύ πόνο μου», ἔγραφε σέ ἐπιστολή του σέ μιά τέτοια περίοδο (12–4–75), καί ἐξηγοῦσε γιατί συμβαίνουν αὐτά: «Λείπει ἡ πατερική πνευματική ἀρχοντιά καί ἑπόμενο εἶναι νά μαλώνουμε σάν τούς γύφτους».

Γιά τό πολυσυζητημένο θέμα τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων ὁ Γέροντας εἶπε: «Τίς χριστιανικές ὀργανώσεις νά μήν τίς διαλύσουμε, ἀλλά νά τίς κάνουμε πατερικές».

Ἰδιαιτέρως σεβόταν τόν Οἰκουμενικό θρόνο. Ἀναγνώριζε τήν πανορθόδοξη ἀποστολή του καί κατανοοῦσε τήν δύσκολη θέση πού βρίσκεται. Προσευχόταν πολύ καί τόν ὑπερασπίστηκε δημόσια σέ πολλές περιπτώσεις.

Ἀπό τό Στόμιο εἴδαμε τόν Γέροντα σφοδρό πολέμιο τῶν αἱρέσεων. Στά θέματα τῆς πίστεως ἦταν ἀκριβής καί ἀσυγκατάβατος.

Εἶχε μεγάλη ὀρθόδοξη εὐαισθησία, γι’ αὐτό δέν δεχόταν συμπροσευχές καί κοινωνία μέ πρόσωπα μή ορθόδοξα. Τόνιζε: «Γιά νά συμπροσευχηθοῦμε μέ κάποιον, πρέπει νά συμφωνοῦμε στήν πίστη». Διέκοπτε τίς σχέσεις του ἤ ἀπέφευγε νά δῆ κληρικούς πού συμμετεῖχαν σέ κοινές προσευχές μέ ἑτεροδόξους. Τά «μυστήρια» τῶν ἑτεροδόξων δέν τά ἀναγνώριζε καί συμβούλευε οἱ προσερχόμενοι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά κατηχοῦνται καλά πρίν βαπτισθοῦν.

Καταπολέμησε τόν οἰκουμενισμό καί μιλοῦσε γιά τό μεγαλεῖο καί τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν πληροφορία του ἀρυόμενος ἀπό τήν ἐν καρδίᾳ του θεια χάρι. Ὁ βίος του ἀποδείκνυε τήν ὑπεροχή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Γιά ἕνα διάστημα εἶχε διακόψει, μαζί μέ ὅλο σχεδόν τό ὑπόλοιπο Ἅγίον Ὄρος, τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα γιά τά ἐπικίνδυνα ἀνοίγματά του πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Ἀλλά τό ἔκανε μέ πόνο: «Κάνω προσευχή», εἶπε σέ κάποιον, «γιά νά κόβη ὁ Θεός μέρες ἀπό μένα καί νά τίς δίνη στόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, γιά νά ὁλοκληρώση τήν μετάνοιά του».

Χωρίς νά ἐπιδιώκη νά φαίνεται ὁμολογητής, μέ τόν τρόπο του, ἀντιδροῦσε, μιλοῦσε καί ἔγραφε σέ ἐκκλησιαστικά πρόσωπα. «Ἡ Ἐκκλησία», ἔλεγε, «δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε ἐπισκόπου νά κάνη ὅ,τι θέλει». Οἱ ἀντιδράσεις του αὐτές συνωδεύονταν ἀπό πολλή προσευχή καί ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τούς παρεκτρεπομένους, καί προϋπέθεταν ἀπάθεια, διάκριση καί ἄνωθεν φωτισμό.

Ἕνα ἄλλο θέμα πού ἀπασχόλησε τόν Γέροντα ἦταν τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Πονοῦσε γιά τόν χωρισμό καί προσευχόταν. λυπόταν γιά τίς παρατάξεις τῶν παλαιοημερολογιτῶν πού εἶναι ξεκομμένες σάν τά κλήματα ἀπό τήν Ἄμπελο, καί δέν ἔχουν κοινωνία μέ τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί τίς κατά τόπους αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μερικές τέτοιες ἐνορίες στήν Ἀθήνα καί στήν Θεσσαλονίκη ἑνώθηκαν καθ’ ὑπόδειξή του μέ τήν Ἐκκλησία κρατώντας τό παλαιό ἑορτολόγιο.

Ἔλεγε: «Καλό ἦταν νά μήν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἑορτολογική διαφορά, ἀλλά δέν εἶναι θέμα πίστεως». Στίς ἐνστάσεις ὅτι τό νέο ἡμερολόγιο τό ἔκανε Πάπας, ἀπαντοῦσε: «Τό νέο ἡμερολόγιο τό ἔκανε Πάπας καί τό παλιό εἰδωλολάτρης», ἐννοώντας τόν Ἰούλιο Καίσαρα.

Μέ τήν ἀγάπη, τήν προσευχή καί τήν διάκρισή του, γνώριζε πότε νά μιλᾶ, πῶς νά ἐνεργῆ καί νά βοηθᾶ ἀθόρυβα τήν μητέρα Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας τά ἄκρα καί θεραπεύοντας πληγές πού ταλαιπωροῦν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί σκανδαλίζουν τούς πιστούς.

Ὑπέρ τοῦ γένους καί τῆς Πατρίδος

Ὁ Γέροντας, ξερριζωμένος ἀπό τήν βρεφική του ἡλικία, καί ἔχοντας ζήσει τήν φρίκη τοῦ πολέμου καί τῆς Κατοχῆς, γνώριζε ἀπό τήν πεῖρα του ὅτι τό νά «διάγωμεν ἤρεμον καί ἡσύχιον βίον» εἶναι μεγάλη εὐλογία.

Ἀγαποῦσε τήν Πατρίδα καί ἔλεγε: «Καί ἡ Πατρίδα εἶναι μιά μεγάλη οἰκογένεια». Δέν ἐπεδίωκε τό ἐθνικό μεγαλεῖο, τήν δόξα καί τήν ἰσχύ μέ τήν κοσμική ἔννοια, ἀλλά τήν εἰρήνη, τήν πνευματική ἄνοδο καί τήν ἡθική ζωή τῶν πολιτῶν, γιά νά μᾶς βοηθᾶ καί ὁ Θεός. Οὔτε ἐπιζητοῦσε τήν ἀσφάλεια γιά νά ἀπολαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι τίς ἀνέσεις τους.

Σέ κάποιον Ἕλληνα θερμό πατριώτη πού ζοῦσε στήν Ἀμερική καί προσπαθοῦσε νά προβάλλη τήν Ἑλλάδα, συνέστησε ν’ ἀγωνισθῆ γιά νά ἁγιάση καί ὕστερα νά προβάλλη σωστά καί πνευματικά καί τήν Ἑλλάδα.

Ὅπως οἱ Προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ συμμετεῖχαν στήν ζωή τοῦ ἔθνους ἐνεργά μέ τόν τρόπο τους, προσεύχονταν, θρηνοῦσαν, ἔλεγχαν βασιλεῖς, κήρυτταν μετάνοια καί προφήτευαν γιά τά ἐπερχόμενα δεινά, τό ἴδιο καί ὁ Γέροντας δέν ἦταν ἀδιάφορος καί ἀπαθῆς στά θέματα τῆς Πατρίδος. Ὁ προφήτης δέν ἦταν ἐθνικιστής πού ἔλεγε: «Διά Σιών οὐ σιωπήσομαι»38. Τό ἴδιο καί ἡ στάση τοῦ Γέροντα ἦταν καθαρά πνευματική.

Στά θέματα τῆς Πατρίδος δέν ἤθελε οἱ Χριστιανοί νά εἶναι ἀδιάφοροι. Πολύ λυπόταν πού ἔβλεπε πνευματικούς ἀνθρώπους νά ἐπιζητοῦν νά βολευθοῦν οἱ ἴδιοι καί νά μήν ἐνδιαφέρωνται γιά τήν Πατρίδα. Ὁ καημός του καί ἡ ἀπορία του ἦταν πῶς οἱ ὑπεύθυνοι δέν ἀντιλαμβάνονται πού ὁδηγούμαστε. Ὁ ἴδιος ἀπό παλαιά διέβλεπε τήν σημερινή κατάσταση καί ἀνησυχοῦσε, ἀλλά δέν διέσπειρε τίς ἀνησυχίες του στόν κόσμο. Ἔλεγε: «Ἀπό τό κακό πού ἐπικρατεῖ σήμερα θά βγεῖ μεγάλο καλό».

Πίστευε ὅτι ἕνας μοναχός μπορεῖ νά βοηθήση ὁλόκληρο τό Ἔθνος. «Ἄλλον ὁ Θεός τόν κάνει μοναχό γιά νά βοηθήση μιά οἰκογένεια καί ἄλλον γιά νά βοηθήση ὁλόκληρο Ἔθνος. Τό Ἅγιον Ὄρος πολλά μπορεῖ νά προσφέρη. Μπορεῖ νά δημιουργήση πάλι τό Βυζάντιο ἀπό τό ὁποῖο προῆλθε».

Επίμετρο

Μορφή, χαρακτήρας καί φυσικά χαρίσματα τοῦ Γέροντα

Ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση τοῦ Γέροντα ἦταν ἐνός συνηθισμένου μοναχοῆ. Τό ἀνάστημά του μέτριο, περίπου 1,60 μ. ὕψος. Ἦταν πολύ λεπτός, σκελετωμένος ἀπό τήν πολυετῆ ἄσκηση, μέ ὡραῖα, ἀρμονικά καί λεπτά τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου. Ἡ ὅλη ἐμφάνισή του ἀπέπνεε καλωσύνη καί συμπάθεια.

Τό βλέμμα του ζωηρό, ἐκφραστικό (ἐκφραζόταν καί μιλοῦσε μέ τά μάτια του), διεισδυτικό καί σπινθηροβόλο. Εἰρήνη, σιγουριά καί ἀρχοντιά συνώδευαν τίς κινήσεις του. Τά γένια του μέτρια, πυκνά καί σχεδόν κατάλευκα πρίν ἀπό τήν κοίμησή του. Τά μαλλιά του μιξοπόλια (ἀσπρόμαυρα) καί πολύ πυκνά, ἔφθαναν ὥς τούς ὤμους του. Συνήθως φοροῦσε πλεκτό μάλλινο σκοῦφο, χοντρό γιά τό κρύο. Σέ ἐξόδους φοροῦσε τόν συνηθισμένο ἀγιορείτικο.

Οἱ παλάμες τῶν χεριῶν του μεγαλύτερες τοῦ κανονικοῦ, στιβαρές, ἔδειχναν ἀνθρωπο πού εἶχε ἀσχοληθῆ μέ χειρωνακτικές ἐργασίες. Τά πέλματα τῶν ποδιῶν του μεγάλα, δυσανάλογα πρός τό ἀνάστημά του. Τά δόντια του ἔλειπαν σχεδόν ὅλα, ἐκτός ἀπό δύο στήν ἄνω σιαγόνα καί λίγα μπροστινά στήν κάτω. Δέν θέλησε νά βάλη δόντια, ἄν καί τοῦ πρότειναν πνευματικά του τέκνα. Συγκατατέθηκε ὅμως καί ἔβαλε δύο «γκυλιέδες», ὅπως ὠνόμαζε τίς θῆκες. Ὅταν γελοῦσε, φαίνονταν χαρακτηριστικά. Παρά τήν ἔλλειψη τῶν δοντιῶν, μιλοῦσε καθαρά, καί δέν φαινόταν αὐτό σάν σωματικό μειονέκτημα. Ἡ ἔκδηλη θεία χάρι σκέπαζε αὐτή τήν ἔλλειψη καί τόν ἔκανε νά φαίνεται «ὡραῖος κάλλει». Τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό καί χαριτωμένο. Ὁλόκληρος ἦταν «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».

Οἱ αἰσθήσεις του παρέμειναν ὀξύτατες ὥς τήν κοίμησή του καί λειτουργοῦσαν πολύ καλά. Μέ τήν ὄσφρησή του ἀπό ἕνα χιλιόμετρο μακρυά αἰσθανόταν κάποιον πού κάπνιζε. Ἡ ἀκοή του πολύ εὐαίσθητη. Ἡ ορασή του καταπληκτική. Ἔβλεπε λεπτομέρειες ἀπό πολύ μακρυά. Μέ γυαλιά πρεσβυωπίας ἔκανε ξυλόγλυπτα μέ λεπτομέρειες ὥς τά τέλη τῆς ζωῆς του.

Φαινόταν ἕνας φυσιολογικός ἄνθρωπος, ἀλλά ἔκρυβε στόν «κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα», τήν θεία χάρι πού ἦταν ἀδύνατο νά κρυφθῆ καί ἀσύλληπτο νά κατανοηθῆ.

Ἄν καί γέρων λευκόθριξ, ἀσθενής καί χωρίς δόντια, ἦταν ὅμως λέων. Εἶχε κάτι τό δυνατό, τό ἀποφασιστικό, τό θεϊκό. Μέσα σέ αὐτό τό ἀσθενικό καί μικροκαμωμένο σῶμα κρυβόταν μιά ψυχή ἀνδρεία, μέ πολλή δύναμη καί θυμό. Τόν θυμό οἱ ἄγιοι Πατέρες τόν ὀνομάζουν νεῦρο τῆς ψυχῆς. Αὐτή τήν δύναμη (θυμό) τήν ἔστρεψε πρός τό καλό καί τήν ἀξιοποιησε γιά νά ἐπιτύχη τίς ἀρετές. Δέν δίσταζε νά ἐλέγξη κάποιον, ὅταν ἔκανε κακό πού ὑπερέβαινε τά ὅρια, καί νά θυμώση ἀπαθῶς39 -«ὀργιζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε»- χωρίς να χάση τήν εἰρήνη του, πάντοτε ὅμως ὑπερασπιζοντας κάτι ἀνώτερο καί ὄχι τόν ἑαυτό του. Μιλοῦσε τότε, ὄχι κυριευμένος ἀπό τό πάθος τῆς ὀργῆς, άλλά μέ πόνο ψυχῆς.

Ἦταν ἀπό φύσεως ἀνοικτός καί εὐχάριστος, φιλόξενος καί ἐλεήμων, γνήσιος Ἀνατολίτης. Ἀγαποῦσε νά διηγῆται χαριτωμένες ἱστορίες μέ πνευματικό περιεχόμενο καί νά γελᾶ ἀπό τήν καρδιά του: «Δυστυχῶς σήμερα», ἔλεγε, «χάθηκε ἀπό τούς πολλούς τό φυσικό γέλιο». Μποροῦσε νά ξεσπάση σέ κλάματα ἀπό συμπάθεια, νά ἀσπασθῆ ὡς ἀδελφό του κάποιον πονεμένο πού πρώτη φορά ἔβλεπε, καί νά κάνη κάθε θυσία γιά νά τόν ἀναπαύση καί νά τόν βοηθήση. Καί ὅλα αὐτά τά ἔκανε ἀπό τήν καρδιά του φυσικά καί αὐθόρμητα.

Θυσιαζόταν γιά τό πιστεύω του καί γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ἀπεχθάνετο τήν διπροσωπία, τήν χαμέρπεια καί τήν ἀσυνειδησία. Τιμοῦσε καί σεβόταν τούς ἐναρέτους, τούς εὐλαβεῖς, ὅσους εἶχαν ἰδανικά καί ἐργάζονταν γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους, τούς φιλότιμους πού εἶχαν πνεῦμα θυσίας. Ἔλεγε: «Ἔχω μέσα στήν καρδιά μου αὐτούς πού ἔχουν καλωσύνη, εὐλάβεια καί ἁπλότητα».

Στόν πιό ἄσημο ἄνθρωπο, ἄν μάλιστα ἦταν πονεμένη καί εὐαίσθητη ψυχή, ταπεινωνόταν ἀπεριόριστα, γινόταν χῶμα. Ἀλλά γινόταν βουνό πανύψηλο, βράχος ἀσάλευτος στίς ἀπειλές, στούς ἐκφοβισμούς, στίς κολακεῖες, στίς δωροδοκίες τῶν δυνατῶν. Ἦταν ἀπτόητος μπροστά στίς ἀπειλές, τόν κίνδυνο καί τόν θάνατο. Ἦταν ἄτρωτος ἀπό συκοφαντίες, ἀκόμη καί στά κτυπήματα «τῶν πολεμούντων αὐτόν ἀπό ὕψους»40 (δηλαδή τῶν ἰσχυρών τῆς γῆς).

Ἦταν ἄνθρωπος μέ πλούσιο ἐσωτερικό περιεχόμενο. Εἶχε καρδιά μέ αἰσθήματα ἐξαγνισμένα (ἄσχετα μέ κάθε συναισθηματισμό). Ἦταν ἄνθρωπος τέλειος, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Μία θεότευκτη εἰκόνα μέ πολύτιμες ψηφίδες, τίς ἀρετές. Ἕνα «καθαρό καί ἀκηλίδωτο ἔσοπτρο», πού ἀντανακλοῦσε θεῖες ἰδιότητες. Ὁ Γέροντας ἦταν φύση ἀγαθή, μέ καλές καταβολές, προικισμένος μέ σπάνια χαρίσματα. Ἀλλά ἀγωνίσθηκε πολύ, αὔξησε καί διπλασίασε τά τάλαντά του. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε πολλά, καί ὁ Γέροντας τά ἀπέδωσε πολλαπλά.

Ἦταν φαινόμενο εὐφυΐας, εὐστροφίας, ἑτοιμότητος. Σπάνια καί ἀσυνήθης περίπτωση. Εἶχε καταπληκτική μνήμη. Θυμόταν κάποιον πού ἔβλεπε μιά φορά γιά δεκαετίες. Κάποτε στήν «Παναγούδα» τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας ἡλικιωμένος. Ὁ Γέροντας τόν ρώτησε: «Εἶσαι ὁ Κοκκινέλης;». Πράγματι ἦταν ὁ Κοκκινέλης, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν συνυπηρετήσει γιά λίγο στρατιῶτες πρίν ἀπό μισόν αἰῶνα.

Ἦταν μέσα σέ ὅλα, χωρίς νά ἀσχολῆται μέ ὅλα. Γνώριζε τά τοῦ κόσμου, διαμένοντας στήν ἔρημο. Ἦταν πνευματικά μαζί μέ ὅλους, ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο καί ἀπεῖχε ἀπό ὅλους.

Γνώριζε πολλά χωρίς νά ἔχη σπουδάσει. Συναναστρεφόταν ἄνετα καί συζητοῦσε μέ ἐπιστήμονες καί ἄλλες προσωπικότητες, χωρίς νά μειονεκτῆ. Ἀντιθέτως οἱ κατά κόσμον σοφοί τόν συμβουλεύονταν.

Σέ ἐρώτηση, ἄν μετανόησε πού δέν σπούδασε, ἀπάντησε ἀρνητικά. Μόνο γιά τήν γνώση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ἔλεγε: «Ἄν εἶχα βγάλει κανά δυό τάξεις στό Γυμνάσιο, θά καταλάβαινα καλύτερα τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες». Ἦταν ὅμως ἀκριβής στά λόγια του. Οἱ ἀπαντῆσεις του δέν ἄφηναν κενά. Καταλάβαινες αὐτό πού ἤθελε νά πῆ καί χωρίς λόγια. Μέ λίγα ἔλεγε πολλά. Μέ μιά παραστατική χειρονομία ἔδινε νά ἐννοήση κανείς ἕνα πρόσωπο, μιά ὁλόκληρη ὑπόθεση.

Ἦταν ἀπό τήν φύση του καλλιτέχνης καί ποιητής. Εἶχε τήν ἱκανότητα νά γράφη ποιήματα καί τροπάρια, καί νά ζωγραφίζη.

Ἁγαποῦσε τή νοικοκυρεμένη δουλειά. «Ὅ,τι ἔπιανε στά χέρια του, τό ἔκανε μέ μεράκι, τέλεια· περισσότερο ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Εἶχε ἐπιμονή καί μέθοδο στήν ἐπίτευξη τῶν στόχων του.

Στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους ἦταν ἁπλός, αὐθόρμητος, ζεστός καί εἶχε ἕνα δικό του τρόπο, μιά πνευματική τέχνη γιά νά σέ πλησιάση, νά ἐπικοινωνήση μαζί σου καί νά σέ ἀναπαύση. Σέ παρακολουθοῦσε σιωπηλά μέ προσοχή τεταμένη, σέ ἄφηνε νά μιλήσης καί ἐρχόταν στήν θέση σου. Φερόταν στούς ἄλλους μέ εὐαισθησία καί λεπτότητα, καί μόνο στόν ἑαυτό του ἦταν αὐστηρός. Αὐτές οἱ ἀντιθέσεις στόν χαρακτῆρα του συνέθεταν μιά θαυμαστή ἁρμονία: Ἐπιείκεια πρός τούς ἄλλους καί αὐστηρότητα στόν ἑαυτό του, ἡσυχία καί κοινωνικότητα, ἁπλότητα πίστεως καί δεινότητα διανοητική, τήρηση μέ εὐλάβεια τῶν τυπικῶν καί πνεῦμα ἐλευθερίας.

Ὅποιον δρόμο καί ἄν ἀκολουθοῦσε ὁ Γέροντας στήν ζωή του, θά διακρινόταν, γιατί ἦταν «δοχεῖον χωρητικόν», μηχανή δυνατή, φακός μεγάλης ἐντάσεως.

Προτίμησε ὅμως νά γίνη «κονσερβοκούτι» πού ἀντανακλᾶ τίς ἀκτῖνες τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, καί δείχνει τόν Ἥλιο, ἀντί νά λάμψη πρόσκαιρα σ’ αὐτόν τόν ψεύτικο κόσμο μέ τήν δική του αὐτοπροβολή. Ἁγωνίσθηκε πολύ μέ φιλότιμο καί αὐταπάρνηση. Ἔδωσε τά πάντα στόν Θεό, καί ὑπέμεινε πειρασμούς καί θλίψεις γιά τόν Θεό. Βοήθησε ἀναρίθμητα πλήθη ἀνθρώπων. Μονομάχησε μέ τόν διάβολο καί βγῆκε νικητής. Τώρα ἀκούει τήν εὐλογημένη φωνή: «Τῷ νικῷντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου»41.

Τό μήνυμά του42

Πρῶτα πιστεύουμε στόν Θεό καί ὕστερα ἀγαπᾶμε τόν Θεό καί τήν εἰκόνα του, τόν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη αὐξάνει μέ τήν προσευχή. «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν».

«Ὅπως ἔχω καταλάβει, ὅλο τό κακό προέρχεται ἀπό τήν ἀπιστία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύη στόν Θεό, θέλει νά γλεντῆση τήν ζωή του. Γι’ αὐτό καί ἐπιδίδεται σέ κάθε εἴδους ἁμαρτία».

«Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συλλάβη τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, ὅτι αὐτή ἡ ζωή εἶναι νά ἑτοιμαστοῦμε γιά τήν ἄλλη. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅπως ἕνας πού ταξιδεύει νά πάη κάπου χρειάζεται ἕναν ὁδηγό, ἔτσι καί γιά τό οὐράνιο ταξίδι, πρέπει νά βρῆ ἕναν ὁδηγό (Πνευματικό). Μετά, νά τόν βάλη σέ ἕνα πρόγραμμα, λίγη μελέτη, λίγη προσευχή, νά ἀποφεύγη τίς ἀφορμές τῆς ἁμαρτίας, καί τό κοσμικό φρόνημα πού εἶναι τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα. Ὁπότε ἔτσι ἡ καρδιά του θά εἶναι στόν Χριστό».

«Πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε μέ φιλότιμο νά σωθοῦμε, γιά νά μή λυπήσουμε τόν Χριστό. Θά μᾶς πεῖ ὁ Χριστός: «Παιδί μου ἐγώ ἔκανα τόσα γιά νά σέ σώσω. Ἔχυσα τό αἷμα μου καί ὑπέμεινα τόσα πάθη, ἐσύ τί ἐκανες γιά νά σωθῆς»;

«Ὁ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά βρῆ καί νά ἁγιάση τήν κλίση του. Ὁ προκομμένος ἄνθρωπος, ὅπου καί νά βρεθῆ, εἴτε στόν γάμο, εἴτε στόν μοναχισμό, θά εἶναι ἐπιτυχημένος».

«Νά προτιμοῦμε τίς θλίψεις καί νά τίς δεχώμαστε καλύτερα ἀπό τίς χαρές. Τό πικρό φάρμακο πολλές φορές εἶναι καλύτερο ἀπό τό γλυκό, διότι θεραπεύει. Ἡ πραγματική χαρά γεννιέται ἀπό τόν πόνο».

«Ἐκεῖνο πού ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο στήν προκοπή του στά πνευματικά εἶναι ὅτι δέν δουλεύει τό μυαλό του σέ ὅ,τι τόν ὠφελεῖ πνευματικά ἀλλά σέ ἄλλα πράγματα».

«Πρέπει νά μπῆ μέσα μας ὁ πόνος γιά τήν σύγχρονη κατάσταση γιά νά μπορέσουμε νά κάνουμε καρδιακή προσευχή».

«Σήμερα ἦρθε ἡ ἐποχή νά διαχωρισθοῦν τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια, οἱ πιστοί ἀπό τούς ἀπίστους. Ἀργότερα θά ’ρθεῖ καιρός πού θά δώσουμε ἐξετάσεις, θά ὑποστοῦμε καί διωγμούς γιά τήν πίστη μας, καί τότε θά φανεῖ τό μπακίρι ἀπό τό χρυσό».

«Ὅταν κάποιος στενοχωρῆται γιατί ὑποφέρει γιά τούς ἄλλους, πονᾶ τούς ἄλλους, κάνει τά δικά τους προβλήματα δικά του, τότε αὐτός ἔχει μισθό μάρτυρος.

Oἱ ἀνθρωποι πού θυσιάζουν τά πάντα πόσο χαριτωμένοι εἶναι! Οὔτε προβλήματα ἔχουν καί λάμπει τό πρόσωπό τους γιατί ἔχουν τήν θεϊκή χαρά συνέχεια».

«Ὅλη ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά σκέφτεται τόν ἄλλον καί τόν ἑαυτό του νά τόν βάζη τελευταῖο, νά μήν τόν ὑπολογίζη. Ὅταν ἔρθουμε στήν θέση τοῦ ἄλλου καί τόν καταλάβουμε, τότε συγγενεύουμε μέ τόν Χριστό».

«Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκριβό πρᾶγμα. Γιά νἄρθη νά κατοικήση μέσα στόν ἄνθρωπο, πρέπει νά βρῆ τόν ἄνθρωπο νά συμφωνῆ κατά Πνεῦμα μέ τόν Θεό καί ὁ ἄνθρωπος νά ἐξασκήση (ἐξαντλήση) ὅλο τό ἀνθρώπινο. Ἐνῶ ἐμεῖς θέλομε νά ἔλθη ἡ θεῖα χάρις γιά νά μᾶς ἀπαλλάξη ἀπό τίς ἀδυναμίες, χωρίς ἀγῶνα. Γιά νά κατοικήση στόν ἄνθρωπο τό Ἅγίο Πνεῦμα χρειάζεται πολύ αὐταπάρνηση, πολύ φιλότιμο, ταπείνωση, ἀρχοντιά, θυσία. Ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι ἀπόλαυση. Ὁ Χριστός ἔχει τοποθετήσει τήν μπρίζα, ἀλλά τά δικά μας καλώδια εἶναι σκουριασμένα καί δέν δέχονται τήν θεία χάρι. Νά ξεσκουριάσουμε τά καλώδια, ν’ ἀγωνιστοῦμε νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας, νά κόψουμε τά πάθη μας, νά ἀποκτῆσουμε τίς ἀρετές καί ἔτσι θά μᾶς ἐπισκεφθῆ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ». Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

Ὁ Γέροντας παρηγορεῖ καί συμβουλεύει

Ἡ Πνευματική διαθήκη τοῦ Γέροντα

Αὐτό τό ἰδιόγραφο κείμενο τοῦ Γέροντα βρέθηκε αὐτοτελές στήν «Παναγούδα», μετά τήν κοίμησή του.

* * *

29

Ἀβ. Ἰσαάκ Λόγος Κ´, σ. 76.

30

«Ἀλλη ἡ τῶν πενθούντων σκυθρωπή ταπείνωσις, καί ἐτέρα ἡ τῶν ἔτι ἀμαρτανόντων τοῦ συνειδότος κατάγνωσις καί ἄλλη ἡ τοῖς τελείοις δι’ ἐνεργείας Θεοῦ προσγινομένη μακαρία πλουτοταπείνωσις», Κλῖμαξ Ε´, θ´.

31

Ἀπορρυπαντικό παλαιότερης ἐποχῆς.

32

«Ἐκτός πειρασμῶν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ οὐχ ὁρᾶται», ἀβ. Ἰσαάκ Λόγος ΜΔ´, σ. 187.

33

Ἀ Θεσ. β´, 7.

34

Εἶναι ἔκφραση τοῦ Γέροντα καί σημαίνει τήν ἀγάπη πού δέν ἀποβλέπει στήν ἀνταπόδοση. Προσφέρει δηλαδή κανείς σάν τόν ἄρχοντα πού χαρίζει, χωρίς νά περιμένη ἀνταπόδοση. Ἀπό τήν ἔλλειψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης προέρχονται τά βάσανα καί οἱ πειρασμοί, διότι οἱ ἄνθρωποι συνήθως ζητοῦν ἀναγνώριση καί ἀμοιβή. Ὁ Γέροντας μέ δυό μόνο λέξεις ὑπέδειξε τήν σωστή στάση πρός τούς συνανθρώπους.

35

Ἰω. ιδ´, 21.

36

Πρός Θαλάσσιον 59, PG 90, 617C.

37

Ματθ. ιη´, 15.

38

Ἡσ. ξα´, 1.

39

«Ὁ δέ θυμός τότε πάλιν κινεῖται κατά φύσιν, ὁτε πάντας ἀνθρώπους ἀγαπᾷ καί πρός οὐδένα αὐτῶν ἤ λύπην ἤ μνησικακίαν κέκτηται», ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Λόγος ψυχωφελής, Φιλοκαλία τομ. Β´, σ. 236.

40

Ψαλμ. νε´, 3.

41

Ἀποκ. β´, 7.

42

Ἀντί ἐπιλόγου παρατίθενται μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα τῆς διδασκολίας τοῦ Γέροντα.


Источник: Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης. Ο ασυρματιστής του Στρατού και του Θεού / Ισαάκ ιερομόναχος ; Επιμέλεια: Καραΐσκος Δημήτριος. - Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού, 2013. - 102 p.

Комментарии для сайта Cackle