Азбука веры Православная библиотека преподобный Косма Маиумский Косма Маюмский. Жизнь и труды (Κοσμάς ο μελωδός. Βίος και έργο)
Т. Деторакис (Θεοχάρης Ε. Δετοράκης/Ανάλεκτα Βλατάδων)

Косма Маюмский. Жизнь и труды (Κοσμάς ο μελωδός. Βίος και έργο)

Источник

Στοὺς γονεῖς μου

Θέρος 1979

Θ.Ε. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ

Содержание

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Ο ΒΙΟΣ ΟΙ ΠΗΓΕΣ I. ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Α 1. SYNAX. ECCL. CP.. στ. 395–396 (Ἰανουάριου ΙΕ´) Χρόνος Ἐξάητηση Ἀξιολόγηση 2. Ο ΛΑΥΡΙΗΤΙΚΟΣ BIOS ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ (= Vila Athoniensis Laurao Γ44) Σνγγραφέας Χρόνος Ἐξάρτηση – Ἀξιολόγηση 3. Ο μαρκιανος βιος τοῦ Δαμασκηνου (= Vita Damascenica Marciana) Χρόνος – Συγγραφέας Εἰδήσεις – Ἀξιολόγηση II. ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ТОΥ ΤΥΠΟΥ В 1. Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ Χειρόγραφα καὶ ἐκδόσεις α. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωάννη πατριάρχη Ἱεροσολύμων: β. Μὲ τὸ ὅνομα Ἰωάννη πατριάρχη Ἀντιοχείας. Συγγραφέας Χρόνος Πηγές – Ὁ ἀραβικὸς Βίος Ἀξιολόγηση Ὁ Κοσμᾶς στὸν Ἱεροσολνμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ 2. Η ΚΟΙΝΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ТОΥ ΜΕΡΚΟΥΡΟΠΩΛΟΥ Πηγὲς καὶ ἐπιδράσεις Οἱ πληροφορίες τοῦ Μερκουροπώλου γιὰ τοῦ Κοσμᾶ Ἀξιολόγηση III. ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ТОΥ ΤΥΠΟΥ Г 1. Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΣ Χειρόγραφα καὶ ἐκδόσεις Συγγραφέας καὶ χρόνος Πηγές – Ἀνάλυση Ἀνακεφαλαίωση – Ἀξιολόγηση 2. Ο ΑΘΗΝΑΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ (VITA ATHENIENSIS) Ἐξάρτηση – Ἀνάλυση 3. Ο ΒΑΤΙΚΑΝΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ (VITA VATICANA BARBERINIANA) Συγγραφέα – Χρόνος Πηγὲς καὶ ἐπιδράσεις Εἰδήσεις τοῦ Βατικανοῦ Βίου Ἀξιολόγηση IV. ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ 1. ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ 2. Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΩΣ ΠΗΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ V. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΧΗΜΑ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ 1. ΚΑΤΑΓΩΓΗ 2. ΧΡΟΝΟΣ 3. ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ-Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ 4. Ἡ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ 5. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΤΟΥΜΑ VI. ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ VII. Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ТОΥ ΚΟΣΜΑ ΩΣ ΑΓΙΟΥ 1. Η ΕΝΤΥΠΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ 2. Η ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ 3. ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ VIII. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ 1. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΩΝΥΜΙΑΣ Α´ Β´ 2. ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ANEYPETA KAI ἈΤΑΥΤΙΣΤΑ ΕΡΓΑ TOY ΚΟΣΜΑ 3. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΟΗ ΚΟΣΜΑ 4. ΥΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ 5. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΜΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ 6. ΛΕΚΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ 7. ΜΕΤΡΟ – ΡΥΘΜΟΣ – ΜΕΛΟΣ 8. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΕΥΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ 9. ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ. ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ 10. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΚΤΩΗΧΟΥ 11. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΠΙΝΑΚΕΣ ΕΡΓΩΝ ТОΥ ΚΟΣΜΑ 1. ΕΙΡΜΟΙ 2. ΚΑΝΟΝΕΣ* α. ΜΗΝΑΙΩΝ β. ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗΣ γ. ΤΟΥ ΤΡΙΟΔΙΟΥ δ. πεντηκοςταριου 3. ΤΡΙΩΔΙΑ ΔΙΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΩΔΙΑ 4. ἸΔΙΟΜΕΛΑ Α. ΜΗΝΑΙΩΝ В. ΤΡΙΩΔΙΟΥ Γ. ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ Δ. ΟΚΤΩΗΧΟΥ Ε. ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ 5. ΣΤΙΧΗΡΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΑ 6. ΥΜΝΟΣ 7. ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΣΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΠΙΜΕΤΡΟ Ο ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ SOMMAIRE  

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ εἶναι μέγα καὶ σεβαστὸ στην παράδοση τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας. Θεωρεῖται ὁ καλύτερος ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς κανονογράφους καὶ ἔνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους μελωδοὺς τῆς Ἐκκλησίας, princeps metodorum, ὅπως εὔστοχα ἔχει χαρακτηριστεῖ. Εἶναι μάλιστα ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς ὑμνογράφους, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ὀνομαστεῖ μελωδός, μετὰ τὸν Ρωμανό. Συνδέεται μὲ τῇ μεγάλη ποιητικὴ καὶ μουσικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 8ου αἰ. καὶ θεωρεῖται μαζὶ μὲ τὸ θετὸ ἀδελφό του Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Ἀνδρέα Κρήτης εὔρετὴς τοῦ κανόνα ὡς νέου ποιητικοῦ εἴδους.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱδήσεις μας γιὰ τὴ ζωή του εἶναι πολὺ περιορισμένες καὶ ἀσαφεῖς. Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τῶν πηγῶν εἶναι ἐλάχιστα καὶ χάνονται μέσα σὲ πέλαγος ἀσαφειῶν καὶ ἀλληλοσυγκρουόμενών πληροφοριῶν. Σύγχυση πολλαπλὴ στὰ θέματα τῆς καταγωγῆς, τῆς παιδείας, τοῦ χρόνου γεννήσεως καὶ θανάτου, τῶν σχέσεών του μὲ τὸν Δαμασκηνὸ κλπ. ἔχει δημιουργήσει ἀληθινὸ νεφέλωμα καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει πρόβλημα ἀνοικτό. Τὰ ἀρχαιότερα κείμενα ποὺ ἀναφέρονται στὸν Κοσμᾶ χρονολογοῦνται στὸ 10° ἢ 11° αἰ., δηλαδὴ τρεῖς αἰώνες καὶ περισσότερο μετὰ τὸ βιογραφούμενο. Στηρίζονται στὴν προφορικὴ παράδοση καὶ ἡ ἀξιοπιστία τους εἶναι ἀμφίβολη. Οἱ βιογράφοι, ἐξάλλου, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι λόγιοι, ἀποβλέπουν πάντοτε στὸν ἐγκωμιασμὸ καὶ ἐξαντλοῦνται σὲ ρητορικὲς ἀποστροφὲς καὶ φανταστικὰ ἐφευρήματα, τόσο συνηθισμένα στὴν ἁγιολογικὴ φιλολογία. Πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ καὶ κάτι ἀκόμη. Ἡ σχέση τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν Δαμασκηνό ζημίωσε τελικὰ τὸν πρῶτο, γιατὶ ἐμπόδισε νὰ δημιουργηθεῖ ἀνεξάρτητη καὶ προσωπικὴ ἁγιολογικὴ παράδοση. Ὁ Κοσμᾶς στὰ ἁγιολογικὰ κείμενα ζεῖ σχεδὸν πάντοτε κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Εἶναι ἐπίσης περίεργο ὅτι ὁ μεγάλος αὐτός ποιητὴς καὶ μελωδός δει ἐγινε μέχρι σήμερα ἀντικείμενο ιδιαίτερης σπουδής. Οἱ γραμματολόγοι ἐπαναλαμβάνουν ὁ ἐνας τὸν ἀλλο καὶ διαίωνίζουν σφάλματα πολλὲς φορὲς ἀσυγχώρητα. Οὐσιαστικἀ δὲν ἔχει προστεθεῖ τίποτε στὶς γνώσεις μας γιὰ τὸν Κοσμᾶ ἀπὸ τὸ 18° αἰ., ὅταν ὁ Montfaucon καὶ ὁ Le Quien συνέταξαν τὰ πρῶτα στοιχειώδη βιογραφικὰ σημειώματα. Ἡ δημοσίευση, ἐξάλλου, τῶν διάφορων βίων Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ τῶν ποιητῶν συσκότισε, ἀντὶ νὰ διαφωτίσει, τὰ πράγματα, καθὼς ἦλθαν στὸ φῶς περίεργες καὶ δυσερμήνευτες πληροφορίες. Ἐρωτήματα προβάλλουν καὶ ἀπαιτοῦν λύσεις: Κατάγεται ὁ Κοσμᾶς ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὰ Ἱεροσόλυμα ἢ τὴ Δαμασκό; Εἶναι θετὸς ἀδελρός, συνομήλικος καὶ συμμαθητὴς τοῦ Δαμασκηνοῦ ἢ πολὺ μεγαλύτερος καὶ δάσκαλός του; Πέθανε κατὰ τὰ μέσα τοῦ 8ου αἰ. ἢ εἶναι σύγχρονος καὶ συνομιλητὴς τοῦ πατριάρχη Ταραοίου († 806); Πῶς ἑρμηνεύονται αὐτὲς οἱ ἀντιφάσεις τῶν πηγῶν;

Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ, ἔργο μέγα καὶ ἐπιβλητικό, δέν ἔχει μελετηθεῖ συστηματικὰ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν χειρογράφων, τῆς μορφολογίας, τοῦ ὕφους, τῶν πηγῶν καὶ τῶν ἐπιδράσεων. Προπαντὸς δὲν ἔχει ἀκόμη ἐξακοιβωθεῖ πόσα καὶ ποιὰ ἔργα, ποὺ παραδίδονται μὲ τὴν ἀόριστη ἔνδειξη «Κοσμᾶ μοναχοῦ», ἀνήκουν στὸν Μελωδὸ ἢ εἶναι συνθέματα ἄλλων ὁμώνυμων ὑμνογράφων, ἂν βέβαια ὑπῆρξαν ὑμνογράφοι ὁμώνυμοι. Καὶ ἐδῶ διαίωνίξονται πλάνες πολλὲς καὶ μάλιστα σὲ ἔργα ἐπισημότατα.

Ἦταν λοιπὸν ἀνάγκη νὰ ὑποβληθοῦν οἱ πηγὲς σὲ νέο κριτικὸ ἔλεγχο καὶ νὰ ἐπιχειρηθεῖ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων ἐξ ὑπαρχῆς. Μόνο μὲ μιὰ γενναία ἔρευνα σὲ βάθος καὶ πλάτος ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ φωτιστεῖ κάπως ὁ βίος τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκπροσώπου τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας.

Τὴν ἔρευνα αὐτὴ ἐπιχειρεῖ ἡ παρούσα διατριβή. Διαιρεῖται σὲ δύο μέρη. Στὸ πρῶτο ἐξετάζονται συγκριτικὰ ὅλες οἱ βιογραφικὲς καὶ ἱστορικὲς πηγές, ἐλέγχονται οἱ πλάνες καὶ ἑρμηνεύονται οἱ ἀντιφάσεις. Τὰ συμπεράσματα εἶναι ἐντελῶς νέα. Ἀποδεικνύεται τώρα ὅτι ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν Κρήτη. Ὁ θάνατός του χρονολογεῖται στὸ 751/2 καὶ ὄχι στὸ 760. Ἡ ἀνάρρησή του στὸ θρόνο Μαῖουμᾶ χρονολογεῖται ἐπίσης στὸ 735 καὶ ὄχι στὸ 713, ὅπως γράφεται παντοῦ. Στὸ μέρος τοῦτο ἐξετάζεται καὶ ἡ ὑμνογραφία τοῦ Κοσμᾶ ὡς ἀγίου καὶ ἡ εἰκονογραφική του παράδοση.

Τὸ δεύτερο μέρος ἀναφέρεται στὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ. Ἡ συστηματικὴ ἐξέταση τοῦ ἔργου του ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν χειρογράφων, τῆς γλώσσας, τοῦ ὕφους, τοῦ μέτρου καὶ τοῦ μέλους, τῶν μορφολογικῶν στοιχείων, τῶν πηγῶν καὶ τῶν ἐπιδράσεων, μᾶς ἔδωσε νέες πληροφορίες καὶ δυνατότητες ἐλέγχου. Λύεται τώρα ὁριστικὰ καὶ τὸ πρόβλημα τῆς συνωνυμίας καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι ὑπάρχει ἄλλος ὁμώνυμος ὑμνογράφος. Ἐρευνᾶται ἐπίσης τὸ μέγα πρόβλημα τῶν ἀμοιβαίων ἐπιδράσεων Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ καὶ τῆς συνεργασίας τῶν δύο ποιητῶν στὴ συγκρότηση τῆς Ὀκτωήχου. Οἱ πίνακες τῶν ἔργων τοῦ Κοσμᾶ ἐμπλουτίζονται καὶ μὲ ἄλλα ἄγνωστα ἢ ἀνεπαρκῶς γνωστὰ ἔργα. Γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσης συγκεντρώνονται οἱ ἐρμηνεῖες τῶν κανόνων τοῦ Κοσμᾶ καὶ καταρτίζονται, κατὰ τὸ δυνατόν, πλήρεις πίνακες. Τέλος, συζητεῖται ἡ σχέση τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο καὶ ἀποτολμᾶται ἡ ἐγγραφη του στὸν κατάλογο τῶν πιθανῶν ποιητῶν τοῦ λαμπροῦ ὔμνου.

Ἡ παρούσα ἐργαοία περατώθηκε μὲ τὴν πρόθυμη καὶ ἐνεργὸ συμπαράσταση τοῦ φίλου καθηγητῆ κ. Νικ. Μ. Παιαγιωτάκη, στὸν ὁποῖο ὀφείλο) καὶ τὴν ὑπόδειξη τοῦ θέματος. Τοῦ ἐκφράζω καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὶς θερμὲς εὐχαριστίες καὶ τὴ βαθύτατη εὐγνοιμοσύνη μου. Εὐχαριστῶ ἐπίσης τὸ σεβαστὸ καθηγητὴ κ. Νικ. Β. Τωμαδάκη, ποὺ ἔθεσε στὴ διάθεσή μου τὴν πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, τὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Δημ. Τσάμη, μὲ τὴν πρόθυμη βοήθεια τοῦ ὁποίου μπόρεσα νὰ προμηθευτῶ φωτογραφίες πολύτιμων καὶ ἀπρόσιτων χειρογράφων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸν Βολλανδιστὴ πατέρα Fr. Halkin, ποὺ ἔθεσε στὴ διάθεσή μου πολύτιμα στοιχεῖα τῆς Βιβλιοθήκης τῶν Βολλανδιστῶν, τὸν ἱερομόναχο Marco Petta, ποὺ μὲ συγκινητικὴ προθυμία μοῦ ἔστειλε φωτογραφίες κωδίκων τῆς Κρυπτοφέρρης καὶ τὸν ἐκλεκτὸ φίλο διδάκτορα κ. Στ. Κονρούση, γιὰ τὴν ὁλόψυχη συμπαράσταση καὶ τὶς χρήσιμες ὑποδείξεις του.

Ἐντελῶς ἰδιαίτερα ὀφείλω νὰ εὐχαριστήσω τὸν καθηγητὴ κ. Παν. Χρήστου, γιὰ τὶς συμβουλές του, καὶ τὸ Δ. Συμβούλιο τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος ΙΙατερικῶν Μελετῶν γιὰ τὴν ἐξαίρετικὴ τιμὴ νὰ συμπεριλάβει τὸ ἔργο μου στὸ ἐκδοτικό του πρόγραμμα.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Acta SS. = Acta Sanctorum. Antverpiae, Bruxellis, Tongerloae. Parisiis 1643 1940.

AHG = Analecta Hymnica Graeca e codicibus eruta Italiae inferioris. Joseph Schirò Consilio e ductu edita.

Anal. Boll = Analecta Bollandiana (περ.) Bruxellis I (1882)–96 (1978).

Auctarium = Fr. Halkin, Auctarium Bibliothecae Hagiographicae Graecae (= Subsidia Hagiographies № 47), Bruxelles 1969.

Beck, KTL = H.G. Beck, «Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich» (Handbuch der Altertumswissenschaft XII. 2.1. Byzantinisches Handbuch II, I), München 1959.

Bernhard, Rezensionon = P. Ludger Bernhard, Syrische Rezensionen von Kanones des Kosmas Hagiopolites, München 1951 (= Inaugural Dissertation zur Erlangung der Doktorwürde der Philosophischen Fakultät der Ludwig–Maximilian–Universität zu München) (δακτυλογραφ.)

BHG3 = Fr. Halkin, «Bibliotheca Hagiographica Graeca» (= Subsidia Hagiographica № 8a), Bruxelles 19573.

BZ = Byzantinischc Zeitschrift (περ.), Leipzig – München 1892 κέξ.

Christ–Paranikas Anthologia Graeca carminum Christianorum. Adornaverunt W. Christ et M. Paranikas, Lipsiae 1871. (ἀναστατικὴ ἐπανέκδόση 1973).

DACL = Dictionnaire d’Archacologie chritienne et de Liturgie, Paris 1907 κέξ. ΕΕΒΣ = Ἐπετηρὶς Ἐταιρίας Βυζαντινῶν Σπουδῶν (περ.) Ἀθῆναι A´, 1924–ΜΓ´, 1977–78.

Ehrhard, Überlieferung = Ehrhard A., «Überlieferung und Bestand der hagiographischen und homiletischen Literatur der griechischen Kirche. I–III» (Texte und Untersuchungen 50–52), Leipzig 1937–1952.

EO = Echos d’Orient, (περ.), Paris, Istanbul. Bucarest.

Ευστρατιαδου, Ἁγιολόγιου = Σωφρ. Εγσρατιαδου, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι (1961).

Ευστρατιαδου, Δαμασκηνὸς = Σοφρ. Εγστρατιαδου, «Ὁ ἄγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ τὰ ποιητικὰ αὐτοῦ ἔργα», περ. Νέα Σιὼν τ. ΚΣΤ´ 1931, σσ. 385–401, 497–512, 530–538, 610–617, 666–681, 721–736, τ. ΚΖ´, 1932, σσ. 28–44, 111–123, 165–177, 216–224, 329–353. 415–422, 450–472, 514–534, 570–585, 644– 664, 698–719, τ. ΚΗ´, 1933. σσ. 11–25.

Ευγτρατιαδου, Εἰρμολόγιον = Εἰρμολόγιον ἐκδιδόμενον ὑπὸ Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονιου Εὐστρατιαδου, τῇ συνεργασίᾳ Σπυρίδωνος Λαυριωτου (Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 9), Chenne vières sur Marne, 1932.

Εὐστρατιαδου, Κατάλ. Βατοπ. = Σωφρ. Εὐστρατιαδου, καὶ Αρκαδιου Βατοπεδινου, Κατάλογος τῶν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπεδίου ἀποκειμένων κωδίκων (= Ἀγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη, τ. 1), Paris 1924.

Ευστρατιαδου, Κατάλ. Μ. Λαύρας = Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Μεγίστης Λαύρας (τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει) συνταχθείς ὑπὸ Σπυρίδωνος Λαυριώτου ἰατροῦ, ἐπεξεργασθεὶς δὲ καὶ διασκευασθεὶς ὑπὸ Σωφρονίου Εὐστρατιάδου... (=Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη, τ. II–III).

Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς = «Κοσμᾶς Ἱεροσολυμίτης ὁ ποιητὴς ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ», περ. Νέα Σιών, τ. ΚΗ´ 1933. σσ. 83–99. 143–158. 202–218, 257–272, 330–338, 400–416, 489–505, 530–544.

Ευστρατιαδου, Ταμεῖον = Σωφρ. Εὐσγρατιαδου, «Ταμεῖον Ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως», περ. Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΛΕ´, 1936–ΝΑ´, 1951 (σὲ συνέχειες).

ΕΦ = Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος, (περ.), Ἀλεξάνδρεια.

Follieri, Initia = Henrica Follieri, Initia Hymnorum Ecclesiae Graecae, vol. I–V2, Gitta dol Vaticano 1960–1966 (= Sludi e Testi 211–215 bis).

Gordillo, Damascenica = M. Gordillo, «Damascenica», Orientalia Christiana, t. VIII, 1926, σσ. 45–103.

Grosdidier De Matons, Romanos =J. Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode et les origines de la poésie religieuse à Byzance, Paris 1977.

Hoeck, Stand = J.M. Hoeck, «Stand und Aufgaben der Damaskenos Forschung», Orientalia Christiana Periodica, t. XVII, 1951, ss. 5–60.

ΘΗΕ = Θρησκευτικὴ καὶ Ἡθικὴ Ἑγκυκλοπαίδεία, τ. 1–12, Ἀθῆναι 1961–1967.

Κεραμεως, ΑIΣ – Αθ. ΠαπαδοπουλουΚεραμεως Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τ. Α´–Ε´, ἐν Πετρουπόλει 1891–1898 (édition anastalique, Bruxelles 1963).

Κεραμεως, IΒ = Αθ. Παπαδοπουλου–Κεραμεως Ἱεροσολνμιτικὴ Βιβλιοθήκη, τ. A´–Ε´, ἐν Πετρουπόλει 1891–1915.

Krumbacher, Die Akrostichis = К. Krumbacher, Die Acrostichis in der griechischen Kirchenpoesie. Sitznngsber. der K. Bayer. Akad. d. Wiss. München 1904, σσ. 551–691.

Krumbacher Σωτηρ. = K. Kpoymbaxep, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, μεταφρασθεῖσα ὑπὰ Γεωργιου Σωτιιριαλου, τ. Α´–Γ´, ἐν Ἀθήναις 1897–1900.

Λαμπρου, Κατάλογος = Σπ. Π. Λαμπρου, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθηκαις τοῦ Ἁγ. Ὄρους Ἑλλεητικῶν κωδίκων, τ. I–II, Ἐν Κανταβριγίᾳ 1895, 1900.

Le Quien = Le Quien, Oriens Christianus. t. III, Parisiis 1740.

Μητσακη, Ὑμνογραφία = Καριοφίλη Μητσακη, Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, Τόμ. Α´. Ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἔως τὴν Εἰκονομαχία, Θεσσαλονίκη 1971.

Nasrallah, Jean de Damas = P. Joseph Nasrallah. Saint Jean de Damas. Son époque, sa vie, son ocuvre. Harissa 1950.

Νικοδημου, Ἐορτοδρύμιον = Νικοδημου Αγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἐρμηνεία εἰς τοὺς ᾀσματικοὺς κανόνας τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν, ἐν Βενετίᾳ 1836.

Νικοδημου, Συναξαριστὴς = Νικοδημου Αγιορειτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. A´–Β´. Ἀθήνησι 1868.

ΝΕ = Νέος Ἐλλητομνήμων (περ.).

ΝΣ = Νέα Σιὼν (περ.), Ἱεροσόλυμα.

PG – J.P. Migne, Patrologiae cursus completus, scries Graeca. Parisiis 1857–1866.

Pitra, Anal. Sacra = J.B. Pitra, Analecta Sacra spicilegia solesmensi parata, t. I. Parisiis 1876.

RE = Pauly Wissowa, Real Encyclopädie.

RÉB = Revue des Etudes Byzantines (περ.) Paris.

Schiro, Caratteristiche = G. Schirò, «Caratteristiche dei canoni di Andrea Cretese. Studio su alcune composizioni inedite del melode. II επρ. Α´ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου», Κρητ. Χρονικὰ τ. ΙΕ´–ΙΣΤ´, 1961–62, II, σσ. 113–138.

Stevenson, Comment. = Theodori Prodromi Commentarios in carmina sacra melodorum Cosmae Hierosolymitani et Ioannis Damasceni ad fidem codd. mss. primum editit et varietate lectionis instruxit... Henricus M. Stevenson Senior, Romae 1888 (μὲ πρόλογο τοῦ J.B. Pitra).

Synax. Eccl. CP. = Hip. Delehaye, «Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae» (Propylaeum ad Acta SS. Novembris), Bruxellis 1902.

Тремпела, Ἐκλογὴ = Παν. N. Τρεμπελα, Ἐκλογὴ Ἐλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας, Ἀθῆναι 1949.

Trypanis, Cantica = C.A. Trypanis, «Fourteen Early Byzantine Cantica», Wien 1968 (= Wiener byzantinistische Studien. Band V).

Tusculum Lexicon W. Buchwald, A. Hohlweg, O. Prinz, Griechischcr und Lateinischer Autoren des Altertums und des Mittelalters, München 1963.

Τωμαδακη, Κλεὶς = Νικολάου В. Τωμαδακη, Κλείς τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας, ἤτοι Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Βυζαντινὴν Φιλολογίαν, τ. Α´, Ἀθῆναι 19653.

Τωμαδακη, Σύλλαβος = Νικολάου В. Τωμαδακη, Σὐλλαβος Βυζαντινῶν μελετῶν καὶ κειμένων, ἐν Ἀθήναις 1961.

Τωμαδακη, Ὑμνογραφία Ποίησις = Νικολαου В. Τωμαδακη, Ἠ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις, ἤτοι Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Βυζαντινὴν Φιλολογίαν, τόμ. Β´, Ἀθῆναι 19653.

Wellesz, History = Ecox Wellesz, A History of Bycantine Music and Hymnography, Oxford 19712.

Weyh, Die Akrostichis = W. Wehy, «Die Akrostichis in der byzantinischen Kanonesdichtung», BZ 17, 1908, σσ. 1–68.

αἰ. αἰώνας, αἰώνες

ἀρ. ἀριθμός, οἰ

ἀρχ. ἀρχίζει

βλ. βλέπε

cod. codd. codex, codices

inc. incipit

des. desinit

κέξ. καὶ ἑξῆς

λήγ. λήγει

ὅ.π. ὅπου παραπάνω

περ. περιοδικό, ά

σ., σσ. σελίδα, ες

στ. στήλη, ες

τ. τόμος, οι

φ., φφ. φύλλο, – α

χφ., χφφ. χειρόγραφο, – α

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Ο ΒΙΟΣ

ΟΙ ΠΗΓΕΣ

Τρεῖς εἶναι οἱ ὁμάδες τῶν ἁγιολογικῶν πηγῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε πληροφορίες γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ:

α. Οἱ βίοι καὶ τὰ συναξάρια τοῦ Κοσμᾶ.

β. Οἱ βίοι καὶ τὰ συναξάρια τοῦ Δαμασκηνοῦ.

γ. Οἱ κοινοὶ βίοι τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ.

Οἱ πηγὲς αὐτὲς δὲν ἀπηχοῦν πάντα τὴν ἴδια παράδοση καὶ συχνὰ οἱ πληροφορίες τους εἶναι ἀντιφατικές. Σὲ κάθε βῆμα ὁ μελετητὴς συναντᾶ δυσκολίες, πολλὲς φορὲς ἀνυπέρβλητες, στὴν προσπάθεια νὰ συμβιβάσει τὶς ἀντιφάσεις, νὰ προσδιορίσει τὴν προέλευση τῶν διάφορων παραδόσεων, νὰ ἑρμηνεύσει τὶς ἀποκλίσεις καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν ἱστορικὴ ἀξία τῶν εἰδήσεων.

Μὲ βάση τὶς σχέσεις καὶ τὶς διαφορὲς τῶν κειμένων μεταξύ τους μποροῦμε νὰ τὰ ταξινομήσουμε σὲ τρεῖς τύπους. Γιὰ τὴν ταξινόμηση αὐτή, ποὺ εὐκολύνει τὴ μελέτη καὶ εἶναι ἀπαραίτητη στὴν ἐπιχειρούμενη ἀνάλυση, λάβαμε ὑπόψη τὶς πληροφορίες ποὺ ἀναφέρονται στὴν καταγωγή, τὴν παιδεία καὶ τὶς σχέσεις τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸ θετὸ ἀδελφό του Δαμασκηνό. Ἔχουμε τὰ ἐξῆς τρία σχήματα:

τύπος α:

Ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ καὶ εἶναι θετὸς ἀδελφὸς τοῦ Δαμασκηνοῦ. Κοινὸς δάσκαλος τῶν δύο ἀνδρῶν εἶναι ἕνας Βυζαντινὸς (Κωνσταντινουπολίτης;) λόγιος ἀπὸ τὴν τάξη ἀσηκρητῶν.

τύπος β:

Ὁ Κοσμᾶς εἶναι Ἱεροσολυμίτης καὶ θετὸς ἀδελφὸς τοῦ Δαμασκηνοῦ. Κοινὸς δάσκαλος τῶν δύο ἀδελφῶν εἶναι ἕνας λόγιος Ἰταλιώτης μοναχός, ποὺ ὀνομάζεται καὶ αὐτὸς Κοσμᾶς.

τύπος γ:

Ὁ Κοσμᾶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ δάσκαλος τοῦ Δαμασκηνοῦ (τόπος Г1) ἢ, ἀπὸ τὴν Κρήτη κατάγεται ὁ κοινὸς δάσκαλος τῶν δύο θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶς ὁ μοναχὸς (τύπος Γ2).

I. ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Α

Στὸν τύπο Α, ποὺ φαίνεται νὰ ἀπηχεῖ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀνήκουν τρία κείμενα. Τὰ δύο ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στὸν Κοσμᾶ, ἐνῶ τὸ τρίτο εἶναι σύντομος βίος τοῦ Ἱωάννη Δαμασκηνοῦ.

1. SYNAX. ECCL. CP.. στ. 395–396 (Ἰανουάριου ΙΕ´)

Ἀρχ. «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἀγίοις πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ, ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, τοῦ Ἁγιοπολίτου, περὶ οὗ καὶ ὁ λόγος οὗτος ἐκ πατέρων καὶ εἰς ἡμᾶς ἀφίκετο...». Λήγ. «καὶ εἰς βαθὺ γῆρας ἐλάσας ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίω».

(BUG3, 394 с καὶ Auctarium, σ. 53)

Τὸ συναξάριο τοῦτο ἀπαντᾶται καὶ στὰ λειτουργικὰ Μηναῖα (’Οκτωβρίου 14). Εἶναι ἐπίσης γνωστές οἱ ἀκόλουθες δημώδεις παραφράσεις:

α) Μαξίμου Μαργουνίου. Ἀρχ. «Οὗτος ὁ ἄγιος ἐπάρθη εἰς τὸ σπίτι ὄντας πολλὰ νέος ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὡς ἀναθρεπτός...». Λήγ. «καὶ γενόμενος πολλὰ γηραιὸς ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίω»1.

β) Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἀρχ. «Οὗτος ὁ ἄγιος, ὅταν ἧτον πολλὰ νέος ἔμεινεν ὀρφανός...». Λήγ. «φθάσας εἰς γῆρας βαθὺ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν»2. Τὴν παράφραση τοῦ Νικοδήμου ἀναδημοσιεύει ὁ Κ. Δουκάκης3.

Χρόνος

Τὸ συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εἶναι τὸ ἀρχαιότερο ἁγιολογικὸ κείμενο γιὰ τὸν Κοσμᾶ. Ἀνάγεται στὸν 11° αἰ, στὸν ὁποῖο χρονολογοῦνται καὶ τὰ ἀρχαιότερα χφφ. ποὺ ἀποτέλεσαν τὴ βάση τῆς ἐκδύσεως τοῦ Hip. Delehaye, ὅπως ὁ περίφημος codex Sirmondianus4. Ἔχει ἤδη παρατηρηθεῖ ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ δὲν ἀπαντᾶται στοὺς συναξαριστὲς πρὶν ἀπὸ τὸν 11° αἰ.5 Στὸ ἀμέσως προηγούμενο αὐτοκρατοπικὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β´ ὁ Κοσμᾶς δὲν τιμάται ἰδιαίτερα ὡς ἄγιος, ἂν καὶ γνωρίζεται ὡς μέγας ὑμνογράφος καὶ μελωδός. Τὸ περιεχόμενο στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου συναξάριο τοῦ Δαμασκηνοῦ (Νοεμβρίου ΚΘ´) μνημονεύει καὶ τὸν Κοσμᾶ «οὗτινος πολὺς ὁ λόγος τῶν ἐν ταῖς ἀγίαις ἑορταῖς ποιημάτων καὶ μελῳδιῶν καὶ μάλιστα ἐν τῇ ἁγίᾳ μεγάλῃ ἐβδομάδι πρὸ τοῦ Πάσχα...»6.

Ἀλλὰ καὶ τὰ πρὶν ἀπὸ τὸ 10° αἰ. ἀνατολικὰ συναξάρια, ἀπ’ ὄσο μπορέσαμε νὰ ἐξακριβώσουμε, δὲν ἀναφέρουν τὸν Κοσμᾶ7, ὅπως δὲν τὸν ἀναφέρει καὶ τὸ Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον8. Φαίνεται ὅτι ἡ ἁγιοποίησή του καὶ ἡ δημιουργία σχετικῆς συναξαριακῆς παραδόσεως βράδυνε πολὺ, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους9. Πάντως τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπηχεῖ παράδοση παλαιότερη, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ φράση «περὶ οὗ καὶ ὁ λόγος οὗτος ἐκ πατέρων καὶ εἰς ἡμᾶς ἀφίκετο».

Ἐξάητηση

Ὑποστηρίζεται συνήθως ὅτι τὸ συναξάριο τοῦ Κοσμᾶ πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ (Vita Damascenica Hierosolymitana), ποὺ ἀποδίδεται στὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Η´10. Ὁ.Μ. Jugie παρατηρεί σχετικά: «Le noni de Cosrnas n’ apparait dans les Synaxaires qu’ à partir du XIе siècle, et l’ on constate qu’ ils dépendent du récit du patriarcha Jean»11. Ἡ γνώμη αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀποδεκτή γιὰ πολλοὺς καὶ σοβαροὺς λόγους. ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰωάννης Η´, ποὺ Οεωρεῖται συγγραφέας τοῦ βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀνῆλθε στὸ θρόνο τὸ 1098 καὶ πέθανε τὸ 1106/712, ἐνῶ οἱ ἀρχαιότεροι κώδικες τοῦ βίου, πίνακα τῶν ὁποίων παρέχω στὴ συνέχεια, χρονολογοῦνται στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰ. Τὸ συναξάριο πρέπει νὰ εἶναι ἕνα τουλάχιστον αἰώνα παλαιότερο. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ συναξάριο μαρτυρεῖ ρητὰ ὅτι στηρίζεται σὲ προφορικὴ καὶ ὄχι σὲ γραπτὴ παράδοση.

Ὑπάρχουν, ἐξάλλου, καὶ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ ἀποκλείουν τὴ σχέση τῶν δύο κειμένων. Τὸ συναξάριο λ.χ. δὲ συμφωνεῖ μὲ τὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸ θέμα τῆς παιδείας τοῦ Κοσμᾶ. Ἐνῷ ὁ Βίος παρέχει τὴν κοινὴ πληροφορία ὅτι ἕνας λόγιος μοναχὸς «ἐξ Ἰταλίας ὁρμιόμενος»13, αἰχμάλωτος Σαρακηνῶν πειρατῶν, ἐξαγοράζεται ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Δαμασκηνοῦ Σέργιο Μανσοὺρ καὶ ἀναλαμβάνει τὴν παιδεία τῶν τέκνων τοῦ, τὸ συναξάριο παραδίδει: «Ὁ γὰρ πατήρ φησιν Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ... προσελάβετό τινα τῶν ἀσηκρητῶν, ἄνδρα πολυμαθῆ καὶ σοφόν· ὅς καὶ τὸν αὐτοῦ υἱὸν Ἰωάννην πᾶσαν σοφίαν ἐξεπαίδευσε τὴν ἔξωθεν εἰς τὸ ἀκρότατον, ὡσαύτως καὶ τὴν καθ’ ἡμᾶς»14. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸ συναξάριο, ὁ κοινὸς δάσκαλος τῶν δύο ποιητῶν δὲν εἶναι ὁ λόγιος Ἰταλιώτης μοναχὸς τοῦ Βίου, ἀλλὰ ἀνώτερος αὐτοκρατορικὸς ὑπάλληλος καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἀσηκρητῶν15. Αὐτὸ καὶ μόνο ἀποδεικνύει τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ συναξαρίου ἀπὸ τὸ Βίο καὶ τὴν ἐξάρτησή τοῦ ἀπὸ ἄλλη πηγή, ἄγνωστη πάντως σὲ μᾶς. Τὰ κοινὰ σημεῖα τῶν δύο κειμένων προέρχονται ἁπλῶς ἀπὸ τὴν κοινὴ παράδοση. Ἡ συμφωνία τους ἀκριβῶς αὐτὴ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τὰ ἀξιολογήσουμε ὡς κυρίαρχα στοιχεῖα τῆς σχετικῆς μὲ τὸν Κοσμᾶ παραδόσεως καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο πιθανότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα.

Ἀξιολόγηση

Ἡ ἀξία τοῦ συναξαρίου ἔγκειται ὅχι μόνο στὴν ἀρχαιότητά τοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴ λιτότητα τῶν πληροφοριών. Εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὶς ἐπαυξήσεις καὶ τὶς ὑπερβολὲς καὶ παρέχει ἕνα πιθανὸ σχῆμα βίον. Τὰ βασικὰ στοιχεῖα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν γιὰ τὸ συσχετισμὸ τοῦ συναξαρίου μὲ ἄλλα κείμενα, εἶναι τὰ ἑξῆς: Ὀ Κοσμᾶς ὀνομάζεται Ἁγωπολίτης, ποὺ μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη, δηλ. τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ «προσελάβετο καὶ Κοσμᾶν τὸν μακαριώτατον, κομιδῇ νήπιον ὄντα, ὀρφανίᾳ τε ὁμοῦ καὶ πενίᾳ πιεζόμενον ἐσχάτῃ· ὂν καὶ ἀναθρεψάμενος ἐπιμελῶς υίοποιήσατο καὶ διά πάσης παιδεύσεως καὶ σοφίας θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης διελθεῖν αὐτὸν ἐποίησε»16. Τὴν παιδεία τοῦ Κοσμᾶ (καὶ τοῦ Ἱωάννη) ἀνέθεσε σὲ λόγιο ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἀσηκρητῶν. Πῶς βρέθηκε ὁ ἀσηκρήτης αὐτὸς στὴ Δαμασκό, δὲ μᾶς ἐξηγεῖ τὸ συναξάριο, τὸ ἐξηγεῖ ὅμως μὲ κάποια πιθανότητα ὁ Λαυριωτικὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ ἀνήκει στὸν ἴδιο τύπο καὶ θὰ ἀναλυθεῖ στὴ συνέχεια.

Τὸ συναξάριο ἀναφέρει ἀκόμη τὴ μεγάλη ἐπίδοση τοῦ Κοσμᾶ στὴν ὑμνογραφία καὶ τὴ χειροτονία τοῦ σὲ ἐπίσκοπο Μαῖουμᾶ «παρὰ τοῦ προέδρου Ἱεροσολύμων»17. Ἕνα στοιχεῖο, ποὺ πρέπει ἀκόμη νὰ ὑπογραμμιστεῖ, εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ. Κατὰ τὸ συναξάριο «εἰς βαθὺ γῆρας ἐλάσας, ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ»18. Σημειώνω αὐτὴ τὴν πληροφορία, γιατὶ δὲ συμφωνεῖ μὲ τὶς ἀντίστοιχες εἰδήσεις τῶν ἄλλων πηγῶν. Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει ἄλλη πιὸ συγκεκριμένη χρονολογικὴ ἔνδειξη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ὀδηγήσει σὲ ἀκριβέστερα συμπεράσματα.

2. Ο ΛΑΥΡΙΗΤΙΚΟΣ BIOS ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ (= Vila Athoniensis Laurao Γ44)

Ἀρχ. «Νόμος ἐστὶ παλαιὸς καὶ καλῶς ἔχων...». Λήγ. «ὡς ἂν ποσῶς τῶν λυπεῖν εἰδότων ἀπηλλαγμένοι τὴν μίαν... δοξάζωμεν θεότητά τε καὶ δύναμιν... ἀμήν».

(BHG3, 394 b καὶ Auctarium, σ. 53)

Τὸ κείμενο τοῦτο, ἀνέκδοτο ἀκόμη, σώζεται σὲ ἕνα μόνο κώδικα, τὸ Λαυριωτικὸ 284 (Γ 44), If. 150r–157ν. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης χρονολογεῖ τὸν κώδικα στὸν 11° αἰ19., ἀλλ’ ὁ Α. Ehrhard, ὀρθότερα ἴσως, τὸν τοποθετεῖ στὸ 13ο20.

Προβαίνω ἐδῶ στὴν ἀνάλυση τοῦ κειμένου αὐτοῦ καὶ στὴ συζήτηση τῶν προβλημάτων τοῦ μὲ βάση φωτογραφία, ποὺ προμηθεύτηκα ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τῶν Βολλανδιστῶν21.

Σνγγραφέας Χρόνος

Συγγραφέας τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ κειμένου εἶναι ἄγνωστος κληρικός. Φαίνεται λόγιος, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴ γλώσσα, ποὺ εἶναι σχεδὸν ἄψογη ἀπὸ ἄποψη γραμματικὴ καὶ συντακτική. Δὲν ὑπάρχει τοπικὴ ἢ χρονικὴ ἔνδειξη. Μποροῦμε ὄμως, ἀξιολογώντας ὁρισμένα χωρία, νὰ τοποθετὴσουμε τὴ συγγραφή του τουλάχιστο στὸν 11° αἰ. Τὸ κείμενο ἐκφωνήθηκε ὡς λόγος πανηγυρικός, γιὰ νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ Κοσμᾶ, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ καθιερώθηκε ἢ ἄρχισε νὰ ἑορτάζεται: «Ἀλλ’, ὧ τῆς ἐκκλησίας ἀψευδέστατε κόσμε, ὧ τῆς οἰκουμένης ἐγκαλλώπισμα θεῖον, ὧ τῶν μσναζόντων ἀκριβέστατη στάθμη, ἄνωθεν ἡμᾶς ἐποπτεύεις τοὺς τὴν σὴν χαρμόσυνου τελετὴν περιχαρῶς ἑορτάζοντας καὶ τοῖς μετέπειτα παραπέμποντας, πάλαι κεκρυμμένην οὖσαν καὶ τὸ μέχρις ἡμῶν ἄγνωστον» (f. 157r). Ἔχουμε λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω μαρτυρία, τὸν ἀρχαιότερο Βίο τοῦ Κοσμᾶ. Ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι ἡ μνήμη του ὡς ἁγίου δὲ φαίνεται νὰ ἑορταζόταν πρὶν ἀπὸ τὸν 11° αἰ.22, ἔχουμε ἤδη ἕνα χρονολογικὸ ὄριο (terminus post quem). Τὸ ἄλλο ὄριο (terminus ante quem) εἶναι βέβαια ἡ χρονολογία τοῦ χφ. Ἂν ὄμως μείνουμε στὴ σημαντικὴ πληροφορία ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Κοσμᾶ ἦταν προηγουμένως ἄγνωστη, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ χρονολογήσουμε τὸ κείμενο στὸν 11° αἰ.

Ἐξάρτηση – Ἀξιολόγηση

Τὸ πλησιέστερο πρὸς τὸ Λανριωτικὸ Βίο κείμενο εἶναι τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ τὰ δύο φαίνεται ὅτι ἀντλοῦν ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ καὶ ἀπηχοῦν τὴν ἴδια παράδοση. Τὸ κοινὸ σημεῖο εἶναι ἡ πληροφορία γιὰ τὸν κοινὸ δάσκαλο τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι τὰ δύο κείμενα δὲν ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ κοινοῦ δασκάλου, ἀναφέρουν ὄμως τὸ ἀξίωμά του:


«Ὁ γὰρ πατήρ φησιν Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ... προσελάβετό τινα τῶν ἀσηκρητῶν, ἄνδρα πο- λυμαθῆ καὶ σοφόν...» (Synax. Eccl. СР., 395) «... ἀνὴρ Βυζάντιος πάσης σοφίας καὶ ἐπιστήμης τῆς ἐν λόγῳ κομ ψῆς καὶ ὑψηλῆς τῷ νοήματι εἰς ἄκρον ἐκπεπληρωμένος, τῇ ἀξίᾳ ἣν ἡ Ῥωμαίων γλῶσσα οἶδε καλεῖν ἀσηκρῆτις». (Cod. Laurae Г44, ff. 151v–152r)

Ἀλλ’ ἐνῶ τὸ Συναξάριο δὲν ἀναφέρει πῶς βρέθηκε στὴ Δαμασκὸ ὁ λόγιος ἀσηκρήτης καὶ πῶς τὸν προσέλαβε ὁ Μανσοὺρ ὡς δάσκαλο τῶν τέκνων του, ὁ Βίος δίδει μιὰ πιθανὴ ἐξήγηση. Παραθέτω ὁλόκληρο τὸ σχετικὸ χωρίο· «Οὕτω τοίνυν φιλοτίμως τοῦ υίοθετήσαντος αὐτὸν» (δηλ. τὸν Κοσμᾶν) «πατρὸς ἐκπαιδεύειν προαιρουμένου καὶ πάντα κάλων, τοῦτο δὴ τοῦ λόγου, κινοῦντος, οὐκ ἔχοντος δὲ ὅπως αὐτὸν τὰ τῆς γνώσεως ἐκπαιδεύσειεν, ἅτε δὴ μὴ ὄντος αὐτῷ τοῦ διδάξοντος, ὁ οὐράνιος αὐτῷ καὶ πάλιν πατὴρ κἂν τούτῳ συναντιλαμβάνεται, ὡς ἂν τάχιστα τὰ κατὰ γνώμην αὐτῷ πέρας δέξοιντο. Συναντιλαμβάνεται δὲ τοῦτον τὸν τρόπον· Λέοντος τοῦ δυσσεβεστάτου τοῦ ἐξ Ἰσαύρων τὸ γένος ἕλκοντος τυραννικώτερον τῇ βασιλείᾳ ἐπεισπηδήσαντος καὶ κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐξυλακτήσαντος, ὡς τινα δύναμιν κακοποιὸν καὶ πρὸς αὐτὸ τοῦτο εὐρηκώς, κινεῖ πρὸς ἐκστρατείαν κατὰ τῶν ἐπενστάντων, κακῷ τὸ κακὸν ἰώμενος. Στρατοπεδευσάντων γὰρ τῶν τῆς Ἄγαρ ἐγγόνων (τῶν Ἀγαρηνῶν λέγεταί τε φονικωτάτων ὄντων καὶ ληστρικώτερον ζῆν εἰθισμένων καὶ τὰ ὠμοσμένα παρασπονδησάντων καὶ τῶν ῥωμαϊκῶν ὁρίων ἐπιβάντων) διὰ τὸ τοὺς Ῥωμαίους οὐ καλῶς ἔχοντας εἶναι τότε, ἀλλὰ καὶ πολλῆς προσδεδεημένους πληγῆς καὶ παιδείας, παρεδόθησαν εἰς χεῖρας αὐτῶν. Καὶ οἱ μὲν ἔργον μαχαίρας ἐγένοντο, οἱ δὲ τῷ τῆς αἰχμαλωσίας ὑπέπιπτον βάρει. Οἶς δὴ πρὸς Παλαιστίνην ἀγομένοις – ὢ τῆς ἀπειρομεγέθους ἀβύσσου τῶν κριμάτων σου, Κύριε, οἱα τῆς τοῦ θεσπεσίου Κοσμᾶ παιδεύσεως πεφρόντικας – συναπήγετο τούτοις αἰχμάλωτος ἀνὴρ Βυζάντιος, πάσης σοφίας καὶ ἐπιστήμης τῆς ἐν λόγῳ κομψῆς καὶ ὑψηλῆς νοήματι εἰς ἄκρον ἐκπεπληρωμένος, τῇ ἀξιᾳ ἢν ἡ Ῥωμαίων γλῶσσα οἶδε καλεῖν ἀσηκρῆτις, ὀνομαστότατος παρ’ ἄπασιν οὐχ ἦττον ἐπὶ σοφίας λόγῳ ἢ τῷ περιόντι τῆς ἀρετῆς» (ff. 151r–152r).

Ἂν θελήσουμε νὰ προσαρμόσουμε τὴν ἁγιολογικὴ αὐτὴ πληροφορία στὰ γνωστὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς, πρέπει νὰ τοποθετὴσουμε τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Βυζαντινοῦ ἀσηκρήτη μετὰ τὸ 726, δηλ. μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ πρώτου εἰκονομαχικοῆ διατάγματος Δέοντος Γ´ τοῦ Ἰσαύρου23. Εἶναι ἐπίσης γνωστὸ ὅτι μετὰ τὸ 726 σημειώθηκε ἔνταση στὶς ἀραβοβυζαντινὲς σχέσεις καὶ ἄρχισε σφοδρὴ πάλη στὴ Μ. Ἀσία. Ἐπιδρομὲς Ἀράβων στὴν περιοχὴ γίνονται σχεδὸν κάθε χρόνο. Τὸ 726 καταλαμβάνεται ἡ Νεοκαισάρεια, τὸ 727 ἡ Γάγγρα καὶ τὸ ἴδιο ἔτος πολιορκεῖται ἡ Νίκαια24. Θὰ μπορούσαμε νὰ τοποθετὴσουμε τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Βυζαντινοῦ ἀσηκρήτη σὲ μιὰν ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς αὐτές.

Ἐντούτοις τὰ χρονολογικὰ δεδομένα τοῦ βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄρα καὶ τοῦ Κοσμᾶ, δὲ συμβιβάζονται μὲ τὴν παραπάνω χρονολόγηση. Πιστεύεται γενικὰ ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς γεννήθηκε τὸ 679/680 ἢ καὶ λίγο νωρίτερα ἴσως25. Ὁ Κοσμᾶς εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία μεγαλύτερος κατὰ τρία ἢ πέντε ἔτη26. Οἱ δύο ἄνδρες πρέπει νὰ ἧσαν κατὰ τὸ 726 περίπου 40 50 ἐτῶν καὶ ὁ Σέργιος Μανσούρ, ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ, εἶχε πεθάνει στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ. Ἡ ἀσυμφωνία αἴρεται, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἀνώνυμος ἁγιογράφος πλανήθηκε στὴ χρονικὴ τάξη τῶν πραγμάτων, στὴν προσπάθειά του νὰ παρουσιάσει τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ὡς θεία τιμωρία τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντος Γ´ τοῦ Ἰσαύρου.

Ἂν ὁ θρυλούμενος αὐτὸς κοινὸς δάσκαλος τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ εἶναι πρόσωπο ὑπαρκτὸ καὶ ὄχι ἁγιολογικὸ εφεύρημα, πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ, κατὰ τὴ γνώμη μου, πολὺ νωρίτερα, ἴσως στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. Παρατηροῦμε ὅτι ὅλες οἱ πηγές, ἐλληνικὲς καὶ ἀραβικές, μὲ μόνη ἐξαίρεση τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ σιωπᾶ, συνδέουν τὸ πρόσωπο τοῦ κοινοῦ δασκάλου μὲ κάποιαν ἀραβικὴ ἐπιδρομή. Ἔνταση ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν παρατηρεῖται καὶ στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. καὶ μάλιστα κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ Β´ (685–695). Μεγάλες περιοχὲς τῆς Ἀνατολῆς λεηλατοῦνται τότε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ μετὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἀρμενίας «ἐπὶ πλεῖον θρασυνθέντες οἱ Ἀγαρηνοὶ τὴν Ῥωμανίαν ἐλυμήναντο», ὅπως παραδίδει ὁ χρονογράφος Θεοφάνης27. Οἱ ἐπιδρομές συνεχίστηκαν μὲ ἀμείωτη σφοδρότητα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ. Βέβαια σὲ τέτοιες ἐπισφαλεῖς μαρτυρίες, ὅπως τοῦ βίου, δὲν μποροῦμε νὰ θεμελιώσουμε ἱστορικὰ συμπεράσματα. Πάντως ἡ ὑποτιθέμενη αἰχμαλωσία τοῦ Βυζαντινοῦ ἀσηκρήτη πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ χρονολογηθεῖ στὰ τέλη τοῦ 7ου ἡ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ. καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση στὴν ἐποχὴ τῶν Ἰσαύρων.

Νέο σημαντικὸ καὶ μοναδικὸ στοιχε τοῦ Βίου εἶναι ἡ πληροφορία γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ Κοσμᾶ. Ἐνῶ τὸ Συναξάριο τὸν θεωρεῖ Ἁγιοπολίτη, δηλ. Ἱεροσολυμίτη, συμφωνώντας κατὰ τοῦτο μὲ ὅλες σχεδὸν τὶς πηγές, ὁ Λανριωτικὸς Βίος θεωρεῖ πατρίδα τοῦ Κοσμᾶ τὴ Δαμασκὸ «ἢν δὴ καὶ τοῦ γενναίου τοῦδε ἀνδρὸς ἐνεγκαμένην οἶδεν ὁ λόγος» (f. 151r). Ὄπως θὰ δείξουμε στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὴ συγκέντρωση καὶ τὴ συνβκτίμηση ὅλων τῶν σχετικῶν μὲ τὴν καταγωγὴ τοῦ Κοσμᾶ πληροφοριῶν συνάγεται ὅτι πιθανότερη πατρίδα τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ἡ Δαμασκός28.

Δύο ἀκόμη νέα στοιχεῖα παρέχει ὁ Λαυριωτικὸς Βίος: τὴν ἀνάμειξη τοῦ Κοσμᾶ στὴν εἰκονομαχικὴ κρίση καὶ τὸν πρόωρο θάνατό τοῦ σὲ ἡλικία μόλις 54 ἐτῶν. Τὴ στάση τοῦ Κοσμᾶ κατὰ τὴν εἰκονομαχικὴ κρίση δὲ γνωρίζουμε ἀπὸ ἱστορικὲς πηγές. Ὁ Λαυριωτικὸς Βίος ἀναφέρει ὅτι ὑποστήριξε μὲ σθένος τὶς εἰκόνες μὲ τὴ διδαχή, τὴν ἐπιστολογραφία καὶ, γενικά, μὲ τὴν ἀντίθεσή τοῦ στὴν πολιτικὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε´. Παραθέτω τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα. «Τί γὰρ ἂν τὶς εἴποι καὶ ὄσους πρὸς θεοσέβειαν ὑπηγάγετο καὶ προσκυνητὰς τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐποιήσατο, Ἤδη γὰρ τῆς φλογὸς ἐπὶ μεῖζον ἀρθείσης τῆς ἀποτροπαίου αἰρέσεως παρὰ τοῦ αὐτόχρημα Κοπρῶνος ἤ μᾶλλον εἰπεῖν πρηστῆρος αὐτος τοῖς ὁμόροις δι’ ἑαυτοῦ ἐδίδασκε τὰ πρόσφορα, τοῖς δὲ πόρρω διωκισμένοις δι’ ἐπιστολῶν τὰ ὅμοια ἐρρητόρευσεν, οὐ κρυπτων σιγῇ τὴν εὐσέβειαν οὐδέ καθ’ ἑαυτόν σκοπῶν κατὰ τοὺς κακοὺς προστάτας τῶν ἐκκλησιῶν, οὒς μισθωτοὺς διαρρήδην ὁ ἀψευδὴς Θεὸς ἐν τοῖς ἱεροῖς εὐαγγελίοις ἀνακηρύττει» (f. 154r) Ἡ πληροφορία εἶναι σημαντικὴ καὶ ἀληθοφανής. Ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς εἶναι ὁ σοβαρότερος ὑπέρμαχος τῶν εἰκόνων κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχικῆς κρίσεως, εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι καὶ ὁ θετὸς ἀδελφός τοῦ Κοσμᾶς θὰ εἶχε τὶς ἴδιες πεποιθήσεις. Ἂν ὁ Κοσμᾶς δὲν ἕγινε εὐρύτερα γνωστὸς ὡς ὑπέρμαχος τῶν εἰκόνων, αὐτὸ ἴσως νὰ ὀφείλεται στὸν ἤπιο χαρακτήρα τοῦ. Ὅπως μαρτυροῦν ἄλλες πηγές, εἶχε μιὰ φυσικὴ δειλία καὶ συστολὴ καὶ ἀπεχθανόταν τὸ θόρυβο καὶ τὴν ἀνάμειξη σὲ πολιτικοὺς ἢ θρησκευτικοὺς ἀγῶνες. Ἡ εἴδηση ὅμως τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες ἄλλων πηγῶν, ποὺ θὰ ἀναλύσουμε στὴ συνέχεια, καὶ περισσότερο ἀπὸ τὶς ἐνδείξεις τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὡς ἁγίου.

Ἀλλὰ ἡ πιὸ περίεργη καὶ ἀνεπιβεβαίωτη ἀπὸ ἄλλες πηγὲς πληροφορία ἀναφέρεται στὴ διάρκεια ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ. Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου ὁ Κοσμᾶς πέθανε πολὺ νέος, μόλις σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν· «Οὔτω τοίνυν βιοὺς καὶ μετὰ τοιούτων ἐλπίδων, οὔπω τὸν πεντηκοστὸν πέμπτον χρόνον κατειληφώς... καθαρὸς τῷ καθαρῷ προσεχώρησεν» (f. 156ν). Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλες τὶς ὢς τώρα γνωστές πηγές, ποὺ σχεδὸν ὁμόφωνα παραοίδουν ὅτι ὁ Κοσμᾶς πέθανε «εἰς γῆρας βαθὺ». Ἡ προέλευση τῆς πληροφορίας εἶναι ἄγνωστη, πάντως δὲ φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα. Οἱ χρονικὲς σχέσεις τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν Δαμασκηνό, γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ γίνει ἐκτενὴς λόγος παρακάτω, ἀποκλείουν ἐντελῶς τὴ βασιμότητα τῆς πληροφορίας αὐτῆς τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου.

Κατὰ τὰ λοιπὰ ὁ Βίος συμφωνεῖ στὰ γενικὰ σημεῖα μὲ τὶς ἄλλες γνωστὲς πηγές. Ἀναφέρει τὸν ἀπορφανισμὸ τοῦ Κοσμᾶ σὲ νηπιακὴ ἡλικία· «Τούτῳ τῷ μακαρίῳ οὔπω τέλεον ἀπογαλακτισθέντι, ἀλλ’ ἕτι τὴν μητρῴαν ἕλκοντι θηλήν, οἱ πατέρες ἄμφω τὸν βίον ἐξέλιπον, οὐ κατὰ ταὐτὸν δὲ, ἀλλὰ μικρὸν ὅσον ὑπολειφθέντος τοῦ γεννήτορος. Κἀκεῖνος, ὥσπερ τὴν τῆς ὁμοζύγου στέρησιν μὴ φέρων, θᾶττον συναπῆρεν αὐτῇ» (ff. 150ν–151r). Ἀναφέρει ἐπίσης τὴν υἱοθεσία τοῦ ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Δαμασκηνοῦ Μανσούρ, «ὂς λαβὼν αὐτὸν ὡς εἰς παῖδα... ὡς ἕνα τῶν γνησιωτάτων παίδων ἔστεργε καὶ ἐπιμελῶς ἐξεπαίδευε» (f. 151r).

Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Βίου ὁ Κοσμᾶς ἔγινε μοναχός, ὅταν ἤδη εἶχε ἀνδρωθεῖ· «Ἀλλ’ ἤδη τελῶν εἰς ἄνδρας τὸν μοναχὸν ὑποδύεται καὶ τὸν τραχύν τῆς ἀρετῆς ἀσπάζεται βίον» (f. 153ν). Εἶναι ἐντούτοις περίεργο ὅτι δὲν ἀναφέρει τὴν ἀρχιερατεία του στὴν ἐπισκοπὴ Μαϊουμᾶ. Εἶναι μάλιστα τὸ μόνο κείμενο, ποὺ δὲν ἀναφέρει ρητὰ τὸν Κοσμᾶ ὡς ἐπίσκοπο.

Ἀπὸ τὰ ποιητικὰ ἔργα τοῦ Κοσμᾶ ὁ Λαυρίωτικὸς Βίος γνωρίζει τοὺς κανόνες στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Δεκ. 25), στὴ Βάπτιση (Ἰαν. 6), στὴν Ὑπαπαντὴ (Φεβρ. 2), στὰ Βάια, στὴ Μεταμόρφωση (Αὐγ. 6), στὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Σεπτ. 14), καθὼς ἐπίσης τοὺς κανόνες καὶ τὰ τριώδια τῆς Μ. Ἑβδομάδας. Ἀόριστα ἀναφέρει τοὺς ὕμνους «τῇ τε πανάγνῳ μητρὶ τοῦ Θεανθρώπου Λόγου καὶ μαρτυρικοῖς ἄθλοις φρικωδεστάτοις» (f. 155ν).

Βίος πολὺ ὀρθά θεωρεῖ πηγὴ ἐμπνεύσεως καὶ πρότυπο τοῦ Κοσμᾶ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο· «Ἀνέπνει γὰρ ὡς ἀληθῶς τὸν μέγαν Γρηγόριον τὸν τῆς θεολογίας ἐπώνυμον καὶ ἄλλος οὗτος εἶναι ἐδόκει τῷ τε τάκείνου εἴπερ τινὸς ἀλλου ἐπὶ στόματος φέρειν καὶ τῷ μάλιστα ἐκθειάζειν τὸν ἄνδρα. Ὅθεν μοι δοκεῖ πεπλουτηκέναι τὴν ἱεράν αὐτοῦ κλῆσιν, φιλογρηγόριος παρὰ πάντων ὀνομαζόμενος, ὃ καὶ δεῖγμα τῆς ἐκείνου πρὸς τὸν ἄνδρα σύμπνοιας» (f. 156r) Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ῖδιο; ὁ Κοσμᾶς αὐτοαποκαλεῖται «φιλογρηγόριος» στὴ συναγωγὴ τῶν σχολίων του στὰ Ἔπη Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔργο ποὺ φέρεται μὲ τὴν ἔνδειξη· Κοσμᾶ Ἱεροσολυμίτου πόνημα φιλογρηγοοίου29. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος γνωρίζει καὶ τὰ σχόλια τοῦ Κοσμᾶ, ἀλλιῶς δὲ θὰ τοῦ ἀπέδιδε τὸ χαρακτηριστικὸ ἐπίθετο «φιλογρηγόριος». Πρέπει πάντως νὰ σημειώσουμε ὅτι εἶναι τὸ μόνο κείμενο, στὸ ὀποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Γρηγορίου στὸν Κοσμᾶ.

Ἄλλο σημεῖο τοῦ Βίου ὑπαινίσσεται τὴ μεγάλη μουσικὴ μεταρρύθμιση, μὲ τὴν ὁποία συνδέεται τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ· «ὁ περιφανὴς τῆς ἑῴας ἀστήρ, ὁ τῆς ἐκκλησίας ἡδύφθογγος ῥήτωρ, ὁ ἄσμασι ταύτην καταφαιδρύνας καὶ λαμπροτέραν ἀπεργασάμενος. Ἐσκιαγραφημένον γὰρ, ὥσπερ εἰπεῖν, τὸ ταύτης μέλος λαβών, καθάπερ ζωγράφος ἄριστος χρώμασιν εὐανθέσι τῶν λόγων καταποικίλας, ὡραίαν αὐτὴν καὶ τερπνὴν ἀπειργάσατο» (ff. 150rv).

Κατὰ τὰ λοιπὰ ὁ Λαυριωτικὸς Βίος εἶναι ἕνα τυπικὸ ἐγκωμιαστικὸ κείμενο, μὲ ὅλα τὰ μειονεκτήματα τοῦ εἴδους. Ἀκολουθεῖ πιστὰ τοὺς κανόνες τῆς βυζαντινῆς ρητορικῆς. Μερικὲς ἐνδείξεις πείθουν ὅτι ὁ ἀνώνυμος βιογράφος ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης. Ἡ φράση «οὗτος ὁ τῆς πανηγύρεως ἔξαρχος καὶ κοινὸς ἡμῶν ἑστιάτωρ» (f. 150r) ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη τὸ προοίμιο τοῦ Ἀνδρέα στὸν Γ´ Λόγο στὴ Γέννηση τῆς Θεοτόκου· «Πάλιν ἑορτὴ καὶ πάλιν πανήγυρις καὶ πάλιν ἐγὼ δεξιὸς ἑστιάτωρ»30.

3. Ο μαρκιανος βιος τοῦ Δαμασκηνου (= Vita Damascenica Marciana)

Βίος τοῦ ὁσιου πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννον (μοναχοῦ) καὶ πρεσβυτέρου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ἀρχ. «Οὗτος τοίνυν ὁ ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης...»

Λήγ. «Οὗ τῆς ἀρετῆς... ἡμᾶς πάντας καταξίωσον, δέσποτα Κύριε... ἀμήν».

(BUG3, 885 b καὶ Auctarium, σ. 101).

Πηγὴ γιὰ τὰ βιογραφικὰ τοῦ Κοσμᾶ εἶναι καὶ ὁ παραπάνω Βίος τοῦ Δαμασκηνοῦ. Τὸ κείμενο ἐξέδωσε ὁ Gordillo μὲ βάση τὸν cod. Marcianus gr. 363 (XII αἰ.), ff. 293r–294ν καὶ μελέτησε διεξοδικὰ τὰ προβλήματά του31. Ὁ ἐκδοτης γνώριζε ἐπίσης τὸν cod. Sinait. gr. 376 (X ἢ ἀρχῶν XI αἰ.)32, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν χρησιμοποιήσει. Ὁ Βίος αὐτὸς σώζεται ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 2108 (XII αἰ.) κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, ff. 77ν–78ν, μὲ τὸν τίτλο· «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ (= Νοεμβρίου ΚΘ´) τοῦ ὁσίου καὶ μακαρίου πατρὸς ἡμῶν Ἰωἀννου πόλεως Δαμασκοῦ»33. Στὸ ἀθηναῖκὸ χφ. τὸ κείμενο τοῦ Βίου σώζεται ἀκέραιο, χωρὶς τὰ χάσματα τοῦ μαρκιανοῦ. Ἡ ἔκδοση τοῦ Gordillo, ποὺ ἔγινε μὲ βάση ἕνα μόνο κώδικα, καὶ μάλιστα ὄχι τὸν καλλίτερο, πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ὑποδειγματική. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χάσματα τοῦ χφ. ὑπάρχουν στὴν ἔκδοση σφάλματα καὶ αὐθαίρετες διορθώσεις. Ἔτσι ὁ ἐκδοτης διόρθωσε τὴ σωστὴ γραφὴ τοῦ κώδικα «ἀσικρίτην» (f. 293r, col. b) σὲ «ἀσύγκριτον», ἀκολουθώντας τὴ νεώτερη καὶ λανθασμένη παράδοση τῶν συναξαρίων, ποὺ ἀποδίδει τὸ περίεργο αὐτὸ ἐπίθετο στὸν κοινὸ δάσκαλο τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ. Ὡστόσο τὴν ὀρθὴ γραφὴ «ἀσηκρήτην» παρέχουν ὅλα τὰ χφφ. Ἐπιβάλλεται ἐπανέκδοση τοῦ κειμένου μὲ βάση ὅλα τὰ χφφ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς σύγχρονες φιλολογικὲς ἀπαιτήσεις.

Χρόνος – Συγγραφέας

Ὁ Gordillo θεωρεῖ ὡς terminum ante quem τὴ χρονολογία τοῦ Σιναϊτικοῦ χφ., δηλ. τὸ 10ο ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰ.34. Ἔχουμε λοιπὸν τὸ ἀρχαιότερο ἢ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα κείμενα γιὰ τὸν Δαμασκηνό. Ὁ συγγραφέας τοῦ μᾶς εἶναι ἄγνωστος. Εἶναι εὐφυὴς ἡ ὑπόθεση τοῦ Gordillo, ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ τὸ ἀποδώσει στὸ γραμματικὸ Θεοδόσιο, λόγιο τοῦ 10ου αἰ., στὸν ὁποῖο ἀποδίδεται μὲ κάποια πιθανότητα καὶ τὸ. Λεξικὸν τῶν ἰαμβικῶν κανόνων τοῦ Δαμασκηνοῦ, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ cod. Laurenlianus LVII, 42 (XII αἰ.)35. Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Gordillo· «Habemus igitur auctorem graecum byzantinum saec. X, qui Sancti Johannis Damasceni opera et amavit et commentario illustravit. Quid igitur impendit ut ei abscribamus vitam hanc eodem fere tempore exaratam?»36. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἔχουμε πουθενὰ καμιὰ ἔνδειξη, ποὺ νὰ στηρίζει τὴν πιθανότητα τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς.

Εἰδήσεις – Ἀξιολόγηση

Εἶναι βέβαιο ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχαιότερη, ἴσως, πηγὴ γιὰ τὸ θέμα μας. Ὁ ἐκδότῆς πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ πιὸ ἀξιόπιστη ἱτορικὴ πηγὴ καὶ μὲ βάση τὰ στοιχεῖα τῆς ἐπιχειρεῖ τὴν ὀργάνωση τοῦ βιογραφικοῦ σχήματος τοῦ Δαμασκηνοῦ. Νεώτεροι ἐρευνητὲς ἀμφισβητοῦν ἐντούτοις τὴν ἀξιοπιστία τῆς καὶ διαφωνοῦν μὲ τὸν Gordillo. Ἰδιαίτερα ὁ Nasrallah, στηριζόμενος στὶς ἀραβικὲς πηγές, δὲν πείθεται γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀξία τοῦ Μαρκιανοῦ Βίον·«Quant à la Vita Marciana, elle ne mérite pas tout le crédit que lui accorde le P. Gordillo»37. Ἡ γνώμη μου εἶναι ὅτι τὸ κείμενο τοῦτο, παρὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ λιτότητα τῶν πληροφοριῶν του, ἔχει πολλὰ στοιχεῖα ποὺ δὲν ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἔχει μᾶλλον συναξαριακὸ χαρακτήρα καὶ εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὶς ὑπερβολὲς καὶ τὰ φανταστικὰ ἐφευρήματα. Ὁ συγγραφέας τοῦ ἥθελε νὰ παρουσιάσει τὸ βασικὸ σχῆμα βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ τοῦτο εἶναι σημαντικό. Διαφέρει ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ τὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ, ποὺ μᾶλλον στηρίζεται σ’ αὐτές. Συμφωνεῖ περισσότερο μὲ τὰ ἑλληνικὰ συναξάρια καὶ ἀπηχεῖ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Μαρκιανοῦ Βίου στὸν Κοσμᾶ εἶναι σύντομη, ἀλλὰ πολὺ χαρακτηριστική. Εἶναι μιὰ περίληψη βίου, ἕνα σύντομο συναξάριο. Παρέχει ἐπιγραμματικὰ ὅλα τὰ γνωστὰ στοιχεῖα τοῦ βίου τοῦ Κοσμᾶ, τὴν ὀρφανία, τὴν υἱοθεσία, τὴ μοναστικὴ ζωή, τὴν ἀρχιερατεία στὸ θρόνο Μαϊουμᾶ, τὴ μεγάλη ἐπίδοση στὴν ὑμνογραφία. Ἰδοὺ ὁλόκληρο τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα· «Εἶχε δὲ σὺν αὐτῷ (ὁ Δαμασκηνὸς) καὶ ἕτερόν τινα, Κοσμᾶν ὀνόματι, ἐξ ὧνπερ ἧν ὀρφανὸν ἀναθρέψας ὁ πατὴρ αὐτοῦ, εὐφυῆ εἰς ἄπαντα καὶ εὐμαθῆ αὐτὸν γενόμενον, καὶ τὰ ἵσα τοῦ μακαρίου τούτου καὶ θεσπεσίου Ἰωάννου μαθόντα, καὶ τὸν μονήρη βίον ἀσπασάμενον, μετὰ δὲ ταῦτα καὶ ἐπίσκοπον γενόμενον Μαϊουμᾶ. Οἴτινες πλεῖστα τροπάρια εἰς δεσποτικὰς ἑορτὰς καὶ μνήμας ἁγίων ἐξέθεντο ὑπὸ ἀκροστιχίδος, τινὰ δὲ καὶ ἔμμετρα, ἄπερ καὶ μέχρι τῆς σήμερον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ᾄδονται, θαυμασιώτατα ὄντα καὶ πλήρη ὑπάρχοντα ἡδυφωνίας καὶ μουσικῆς τερπνότητος»38.

Στὸ κείμενο τοῦτο ξενίζει ἡ ἀόριστη ἐκφορὰ «καὶ ἕτερόν τινα, Κοσμᾶν ὀνόματι». Εἶναι ἴσως καὶ τοῦτο ἔνδειξη χρονική. Ἀσφαλῶς τὸ κείμενο καταστρώθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν καθιέρωση τοῦ Κοσμᾶ ὡς ἁγίου ἢ τουλάχιστο πρὶν ἀπὸ τῇ γενίκευση τῆς λατρείας του, δηλ. πρὶν ἀπὸ τὸν 11° αἰ. Ὁ ἁγιογράφος δὲν ἔγραφε ποτὲ «καὶ ἕτερόν τινα», ἂν γνώριζε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα τόσο σημαντικὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ καὶ ἔτσι οἱ πληροφορίες τοῦ Μαρκιανοῦ Βίου εἶναι πολύτιμες, γιατὶ γνωρίζουμε τὴν παράδοση πρὶν ἀπὸ τὴν ἁγιοποίηση τοῦ Κοσμᾶ καὶ ἑπομένως πρὶν ἀπὸ τὶς ἐνδεχόμενες φανταστικὲς ἐπαυξήσεις τῶν βιογράφων.

Γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ Κοσμᾶ δὲ γίνεται λόγος, ἀλλὰ καὶ ἡ σιγὴ αὐτὴ νομίζω ὅτι συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς καταγωγῆς τοῦ Κοσμᾶ ἀπὸ τὴ Δαμασκό. Τὸ στοιχεῖο ποὺ πιστοποιεῖ τὴ σχέση τοῦ Μαρκιανοῦ Βίου μὲ τὰ κείμενα τοῦ τύπου Α (Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως καὶ Λαυριωτικὸ Βίο) εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸν κοινὸ δάσκαλο τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ ἐδῶ παρασιωπᾶται τὸ ὅνομά του καὶ ἀναφέρεται μόνο ὁ τίτλος του· «Οὗτος τοίνυν (ὁ Μανσοὺρ) πολλοὺς αἰχμαλώτους ἐξηγοράσατο φιλόχριστος ῶν...Ἐν οἶς καὶ ἄνδρα τινὰ πεπαιδευμένον πάση ἐπιστήμη τῆς γραμματικῆς, ὂν ἔλεγον παρὰ ῥωμαίοις ἀσύγκριτον (ἀσικρίτην cod. Marcianus et cet. codd.) γεγονέναι»39. Ἡ συγγένεια τῶν κειμένων εἶναι προφαής.

II. ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ТОΥ ΤΥΠΟΥ В

Στὸν τύπο Β ἀνήκουν δύο κείμενα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ κλίμα τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καὶ ἐκφράζουν τὴν ἀνἀτολικὴ καὶ ἴσως τὴν ἀραβικὴ παράδοση γιὰ τὸν Κοσμᾶ. Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ λεγόμενος Ἱεροσολυμιτικὸς Βίος τοῦ Δαμασκηνοῦ (Vita Damascenica Hierosolymitana) καὶ τὸ δεύτερο ἡ κοινὴ βιογραφία τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ, ἔργο τοῦ πτρχ. Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Μερκουροπώλου.

1. Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννον τοῦ Δαμασκηνοῦ, συγγραφεὶς παρὰ Ἰωάννου πατριάρχου Ἱεροσολύμων.

Ἀρχ. «Τοῖς τετηρηκόσι τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἀρρύπωτον καὶ ἀδιαλώβητον...».

Λήγ. «ἵνα μετ’ ἀπαθείας ἐκδημήσας τῆς σαρκὸς μετὰ παρρησίας σύν σοὶ τῷ Θεῷ παραστὴσομαι... ἀμήν». (BUG3, 884)

Χειρόγραφα καὶ ἐκδόσεις

Βίος αὐτός, ποὺ θεωρεῖται γενικὰ ὡς ἡ πρώτη ἑλληνικὴ βιογραφία τοῦ Δαμασκηνοῦ (ὅχι ὀρθῆς) καὶ πηγὴ ὅλης τῆς σχετικῆς ἁγιολογικῆς φιλολογίας, ἀναφέρεται κατὰ δεύτερο λόγο καὶ στὸν Κοσμᾶ. Καὶ μολονότι τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Κοσμᾶ στοιχεῖα τοῦ Βίου τούτου εἶναι πενιχρά, εἴμαστε ὡστόσο ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ ἀναφέρουμε καὶ νὰ συζητήσουμε ἐδῶ τὰ προβλήματά τους, γιατὶ πολλὰ ἄλλα κείμενα στηρίζονται ἄμεσα ἡ ἔμμεσα σ’ αὐτὰ καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνουν.

Τὰ χφφ. ποὺ παραδίδουν τὸ κείμενο εἶναι πολλά. Ἔχουν ἤδη ἐπισημανθεῖ 5740 καὶ χωρίζονται σὲ δύο ὀμάδες. Στὴν πρώτη συγγραφέας τοῦ Βίου φέρεται ἕνας Ἰωάννης πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ἐνῶ στὴν ἄλλη ἕνας ὀμώνυμος πατριάρχης Ἀντιοχείας. Σὲ πολλά, ἐξάλλου, χφφ., ὁ Βίος εἶναι ἀνῶνυμος. Παρέχω ἐδῶ πίνακα τῶν γνωστότερων χφφ. κατὰ βιβλιοθήκες καὶ χρονολογία.

α. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωάννη πατριάρχη Ἱεροσολύμων:

1. Vindobonensis philosophicus gr. 158 (X–XI s.), ff. 107–114v. (Gordillo, Damascenica, σ. 49, καὶ σημ. 5. Βλ. Hoeck, Stand, σσ. 8–9).

2. Hierosolymitanus S. Sepulcri 17 (XII s.). ἈΟ. Παπαδοπούλαν – Κεραμέως, IB, τ. I, σ. 77.

3. Laurentianus gr. IV, 4 (XII s.). Gordillo, Damascenica, σ. 49. Βλ. καὶ Ehrhard, Überlieferung I, 2, σ. 94.

4. Britannicus Burneyanus gr. 44 (XII s.), ff. 5v–17v. C. Van de Vorst et Hip. Delehaye, «Catalogus codd. hagiographicorum graecorum Germaniae». Belgii, Angliae, Bruxellis 1913 (= Subsidia Hagiographica № 13), σ. 260, 2.

5. Sinaiticus gr. 422 (432) (XII s.), ff. 173r–193v. Βλ. V. N. Beneševič, Opisanie greceskich rukopisej Monastyrja Svjatoj Ekateriny na Sinae.., t. 1 (Saint Petersbourg) 1911, σ. 231.

6. Palmiacus gr. 180 (XIII s.). Βλ. Ehrhard, Überlieferung, III, 2, σ. 758. Καὶ Ἰ. Σακελλίωνος, Πατμιακὴ Βιβλιοθήκη, ἐν Ἀθήναις 1890, σ. 101, ὄπου τὸ χφ. χρονολογεῖται στὸν 14° αἰ.

7. Parisinus gr. 1559 (XIV s.), ff. 1–12v. Βλ. Fr. Halkin, «Manuscrits grecs de Paris. Inventaire hagiographique», Bruxelles 1968 (= Subsidia Hagiographica, № 44), σ. 214.

8. Parisinus Coisl. gr. 147 (XIV s.), ff. 1–16. Fr. Halkin, ὅ.π.» 255.

9. Parisinus Coisl. gr. 306 (a. 1549), ff. 328–341v. Βλ. Fr. Halkin, ὅ.π., σ. 274.

10. Ἀθωνιτικὸς M. Διονυσίου 148 (XVI αἰ.), 36. Βλ. Λάμπρου, Κατάλ.. Α´ σ. 346.

11. Ἀθωνιτικὸς Μ. Ἰβήοων 680 (XVII αἰ.), 7. Βλ. Λάμπρου, Κατάλ. Β´, σ. 199.

12. Ἀθωνιτικὸς Μ. Παντελεήμονος 201 (XIX αἰ.), σ. 232. Βλ. Λάμπρου, Κατάλ. Β´, σ. 321.

β. Μὲ τὸ ὅνομα Ἰωάννη πατριάρχη Ἀντιοχείας.

1. Βατοπεδινὸς 497 (X αἰ.), φ. 310α. Βλ. Σ. Εὐστρατιάδου, Κατάλ. Βατοπ. σ. 103.

2. Λαυριωτικὸς Δ 80 (XI αἰ.), φφ. 1–15. Σ. Εὐστρατιάδου, Κατάλ. Μ. Λαόρας, σ. 71. Βλ. καὶ ΝΣ, КΣΤ´, 1931, σ. 390.

3. Marcianus gr. VII 25 (XI s.) = Nan. 136, f. 3r. Gordillo, Damascenica, σ. 49. Καὶ Hoeck, Stand, σ. 9, ὅπου τὸ χφ. χρονολογεῖται στὸν XII αἰ.

4. Χάλκης (Μ. Παναγίας) 10 (XI αἰ.), φφ. 3–11β. Βλ. Μητρ. Ἀθηναγόρα τοῦ ἀπὸ Μ. Πρωτοσυγκέλλων, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Χάλκῃ Μονῆς τῆς Παναγίας», ΕΕΒΣ 1´ 1933, σ. 252.

5. Χάλκης (M. Παναγίας) I (ἔτους 1360), φφ. 328α–338α. Μητρ. Ἀθηναγόρα, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 242.

6. Λαυριωτικὸς I 64 (XIV αἰ.), φ. 93α. Σ. Εὐστρατιάδου, Κατάλ. Μ. Λαύρας, σ. 190.

7. Ἀθωνιτικὸς Μ. Κουτλουμηναίου 85 (625) (XVI αἰ.), σ. 1. Βλ. Λίνου Πολίτη – Μ. Μανούσακα, Συμπληρωματικοὶ κατάλογοι τῶν χειρογράφων Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 48.

8. Χάλκης (τῆς Σχολῆς) 37 (XVI αἰ.), φφ. 3–20β. Βλ. Αἰμ. Τσακοπούλου, «Περιγραφικὸς κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς Ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, περ. Ὀρθοδοξία ΛΔ´, 1959, σ. 60.

9. Λαυριωτικὸς Ω 153 (XVIII αἰ.), φφ. 1–15. Σ. Εὐστρατιάδου, Κατάλ. Μ. Λαύρας, σ. 363.

10. Ἀθωνιτικὸς M. Σιμοπέτρας 51 (XVIII αἰ.). Σ. Λάμπρου, Κατάλ. Α´, σ. 119.

Σὲ μεγάλο ἀριθμὸ χφφ. ὁ Βίος φέρεται ἀνωνύμως.

Πρώτη ἔκδοση τοῦ κειμένου ἔγινε τὸ 1553 ἀπὸ τὸν Ν. Majoranus41. Νέα ἔκδοση ἔγινε τὸ 1575, στὴν ἔκδοση τῶν ἁπάντων τοῦ Δαμασκηνοῦ42 καὶ ἄλλη τὸ 1680 ἀπὸ τοὺς Βολλανδιστές μὲ λατινικὴ μετάφραση43. Τὴν ἔκδοση τοῦ Le Quien (1740)44 ἀναδημοσίευσε ὁ J.Ρ. Migne στὴν Ἑλληνικὴ Πατρολογία45. Λατινικὴ μετάφραση τοῦ Βίου δημοσίευσε ὁ Lipomanus στὸν 5ο τόμο τοῦ ἔργου τοῦ De Vitis Sanctorum46. Μὲ τὶς ἐκδόσεις αὐτὲς ἔγινε γνωστὸς ὁ Δαμασκηνὸς στὴ Δύση47. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπανεκδοθεῖ τὸ κείμενο, μὲ βάση τὰ ἀρχαιότερα χφφ, γιὰτὶ καμιὰ ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐκδόσεις δὲν ἱκανοποιεῖ σήμερα.

Συγγραφέας Χρόνος

Τὸ θέμα τῆς πατρότητας τοῦ Βίου αὐτοῦ δὲν ἔχει ἀκόμη λυθεῖ ὁριστικά. Ἕνα διπλὸ πρόβλημα παρουσιάζεται: Εἶναι ὁ συγγραφέας πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἢ Ἀντιοχείας; Καὶ γιὰ ποιὸ ἀκριβῶς πρόσωπο πρόκειται; Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ δεύτερο αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία.

Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς νεώτερους ἐρευνητὲς δέχονται ὡς συγγραφέα τοῦ Βίου ἔναν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἱωάννη, ἀλλὰ δὲ συμφωνοῦν στὸν ἀκριβὴ προσδιορισμό τοῦ. Ὁ Μ. Jugie ὑποστηρίζει ὅτι εἶναι ὁ Ἱωάννης ΣΤ´, ποὺ βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τὸ 96948. Ἄλλοι, ποὺ τάσσονται μὲ τὴ γνώμη ὅτι ὁ Βίος εἶναι ἐλληνικὴ παράφραση ἀραβικοῦ πρωτοτύπου, τοῦ Ἄραβα μοναχοῦ Μιχαὴλ (1085), δέχονται ὡς συγγραφέα τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Η´ (1098–1106/7)49. Ὁ Ἀθ. Παπαδύπουλος – Κεραμεύς θεωρεῖ συγγραφέα τοῦ πρώτου αὐτοῦ ἐλληνικοῦ Βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Μερκουρόπωλο (1156–1165), σύμφωνα μὲ τὴν ἔνδειξη τοῦ ἱεροσολυμιτικοῦ Σαββαϊτικοῦ κώδικα 35150, καὶ τὴν ἴδια γνώμη ἀσπάζεται ὁ Μ.C. Kekelidje51. Ἀλλὰ ἡ γνώμη αὐτὴ πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἀπορριφθεῖ γιὰ δύο λόγους: Πρῶτα γιατὶ ἔχουμε χφφ. πολὺ παλαιότερα ἀπὸ τὸ 1156, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Μερκουρόπωλος ἀνῆλθε στὸ θρόνο Ἱεροσολύμων, καὶ δεύτερο γιατὶ ὁ Μερκουρόπωλος εἶναι συγγραφέας ἄλλης κοινῆς βιογραφίας τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ.

Ἄλλοι πάλι μελετητὲς διατυπώνουν ζωηρὲς ἐπιφυλάξεις καὶ ἐπιχειροῦν νὰ θεμελιώσουν πειστικὲς ἀποδείξεις, ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ Βίου εἶναι πατριάρχης Ἀντιοχείας. Σ´ αὐτοὺς καταλέγεται καὶ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης. Στηριζόμενος σὲ μαρτυρίες ἁγιορειτικῶν χφφ. ταλαντεύεται μεταξὺ τῶν Ἰωάννη Γ´ καὶ Ἰωάννη Δ´ πατριαρχῶν Ἀντιοχείας52. Πολὺ παλαιότερα ἐπίσης ὁ Βίος εἶχε ἀποδοθεῖ στὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη Δ´. Ὁ Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος σημειώνει: «Ὁ Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος Δαββᾶς (1685–94 καὶ 1720–24) ἐν τῇ ὑπ’ αὐτοῦ συγγραφείσῃ ἱστορίᾳ τῶν πατριαρχῶν Ἀντιοχείας (ἐδημοσιεύθη τὸ ἐλληνικὸν κείμενον μετὰ ρουμανικῆς μεταφράσεως ἐν τῷ περιοδικῷ τοῦ Βουκουρεστίου Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας XLIX, 1931, σ. 143) ἐσημείωσε· „Μετὰ ταῦτα ἐγένετο πατριάρχης Ἀντιόχειας Ἰωάννης, ὅστις συνεγράψατο τὸν βίον τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνῦ, δι’ ὑπαγορεύσεως τοῦ ἱερομονάχου Μιχαήλ, ὅτε ὁ υἱὸς τοῦ Κουταλμοῦσι ἐπερίλαβε τὴν Ἀντιόχειαν ἐν ἔτει ἐξακισχιλιοστῷ πεντακοσιοστῷ ἑβδομηκοστῷ καὶ τρίτῳ· ποιμάνας δὲ τὸ ποίμνιόν του καὶ τὴν Ἐκκλησίαν καλῶς ἔτη 47 ἐκοιμήθη“. Κατὰ τὴν πληροφορίαν ταύτην, ἥτις δὲν φαίνεται ἀκριβής, ἡ βιογραφία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ συνετάχθη ὑπο τοῦ Ἰωάννου Δ´, ὅστις ὄμως δὲν ἦτο πατριάρχης ἐν ἔτει 1064, οὐδ’ ἐπατριάρχευσε 47 ἔτη»53.

Ὁ Nasrallah ὑποστηρίζει τὴ γνώμη ὅτι συγγραφέας τοῦ Βίου εἶναι ὁ πατριάρχης Ἀντιόχειας Ἰωάννης Ε´ ὁ Ὀξείτῆς, ποὺ κατεῖχε τὸ θρόνο κατὰ τὴν περίοδο 1088–1100, καὶ παρατηρεῖ· «Il lui était plus facile de connaitre l’ original de la vie du Damascène; peut – être avait – il été en relation avec l’ hiéromoine Mihail. D’ autant plus que Jean l’ Oxite nous laissa quelques écrits»54. Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι εὐφυής, ἀλλὰ δὲ στηρίζεται ἐπαρκῶς καὶ δὲν εἶναι δυνατόν νὰ γίνει δεκτή. Σὲ πρόβλημα ὁμολογουμένως δύσκολο, ὅπου ἡ χειρόγραφη παράδοση διχάζεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ἡ ἀσυμφωνία τῶν μελετητῶν εἶναι πλήρης, ἡ μόνη ὁδὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ φῶς εἶναι ἡ μελέτη τοῦ κειμένου καὶ ἡ ἐπισήμανση σχέσεων μὲ ἄλλα κείμενα. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τί λέγει ὁ συγγραφέας γιὰ τὸν ἑαυτό τοῦ καὶ τί παραδίδουν ἄλλοι γι’ αὐτόν.

Παρατηροῦμε πρῶτα ὅτι ὁ συγγραφέας ἀποκρύπτει τὴν ἰδιότητά του καὶ μόνο τὸ ὅνομά του ὑπαινίσσεται στὸν ἐπίλογο. «Σὐγγνωθί μοι, τρισμάκαρ, καὶ ἱκέτης γένοιό μοι τὰ πρὸς Θεὸν θερμότατος καὶ ἀνένδοτος, ἐφ’ οἶς τοῦτον καλὸν ἔρανον ἄλλου πεποιηκότος (vel πεπονηκότος), ὡς εἶχεν ὁ ἄνθρωπος, ἀφελῶς αὐτὸν εὑρηκώς, καὶ διαλέκτῳ Ἀράβων καὶ γράμμασι κείμενον, ὁ ὁμωνυμῶν σοι ἐκ πόθου εἰς τοῦτο λόγου καὶ ἐπιμελείας τῆς κατὰ δύναμιν, διά τῶν σῶν μετέβαλον ἐπισκέψεων, ἢ, ἂν οὔτω δέη, καὶ ἐπισκήψεων»55. Σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία αὐτὴ ὁ συγγραφέας ὀνομάζεται Ἰωάννη; καὶ ὁ Βίος εἶναι λογοτεχνικὴ διασκευὴ ἑνὸς ἀφελοῦς ἀραβικοῦ πρωτοτύπου. Ἀπὸ τὸ ὅλο ὕφος φαίνεται ἐπίσης ὅτι ἦταν κληρικός. Ποῦ βρέθηκε ὅμως ὁ τίτλος τοῦ πατριάρχη καὶ μάλιστα τῶν Ἱερσολύμων ἢ τῇ Ἀντιόχειας, ποὺ παρέχουν οἱ τίτλοι τῶν κωδίκων; Νομίζω ὅτι οἱ τίτλοι εἶναι προσθῆκες τῶν ἀντιγραφέων τῶν ἀρχαιότερων χφφ., ποὺ βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μιὰν ἀσάφεια καὶ ἔδωσαν πρόχειρη λύση προσγράφοντας τὸ κείμενο σὲ κάποιον πατριάρχη Ἱεροσολύμων ἢ Ἀντιοχείας. Ὅτι ἔτσι ἔχει τὸ πράγμα φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι κανένα χφ. δὲν ὁρίζει ρητὰ γιὰ ποιὸν Ἰωάννη πρόκειται. Ἡ ὕπαρξη, ἐξάλλου, χφφ, ποὺ παραδίδουν τὸ κείμενο ἀνώνυμα, ἐνισχύει τὴν ἄποψη αὐτή.

Ὁπωσδήποτε τὸ πρόβλημα παραμένει ἀνοικτὸ καὶ ἡ πλήρης ἀσυμφωνία τῶν πηγῶν ἀντανακλᾶ καὶ στοὺς μελετητές56. Μία νέα ἐπίσημη καὶ ἰσχυρὴ μαρτυρία λύει, νομίζω, τὸ πρόβλημα ὑπὲρ τοῦ Ἰωάννη πατριάρχη Ἱεροσολύμων. Ὁ Βατικανὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ δημοσιεύτηκε πρόσφατα57, ἀναφέρει καὶ τὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ. Γράφει σχετικὰ ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος τοῦ Κοσμᾶ· «Οὐδὲ γὰρ εἰκὸς πλείω περὶ τούτου (τοῦ Δαμασκηνοῦ) λέγειν ἡμᾶς, ἑτέρου τετυχηκότος ἐπαινέτου καὶ ὑμνητού ὀμωνυμοῦντος αὐτώ καὶ τὸν ἀρχιερατικὸν πεπιστευμένου θρόνον τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀνδρὸς τῷ ὄντι σοφοῦ καὶ πάσαις κεκοσμημένου χάρισι λογικαῖς. Τί γὰρ ἂν καὶ φανεῖεν τὰ ἡμέτερα νηπιώδη ψελλίσματα τοῖς ἀνδρικοῖς καὶ στερροῖς ἐκείνου λόγοις παραβαλλόμενα;»58. Τὸ ὕφος τοῦ χωρίου αὐτοῦ μᾶς ἐπιτρέπει ἴσως νὰ εἰκάσουμε ὅτι ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος τοῦ Κοσμᾶ εἶναι σύγχρονος τοῦ βιογράφου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἴσως προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄμεσο περιβάλλον τοῦ. Ἡ φράση «ἀνδρὸς τῷ ὄντι σοφοῦ κλπ.» ἐνέχει, νομίζω, τὸ στοιχεῖο τῆς φιλοφρονήσεως, ἂν ὄχι καὶ τῆς κολακείας, ὑφισταμένου πρὸς προϊστάμενο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία. Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ἡ μαρτυρία τοῦ Βατικανοῦ Βίου λύει ὁριστικὰ τὸ θέμα τῆς πατρότητας τοῦ Βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὑπέρ τοῦ Ἰωάννη πατριάρχη Ἱεροσολύμων. Καὶ αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Η´, ποὺ ἀνῆλθε στὸ θρόνο τὸ 1098 καὶ πέθανε τὸ 1106/759. Τὸ ἀραβικὸ πρωτότυπο, ποὺ χρονολογεῖται στὸ 1085 εἶναι καὶ ὁ terminus post quem γιὰ τὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Πηγές – Ὁ ἀραβικὸς Βίος

Σύμφωνα μὲ τὴ ρητὴ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννη Η´, τὸ πρωτότυπο εἶναι ἀραβικὸς Βίος τοῦ Δαμασκηνοῦ ἁπλὸς καὶ λαϊκός, «ἐσχεδιασμένος ἀγροικιστί»60. Πλανᾶται συνεπῶς ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὑποστηρίζοντας τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, ὅτι δηλαδὴ «τὸ θεωρούμενον ὡς ἀρχικὴ πηγή, ἐξ ἧς ἀπέρρευσαν τὰ ἐλληνικὰ κείμενα, προῆλθε μᾶλλον ἐκ τούτων μεταφρασθὲν εἰς τὴν ἀραβικὴν ἐπὶ τὸ ἐπιτομώτερον ὑπὸ τοῦ Ἄραβος μοναχοῦ Μιχαήλ τοῦ Ἀντιοχέως»61.

ἀραβικὸς αὐτὸς Βίος (Vita arabica) δημοσιεύτηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1912 ἀπὸ τὸν C. Bacha μὲ τὸν τίτλο· Βίος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Πρωτότυπον ἀραβικὸν κείμενον62. Τὸ ἀραβικὸ αὐτὸ πρωτότυπο (Original) μεταφράστηκε ἀμέσως σὲ πολλὲς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες63.

Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι τοῦ ἀραβικοῦ αὐτοῦ κειμένου ἔγινε καὶ ἄλλη ἑλληνικὴ παράφραση ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Ἀδάνων Σαμουὴλ σὲ ὕφος περίτεχνο, ἀλλ’ αὐτὴ ἔχει χαθεῖ ἴσως ὁριστικά64. Σ’ αὐτὴν ὄμως στηρίζεται μιὰ ἄλλη γεωργισνὴ διασκευὴ (versio iberica) ἀπὸ τὸν Ἐφραιμ Mtsire (ἀρχὲς 12 αἰ.), ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1911 ἀπὸ τὸ Ν. Marr, μὲ βάση τὸν cod. Sinait. georg. 5165. Ὑπάρχει, τέλος, καὶ ἄλλη γεωργιανὴ διασκευή, ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1914 ὁ Μ.C. Kekelidje, μὲ εἰσαγωγὴ καὶ ρωσικὴ μετάφραση66.

Συγγραφέας τοῦ ἀραβικοῦ αὐτοῦ πρωτοτύπου, ὅπως ἀναφέρεται στὸν πρόλογο, εἶναι ὁ μοναχὸς τῆς μονὴς τοῦ Ἁγίου Συμεὼν Μιχαὴλ, ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε τὸ 1085 (ἔτος κόσμου 6594) μὲ βάση τὴν προφορικὴ παράδοση67.

Ἀξιολόγηση

Ὁ Βίος αὐτὸς τοῦ Δαμασκηνοῦ χαρακτηρίζεται γενικὰ ὡς κείμενο ἀμφίβολης ἀξιοπιστίας68. Αὐστηρότατη κριτικὴ ἀσκεῖ ὁ Μ. Jugie, ποὺ γράφει ὅτι, ἂν ἐξαιρέσουμε μερικὰ χωρία ἀληθοφανή, «le reste est sorti d’ une imagination arabe surchauffée par le soleil d’ Orient69. Ἴσως ἡ γνώμη αὐτὴ νὰ εἶναι ὑπερβολικὰ αὐστηρή, εἶναι ὅμως γενικὰ ὀρθή. Ὁ συγγραφέας δὲ γνώριζε τὰ γεγονότα, καὶ ἐλάχιστα ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια τῶν πληροφοριῶν τοῦ. Ἔτσι ὁ Βίος εἶναι ἕνα τυπικὸ ἁγιολογικὸ κείμενο, μὲ ὅλα τὰ μειονεκτήματα τοῦ εἴδους. Ἀποβλέπει στὸν ἐγκωμιασμὸ70 καὶ στὴν ἔκθεση ψυχωφελῶν διηγήσεων. Μέγα τμῆμα τοῦ Βίου καλύπτω ἡ ἀφήγηση τῆς «ἀποκοπῆς τῆς δεξιᾶς χειρός» τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπὸ τὸν καλίφη τῆς Δαμασκοῦ καὶ ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία του ἀπὸ τὴ Θεοτόκο71. Ἡ ἱστορικὴ ἀξία τοῦ κειμένου αὐτοῦ εἶναι γενικὰ πολὺ περιορισμένη.

Ὁ Κοσμᾶς στὸν Ἱεροσολνμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ

Ὁ βιογράφος τοῦ Δαμασκηνοῦ στρέφει κάποτε τὸ λόγο καὶ στὸ θετὸ ἀδελφό του Κοσμᾶ, ἀλλὰ ἀφήνει σὲ ἄλλους τὴ σύνθεση τῆς βιογραφίας τοῦ· «τοιοῦτος δὴ πάντως καὶ ὁ Κοσμᾶς. Ἀλλ’ ὁ περὶ τούτου λόγος ἐτέροις κείσθω»72. Συγκεντρώνω ἐδῶ τὶς σποραδικὲς εἰδήσεις τοῦ Βίον γιὰ τὸν Κοσμᾶ, ὄχι τόσο γιατὶ εἶναι ἄγνωστες, ὅσο γιατὶ μᾶς δίδουν τὴν εἰκόνα τῆς ἀνατολικῆς (ἱεροσολυμιτικῆς) παραδόσεως.

Καὶ πρῶτα γιὰ τὸν κοινό δάσκαλο. Σύμφωνα μὲ τὸν Βίο εἶναι λόγιος Ἰταλιώτης μοναχός, ποὺ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Δαμασκηνοῦ· «Οἱ ἐκ Δαμασκοῦ βάρβαροι τὴν κατὰ θάλασσαν ποιούμενοι ἔφοδον, ὡς αὐτοῖς εἴθιστο, πολλοὺς τε χριστιανοὺς ἐληίσαντο... Τούτοις καὶ τὶς συναπεκληρώθη ἀνὴρ σχῆμα ἠμφιεσμένος μοναδικόν, ἐξ Ἱταλίας ὁρμώμενος, κόσμιος τὴν ὄψιν, κοσμιώτερος τὴν ψυχήν, καὶ τὴν κλῆσιν Κοσμᾶς»73.

Ὄπως βλέπουμε, ἡ πληροφορία αὐτὴ διαφέρει σημαντικὰ ἀπὸ τὴν ἀνάλογη τῶν κειμένων τοῦ τύπου Α καὶ εἶναι ἀκριβῶς τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο διαφοροποιοῦνται οἱ παραδόσεις (ἀνατολικὴ καὶ κωνσταντινουπολιτικὴ). Ἡ ἀλήθεια πάντως τῆς πληφορίας αὐτῆς εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ἄλλοι τὴν δέχονται ὡς πιθανὴ καὶ ἄλλοι τὴν ἀπορρίπτουν ὡς μύθο. Θὰ συζητήσουμε τὸ πρόβλημα παρακάτω, ἀφοῦ συγκεντρώσουμε τὶς σχετικὲς μαρτυρίες ὅλων τῶν πηγῶν.

Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται ἡ καταγωγὴ τοῦ Κοσμᾶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ ὀρφανία καὶ ἡ υιοθεσία, ἡ κοινὴ ἀνατροφὴ καὶ παιδεία μὲ τὸν Δαμασκηνό. Ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ Σέργιος Μανσοὺρ παρακαλεῖ τὸν Ἰταλιώτη μοναχὸ καὶ δάσκαλο Κοσμᾶ· «Τοῦτο δὲ μόνον πρὸς τῆς σῆς αἰτῶ τιμιότητος, ἵνα τοῦτον δή μοι τὸν ἐκ φύσεως υἱὸν Ἰωάννην, καὶ τοῦτον δῆτα τὸν ἕτερον τὸν ὁμωνυμοῦντά σοι (δηλ. τὸν Κοσμᾶν), ὃν καὶ εἰς υἱὸν ἐποιησάμην πνευματικόν, ἐξ Ἱεροσολύμων ὁρμώμενον καὶ ἀφ’ ἀπαλῶν ἀπορφανισθέντα τῷ σώματι, πᾶσαν, ἣν οἴδας, παιδείαν καὶ φιλοσοφίαν... ἐκπαιδεύσης καὶ διδάξης ἐπιμελέστατα»74.

Εἶναι ἐπίσης πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἡ πληροφορία τοῦ Βίου, κατὰ τὴν ὀποία οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ ἀσκήτευσαν μαζί στὴν ὀνομαστὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα· «ὡς ἔλαφος διψῶσα τὸν Θεόν, εἰς τὴν ἔρημον ἔξεισι (ὁ Δαμασκηνὸς) καὶ τὴν τοῦ θεοφόρου Σάββα λαύραν καταλαμβάνει, ἔχων ὀπαδόν, οὐ τῆς ὀδού μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῦ σκοποῦ κοινωνόν, Κοσμᾶν τὸν αὐτῷ συμμετασχόντα καὶ ἀναγωγῆς καὶ παιδεύσεως. Εἶπες ἂν αὐτοὺς ζεῦγος ἱερὸν εἶναι...»75.

Μία ἄλλη σημαντικὴ πληροφορία ἀναφέρεται στὴν ἀνάμειξη τοῦ Κοσμᾶ στὴν εἰκονομαχικὴ κρίση. Ὁ βιογράφος δὲν ἀναφέρει γιὰ τὸν Κοσμᾶ συγκεκριμένα στοιχεῖα, ὑπαινίσσεται ὅμως τὴ συμπαράταξή του καὶ τὴ συνεργασία τοῦ μὲ τὸ Δαμασκηνὸ στὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων· «Εἴχε δὲ πρὸς τοὺς τοιούτους πόνους (ὁ Δαμασκηνὸς) ἀδελφικῶς ὑπαλείφοντα, ὃν ἐν πνεύματι θείῳ ἔσχηκεν ἀδελφόν, Κοσμᾶν τὸν καὶ κόσμιον, τὸν καὶ κοινωνήσαντα αὐτῷ καὶ λόγων καὶ ἀναγωγῆς καὶ ἀσκήσεως»76.

Ἡ πληροφορία εἶναι πολύτιμη καὶ συμφωνεῖ μὲ τὴν ἀνάλογη τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου77.

Γιὰ τὸ ὑμνογραφικὸ καὶ μουσικὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ, τὴν ἀρχιερατεία του στὸ θρόνο Μαϊουμᾶ καὶ τὸ θάνατό του ὁ βιογράφος τοῦ Δαμασκηνοῦ παραδίδει τὰ ἀκόλουθα· «Ὃς δὴ καὶ οὗτος (ὁ Κοσμᾶς) τοῖς ἐν ᾄσμασι πνευματικοῖς πόνοις τὸν Ἰωάννην ἐμιμήσατο συνετῶς καὶ ὑπῇσε λιγυρὰς τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀρμονίας ἐν κιθάρᾳ καὶ φωνῇ ψαλμοῦ, τὸ οἰκεῖον σῶμα τύμπανον παραστησάμενος τῷ Θεῷ διὰ τὴν τῶν παθῶν νέκρωσιν, καὶ ψαλτήριον ἄλλο δεκάχορδον καταστήσας, ὅλον ἑαυτόν, τὴν πενταπλῆ τοῦ σώματος αἴσθησιν καὶ τὰς ἰσαρίθμους δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἐντέχνως καὶ σοφῶς ἐντεινάμενος. Ἀλλ’ ὁ μὲν Κοσμᾶς ἐπίσκοπος τῆς Μαϊουμᾶ ὑπὸ τοῦ Ἱεροσολύμων πατριαρχεύοντος οὐχ ἐκουσίως χειροτονεῖται, τῇ βίᾳ δὲ ὑπενδοὺς, καὶ καλῶς ποιμάνας τὸ ποίμνιον καὶ ὡς φίλον Θεῷ, εἶτα καὶ τραφεὶς ἐν γήρᾳ καλῷ πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ ἀπελήλυθε, μᾶλλον δὲ πρὸς Θεὸν ἐξεδήμησε»78. Τὰ στοιχεῖα αὐτά, ποὺ σχεδὸν στερεότυπα ἐπαναλαμβάνονται σὲ ὅλες τὶς πηγές, μᾶς δίδουν ἕνα γενικὸ καὶ πιθανὸ περίγραμμα βίου τοῦ Κοσμᾶ.

2. Η ΚΟΙΝΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ТОΥ ΜΕΡΚΟΥΡΟΠΩΛΟΥ

Βίος καὶ πολιτεία τῶν ὁσιων καὶ θεοηόρων πατέρων ἡμῶν καὶ ἀνταδέλφων καὶ μελισσῶν τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ Κοσμᾶ, ἐκτεθεὶς παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου καὶ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰωάννου τοῦ Μερκουροπώλου.

Ἀρχ. «Μετὰ τὴν εἰς οὐρανοὺς τοῦ δεσπότου ἀνάβασιν καὶ τὴν τῶν μαθητῶν πανταχόσε διασποράν...». Λήγ. «συγκοινωνὸν ὑμῖν, εἰ καὶ τολμηρὸν εἰπεῖν, τῆς ἐκεῖσε δόξης προσλάβετε καὶ συμπαραστάτην... ἀμήν».

(BΗG3, 395)

Τὸ κείμενο σώζεται σ’ ἕνα καὶ μόνο κώδικα, τὸν ὑπ’ ἀρ. 983 (ἕτους 1267) τὴς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος (φφ. 315β–357β)79. Μὲ βάση ἀντίγραφο, ποὺ παρασκεύασε ὁ Ἀλκιβιάδης Σακελλίων, ἐξέδωσε τὸ κείμενο ὁ Ἀθ. Παπαδόπουλος – Κεραμεὺς80 καὶ ἡ ἕκδοση αὐτὴ παραμένει μέχρι σήμερα μοναδική. Βέβαια πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ δὲν ἱκανοποιεῖ σήμερα. Στηρίχθηκε μόνο στὸ ἀπόγραφο καὶ περιέχει πολλὰ σφάλματα ἀναγνωστικὰ καὶ ὀρθογραφικά.

Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ τίτλος τοῦ Βίου, συγγραφέας εἶναι ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰωάννης Θ´ ὁ Μερκουρόπωλος (1156–1165). Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἐλάχιστα εἶναι γνωστά. Τὸ ὄνομά τοῦ ἀναφέρεται στὰ πρακτικὰ τοπικῆς συνόδου στὴν Ἱερουσαλὴμ στὶς 12 Μαΐου 1156, μὲ θέμα τὴν ἑρμηνεία τῆς φράσεως τῆς Θ. Λειτουργίας «Σὺ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος». Ὁ Μερκουρόπωλος ὑπογράφεται· «Ὁ ταπεινὸς μοναχὸς Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ πατριάρχης τῆς μητρὸς παστῶν τῶν ἐκκλησιῶν Ἁγίας Σιὼν πόλεως Ἱερουσαλήμ»81. Ἄλλο ἔργο του ἐκτὸς ἀπὸ τὸν παρόντα Βίο δὲν εἶναι γνωστό.

Πηγὲς καὶ ἐπιδράσεις

Τὴν ἐξάρτηση τοῦ Μερκουροπώλου ἀπὸ τὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ ἔχουν διαπιστώσει ἤδη παλαιοὶ μελετητές. Ὁ W. Weyh ἀντιπαραθέτει χαρακτηριστικὰ χωρία, ποὺ ἀποδεικνύουν ἄμεση σχέση τῶν δύο κειμένων82. Ἡ ἐπίδραση δὲν εἶναι μόνο νοηματική, ἀλλὰ καὶ φραστικὴ σὲ βαθμό σχεδὸν πνευματικῆς κλοπῆς. Παραθέτω καὶ ἐδῶ μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα.

Τὸ πρῶτο ἀναφέρεται στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἰταλιώτη μοναχοῦ Κοσμᾶ, ποὺ θὰ γίνει ἀργότερα κοινὸς δάσκαλος τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ τοῦ Δαμασκηνοῦ:


«καὶ ἀπαγαγὼν (ὁ Μανσοὺρ) εἰς τὸν ἵδιον οἴκον παρηγόρει τὸν ἄνδρα καὶ τῆς μακρᾶς κακοπαθείας ἀνέψυχε καὶ ταῦτα λέγων προσέθετο· Ὁὐκ εἶ μόνον ἐλεύθερος τοῦ λοιποῦ, ἀλλὰ καὶ κοινωνόν σε τοῦ οἴκου μου τίθημι, καὶ συνδέσποτον, κατ’ ἐμέ, συμμέτοχόυ μοι πάσης χαρᾶς τε καὶ θλίψεως. Τοῦτο δὲ μόνον πρὸς τῆς σῆς αἰτῶ τιμιότητος, ἳνα τοῦτον δὴ μοι τὸν ἐκ φύσεως υἱὸν Ἰωάννην, καὶ τοῦτον δῆτα τὸν ἕτερον τὸν ὁμωνυμοῦντά σοι, ὃν καὶ εἰς υἱὸν ἐποιησάμην πνευματικόν, ἐξ Ἱεροσολύμων ὁρμώμενον, καὶ ἀφ’ ἀπαλῶν ἀπορφανισθέντα τῷ σώματι, πᾶσαν, ἣν οἴδας, παιδείαν καὶ φιλοσοφίαν, τὴν θύραθεν, καὶ ἡ τοῦ πνεύματος χάρις τοὺς ἀξιους ἐμυσταγώγησεν, ἐκπαιδεύσῃς καὶ διδάζῃς ἐπιμελέστατα’». (PG 94, 444–445 Α) «... καὶ ἀναγαγὼν εἰς τὸν ἴδιον οἶκον παρηγόρει τε τὸν ἄνδρα καὶ τῆς μακρᾶς κακοπαθείας ἀνέψυχε καὶ τοιῶνδε λόγων ἐνήρχετο πρὸς αὐτόν· Μὴ οἴου τὸ λοιπόν μοι δοῦλος ἢ ἐλεύθερος ἔσεσθαι, ἀλλὰ κοινωνόν σε τοῦ οἴκου παντὸς ἀπογράφομαι καὶ συνδεσπότην καὶ συμμέτοχον πάσης χαρᾶς τε καὶ θλίψεως ἔμοιγε·τοῦτο δὲ μόυον πρὸς τῆς σῆς αἰτῶ ἀρετῆς· τοῦτου δή μοι τὸν ἐκ φύσεως υἱὸυ Ἰωάννην καὶ τοῦτου δή μοι τὸν ἕτερου καὶ συνωνυμοῦντά σοι, ὃν καὶ εἰς υἱὸν ἐποιησάμην, ἐκ Παλαιστίνης μὲν ἥκοντα, ἐκ δ’ αὐτοῦ τοῦ ἄνθους τῆς ἡλικίας τοὺς φύντας ἀποβαλόμενον, πάσης μετασχεῖν ὡς ἐκ πηγῆς τῆς σῆς σοφίας θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης ἀνάπεισου...’». ΑΙΣ Δ´, σ. 312, 9–19)

Τὸ δεύτερο ἀναφέρεται στὴν πνευματικὴ προκοπὴ τῶν θετῶν ἀδελφῶν κοντὰ στὸν κοινὸ δάσκαλο:


«Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀετὸς ἧν ἀέρα διαπετόμενος, ὡς πτέρυξι χρώμενος εὐφυΐᾳ φύσεως καὶ σπουδῇ προαιρέσεως. Ὁ δὲ κατὰ πνεῦμα τούτου ἀδελφὸς καὶ συμμύστης αὐτοῦ Κοσμᾶς ναῦς ἧν ἱστίοις πτερυσσομένη καὶ φορτὶς φερομένη καθ’ ὑδάτων, τῷ πνεύματι ἐξουρίας αὐτῷ τε πνέοντι καὶ ζεφυρῶδες ἀπὸ πρύμνης φυσῶντι». (PG 94, 445 Α) «... καὶ ἧν ἰδεῖν αὐτῶν ἕκαστον ἀετὸν ὑψιπέτην ὀξέως εἰς ἀέρα διαπετόμενον καὶ πτέρυξι διτταῖς, εὐφυΐᾳ φύσεως καὶ σπουδῇ προαιρέσεως χρώμενον, ἢ ταῦχα καὶ φοίνικα πολυχρόοις ἰδέαις καταγραφόμενον... ». (ΑΙΔ Δ´, 314, 2–5)

Τὰ παραδείγματα τῶν συγγενῶν χωρίων θὰ ἦταν εὔκολο νὰ πολλαπλασιαστοῦν. Ἀλλὰ τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος ἀντιγράφει τὸν Ἰωάννη Η´ καὶ στὸν ἐπίλογο καὶ βεβαιώνει ὅτι διασκεύασε καὶ αὐτὸς τὸν ἀπλό ἀραβικὸ Βίο, χρησιμοποιώντας μάλιστα τὴν ἴδια μὲ τὸν Ἰωάννη φραστικὴ διατύπωση. Ἰδού τὰ σχετικὰ χωρία:


«Σύγγνωθί μοι, τρισμάκαρ, καὶ ἱκέτῆς γένοιό μοι τὰ πρὸς Θεὸν θερμότατος καὶ ἀνένδοτος, ἐφ’ οἶς τοῦτον καλὸν ἔρανον ἄλλου πεποιηκότος, ὡς εἶχεν ὁ ἄνθρωπος, ἀφελῶς αὐτὸν εὑρηκώς, καὶ διαλέκτῳ Ἀράβων καὶ γράμμασι κείμενον ὁ ὁμωνυμῶν σοι, ἐκ πόθου εἰς τοῦτο λόγου καὶ ἐπιμελείας τῆς κατὰ δύναμιν, διὰ τῶν σῶν μετέβαλον ἐπισκέψεων, ἢ, ἂν οὐτω δέῃ, καὶ ἐπισκήψεων». (PG 94, 489 Α–Β) «Σύγγνωτέ μοι, πατέρες, καὶ ἱκέται γένοισθέ μοι τὰ εἰς Θεόν, ὅσα καὶ ἡνόμησα, ἐφ’ οἶς τὸν ἐρανον τοῦτον ἄλλου πεπονηκότος ὡς εἶχεν αὐτὸς εὑρηκὼς ἐγὼ κατὰ δύναμιν ἔγραψα καὶ διαλέκτῳ Ἀράβων καὶ γράμμασι κείμενον ὁ ὑμῶν θατέρῳ συνῶνυμῶν εἰς τὸ τοῦ λόγου τοῦδε εἶδος μετέβαλον διὰ τῶν ὑμῶν ἐπισκέψεων...». (ΑΙΣ Δ´, σ. 350, 11–16)

Τί νὰ ὑποθέσουμε; Ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος ἀντιγράφει τὸν Ἰωάννη Η´ ἀκόμη καὶ στὶς λεπτομέρειες ἢ ὅτι εἶναι συγγραφέας καὶ τῶν δύο κειμένων; Μὲ τὴ δεύτερη ἄποψη τάσσεται ὁ ἀνώνυμος ἀντιγραφέας τοῦ cod. Hieros. Sabb. 351 (XIII αἰ.), ποὺ ἀποδίδει στὸν Μερκουρόπωλο τὸν Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ83. Ἀπὸ τοὺς νεώτερους ἐρευνητές, ὁ W. Weyh διαπιστώνοντας τὴ στενὴ σχέση τῶν δύο κειμένων διερωτάται ἂν οἰ δύο μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης συγγραφεῖς ταυτίζονται· «Sind die beiden Johannes identisch?»84. Ἂν συμβαίνει τοῦτο, πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος συνέταξε πρῶτα τὸν Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἔπειτα κοινὴ βιογραφία τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ. Ἀλλὰ τοῦτο ἀποκλείεται γιὰ πολλοὺς λόγους. Ἔχουμε χφφ. τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ Βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ ποὺ χρονολογοῦνται στὸν 11° αἰ., δηλαδὴ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Μερκουρόπωλος δὲν θὰ εἶχε ἀκόμη γεννηθεῖ. Ἐκτὸς τούτου, ὁ Μερκουρόπωλος, ἂν ἔγραφε καὶ δεύτερο ἔργο καὶ μάλιστα τόσο συγγενὲς μὲ τὸ πρῶτο, θὰ τὸ ἐμνημόνευε ὀπωσδήποτε. Τέτοια ὄμως ἀναφορὰ δὲν ὑπάρχει καὶ τὰ δύο κείμενα φαίνεται νὰ ἀπέχουν χρονικὰ περισσότερο ἀπὸ μισὸν αἰώνα. Ὁ Μερκουρόπωλος ἐσύλησε κυριολεκτικὰ τὸν Ἱερόσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ἀλλά δὲν εἶναι μόνο ὁ Ἰωάννης Η´ πηγὴ γιὰ τὸν Μερκουρόπωλο. Ὑπάρχουν σαφεῖς ἐνδείξεις ὅτι γνωρίζει καὶ ἄλλες πηγές. Γνωρίζει π.χ. καὶ σχολιάζει πληροφορίες, ποὺ περιέχονται μόνο στὰ κείμενα τοῦ τύπου Γ, γιὰ τὰ ὀποῖα θὰ γίνε: λόγος στὴ συνέχεια. Στὸν τύπο Γ, καὶ μόνο σ’ αὐτόν, ἀναφέρονται περιοδεῖες τοῦ Κοσμᾶ στὴν Ἀντιόχεια, Νικομήδεια, Κωνσταντινούπολη, Ρώμη, Αἴγυπτο κλπ. Τὶς πληροφορίες αὐτὲς ἀμφισβητεῖ ρητὰ ὁ Μερκουρόπωλος καὶ τὶ; θεωρεῖ ἐντελῶς ψευδεῖς· «Τὸ δὲ λέγειν ἐν Ἀντιοχείᾳ παραγενέσθαι τὸν ποιητὴν (Κοσμᾶν), ἢ τῇ Βασιλευούσῃ παραβαλεῖν, κἀκεῖσε τὸ μέλος ἐκθεῖναι, πάντη τῆς ἀληθείας ἀπώλισθε...»85. Εἶναι λοιπὸν βέβαιο ὅτι γνωρίζει καὶ τὴν πηγὴ τῶν βίων τοῦ τύπου Γ. Ὁ γνωστότερος βίος τοῦ τύπου αὐτοῦ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθ. Παπαδόπουλο Κεραμέα, μὲ βάση χφ. τῆς Χάλκης (Βίος Χάλκης)86. Ὁ Gordillo πιστεύει ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος «et Vita Johannis Hierosolymitani et Vita anonyma promiscue usus est»87.

Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος ἔχει ὑπόψη του καὶ ἄλλες πηγές, ἄγνωστες σὲ μᾶς. Πείθουν γι’ αὐτὸ οἱ πληροφορίες του γιὰ τὶς χρονικὲς σχέσεις μεταξὺ Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ, καθὼς καὶ οἱ ἀναφορές του σὲ συγκεκριμένα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ, τῶν ὁποίων παρέχει πλήρη κατάλογο.

Οἱ πληροφορίες τοῦ Μερκουροπώλου γιὰ τοῦ Κοσμᾶ

Συγκεντρώνω ἐδῶ τὶς σπουδαιότερες εἰδήσεις τοῦ Μερκουροπώλου.

α. Ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα· «Οὗτος δὲ ἧν ὁ θεῖος Κοσμᾶς, ἐκείνην πατρίδα κτησάμενος, περὶ ἧς ποτε καὶ Ναθαναὴλ, εἰ ἀγαθὸν ἐκεῖθεν ἐξεισι διηπόρηκεν»88. Ἐδῶ πλανᾶται προφανῶς ὁ Μερκουρόπωλος, γιατὶ ἡ βιβλικὴ φράση ποὺ ἐπικαλεῖται, ἀναφέρεται στὴ Ναζαρὲτ καὶ ὅχι στὴν Ἱερουσαλήμ89· ἐκτὸς ἂν θέλει νὰ δηλώσει τὴ Ναζαρὲτ ὡς πατρίδα τοῦ Κοσμᾶ, πράγμα μᾶλλον ἀπίθανο. Πάντως σὲ ἄλλο σημεῖο πατρίδα τοῦ Κοσμᾶ ἀναφέρει ἀόριστα τὴν Παλαιστίνη90.

β. Τὴν υἱοθεσία τοῦ μικροῆ καὶ ὀρφανοῦ Κοσμᾶ τοποθετεῖ μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Δαμασκηνοῦ, συμφωνῶντας κατὰ τοῦτο μὲ τὸν Ἱερουσολυμιτικὸ Bio. Ὁ Μανσούρ, μετὰ τὸ θάνατο τῆς συζύγου του, ἄκούσε κατὰ τὴ διάρκεια μυστηριώδους ὀπτασίας τὴν πρόρρηση· «Ἦ σοι μὲν δι’ ἐφέσεως καὶ δεύτερον τόκον ἰδεῖν ἐκ τῆς γαμετῆς, ἀπεβίω δὲ αὔτη τὴν ἔφεσιν μὴ περάνασα· καὶ νῦν μὴ ἀνιῶ· δῴη γάρ σοι παῖδα ὁ Θεὸς πολὺ τοῦ ὄστις ὤφειλέ σοι τεχθῆναι διαφορώτερον»91. Ἐντούτοις σὲ ἄλλα κείμενα ἡ υἱοθεσία τοῦ Κοσμᾶ τοποθετεῖται πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦτο εἶναι πολὺ φυσικότερο, ὅπως θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια.

γ. Ὁ κοινὸς δάσκαλος Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ τὸν ἐξαγοράζει ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ αἰχμαλωσία ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ Σέργιος Μανσούρ. Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅσα φέρεται νὰ λέγει ὁ ἴδιος ὁ κοινὸς δάσκαλος Κοσμᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό τοῦ· «Ἐγώ, φησίν, ἐξ Ἰταλίας μὲν ὤρμημαι, ἐν ἀπαλῷ δὲ ἔτι καὶ ἀώρῳ τῷ σώματι τοὺς τεκόντας ἀποβαλῶν ἔρωτι μαθημάτων τὴν Βασιλίδα κατέλαβαν, καὶ δῆτα τοῖς ἐλλογίμοις περιτυχὼν καὶ τὰ τῆς Δημοσθένους ἐκείνου γλώσσης ἀποσυλήσας, εἶτα δὲ καὶ ταῖς διαλεκτικαῖς μεθόδοις καθοπλισθείς, τὸ ἧθος τε κοσμηθείς, πρὸς δὲ σύν τοῖς ἀριθμοῖς καὶ μουσικῆς καὶ γεωμετρίας καὶ ἀστρονομίας μετειληχώς, ναὶ μὴν ἐκμαθὼν καὶ εἰ τις ἄλλη παρ’ ἐκείνοις μάθησις ᾔδετο, ἔρωτι φιλοσοφίας ὑψηλοτέρας τῆς ἐνεγκούσης μιμνήσκομαι· πρὸς ἣν ἀπάρας καὶ τόπιον εὑρηκὼς ἔρημον ὂν καὶ πολλὴν ὅσην φέρον ἀπανθρωπίαν, ἔρημος, ἄμικτος τοῖς πολλοῖς, ἐκεῖσε προσεκαρτέρησα τὴν ἀνωτάτω μάθησιν ἐκζητῶν καὶ τῶν πατουμένων λόγων τοὺς ἐντίμους κατασπαζόμενος. Καὶ ἐπεῖ τὸ μάλιστα βούλεσθαί με λαθεῖν τοῦτο δὴ καὶ μᾶλλον τοῦ λαθεῖν με γέγονεν αἴτιον, τοὺς θορύβους ἐκκλίνων τῆς ἐπὶ τὰ Ἱεροσόλυμα φερούσης εἰχόμην ὀδοῦ καὶ, ὡς ὀρᾷς, ὑμῖν πειραταῖς ἐντυχὼν εἰς τόδε τύχης ἀβουλήτως κατηνεγμαι»92. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ παραπάνω, ὁ Κοσμᾶς αὐτὸς γεννήθηκε στὴν Ἰταλία, σπούδασε στὴ Βασιλεύουσα, ἀσκήτευσε στὴ γενέτειρά τοῦ καὶ πηγαίνοντας προσκυνητὴς στὰ Ἱεροσόλυμα ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Ἀράβων πειρατῶν. Ἔτσι ὁ Μερκουρόπωλος παρέχει μιὰ πιθανὴ ἑρμηνεία τοῦ πῶς βρέθηκε ὁ Ἰταλιώτῆς μοναχὸς στὴ Δαμασκό. Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ἡ πληροφορία γιὰ τὶς σπουδὲς τοῦ Κοσμᾶ αὐτοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ λεπτομέρεια αὐτὴ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν ἐροσολυμιτικὸ Βίο καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀνατολικὲς (ἀραβικὲς) πηγές. Τοῦτο νομίζω ὅτι πρέπει νὰ συνδυαστεῖ μὲ τὶς σχετικὲς εἰδήσεις τῶν κειμένων τοῦ τύπου Α καὶ μάλιστα μὲ τὸ Λαυριωτικὸ Βίο, κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ κοινὸς δάσκαλος τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ Κοσμᾶ ἦταν «ἀνὴρ Βυζάντιος». Ἔχουμε ἴσως ἐδῶ μιὰ προσπάθεια συμβιβασμοῦ τῶν πληροφοριῶν τῶν κειμένων Α καὶ Β, ἂν ὄχι καὶ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὶς περιπέτειες τοῦ κοινοῦ δασκάλου Κοσμᾶ.

δ. Ἄλλη ἐξσιρετικὰ σημαντικὴ πληροφορία τοῦ Μερκουροπώλου, ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ καμὰν ἄλλη πτγή, ἀναφέρεται στὴν ἄσκηση κυβερνητικῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὸν Κοσμᾶ, στὴν ὑπηρεσία τοῦ χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ. Ὅποις εἶναι γνωστό, ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ θετὸς πατέτέρας τοῦ Κοσμᾶ Σέργιος Μανσοὺρ (Sargun ibn Mansur), «ἀνὴρ χριστιανικώτατος» κατὰ τὸν Θεοφάνη93, ὑπηρετοῦσε τὸν χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ Ἀβδοὺλ Μελὶκ Α´ (685–705) καὶ κατεῖχε ὑψηλὴ κυβερνητικὴ θέση94. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μανσοὺρ (ἀρχὲς 8ου αἰ.), ὁ χαλίφης διόρισε τὸ γιό τοῦ Ἰωάννη «πρωτοσύμβουλον». Τοῦτο βεβαιώνουν οἱ βίοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀραβικὲς πηγές95. Καμιὰ ὄμως πηγὴ δὲν ἀναφέρει ἀνάλογο γιὰ τὸν Κοσμᾶ. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Μερκουρόπωλος, ποὺ παραδίδει ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς εἰστγήθηκε στὸ χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ νὰ προσλάβει σὲ κυβερνητικὴ ὑπηρεσία καὶ τὸ θετὸ ἀδελφό του Κοσμᾶ. Ὁ Κοσμᾶς ἀρνήθηκε ἐπίμονα, ἀλλὰ στὸ τέλος ὑποχώρησε· «Ἀλλ’ ἵνα μὴ καταφρόνησις τὸ τοῦ Κοσμᾶ ἀνήκοον λογισθῇ καὶ μῶμος ἐντεῦθεν τῷ ἄρχοντι προστριβῇ, οὐκ ἀνῆκεν ἐκεῖνος· τὴν δ’ ἀρχικὴν τάχα δεικνύων ἰσχύν, τῶν δημοσίων ἀπογραφῶν τοῦτον ἐφίστησι φύλακα, οἰκείαν τὴν λειτουργίαν τῷ δοκεῖν τῇ αὐτοῦ λογιότητι ἐφευρὼν καὶ ἀσεκρῆτιν αὐτὸν προχειρίζεται»96. Ἂν θεωρήσουμε ἱστορικὰ βάσιμη τὴν παραπάνω πληροφορία, πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἄσκησε τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπόπτη τῶν δημόσιων οἰκονομικῶν καὶ χρτμάτισε ἐπίσης ἰδιαίτερος γραμματέας τοῦ καλίφη τῆς Δαμασκοῦ. Ἀλλὰ τοῦτο δὲ φαίνεται πιθανό. Στὰ κείμενα τοῦ τύπου Λ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀσηκρήτη φέρεται νὰ τὸ ἔχει ὁ κοινὸς δάσκαλος Κοσμᾶς καὶ ὄχι ὁ ὀμώνυμος μαθητής. Ὁ Μερκουρόπωλος πλανᾶται μᾶλλον καὶ ἐδῶ. Θέλοντας νὰ παρουσιάσει τὴν παράλληλη ἐξέλιξη τοῦ βίου τῶν δύο θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ ἀποδίδει καὶ στὸν Κοσμᾶ ἀξιώματα, ποὺ πιθανότατα δὲν ἄσκησε ποτέ. Ἡ συνωνυμία ὁδήγησε καὶ ἐδῶ σὲ πλάνη. Εἶναι περισσότερο πιθανὴ ἡ πληροφορία ἄλλων πηγῶν, ποὺ παραδίδουν ὅτι ὁ Κοσμᾶς μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μανσοὺρ καὶ τὴν ἀνάληψη δημόσιων ἀξιωμάτων ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη ἐγκατελειψε τὴ Δαμασκὸ καὶ εἰσηλθε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Ἱερουσαλήμ.

ε. Στὴ συνέχεια ὁ Μερκουρόπωλος, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει τὴ φυγὴ τῶν δύο ἀδελφῶν ἀπὸ τὴ Δαμασκό, ἀφηγεῖται τὸ γνωστὸ θρύλο τῆς «ἀποτομῆς τῆς δεξιᾶς χειρὸς» τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τῆς θαυματουργικῆς θεραπείας του ἀπὸ τὴ Θεοτόκο97. Ὁ θρύλος αὐτὸς, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα προσφιὴς στοὺς άγιογράφους, ἔχει, ὡς φαίνεται, τὴν ἀρχή τοῦ στὴν ἀραβικὴ παράδοση τῶν θαυμάτων τῆς Θεοτόκου98. Ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ κείμενα τοῦ τύπου В καὶ μόνο σ’ αὐτά, ἐνῶ παραδίδεται καὶ αὐτοτελῶς ὡς ἀφήγηση θαύματος τῆς Θεοτόκου99. Ἡ διήγηση ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: Λέων Γ´ ὁ Ἴσαυρος, ἐκδικούμενος τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ γιὰ τὴ στάση τοῦ στὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων, τὸν διέβαλε στὸν καλίφη τῆς Δαμασκοῦ, γράφοντάς τοῦ ὅτι μὲ μυστικὲς ἐπιστολὲς ὁ Δαμασκηνὸς τὸν παρακινοῦσε νὰ λύσει τὶς σπονδὲς καὶ νὰ κινήσει πόλεμο κατὰ τῶν Ἀράβων. Καὶ γιὰ νὰ γίνει δῆθεν πιστευτὸς ὁ Λέων, ἀνέθεσε σὲ ἐπιτήδειο γραφέα νὰ πλαστογραφήσει ἐπιστολὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὴν ὀποία καὶ ἔστειλε στὸν καλίφη ὡς τεκμήριο τῆς ἀλήθειας τῶν καταγγελλομένων·«Ἔνθεν τοι καὶ ἓν τῶν ὑπ’ ἐκείνου (τοῦ Δαμασκηνοῦ) μοι πεμπομένων γραμμάτων ἀντεξαπέστειλά σοι τῷ φιλουμένῳ τοῦ κράτους μου, βέβαια παριστάνον ἄπερ σοι γέγραφα, ἵνα γνῷς οἷος ἐγὼ περὶ τὰς φιλίας ἀληθής τε καὶ ἀπαράσπονδος, ἐπιγνοίης δὲ καὶ τὸ δύσνουν καὶ δολερὸν τοῦ ταῦτα γράψαι πρὸς ἡμᾶς μελετὴσαντος»100. Ὁ καλίφης ὕστερα ἀπὸ τὴν καταγγελία αὐτὴ φυλάκισε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Κοσμᾶ. Καὶ τοῦ μὲν Δαμασκηνοῦ ἀπέκοψε τὸ δεξί χέρι καὶ τὸ κρέμασε στὴν ἀγορά, ἐνῶ τὸν Κοσμᾶ «ἴν’ ἐκκόψῃ τὸ πεπαρρησιασμένον τῆς ἀληθείας ὁ τύραννος, κατὰ πρόσωπου αὐτὸν τυφθῆναι κελεύει καὶ τῇ δημοσίᾳ εἰρκτῇ ἐπὶ ξύλου κατασφαλίσασθαι»101. Μετὰ τὴ θαυμχτουργικὴ ἴαση τοῦ Δαμασκηνοῦ102 ὁ χαλίφης μετανόησε, ἀναγνώρισε τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἰωάννη καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μείνει κοντά τοῦ καὶ νὰ συνεχίσει νὰ ἀσκεῖ τὰ ὑψηλά τοῦ καθήκοντα. Ἀλλ’ οἱ δύο ἀδελφοί, ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτά, ἀποφάσισαν νὰ ἀφήσουν ὁριστικὰ τὴ Δαμασκὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν ἀσκητικὸ βίο στὴν ὀνομαστὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἔχουμε ἐδῶ ἕνα νέο ἐφεύρημα εὐσεβοῦς φαντασίας. Ἡ πολεμικὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ κατὰ τοῦ Λέοντος Γ´ χρονολογεῖται μετὰ τὸ 726 (πρῶτο εἰκονομαχικὸ διάταγμα) καὶ μάλιστα μετὰ τὸ 735, ὅταν ἔγραψε τοὺς τρεῖς ὑπὲρ τῶν εἰκόνων λόγους του. Εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο νὰ ἧσαν τότε στὴ Δαμασκὸ ὁ Δαμασκηνὸς καὶ ὁ Κοσμᾶς. Ὁ Nasrallah ὑποστηρίζει ὅτι σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ ὁ Δαμασκηνὸς νὰ μένει στὴ Δαμασκὸ μετὰ τὸ 718103. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μερκουρόπωλος ἀναφέρει στὴ συνέχεια ὅτι οἱ δύο ἀδελφοί, ὅταν εἰσῆλθαν στὴ μονή, εἶχαν ἡλικία ὁ Κοσμᾶς 26 ἐτῶν, καὶ ὁ Ἰωάννης 21. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶχαν σὲ τόσο μικρὴ ἡλικία τόσο ἀξιόλογη πολιτικὴ δράση; Ἐκτὸς τούτου πρέπει νὰ θεωρεῖται μᾶλλον βέβαιο ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς γεννήθηκε περὶ τὸ 679 καὶ ἄρα πρέπει νὰ ἔφυγε ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ περὶ τὸ 700, πάντως στὰ τελευταῖα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Ἀβδοὺλ Μελὶκ Α´. Ὁ Nasrallah ἀποδίδει τὴ φυγὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ (καὶ τοῦ Κοσμᾶ) στὴ σκληρότητα τοῦ Ἀβδοὺλ Μελὶκ Α´ κατὰ τὰ τελευταία ἔτη τῆς βασιλείας του, καθὼς καὶ στὴν ἀπάνθρωπη πολιτικὴ τοῦ διαδόχου του Οὐαλὶδ (705–715). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ σημειώθηκαν διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν104. Αὐτὸ εἶναι μιὰ πολὺ πιθανὴ ἐξήγηση.

στ. Σημαντικὰ γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῶν χρονικῶν σχέσεων εἶναι ὅσα ἀναφέρει στὴ συνέχεια ὁ Μερκουρόπωλος. Οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ εἰσῆλθαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ὅταν ἡγούμενος ἦταν κάποιος Νικόδημος, ἄγνωστος ἀπὸ ἄλλη πηγή. Ὁ ἡγούμενος «τὸν μὲν Κοσμᾶν, οἷα δὴ καὶ τῷ χρόνω προσήκοντα – ἐξ γὰρ πρὸς τοῖς εἴκοσιν ἧν ἐτῶν – καὶ τὸ ἧθος μὲν ἐμβριθέστερον, τῷ λόγῳ δὲ στιβαρώτερον, εὐθὺς μετ’ ὀλίγον θαρρήσας ἰδιωτικώτερον μένειν ἀποτέταχε· τὸν δὲ Ἰωάννην, ἐπειδὴ ἑώρα τὸ βέβαιον οὔπω καὶ ἀπὸ χρόνου κτησάμενον – πρῶτον γὰρ ἔτος μετὰ τὴν εἰκάδα διήνυεν – ἀνδρὶ πολλὰ τῇ πείρᾳ μαθόντι καὶ γνῶσιν ἔμπρακτον ἔχοντι ἀναθεῖναι τοῦτον ἐσκέπτετο»105. Ἔχουμε λοιπὸν ἀκόμη μιὰ σημαντικὴ πληροφορία γιὰ τὴ σχέση ἡλικίας τῶν δύο ἀνδρῶν. Ὁ Κοσμᾶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ κατὰ πέντε ἔτη (σὲ ἄλλα κείμενα, ὅπως στὸ Βατικανὸ Βίο, κατὰ τρία). Ἡ πληροφορία φαίνεται πιθανή, γιατὶ εἶναι λογικὸ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Μανσοὺρ υἱοθέτησε τὸν Κοσμᾶ πρὶν γεννήσει φυσικὸ τέκνο. Ἡ πηγὴ τῆς πληροφορίας αὐτῆς δὲν εἶναι γνωστή, συμφωνεῖ ὄμως μὲ ἄλλα κείμενα, ὅπως εἶναι ὁ Βατικανὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ, γιὰ τὸν ὀποῖο θὰ γίνει λόγος παρακάτω. Πάντως ἔχουμε ἐδῶ μιὰν ἐπὶ πλέον ἀπόδειξη ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος εἶχε ὑπόψη τοῦ καὶ ἄλλες πηγές.

ζ. Στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἔμεινε ὁ Κοσμᾶς ἔνδεκα χρόνους· «δέκα γὰρ ἐφ’ ἐνὶ τὸν μονήρη βίος ἐπύκτευσε»106. Μετὰ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, παραλιακῆς πόλεως τῆς Παλαιστίνης, κοντὰ στὴ Γάζα· «Τοῦτον (τὸν Κοσμᾶν) ἐπεὶ καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ποιμένος διὰ θαύματος εἶχον αἱ ἀκοαἱ Ἠλία – οὐχ οὗτος ἐκεῖνος ὁ διὰ τὸ μονοθέλητον τὴν ἐν Σινᾷ θεοπτίαν ὑπερόριος κατιδών, παρ’ Ἀναστασίου τοῦ τότε τὰ σκῆπτρα Ῥωμαίων διέποντος τοῦτο παθὼν – καὶ περιλάλημα ἧν ἡδὺ τοῖς πάντων στόμασι... πρὸς τὸν τοῦ Μαϊουμᾶ περίοπτον θρόνον ἐγκαθιδρύουσιν»107. Ἀλλ’ ἐδῶ γεννᾶται ἕνα πρόβλημα. Ὁ πατριάρχης Ἠίας Β´, ποὺ, κατὰ τὸν Μερκουρόπωλο, χειροτόνησε τὸν Κοσμᾶ, ἀνῆλθε στὸ θρόνο λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 787108. Εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο ὁ Κοσμᾶς νὰ ζοῦσε τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἂν μάλιστα στηριχθοῦμε μόνο στὰ χρονικὰ δεδομένα τοῦ Μερκουροπώλου, ποὺ παραδίδει ὅτι ὁ Κοσμᾶς χειροτονήθηκε σὲ ἡλικία 37 ἐτῶν (26 ἦταν ὅταν εἰσηλθε στὴ μονή, ὅπου ἔμεινε 11), πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι γεννήθηκε γύρω στὰ 750, πρᾶγμα ἐντελῶς ἀπαράδεκτο. Ὅπως θὰ δείξουμε στὴ συνέχεια, ὁ Κοσμᾶς χειροτονήθηκε πιθανότατα ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Ε´ (705–735).

η. Σύμφωνα μὲ μιὰν ἄλλη πληροφορία τοῦ Μερκουροπώλου ὁ Κοσμᾶς ἐποίμανε τὴν ἐκκλησία δέκα ἐπτὰ ἔτη καὶ πέθανε ἐκεῖ «μὴ τῆς λαχούσης ἐξῄει Κοσμᾶς, ἀφ’ οὔ καιροῦ τὰς ἡνίας αὐτῆς ἀνεδέξατο, κἀκεῖ βιοὺς ἐπὶ ἔτεσιν ἑπτακαίδεκα τὸ σῶμα τῷ ἐκεῖσε χώματι ἐκαλύψατο»109. Ἂν προστεθοῦν τὰ χρονικὰ αὐτὰ στοιχεῖα (26+11+17) βρίσκουμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς πρέπει νὰ πέθανε σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν. Εἶναι περίεργο ὅτι ἡ ἔνδειξη αὐτὴ συμφωνεῖ μὲ τὴν πληροφορία τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κοσμᾶς «οὔπω τὸν πεντηκοστὸν πέμπτον χρόνον κατειληφὼς... καθαρὸς τῷ καθαρῷ προσεχώρησεν» (cod. Athoniensis Laurae Г44, f. 156v)110. Ἀλλὰ ὁ Μερκουρόπωλος ἀντιφάσκει ὅταν στὴ συνέχεια παραδίδει ὀτὶ οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ Ἰωάννης καὶ Κοσμᾶς «ἀπῄεσαν ἐν εἰρήνη καὶ γήρᾳ βαθεῖ τὴν πρὸς Κύριον»111. Ἡ πρώτη πάντως πληροφορία δὲ συμβιβάζεται μὲ τὰ δεδομένα τῶν ἀλλων πηγῶν καὶ μάλιστα μὲ τὶς χρονικὲς σχέσεις (σχέσεις ἡλικίας) τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν Δαμασκηνό. Ἂν ὁ Κοσμᾶς ἔζησε 54 ἔτη καὶ ἂν πέθανε, ὅπως εἶναι βέβαιο, μετὰ τὸν Δαμασκηνὸ († 749;), πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ τοποθετήσουμε τὴ γέννησή τοῦ στὰ τέλη τοῦ 7ου ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ., πράγμα μᾶλλον ἀπίθανο. Ἀλλὰ τὸ θέμα τοῦτο θὰ συζητηθεῖ παρακάτω, μὲ βάση ὄλες τὶς σχετικὲς μαρτυρίες τῶν πηγῶν.

θ. Τὸ τμῆμα τοῦ Βίου, ποὺ ἀναφέρεται στὸ ὕμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ, παρουσιάζει πολὺ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Ὁ Μερκουρόπωλος φαίνεται νὰ γνωρίζει καὶ ἔργα τοῦ Κοσμᾶ ποὺ δὲ σώθηκαν, πράγμα σημαντικό, ἀφοῦ μᾶς παραδίδει σχεδὸν πλήρη κατάλογο τῶν ἔργων αὐτῶν, ὅπως ἦταν γνωστὰ στὸν 12° αἰ. Εἶναι μάλιστα τὸ μόνο κείμενο, ποὺ ἀναφέρεται τόσο ἀναλυτικὰ στὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ. Παραθέτουμε ἐδῶ ὀλόκληρο τὸ σχετικὸ τμῆμα τοῦ Βίου: «Ἀλλ ἵνα μὴ τῷ μήκει βάρος ταῖς ἀκοαῖς ἐπισυναγάγωμεν, τῶν μελισμάτων μόνον ἐπιμνηστέον αὐτοῦ· οἰς οὐ τοσοῦτον προσετετήκει καὶ ἐνησχόλητο, ἀλλ’ ὅτε καλέσοι καιρὸς αὐτὰ διεχάραττεν. Καὶ πρώτως ἐνάρχεται τῶν ᾀδομένων ὕμνων ἐν τοῖς ἑωθινοῖς καὶ ἑσπερινοῖς ὕμνοις τοῦ καθαρσίμου τῆς νηστείας καιροῦ· ταῦτα γὰρ καὶ μόνα τὰ ἰδιάζοντα μέλη, κοσμούμενα γλυκύτατοις νοήμασι καὶ λιγυροῖς μέλεσιν ὡραϊζόμενα, ἐφ’ ὀλης ἐξέθετο τῆς νηστησίμου τροφῆς. Εἶτα τὴν πρὸ τοῦ θείου Πάσχα ἐβδομάδα ὑμνεῖ ὀλόκληρον, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸν θεῖον Λάζαρον θαύματος, μόνης ἐξσιρουμένης τῆς νυκτὸς ἐκείνης καθ’ ἣν ἡ προδοσία καὶ κρίσις τοῦ δεσπότου ἐγένετο· τὸ γὰρ τότε μέλος τριῴδιον Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων ἐξέθετο112. Εἶτα μεταβαίνει καὶ πρὸς τὰς καθ’ ἐξῆς τοῦ δεσπότου Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἑορτὰς, ἃς τῇ ἐκκλησίᾳ ὁ προειρημένος Σωφρόνιος κατὰ τοὺς καιροὺς αὐτῶν ἀποτέταχε... καὶ πρώτως ὕμνεῖ Κοσμᾶς τὸν κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τόκον Χριστοῦ, εἶτα καθ’ ἑξῆς τοὺς διὰ τὸν μνήστορα Ἰωσὴφ συγγενεῖς αὐτοῦ, Δαβίδ, Ἰάκωβον, φημί, καὶ Ἰούδαν καὶ Συμεών· ἐν τῷ μέσῳ δὲ καὶ τὴν τῶν βρεφῶν κατὰ τοὺς ἑσπερίους ὕμνους ἐν τρισὶ τροπαρίοις ἐμέλισεν ἑορτήν, πολλὴν δεινότητα καὶ μεγαλοφωνῆ κεκτημένοις στιβαρότητα καὶ τὸ ἧθος αὐτοῦ τὸ ἐμβριθὲς παριστάνουσιν. Εἶτα πρὸς τὰ κατὰ τὸν Ἰορδάνην θαύματα τὴν τοῦ λόγου ῥύμην ὀχηγετεῖ, κροτεῖ τὴν ἐν τῷ Ἱερῷ ἀπόδοσιν τοῦ Θεοῦ· καὶ τὴν κατὰ τὸ Θαβὼρ ἀστραπὴν ὡς ὅσον ἐξῆν ἰδεῖν οἱ μαθηταὶ τεθεάκασιν, οὕτω καὶ οὗτος ὅσον ἐξῆν εἰπεῖν παρεστήσατο· τούς τε ἐξοδίους ὕμνους τῆς Θεομήτορος, εἴτε συνθρηνῶν τοῖς συνιοῦσιν αὐτόπταις, εἴτε συνεξιστάμενος τοῖς συμπαροῦσιν ἀρχιεράρχαις, τέως οὕτως ἐξύφανεν.

«Ἀλλὰ καὶ περὶ τοὺς ὕμνους τῆς Σταυρικῆς Ἀνυψώσεως τοιοῦτόν τι γέγονε... Ἀλλὰ καὶ τὴν οὕτω σεπτὴν καὶ παγκαλλῆ τοῦ πνεύματος δόσιν καὶ τὸν τῶν μαθητῶν ἐπὶ κεφαλῆς ἐμπρησμὸν ἢ σοφισμόν διὰ πυρίτου τοῦ πνεύματος μετὰ τοῦ πνεύματος ἐξυμνεῖ, καὶ τὸν πρόεδρον Ἀλεξανδρείας Προτέριον ἴτα καὶ ἐξ αἴματος στεφανίτην ἀστείως ἄγαν κοσμεῖ· καὶ τὸν ἐν μάρτυσιν ἐξοχώτατον Γεώργιον ἀνυμνεῖ, διὰ τὸ συμφυλέτην εἶναι καὶ συμπατριώτην καὶ Παλαιστιναῖον καὶ τὸ γένος ἐλκειν περιφανές. Πείθει δὲ αὐτὸν καὶ ὁ ἐξ Αἰγύπτου ἥκων θεῖος Μηνᾶς, τὸν συναθλητὴν νυκτὸς ἀποστείλας Βικέντιον, τὰ κατ’ αὐτοὺς ἀνδραγαθήματα διαγράψασθαι, ‛Δὸς ἡμῖν τήνδε τὴν χάριν’, ἐνσκήπτων, ‛τὸ μὴ λήθῃ τόνδε τὸν βίον τὰ καθ’ ἡμᾶς παρελθεῖν· καὶ γὰρ ἐκ γειτόνων ἐσμέν’ φησίν· ‘ημεῖς δ’ οὐκ ἐσόμεθα ἀμνήμονες περὶ τὴν τῆς χάριτος ἀνταπόδοσιν’. Συνεπιτούτοις καὶ τὸν πολύτλαν Ἰὼβ μεγαλύνει· προσέκειτο γὰρ ἀεὶ τῷ τοιούτῳ καὶ συνεχῶς ἐπὶ γλώττης καὶ διὰ θαύματος ἔφερεν, οὐ μόνον διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κατὰ πάθους παντὸς καὶ πολέμου ἀνδρείαν καὶ ἔνστασιν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ γείτονα εἶναι τὴν Ἀράβων τῷ Μαϊουμᾷ. Καὶ ἄλλους οὐχ ἥττους τούτων ὑμνεῖ, οὐ καταχρᾶται δέ γε τοῖς μέλεσιν»113. Οἱ πληροφορίες αὐτὲς εἶναι ἐξαίρετικὰ χρήσιμες, γιατὶ μᾶς δίδουν στοιχεῖα ἐλέγχου τῶν ἀποδιδόμενων στὸν Κοσμᾶ ὑμνογραφικῶν κειμένων.

ι. Εἶναι περίεργο ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος δὲν ἀναφέρει τίποτε γιὰ τὴν ἁγιοποίηση τοῦ Κοσμᾶ. Ἡ πληροφορία του ὅμως ὅτι ὁ Κοσμᾶς πέθανε «τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἰανουαρίου»114 προέρχεται ἴσως ἀπὸ τὸ ἑορτολόγιο ποὺ ἴσχυε στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ 12° αἰ. Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὰ ἀρχαιότερα συναξάρια ἡ μνήμη τοῦ ἀπαντᾶται στὶς 15 Ἰανουαρίου115. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίκληση στὸ τέλος τοῦ βίου, «Σύγγνωτέ μοι, πατέρες, καὶ ἱκέται γένοισθέ μοι τὰ εἰς Θεόν... καὶ συγκοινωνὸν ὑμῖν, εἰ καὶ τολμηρὸν ἐρεῖν, τῆς ἐκεῖσε δόξης προσλάβετε...»116, πείθει ὅτι στὶς ἡμέρες του οἱ δύο ἀδελφοὶ ποιητὲς πιθανότατα εἶχαν ἤδη ἁγιοποιηθεῖ καὶ ἴσως εἶχε ὁριστεῖ κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο ἑορτή.

Ἀξιολόγηση

Καὶ τὸ κείμενο τοῦ Μερκουροπώλου δὲν εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτίστικὸ σὲ θέματα οὐσίας καὶ δὲ λύει πολλὰ προβλήματα. Ὁ συγγραφέας ἀνεμειξε τὶς πληροφορίες διάφορων πηγῶν γραπτῶν καὶ ἐνδεχομένως προφορικῶν, καὶ περιέπλεξε περισσότερο τὰ πράγματα. Οἱ ἀντιφάσεις τοῦ εἶναι πολλὲς καὶ οἱ πληροφορίες του ἀληλλοσυγκρουόμενες. Ἔτσι ὁ μελετητὴς διερωτᾶται συχνά, πότε ὁ Μερκουρόπωλος λέγει τὴν ἀλήθεια καὶ πότε ὄχι. Ἂν ἐξαιρέσουμε τὸ τμῆμα ποὺ ἀναφέρεται στὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ, ὅπου πράγματι οἱ πληροφορίες τοῦ εἶναι πολύτιμες, τὸ ὑπόλοιπο τοῦ τόσο μακροσκελοῦς αὐτοῦ κειμένου δὲ μᾶς ἐμπνέει ἀξιοπιστία. Ὁ βίος εἶναι ἕνα τυπικὸ ἁγιολογικὸ κείμενο, ποὺ τὸ βαρύνουν τὰ γνωστὰ μειονεκτήματα, ἡ πολυλογία, οἱ παρεκβάσεις, ἡ ἐκζήτηση, ὁ ρητορισμὸς καὶ τὸ πομπῶδες ὕφος. Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι τὰ κείμενα τοῦ τύπου Β προέρχονται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, γεγονὸς ποὺ ἐνισχύει τὴν ἀξιοπιστία τους. Γραπτὲς μαρτυρίες γιὰ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Κοσμᾶ, προσιτὲς στοὺς βιογράφους, θὰ ὑπῆρχαν ἴσως στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Τὰ ὀνόματα ἡγουμένων τῆς μονῆς (Νικόδημος, Στέφανος), ποὺ ἀναφέρει ὁ Μερκουρόπωλος, εἶναι ἴσως ἐνδεικτικά.

III. ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ТОΥ ΤΥΠΟΥ Г

Ἄλλο, ἐντελῶς διαφορετικό, σχῆμα βίου τοῦ Κοσμᾶ παρέχει ὁ τύπος Γ. Ἐδῶ ἀνήκουν τρία κείμενα· δύο κοινὲς βιογραφίες τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ (Γ1) καὶ ἕνας αὐτοτελὴς βίος τοῦ Κοσμᾶ (Γ2).

1. Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΣ

Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τῶν ὁσίων καὶ θεογόρων πάτερων ἡμῶν Κοσμᾶ καὶ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τῶν ποιητῶν.

Ἀρχ. «ὁ μέγας οὗτος καὶ περιβόητος καὶ ἐν ἁγίοις περίδοξος...».

Λήγ. «καταξίῶσα, τῆς τῶν σῳζομένων μερίδας καὶ τάξεως, πρεσβευούσης συνήθως... ἀμήν».

(BUG3, 394)

Χειρόγραφα καὶ ἐκδόσεις

Τὸ περίεργο αὐτὸ κείμενο σώζεται σὲ τρεῖς κώδικες. Ἀρχαιότερος εἶναι ὁ ὑπ’ ἀρ. 13 τῆς μονῆς Λειμῶνος τῆς Λέσβου, ff. 92ν–116, ποὺ χρονολογεῖται στὸ 12° αἰ.117. Στὸν 14° αἰ. ἀνήκουν ὁ ὑπ’ ἀρ. 1 (ἔτους 1360) τῆς μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Χάλκης (ff. 108r–121r)118 καὶ ὁ cod. Paris. Coisl. 286, (ff. 187v–189r)119. Τὰ δύο τελευταῖα χφφ. εἶναι ἐλλιπή. Ἀπὸ τὸν κώδικα τῆς Χάλκης ἔχουν ἐκπέσει δύο φύλλα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἐνῶ στὸν Paris. Coisl. 286 τὸ κείμενο παραδίδεται κολοβό. Εὐτυχῶς τὰ δύο χφφ. ἀλληλοσυμπληρώνονται, ὥστε νὰ ἔχουμε πλῆρες τὸ κείμενο. Τοῦ Βίου τούτου ὑπάρχει καὶ ἀνέκδοτη ἀραβικὴ μετάφραση, ποὺ περιέχεται στὸ ἔργο τοῦ πατριάρχη Ἀντιόχειας Μακαρίου Γ´ Zaim, ’Ονόματα καὶ βίοι τῶν σοηῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μελωδῶν, μὲ χρονολογία 26 Σεπτεμβρίου 1665. Σώζεται σὲ νεώτερο ἀντίγραφο τοῦ μελχίτη πατριάρχη Ἀντιοχείας Γρηγορίου Ἰωσὴφ (25 Ἰανουαρίου 1888)120.

Μὲ βάση τὸν κώδικα τῆς Χάλκης ἐξέδωσε τὸ κείμενο ὁ Ἀθ. Παπαδόπουλος – Κεραμεύς121. Ἡ ἔκδοση αὐτή, ποὺ παραμένει μέχρι σήμερα μοναδική, δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ θεωρηθεῖ ὑποδειγματική. Οὐσιαστικὰ δὲ γνωρίζουμε ὁλόκληρο τὸ κείμενο, ἀφοῦ τὸ χφ. τῆς Χάλκης εἶναι ἐλλιπές. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπανεκδοθεῖ μὲ βάση ὅλα τὰ γνωστὰ χφφ. καὶ σύμφωνα μὲ τὶς σημερινὲς φιλολογικὲς ἀπαιτήσεις.

Συγγραφέας καὶ χρόνος

Ἄγνωστος παραμένει ὁ συγγραφέας τοῦ Βίον τῆς Χάλκης. Φαίνεται λόγιος, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴ γλώσσα καὶ τὴ σόνταξη. Ἔχει ὑποστεῖ ἔντονη τὴν ἐπίδραση τοῦ ἀττικισμοῦ καὶ χρησιμοποιεῖ σπάνιες ἢ ποιητικὲς λέξεις ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία. Τύποι π.χ. ὅπως ἀριδείκετος (ΑΙΣ Δ´, 301, 25), ἱμειρόμεθα (301, 29), δοῖδυξ (281, 13) κ.τ.ὅ. προδίδουν ὁπωσδήποτε καλὴ ἑλληνομάθεια καὶ ἀττικιστικὴ διάθεση.

Χρονικὴ ἔνδειξη δὲν ὑπάρχει. Μποροῦμε ἐντούτοις νὰ προσδιορίσουμε τὰ χρονικὰ ὅρια τοῦ κειμένου αὐτοῦ στηριζόμενοι στὶς ἀναφορὲς ἄλλων πηγῶν. Ἤδη ὁ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος φαίνεται ὅτι γνωρίζει τὸ κείμενο τοῦτο, ἀφοῦ γράφει· «Τὸ δὲ λέγειν ἐν Ἀντιοχείᾳ παραγενέοθαι τὸν ποιητὴν (Κοσμᾶν) ἢ τῇ Βασιλευούσῃ παραβαλεῖν, κἀκεῖσε τὸ μέλος ἐκθεῖναι, πάντη τῆς ἀληθειας ἀπώλισθε»122. Πράγματι, μόνο τὰ κείμενα τοῦ τύπου Γ ἀναφέρουν περιοδεῖες τοῦ Κοσμᾶ στὴν Ἀντιόχεια, στὴ Νικομήδεια, στὴν Κωνσταντινούπολη κλπ. Κατὰ συνέπεια, terminus ante quem τοῦ Βίου τῆς Χάλκης (ἢ τούλάχιστο τῆς πρώτης πηγῆς του) εἶναι τὸ κείμενο τοῦ Μερκουροπώλου, ποὺ χρονολογεῖται στὰ μέσα τοῦ 12ου αἰ.123. Στὸν ἴδιο αἰώνα ἀνάγεται καὶ τὸ ἀρχαιότερο χφ., τὸ ὑπ’ ἀρ. 13 τῆς μονὴς Λειμῶνος τῆς Λέσβου.

Ὡς πρὸς τὸ ἄλλο χρονολογικὸ ὅριο (terminus post quem) οἱ μόνες ἐνδείξεις ποὺ ἔχουμε εἶναι ἡ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος. Τὸ κείμενο διακρίνεται ἀπὸ ἔντονη ἀττικιστικὴ τάση καὶ ἀνήκει ὁπωσδήποτε στὴ μεταφραστικὴ περίοδο, χρονολογεῖται δηλ. μετὰ τὸ 10° αἰ. Θἀ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἔνδειξη χρονολογικὴ μιά περικοπὴ τοῦ κειμένου, τὴν ὁποία ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος δανείζεται ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου πάπα Ρώμης († 604). Ὁ βιογφάφος τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ μιλώντας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ Σεργιου Μανσοὺρ μὲ τὴ σύντονη προσευχὴ τῶν τέκνων του καὶ ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀμαρτωλοῦ μὲ τὴν προσευχὴ τῶν δικαίων, ἀναφέρει ἀνάλογο παράδειγμα ἀπὸ τὸ βίο Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου: «Πρὸς δὲ τοὺς ἀπιστοῦντας ἱστορίαν ἀρχαίαν οὐ παραιτὴςομαι διηγήσασθαι· Τραῖανὸς ὁ βασιλεύς διώκτης τῶν χριστιανῶν ἧν καὶ πολλοὺς μάρτυρας ἀνέδειξε, τιμωρῶν αὐτοὺς διὰ τὸ τὸν Χριστὸν κηρύττειν· Ἔλλην δὲ (δηλ. ἐθνικὸς) τυγχάνων τὸν βίον κατέστρεψεν· ἀλλ’ εὐχὴ δικαίου τούτον ἐρρύσατο τῆς ἐν τῷ Ἄδῃ κατακρίσεως· φασὶ γὰρ τὸν μέγαν Γρηγόριον τὸν Διάλογον πορευόμενον ἐκ Ῥώμης πρὸς τὸ Βυζάντιον, χειμῶνος ὄντος πολλοῦ καὶ πλημμύρας τῶν ποταμῶν πολλῆς, ἰδεῖν τὸν διερχόμενον λαὸν διανύοντα τὴν ὁδὸν ἀκωλύτως καὶ διαπεραιούμενον ἀταράχως ἄνωθεν τοῦ πλακώματος, ὅπερ αὐτὸς Τραϊανὸς κατεσκεύασε, καὶ ὑπερθαυμάσαι τῆς σπουδῆς αὐτὸν καὶ ὑπερεύξασθαι καὶ τρεῖς ἡμέρας νῆστιν διατελέσαι καὶ πρὸς Θεὸν ἱκέτιδας αἴρειν χεῖρας, ὡς ἱλεως γένηται τῷ ἀνδρί, δι’ οὗ τοσοῦτος λαὸς ἀλύπως διαβαίνει... καὶ ἐρρύσθη ἀπὸ τῶν βασάνων Τραϊανός»124. Ἡ ψυχωφελὴς αὐτὴ διήγηση ἀπαντᾶται στὸν ἀρχαιότερο βίο Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, ποὺ χρονολογεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ. (περὶ τὸ 710)125. Ἔχουμε λοιπὸν ἕνα χρονολογικὸ ὄριο (terminus post quem). Ἐντούτοις πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος τοῦ Κοσμᾶ ἀντλεῖ ἀπὸ χφ. πολὺ μεταγενέστερο. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος χαρακτηρίζει τὴ διήγηση αὐτὴ ὡς «ἱστορίαν ἀρχαίαν», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε πολὺ ἀπὸ τὸν 8° αἰ., ἐποχὴ ἄλλωστε κατὰ τὴν ὁποία ζοῦν ἀκόμη οἱ βιογραφούμενοι ποιητὲς Κοσμᾶς καὶ Δαμασκηνός.

Ἡ παρατήρηση, ἐξάλλου, τοῦ J.Μ. Hoeck, ὅτι βρίσκει μέσα στὸ κείμενο τοῦ Βίον τῆς Χάλκης ἴχνη ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοῦ Μιχαὴλ. Συγκέλλου († 846)126, δὲ μὲ βρίσκει σύμφωνο. Εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο νὰ ἀνάγεται τὸ κείμενο τοῦτο στὸ πρῶτο ἥμίσυ τοῦ 9ου αἰ., νὰ εἶναι δηλαδὴ τὸ χρονικὰ πλησιέστερο πρὸς τοὺς βιογραφούμενους ποιητὲς κείμενο. Κανένα στοιχεῖο δὲ μᾶς πείθει γιὰ τὴ χρονολόγηση αὐτή.

Ἐπισημαίνω πάντως στὸ κείμενο μιὰ φράση, ποὺ ἐνθυμίζει ἀνάλογη τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου. Τὸ γ´ Ἐξαποστειλάριο τῆς Παρακλητικῆς, ποὺ φέρεται μὲ τὸ ὄνομά του, ἄρχεται: «Ὅτι Χριστὸς ἐγήγερται μή τὶς διαπιστείτω»127. Εἶναι ἀνάλογη ἡ φράση τοῦ Βίου· «Καὶ τούτῳ μὲν μὴ διαπιστείτω τὶς»128. Ἂν ἡ ὁμοότητα δὲν εἶνα ἁπλὴ σύμπτωση, ἀλλὰ γλωσσικὸς ἐπηρεασμὸς ἀπὸ κοινὸ καὶ γνωστὸ ὕμνο, πράγμα φυσικὸ καὶ πιθανό, τότε terminus post quem εἶναι τὸ 959, ἔτος θανάτου τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου. Ἡ ἔποψη αὐτὴ πλησιάζει περισσότερο στὴ χρονολογικὴ πραγματικότητα τοῦ κειμένου, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν, δυστυχῶς, περισσότερα στοιχεῖα, γιὰ νὰ ἐπιμείνουμε στὴν ὑπόθεση αὐτή.

Πηγές – Ἀνάλυση

Βίος τῆς Χάλκης ἀπηχεῖ παράδοση ἐντελῶς διαφορετικὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ (τύπος Β) καὶ ἀπὸ τὴν κωνσταντινουπολιτικὴ (τύπος Α). Δίδει ἀμέσως τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι προϊὸν μεγάλης συγχύσεως, καὶ εἶναι πράγματι, ὅπως θὰ φανεῖ ἀμέσως. Ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας παρέλαβε στοιχεῖα ἀπὸ πολλές, γνωστὲς καὶ ἄγνωστες, πηγές, τὰ ἀνέμειξε καὶ δημιούργησα πέλαγος συγκεχυμένων καὶ ἐσφαλμένων πληροφοριῶν. Οἱ περισσότερες ἀπ’ αὐτὲς δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸν Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Κοσμᾶ.

Ἡ πιό περίεργη καὶ ἄγνωστη ἀπὸ ἄλλη πηγὴ πληροφορία τοῦ Βίου ἀναφέρεται στὴν καταγωγὴ τοῦ Κοσμᾶ καὶ στὶς σχέσεις τοῦ μὲ τὸν Δαμασκηνό. Ἐνῶ στὰ κείμενα τῶν τύπων Α καὶ Β ἔχουμε ρητὴ τὴ διαβεβαίωση ὅτι ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ ἢ τὴν Ἱερουσαλήμ, πάντως ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, καὶ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Δαμασκηνοῦ Σέργιο Μανσούρ, ὁ Βίος τῆς Χάλκης παρουσιάζει τὸν Κοσμᾶ ὡς Κρητικὸ καὶ ὡς δάσκαλο τοῦ Δαμασκηνοῦ· «πατρίδα δὲ ἔσχε τὴν Кρητῶν νῆσον, ἐν ᾗ καὶ γεννηθεὶς καὶ αὐξηθεὶς εὐσεβῶς καὶ ἐν βραχεῖ χρόνῳ πᾶσαν ἐξεπαιδεύθη γραφήν...»129. Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κοσμᾶς «παρὰ τοῦ ἀρχιερέως τῆς Κρήτης, διὰ τὸ τῆς ἀρετῆς ὑπερβάλλον, ἐχειροτονήθη διάκονος καὶ διδάσκαλος κατέστη πάσης τῆς νήσου»130. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀραβικῆς ἐπιδρομῆς στὴν Κρήτη ὁ Κοσμᾶς συνελήφθη αἰχμάλωτος· «Μιᾷ γὰρ τῶν ἡμερῶν χάριν ἐπισκέψεως τῶν ἀδελφῶν τὴν πορείαν ποιουμένου (τοῦ Κοσμᾶ) καὶ φθάσαντος εἴς τι χωρίον παρακείμενον τῷ αἰγιαλῷ, ἐξαίφνης Ἀγαρηνῶν στῖφος μετὰ πλοίων ἐπελθὸν τῇ νήσῳ νυκτὸς ἐλεηλάτησε σύν τούτοις καὶ τὸ χωρὶον ἐκεῖνο, ἐν ᾧ κατήντησεν ὁ ἄγιος, ἄρπαγμα χειρὸς οἱ παλαμναῖοι ἐποιήσαντο καὶ πολὺ πλῆθος χριστιανῶν ἀνδρῶντε καὶ γυναικῶν καὶ παίδων αἰχμαλωτίσαντες μετ’ αὐτῶν συνέλαβον καὶ τὸν θαυμαστότατον Κοσμᾶν»131. Οἱ πειρατὲς μετέφεραν τοὺς αἰχμαλώτους στὴ Δαμασκὸ καὶ «Μανσούρ, ἄρχοντι ὄντι τῆς Δαμασκοῦ, ὂν ἀμηρᾶν ἐκάλουν οἱ ἐγχώριοι, δεδώκασιν ὡς ἀπαρχὴν τὸν ὄσιον οἱ Ἀγαρηνοί»132. Ὁ Μανσοὺρ «εἶχεν υἱὸν ὡσεὶ χρόνων δώδεκα καὶ μικρόν τι πρὸς... τὸν τίμιον Ἰωάννην τὸν ποιητήν, ᾧ ἐπώνυμον Δαμασκηνός· ἔτεροι δὲ τοῦτον Ἁγιοπολίτην καλοῦσιν, ὡς καὶ τὸν ὅσιον Κοσμᾶν»133. Ἀπὸ τὸ τελευταῖο τοῦτο φαίνεται ὅτι ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος γνωρίζει καὶ τὴν ὁμάδα τῶν βίων, ποὺ ἀποκαλοῦν τὸν Κοσμᾶ Ἁγιοπολίτη (τύπος Α)134. Ὁ Μανσοὺρ ἀπελευθέρωσε τὸν Κοσμᾶ, ὁ ὀποῖος τότε «χρόνων ἧν τριάκοντα καὶ τριῶν»135 καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἐκπαίδευση τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰωάννη· «θέλω δέ, χωρίς τοῦ γενέσθαι χριστιανόν τἆλλα πάντα ποιῆσαι καὶ διδάξαι αὐτὸν κατὰ σὲ γενέσθαι»136.

Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴν Κρήτη, εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ κατὰ 21 ἔτη (33–42) καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ δάσκαλος τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ὁδήγησε στὴν πλάνη ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶναι Κρητικός137. Πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι στὸ κείμενο τοῦτο δὲν ἀναφέρεται καθόλου ὁ ὁμώνυμος κοινὸς δάσκαλος τῶν ἄλλων κειμένων. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ συνωνυμία ὁδήγησε στὴ σύγχυση καὶ στὴν ταύτιση δύο προσώπων.

Ἀλλὰ ὁ κοινὸς δάσκαλος τῶν θετῶν ἀδελφῶν καὶ ποιητῶν κατάγεται σύμφωνα μὲ τὶς εἰδήσεις τῶν ἄλλων πηγῶν ἀπὸ τὴν Ἰταλία (τύπος Β) ἢ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο (τύπος Α). Πῶς βρέθηκε ἡ Κρήτη στὴν παράδοση τοῦ Κοσμᾶ; Τὸ πράγμα δὲν ἐξηγεῖται εὔκολα. Στὴν κρητικὴ ἁγιολογία ἀναφέρετσι ἄγιος Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης, ποὺ πέθανε τὸ 658. Ἀλλὰ αὐτὸς γνωρίζεται μόνο ἀπὸ τὶς πολὺ μεταγενέστερε; εἰδήσεις λατίνων συναξαριστῶν138. Ἐκτὸς τούτου ὁ Κοσμᾶς ἐκεῖνος οὔτε λόγιος ἦταν οὔτε ἀπομακρύνθηκε ποτὲ ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπου ἀσκήτευσε καὶ πέθανε. Πρέπει μήπως νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ βιογράφος τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ βρῆκε κάπου τὸ ὄνομα τοῦ Κρητικοῦ μοναχοῦ Κοσμᾶ καὶ ἔπλασε αὐτὴ τὴν ἱστορία ταυτίζοντάς τον μὲ τὸν ποιητὴ Κοσμᾶ; Μοῦ φαίνεται πολὺ ἀπίθανο.

Ἡ μελέτη τῶν βίων τοῦ Κοσμᾶ καὶ ὁ συσχετισμὸς τῶν ὁμοιοτήτων καὶ διαφορῶν μὲ ὁδηγεῖ σὲ μιὰν ἄλλη, τολμηρὴ ἴσως, πιθανὴ ὄμως ἐξήγηση. Νομίζω ὅτι ἡ Κρήτη ἀναμείχθηκε στὴν ἁγιολογία τοῦ Κοσμᾶ ἐντελῶς τυχαῖα, ἀπὸ παρεξήγηση. Καὶ ὁ Κοσμᾶς, ποὺ δὲν εἶχε ποτὲ καμιὰ σχέση μὲ τὴν Κρήτη, βρέθηκε ἐξαφνα Κρητικὸς χωρὶς νὰ εἶναι. Ἂς ἐπαναλάβουμε ἐδῶ τὴν παράδοση: Στὰ κείμενα τοῦ τύπου Α ὁ κοινὸς δάσκαλος εἶναι ἀνῶνυμος καὶ προσδιορίζεται μόνο μὲ τὸν τίτλο τοῦ ἀσηκρήτη. Στὰ κείμενα τοῦ τύπου В ὁ ἀνώνυμος δάσκαλος γίνεται Κοσμᾶς καὶ δὲν ἀναφέρεται ὁ τίτλος τοῦ ἀσηκρήτη139. Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸν τίτλο αὐτὸν φέρεται νὰ ἔχει ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς Κοσμᾶς στὸν Βio τοῦ Μερκουροπώλου140. Πιστεύω ὅτι ἐδῶ βρίσκεται ἡ λύση τοῦ προβλήματος. Ἀπὸ παρανάγνωση τοῦ ὀνόματος «ἀσηκρήτῆς» εἶναι δυνατὸ νὰ προκόψει διπλὴ σύγχυση:

α) ἀσηκρήτης ἀσύγκριτος.

β) ἀσηκρήτης ἐκ Κρήτης (ἢ ἀπὸ τὴν αἰτ. ἀσηκρήτην εἰς Κρήτην).

Καὶ γιὰ μὲν τὴν πρώτη περίπτωση δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ἀφοῦ στὰ νεώτερα συναξάρια τοῦ Δαμασκηνοῦ ὁ κοινὸς δάσκαλος προσδιορίζεται μὲ τὸ περίεργο καὶ ἀκατανόητο ἐπίθετο «ἀσύγκριτος»141, γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἔτσι ἕνα ἀνύπαρκτο πρόσωπο «Κοσμᾶς ὁ ἀσύγκριτος»142. Ἀπὸ αὐτὸ παραπλανήθηκε ὁ Gordillo γιὰ νὰ διορθώσει τὴν ὀρθὴ γραφή τοῦ Μαρκιανοῦ χφ. «ἀσικρίτην» στὴν ἐσφαλμένη «ἀσύγκριτον»143.

Ἡ περίπτωση παραναγνώσεως τοῦ ὅρου ἀσηκρήτῆς ἀσύγκριτος δὲν εἶναι μοναδική. Στὸ σιναϊτικὸ κώδικα 1787 (XVI–XVII αἰ.), ff. 318–319v διαβάζουμε· «Ζωναρᾶ καὶ δρουγγαρίου τῆς βίγλης τοῦ πρωτασυγκρίτου»144. Εἶναι μιά ἀκόμη ἐπιβεβαίωση τῆς ὑποθέσεώς μας.

Γιὰ τὴ δεύτερη περίπτωση παραναγνώσεως (ἀσηκρήτης ἐκ Κρήτης) ἴσως ἐγερθοῦν ἐπιφυλάξεις. Τονίζω ὄμως ὅτι δὲν εἶναι ἡ πρώτη περίπτωση ποὺ ἅγιοι προσγράφονται Κρητικοὶ ἀπὸ παρανάγνωση. Ὑπάρχει ἡ περίπτωση τῶν Δώδεκα στρατιωτῶν μαρτύρων, ποὺ θεωρήθηκαν Κρητικοὶ ἀπὸ παρανάγνωση τοῦ ἐπιθέτου «ἐκκριτοις» (ἐκ Κρήτης!)145. Πάντως ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν πηγῶν καὶ τὴ μελέτη τῆς παραδόσεως δὲ φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγηση. Ἂν ἡ ὑπόθεσή μου εἶναι ὀρθή, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ὅλη ἡ σχετικὴ παράδοση τοῦ Βίου τῆς Χάλκης εἶναι πλάσμα μοναχικῆς φαντασίας. Ὅπως εἶναι γνωστό, τέτοιας φύσεως σφάλματα καὶ πλάσματα δὲν εἶναι καθόλου ἀσυνήθιστα στὰ ἁγιολογικὰ κείμενα.

Ἄλλη σύγχυση τοῦ Βίον τῆς Χάλκης: Ἀναφέρει ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς μαρτύρησε καὶ ἐνταφιάστηκε στὴν Περσία. Ὁ Κοσμᾶς μετὰ τὶς δῆθεν περιπλανήσεις του ἐπέστρεψε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου βρῆκε τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ Στέφανο, ἡγούμενο τώρα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα· «Εἶτα τὰ Ἱεροσόλυμα κατέλαβε (ὁ Κοσμᾶς) καὶ προσκυνήσας τὸν ζωοποιὸν τάφον τοῦ Σωτῆρος εὖρεν ἐκεῖσε τὸν τίμιον Στέφανον, ἀδελφίδοῦν τοῦ μακαρίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (φυτεία δὲ καὶ αὐτὸς ὑπῆρχε τοῦ ὀσίου πατρὸς ἐν τοῖς μαθήμασιν), ὅς καὶ ἐν τῇ ἀθλήσει τοῦ θείου αὐτοῦ καὶ ἀοιδίμου Ἰωάννου συμπαρῆν καὶ τὸ μαρτυρικὸν αὐτοῦ καὶ πολύαθλον σῶμα ἐντίμως ἔθαψεν ἐν τῇ τῶν Περσῶν χώρᾳ· οὗ τὸν τάφον ὁ μέγας Κοσμᾶς ἰδών, ὁπότε πρὸς Πέρσας ἷκεν ἐξ Ἰβήρων, ἐδομήσατο ναὸν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγιου καὶ μάρτυρος ὄντως Ἰωάννου»146.

Εἶναι ὄμως γνωστὸ ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς δὲν ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο. Στὸ σημεῖο τοῦτο συμφωνοῦν ὅλες οἱ πηγές. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀνώνυμος βιογράφος τῆς Χάλκης ἀντιφάσκει, ὅταν σὲ ἄλλο σημεῖο μᾶς λέγει ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς «τῷ ἐνδόξῳ καὶ μαρτυρικῷ στέφει κοσμηθεὶς συμβασιλεύει τῷ ἀθλοθέτῃ καὶ νικοποιῷ δεσπότῃ, καταλύσας τὸν βίον ἐν γήρᾳ πίονι»147. Γνωρίζουμε, ἐξάλλου, ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς πέθανε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου καὶ ἐπὶ αἰῶνες μακροὺς σωζόταν ὁ τάφος του. Ὁ περιηγητὴς Ἰωάννης Φωκᾶς τὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν (1117) βεβαίωνε, ὅτι εἶδε στὴ μονὴ τοὺς τάφους τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ· «Ἔμπροσθεν δὲ τοῦ ναοῦ προαύλιου ὑπάρχει λιθόστρωτου, καὶ μέσον αὐτοῦ ὁ τάφος τοῦ μεγάλου πατρὸς ἡμῶν Σάββα... Πρόσεγγυς δὲ τούτου, καὶ γύρωθεν ἔτι καὶ ὑπὸ τὴν γῆν τῶν ἐν ἐρήμῳ λαμψάντων ἁγίων Πατέρων ὁρώνται τὰ μνήματα. Μεθ’ ὧν καὶ τῶν ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Ἰωάννου ὀρῶνται τὰ μνήματα, τῶν πάλαι ποιητῶν»148. Πῶς λοιπὸν καὶ ἀπὸ ποῦ παρασύρθηκε ὁ ἀνώνυμος βιογράφος, γιὰ νὰ ἀναμείξει στὸ βίο τῶν ποιητῶν τὴν Περσία καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸ δῆθεν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Δαμασκηνοῦ; Νομίζω ὅτι ὑπάρχει ἐξήγηση. Στὰ συναξάρια ἀναφέρεται ἄγιος «Ἰωάννης ἱερομάρτυς ὁ ἐν Περσίδι, ἐκ πόλεως Δαμασκοῦ», ποὺ τιμᾶται τὴν 29 Νοεμβρίου149. Ἡ ὁμωνυμία καὶ ἡ κοινὴ καταγωγὴ τῶν δύο προσώπων ὁδήγησαν στὴ σύγχυσή τους. Τοῦτο γίνεται περισσότερο φανερό, ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι στὰ ἀρχαῖα μηνολόγια, ὅπως π.χ. στὸ Μηνολόγιο Βασιλείου Β´, ὁ ἄγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τιμάτα. τὴν 29 Νοεμβρίου150.

Ἀλλὰ ἂς ἐπανελθουμε στὶς εἰδήσεις τοῦ Βίου γιὰ τὸν Κοσμᾶ. Ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος ἀναφέρει ὅτι μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὸν Μανσοὺρ ἀνέλαβε τὴ διδασκαλία καὶ τὴ χριστιανικὴ κατήχηση τοῦ νεαροῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τὸν ἐβάπτισε χριστιανὸ «μηδὲν εἰδότος τοῦ ἀμηρᾶ»151. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ βιογράφος δὲν παραλείπει νὰ παρεμβάλει ἀφηγήσεις πολλῶν παραδόξων, ποὺ συνέβησαν δῆθεν κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ Δαμασκηνοῦ. Παραθέτουμε ἐδῶ ἕνα χαρακτηριστικὸ χωρίο, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ ὅλα τὰ κείμενα τοῦ τύπου Γ, ἀλλὰ μόνο σ’ αὐτά, καὶ ἀποδεικνύει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ τὶς μεταξύ τους σχέσεις: «Γέγονε δέ τι καὶ περὶ αὐτοὺς θαῦμα μέγιστον· ἀμφότεροι γὰρ ἑωράκεισαν ὁ τε βαπτίζων καὶ ὁ βαπτιζόμενος, ἐν τῇ τοῦ ὕδατος κολυμβήθρᾳ παιδίον ὑπὲρ τὰς ἡλιακὰς ἀστράπτον λαμπηδόνας· ὅπερ καλέσαν αὐτοὺς ἐξ ὀνόματος εἴρηκε πρὸς ἀμφοτέρους διδάσκον τὸν μὲν μέγαν Κοσμᾶν τὸ ‛Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα καὶ ὑπέρροον ἐν αἰθέρι ὕδωρ’152, τὸν δὲ θεῖον Ἰωάννην τὸ ‛Ἐν τάφῳ σωματικῶς ἐν Ἄδῃ δὲ μετὰ ψυχῆς, ὡς Θεός’153. Οὔτως ὁ χρηματίζων προσειπῶν, ὡς ἐν εἴδει πυρὸς ἀστραπῆς ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῶν, καὶ εὐωδίας ἀπειρου οὐ μόνον τὸ οἴκημα καὶ πᾶσαν τὴν περιοικίδα πεπλήρωκεν, ἀλλὰ καὶ ὅλην τὴν Δαμασκόν»154.

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μανσοὺρ οἱ δύο ἀνδρες ἀφῆκαν τὴ Δαμασκὸ «καὶ μέχρι τῶν Ἱεροσολύμων ἐλθόντες, εἴς τε τοὺς ἐκεῖσε ἁγίους ναοὺς ὅντας περινοστήσαντες καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκ τῶν ἐν αὐτοῖς ὄντων τίμιων πατέρων πλείστην ὠφέλειαν καρπωσάμενοι, τῶν ἄλλων ὑπεριδόντες ἀπάντων, διατρίβειν μετ’ αὐτῶν ᾑρετίσαντο καὶ ἐνταῦθα πρῶτον γράφειν ἀπήρξαντο καὶ τὰ ποιήματα μελῳδεῖν· ἐδόθη δὲ μεγίστη χάρις αὐτοῖς καὶ ἐπεφοίτησεν ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος δύναμις ἐπ’ αὐτοὺς, καὶ ἡρξαντο συγγράφειν τὴν νῦν τελουμένην τοῦ Λυχνικοῦ καὶ Ὄρθρου ποίησιν καὶ τὰς ἑορτὰς τοῦ Σωτῆρος κοσμεῖν καὶ τὴν Θεοτόκον μεγαλύνειν καὶ τοὺς ἁγίους πάντας ἐγκωμιάζειν ἐν μελίσμασιν, ὡς ἔστι τοῖς φιλοπόνοις ἐξετάζειν καὶ τοῖς φιλαρέτοις εὑρίσκειν τὰ τοιαῦτα συγγράμματα τῶν ἀοιδίμων καὶ μακαρίων τούτων ἀνδρῶν»155. Ἔχουμε λοιπὸν καὶ ἐδῶ ρητὴ μαρτυρία ὅτι οἱ δύο ἄνδρες ἐμόνασαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἄκόυσαν τὴ διδασκαλία τῶν ἐκεῖ πατέρων. Ἐκεῖ ἄρχισαν νὰ συνθέτουν καὶ τὸ ποιητικὸ καὶ μουσικὸ ἔργο τους.

Ἀλλὰ τὸ ἐντελῶς νέο καὶ ἄγνωστο ἀπὸ ἄλλες πηγὲς στοιχεῖο τοῦ Βioυ τῆς Χάλκης εἶναι ἡ ἀναφορὰ σὲ περιοδεῖες καὶ σὲ θαύματα τοῦ Κοσμᾶ. Τὸ μέρος τοῦτο, ποὺ εἶναι κοινὸ στοιχεῖο τῶν κειμένων τοῦ τύπου Γ καὶ μόνο αὐτῶν, καταλαμβάνει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς βιογραφίας καὶ εἶναι ἐξολοκλήρου ἐφεύρημα τοῦ ἁγιογράφου. Ἤδη ὁ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος παρατήρησε ὅτι ἡ ἀναφορὰ σὲ περιοδεῖες τοῦ Κοσμᾶ δὲν ἔχει κανένα ἴχνος ἀλήθειας: «Τὸ δὲ λέγειν ἐν Ἀντιόχείᾳ παραγενέσθαι τὸν ποιητήν, ἢ τῇ Βασιλευούσῃ παραβαλεῖν, κάκεῖσε τὸ μέλος ἐκθεῖναι, πάντη τῆς ἀληθείας ἀπώλισθε· πρῶτον μὲν, ὅτι μὴ τῆς λαχούσης ἐξῄει Κοσμᾶς, ἀφ’ οὗ καιροῦ τὰς ἡνίας αὐτῆς ἀνεδέξατο, κάκεῖ βιοὺς ἐπὶ ἔτεσιν ἑπτακαίδεκα τὸ σῶμα τῷ ἐκεῖσε χώματι ἐκαλύψατο»156.

Σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τῶν περιοδειῶν, ὁ Κοσμᾶς μετὰ τὴν ἀνάρρησή του στὸ θρόνο Μαϊουμᾶ περιόδευσε σὲ πολλὲς πόλεις καὶ χῶρες. Ἔφθασε πρῶτα στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου φιλοξενήθηκε ἄγνωστος στὴν ἐκεῖ μονὴ τοῦ Προδρόμου. Ὁ βιογράφος ἔπλασε μιὰ φανταστικὴ ἀφήγηση, προκειμένου νὰ ἑρμηνεύσει τὴν ὕπαρξη διπλῆς ἐνάτης ὠδῆς στὸν κανόνα τοῦ Κοσμᾶ «Εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» (Σεπτ. 14). Μᾶς λέγει λοιπὸν ὁ βιογράφος ὅτι ὁ φιλοξενούμενος στὴ μονὴ τοῦ Проδρόμου Κοσμᾶ; ἄκουσε νὰ ψάλλεται ὁ κανόνας του καὶ ἐξέφρασε τὴν ἀγανάκτησή τοῦ γιὰ τὰ σφάλματα τῶν ψαλτῶν: «ἐπεῖ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς ἔψαλλον, οὗ ποιητὴς αὐτὸς ἧν, οὐκ ὀρθῶς δὲ τοὺς λόγους ᾔδον, ὁ μὲν ἄγιος ἠγανάκτει καὶ ἔλεγεν οὐχ οὔτως ἔχειν καὶ ἐσφάλθαι τὸ βιβλίδιον· ὁ ἡγούμενος δὲ κατ’ αὐτοῦ λυπεῖσθαι σφοδρότερον ἤρζατο καὶ ὀνειδιστικοῖς ῥήμασιν ἐπέπληττε τὸν ἅγιον, ‛Σὺ τίς εἶ’ λόγων ‛καὶ τοιούτου ποιητοῦ βούλει λόγους ἀνατρέπεσθαι:’ Ὁ δὲ ὅσιος, θέλων ψάλλεσθαι τὸν κανόνα καθὼς γέγονε καὶ μὴ ἐσφαλμένος, δεῖν ᾠήθη φανερὸν ἑαυτὸν καταστῆσαι· καὶ δὴ κατ’ ἰδίαν προσιὼν τῷ ἡγουμένῳ μηδενὶ δῆλον παρεκάλεσεν ἑαυτὸν ποιῆσαι, μήτε φανερῶσαι τὸ μυστήριον· καὶ τὸ πιστὸν εἰληφὼς ‛Ἐγώ’, φησίν, ‛ὦ πάτερ, ὁ μικρός, ὂν λέγεις, εἰμὶ ὁ τόνδε πεποιηκὼς τὸν κανόνα’. Καὶ ὅς ‛Οὐ πιστεύσω’ ἔφη, ‛εἰ μὴ καὶ ἔτερόν μοι τοιοῦτον ἔχοντα χαρακτῆρα ποιήσεις’. Ὁ δὲ ἄγιος εἰς τὴν ἐνάτην ᾠδὴν ἀπὸ τοῦ ‛Μυστικὸς εἶ, Θεοτόκε’, μετὰ τὸ τελειωθῆναι τὴν ἀκροστιχίδα τοῦ ὅλου κανόνος, ἐποίησε καὶ ἑτέραν ὠδήν ‛Ὁ διὰ βρώσεως τοῦ ξύλου’, καὶ, οὔτω τοὺς μοναχοὺς καὶ τὸν ἡγούμενον βεβαιωσάμενος καὶ ὅλον ἀνορθώσας τὸν κανόνα καὶ συνταξάμενος αὐτοῖς τὴν ἐπὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν πορείαν ἐποιεῖτο»157. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὴν ἀφελὴ αὐτὴ ἑρμηνεία τῆς ὑπάρξεως δευτέρας ἐνάτῆς ὠδῆς στὸν κανόνα τοῦτο τοῦ Κοσμᾶ ἐπαναλαμβάνουν καὶ ἄλλοι μεταγενέστεροι, ὅπως Ἰωάννης ὁ Ζωναρᾶς καὶ Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης158. Περισσότερο ὡστόσο πιστευτὴ καὶ λογικοφανὴς εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Μερκουροπώλου. Ἐπειδή, λέγει, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θ´ ὠδῆς γίνεται ὁ ἀσπασμὸς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ Κοσμᾶς ἐδιπλασίασε τὴν ὠδὴ αὐτὴ «ἵνα τὸ μέλος ἐξαρκῇ, ἕως ὁ λαὸς τῷ Σταυρῷ ἁγιάζεται. Οὔτως ἡ προσθήκη τῶν μελισμάτων ἐγένετο»159.

Στὴ συνέχεια ὁ βιογράφος ἀφηγεῖται ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔφθασε στὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας, ὄπου συναντήθηκε μὲ τὸν εἰκονομάχο ἐπίσκοπο Εὐσέβιο, πρόσωπο ἄγνωστο ἀπὸ ἄλλη πηγή, ἤλεγξε τὴν ἀσέβειά του καὶ προεῖπε τὸ κακὸ τέλος του. Στὴ Νικομήδεια ἀναφέρεται καὶ τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Κοσμᾶ, ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ μιᾶ φτωχῆς χήρας160. Στὴ συνέχεια ὁ βιογράφος παρουσιάζει τὸν Κοσμᾶ νὰ πηγαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βασίλευε ὁ Κων/νος ΣΤ´ ὁ Πορφυρογέννητος (780–797) καὶ ἦταν πατριάρχης ὁ Ταράσιος (784–806). Καὶ τῶν δύο τούτων, κατὰ τὸ βιογράφο, ὑπῆρξε συνομιλητὴς καὶ τοῦ Ταρασίου προεῖπε τὸ τέλος· «Τοὺς ἀγρίους θῆρας τοὺς κατὰ τῆς ἐκκλησίας κινεῖσθαι μέλλοντας, πνευματικὲ καὶ ἄγιε πάτερ, οὐκ ὄψει· ἔτι γὰρ δύο χρόνοι καὶ ἐκ τούτου τοῦ βίου πορεύση πρὸς Κύριον ἐκδημήσας»161. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι φανταστικὰ ἐφευρήματα, ποὺ δὲν ἔχουν καμιά ἱστορικὴ ἀξία. Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ζοῦσε ὁ Κοσμᾶς στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰ. Οἱ βεβαιωμένες σχέσεις ἡλικίας Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ δὲ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ μεταθέσουμε τὰ ὅρια τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 8ου αἰ.

Μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Κοσμᾶς ταξίδευσε στὴ Δύση καὶ ὕστερα στὴν Αἴγυπτο· «Ὁ δὲ ἄγιος μόνος ὥδευε διὰ Θρᾴκης ἐπὶ Μακεδονίαν, καὶ διαπεραιωσάμενος ἐκεῖθεν εἰς Ῥώμην ἀφίκετο, ὥσπερ ἥλιος ἐξ Ἑῴας πρὸς Δύσιν διαδραμὼν καὶ ὅλην τὴν Ἑσπέραν... καὶ πλοίου ἐπιβὰς ἀπῆρεν εἰς Αἴγυπτον»162. Πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ἐδῶ ὅτι τὸ σχῆμα τοῦτο τῶν περιοδειῶν (Κωνσταντινούπολη Ρώμη Αἴγυπτος) τὸ ξαναβρίσκουμε καὶ σὲ ἄλλα ἁγιογραφικὰ κείμενα. Ἀνάλογο σχῆμα ἔχουμε λ.χ. στὰ συναξάρια τοῦ ἁγίου Εὐμενίου ἐπισκόπου Γορτύνης τῆς Κρήτης163. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἔχουμε ἐδῶ ἕνα τυπικὸ σχῆμα (μοτίβο) τῆς ἁγιολογικῆς φιλολογίας164. Γιὰ τὸν ἀνῶνυμο ἁγιογράφο ὁ Κοσμᾶς εἶναι θαυμαστός, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἀρετή τοῦ, καὶ γιὰ τὴν ἀποστολική του δράση, ἡ ὁποία ὅμως δὲ βεβαιώνεται ἀπὸ καμιὰ ἄλλη πηγὴ καὶ εἶναι ἐξολοκλήρου πλάσμα φαντασίας.

Ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος παρουσιάζει τὸν Κοσμᾶ νὰ ἐπισκέπτεται ἐπίσης τὴν Ἰβηρία (δηλ. τὴν περιοχὴ τοῦ Καυκάσου πρὸς τὸν Εὐξεινο) καὶ τὴν Περσία. Τέρμα τῶν περιοδειῶν του εἶναι πάλι ἡ Ἱερουσαλήμ. Ἐδῶ συναντᾶται μὲ τὸν Στέφανο Σαββαΐτη, ἀνεψιὸ τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ: «Εἶτα τὰ Ἱεροσόλυμα κατέλαβε, καὶ προσκυνήσας τὸν ζωοποιὸν Τάφον τοῦ Σωτῆρος εἶρεν ἐκεῖσε τὸν τίμιον Στέφανον, ἀδελφιδοῦν τοῦ μακαρίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (φυτεία δὲ καὶ αὐτὸς ὑπῆρχε τοῦ ὁσίου πατρὸς ἐν τοῖς μαθήμασιν), ὃ καὶ ἐν τῇ ἀθλήσει τοῦ θείου αὐτοῦ καὶ ἀοιδίμου Ἰωάννου συμπαρῆν καὶ τὸ μαρτυρικὸν αὐτοῦ καὶ πολύαθλον σῶμα ἐντίμως ἔθαψεν ἐν τῇ τῶν Περσῶν χώρᾳ· οὗ τὸν τάφον ὁ μέγας Κοσμᾶς ἰδών, ὀπότε πρὸς Πέρσας ἧκεν ἐξ Ἰβήρων, ἐδομήσατο ναὸν ἐπ’ ὀνόματι τούτου τοῦ ἁγίου καὶ μάρτυρος ὄντως Ἰωάννου. Ἦν δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Στέφανος τὸν μοναδικὸν ἐπανηρημένος βίον καὶ τῆς τοῦ Σαββαΐτου μονῆς προεστώς· ἰδὼν τὸν ἅγιον, εὔθυμος γεγονώς, πεσὼν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ ᾔτει εὐχήν»165.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὰ ὄρια τῆς ζωῆς τοῦ Στεφάνου τοῦ Σαββαΐτου εἶναι γνωστὰ (725–794) καὶ στὸ βίο τοῦ δὲν ἀναφέρεται ὅτι χρημάτισε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἀπεναντίας ὁ Στέφανος ὑπηρέτησε στὴ μονὴ ὀκτὼ ἔτη μετὰ τὸ θάνατο τοῦ θείου τοῦ Δαμασκηνοῦ († 749) καὶ ὑστερα ἀπῆλθε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτευσε καὶ πέθανε166.

Τὸ θάνατο τοῦ Κοσμᾶ τοποθετεῖ ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος τῆς Χάλκης ἕνα ἔτος καὶ τρεῖς μήνες μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, χωρὶς ἄλλη χρονολογικὴ ἔνδειξη. Τὸ σῶμα του ἔθαψαν οἱ μοναχοὶ καὶ χάραξαν στὸν τάφο του τὸ ἀκόλουθο ἐπίγραμμα:

Ἔχειν σὲ τύμβος κἂν δοκῇ κεκρυμμένον

λέληθεν· οὐρανὸς γὰρ ὄντως νῦν φέρει

τὸν ὡς ἀληθῶς ἥλιον φαεσφόρον·

οὐ γὰρ κάτω σε σὺν νεκροῖς ὤραν μίαν

ἀφῆκεν ἡ πρόνοια, Κοσμᾶ παμμάκαρ,

ἀλλ’ οὐρανὸς φέρει σε σὺν τοῖς Ἀγγέλοις167.

Στὸ τέλος τοῦ κειμένου ὁ βιογράφος ἀνακεφαλαιώνει τὰ χρονολογικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ· «Οὔτως ὁ μακάριος βιώσας καὶ οὕτως εὐαρεστήσας Θεῷ, παρ’ ἐκείνου τοῦ δοξάζοντος τοὺς δοξάζοντας αὐτὸν ἀξίως ἐδοξάσθη, προσμείνας τῷ βίῳ καὶ τῷ σαρκίῳ ὁ ἄσαρκος, ὡς εἰπεῖν, καὶ μετὰ σαρκὸς ἔξω ταύτῆς πολιτευσάμενος ἔτη ὀκτὼ πρὸς τοῖς ἐβδομήκοντα· καὶ γὰρ ὅτε τῆς Кρητῶν αἰχμάλωτος ἀπηνέχθη νήσου, χρόνων ἧν τριάκοντα καὶ τριῶν, καὶ ἐν τῇ Δαμασκῷ καὶ πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἔτη διέτριψεν εἴκοσι καὶ ἔξ, ἐν δὲ ταῖς τῶν πόλεων καὶ χωρῶν περιόδοις διήνυσεν ἔτη δέκα καὶ ὀκτὼ καὶ χρόνον ἐν τῇ μονῇ, παρ’ ᾗ μετέστη πρὸς τὸν ποθούμενον»168. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲν ἀναφέρεται ὁ χρόνος ἀρχιερατείας του στὴν ἐπισκοπὴ Μαϊουμᾶ.

Ἀλλὰ οἱ χρονικὲς αὐτὲς περίοδοι δὲ συμβιβάζονται μὲ τὰ δεδομένα ἄλλων ἐπισημότερων πηγῶν. Ἐκτὸς τούτου ἔρχονται σὲ ἀντίφαση μὲ ἄλλες πληροφορίες τοῦ ἴδιου κειμένου. Καὶ πρῶτα ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔζησε πράγματι 78 ἔτη (33+26+18+1). Ἀναφέρεται ὅμως ὅτι ἐνταφιάστηκε ἀπὸ τὸν Στέφανο Σαββαΐτη. Ἀλλὰ ὁ Στέφανος πέθανε τὸ 794. Ἃρα ὁ Κοσμᾶς πρέπει νὰ πέθανε πρὶν ἀπὸ τὸ 794. Ἀλλὰ τότε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπῆρξε συνομιλητὴς τοῦ πατριάρχη Ταρασίου, τοῦ ὁποίου μάλιστα καὶ προεῖπε τὸ τέλος δύο ὁλόκληρα χρόνια προηγουμένως; «Τοὺς ἀγριους θῆρας τοὺς κατὰ τῆς ἐκκλησίας κινεῖσθαι μέλλοντας, πνευματικὲ καὶ ἅγιε πάτερ, οὐκ ὄψει· ἔτι γὰρ δύο χρόνοι καὶ ἐκ τούτου τοῦ βίου πορεύσῃ πρὸς Κύριον ἐκδημήσας»169. Ὁ Ταράσιος πέθανε τὸ 806 καὶ ἄρα ἡ συνομιλία αὐτὴ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ περὶ τὸ 804. Εἶναι πρόδηλη ἡ ἀντίφαση, καὶ δὲν εἶναι ἡ μόνη. Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Κοσμᾶς πέθανε τὸ ἴδιο ἔτος μὲ τὸν πατριάρχη Ταράσιο (806) καὶ ἔζησε πράγματι 78 ἔτη, τότε ἡ γέννησή του πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ τὸ 728 (806–78). Ἀλλὰ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Κοσμᾶς θὰ ἦταν πολὺ νεώτερος καὶ ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὲ καὶ ἀπὸ τὸν Στέφανο Σαββαΐτη, ποὺ γεννήθηκε τὸ 725. Εἶναι φανερὸ ὅτι, με ὀποιοδήποτε τρόπο καὶ ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ συνδυάσουμε τὶς χρονικὲς αὐτὲς πληροφορίες, φτάνουμε σὲ πλῆρες ἀδιέξοδο. Ἴσως ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω στοιχεῖα ἕνα μόνο πλησιάζει στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἡ σχετικὰ μεγάλη διάρκεια ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ (78 ἔτη), ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὸ «γῆρας βαθύ» τῶν ἄλλων πηγῶν. Ὄλα τὰ ἄλλα εἶναι ἐπαυξήσεις καὶ ἐφευρήματα, ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Ἀνακεφαλαίωση – Ἀξιολόγηση

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση ποὺ προηγήθηκε ἔγινε φανερὸ ὅτι ὁ Βίος τῆς Χάλκης παρέχει ἕνα σχῆμα ἐντελῶς νέο καὶ πολὺ περίεργο.

α. Θεωρεῖ τὸν Μανσοὺρ Ἄραβα, ἐμίρη τῆς Δαμασκοῦ καὶ μουσουλμάνο.

β. Δὲν ἀναφέρει τίποτε γιὰ τὴν υἱοθεσία τοῦ Κοσμᾶ.

γ. Δὲν κάνει λόγο γιὰ κοινὸ δάσκαλο τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ.

δ. Ἀπεναντίας θεωρεῖ τὸν Κοσμᾶ Κρητικὸ καὶ δάσκαλο τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ἔρχεται σὲ κραυγαλέα ἀντίθεση μὲ τὴν κοινὴ καὶ γνωστὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες πηγὲς παράδοση.

ε. Δὲν ἀναφέρει τίποτε γιὰ τὴ δράση τοῦ Κοσμᾶ στὴν ἐπισκοπὴ Μαϊουμᾶ, τὴν ὁποία μόνο μιὰ φορὰ καὶ ἐντελῶς παρεκβατικὰ μνημονεύει.

στ. Ἐξαντλεῖται σὲ μιὰν ἀτελεύτητη ἀφήγηση τῶν περιοδειῶν καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Κοσμᾶ.

ζ. Περίεργα εἶναι καὶ ὅσα ἀναφέρει γιὰ τὸν Δαμασκηνό, ποὺ τὸν θεωρεῖ ἱερομάρτυρα.

η. Ἐλάχιστα κάνει λόγο καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τῶν δύο ποιητῶν.

θ. Δίδει τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται μᾶλλον γιὰ ψυχωφελὴ ἀφήγηση καὶ ὄχι γιὰ βιογραφία.

Ὁ ἀνῶνυμος συγγραφέας περιπίπτει σὲ πολλὲς συγχύσεις καὶ σὲ ἀσυγχώρητα σφάλματα. Ἡ πηγή του εἶναι ἄγνωστη, ὅπως ἤδη παρατήρησε ὁ Gordillo· «illam (vitam) tamen complet (vel potius deturpat) novis adiectis narratiunculis, quas alio ex fonte hausit nobis impervio»170. Ὁπωσδήποτε ὁ Βίος τῆς Xάλκης εἶναι κείμενο ἐξολοκλήρου ἀρνητικό, ποὺ διαστρέφει καὶ παραποιεῖ τὴν ἀλήθεια. Τοῦτο εἶχε παρατηρηθεῖ ἤδη ἀπὸ τοὺς παλαούς. Στὴν κάτω ὤα τοῦ φ. 108ν τοῦ χφ. τῆς μονῆς Παναγίας τῆς Χάλκης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Κεραμεύς, ὑπάρχει τὸ ἀκόλουθο σημείωμα, ποὺ ἀγνόησε ὁ ἐκδότης· «Τοῦτον τὸν λόγον μηδεὶς τῶν γραμματέων ἀναγνώτω, ἐπεῖ σόμπας ψευδής ἐστι μηδὲν ἀληθὲς φθεγγόμενος· ὥσπερ γὰρ ἂν εἴ τις τὸ τῆς κύλικος χεῖλος χρίσει μέλιτι τὸ δ’ ἐντὸς ἔχη φαρμάκου ἀναιρετικοῦ μεστόν, οὔτω καὶ οὑτοσὶ ὁ λόγος ἔχει»171 Σημείωμα ἐπίσης τοῦ 16ου ἢ 17ου αἰ. στὸ φ. 92β τοῦ κώδικα 13 τῆς Μονῆς Λειμῶνος ἔχει ὡς ἑξῆς· «+Ούκ οἶδα ποίᾳ πλάνῃ καὶ ἀμαθείᾳ, φεῦ, ὑπέπεσεν ὁ τὸν παρόντα λόγον γράψας· τὸν γὰρ διδάσκαλον Κοσμᾶν διὰ τὸν μαθητὴν Κοσμᾶν γράφει· καὶ τὸν τοῦ θείου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ πατέρα εὐλαβῆ ὄντα, ἀσεβῆ καὶ Ἀγαρηνὸν λέγει· Διὸ προσέχετε, πατέρες καὶ ἀδελφοί, μὴ ἀναγινώσκειν αὐτὸν καὶ προξενῆτε κόλασιν ταῖς ὑμετέραις ψυχαῖς· οὐ γὰρ δεῖ παντὶ πιστεύειν ἀνεξετάστως»172. Ἴσως τὸ κείμενο τοῦτο ἔχει ὑπόψη του καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Ἀκροπολίτης, ὅταν γράφει· «Μὴ γὰρ δεξώμεθά τινας, ἐτεροῖα περὶ αὐτῶν (Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ) ἱστορηκότας, ἀπερισκέπτως, οἶμα., τὰ κατ’ αὐτοὺς ἀκηκοότας, καὶ τὰ τῆς ἀληθείας καὶ τῶν ἀγίων προγόνων μὴ διηκριβωκότας»173. Ἔτσι ὁ Βίος τῆς Χάλκης ἔχει μόνο φιλολογικό καὶ καθόλου ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον.

2. Ο ΑΘΗΝΑΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ (VITA ATHENIENSIS)

Ἀρχ. «Οὔτε τὸ σῶμα χωρὶς τῶν σωματικῶν ἀνατρέφεσθαι οὔτε τὸν νοῦν πρὸς τὴν εἰς τὰ κρείσσω βελτίωσιν ἐπανάγεσθαι...» Λήγ. «τὰ δὲ ἀρκοῦντα τῇ διηγήσει ἐκτίθενται... εἰς αἴνεσιν τοῦ ἐγείροντος λόγου Θεοῦ χοϊκοὺς συναμιλλωμένους τοῖς οὐρανίοις ταῖς ἀρεταῖς... ἀμήν».

(BUG3 884 a)

Τὸ κείμενο τοῦτο, ἀνέκδοτο ἀκόμη, σώζεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 321 κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἐλλάδος (12 αἰ.) καὶ μεταξύ τῶν φφ. 10–46174. Φέρεται στὸ χφ. ὡς βίος τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ προτάσσεται σὲ συναγωγὴ ἔργων τοῦ μὲ τύν τίτλο Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὰ φιλοσοφικὰ αὐτοῦ κεφάλαια καὶ τὰ δογματικά, γραφέντα πρὸς τὸν ἁγιώτατον πατέρα Κοσμᾶν καὶ θεοτίμητον ἐπίσκοπον τοῦ Μαϊουμᾶ († 10r). Ἡ ἐνδειξη αὐτὴ ὁδήγησε τὸν Βολλανδιστὴ Fr. Halkin νὰ θεωρήσει τὸ κείμενο ὡς βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ175. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ κοινὴ βιογραφία τῶν θετῶν ἀδελφῶν καὶ ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ ἢ, ὀρθότερα, γιὰ βιογραφία «Κοσμᾶ τοῦ περιωνύμου ἐν ᾄσμασι» († 10r), ἀφοῦ τὸ κύριο καὶ μεγαλύτερο μέρος τοῦ Βίου ἀναφέρεται στὸν Κοσμᾶ.

Ἀθηναῖκὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ ἀποτελεῖ διασκευὴ τοῦ Βίου τῆς Χάλκης, τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ πιστὰ καὶ στὴν ὀργάνωση καὶ στὰ περιεχόμενα. Ὁ συντάκτῆς τοῦ παραμένει ἄγνωστος. Δὲν ἔχουμε κανένα ἴχνος οὔτε κἂν ὑπαινιγμὸ γιὰ τὸ πρόσωπό τοῦ. Ὡς πρὸς τὸ χρόνο, ἔνδειξη εἶναι μόνο ἡ χρονολογία τοῦ χφ. (terminus ante quem). Πάντως δὲ φαίνεται νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ 12° αἰ. Ἴσως νὰ συγκροτήθηκε καὶ αὐτὸ κατὰ τὸν 11 αἰ., στὸν ὁποῖο τοποθετοῦνται καὶ τὰ περισσότερα ἁγιολογικὰ κείμενα τοῦ Κοσμᾶ.

Ἐξάρτηση – Ἀνάλυση

Μὲ βάση φωτογραφία τοῦ κειμένου προβαίνω ἐδῶ στὴν ἀνάλυση καὶ τὴ μελέτη τῶν προβλημάτων τοῦ. Ὄπως ἀναφέραμε ἤδη, ὁ Ἀθηναῖκὸς Βίος εἶναι παραλλαγὴ τοῦ Βίου τῆς Χάλκης. Καὶ τὰ δύο κείμενα ἀκολουθοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τὸ ἴδιο ἀκριβῶς σχῆμα καὶ ἡ ὁμοιότητα στὴ φρασοικὴ διατύπωση εἶναι ἐκπληκτική. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι τὸ ἕνα κείμενο ἀντιγράφει τὸ ἄλλο, καὶ ἀληθινὰ δὲν μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ ποῦμε ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο προηγήθηκε. Παρέχω ἐδῶ συγκριτικὰ μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα:

α. Σχετικὰ μὲ τὴν καταγωγὴ τοῦ Κοσμᾶ:


«Πατρίδα δὲ ἔσχε τὴν Кρητῶν νῆσον, ἐν ᾗ καὶ γεννηθεὶς καὶ αὐξηθεὶς εὐσεβῶς καὶ ἐν βραχεῖ χρόνῳ πᾶσαν ἐξεπαιδεύθη γραφήν». (Βίος Χάλκης, ΑΙΣ Δ´, σ. 271, 7–8. = Cod. Paris. Coisl. gr. 286, f. 187v). «Πατρίδος δ’ ἐξώρμητο τῆς νήσου Κρήτης, ἐν ᾗ γεννηθείς τε καὶ αὐξηθεὶς ἀνήγετο μὲν παρὰ τῶν γεννητόρων αὐτοῦ, ὡσπερεί τισιν ὁδηγοῖς χρηστοῖς καὶ πρὸς τὸ καλὸν ἀπευθύνουσι, δύο δὴ ταύταις τιθήναις ἐκ μικρᾶς εὐτυχήσας τῆς ἡλικίας, τῇ εὐσεβείᾳ καὶ τῇ εὐφυῖᾳ». (Ἀθηναῖκὸς Βίος, f. 10ν).

β. Σχετικὰ μὲ τὴν ἀραβικὴ ἐπιδρομὴ στὴν Κρήτη καὶ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Κοσμᾶ:


«Μιᾷ γὰρ τῶν ἡμερῶν χάριν ἐπισκέψεως τῶν ἀδελφῶν τὴν πορείαν ποιούμενου (τοῦ Κοσμᾶ) καὶ φθάσαντος εἴς τι χωρίον παρακείμενον τῷ αἰγιαλῷ, ἐξαίφνης Ἀγαρηνῶν στῖφος μετὰ πλοίων ἐπελθὸν τῇ νήσῳ νυκτὸς ἐλεηλάτησε σὺν τούτοις καὶ τὸ χωρίον ἐκεῖνο, ἐν ᾧ κατήντησεν ὁ ἄγιος... καὶ πολὺ πλῆθος χριστιανῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ παίδων αἰχμαλωτίσαντες, μετ’ αὐτῶν συνέλαβον καὶ τὸν θαυμαστότατον Κοσμᾶν». (Cod. Paris. Coisl. gr. 286, f. 187v). «Διὸ καὶ φθάσαντος τοῦ ἁγίου εἴς τι χωρίον τῷ αἰγιαλῷ παρακείμενον μετὰ τῶν παρεπομένων αὐτῷ ἀδελφῶν, ἐξαίφνης πλῆθος πολὺ τῶν Ἀγαρηνῶν μετὰ πλοίων πολεμικῶν τῇ νήσῳ καὶ τῷ τόπῳ ἐκείνῳ καθώρμισε καὶ πολλὰ τὰ ἐκ τῶν γειτόνων χωρίων αἰχμαλωτεῦσαν καὶ τούτον (τὸν Κοσμᾶν) πολέμιας διάρπαγμα χειρὸς κατειργάσαντε. Καὶ γίνεται μετὰ τῶν συσχεθέντων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν καὶ παίδων, τοῦ σύμμεικτου λαοῦ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῆς πολυπληθοῦς ἐκείνης τῶν χριστιανῶν κατασχέσεως καὶ αὐτὸς συνδεσμώτης ὁ θεῖος ἀνήρ». (Ἀθηναῖκὸς Βίος, f. 12ν).

γ. Ὁ Κοσμᾶς μεταφέρεται στὴ Δαμασκό, ὅπου δίδεται ὡς ἀπαρχὴ στὸν ἄρχοντα Μανσούρ:


«Τῷ γὰρ Μανσούρ, ἀρχοντι ὄντι τῆς Δαμασκοῦ τῷ τηνικαῦτα καιρῷ, ὂν καὶ ἀμηρᾶν ἐκάλουν οἱ ἐγχώριοι, δεδώκασιν ὡς ἀπαρχὴν τὸν ὀσιον οἱ Ἀγαρηνοί, καὶ τοῦ ἁγίου πρὸς τοῦτο ἐπινεύσαντος... ὁ γὰρ δηλωθεὶς ἄρχων... εἶχεν υἱὸν ὡσεὶ χρόνων δώδεκα καὶ μικρόν τι πρός... τὸν τίμιον Ἰωάννην, ᾧ ἐπώνυμον Δαμασκηνός». (ΑΙΣ, 272–273) «Τῷ τηνικαῦτα τῆς χώρας προσάγεται ἄρχοντι καὶ δίδεται τούτῳ τῶν ἀρπαγμάτων ὡσεί τι δῶρον ἐριτιμότατον· ὄνομα τούτῳ Μανσούρ. Καὶ ὂς δέχεται κοίλῃ χειρί, τὸ τοῦ λόγου, ἀναμαθὼν αὐτοῦ τὸ περὶ πᾶσαν σοφίαν ἐλλόγιμον καὶ παρ’ ἑαυτῷ τοιοῦτο θήραμα εἶναι οὐκ ἀποστρέφεται. Ἦν δὲ τῷ ἀρχοντι υἱὸς κομιδῇ νέος, ὡσεὶ χρόνων ἰβ´ καὶ μικρόν τι πρὸς». (Ἀθηναῖκὸς Βίος, f. 18ν).

δ. Ὁ Μανσοὺρ ἀναθέτει στὸ μοναχὸ Κοσμᾶ τὴν παιδεία τοῦ Δαμασκηνοῦ:


«Τὸν παῖδα τούτον, ὃν ὁρᾷς, οὐχ ὡς κυρίου σου υἱὸν ἢ κύριον βλέπε, ἀλλ’ ὡς τέκνον, ἴν’ εἴπω, καὶ δοῦλόν σου... θέλω δέ, χωρὶς τοῦ γενέσθαι χριστιανόν, τἆλλα πάντα ποιῆσαι καὶ διδάξαι αὐτὸν κατὰ σὲ γενέσθαι». (ΑΙΣ Δ´, σ. 273, 16–21) «Ὁρᾷς τὸ παιδίον τοῦτο; Λάβε οὖν αὐτὸ καὶ βλέπε οὐχ ὡς κυρίου σου κύριον, ἀλλ’ ὡς τέκνον ἀπὸ σοῦ γεννηθέν... Βούλομαι οὖν σε, πλὴν τοῦ ποιῆσαι χριστιανόν, τἄλλα πάντα σοφίσαι τὰ κατὰ σέ». (Ἀθηναῖκὸς Βίος, f. 19ν)

ε. Σχετικὰ μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Κοσμᾶ:


«Σεβασμίως γοῦν ἐνταφιάσαντες, στίχους ἰαμβικοὺς ἄνωθεν τῆς τίμιας αὐτοῦ σοροῦ διεχάραξαν, οὑτωσί πως ἔχοντας·: Ἔχειν σε τύμβος κἄν δοκῇ κεκρυμμένον: λέληθεν· οὐρανὸς γὰρ ὄντως νῦν φέρει: τὸν ὡς ἀληθῶς ἡλιον φαεσφόρον·: οὐ γὰρ κάτω σε σὺν νεκροῖς ὥραν μίαν: ἀφῆκεν ἡ πρόνοια, Κοσμᾶ, παμμάκαρ,: ἀλλ’ οὐρανὸς φέρει σε σὺν τοῖς Ἁγγέλοις». (ΑΙΣ Δ´, 301, 3–11) «Ἐῴκεισαν γὰρ οἱ συνεληλυθότες πατέρες... τὴν σεβασμίαν ἐκείνου ψυχήν... ὁρᾶν. Διό καὶ παρὰ τῇ σορῷ ἐγγεγράφασι·: Ἔχειν σε τύμβος κἄν δοκῇ κεκρυμμένον: λέληθεν· αὐτὸν οὐρανὸς γὰρ κατέχει: τὸν ὡς ἀληθῶς ἥλιον φαεσφόρον·: οὐ γὰρ κάτω σε σὺν νεκροῖς ὥραν μίαν: ἀφῆκεν ἡ πρόνοια δικαίᾳ κρίσει». (Ἀθηναῖκὸς Βίος, f. 45r)

στ. Μικρὴ διαφορὰ παρατηρεῖται στὴν ἀπαρίθμηση τῶν χρόνων τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ στὰ δύο κείμενα:


«Οὔτως ὁ μακάριος βιώσας... ἔτη ὀκτὼ πρὸς τοῖς ἐβδομήκοντα· καὶ γὰρ ὅτε τῆς Κρητῶν ἀπηνέχθη νήσου, χρόνων ἧν τριάκοντα τριῶν, καὶ ἐν τῇ Δαμασκῷ καὶ πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς διέτριψεν εἴκοσι καὶ ἔξ, ἐν δὲ ταῖς τῶν πόλεων καὶ χωρῶν περιόδοις διήνυσεν ἔτη δέκα καὶ ὀκτὼ καὶ χρόνον ἐν τῇ μονῇ, παρ’ ᾗ μετέστη πρὸς τὸν ποθούμενον». (ΑΙΣ Δ´, σ. 301, 12–20) «Τὰ μὲν τοῦ μακαρίου τοῦδε ἀνδρὸς οὕτω τοιοῦτο τέλος ἐδέξαντο καὶ οὕτω τῇ μεγάλη τούτου καὶ θαυμαστῇ πολιτείᾳ καὶ τὸ τέλος συμβαῖνον παρηκολούθησεν. Ἀναγράφονται δ’ εἶναι πάντες οἱ χρόνοι τῆς τούτου ἐπιβιώσεως ὀκτὼ πρὸς τοῖς ἐβδομήκοντα Καὶ γὰρ ὁπηνίκα ἐκ τῆς Κρητῶν ἐξῆλθε νήσου χρόνων εὐρέθη τυγχάνων, ὡς γέγραπται, λς´· διετέλεσε δὲ ἐν Δαμασκῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁριοις αὐτῆς ἔτη κδ´ ἐν δὲ ταῖς περιόδοις αὐτοῦ ταῖς ἐν ταῖς χώραις καὶ πόλεσιν ἔτη ιη´». (Ἀθηναῖκὸς Βίος, f. 45r–ν)

Ἐπισημαίνω, ἐκτὸς ἀπὸ τῖς μικρὲς διαφορὲς τῶν δύο κειμένων, τὴ ρητή μαρτυρία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Βίου, ὅτι ἀντλεῖ ἀπὸ γραπτὴ πηγή, «ὡς γέγραπται». Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὸ Βίο τῆς Χάλκης ἢ γιὰ τὴν ἄγνωστη πηγή του. Τὸ δεύτερο μάλιστα φαίνεται πιθανότερο, ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι στὸν Ἀθηναῖκὸ Βίο ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πληροφορίες, ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὸ Βίο τῆς Χάλκης. Τοῦτο σημαίνει ὅτι τὰ δύο κείμενα εἶναι παράλληλα, ἀντλοῦν δηλαδὴ ἀπὸ κοινὴ πηγὴ, καὶ τὸ καθένα ἀναπτύσσεται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἰίαραλείποντας τὰ ἀναφερόμενα στὶς δήθεν περιοδεῖες τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ καλύπτουν τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ Ἀθηναῖκοῦ Βίου, σταχυολογῶ ἐδῶ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ ὑπάρχουν μόνο σ’ αὐτόν.

Ἀναφέρεται στὸ κείμενο νῆσος Σιγιλλία (sic), στὴν ὁποία προσορμίζονται τὰ πλοῖα τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν μετὰ τὴν ἐπιδρομή τους στὴν Κρήτη· «Οἱ μὲν οὖν βάρβαροι οὐτως ταῦτα διαπραξάμενοι, αὖθις ἐκεῖθεν ἀπέπλευσαν καὶ τῆς Κρήτης ἀπάραντες ἔν τινι νήσῳ πλησιαζούσῃ, ἐρήμῳ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Σιγιλλίαν (sic), προσώρμισαν τὰ τούτοις νενομισμένα ποιήσοντες» (f. 13ν). Καὶ παρακάτω· «Ἀπάραντες γὰρ ἐκ τῆς Σιγιλλίας νήσου οἱ βάρβαροι καὶ τὸν ἀπόπλουν πρὸς τὴν πατρίδα ποιούμενοι...»(f. 17r). Ἀλλὰ νήσος Σιγιλλία καὶ μάλιστα κοντὰ στὴν Κρήτη, δὲν εἶναι γνωστή. Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ βιογράφος ἐννοεῖ τὴ Σικελία. Ἀλλὰ πάλι, ποῦ βρήκε τὴ Σικελία καὶ πῶς τὴν ἀνέμειξε στὸ Βίο τοῦ Κοσμᾶ; Προφανῶς ἔχει ὑπόψη του καὶ τὴν ἀνατολικὴ παράδοση τῶν Βίων Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ (τύπος Β), σύμφωνα μὲ τὴν ὀποία ὁ κοινὸς δάσκαλος τῶν θετῶν ἀδελφῶν καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία. Ἀλλὰ καὶ ὁ χρονογράφος Θεοφάνης ἀναφέρει ἀραβικὴ ἐπιδρομὴ στὴ Σικελία καὶ αἰχμαλωσία χριστιανῶν κατὰ τὸ ἔτος κόσμου 6155 (= 655 μ.Χ.): «Τούτῳ τῷ ἕτει ᾐχμαλωτίσθη μέρος τῆς Σικελίας, καὶ ᾠκίσθησαν ἐν Δαμασκῷ θελήσει αὐτῶν»176. Ἴσως ἡ σύγχυση τοῦ ἀνῶνυμου βιογράφου νὰ ἑρμηνεύεται ὡς προσπάθεια συμβιβασμοῦ ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων. Ἐκτὸς ἂν ὑποθέσουμε, πράγμα πολὺ πιθανό, ὅτι οἱ γεωγραφικές τοῦ γνώσεις ἦταν σὲ τέτοιο βαθμὸ περιορισμένες, ὤστε νὰ τοποθετεῖ τὴ Σικελία κοντά στὴν Κρήτη.

Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι μιὰ ἄλλη πληροφορία τοῦ Ἀθηναῖκοῦ Βίου, σύμφωνα με τὴν ὁποία ὁ ποιητὴς Κοσμᾶς εἶχε τὴν προσωνυμία Δαμασκηνός· «Εἰ δὲ καὶ τὴν γέννησιν μὴ εἶχεν ἐκ Δαμασκοῦ, ἀλλ’ ἐκ Κρήτης, ὄμως κατὰ τὸν μακάριον Ἰωάννην καὶ οὗτος Δαμασκηνὸς ὠνομάζετο» (f. 45ν). Ἡ πληροφορία εἶναι σημαντική, γιατὶ ἀπηχεῖ ἀρχαία παράδοση γιὰ τὸν Κοσμᾶ. Ἐνισχύεται ἔτσι ἡ ρητὴ μαρτυρία τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίον, κατὰ τὴν ὁποια ὁ Κοσμᾶς γεννήθηκε στὴ Δαμασκό177. Δὲν ἀποκλείεται μάλιστα καὶ ὁ Κοσμᾶς νὰ ἔφερε ἀρχικὰ τὴν προσωνυμία Δαμασκηνός, ποὺ μὲ τὸ χρόνο ἀτόνισε, ἀκριβῶς γιατὶ προσδιόριζε σταθερὰ τὸν θετὸ ἀδελφό του Ἰωάννη. Σημειώνω ἐδῶ ὅτι ἡ πληροφορία τοῦ Ἀηναῖκοῦ Βίου δὲν εἶναι μοναδική. Σὲ παλαιὸ χειρόγραφο Εἰρμολόγιο τῆς Κρυπτοφέρρης (Cod. Crypt. Ε. γ. II (XIV αἰ.), f. 16ν) ὁ γνωστὸς εἱρμὸς τοῦ Κοσμᾶ «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε» φέρεται ὡς ποίημα «Κοσμᾶ μοναχοῦ τοῦ Δαμασκηνοῦ»178. Πιστεύω ὅτι ἡ πληροφορία αὐτή, ποὺ διασταυρώνεται τώρα ἀπὸ πολλές πηγές, ἀπηχεῖ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Ἀλλὰ ὁ Ἀθηναῖκὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ διαφέρει ἀπὸ τὸ Βίο τῆς Χάλκης καὶ στὶς ἀναφορὲς στὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ, τοὺς ὁποιους ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος θεωρεῖ εὑρετὲς «τῆς νέας μελίσεως», δηλ. τῶν κανόνων, ὡς νέου ποιητικοῦ εἴδους. Μεταφέρω ἐδῶ ἕνα χαρακτηριστικὸ χωρίο, ποὺ εἶναι χρήσιμο στὴν ἔρευνά μας· «Πρὸ, γὰρ τούτων οὐχ εὕρηταί τὶς ἕτερος τὰ τῆς νέας μελίσεως ᾄσματα καὶ ἀρχαῖς ἐναρμσνίοις καθαρμοσάμενος, ἀλλ’ αὐτοὶ ἀπάντων ἡγήσαντο καὶ ἀπ’ αὐτῶν τῶν ἀλλων ἡ πρόοδος γέγονεν. Ἀλλὰ καὶ τὸ τούτου πολὺ σοφώτερον καὶ ὑπερφυέστερον· ὅτι πρὸ τούτων οὐχ εὕρηταί τὶς οὔτε τὶς ἐκ τῆς νέας οὔτε τὶς ἐκ τῆς παλαιᾶς οὔτε τῆς ἐξω σοφίας ἐν ἥχοις ὀκτὸ συμποσώσας τοὺς ὅλους καὶ τὰς ἑκαστου ἰδιαζόντως εὐρυθμίας παραδιδοὺς, πρᾶγμα σοφίας ἐκπληκτου καὶ γνώσεως ὑπερνικώσης ἀνθρώπινον... Οἱ γὰρ πρὸ τούτων ᾦδοὶ ἕλεγον μὲν καὶ ἐμέλιζον ᾄσματα, ἕκαστον δὲ τῶν ὑπ’ αὐτῶν ᾀδομένων ὁποίου καθέστηκεν ἤχου οὐκ ἡπίσταντο. Οὔτοι δὲ πρὸς τὸ ᾄδειν καὶ τὴν γνώσιν τοῦ ἤχου ἐκέκτηντο καὶ τοῦ εἱρμοῦ οὐκ ἐξήρχοντο, διὸ καὶ πολὺ τὸ ὑπεραῖρον τούτοις παρὰ τοῖς κρίνουσιν ὀρθῶς τεθεώρηται» (f. 23r–ν). Ἀλλὰ οἱ πληροφορίες αὐτὲς θὰ ἀξιολογηθοῦν στὸ δεύτερο μέρος τῆς διατριβῆς, ὅπου ἐξετάζονται τὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ καὶ τὰ σχετικὰ προβλήματα.

3. Ο ΒΑΤΙΚΑΝΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ (VITA VATICANA BARBERINIANA)

Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ.

Ἀρχ. «Τιμᾶν ἐστιν ἄξιον τοὺς ἐφευρηκότας τὰ κάλλίστα». Λήγ. «τῆς τῶν ἐκλεκτῶν μερίδος σαῖς προσευχαῖς καταξίωσον χάριτι... ἀμήν»179.

(BUG3, 394α)

Τὸ κείμενο τοῦτο ἀποτελεῖ τὴ γέφυρα μεταξὺ τῶν τύπων Β καὶ Γ (τύπος Γ2). Σώζεται σὲ ἔναν καὶ μόνο κώδικα, τὸν Vatic. Barber, gr. 583 (olim VI. 22=467), σσ. 722–756. Χρονολογεῖται στὸ 15 αἰ. καὶ περιλαμβάνει λόγους πανηγυρικοὺς180. Κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Βίου παρασκεύασα πρόσφατα, μὲ βάση φωτογραφία τοῦ χφ., ποὺ προμηθεύτηκα μέσω τῆς φωτογραφικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Βατικανοῦ181.

Συγγραφέα – Χρόνος

Βίος εἶναι ἀνώνυμος. Ὁ βιογράφος ἀποφεύγει μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια νὰ ἀναφερθεῖ στὸ πρόσωπό τοῦ καὶ μόνο στὸ προοίμιο δηλώνει ὅτι ἔγραψε τὴ βιογραφία τοῦ Κοσμᾶ ὑπακούοντας σὲ ἐντολὴ προϊσταμένου τοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία· «μὴ αὐθορμήτως πρὸς τὴν παροῦσαν ὑπόθεσιν ἐφωρμήθημεν, ἀλλὰ θείῳ καὶ πατρικῷ πειθόμενοι ἐπιτάγμάτι»182. Σὲ ἄλλο σημεῖο, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Ἱερουσαλήμ, λέγει, ὁ βιογράφος· «τὸ δέ γε σῶμα (τοῦ Δαμασκηνοῦ) τῇ καθ’ ἡμᾶς ἁγίᾳ μονῇ τεθησπύρισται»183. Εἰκάζω λοιπὸν ἀπ’ αὐτὸ ὅτι εἶναι τρόφιμος τῆς ὀνομαστῆς ἐκείνης μονῆς. Δὲν εἶναι ἀπαίδευτος, ὅπως ὁ ἴδιος μὲ πολλὴ μετριοφροσύνη παρουσιάζεται· «Πλὴν ἀλλ’ ἡ μὲν προκειμένη τῷ λόγῳ ὑπόθεσις οὕτω περιφανὴς καὶ λαμπρά, ἡμεῖ; δὲ ἀσθενεῖς τε καὶ ἀμαθεῖς καὶ δέος μὴ καὶ μᾶλλον τὸν ἄνδρα τοῖς ἐγκωμίοις ἐγκαθιβρύσωμεν»184. Ἀπεναντίας διαθέτει μεγάλη παιδεία καὶ γενναία ἑλληνομάθεια. Πείθει σ’ αὐτὸ ἡ συχνὴ παράθεση σπάνιων ρητορικῶν λέξεων, τύπων καὶ σχημάτων, ἀρχαίων παροιμιῶν καὶ ἀναφορῶν σὲ ἀρχαίους συγγραφεῖς. Σὲ μιὰ περίπτωση ἐπιχειρεῖ νὰ μιμηθεῖ συμβουλευτικοὺς λόγους καὶ μάλιστα τὸν Πρὸς Δημόνικον τοῦ Ψ. Ἰσοκράτους (στίχοι 862–907 τῆς ἐκδόσεως)185.

Ὁπωσδήποτε ὁ συγγραφέας εἶναι ἀττικιστὴς. Τὸ ὕτος τοῦ εἶναι περίτεχνο καὶ μεταφραστικό. Θὰ ἀρκοῦσε αὐτὴ μόνο ἡ παρατήρηση, γιὰ νὰ χρονολογηθεῖ μετὰ τὸν 11° αἰ. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ ἐπιτρέπουν, νομίζω, ἀκριβέστερη χρονολόγηση. Ὁ ἀνώνυμος βιογράφος γνωριζε. καὶ ὑπαινίσσεται σαφῶς παλαιότερα χρονολογημένα κείμενα. Συγκεκριμένα γνωρίζει τὸν Ἱεροσολνμιτικὸ Βio τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἔργο τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη H´. Ἀναφερόμενος σύντομα στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ παρατηρεῖ· «Οὐδὲ γὰρ εἰκὸς πλείω περὶ τούτου (τοῦ Δαμασκηνοῦ) λέγειν ἡμᾶς, ἐτέρου τετυχηκότος ἐπαινέτου καὶ ὑμνητοῦ ὁμωνυμοῦντος αὐτῷ καὶ τὸν ἀρχιερατικὸν πεπιστευμένου θρόνον τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀνδρὸς τῷ ὄντι σοφοῦ καὶ πάσαις κεκοσμημένου χάρισι λογικαῖς. Τί γὰρ ἂν καὶ φανεῖεν τὰ ἡμέτερα νηπιώδη ψελλίσματα τοῖς ἀνδρικοῖς καὶ στερροῖς ἐκείνου λόγοις παραβαλλόμενα;»186. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης H´ ἐπατριάρχευσε μεταξὺ 1098–1106/7187. Ἔχουμε λοιπὸν ἕνα συγκεκριμένο χρονολογικὸ ὄριο (terminus post quem).

Ἐπισημαίνω ἰδιαίτερα ἐδῶ τὴ φράση «ἀνδρὸς τῷ ὄντι σοφοῦ κλπ.». Ὄπως διατυπώνεται, ἐπιτρέπει νὰ εἰκάσουμε ὅτι ὁ ἀνώνυμος βιογράφος τοῦ Κοσμᾶ δὲν ἀπέχει χρονικὰ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη H´ καὶ ἴσως κινεῖται μέσα στὸ κλίμα του. Στὰ προηγούμενα ἐπισημάναμε τὴν ἴδια φράση, γιὰ νὰ δείξουμε πὼς δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀμφιβολία ὅτι συγγραφέας τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ Βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ὁ Ἰωάννης H´188. Πάντως οἱ δύο ἀνδρες δὲ φαίνεται νὰ ἀπέχουν πολύ. Ἂν ἡ ὑπόθεσή μου εἶναι ὀρθή, πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Βατικανὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ γράφτηκε λίγο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη H´, καὶ πάντως ὄχι μετὰ τὰ μέσα τοῦ 12ου αἰ. Σ’ αὐτὸ συνηγορεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ Βατικανοῦ Βίου δὲ φαίνεται νὰ γνωρίζει τὸ κείμενο τοῦ Μερκουροπώλου († 1156).

Νομίζω ὄμως ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλες χρονικὲς ἐνδείξεις στὸ κείμενο. Ἤδη ἐπιχείρησα νὰ τὸ τοποθετὴσω στὰ μέσα τοῦ 12 αἰ., στηριζόμενος σὲ μιὰ ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέα σὲ ἐπιδρομὲς Ἀγαρηνῶν στὰ νησιά· «Τοιούτοις τούτους (τοὺς Ἀγαρηνοὺς) χρωμένους τοῖς πλοίοις ἔξεστι μέχρι τῆς δεῦρο ὁρᾶν νήσους ἀπάσας περιπολοῦντας καὶ ληϊζομένους τὰ εὑρισκόμενα»189. Εἶναι γνωστὸ ὅτι τέτοιες ἐπιδρομὲς σημείωσαν ἔξαρση μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀλεξίου Α´ Κομνηνοῦ (1080–1118) καὶ τὴν παραμέληση τοῦ βυζαντινοῦ ναυτικοῦ190. Ὑπάρχει ἀκόμη στὸ κείμενο μιὰ ἀναφορὰ σὲ διαρκεῖς ἐχθρικὲς ἐφόδους· «Θραῦσον τὰ βέλη τῶν πονηρῶν πολεμίων, ἂ μετὰ ῥοίζου καὶ κλαγγῆς καθ’ ἡμῶν καθ’ ὤραν ἐκπέμπονται»191. Ἂν ἐχθροὶ ἐδῶ δὲν εἶναι οἱ πνευματικοὶ (διάβολοι), πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ κείμενο γράφεται σὲ μιὰ ἐποχὴ ἐξαιρετικὰ κρίσιμη γιὰ τὸ Βυζάντιο. Ὁ δωδέκατος αἰώνας συγκεντρώνει ὅλα αὐτά τὰ στοιχεῖν. Ἀλλὰ σὲ τέτοιες ὑποθέσεις δὲ θὰ μποροῦσα νὰ ἐπιμείνω, ἀφοῦ ἐπιδρομὲς Ἀγαρηνῶν στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγοίου μαρτυροῦνται συχνὲς καὶ στοὺς ἐπόμενους αἰῶνες.

Πηγὲς καὶ ἐπιδράσεις

Ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος τοῦ Κοσμᾶ γνωρίζει καλὰ τὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὸν ὁποῖο μάλιστα ἐπιχειρεῖ νὰ συμπληρώσει· «Εἰ δέ γε καὶ ἡμεῖς βραχέα τινὰ παρενθξσομεν, παρασιωπηθέντα μὲν οὐκ οἶδ’ ὅπως τῷ προρρηθέντι σοφωτάτῳ ἀνδρὶ (Ἰωάννῃ H´), οὐκ ἄξια δ’ ὄντα λήθης κρυβῆναι βυθοῖς, τάχα γε οὐκ ἀπᾷδον δόξομέν τι ποιεῖν, οὐδὲ μὴ κατὰ σκοπὸν τῷ εὐφημουμένῳ, εἴ γε καὶ μικρὰ προσθήκη κατὰ τὸν ἐν θεολογίᾳ μέγαν τὸ πᾶν ἀνύειν δεδύνηται»192.

Ἡ ἄλλη πηγὴ τοῦ Βατικανοῦ Βίου εἶναι ὁ Βίος τῆς Χάλκης. Ἡ συγγένεια τῶν δύο κειμένων εἶναι στενή. Ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο βασικὸ σχῆμα καὶ τονίζουν τὰ ἴδια σημεῖα. Ὑπάρχει ὄμως μιὰ σημαντικὴ διαφορά. Ἐνῶ κατὰ τὸ Βίο τῆς Χάλκης καὶ τὸν Ἀθηναῖκὸ (τύπος Γ1) ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ εἶναι δάσκαλος τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ Βατικανὸς Βίος ξεκαθαρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ πράγματα, κάνοντας σαφὴ διάκριση ἀνάμεσα στὸν ποιητὴ Κοσμᾶ καὶ στὸν ὁμώνυμο κοινὸ δάσκαλο τῶν ἄλλων πηγῶν. Ἡ διάκριση εἶναι ἐμφατική· «Εἰ δὲ καὶ ἔτερός τις Κοσμᾶς θείας σοφίας ἔμπλεως εὔρηται, ἀλλ’ οὐ ποιητὴς ἐκεῖνος, κοινὸς δὲ τούτοιν ἀμφοῖν παιδευτὴς καὶ θεῖος διδάσκαλος»193. Αὐτὸς ὁ κοινὸς δάσκαλος Κοσμᾶς κατάγεται, κατὰ τὸν Βατικανὸ Βίο, ἀπὸ τὴν Κρήτη. Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας τοῦ Βατικανοῦ Βίου, ἔχοντας ὑπόψη δύο ἀντιφατικὲς πηγὲς (τὰ κείμενα τῶν τύπων В καὶ Г1), θέλησε νὰ γεφυρώσει τὶς διαφορὲς καὶ ὁδηγήθηκε στὸ νέο τοῦτο σχῆμα (Γ2). Ἀναλυτικότερα, ὁ Βατικανὸς Βίος δανείζεται ἀπὸ τὸ Βίο τῆς Χάλκης (ἢ ἀπὸ τὴν ἄγνωστη πηγή του) τὰ ἀκόλουθα στοιχεῖα:

α. Τὰ στοιχεῖα μὲ τὴν ἀραβικὴ ἐπιδρομὴ στὴν Κρήτη. Μόνο στὰ κείμενα τοῦ τύπου Γ ἀναφέρεται ἡ Κρήτη, ποὺ, ὅπως ἐξηγήσαμε παραπάνω, πέρασε στὴν ἁγιολογικὴ παράδοση τοῦ Κοσμᾶ ἀπὸ παρεξήγηση194. Ἡ σχετικὴ ἀφήγηση τοῦ Βατικανοῦ Βίου εἶναι πολὺ ἐκτενὴς καὶ παραστατική195.

β. Τὰ σχετικὰ μὲ τὶς δῆθεν περιοδεῖες τοῦ Κοσμᾶ στὴν Ἀντιόχεια, Νικομήδεια, Κωνσταντινούπολη, Θράκη, Μακεδονία, Ρώμη καὶ Αἴγυπτο. Θὰ ἔπαιρνε μεγάλη ἔκταση ὁ λόγος, ἂν ἐπιχειροῦσα νὰ παρουσιάσω ἐδῶ παράλληλα τὰ σχετικὰ χωρία τῶν κειμένων. Ἡ συμφωνία εἶναι ἀπόλυτη στὸ περιεχόμενο, στὴ διάταξη τῆς ὕλης, στὰ ἀναφερόμενα πρόσωπα, πολλὲς φορὲς καὶ στὴ φραστικὴ διατύπωση. (ΕΕΒΣ ΜΑ´, σσ. 283–293 καὶ ΑΙΣ Δ´, σσ. 287–299).

γ. Ἀπὸ τὸ Βίο τῆς Χάλκης ἢ τὴν ἄγνωστη πηγή του δανείζεται ἐπίσης ὁ Βατικανὸς Βίος μιὰ ψυχωφελὴ ἀφήγηση γιὰ τὸ Δαμασκηνό, ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν Κοσμᾶ (ΕΕΒΣ ΜΑ´, σσ. 294–296 καὶ ΑΙΣ Δ´, σσ. 282–286). Ἡ ὕπαρξη τῆς ἀφηγήσεως αὐτῆς καὶ στὰ δύο κείμενα εἶναι μιὰ ἐπὶ πλέον ἀπόδειξη τῆς στενῆς συγγένειας.

Δὲν πρέπει ὡστέσο νὰ νομιστεῖ ὅτι ὁ Βατικανὸς Βίος ἀντιγράφει πιστὰ τὸ πρότυπό τοῦ. Διαφοροποιεῖται σὲ πολλὰ καὶ ἐλέγχει τὶς, κατὰ τὴ γνώμη τοῦ συγγραφέα του, πλάνες τῶν ἄλλων κειμένων καὶ μάλιστα τοῦ Βίου τῆς Χάλκης. Ἰδιαίτερα φαίνεται νὰ ἐρεθίζεται μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Βίου τῆς Χάλκης ὅτι ὁ Μανσοὺρ ἦταν Ἄραβας καὶ μουσουλμάνος κατὰ τὸ θρήσκευμα. Τοῦτο γιὰ τὸν ἀνώνυμο βιογράφο εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο· «Καὶ ταῦτα μὲν τὰ παρὰ πολλῶν μέχρι τῆς δεῦρο θρυλούμενα. Ἐξῆν μὲν οὖν πρὸς τοὺς οὔτω φάσκοντας τοιαῖσδε ταῖς ἀντιθέσεοι χρήσασθαι. Πρῶτον μὲν ὡς οὐκ ἂν ἀνδρὶ τοιούδε μὲν ἔθνους τυγχάνοντι, τοιαύτην δὲ περιεζωσμένῳ ἀρχήν, περισπούδαστου οὔτω πρᾶγμα παιδείας, ὡς πολλάκις καὶ χώρας καὶ πόλεις ἀνερευνᾶν τούτου χάριν. Μᾶλλον γὰρ ἂν ἐφ’ ἀρπαγαῖς καὶ λεηλασίαις εὐδοκιμοῦντας τοὺς παῖδας ἰδεῖν ἐπηύξαιό τε καὶ ᾑρετίσατο ἢ περὶ λόγους καὶ ἀρετήν. Εἰ δὲ γε καὶ τοῦτο συγχωρηθείη, ἀλλ’ οὐκ ἂν ἀνὴρ δυσσεβής, οὐ μόνον δὲ ἀλλὰ καὶ ζηλωτὴς περὶ τὸ οἰκεῖον σέβας καὶ προσέτι φιλόπαις ἐπὶ τοσοῦτον παῖδας οἰκείους χριστιανῷ δ.δασκάλῳ παράθειτο τὴν τῆς οἰκείας θρησκείας μεταβολὴν δεδιττόμενος... Οὐκοῦν οὐ πάνυ πιθανὸν τὸ πατέρα κατ’ ἐκεῖνον παῖδας τοιούσδε διδασκάλῳ καὶ Χριστὸν σεβομένῳ καὶ μοναχῷ καὶ οὔτω σοφῷ παρασχεῖν τὸ ἀπαλὸν τῶν παίδων καὶ εὐπειθὲς πρὸς ὁ,τιοῦν διὰ τοῦτο τὸ διαρκὲς τοῦ χρόνου, τὸν ζῆλον, ὡς εἰκός, τοῦ γηραιοῦ περὶ τὸ εὐσεβὲς ὑφορώμενον. Ὡς μεγίστη δὲ ἡ σπάνις τῶν τῆς ἐλληνικῆς σοφίας παιδευτῶν παρ’ αὐτοῖς, ὡς ἀνδρὶ χριστιανῷ καὶ πρεσβύτῃ καὶ μοναχῷ παραθεῖναι αὐτὸν τοὺς υἱούς... Περίεργος γὰρ πρὸς τὰ ἐν ὑπονοίᾳ ἄπας ἀνὴρ καὶ ὃ παθεῖν προσδοκᾷ τοῦτο παραφυλάττεσθαι εἴωθεν. Εἰ δὲ περὶ μεγάλων τῆς ὑπονοίας ὁ φόβος, μᾶλλον αὐτῷ τὸ περίεργον ἐπιτείνεται»196.

Ἐπισημαίνονται καὶ ἄλλες μικρότερες διαφορές. Ὁ Βατικανὸς Βίος δὲν περιέχει τὸ ἐπιτάφιο ἐπίγραμμα τοῦ Κοσμᾶ197 οὔτε καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ (78 ἔτη)198. Ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος διστάζει ἴσως νὰ δεχθεῖ στοιχεῖα, γιὰ τὴ γνησιότητα τῶν ὁποίων ἀμφιβάλλει. Ὅτι ὅμως τὰ γνωρίζει εἶναι βέβαιο, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴ φραστικὴ διατύπωση σχετικῶν χωρίων. Ἀρκοῦμαι στὸ παρακάτω παράδειγμα, ποὺ ἀναφέρεται στὸ θάνατο τοῦ Κοσμᾶ:


«κοιμηθεὶς τὸν ἥδιστον ὕπνον καὶ τοῖς ἁγίοις πρέποντα, προστεθεὶς τοῖς πατράσι καὶ διδασκάλοις καὶ ἀρχιερεῦσιν ὁ πατὴρ καὶ διδάσκαλος καὶ ἀρχιερεύς». (ΑΙΣ, Δ´, σ. 300, 24–30) «Ἡ μὲν οὖν τοῦ ἁγίου πρόρρησις κατὰ καιρὸν εἰς ἔργον ἐκβέβηκε καὶ πρὸς τὰς οὐρανίους μετέβη μονὰς ὁ τούτων τῷ ὄντι ἐπάξιος καὶ προσετέθη τοῖς πατράσι καὶ διδασκάλοις ὁ πατὴρ καὶ διδάσκαλος». (ΕΕΒΣ ΜΑ´, σσ. 293–294).

Εἰδήσεις τοῦ Βατικανοῦ Βίου

Ὅπως ἀναφέρθηκε ἤδη, ὁ Βατικανὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ συνδέει τὰ κείμενα τῶν τύπων Β καὶ Γ. Διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸ Βίο τῆς Χάλκης καὶ τὸν Ἀθηαῖκὸ κάνοντας σαφὴ διάκριση τοῦ ποιητῆ Κοσμᾶ ἀπὸ τὸν ὀμώνυμο κοινὸ δάσκαλο. Ἔτσι πλησιάζει τὰ κείμενα τοῦ τύπου Β, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ Σέργιος Μανσούρ ἀνέθεσε τὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τοῦ στὸν Ἰταλιώτη μοναχὸ Κοσμᾶ, ποὺ ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ αἰχμαλωσία.

Σταχυολογῶ ἐδῶ τὶς βασικὲς πληροφορίες τοῦ Βατικανοῦ Βίου γιὰ τὸν Κοσμᾶ:

α. Πατρίδα τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ· «Ὁ τοίνυν θεῖος Κοσμᾶς, ὁ νῦν ἡμῖν ἀφορμὴ τῷ λόγῳ προκείμενος, πατρίδα μὲν ἔσχε τὴν περιφανεστάτην τῶν πόλεων, πόλιν ἐκείνην φημί, ἢν οὐκ ἄνθρωπος ἐποίησε, χεὶρ δέ, προφητικῶς εἰπεῖν, θεοῦ ἐζωγράφησεν. Ἔγνωτε πάντες πάντως τὴν θαυμαστὴν Ἱερουσαλὴμ ἐς ὧ ἠκηκόειτε. Ἔδει γάρ, ἕδει τὸν τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἐσόμενον κληρονόμον τῆς κάτω τε προελθεῖν καὶ πατρίδα πατρίδος ὁμωνυμοῦσαν ἀλλάξασθαι»199. Ἐδῶ ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος συμφωνεῖ μὲ τὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Βίο τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τὴν ἀνατολικὴ γενικὰ παράδοση, ποὺ θεωρεῖ τὸν Κοσμᾶ «ἐς Ἱεροσολύμων ὁρμώμενον»200.

β. Ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὸ Βατικανό Βίο ἡ γνωστὴ καὶ κοινὴ παράδοση γιὰ τὸν ἀπορφανισμὸ καὶ τὴν υἱοθεσία τοῦ Κοσμᾶ· «Ἀλλὰ βραχὺ τὸ ἐν μέσῳ καὶ οἱ μὲν χρηστοί τῷ ὄντι γεννήτορες πρὸς λῆξιν μετέβησαν τὴν ἀμείνω καὶ οὐράνιον κατοικίαν τῆς γεώδους ἠλλάξαντο, ὁ δὲ ὑπελείπετο... οὕτως ἀπαλῷ καὶ νηπιώδει τῷ σώματι»201. Ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ, ποὺ ἦταν ἄτεκνος, ἔρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα, βρίσκει τὸν ὀρφανὸ Κοσμᾶ στὰ χέρια τῶν συγγενῶν τοῦ καὶ τὸν υἱοθετεῖ «Ὅν ἀνὰ χεῖρας λαβῶν ὁ ἄπαις, ὁ ἀθυμῶν, καλλίπαις ὁμοῦ καὶ «ὔθυμος ἧν»202. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Βίος δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα τοῦ Δαμασκηνοῦ, προφανῶς ἀπὸ ὑπερβολικὸ χριστιανικὸ ζῆλο. Τὸ ὄνομα Μανσοὴρ εἶναι ἀραβικό, καὶ, κατὰ τὸ Βίο τῆς Χάλκης, ὁ Μανσοὺρ ἦταν ἐμίρης τῆς Δαμασκοῦ «ὃν καὶ ἀμηρᾶν ἐκάλουν οἱ ἐγχώριοι»203. Ἀπεναντίας, ὁ Βατικανὸς Βίος ἀναφέρει ὅτι ὁ πατέρας τοῦ Δαμασκηνοῦ καταγόταν ἀπὸ περιφανὲς γένος καὶ ἦταν χριστιανός· «ἀνὴρ τῇ τε κατὰ κόσμον περιφανείᾳ λαμπρὸς καὶ τὸ ἀπὸ Χριστοῦ καλεῖσθαι πεπλουτηκώς, καὶ ταῦτα μέσον ἀσεβούντων ἀναστρεφόμενος»204. Φαίνεται ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχαία καὶ περισσότερο πιθανὴ παράδοση. Ὁ Θεοφάνης παραδίδει ὅτι ὁ Μανσοὺρ ἦταν «ἀνὺρ χριστιανικώτατος»205.

γ. Ἀλλὰ ἡ υἱοθεσία τοῦ Κοσμᾶ, ὅπως ἐκτίθεται στὸ Βατικανὸ Βίο, παρουσιάζει ἐνδιαφέρον καὶ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη, τὴ σχέση δηλαδὴ ἡλικίας τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ. Ὁ βιογράφος τοποθετεῖ λογικὰ τὴν υἱοθεσία τοῦ Κοσμᾶ πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ὁ Κοσμᾶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Δαμασκηνό. Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Βίος τὸ ἀναφέρει καθαρά· «Χρόνος παρῆλθεν οὐχὶ συχνὸς καὶ ὁ τέως ἐπὶ τῷ ἐφευρημένῳ παιδὶ τὰς ἐλπίδας σαλεύων δευτέρου παιδὸς πατὴρ ἐγνωρίζετο. Ἦν δὲ ἄρα ὁ θαυμαστός Ἰωάννης»206. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ ἡλικίας ἐκφράζεται σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ Βίου μὲ συγκεκριμένους ἀριθμοὺς· «Ἐπεὶ δὲ καὶ χρόνοι παρῆλθον συχνοὶ καὶ ὁ μὲν Ἰωάννης περὶ δέκατόν που τῆς ἡλικίας ἧν ἔτος, ὁ δὲ Κοσμᾶς περὶ τρίτον καὶ δέκατου, πολῦς ἧν ὁ πατὴρ πάντα τόπον ἀνερευνῶν καὶ πάντα λίθον, τὸ τῆς παροιμίας, κινῶν, εἴπερ ἀνδρί περιτύχοι δεδυνημένῳ τοῖς παισὶ διδασκάλῳ γενέσθαι τῆς τε καθ’ ἡμᾶς καὶ θείας φιλοσοφίας καὶ ὅση ἡ θύραθεν»207. Ἡ διαφορὰ λοιπὸν ἡλικίας τῶν δύο θετῶν ἀδελφῶν εἶναι τρία ἔτη. Ἡ πληροφορία εἶναι σημαντικὴ καὶ δὲ φαίνεται νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Πάντως ὁ Βατικανὸς Βίος συμφωνεῖ ἐδῶ μὲ τὸν Ἰωάννη Μερκουρόπωλο208 καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Ἀκροπολίτη209.

δ. Γιὰ τὸν κοινὸ δάσκαλο Κοσμᾶ ὁ Βίος ἐπαναλαμβάνει τὰ γνωστά, μὲ μόνη τὴ διαφορὰ ὅτι ὡς πατρίδα του θεωρεῖ τὴν Κρήτη· «Ἐμοὶ πατρὶς μὲν Κρητῶν νῆσος ἡ περιώνυμος, τέχνη δὲ λόγοι καὶ παιδεία θεία καὶ τὸ κατ’ ἀρετὴν ζῆν πολλοῦ τιμώμενον ἐπιτήδευμα»210.

ε. Εἶναι γνωστὴ ἡ πληροφορία ὅτι μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μανσοὺρ ὁ Ἰωάννης ἔμεινε στὴ Δαμασκό, ὅπου ἄσκησε κυβερνητικὴ ἐξουσία ὡς «πρωτοσῦμβουλος» τοῦ ἐμίρη τῆς Δαμασκοῦ211. Ἡ πληροφορία ὑπάρχει στὰ κείμενα τοῦ τύπου Β καὶ στὸ Βατικανό Βίο· «Ἐντεῦθεν ὁ μεν Ἰωάννης πρωτοσύμβουλος χρηματίσας τῷ τότε Ἀγαρηνῷ προεξάρχοντι τῷ τέως ἐν Δαμασκῷ καταλείπεται»212. Ὁ Κοσμᾶς ὄμως κατὰ τὸν Βατικανὸ Βίο ἔφυγε ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ καὶ ἦλθε νὰ μονάσει στὰ Ἱεροσόλυμα· «Ὁ γὰρ τοι θεῖος Κοσμᾶς... οὐ χρυσοῦ κατεμαλακίσθη στιλπνότητι, οὐ χρημάτων κατεδουλώθη πολυπληθείᾳ, οὐ πρὸς ἀρχὰς καὶ δυναστείας ἀπέβλεψεν, οὐ συμπαρεδρεύειν ἐβουλήθη τῷ ἀδελφῷ τὰ πρῶτα φερομένῳ παρὰ τῷ ἄρχοντι, ὡς δεδήλωται, οὐ κατ’ ἄλλον ἐξουσίας ἐπειλημμένον καὶ πλοῦτον ἔχοντα συνεργὸν πρὸς ἀλόγους ἐπιθυμίας ἀπέβλεψεν... Ἀλλὰ παρεῖδε μὲν πλούτου πλῆθος, παρεῖδε δὲ κοσμικὴν φαντασίαν, παρεῖδεν ἀδελφὸν καὶ ταῦτα οὔτω ποθούμενον... καὶ τοίνυν ἐκεῖθεν ἀπάρας τὴν ἐνεγκαμένην καταλαμβάνει. Ἔδει γάρ, ἔδει πάντως τὴν οὕτω καλὸν καὶ εὐθαλὲς τὸ ἔρνος βλαστὴσασαν καὶ τῶν τούτου ἐπαπολαῦσαι καρπῶν. Πρῶτον μὲν οὖν τοῖς ἱεροῖς καὶ θείοις τόποις τῇ προσκυνήσει ἀφοσιοῦται τὰ τῆς τιμῆς, εἶτα δὴ καὶ ἔν τινι τῶν ἐκεῖσε φροντιστηρίων τὸ μοναδικὸν μεταμφιέννυται ἄμφιον»213. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἀνῶνυμος βιογράφος δὲν ἀναφέρει ἐδῶ τῇ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου, κατὰ τὴν παράδοση, μόνασε ὁ Κοσμᾶς. Σημαίνει, ἄραγε, τοῦτο ὅτι μόνασε ἀρχικὰ σὲ ἄλλη μονή; Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ βεβαιώσουμε. Στὸ προοίμιο τοῦ Βίου Στεφάνου τοῦ Σαββαῖτου, ποὺ βρέθηκε σὲ ἀραβικὸ κώδικα τοῦ Σινᾶ, ἀναφέρεται ἕνας Κοσμᾶς, ἡγούμενος στὴ μονὴ ΑΙ Qwysma κοντά στὸ Ἀμμάν, τακτικὸς ἐπισκέπτῆς τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὁ Κοσμᾶς αὐτὸς διέθετε μεγάλη παιδεία καὶ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ προλέγει τὰ μέλλοντα. Παραθέτω τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα σὲ λατινικὴ μετάφραση· «Postea autem in una dierum ivit ad Lauram patris nostri mâr Sabae, in necessitate quae ei advenerat, abbas Cosmas (qzm’), hegumenus monasterii al-qwysma qued est apud civitatem Ammân; erat autem hic abbas Cosmas (qzm’) vir egregius, perfectus in sanctitate et servus Dei proprius et eximius inter monachos, habens gratiam scientiae occulti»214.

Ταυτίζεται, ἄραγε, ὁ Κοσμᾶς αὐτὸς μὲ τὸν ὁμώνυμο ποιητὴ τῆς διατριβῆς μας; Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀποδείξουμε. Μερικὰ κοινὰ στοιχεῖα εἶναι ἐνδεικτικί: ἡ ὁμωνυμία, ὁ χρόνος (περὶ τὸ 734–735), ἡ ἀναφορὰ τοῦ Βατικανοῦ Βίου ὅτι μόνασε «ἔν τινι τῶν ἐκεῖσε φροντιστηρίων», ἀκόμη καὶ οἱ ἀναφορὲς τῶν κειμένων σὲ προφητεῖες τοῦ Κοσμᾶ. Ὅπως ἀναφέρουν τὰ κείμενα τοῦ τύπου Γ προέβλεψε τὸ κακὸ τέλος τοῦ ἐπισκόπου Νικομήδειας Εὐσεβίου215, τοῦ πατριάρχη Ταρασίου216. ἀκόμη καὶ τὸ δικό τοῦ217. Ἀλλὰ στοιχεία γιὰ Αναμφισβήτητη ταύτιση δὲ διαθέτουμε.

στ. Εἶναι περίεργο ἐπίσης ὅτι ὁ ἀνώνυμος βιογράφος ἐντελῶς παρεκβατικὰ ἀναφέρεται στὴν ἀρχιερατεία τοῦ Κοσμᾶ, χωρὶς καμιὰ πληροφορία γιὰ τὴ δράση του στὴν ἐπισκοπὴ Μαϊουμᾶ· «Ἀμέλει καὶ μεταστέλλεται τούτον ὁ τηνικαῦτα τῆς ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐκκλησίας ἰθύνων τοὺς οἴακας. Καὶ πρῶτον μὲν εἰς τὸν τῶν ἱερέων βαθμὸν ὁ τῶν ἱερῶν ὅντως ἄξιος ἄγεται, μετὰ βραχὺ δὲ καὶ πρόεδρος τῆς ἐν Μαϊουμᾷ ἐκκλησίας καθίσταται, οὐ τὴν τιμὴν ἀρπάσας οὐδὲ διώξας αὐτήν, ἀλλ’ ὑπ’ αὐτῆς διωχθείς. Οὔτως οἶδε τιμάν ἀρετὴ τοὺς κτωμένους αὐτήν, οὕτω περιφανεῖς, οὕτω λαμπροὺς ἀπεργάζεται»218. Ἀλλὰ σὲ τέτοιες ἀόριστες ἀναφορὲς δὲ; εἶναι δυνατὸ νὰ θεμελιωθοῦν συμπεράσματα.

ζ. Σημαντικὴ εἶναι ἡ πληροφορία τοῦ Βατικανοῦ Βίου γιὰ τὴν ἀνάμειξη τοῦ Κοσμᾶ στὴν εἰκονομαχικὴ κρίση· «Ὅπως δὲ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν οἰκείων προβάτων διδόναι πρόθυμος ἧν, τοῦ οἰκείου δεσπότου γινόμενος μιμητής, τὸν τε αὐτῷ πεπιστευμένον ἁγρὸν ἐπιπόνως ἀνακαθαίρων, ὡς μὴ τῷ παρ’ αὐτοῦ καταβαλλομένῳ σπόρῳ συνεκφυήσεται καὶ ζιζάνια, ἃ τότε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ σχεδὸν ἐπιφυῆναι πεποίηκεν ὁ ἐξ ἀρχῆς βασκαίνων ἡμῖν καὶ τὸ περίγειου αὐχῶν ὡς νοσσιάν καταλήψεσθαι, τὴν τῆς προσκυνήσεως λέγω τῶν σεπτῶν καὶ ἁγίων εἰκόνων ἀθέτησιν, ἧς ἀνωτέρους τοὺς τοῦ οἰκείου κλήρου πεποίηκε τὸ γλυκὺ ἐκεῖνο στόμα, ἡ ἐπικαθημένη τοῖς χείλεσι χάρις, τὸ πρὸς πειθὼ δεξιὸν καὶ ἡ τῶν θείων μελῳδημάτων ἡδυμελὴς ἀρμονία καὶ εὔηχος...»219. Ἡ πληροφορία συμφωνεῖ μὲ τὸ Λαινπωπκὸ Βίο220 καὶ μὲ ἄλλες πηγὲς καὶ φαίνεται ἀληθινή. Δυστυχῶς ὅμως μᾶς λείπουν συγκεκριμένα στοιχεῖα, ποὺ νὰ φωτίζουν περισσότερο τὴ δράση τοῦ Κοσμᾶ κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας.

η. Εἶναι ἀκόμη περίεργο ὅτι οἱ ἀναφορὲς τοῦ Βατικανοῦ Βίου στὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ἐλάχιστες. Περιορίζεται σὲ ἀοριστίες καὶ γενικότητες, σὲ ρητορικὰ σχήματα καὶ κοσμητικὰ ἐπίθετα, ἀλλὰ συγκεκριμένες πληροφορίες, ποὺ θὰ ἧσαν χρήσιμες στὴ λύση προβλημάτων, δὲν ὑπάρχουν. Τονίζει ὄμως ὁ βιογράφος τὴν ὁμόφωνη μαρτυρία τῶν πηγῶν, ὅτι δηλ. οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ καὶ ποιητὲς εἶναι οἱ εὑρετὲς τοῦ νέου ποιητικοῦ εἴδους, τοῦ κανόνα· «Ὅτι δὲ τῶν θείων τούτων ὑμνῳδιῶν πρῶτος αὐτὲς σὺν τῷ ἀδελφῷ Ἰωάννη ἐφευρετής, πᾶσι πάντως ἐπιγινώσκεται»221.

θ. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Βατικανοῦ Βίου ὁ Κοσμᾶς πέθανε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα λίγο μετὰ τὸν Δαμασκηνό· «ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ ὁ θεῖος Κοσμᾶς παραγίνεται καὶ τῇ τοῦ μεγάλου Σάββα λαύρᾳ ἐπιφοιτᾷ, ἧς ἄρα προειστήκει τῷ τότε ὁ τιμιότατος Στέφανος, ἀδελφιδοῦς ὁμοῦ καὶ μαθητὴς τοῦδε χρηματίσας τοῦ μάκαρος καὶ τῶν διδασκαλικῶν ναμάτων τῆς τούτου φιλοσοφίας εἰς κόρον ἀπαρυσάμενος. Ὅς καὶ ἄσμενος τοῦτον ὑποδεξάμενος πάντα τε τὰ τῷ θείῳ Ἰωάννῃ κατορθωθέτντα διασαφεῖ καὶ ὡς πρὸ μικροῦ τοῦ βίου διαπεράσας τὸ πέλαγος τὴν μὲν ψυχὴν παρέθετο τῷ Θεῷ, τὸ δέ γε σῶμα τῇ καθ’ ἡμᾶς ἁγίᾳ μονῇ τεθησαύρισται. Περιχαρὴς οὖν ὁ μέγας ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ γεγενημένος προτερήμασι καὶ τὸ θεῖον ἐκείνου σῶμα κατασπασάμενος ἀριδήλως καὶ τὴν αὐτοῦ προαγορχύει μετάστασιν. ‛Ἐνταύθα’, φήσας, ‛δεῖ κἀμὲ τὸ τοῦ βίου πέρας θεάσχσθαι καὶ κοινῆς ἀπολαῦσαι τῷ φιλτάτῆς ταφῆς, ὥσπερ δὴ καὶ ἀνατροφῆς καὶ μαθημάτων τῶν αὐτῶν συμμετέσχομεν. Ἔτι γὰρ ἔτοι ἓν καὶ μῆνες τρεῖς τῆς ἐνταῦθά μοι διαγωγῆς τὸ διάστημα’. Ἡ μὲν οὖν τοῦ ἁγίου πρόρρησις κατὰ καιρὸν εἰς ἔργον ἐκβέβηκε καὶ πρὸς τὰς οὐρανίους μετέβη μονὰς ὁ τούτων τῷ ὄντι ἐπάξιος καὶ προσετέθη τοῖς πατράσι καὶ διδασκάλοις ὁ πατὴρ καὶ διδάσκαλος. Καὶ νῦν ἀμέσως παρεστὼς τῇ ἐνιαίᾳ Τριάδι ταῖς ἐκεῖθεν φρυκτωρίαις καθαρώτερον καταλάμπεται»222. Τὸ τελευταῖο τοῦτο ἔχει ληφθεῖ ἀπὸ τὸ Βίο τῆς Χάλκης. Τὸ πρῶτο σκέλος τῆς πληροφορίας φαίνεται ἀληθινό, ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱ τάφοι τῶν ἀδελφῶν ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ ὑπῆρχαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ὢς τὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν, ὅπως βεβαιώνει ὁ περιηγητὴς Ἰωάννης Φωκᾶς (1117)223. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο, ὅτι δηλ. ὁ Κοσμᾶς πέθανε λίγο μετὰ τόν Δαμασκηνό, φαίνετα. πολὺ πιθανό. Στὸ σημεῖο τοῦτο ἔχουμε ὁμόφωνη τὴ μαρτυρία τῶν πηγῶν.

Ἀξιολόγηση

Ἀπό τὰ παραπάνω γίνεται φανερὸ ὅτι τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τοῦ Βατικανοῦ Βίου εἶναι ἐλάχιστα καὶ πάντως ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκτασή του. Ὁ ἀνώνυμος βιογράφος δὲν κατόρθωσε, παρὰ τὴ φιλοδοξία τοῦ, νὰ ἀποφύγει τὰ μειονεκτήματα τοῦ εἴδους, τὸ ρητορισμό, τὴν ἀφόρητη πολυλογία, τὶς περιττὲς ἐπαναλήψεις, τὶς παρεκβάσεις, τὸ πομπῶδες ὕφος τὴν κενότητα. Ἐξαντλεῖται ἔτσι σὲ ἐπουσιώδη θέματα καὶ σὲ φανταστικὰ ἐφευρήματα. Ἀποβλέπει πιρισσότερο στὸ νὰ συγγράψει ψυχωφελὴ διήγηση καὶ βλέπει τὸ βιογραφούμενο ὄχι τόσο ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο, ὄσο ὡς πρότυπο χριστιανικοῦ βίου καὶ ἀρετῦς καὶ παράδειγμα πρὸς μίμηση. Ἔχει περισσότερο θεολογικὸ ἐνδιαφέρον. Ἀποσπάσματα τοῦ βίου χρησιμοποίησε ὁ Λέων ὁ Ἀλλάτιος κυρίως γιὰ νὰ στηρίξει δογματικές διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν224.

Θὰ ἦταν ἐντούτοις ἄδικο νὰ μὴν ἀξιολογήσουμε μερικὲς σημαντικὲς μαρτυρίες, ὅπως τὴ σαφὴ διάκριση τοῦ Κοσμᾶ ἀπὸ τὸν ὀμώνυμο μοναχὸ καὶ δάσκαλο, ποὺ δὲν εἶναι ποιητής, τὴ δράση τοῦ Κοσμᾶ κατὰ τὴν εἰκονομαχία καὶ τὸ θάνατό τοῦ μετὰ τὸν Δαμασκηνό. Εἶναι πληροφορίες χρήσιμες καὶ νομίζω ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.

IV. ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ

1. ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ

Ἡ πρώτη καὶ κύρια πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ ἕνα συγγραφέα εἶναι βέβαια τὸ ἴδιο τὸ ἔργο τοῦ. Ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ αὐτὴ δὲν ἐφαρμόζεται στοὺς Βυζαντινοὺς Ὑμνογράφους, ποὺ δὲ γράφουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸ παρακινοῦν σὲ προσευχὴ ἢ δοξολογία, σὲ συντριβὴ καὶ σὲ μετάνοια. Ἔτσι τὸ προσωπικὸ στοιχεῖο καὶ τὰ προσωπικὰ προβλήματα δὲν ἔχουν θέση στὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα.

Ἡ παρατήρηση αὐτὴ ἰσχύει βέβαια καὶ γιὰ τὸν Κοσμᾶ. Ἀπὸ τὸ ἔργο του τὸ ὑμνογραφικὸ δὲν ἐξάγεται τίποτε. Μόνο σὲ δύο ἀκροστιχίδες ἀναστάσιμων κανόνων του ἔχουμε ρητὺ δήλωση τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ προσδιοριστικοῦ ἐπωνύμου του· «Δεύτερος ὕμνος Κοσμᾶ ἁγιοπολίτου» (ἧχ. β´) καὶ «Τρίτος ὕμνος Κοσμᾶ Ἱεροσολυμίτου» (ἧχ. γ´). Σὲ ἄλλη ἀκροστιχίδα ἀναφέρεται ἁπλῶς ὡς μοναχός· «Πένθος Κοσμᾶ μοναχοῦ ἐπὶ νοός» (Κανὼν εἰς Χριστόν, ἧχ. πλ. β´)225. Εἶναι πάντως χαραρακτηριστικὸ ὅτι σὲ καμιὰ περίπτωση δὲ χρησιμοποίησε τὸν τίτλο τοῦ ἐπισκόπου.

2. Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΩΣ ΠΗΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

α. Ἡ ἔντυπη ἀκολουθία τοῦ Κοσμᾶ (Ὀκτωβρίου 14), γιὰ τὴν ὀποία θὰ γίνει λόγος παρακάτω, εἶναι ἐγκωμιαστικὴ καὶ δὲν ἀναφέρεται σὲ συγκεκριμένα, στοιχεῖα τοῦ βίου του. Ὁ Κοσμᾶς ἐγκωμιάζεται ὡς πνευματικὸς ἀσματογράφος, «λύρα τοῦ θείου πνεύματος», «ἡ ἀηδών», «ὁ τέττιξ», «ὁ αὐλὸς τῆς Ἐκκλησίας», «μελουργὸς κιθάρα», «νευρὰ τῶν εὐσήμων τοῦ πνεύματος λογίων» κ.τ.δ.

Δύο τροπάρια τοῦ ἀνώνυμου κανόνα περιέχουν ὑπαινιγμοὺς γιὰ τὴ δράση τοῦ Κοσμᾶ ὑπὲρ τῶν εἰκόνων «Σὺ ὥσπερ ἀριστεύς, τῇ σφενδόνῃ χρησάμενος τῶν λόγων σου, θεομάκαρ, τὰ τῶν αἰρετιζόντων κατέβαλες φρυάγματα» (ὠδὴ ε´, 2). Καὶ· «Λύμην αἰρέσεως δεινὴν ἔστησας φαρμάκῳ τῶν λόγων τῶν σῶν δογμάτων μελῳδῶν ἐπινίκιον ὕμνον τῷ Κτίσαντι» (ὠδὴ ζ´, 2). Ὁἱ ὑπαινιγμοὶ ἐπιτρέπουν νὰ ὑποθέσουμε ὅτ. ὁ Κοσμᾶς ὄχι μόνο ὑποστήριξε τὶς εἰκόνες, ἀλλὰ καὶ συνέθεσε σχετικὸ ὕμνο (κανόνα). Ἀλλὰ γιὰ τὸ θέμα τοῦτο δὲν ἔχουμε καμιά ἄλλη πληροφορία.

β. Περισσότερο ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀνέκδοτη ἀκόμη ἀκολουθία τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ σώζεται σὲ πολλὰ ἁγιορειτικὰ χφφ. Ἂν μάλιστα ἡ ἀκολουθία αὐτὴ εἶναι ποίημα Θεοφάνους, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σ. Εὐστρατιάδης226, ἔχουμε τὴ χρονικὰ πλησιέστερη πρὸς τὸν Κοσμᾶ πηγὴ πληροφοριῶν. Τὰ χφφ. καὶ τὶς ἐνδείξεις τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς τὰ σημειώνουμε παρακάτω. Ἐδῶ θὰ ἐπισημάνουμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀνεξάντλητα ἐγκωμίαστικὰ σχήματα, τὰ ἀκόλουθα συγκεκριμένα στοιχεῖα:

Ἡ ἀναφορὰ στὴ δράση τοῦ Κοσμᾶ ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων γίνεται τώρα σαφὴς καὶ συγκεκριμένη. Ἀναφέρεται μάλιστα καὶ Κωνσταντῖνος ὁ Κοπρώνυμος· «Νενοσηκυῖαν, παμμάκαρ, τὴν Ἐκκλησίαν ταῖς βλασφημίαἰζ, δόγμασι τοῖς τοῦ Κοπρωνύμου καὶ τοῖς λοιδωρήμασιν, ἰάσω συγγράμμασιν, οἶς θεουργικῶς ἐμελώδησας» (ὠδὴ δ´, 3). Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης παρατηρεῖ σχετικά· «Ὅτι καὶ ὁ Κοσμᾶς δὲν ἧτο δυνατὸν νὰ μένῃ ἀπαθὴς εἰς τὸν διὰ τοῦ Κοπρωνύμου ἐξαπολυθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ κλύδωνα, ἔχων παρ’ αὐτῷ ἄσπονδον τοῦ Κοπρωνύμου πολέμιον, τὸν θεῖον Ἰωάννην, τοῦτο εἶναι εὐνόητον, καίτοι στερούμεθα τῶν μνημονευομένων ὑπὸ τοῦ Θεοφάνους μελουργικῶν συγγραμμάτων τοῦ Κοσμᾶ»227. Ἡ πληροφορία ἀποκτᾶ μεγαλύτερη σημασία, ὅταν συνδυαστεῖ μὲ τὶς ἀνάλογες πληροφορίες τῶν ἁγιολογικῶν πηγῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες ἔχει ἤδη γίνει λόγος.

Ἡ ἀκολουθία ὅμωε εἶναι ἐνδιαφέρουσα καὶ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη. Περιέχει πολύτιμες πληροφορίες γιὰ ἔργα τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ δὲ σώθηκαν, ἢ θεωροῦνται σήμερα ἀμφίβολα. Ἔτσι ἀναφέρεται κανόνας τοῦ Κοσμᾶ στὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου· «Οὐ λόγοις, ἀλλ’ ἐν πράγμασι σὺ παρέστησας ἔγερσιν, μάκαρ, Λαζάρου ἐκ νεκρῶν...» (ὠδὴ ς´ 2). Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸν κανόνα αὐτόν, ποὺ στὸ ἔντυπο Τριώδιο φέρεται μὲ τὴν ἔνδειξη «Κοσμᾶ μοναχοῦ», ἀποδίδουν οἱ νεώτεροι μελετητὲς σὲ ἄλλον ὁμώνυμο ποιητή· «Non celeberrimum melodum, sed cognominem quendam Cosmam monachum auctorem canonis sabbati Lazari esse iudico»228. Ἀναφέρεται ἐπίσης κανόνας τοῦ Κοσμᾶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου· «Φωτὸς ἀύλου ταῖς αὐγαῖς καταλαμπόμενος, Κοσμᾶ πανόσιε, πάθη τίμια ἔγραψας καὶ ταφὴν καὶ τὴν ἀνάστασιν (ὠδὴ η´, 3). Ἡ πληροφορία εἶναι πολύτιμη γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ καταλόγου τῶν ἔργων τοῦ Κοσμᾶ229.

γ. Στὸ Λεξικὸ Σούδα ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Κοσμᾶ· «συνήκμαζε δ’ αὐτῷ (τῷ Δαμασκηνῷ) καὶ Κοσμᾶς ὁ ἐξ Ἱεροσολύμων, ἀνὴρ εὐφυέστατος καὶ πνέων μουσικὴν ὅλως τὴν ἐναρμόνιον. Οἱ γοῦν ᾀσματικοὶ κανόνες Ἰωάννου τε καὶ Κοσμᾶ σύγκρισιν οὐκ ἐδέξαντο, οὐδὲ δέξαιντο ἂν μέχρις ὁ καθ’ ἡμᾶς βίος περαιωθήσεται»230.

δ. Γεώργιος ο Κέδρινος ἀναφέρει τὰ ἑξης· «Ὁ ὅσιος Ἰωάννης καὶ μελῳδὸς ὠνομάσθη μετὰ Κοσμᾶ τοῦ ἐπισκόπου τοῦ Μαϊουμᾶ καὶ Θεοφάνους ἀδελφοῦ Θεοδώρου τῶν Γραπτῶν, διὰ τὸ αὐτοὺς μελωδῆσαι τὰ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν χριστιανῶν τετυπωμένα ψάλλεσθαι»231.

V. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΧΗΜΑ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ

Μετὰ τὴν ἀνάλυση τῶν πηγῶν καὶ τὸν ἕλεγχο τῶν εἰδήσεων θὰ ἐπιχβιρήσουμε τὴν ἀνακεφαλαίωση τῶν ἱστορικῶν στοιχείων καὶ τὴν παρουσίαση πιθανοῦ βιογραφικοῦ σχήματος τοῦ Κοσμᾶ.

1. ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατέστερη παράδοση ὁ Κοσμᾶς εἶναι Ἱεροσολυμίτης ἢ Ἁγιοπολίτῆς. Σ’ αὐτὸ συμφωνοῦν τὸ Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἱεροσολυμιτικὸς Βίος τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἡ κοινὴ βιογραφία τῶν ποιητῶν ποὺ συνέταζε ὁ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος καὶ ὁ Βατικανὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ. Ἡ παράδοση εἶναι ἐπίσης κοινὴ καὶ στοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς καὶ ἐπαναλαμβάνεται σὲ ὅλα τὰ νεώτερα γραμματολογικὰ σημειώματα.

Ὁ ἴδιος ὁ Κοσμᾶς αὐτοπροσδιορίζεται Ἱεροσολυμίτης ἢ Ἁγιοπολίτης σὲ δύο ἀκροστιχίδες ἀναστάσιμων κανόνων· «Δεύτερος ὕμνος Κοσμᾶ ἁγιοπολίτου» (ἦχ. β´)232 καὶ «Τρίτος ὕμνος Κοσμᾶ Ἱεροσολυμίτου» (ἦχ. γ´)233. Ἀλλὰ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Συναγωγὴ καὶ ἐξήγησις ὧν ἐμνήσθη ἱστοριῶν ὁ θεῖος Γρηγόριος... ὑπογράφετα· «Κοσμᾶ ἀχρείου καὶ τοῦτο πόνημα Ἱεροσολυμίτου»234. Θὰ μπορούσε λοιπὸν νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἡ προσωπικὴ καὶ ἀναμφισβήτητη μαρτυρία τοῦ Κοσμᾶ γιὰ τὴν καταγωγή του ἐπαληθεύει τὴν παράδοση καὶ ὅτι τὸ πρόβλημα κλείνει ἐδῶ.

Πρέπει ὡστόσο νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ προσδιορισμοὶ Ἱεροσολυμίτης ἢ Ἁγιοπολίτης δὲ σημαίνουν ἀναγκαστικὰ ὅτι ὁ Κοσμᾶς γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα. Συνήθως ἀποκαλοῦνται Ἱεροσολυμίτες ἢ Ἁγιοπολίτες οἱ τρόφιμοι τῆς ὀνομαστῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Ἱερουσαλήμ. Παράδειγμα οἱ ἐπίσης ποιητὲς Γεώργιος, Στέφανος καὶ Σέργιος οἱ Ἁγιοπολίτες. Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης ἀποκαλεῖται σταθερὰ Ἱεροσολυμίτης, ἐνῶ εἶναι βέβαιο ὅτι γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ235. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀποκαλεῖται «ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Ἁγιοπολίτῆς» στὸ Βίο τῆς Χάλκης236.

Ἀπὸ τοὺς νεότερους ἐρευνητές οἱ μόνοι, ἀπ’ ὅσα γνωρίζω, ποὺ ἀμφισβητοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς κοινῆς αὐτῆς παραδόσεως γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ Κοσμᾶ, εἶναι ὁ Σ. Εὐστρατιάδης καὶ ὁ Π. Χρήστου. Σχολιάζοντας ὁ πρῶτος τὴν παράδοση γιὰ τὴν υἱοθεσία τοῦ Κοσμᾶ παρατηρεῖ· «τὸ λεγόμενον ὅτι ὀρφανὸς προσελήφθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Σεργίου καὶ θετὸς αὐτοῦ ἐγένετο υἱὸς συνηγορεῖ μᾶλλον ὑπὲρ τῆς ἐκ Δαμασκοῦ καταγωγῆς τοῦ Κοσμᾶ»237. Τὴν εἰκασία αὐτὴ τοῦ Εὐστρατιάδη ἔρχεται τώρα νὰ στηρίξει ἡ ἰσχυρὴ μαρτυρία τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίον τοῦ Κοσμᾶ, κατὰ τὴν ὁποία πατρίδα τοῦ εἶναι ἡ Δαμασκός· «ἣν δὴ καὶ τοῦ γενναίου τοῦδε ἀνδρὸς ἐνεγκαμένην οἶδεν ὁ λόγος» (Κώδ. Λαυριωτικὸς Γ 44, f. 151r)238. Τὴν πληροφορία ἐνισχύει καὶ ἡ περίεργη μαρτυρία τοῦ Ἀηναϊκοῦ Βίον· «Εἰ δὲ καὶ τὴν γέννησιν μὴ εἶχεν ἐκ Δαμασκοῦ, ἀλλ’ ἐκ Κρήτης, ὄμως κατὰ τὸν μακάριον Ἰωάννην καὶ οὗτος Δαμασκηνὸς ὠνομάζετο» (Ἀθηναῖκὸς κώδ. 321, f. 45ν)239. Ἀλλὰ καὶ σὲ παλαιὸ χειρόγραφο Εἰρμολόγιο τῆς Κρνπτοφέρρης ὁ Κοσμᾶς ἀποκαλεῖται Δαμασκηνός· «Κοσμᾶ μοναχού τοῦ Δαμασκηνοῦ» (Cod. Crypt. Ε. γ. II, f. 16v240.

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν περίεργη πληροφορία τοῦ Βίον τῆς Χάλκης καὶ τοῦ Ἀθηναϊκοῦ (τύπος Γ1), ὅτι ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἤδη ἀποδείξαμε ὅτι πρόκειται γιὰ χονδροειδὴ πλάνη241.

Συμπέρασμα: ὁ Κοσμᾶς κατάγεται ἀπὸ τὴ Δαμασκό, πού, κατὰ περίεργη σύμπτωση, γέννησε καὶ ἄλλους σπουδαίους ἄνδρες τὴν ἴδια ἐποχή, τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν Ἀνδρέα Κρήτης καὶ τὸν Στέφανο Σαββαῖτη.

2. ΧΡΟΝΟΣ

Πρόβλημα δύσκολο καὶ πάντοτε ἀνοικτὸ εἶναι ὁ ἀκριβὴς προσδιορισμὸς τῶν χρονικῶν ὁρίων τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ. Οἱ πηγὲς εἴτε παρασιωποῦν τὸ θέμα εἴτε παρέχουν πληροφορίες περίεργες καὶ ἀντιφατικές, ποὺ συσκοτίζουν, ἀντὶ νὰ φωτίζουν τὸ πρόβλημα. Φυσικά, ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ σύγχυση τῶν μελετητῶν. Οἱ Βολλανδιστὲς τοποθετοῦν τὴ γέννηση τοῦ Κοσμᾶ περὶ τὸ 67· «Nascitur Sanctus hic Hierosolymis circa annum 674»242, ἐνῶ τὸ θάνατό τοῦ τὸν τοποθετοῦν «circa annum DCCLXXXI (= 781)243. Ἀλλὰ τότε πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔζησε 107 ἔτη, πράγμα ἐντελῆς ἀπίθανο καὶ ἀνεπιβεβαίωτο ἀπὸ τὶς πηγές. Ἀγνοῶ ποῦ στηρίζεται ὁ Ρ.L. Bernhard καὶ τοποθετεῖ τὴ γέννηση τοῦ Κοσμᾶ περὶ τὸ 700244, ὅπως ἐπίσης δὲ γνωρίζω μὲ ποιὲς ἐνδείξεις τοποθετεῖ τὸ θάνατό τοῦ περὶ τὸ 776 ὁ Ρῶσος Ἀρχιμανδρίτῆς Vladimir245. Ἐκείνο ποὺ πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ παρατηρηθεῖ εἶναι ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ χρονικὰ στοιχεῖα δὲ φαίνονται νὰ ἀνταποκρίνονται στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ὁ Fr. Halkin τοποθετεῖ τὸ θάνατό του περὶ τὸ 760, στηριζόμενος προφανῶς σὲ δύο δεδομένα: στὴν κοινὴ ὑπόθεση ὅτι ὁ Κοσμᾶς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ περὶ τὸ 743 καὶ στὴ μαρτυρία τοῦ Μερκουροπώλου ὅτι ἀρχιεράτευσε 17 ἐτη246. Ἄλλοι, τέλος, μελετητὲς ἀποφεύγουν τοὺς σκοπέλους καὶ τοποθετοῦν ἀόριστα τὸν Κοσμᾶ «octavo saeculo medio»247.

Ποὺ βρίσκεται λοιπὸν ἡ ἀλήθεια; Δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἀπάντηση. Θὰ ἐπιχειρήσουμε ἐντούτοις νὰ προσπελάσουμε τὸ θέμα ἀπὸ ἄλλους δρόμους καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ συμπεράσματα ἀκριβέστερα.

Βασικὴ ἀφετηρία πρέπει νὰ εἶναι ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶναι σύγχρονος τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ὁ Βατικανὸς Βίος ἐκφράζει τὴν κοινὴ καὶ ὁμόφωνη παράδοση· «Κοσμᾶν δὲ λέγων ἐκεῖνόν φημι τὸν τῷ ἐκ Δαμασκοῦ Ἰωάννῃ συντραφέντα καὶ συανξηθέντα καὶ συνακμάσαντα, ὡς τῷ ἐκείνου πατρὶ εἰσποιηθέντα τε καὶ υἱὸν χρηματίσαντα»248. Κατὰ φυσικὴ συνέπεια, ὁ προσδιορισμὸς τῶν χρονικῶν ὁρίων τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ πρέπει νὰ ἐπιχειρηθεῖ μὲ βάση τὰ χρονολογικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τὶς σχέσεις ἡλικίας τῶν δύο ἀνδρῶν.

Δυστυχώς καὶ τοῦ βίου τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ τὰ χρονολογικὰ στοιχεῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ξεκαθαρισμένα. Ἀσφαλὴς πρέπει νὰ θεωρεῖται ἡ χρονολογία θανάτου τοῦ (749). Τὴ χρονολογία αὐτὴ ὑπέδειξε ὁ S. Vailhé στηριζόμενος στὰ δεδομένα τοῦ Βίου τοῦ Στεφάνου τοῦ Σαββαΐτου (725–794), ποὺ ἦταν πρῶτος ἀνεψιὸς τοῦ Δαμασκηνοῦ249. Τὴ χρονολογία αὐτὴ δέχονται γενικὰ ὅλοι οἱ νεότεροι μελετητές250, μὲ μικρές ἀποκλίσεις. Ὁπωσδήποτε ὁ Δαμασκηνὸς πέθανε πρὶν ἀπὸ τὸ 753, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τῆς Συνόδου τῆς Ἱερείας· «ἡ Τριὰς τοὺς τρεῖς καθεῖλε» (δηλ. τοὺς Γερμανὸ Α´ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ Γεώργιο Κύπρου), φράση ποὺ μετέτρεψε ἡ Ζ´ οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Νίκαιας· «ἡ Τριάς τοὺς τρεῖς ἐδόξασε»251.

Ὁ Π. Χρήστου διατυπώνει ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν παραπάνω χρονολογία (749) καὶ παρατηρεῖ· «Ἀλλὰ προϋποτίθεται μᾶλλον ὡς ζῶν κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίνου Ε´ συγκληθεῖσαν τὸ 754 σύνοδον. Ἡ σκληρότῆς τῶν κατ’ αὐτοῦ ἐκφράσεων τῆς συνόδου ταύτης (Mansi, 13, 356) δεικνύει ὅτι εἶχε κατανοηθῆ πλήρως ἡ σημασία τῆς προσωπικότητες αὐτοῦ»252. Ἐντούτοις ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ 749/750 δημιουργεῖ μεγάλα προβλήματα συμβιβασμοῦ γνωστῶν ἱστορικῶν δεδομένων τοῦ βίου τοῦ.

Ὡ πρὸς τὴ χρονολογία γεννήσεως τοῦ Δαμασκηνοῦ ἔχουμε δύο ἀντιφατικὲς πληροφορίες. Σύμφωνα μὲ τὸ νεώτερο συναξάριο ἐζησε 104 ἔτη253, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν Μαοκιανό Βίο μόνο 70254. Ἡ πρώτη περίπτωση ἀπορρίπτεται ἀμέσως, γιατὶ προῦποθέτει ἔτος γεννήσεως τοῦ Δαμασκηνοῦ τὸ 645, πράγμα ἐντελῶς ἀπαράδεκτο, γιὰ λόγους ἱστορικοὺς. Ἂν γίνει πιστευτὴ ἡ δεύτερη μαρτυρία, τότε πρέπει νὰ χρονολογήσουμε τὴ γέννησή του περὶ τὸ 679 (749–70). Νομίζω ὅτι ἡ ἄποψη αὐτὴ πλησιάζει περισσότερο τὴν Ἰστορικὴ πραγματικότητα.

Ὁ Nasrallah στηριζόμενος στὶς ἀραβικὲς πηγὲς δέχεται ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς ἦταν συνομίληκος καὶ σύντροφος τοῦ Yazid, γιοῦ τοῦ Μωαβιᾶ Α´ καὶ διαδόχου του, καὶ τοῦ ποιητῆ Ahtai, ποὺ γεννήθηκε περὶ τὸ 640. Μὲ βάση τὰ στοιχεῖα αὐτὰ χρονολογεῖ τὴ γέννηση τοῦ Δαμασκηνοῦ μεταξὺ 655–660255.

Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἡ χρονολογία αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβαστεῖ μὲ τὰ δεδομένα τοῦ Βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἡ μαχητικὴ στάση τοῦ κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχικῆς κρίσεως, ποὺ ξέσπασε μὲ τὸ πρῶτο εἰκονομαχικὸ διάταγμα τοῦ Δέοντος Γ´ (726) καὶ κορυφώθηκε μὲ τὸ δεύτερο (730), προϋποθέτει ἀγωνιστικὴ διάθεση καὶ νεανικὴ ρὡμη. Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς γεννήθηκε μεταξύ 655/660, τότε πρέπει νὰ ἦταν τὸ 730 περίπου 70–75 ἐτῶν. Τοὺς τρεῖς ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων λόγους του τοὺς ἔγραψε μεταξὺ 726–735256 καὶ στὴν ἴδια περίοδο χρονολογοῦνται καὶ ἄλλα ἔργα του257. Ἀλλὰ μιὰ τέτοια πνευματικὴ καὶ ἀγωνιστικὴ δραστηριότητα προϋποθέτει πνευματικὴ διαύγεια, καὶ ζωτικότητα ποὺ συνήθως δὲ συμβιβάζεται μὲ τὴν ἡλικία τῶν 75–80 ἐτῶν. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν νὰ μεταθέσουμε πολὺ τὴ χρονολογία γεννήσεως καὶ νομίζω ὅτι τὸ 679/680 εἶναι μιὰ χρονολογία πολὺ πιθανή. Μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ συντάσσονται καὶ οἱ περισσότεροι μελετητές258.

Καὶ τώρα ἃς ἐξετάσουμε τὰ χρονολογικὰ τοῦ Κοσμᾶ. Τὰ περισσότερα καὶ περισσότερο ἀξιόπιστα κείμενα βεβαιώνουν ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ κατὰ 3–5 ἔτη. Ἰωάννης ὁ Μερκουρόπωλος παραδίδει ὅτι οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ εἶχαν διαφορὰ ἡλνκίας πέντε ἐτῶν259, ἐνῶ κατὰ τὸ Βατικανὸ Βίο, ἡ διαφορὰ μειώνεται στὰ 3 ἔτη πάντοτε ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ260. Κατὰ τὸν Κωνσταντίνο Ἀκροπολίτη ἡ υἱοθεσία τοῦ Κοσμᾶ τοποθετεῖται πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Δαμασκηνοῦ261, καὶ αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων. Ἂν λοιπὸν δεχθοῦμε ὡς χρονολογία γεννήσεως τοῦ Δαμασκηνοῦ τὸ 679/680, τότε πρέπει νὰ τοποθετὴσουμε τὴ γέννηση τοῦ Κοσμᾶ μεταξὺ 674–676. Ἡ χρονολογία αὐτὴ συμβιβάζεται μὲ τὰ δεδομένα τοῦ Βίον, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς χρονικὲς σχέσεις τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸ Δαμασκηνό262.

Γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς χρονολογίας θανάτου τοῦ Κοσμᾶ τὰ πράγματα εἶναι δυσκολότερα. Ἐδῶ ἡ ἀσυμφωνία τῶν πηγῶν εἶναι πλήρης. Τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει ἀόριστα· «εἰς βαθὺ γῆρας ἐλάσας, ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ»263. Οἱ Βίοι τῆς Χάλκης καὶ Ἀηναϊκὸς (τύπος Γ1) ὁρίζουν τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ σὲ 78 ἔτη264, ἐνῶ ὁ Λαυριωπκὸς Βίος τὸν θεωρεῖ βραχύβιο· «οὔπω τὸν πεντηκοστὸν πέμπτον χρόνον κατειληφώς... καθαρὸς τῷ καθαρῷ προσεχώρησεν» (Κώδ. Λαυριωτικὸς Γ 44, f. 156ν). Ὁ Μερκουρόπωλος παρέχει δύο ἀντιφατικὲς πληροφορίες. Ἂν προσθέσουμε τὶς περιόδους τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ, ὅπως παραδίδονται στὸ κείμενο τοῦ Μερκουροπώλου, ἔχουμε περίεργα τὸν ἀριθμὸ 54, ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου265. Ἀλλὰ ὁ βιογράφος στὸ τέλος μᾶς λέγει ὅτι οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ ποιητὲς «ἀπῄεσαν ἐν εἰρήνῄ καὶ γήρᾳ βαθεῖ τὴν πρὸς τὸν Κύριον»266.

Θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ παρατηρηθεῖ ὅτι ἡ φράση «ἐν εἰρήνῃ καὶ γήρᾳ βαθεῖ» εἶναι κοινὸς τόπος. Ἀλλὰ καὶ ὁ περιορισμὸς τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ σὲ 54 ἔτη ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ λοιπὰ δεδομένα τῶν Βίων. Ὅλα σχεδὸν τὰ κείμενα μαρτυροῦν ὅτι ὁ Κοσμᾶς πέθανε μετὰ τὸν Δαμασκηνό, δηλ. μετὰ τὸ 749/50. Ἀλλὰ πότε ἀκριβῶς; Τοῦτο δὲν εἶναι εὔκολο νὰ προσδιοριστεῖ μὲ ἀκρίβεια. Ἀπὸ τὰ κείμενα φαίνεται ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγάλη χρονικὴ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν δύο θανάτων. Σύμφωνα μὲ τὸ Βατικανὸ Βίο ὁ Κοσμᾶς πληροφορήθηκε τὸ θάνατο τοῦ Δαμασκηνοῦ ὅταν, μετὰ τὶς ὑποτιθέμενες περιοδεῖες τοῦ, κατέληξε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου καὶ ὁ ἴδιος πέθανε μετὰ ἕνα ἔτος περίπου267. Ὁ θάνατος τοῦ Δαμασκηνοῦ κατὰ τὸ βιογράφο ἦταν πρόσφατος. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Δαμασκηνοῦ (749/50) περισσότερο ἀπὸ 3–4 ἔτη. Ὁπωσδήποτε δὲν μποροῦμε νὰ φτάσουμε στὸ 760.

Ὑπάρχει ὄμως καὶ ἄλλη χρονολογικὴ βάση, τὸ ἔτος ἀναρρήσεως τοῦ Κοσμᾶ στὸ θρόνο Μαϊουμᾶ. Μέχρι σήμερα ὅλοι σχεδὸν δέχονται ὡς ἔτος χειροτονίας τοῦ τὸ 743, στηριζόμενοι σὲ μιὰ ἀμφίβολη καὶ πάντως ἀτεκμηρίωτη πληροφορία τοῦ Le Quien268. Ὅσοι παραδέχονται τὴ χρονολογία αὐτὴ δέχονται ἐπίσης καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Μερκουροπώλου, σύμφωνα μὲ τὴν ὀποία ὁ Κοσμᾶς ἀρχιεράτευσε 17 ἔτη269. Ἔτσι ὑπολογίζουν ὅτι ὁ Κοσμᾶς πέθανε περὶ τὸ 760 (743+17)270.

Θὰ δείξουμε ἐντούτοις στὴ συνέχεια ὅτι ἡ χρονολογικὴ αὐτὴ βάση δὲν εἶναι ὀρθή. Ἡ χειροτονία τοῦ Κοσμᾶ, σύμφωνα μὲ τοὺς δικούς μας ὑπολογισμούς, πρέπει νὰ τοποθετηθετηθεῖ στὸ 735 καὶ ὄχι στὸ 743. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ χρονολογήσουμε τὸ θάνατό τοῦ, μὲ βάση πάντοτε τὴ μαρτυρία τοῦ Μερκουροπώλου ὡς πρὸς τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ, περὶ τὸ 751/2. Μὲ τὸν ὑπολογισμὸ αὐτὸ φαίνεται νὰ ἐπιβεβαιώνεται ἡ σχεδὸν ὁμόφωνη μαρτυρία τῶν πηγῶν, ὅτι ὁ Κοσμᾶς πέθανε λίγο μετὰ τὸ Δαμασκηνό. Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἡ χρονολογία αὐτὴ συμβιβάζεται καὶ μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Βίου τῆς Χάλκης (καὶ τοῦ Ἀηναϊκοῦ) ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔζησε 78 ἔτη (χρονολογία γεννήσεως 674/6+78 = 752/4).

3. ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ-Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ

Ὁμόφωνη εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν πηγῶν, ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔμεινε ὀρφανὸς σὲ νηπιακὴ ἡλικία καὶ υἱοθετήθηκε ἀπὸ ἕναν χριστιανὸ ἀξιωματοῦχο τῆς Δαμασκοῦ, τὸν Σέργιο Μανσούρ, πατέρα τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ. Στὶς λεπτομέρειες τῆς υἱοθεσίας παρατηροῦνται μικρὲς διαφορὲς στὰ κείμενα, ποὺ εἶναι μᾶλλον φιλολογικὲς ἐπαυξήσεις καὶ δὲ μεταβάλλουν τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Νομίζω ὅτι ἡ ἁπλὴ καὶ λιτὴ πληροφορία τοῦ Συναξαρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅτι ὁ Μανσοὺρ «προσελάβετο καὶ Κοσμᾶν τὸν μακαριώτατον, κομιδῇ νήπιον ὄντα, ὀρφανίᾳ τε ὁμοῦ καὶ πενίᾳ πιεζόμενον ἐσχάτη· ὃν καὶ ἀναθρεψάμενος ἐπιμελῶς υἱoπoιήσατo»271 συμπυκνῶνει τὴν ἀρχαία καὶ μᾶλλον πιθανὴ παράδοση. Ἡ γνώμη αὐτὴ εἶναι καὶ σήμερα γενικὰ ἀποδεκτή, καὶ ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ στενὴ σχέση τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν Δαμασκηνό.

Ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς νεώτερους μελετητές, ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴ γνησιότητα τῆς παραδόσεως καὶ ἀρνεῖται τὴν ἀπὸ υἱoθεσία ἀδελφικὴ σχέση τῶν δύο ποιητῶν, εἶναι ὁ Μ. Jugie. Ὑποστηρίζει ὅτι ἡ σχετικὴ παράδοση εἶναι μύθος καὶ ὅτι οἱ δύο ἄνδρες ἧσαν ἀπλῶς πνευματικοὶ ἀδελφοί, τρόφιμοι τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ὁμότεχνοι στὴ λειτουργικὴ ποίηση· «Ce qu’ il ya de certain, c’ est que Cosmas fut le frère de Jean par la profession religieuse dans le même convent, et son émule dans la poésie liturgique»272.

Τὴν ἀποψη αὐτὴ τὴ στηρίζει ὁ Μ. Jugie στὴν παρατήρηση ὅτι ὁ Δαμασκηνός, ποὺ ἀφιερώνειτό βασικότερο ἔργο τοῦ Πηγὴ τῆς γνώσεως στὸν Κοσμᾶ, «τῷ ὁσιωτάτῳ καὶ θεοτιμήτῳ πατρὶ Κοσμᾷ, ἁγιωτάτῳ ἐπισκόπῳ τοῦ Μαϊουμᾶ»273, δὲν ἀναφέρει τίποτε γι’ αὐτὴ τὴ σχέση· «Dans la lettre par laquelle Jean dédie le principal de ses ouvrages, la Source de la Connaissance, à celui qui aurait été son frère adoptif, rien ne trahit une pareille intimité. Cette iraternité adoptive reste done sujette à caution»274.

Οἱ ἀντιρρήσεις τοῦ Jugie φαίνονται ὑπερβολικές. Καὶ δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ γνώμη τοῦ ὅτι τὰ ἀρχαῖα συναξάρια ἀποσιωποῦν αὐτὴ τὴ σχέση. Ἀπεναντίας ὅλες οἱ πηγές, ἁγιολογικὲς καὶ ἱστορικές, ἤδη ἀπὸ τὸ 10° αἰ., βεβαιώνουν αὐτὴ τὴν ἀδελφικὴ σχέση. Ἡ παράδοση ἔχει συνδέσει τόσο στενὰ τοὺς δύο ποιητές, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναφέρεται ὁ ἕνας, χωρὶς παράλληλη ἀναφορὰ στὸν ἄλλο. Ρητὰ μαρτυρεῖ τὸ Συναξάρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅτι «ὁ λόγος οὗτος ἐκ πατέρων καὶ εἰς ἡμᾶς ἀφίκετο»275. Εἴμαστε λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ σεβαστοῦμε τὴν παράδοση, καὶ μάλιστα ὅταν εἶναι ὁμόφωνη.

4. Ἡ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ

Σύμφωνα μὲ τὴν κοινὴ παράδοση, τοὺς δύο θετοὺς ἀδελφοὺς δίδαξε κάποιος λόγιος μοναχός, τὸν ὁποῖο ἐξαγόρασε ὁ Μανσοὺρ ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ αἰχμαλωσία. Γιὰ τὴν καταγωγή τοῦ ἔχουμε μαρτυρίες ἀντιφατικές. Κατὰ τὰ κείμενα τοῦ τύπου Α, ἦταν βυζαντινὸς (Κωνσταντινουπολίτης) λόγιος ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἀσηκρητῶν. Τὰ κείμενα ἐδῶ δὲν ἀναφέρουν τὸ ὅνομά τοῦ. Ἀντίθετα, τὰ κείμενα τοῦ τύπου Β παραδίδουν ὅτι ὁ κοινὸς δάσκαλος ἦταν ὁ λόγιος Ἰταλιώτης μοναχος, ποὺ, κατὰ σύμπτωση, εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Κοσμᾶς. Ὁ Βατικανὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ (τύπος Γ2) διαφωνεῖ μόνο ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ τοῦ κοινοῦ δασκάλου, ποὺ τὸν θεωρεῖ ὄχι Ἱταλιώτη ἀλλὰ Κρητικό. Μόνο τὰ κείμενα τοῦ τύπου Γ1 (Βίοι Χάλκης καὶ Ἀθηναῖκὸς) ταυτίζουν τὸν κοινὸ δάσκαλο μὲ τὸν ὁμώνυμο μαθητὴ Κοσμᾶ, ποὺ τὸν θεωροῦν ὅχι θετὸ ἀδελφό, ἀλλὰ δάσκαλο τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἡ περίπτωση αὐτὴ, προϊόν μεγάλης πλάνης καὶ πολλῆς συγχύσεως, μᾶς ἀπασχόλησε ἤδη παραπάνω276.

Τὸ κοινὸ λοιπὸν σημεῖο ὄλων τῶν κειμένων εἶναι ὅτι κάποιος λόγιος μοναχός, τὸν ὁποῖο ἐξαγόρασε ὁ Μανσούρ ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ αἰχμαλωσία, ἀνέλαβε τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴ χριστιανικὴ κατήχηση τῶν δύο θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ στὴ Δαμασκό. Δὲν εἶναι καθόλου ἀπίθανο ἡ παράδοση αὐτὴ νὰ ἔχει κάποιο πυρήνα ἀλήθειας. Ὅπως ἐπίσης ἡ παράδοση ὅτι ὁ εὐπαίδευτος αὐτὸς μοναχὸς πρέπει νὰ ἦταν Κωνσταντιπολίτης καὶ ὄχι Ἱταλιώτης ἢ Κρητικός. Τὰ κείμενα τοῦ τύπου Α ἀπηχοῦν, κατὰ τὴ γνώμη μου, τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα στὸ σημεῖο τοῦτο. Ὁ τίτλος τοῦ ἀσηκρήτη, ποὺ φέρεται νὰ ἐχει ὁ κοινὸς δάσκαλος, μᾶς ὑποχρεώνει νὰ θεωρήσουμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ αὐτοκρχτορικὸ περιβάλλον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως παραδίδουν τὰ κείμενα τοῦ τύπου Α.

Ἡ ἀρνητική, ἐξάλλου, γνώμη τοῦ Μ. Jugie, ὅτι ὁ κοινὸς αὐτὸς δάσκαλος τῆς παραδόσεως εἶναι πρόσωπο ἀνύπαρκτο, δὲ μοῦ φαίνεται πειστική. Ὁ Jugie στηρίζεται στὴν παρατήρηση ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς στὸ ἔργο του Ὁμολογία πίστεως, ποὺ εἶναι γνωστὸ μόνο ἀπὸ τὴ λατινικὴ του μετάφραση, ἀναφέρει ὡς δασκάλους τοῦ τοὺς κληρικοὺς τὴςἘκκλησίας Ἱεροσολύμων καὶ ὄχι τὸ μοναχὸ τῶν συναξαρίων καὶ τῶν βίων· «Nutrivisti me aquis rectae doctrinae per manus pastorum tuorum»277. Пρέπει ὄμως νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ ἄνδρες αὐτοὶ δίδαξαν τὸν Δαμασκηνό, καὶ τὸν Κοσμᾶ βέβαια, τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τοὺς μύησαν στὴν ὑψηλὴ θεολογία. Ἐδῶ ὅμως πρόκειται γιὰ τὸν πρῶτο δάσκαλο τῶν δύο ποιητῶν στὴ Δαμασκό. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ ὅλες τὶς πηγὲς ἡ δράση τοῦ κοινοῦ δασκάλου περιορίζεται στὴ Δαμασκό. Ἐδῶ θὰ ἐμαθαν οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ τὰ πρῶτα γράμματα καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Μανσούρ θὰ ἀναζήτησε σχολεῖο ἡ δάσκαλο ἀνάλογα μὲ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ὑψηλὴ κοινωνική του θέση. Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι χριστιανικὰ σχολεῖα λειτουργοῦσαν στὴ Δαμασκὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ὀμαϊαδῶν καὶ σ’ αὐτὰ δίδασκαν τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ συριακὴ γλῶσσα278. Παράλληλα ὑπῆρχε συνήθεια νὰ ἀναθέτουν οἱ πλούσιοι τὰ παιδιά τους σὲ ἰδιωτικοὺς παιδαγωγούς279. Δὲν ἀποκλείεται ἕνας τέτοιος παιδαγωγὸς μὲ μεγάλη φήμη νὰ χρημάτισε πρῶτος δάσκαλος τοῦ Κοσμᾶ καὶ τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ ὕπαρξη ἢ ὄχι τοῦ κοινοῦ δασκάλου τῆς παραδόσεως. Τὸ ζήτημα εἶναι πῶς καὶ μέχρι ποιὸ σημεῖο μποροῦσε αὐτὸς νὰ διδάξει τοὺς μαθητές του. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὅτι οἱ δύο ποιητὲς διαθέτουν εὐρύτατη παιδεία καὶ γενναία ἑλληνομάθεια280. Εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο ἡ παιδεία αὐτὴ νὰ θεωρηθεῖ καρπὸς τοῦ μόχθου ἑνὸς μόνο δασκάλου, ὅσο μεγαλοφυὴς καὶ σοφὸς καὶ ἂν εἶναι αὐτός. Ἡ ἀπόλυτη κατοχὴ τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας καὶ γραμματείας προϋποθέτει ὀργανωμένη παιδεία σὲ σχολεῖα καὶ βιβλιοθῆκες καὶ αὐτᾶ βέβαια δὲν μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν στὴ Δαμασκό.

Μέγα παιδευτικὸ κέντρο στὴν Ἀνατολὴ κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν ἡ ὀνομαστὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα281. Εἶναι βέβαιο ὅτι ἐδῶ μόνασαν οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ καὶ ποιητές. Ἡ ὅλη πνευματική τους ὀργάνωση πρέπει ὀπωσδήποτε νὰ συσχετιστεῖ μὲ τὴ θητεία τους στὸ πνευματικὸ αὐτὸ κέντρο. Ὁ Δαμασκηνὸς ὁμολογεῖ ὅτι εἶχε στὴ μονὴ πνευματικὸ καθοδηγητὴ τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Ε´ (706–735)282. Εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε καὶ τοῦ Κοσμᾶ δάσκαλος καὶ ἴσως αὐτὸς τὸν χειροτόνησε ἀργότερα ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ.

Εἶναι ἀκόμη γνωστὸ ἕνα ἄλλο πνευματικὸ κέντρο στὴν Ἀνατολή, ἡ σχολὴ τῆς Γάζας. Γιὰ τὸν Κοσμᾶ ἔχει ἤδη ὑποστηριχθεῖ ἡ γνώμη ὅτι σπούδασε στὴ σχολὴ τῆς Γάζας ἢ ὅτι ὑπέστη ἔντονη τὴν ἐπίδρασή της ἐζαιτίας τῆς γειτνιάσεώς της μὲ τὴν ἐπισκοπὴ Μαϊουμᾶ283. Ἐντούτοις τὸ κέντρο αὐτο ἀκμάζει τὸν 5° καὶ 6° αἰ. καὶ ὁπωσδήποτε ἀτονεῖ μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατάχτηση (632)284.

Πάντως ἕνα εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ Κοσμᾶς φοίτησε σὲ σχολὴ ἢ σχολές, ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἴδιο τὸ ἔργο του285.

5. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΤΟΥΜΑ

Ὁ Κοσμᾶς γνωρίζεται καὶ ὡς ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μαϊουμᾶ. Ὁ Μαϊουμᾶς ἦταν παραθαλάσσια πόλη τῆς Πἀλαιστίνης, ἐπίνειο τῆς Γάζας, ἀπὸ τὴν ὁποια ἀπεῖχε μόλις εἴκοσι σταδίους286· «εἰς τὸ παράλιον μέρος τῶν Γαζαίων, ὃ καλοῦσι Μαϊουμᾶν», ὅπως παραδίδει Μάρκος ὁ Διάκονος287. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση «τὸ ὄνομα Μαϊουμᾶ σημαῖνον εἰς τὴν τῶν Φοινίκων διάλεκτον ἑορτὰς ἢ παίγνια, ἄτινα ἐποίουν ἑορτάζοντες οἱ κάτοικοι τῶν παραλίων τῆς Παλειστίνης, παράγεται ἐκ τῆς Φοινικικῆς λέξεως Μάῖμ (Maim), ἥτις δηλοῖ Ὕδατα· καθότι οἱ ναῦται καὶ ἀλιεῖς, παίζοντες ἐν ταῖς ἀκροθαλασσίαις, ἠγωνίζοντο διὰ μυρίων στροφῶν καὶ πολλῆς δεξιότητος, ἴνα πίπτωσιν ὁ εἶς ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐν τῷ ὕδατι, πρὸς τέρψιν τῶν θεατῶν. Καὶ κατ’ ἀρχὰς μὲν τὸ πρᾶγμα ἧν ἀπλῆ καὶ πάρεργος παιδιά·μετὰ ταῦτα δὲ κατέστη ἑορτὴ κανονικὴ ὑπὸ τῶν Ἀρχόντων τεταγμένη, ἐν ἡμέραις ρηταῖς, χάριν τοῦ λαοῦ»288. Ἀλλ’ ἡ ἑορτὴ καὶ τὸ ὄνομα φαίνεται νὰ ἔχουν ρωμαϊκὴ τὴν προέλευση. Κατὰ τὸ Λεξικὸ Σούδα· «πανήγυρις ἥγετο ἐν τῇ Ῥώμῃ κατὰ τὸν μάιον μῆνα. Τὴν παράλιον καταλαμβάνοντες πόλιν τὴν λεγομένην Ὀστίαν οἱ τὰ πρῶτα τῆς Ῥώμης τελοῦντες ἡδυπαθεῖν ἠνείχοντο, ἐν τοῖς θαλαττίοις ὕδασιν ἀλλήλους ἐμβάλλοντες· ὅθεν καὶ μαϊουμᾶς ὁ τῆς τυιαύτης ἑορτῆς καιρὸς ὠνομάζετο». Περισσότερο σαφὴς εἶναι ὁ Ἰωάννης Λυδός· «Τιμῶσιν οὖν κατὰ τὸν μῆνα (Μάιον) τὴν Μαῖαν, τοἰτέστι τὴν γῆν θεραπεύοντες καὶ μαῖουμίζειν τὸ ἑορτάζειν ὀνομάζουσιν ἐξ οὗ καὶ μαϊουμᾶν»289. Ἀλλὰ μαϊουμᾶς ἦταν καὶ εἶδος χοροῦ290.

Εἰδήσεις γιὰ τὴν πόλη καὶ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Μαϊουμᾶ παρέχει ὁ Σωζομενός. Κατὰ τὴ μαρτυρία του ὁ Μ. Κων/νος ἐτίμησε τὴν πόλη μὲ ἐπισκοπικὸ θρόνο καὶ τὴ μετονόμασε Κωνσταντία γιὰ τὴν εὐσέβεια τῶν κατοίκων της·«ἀμειβόμενος δὲ αὐτοὺς τῆς εὐσεβείας ὁ βασιλεὺς πλείστης τιμῆς ἡξίωσε τὴν πόλιν... καὶ Κωνσταντίαν ἐπωνόμαοε τῷ τιμιωτάτῳ τῶν παίδων γεραίρων τὸν τόπον καὶ τὴν θρησκείαν»291. Κατὰ τὸν Νικόδημο Ἁγιορείτη ὁ Μαϊουμᾶς λεγόταν καὶ Νεάπολις καὶ Ἀνθηδῶν292. Πάντως τὸ ὄνομα Μαϊουμᾶς καὶ ἡ ἐπισκοπὴ Μαϊουμᾶ ἐξακολούθησαν νὰ ὑπάρχουν καὶ μετὰ τὸν Κοσμᾶ.

Ἡ ἱστορία τῆς ἐπισκθπῆς Μαϊουμᾶ καὶ ἡ σχετικὴ προσωπογραφία δὲν εἶναι ἐπαρκῶς γνωστή. Ὅλη ἡ νεώτερη βιβλιογραφία στηρίζεται στὶς ἀμφίβολες πληροφορίες τοῦ Le Quien293. Στὸν κατάλογο τῶν ἐπισκόπων Μαϊουμᾶ, ποὺ συνέταξε ὁ Le Quien ὁ Κοσμᾶς φέρεται πέμπτος, διάδοχος ἐνὸς Πέτρου ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, ποὺ βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο τὸ 743294. Ὁ Κοσμᾶς θεωρήθηκε ἄμεσος διάδοχος τοῦ Πέτρου καὶ ἔτσι ἡ χρονολογία αὐτὴ (743) ἐπαναλαμβάνεται ὡς σταθερὸ χρονολογικὸ σημεῖο σ’ ὅλα τὰ νεώτερα ἔργα295.

Στὴ Βυζαντινὴ Φιλολογία ἡ χρονολογία αὐτὴ χρησιμοποιεῖται ἐπίσης ὡς βάση καὶ γιὰ τὴ χρονολόγηση τοῦ βασικοῦ δογματικοῦ καὶ ἀντιρρητικοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ Πηγὴ τῆς Γνώσεως296. Τὸ ἔργο αὐτὸ τὸ ἀφιερώνει ὁ Δαμασκηνὸς στὸν Κοσμᾶ· «τῷ ὁσιωτάτῳ καὶ θεοτιμήτῳ πατρὶ Κοσμᾷ, ἁγιωτάτῳ ἐπισκόπῳ τοῦ Μαϊουμᾶ297. Ὑπέθεσαν λοιπὸν ὅτι ὁ Κοσμᾶς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ τὸ 743 ἢ τὸ 742 καὶ θεώρησαν ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ μπορεῖ νὰ χρονολογηθεῖ μὲ κάποιαν ἀκρίβεια.

Ἀλλὰ ἡ χρονολογικὴ αὐτὴ βάση δὲν ἀντέχει σὲ αὐστηρὴ κριτική. Καὶ πρῶτα, δὲν ὑπάρχει στὸ ἔργo οὔτε κἂν ὑπαινιγμὸς ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶχε πρόσφατα χειροτονηθεῖ. Ἀπλῶς ὁ Ἰωάννης στὴν ἀφιερωτικὴ ἐπιστολή του ὀμολογεῖ ὅτι ἔγραψε τὸ ἔργο κατὰ παράκληση τοῦ Κοσμᾶ· «Ἐγὼ δὲ, ἐμὸν μέν, ὡς ἔφην, οὐδέν· τὰ δὲ τοῖς ἐκκρίτοις τῶν διδασκάλων πεπονημένα εἰς ἔν συλλεξάμενος ὄση δύναμις, συντετμημένον τὸν λόγον ποιήσομαι, κατὰ πάντα ὑπείκων τῷ ὑμετέρῳ προστάγματι»298. Τίποτε λοιπὸν δὲν ἐξάγεται ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ, παρὰ μόνο ὅτι, ὅταν γράφτηκε, ὁ Κοσμᾶς ἦταν ἤδη ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, ἂν, φυσικά, θεωρήσουμε ὅτι ὁ σωζόμενος τίτλος εἶναι γνήσιος.

Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι ὁ προκάτοχος τοῦ Κοσμᾶ Πέτρος, στὸν ὁποῖο στηρίζονται ὅλες αὐτὲς οἱ χρονολογικὲς σχέσεις, εἶναι πρόσωπο μὲ ἀμφίβολη ἱστορικὴ ὑπόσταση299. Ἄγνωστος στὰ ἐλληνικὰ συναξάρια, τιμᾶται στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὡς μάρτυς στὶς 21 Φεβρουαρίου300. Τὸ συναξάριό του τὸ ἔγραψε ὁ Baronins μὲ βάση τὶς σύντομες καὶ ἀσαφεῖς πληροφορίες τοῦ Θεοφάνη. Πράγματι ὁ χρονογράφος ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὸ ἔτος κόσμου 6236 (= 736 μ.Χ.) «Πέτρος ὁ κατὰ Μαϊουμᾶν ἐν τοῖς αὐτοῖς ἀνεδείχθη χρόνοις μάρτυς Χριστοῦ αὐτομόλως»301. Στὴ συνέχεια ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης ὅτι «τοῦτον (τὸν Πέτρον) ἐγκωμίοις λόγων τετίμηκεν ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ καλώς ἐπικληθεὶς Χρυσορρόας», δηλ. ὁ Δαμασκηνός302. Ἀλλὰ τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ δὲ σώθηκε καὶ δὲν ἔχουμε ἄλλη γι’ αὐτὸ μαρτυρία.

Ἀλλὰ ὁ Θεοφάνης ἀναφέρει καὶ ἀλλον Πέτρο, ποὺ μαρτύρησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Οὐαλὶδ Α´ ἐπίσης τὸ ἔτος κόσμου 6236 (= 734 μ.Χ.)· «Ὅὐαλίδ δὲ Πέτρον τὸν ἁγιώτατον μητροπολίτην Δαμασκοῦ γλωσσοτομηθῆναι ἐκέλευσε, ὡς ἀναφανδὸν ἐλέγχοντα τὴν τῶν Ἀράβων καὶ Μανιχαίων δυσσέβειαν»303. Ὁ Πέτρος αὐτὸς ταυτίζεται μὲ τὸν νεομάρτυρα Πέτρο Καπιτωλέων († 13 Ἰανουαρίου 715), ποὺ γνωρίζεται καὶ ὡς ἄγιος στὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία304. Σήμερα πιστεύεται ὅτι ὁ Θεοφάνης συγχέει τὰ πράγματα καὶ ὅτι ὁ Πέτρος Καπιτωλέων καὶ ὁ Πέτρος Μαϊουμᾶ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Ρ. Devos· «S. Pierre, prêtre de Capitolias, en Transjordanie, connu par une Passion géorgienne à lire avec circonspection, martyrisé en janvier 715 sur l’ ordre de Khalife de Damas Walid ler, et devenu S. Pierre de Maiouma dans sa légende posthume, notamment chez Théophane»305.

Στὴν ἁγιολογικὴ φιλολογία εἶναι γνωστὸς καὶ ἄλλος Πέτρος παλαιότερος, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ (453). Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ μονοφυσίτης Πέτρος, ὁ Ἴβηρ, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ πλούσια φιλολογία ἀναπτύχθηκε καὶ πολλὰ προβλήματα ἔχουν δημιουργηθεῖ306. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Πέτρος ὁ Ἴβηρ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ θέμα μας.

Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ θεμελιώσουμε ἀσφαλὴ ἱστορικὰ συμπεράσματα σὲ μαρτυρίες τόσο συγκεχυμένες καὶ ἀσαφεῖς. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη παραβλέπουμε τὶς δυσχέρειες καὶ πιστέψουμε στὴν ὕπαρξη Πέτρου ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ., πάλι πρέπει νὰ τοποθετήσουμε τὸ θάνατό του στὸ 734 (κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Θεοφάνη) καὶ ὄχι στὸ 743, ὅπως, ἀπὸ λάθος ἀναριθμητισμοῦ προφανῶς, ἔγραψε ὁ Le Quien (734–743) καὶ ἐπαναλαμβάνουν οἱ νεώτεροι.

Ὑπάρχει ὄμως καὶ κάτι ἄλλο ποὺ περιπλέκει περισσότερο τὰ πράγματα. Ὁ Κοσμᾶς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων, στὴ δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν ἡ ἐπισκοπὴ Μαϊουμᾶ. Ὁ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος παρέχει σαφεῖς πληροφορίες· «Τοῦτὸν (τὸν Κοσμᾶν), ἐπεῖ καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ποιμένος διὰ θαύματος εἶχον αἱ ἀκοαὶ Ἠλία – οὐχ οὗτος ἐκεῖνος ὁ διὰ τὸ μονοθέλητον τὴν ἐν Σινᾷ θεοπτίαν ὑπερόριος κατιδών, παρ’ Ἀναστασίου τοῦ τότε τὰ σκῆπτρα Ῥωμαίων διέποντος τοῦτο παθών – καὶ περιλάλημα ἧν ἡδὺ τοῖς πάντων στόμασι, ψῆφος ἄνωθεν θεία καὶ κάτωθεν χειρὸς ὑπουργία πρὸς τὸν τοῦ Μαϊουμᾶ θρόνον ἐγκαθιδρύουσιν»307. Εἶναι ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς βιογράφους ποὺ ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ποὺ χειροτόνησε τὸν Κοσμᾶ. Τὰ ἄλλα κείμενα ἀναφέρουν ἀόριστα ὅτι τὸν χειροτόνησε «ὁ τηνικαῦτα τῆς ἐν Ἱερουσαλὺμ ἐκκλησίας ἰθύνων τοὺς οἴακας»308.

Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ὁ Κοσμᾶς χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἠλία, ποὺ διακρίνεται σαφῶς ἀπὸ τὸν ὁμιόνυμο μονοφυσίτη (ὄχι μονοθελήτη) πατριάρχη Ἠλία Α´ (494–516, † 518)309. Ἀλλὰ ὁ Ἠλίας Β´ πατριάρχευσε μεταξὺ 770–797310. Ἂν πιστέψουμε τὴ μαρτυρία αὐτὴ πρέπει νὰ χρονολογήσουμε τὴ χειροτονία τοῦ Κοσμᾶ μετὰ τὸ 770. Αὐτὸ ὄμως δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβαστεῖ μὲ κανένα τρόπο μὲ τὰ δεδομένα τοῦ βίου του καὶ προπαντὸς μὲ τὶς ἐξακριβωμένες σχέσεις του μὲ τὸ θετὸ ἀδελφό του Δαμασκηνό. Ἄλλωστε ἀποδείχθηκε παραπάνω ὅτι τὰ ὅρια τῆς ζωῆς τοῦ Κοσμᾶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκταθοῦν πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 8 αἰ. Ὁ Α. Baumstark ἀναφέρει ἔναν πατριάρχη Ἠλία, ποὺ πέθανε τὸ 728311. Εἶναι ὄμως ἀμφίβολο ἂν ταυτίζεται μὲ τὸν ἀναφερόμενο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Μερκουρόπωλο312. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ πατριαρχεύει στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰωάννης Ε´.

Τὸ πιθανότερο λοιπὸν εἶναι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος πλανήθηκε στὸ ὄνομα τοῦ πατριάρχη ποὺ χειροτόνησε τὸν Κοσμᾶ, ἐπηρεασμένος ἴσως ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ τύπου Γ1 ποὺ θεωροῦν τὸν Κοσμᾶ σύγχρονο τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784–806). Ἐκτὸς ἂν δεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος Ἠλίας πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ἄγνωστος ὣς σήμερα, ποὺ καλύπτει τὸ κενὸ 735–752 τῶν γνωστῶν ἐπισκοπικῶν καταλόγων τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀποδείξουμε.

Ἔχουμε ὄμως καὶ μιὰν ἄλλη ἔνδειξη, ποὺ ὀδηγεῖ ἴσως στὴ λύση τοῦ προβλήματος. Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀναφέρει μεταξύ τῶν πνευματικῶν τοῦ δασκάλων τὸ λόγιο πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Ε´ (705–735)313. Εἶναι φυσικὸ νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὑπήρξε καὶ τοῦ Κοσμᾶ δάσκαλος καὶ αὐτὸς πιθανότατα τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ314. Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ συμφωνεῖ μὲ ὅλα τὰ δεδομένα τοῦ βίου τοῦ Κοσμᾶ. Συνεπῶς ὁ Κοσμᾶς χειροτονήθηκε πρὶν ἀπὸ τὸ 735 (ἔτος θανάτου τοῦ Ἰωάννη Ε´). Πάντως νομίζω ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε πολὺ ἀπὸ τὴ χρονολογία αὐτὴ. Τὸ 734/735 μοῦ φαίνεται ὡς ἡ πιθανότερη χρονολογία.

VI. ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ

Ἂν εἶναι ὀρθὴ ἡ γνώμη τοῦ Εὐστρατιάδη, ὅτι ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς († 845) συνέθεσε κανόνα ἐγκωμιαστικὸ στὴ μνήμη τοῦ Κοσμᾶ315 πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἁγιοποίηση τοῦ μεγάλου ὕμνωδοῦ ἔγινε πολὺ νωρίς. Ἐντούτοις εἶναι περίεργο καὶ δυσερμήνευτο, γιατί τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα συναξάρια καὶ μηνολόγια πρὶν ἀπὸ τὸν 11° αἰ.316. Τὸ πράγμα γίνεται περισσότερο περίεργο, ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι ὁ θετὸς ἀδελφὸς καὶ συνεργάτης τοῦ στὴ λειτουργικὴ ποίηση Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀπαντάται καὶ στὰ ἀρχαιότερα ἀκόμη συναξάρια καὶ μηνολόγια τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀρχαιότερη μνεία τοῦ Κοσμᾶ ὡς ἁγίου βρίσκεται στὸ Λαυριωτικὸ Βίο τοῦ, ποὺ χρονολογεῖται πιθανότατα στὸν 11° αἰ. Τὸ κείμενο τοῦτο γράφτηκε ὡς λόγος ἐγκωμιαστικός, γιὰ νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ Κοσμᾶ, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ καθιερώθηκε ἢ ἔγινε γνωστή. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ καὶ ἐνδιαφέρουσα ἡ δήλωση τοῦ ἀνῶνυμου βιογράφου του· «Ἀλλ’, ὦ τῆς ἐκκλησίας ἀψευδέστατε κόσμε... ἄνωθεν ἡμᾶς ἐποπτεύοις τοὺς τὴν σὴν χαρμόσυνον τελετὴν περιχαρῶς ἑορτάζοντας καὶ τοῖς μετέπειτα παραπέμποντας, πάλαι κεκρυμμένην οὔσαν καὶ τὸ μέχρις ἡμῶν ἄγνωστον...» (Κώδ. Μ. Λαύρας Γ 44, f. 157r)317. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Κοσμᾶ ἢ τουλάχιστο ἡ γενίκευση τῆς λατρείας του βράδυνε πολύ, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους. Ἡ καθυστέρηση αὐτὴ ἐρμηνεύει ἴσως καὶ τὴν ἀπουσία τοῦ Κοσμᾶ ἀπὸ τὸ Martyrologium Romanum318.

Ἡ μνήμη τοῦ Κοσμᾶ τοποθετήθηκε ἀρχικὰ στὶς 15 Ἱανουαρίου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ Συναζάριο Κωνσταντινουπόλεως319, ὅπου ἐπίσης ἀπαντᾶται καὶ στὶς 16 Ἱανουαρίου320. Στὰ νεώτερα λειτουργικὰ Μηναῖα καὶ στὰ δημωδέστερα συναξάρια ἡ μνήμη του ἀπαντᾶται στὶς 14 ’Οκτωβρίου321. Σὲ διάφορους κώδικες, ὅπως ὁ Βατοπεδινὸς 1130 (13 αἰ.)322, ὁ ὑπ’ ἀρ. 100 τῆς μονὴς τῆς Παναγίας Χάλκης (15ος αἰ.)323, ὁ ὑπ’ ἀρ. 61 τῆς ἴδιας μονῆς (16ος aἰ.)324, ἡ μνήμη τοῦ Κοσμᾶ ἀπαντάται στὶς 12 ’Οκτωβρίου, ἐνῶ στὴ BHG καὶ στὶς 15 Ὀκτωβρίου325. Περιέργως, στὸν ὑπ’ ἀρ. 1052 (13ος αἰ.) κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἐλλάδος ὁ Κοσμᾶς τιμᾶται μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ στὶς 25 Ὀκτωβρίου326. Εἶναι ἡ μόνη περίπτωση, ἀπὸ ὅσα γνωρίζω, κοινῆς ἑορτῆς τῶν δύο θετῶν ἀδελφῶν.

VII. Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ТОΥ ΚΟΣΜΑ ΩΣ ΑΓΙΟΥ

1. Η ΕΝΤΥΠΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

Στὸ ἔντυπο Μηναῖο ’Οκτωβρίου 14 περιλαμβάνεται ἀνώνυμη ἀκολουθία τοῦ Κοσμᾶ. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία ἑσπέρια στιχηρὰ σὲ ἧχο δ´, τρία ἄλλα ἐσπέρια στιχηρὰ προσόμοια σὲ ἧχο α´, δοξαστικὸ ἑσπερινοῦ σὲ ἧχο πλ. δ´ καὶ ἀνώνυμο κανόνα χωρὶς ἀκροστιχίδα. Τὶς ἀπαρχὲς τῶν στοιχείων τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς κατέγραψε ἡ Follieri327. Ἡ ἀκολουθία ἐκδόθηκε καὶ αὐτοτελῶς σὲ τεῦχος μαζὶ μὲ τὶς ἀκολουθίες τῶν ἁγίων ποὺ ἑορτάζονται τὴν ἴδια ἡμέρα, μὲ τὸν τίτλο· «Ἀκολουθία τῶν ἁγιων μαρτύρων Ναζαρίου, Γερβασίου, Προστασίου, Κελσίου· τοῦ ὁσιου πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ· τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰγνατίου ἀρχιεπισκόπου Μηθύμνης τοῦ νέου καὶ θαυματουργοῦ· καὶ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρας Θεράποντος τοῦ Θαυματουργοῦ»328.

2. Η ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ

Ἀνέκδοτη ἀκολουθία τοῦ Κοσμᾶ βρίσκεται σὲ πολλὰ ἁγιορειτικὰ χφφ. Τὰ στοιχεῖα τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς κατέγραψε ἤδη ὁ Σ. Εὐστρατιάδης329. Περιλαμβάνει στιχηρὰ ἑσπέρια, ἰδιόμελα, κοντάκιο καὶ Οἷκο, κανόνα καὶ ἐξαποστειλάρια. Εἶναι δηλ. ἀκολουθία πλήρης. Μεταφέρω καὶ ἐδῶ τὶς ἐνδείξεις τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς:

α) Στιχηρὰ ἑσπερινοῦ, ἧχ. δ´. Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν.

1. Τῶν ᾀσμάτων τοῦ Πνεύματος τὸ ἡδύπνοον ὄργανον...

2. Ἡ κιθάρα ἡ εὔμουσος, χελιδὼν καλλικέλαδος...

3. Ὑμνοπόλων ὁ ἔξαρχος, διδασκάλων ὁ σύσκηνος...

4. Ὡς σοφίας σε τρόφιμον καὶ ἁγνείας ἐντρύφημα...

5. Ἐγκρατείᾳ συνέζησας ἀγρυπνίᾳ νηστείᾳ τε...

6. Ταπεινόφρων καὶ μέτριος, γαληνός, εὐπροσήγορος...

β) Ἰδιόμελα

1. (Ἦχ. πλ. β´) Σοφίας ἐνδιαίτημα ἡ καρδία σου χρηματίσασα...

2. (Ἦχ. α´) Τὸν φόβον τοῦ Κυρίου ἀρχὴν σοφίας ἐγνωκώς...

3. (Ἦχ β´) Κόσμος πανευπρεπὴς ἱεροσύνης ἐδείχθης...

γ) Κάθιβμα. Ἦχ. πλ. δ´. Τὴν σοφίαν τοῦ Λόγου.

Εὐσεβεία καὶ πίστει ἀνατραφεὶς καὶ σοφίᾳ κοσμήσας...

δ) Κοντάκιον. Ἦχ. πλ. δ´. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

Κεκοσμημένος ἀρεταῖς, Κοσμᾶ θεόπνευστε.

Ὁ Οἷκος

Ἄμεμπτον διανύσας βιοτήν, ἱεράρχα...

ε) Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο στοιχεῖο τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς εἶναι ὁ κανόνας σὲ ἧχο δ´, μὲ ἀκροστιχίδα· «Κοσμᾶν ἐπαινῶ τὸν μελουργὸν προφρόνως». Ὁ Εὐστρατιάδης γνωρίζει τὸν κανόνα ἀπὸ τοὺς κώδικες Μ. Λαύρας Θ 77, Δ 28, Δ 55, Δ 31, Ε 142, Ε 193, Δ 14 καὶ Βατοπεδίου 1130330. Ὑπάρχει ἀκόμη στὸν ὑπ’ ἀρ. 100 (15ος αἰ.) τῆς μονῆς Παναγίας τῆς Χάλκης331 καὶ στὸν ὑπ’ ἀρ. 132 (16ος αἰ.) τῆς μονῆς Σταυρονικήτα332. Ὁ Εὐστρατιάδης ἀπέδωσε τὸν κανόνα στὸν ὑμνογράφο Θεοφάνη, στηριζόμενος στὶς ἐνδείξεις τῶν κωδίκων τῆς Μ. Λαύρας καὶ σημείωσε τὴν ἀκροστιχίδα καὶ τὴν ἀπαρχῆ τῆς α´ ὠδῆς. Καταχωρίζω ἐδῶ τὶς ἀπαρχὲς ὅλων τῶν τροπαρίων τοῦ κανόνα, μὲ βάση τὴ φωτογραφία τοῦ Λαυριωτικοῦ κώδ. Θ 77 (ff. 135r–146r).

Ὁ κανὼν τοῦ ὁσἱου φέρων ἀκροστιχίδα· Κοσμᾶν ἐπαινῶ τὸν μελουργὸν προφρόνως.

ᾨδὴ

α´. Ἦχ. δ´. Θαλάσσης τὸ ἐρυθραῖον...

Καλλύνας τῶν ἀρετῶν τὸν βίον σου...

Ὁ τρόπος σου καταλλήλως δείκνυται...

Σοφίας ὡς ἐραστὴς σοφώτατος...

Θεοτοκίον

Μαρίαν τὴν καθαρὰν καὶ ἄμωμον...

ᾨδη

γ´. Εὐφραίνεται ἐπὶ σοὶ.

ᾈσμάτων ἐπιτερπῆ πρὸς μελουργίαν...

Νομίμοις σὺ ἐντραφεὶς τοῖς τοῦ Χριστοῦ...

Ἐφέστιον τῷ πυρἰ τοῦ θείου ζήλου...

Θεοτοκίον

Παρῆλθον μὲν αἱ σκιαί, ἡ δὲ ἀλήθεια...

ᾨδὴ δ´. Ἐπαρθέντα σε ἰδοῦσα...

Ἀνακαθάρας τὸ ὄμμα τῆς σῆς καρδίας...

Ἴαμα πάσης ὑπάρχουσιν ἀθυμίας...

Νενοσηκυῖαν, παμμάκαρ, τὴν ἐκκλησίαν...

Ὡς θαυμαστά σου τὰ μέλη καὶ πάσης, μάκαρ...

Θεοτοκίον

Τὴν παναγίαν ὑμνήσωμεν Θεοτόκον...

ᾨδὴ ε´. Σύ, Κύριέ μου, φῶς.

Ὁ φθόγγος σου, σοφέ, εἰς τὰ πέρατα...

Νόμων τῶν φυσικῶν ὕπερθεν...

Μέλη τὰ θαυμαστὰ μελουργῶν...

Θεοτοκίον

Ἔφαναν ἀστραπαὶ τοῦ σοῦ τόκου...

ᾨδὴ ς». Θύσω σοι μετὰ φωνῆς.

Λόγοι σου ὡς κηρίον γλυκάζον...

Οὐ λόγοις, ἀλλ’ ὡς ἐν πράγμασι...

Ὕψωσιν τοῦ τρισολβίου ξύλου...

Θεοτοκίον

Ῥήμασι σοῦ θεοπνεύστοις, Κόρη...

ᾨδὴ ζ´. Ἀβραμιαῖοι ποτέ.

Γάνυται πᾶσα ψυχή...

Ὄντως ἡ γλῶσσα ἡ σή...

Νόμος ἡττᾶται ἐν σοὶ...

Θεοτοκίον

Ποία σε γλῶσσα βροτῶν...

ᾨδὴ η´. Χεῖρας ἐκπετάσας.

Ῥάβδῳ στηριζόμενοι τῶν σῶν δογμάτων...

Ὅλον ὡς μετάρσιον τὸν νοῦν, Κοσμᾶ...

Φωτὸς τοῦ ἀύλου ταῖς αὐγαῖς...

Θεοτοκίον

Ῥάβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἱεσσαί...

ᾨδὴ θ´. Λίθος ἀχειρότμητος.

Ὅλβιος ἐγένου, παμμάκαρ...

Νόμοις διαπρέψας τοῖς θείοις...

Ὤφθη σοι τὸ ἄδυτον φέγγος...

Θεοτοκίον

Σὲ τὴν παναγίαν Παρθένον...

3. ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ

α. Στὸ ἔντυπο Μηναῖο (Ὀκτωβρίου 14) μετὰ τὴν ς´ ὠδὴ τοῦ κανόνα καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ ἁγίου ἀναγινώσκεται τὸ ἀκόλουθο ἐπίγραμμα:

Ἀπήλθε Κοσμᾶς ἔνθα πᾶσα τερπνότῆς,

Μέλη λιπὼν τέρπσντα τὴν Ἐκκλησίαν.

Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο ἀπαντᾶται καὶ στὸ ἔμμετρο Μαρτυρολόγιο τοῦ Siberus, μὲ τὴν ἀκόλουθη λατινικὴ παράφραση:

Sic omne nostrum gaudium, Cosmas, abit,

Cantus reliquens, qui pios exhilarant333.

β. Ἀνῶνυμο ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα τοῦ Κοσμᾶ παραδίδεται ἀπὸ τὸ Βio τῆς Χάλκης (καὶ τὸν Ἀθηναῖκὸ, μὲ μικρὲς παραλλαγές):

Ἔχειν σε τύμβος κἂν δοκῇ κεκρυμμένον

λέληθεν· οὐρανὸς γὰρ ὄντως νῦν φέρει

τὸν ὡς ἀληθῶς ἥλιον φαεσφόρον·

οὐ γὰρ κάτω σε σὺν νεκροῖς ὤραν μίαν

ἀφῆκεν ἡ Πρόνοια, Κοσμᾶ παμμάκαρ,

ἀλλ’ οὐρανὸς φέρει σε σὺν τοῖς Ἀγγέλοις334.

γ. Στὸν Cod. Lipsiensis Universitatis 16, 4, f. 285v σώζεται τὸ ἀκόλουθο ἐγκωμιαστικὸ ἐπίγραμμα τοῦ Κοσμᾶ.

Ὧ κόσμε Κοσμᾶ τῶν ἀκόσμων ἐν βίῳ·

κόσμος γὰρ αὐτοῖς ἡ ἄνω κατοικία,

ὡς τὰ πρόσφατα σκύβαλα ἡγουμένοις.

Σὺ δ’ αὖ καλή γε λύρα, εἰ μὴ καὶ μάλα

πετεινὸν εὐθὲς κυνηγετοῦν εἰς ἄλα,

ἠχούσα φωνὴν τῆς ἄνω μελῳδίας.

Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο ἐξέδωσε ὁ S.G. Mercati μὲ σύντομες φιλολογικὲς παρατηρήσεις335.

δ. Σώζεται ἀκόμη στίχος ὑμνητικὸς τοῦ Κοσμᾶ, ὁ ἀκόλουθος·

Κοσμᾶς ἀκούω καὶ λύρα ψηφίζομαι.

Ὁ Ν.Γ. Πολίτης ἐρμηνεύοντας τὸν ἐγκωμιαστικὸ αὐτὸ στίχο παρατηρεῖ «Τοῦ ὑμνφδοῦ Κοσμᾶ τὸ χάρισμα ἐμαρτύρουν αἱ ψῆφοι τοῦ ὀνόματός τοῦ, διότι τὸ Κοσμᾶς (κ = 20, ο = 70, σ = 200, μ = 40, α = 1, σ = 200, – 531) εἶναι ἰσόψηφον τῷ λύρα (λ = 30, υ = 400, ρ = 100, α = 1, – 531), ἐντεῦθεν καὶ τὸ ἐπίγραμμα»336.

VIII. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Κοσμᾶ σὲ μικρογραφίες χφφ., φορητὲς εἰκόνες (ἀπὸ τὸ 14° αἰ. ἑ.), τοιχογραφίες καὶ μωσαῖκὰ δὲν εἶναι σπάνια. Ἡ ἀρχαιότερη γνωστὴ εἰκόνα τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ἡ μικρογραφία τοῦ Μηνολογίου τοῦ Βασιλείου Β´, ποὺ παρέχει καὶ δεῖγμα τοῦ παλαοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου, μὲ τὴν κεφαλὴ ἀκάλυπτη337. Ἐπίσης οτὸν ὑπ’ ἀρ. 1273 (18ος αἰ.) τῆς μονῆς Ἰβήρων, f. 1ν ὑπάρχουν εἰκόνες «τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ Κοσμᾶ, ἐζωγραφημένων δι’ ὑδαρῶν χρωμάτων»338.

Ὁ Κοσμᾶς εἰκονίζεται συνήθως μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ἢ μὲ ἄλλους ὑμνογράφους καὶ μάλιστα σὲ θέματα τοῦ δεσποτικοῦ ἢ θεομητορικοῆ κύκλου, ὅπως π.χ. ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος ἢ ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου, καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ Κοσμᾶς εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑμνωδὸς τῶν ἑορτῶν αὐτῶν. Ἔτσι στὴν Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα σχετικὰ μὲ τὸν Κοσμᾶ· «Ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικὸς κλπ». Ἐάνθέλης ποίησον τὸν ἅγιον Κοσμᾶν μετὰ χάρτου λέγοντα οὔτως· Τροπάρ. «Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῆσα καὶ ὑπερῷον ἐν αἰθέρι ὕδωρ, ἡ ἀβύσσους χαλινοῦσα καὶ θαλάσσας ἀναχαιτίζουσα Θεοῦ σοφία ὕδωρ νιπτῆρι βάλλει, πόδας ἀποπλύνει δὲ δούλων δεσπότης»339. Ἐπίσης· «Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου...)· Καὶ εἰς τὴν ἀριστερὰν ὁ ἄγιος Κοσμᾶς ὁ ποιητὴς βαστῶν χαρτὶ λέγει· «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ’ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε»340. Ὁ νεώτερος εἰκονογραφικὸς τύπος ἀνταποκρίνεται στὴ συνταγὴ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ· «Κοσμᾶς, γέρων φαρακλός, ὀξυγένης», λέγει· «Σοφία, Λόγος καὶ Δύνχμις, υἱὸς ὢν τοῦ»341.

Οἱ παραλλαγὲς αὐτοῦ τοῦ τύπου εἶναι πολλές.

Καταχωρίζω ἐδῶ τὶς γνωστότερες καὶ πλέον ἐνδιαφέρουσες εἰκόνες τοῦ ποιητῆ Κοσμᾶ:

1. Ὡραία ψηφιδωτὴ εἰκόνα στὸ ναὸ τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων Θεσσαλονίκης, στὴν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου342.

2. Τοιχογραφία τοῦ Κοσμᾶ στὴν Κουμπελίδικη τῆς Καστοριᾶς (13ος αἰ.)343.

3. Ὅμοια τοιχογραφία καὶ ἴσως τοῦ ἴδιου ζωγράφου στὸν Ταξιάρχη τῆς Μητροπόλεως Καστοριᾶς344. Καὶ στὶς δύο παραπάνω περιπτώσεις ὁ Κοσμᾶς εἰκονίζεται στὴν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

4. Στὸ Μπάτσκοβο τῆς Βουλγαρίας βρίσκεται τοιχογραφία τοῦ Κοσμᾶ, ὅπου ὁ ἄγιος εἰκονίζεται μὲ σαρίκιο στὴν κεφαλή, δεῖγμα προφανῶς τῆς καταγωγῆς τοῦ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή345.

5. Στὸ παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη (Kariye Djami) ὑπάρχουν δύο τοιχογραφίες τοῦ Κοσμᾶ. Στὴ μία εἰκονίζεται μὲ σαρίκιο στὴν κεφαλή, ὅπως καὶ στὸ Μπάτσκοβο τῆς Βουλγαρίας346, ἐνῶ στὴν ἄλλη εἰκονίζεται μὲ τὴν κεφαλὴ ἀκάλυπτη347.

6. Ὅμοια τοιχογραφία, μὲ τὴν κεφαλὴ ἀκάλυπτη, στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς Προδρόμου κοντὰ στὶς Σέρρες348.

7. Δεῖγμα τοῦ νεῶτερου εἰκονογραφικοῦ τύπου στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου μέσα στὴ Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, ὅπου ὁ Κοσμᾶς εἰκονίζεται μὲ κουκούλιο στὴν κεφαλή349.

8. Στὸ Πρωτάτο βρίσκεται τοιχογραφία τοῦ Κοσμᾶ, ἔργο τοῦ Πανσέληνου350.

9. Εἰκόνα τοῦ Κοσμᾶ ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονὴς Δοχειαρίου δημοσίευσε ὁ Καθηγητὴς Κ. Καλοκύρης. Παριστάνει τοὺς Δαμασκηνό, Κοσμᾶ, Βαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ (ἔτους 1568)351.

10. Τοιχογραφία τοῦ Κοσμᾶ, ἔργο τοῦ Ἰωάννου Ὑπάτου τοῦ Πελοποννησίου (1682) βρίσκεται στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς Καισαριανῆς στὴν Ἀττική. Παριστάνει τὸν Κοσμᾶ ἀπέναντι στὸν Ἰωσὴφ Ὑμνογράφο352.

11. Φορητὴ εἰκόνα τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ Κοσμᾶ (ἔτους 1512) βρίσκεται στὴν Τράπεζα τῆς Μεγίστης Λαύρας353.

12. Φορητὴ εἰκόνα τοῦ Κοσμᾶ, προερχόμενη ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ, δημοσίευσε ὁ Καθ. Παν. Χρήστου354.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΕΡΓΟ

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Ὁ Κοσμᾶς εἶναι μοναδικὴ περίπτωση ὑμνογράφου, ποὺ τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς δημιουργίας τοῦ μπῆκε ἀμέσως στὰ λειτουργικὰ βιβλία καὶ ἀκούεται ψαλλόμενο ὢς σήμερα. Ἤτσι τὸ μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο μέρος τῆς ποιητικῆς παραγωγῆς τοῦ Κοσμᾶ μᾶς εἶναι προσιτό. Ἐκλεκτοὶ ὕμνοι (κανόνες κυρίως) ἔχουν περιληφθεῖ σὲ διάφορες ἀνθολογίες355 ἢ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ ξένες γλῶσσες356. Γνωρίζονται ἀκόμη μερικοὶ ἀνέκδοτοι κανόνες τοῦ (κυρίως τῆς Παρακλητικῆς) ἀποκείμενοι σὲ κώδικες τῆς Κρυπτοφέρρης357.

Κατὰ καιροὺς ἔχουν δημοσιευθεῖ πίνακες τῶν ἔργων τοῦ Κοσμᾶ (εἱρμῶν, κανόνων, στιχηρῶν καὶ ἰδιομέλων) μὲ βάση κυρίως τὶς ἐνδείξεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων358. Γενναία ἔρευνα σὲ χφφ. ἁγιορειτικὰ καὶ παρισινὰ ἐπιχείρησε πρῶτος ὁ Σ. Εὐστρατιάδης, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ συντάξει πλήρεις καὶ ὁριστικοὺς πίνακες τῶν ἔργων τοῦ Κοσμᾶ καὶ νὰ ἐκδώσει ὅσα ἀνέκδοτα359. Ἠ ἐργασία αὐτὴ παραμένει μέχρι σήμερα βασική. Ἀλλά ὁ Εὐστρατιάδης δὲν ἀκολούθησε, ὡς συνήθως, αὐστηρὴ ἐπιστημονικὴ μέθοδο στὴν ἔρευνα καὶ στὴν ἔκδοσή τοῦ. Δὲ θέλησε ἢ δὲν μπόρεσε νὰ διασταυρώσει τὶς πληροφορίες τῶν πηγῶν καὶ νὰ τὶς ἐλέγξει αὐστηρά. Ἄφησε μεγάλο περιθώριο σὲ εἰκασίες καὶ ὑποθέσεις καὶ προσέγραψε στὸν Κοσμᾶ ἔργα, ποὺ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι δικά του. Ὁμολογεῖ ὅτι ὁδηγήθηκε συχνὰ μόνο ἀπὸ τὸ ὕφον ὕμνων, χωρὶς νὰ λάβει ὑπόψη του τὸ ἐνδεχόμενο λογοτεχνικῆς μιμήσεως, τόσο συχνῆς στὴ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία. Τὸ ὕφος ὄμως δὲν εἶναι πάντοτε ἀσφαλὴς ἔνδειξη γιὰ νὰ λυθοῦν δύσκολα προβλήματα πατρότητας. Ἔτσι ἡ μελέτη τοῦ Εὐστρατιάδη, παρὰ τὴν ἀναμφισβήτητη ἀξια της, πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται μὲ πολλὴ ἐπιφύλαξη. Εἶναι, ἀληθινὰ κρίμα, ποὺ τόσος ἐρευνητικὸς μόχθος δὲν ἀξιοποιήθηκε σωστά.

Ἀλλὰ τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ συγκεντρώσουμε τὶς μαρτυρίες τῶν κωδίκων καὶ νὰ καταρτίσουμε πίνακες. Ἀπεναντίας τὰ προβλήματα ἀρχίζουν μετὰ τὴν ἐργασία αὐτή, ποὺ εἶναι βέβαια ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση. Ὅταν μάλιστα πρόκειται γιὰ ποιητή, ὅπως ὁ Κοσμᾶς, τὰ προβλήματα εἶναι περισσότερα καὶ πολυπλοκότερα. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ λυθεῖ τὸ μέγα πρόβλημα τῆς συνωνυμίας, ποὺ δὲν ἀπασχόλησε οὔτε τὸν Εὐστρατιάδη οὔτε τοὺς προγενέστερους μελετητὲς σοβαρά. Πρέπει νὰ ἐξακριβωθεῖ ἂν ὑπάρχουν περισσότεροι ὁμώνυμοι ποιητὲς καὶ, στὴν περίπτωση αὐτή, νὰ διαχωρίσουμε καὶ νὰ προσγράψουμε τὰ ἔργα ποὺ φέρονται στὰ χφφ. μὲ τὴν ἀόριστη ἔνδειξη «Κοσμᾶ μονάχοῦ». Εἶναι προφανὲς ὅτι κανένας πίνακας δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἔγκυρος, ἂν πρῶτα δὲν λυθεῖ ὁριστικὰ τὸ ζήτημα τοῦτο.

Ὑπάρχουν ὄμως καὶ ἄλλα ἐξίσου σοβαρὰ προβλήματα. Εἶναι ὁ Κοσμᾶς εὑρετὴς ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς εὑρετὲς τοῦ κανόνα ὡς νέου ποιητικοῆ εἴδους; Ποιὲς εἶναι καὶ ποιὰ ἀξία ἔχουν οἱ μαρτυρίες τῶν πηγῶν; Ποιὲς εἶναι οἱ σχέσεις καὶ οἱ ἀμοιβαῖες ἐπιδράσεις τῶν δύο μεγάλων ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ;

Παράλληλα πρέπει νὰ μελετηθοῦν τὰ μορφολογικὰ γνωρίσματα τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ, τὰ στοιχεῖα, δηλαδὴ ποὺ συνιστοῦν τὴν ἰδιαίτερη ποιητικὴ φυσιογνωμία τῶν ὕμνων τοῦ Κοσμᾶ, καθὼς ἐπίσης τὸ ὕφος, ἡ γλώσσα, ὁ ρυθμός, τὸ μέτρο καὶ τὸ μέλος. Ἔτσι θὰ δημιουργηθοῦν καὶ ἄλλα κριτήρια ἐλέγχου τῶν ἀταύτιστων ἢ ἀμφίβολων ἔργων, ἀλλὶ καὶ γενικὰ θὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ ἐγκυρότερη ἀξιολόγηση τοῦ ποιητικοῆ ἔργου ἑνὸς κορυφαίου ἐκπροσώπου τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας. Αὐτὰ τὰ προβλήματα θὰ συζητηθοῦν εὐθὺς ἀμέσως.

1. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΩΝΥΜΙΑΣ

Α´

Εἶναι ποιητὴς ὁ μοναχὸς Κοσμᾶς, ὁ κοινὸς δάσκαλος τῶν θετῶν ἀδελφῶν καὶ ποιητῶν Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ καὶ Κοσμᾶ; Τὸ ζήτημα αὐτὸ δὲν ἔχει ἀπασχολήσει μέχρι τώρα τοὺς εἰδικούς. Οἱ Christ–Paranikas360 προσέγραψαν στὸν παλαιότερο ἐκείνον Κοσμᾶ τοὺς κανόνες στὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου361 καὶ στὴ μνήμη «Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος, Δαυΐδ τοῦ Προφήτου καὶ βασιλέως καὶ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου»362, πράγμα ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ εἰσχωρήσει στὴ Βυζαντινὴ Φιλολογία ἕνα νέο ὄνομα ὑμνογράφου, Κοσμᾶ τοῦ Ξένου ἢ Ἱκέτου ἢ Ἀσύγκριτου. Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται στὶς νεώτερες ἀνθολογίες καὶ στὰ γραμματολογικὰ σημειώματα363. Κάποιες ἐπιφυλάξεις διατυπώνει ὁ Μ. Παρανίκας καὶ παρατηρεῖ ὅτι «πολλοὶ ἐσφαλμένως ἀπέδωκαν τῷ δίδασκάλῳ τούτῳ Κοσμᾷ τῷ Σικελιώτῃ, καὶ οὐχὶ τῷ μελωδῷ, ποιήματα, ἄτινα ὄμως εἶναι τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Κοσμᾶ»364. Δὲν ἀναφέρει ὄμως ποιὰ ἀπὸ τὰ ἀμφισβητούμενα ἔργα θεωρεῖ ποιήματα τοῦ μελωδοῦ Κοσμᾶ καὶ δὲν προχωρεῖ σὲ παραπέρα διερεύνηση τοῦ θέματος.

Ὁ δάσκαλος Κοσμᾶς εἶναι πρόσωπο ἀμφισβητούμενο365. Τὴν ὕπαρξή του τὴ βεβαιώνουν τὰ ἁγιολογικὰ καὶ συναζαριακὰ κείμενα, ὅπου ὄμως, ὅπως εἴδαμε, οἱ ἀντιφάσεις εἶναι πολλὲς καὶ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τοῦ βίου του εἶναι συγκεχυμένα. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἡ ἱστορικὴ του ὑπόσταση θεωρηθεῖ βέβαιη, ἀπὸ ποὺ συνάγεται ὅτι ὁ μονάχὸς αὐτὸς εἶναι ποιητής: Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἀκόλουθα:

α. Σὲ κανένα χφ. δὲ βρέθηκε μέχρι σήμερα ἔνδειξη ὅτι ὁ Κοσμᾶς αὐτὸς εἶναι ποιητής.

β. Δὲν ὑπάρχει οὔτε βίος του οὔτε συναξάρια. Ὄλα ὅσα γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν προέρχονται ἀπὸ τὶς ἀμφίβολες εἰδήσεις τῶν Βίων Κοσμᾶ καὶ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ τῶν ποιητῶν. Ἀλλὰ στὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἔνδειξη ποὺ νὰ πείθει ὅτι ἦταν ποιητὴς ἢ ὅτι δίδαξε, ἔστω, τὴν ποιητικὴ ἢ τὴ μουσικὴ τέχνη στοὺς μαθητές του. Ἀντίθετα, ὁ Βατικανὸς Βίος τοῦ Κοσμᾶ366 ἀρνεῖται ρητὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ ποιητῆ στὸν κοινὸ δάσκαλο Κοσμᾶ· «Εἰ δὲ καὶ ἕτερός τὶς Κοσμᾶς θείας σοφίας ἔμπλεως εὕρηται, ἀλλ’ οὐ ποιητὴς ἐκεῖνος, κοινὸς δὲ τούτοιν ἀμφοῖν παιδευσὴς καὶ θεῖος διδάσκαλος»367. Ἡ μαρτυρία εἶναι σαφὴς καὶ πρέπει νὰ ληφθεῖ σοβαρὰ ὑπόψη.

γ. Τὸ περίεργο καὶ ἐξαιρετικὰ τιμητικὰ ἐπίθετο Ἀσύγκριτος εἶναι εὔλογο νὰ ἀποδίδεται σὲ ποιητὴ μεγάλο, ἀσύγκριτο γιὰ τὸ ἔργο του βέβαια. Εἶναι ὄμως ἀληθινὰ περίεργο νὰ ὑπῆρξε ποιητὴς τόσο μεγάλος καὶ ὄμως νὰ μὴ σώθηκε κανένα ἔργο ἀναμφισβήτητα δικό του, ποὺ νὰ δικαιολογεῖ αὐτὴ τὴν τόσο τιμητικὴ προσωνυμία. Ἤδη ὄμως ἔχουμε δείξει ὅτι τὸ ἐπίθετο ἀσύγκριτος προέρχεται ἀπὸ παρανάγνωση τοῦ ὅρου «ἀσηκρῆτις», τοῦ τίτλου δηλαδὴ ποὺ φέρεται νὰ ἔχει ὁ Κοσμᾶς σὲ μερικὰ κείμενα368. Εἶναι μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ πλάνη, ὤστε καὶ ἡ χειρόγραφη ἀκόμη παράδοση ἀλλοιώθηκε, γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ μιὰ περίεργη συναξαριακὴ παράδοση. Ὑπενθυμίζουμε τὴν περίπτωση τοῦ Gordillo, ποὺ διόρθωσε τὴ σωστὴ γραφὴ τοῦ Μαρκιανοῦ χφ. «ἀσεκριτήν» σὲ «ἀσύγκριτον», ἀκολουθώντας τὴν πλάνη τῶν νεώτερων συναξαρίων369.

δ. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπίθετο Ξένος, ποὺ τοῦ ἀποδίδεται ἐπίσης, ποῦ βρέθηκε; Βέβαια ὄχι στὰ χειρόγραφα. Δὲν ἔχει καθόλου προσεχθεῖ ὅτι τὸ ἐπίθετο τοῦτο προσδιορίζει τὸν μελωδὸ Κοσμᾶ καὶ ὄχι τὸν ὁμώνυμο δάσκαλό τοῦ. Ἔτσι στὸν «Κανόνα» τῶν βυζαντινῶν ὑμνογράφων, ποὺ συνέθεσε ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αἰ.), ὁ Κοσμᾶς ἀναγράφεται πρώτος:

Οἱ τὰ μέλη πλέξαντες ὕμνων ἐνθέων,

ἡ λύρα τοῦ Πνεύματος Κοσμᾶς ὁ Ξένος370.

Γράφει ὁ Π. Χρήστου· «Τὸ ἐπίθετον Ξένος... ἀνήκει βεβαίως εἰς τὸν διδάσκαλον ἐκ Σικελίας Κοσμᾶν, ἀλλ’ εἶναι προφανὲς ὅτι ἐνταύθα ἐννοεῖται ὁ Κοσμᾶς, ἐκ συγχύσεως ὀνομασθεὶς οὕτως»371. Μοῦ φαίνεται ὄμως ἀπίθανο νὰ πλανᾶται ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος, ὁ ὁποῖος μόνο τὸν μελωδὸ Κοσμᾶ γνωρίζει καὶ ἔργα του ἔχει ἑρμηνεύσει. Ἡ σημασία τοῦ ἐπιθέτου ξένος εἶναι ἄλλη. Σημαίνει «παράδοξος», «ἀσυνήθης», «μοναδικός»372. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ ἄλλος μεγάλος ὑμνογράφος, ὁ Ἰωσήφ, προσδιορίζεται μὲ τὸ ἴδιο ἐπίθετο στὸν ἴδιο «Κανόνα» τοῦ Νικηφόρου Ξανθοπούλου:

ξένη τε σειρὴν Ἰωσὴφ Ὑμνογράφος373.

ε. Ἡ ἄποψη, ἐξάλλου, ὅτι ὁ κανόνας στὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου δὲν εἶναι ἔργο τοῦ Κοσμᾶ, γιατί στηρίζεται σὲ ξένους εἰρμοὺς (τοῦ Δαμασκηνοῦ) καὶ δὲν ἔχει ἀκροστιχίδα, δὲν εὐσταθεῖ. Ὅπως θὰ δείξουμε στὴ συνέχεια, ἔχουμε γνήσια καὶ ἀναμφισβήτητα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ χωρὶς ἀκροστιχίδα καὶ μὲ βάση εἱρμοὺς τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἀμοιβαῖες ἐπιδράσεις μεταξὺ τῶν δύο ἀδελφῶν ὑμνογράφων διαπιστώνονται πολλές. Ἀλλὰ καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ εἱρμοὶ τοῦ κανόνα αὐτοῦ εἶναι τοῦ Δαμασκηνοῦ ἔπρεπε νὰ ἀποκλείσει κάθε δυνατότητα νὰ ἀποδοθεῖ ὁ κανόνας σὲ ποιητὴ προγενέστερο. Ἐξάλλου, καὶ ἡ ἀνέκδοτη ἀκολουθία τοῦ Κοσμᾶ, πιθανῶς ποίημα Θεοφάνους, ἀποδίδει τὸν κανόνα στὸν Μελωδὸ Κοσμᾶ· Ὅὐ λόγοις, ἀλλ’ ὡς ἐν πράγμασι σὐ παρέστησας ἔγερσιν, μάκαρ, Λαζάρου ἐκ νεκρῶν...» (ὠδὴ ς´, 2) (= Κώδ. Λαυριωτικὸς Θ 77, f. 141ν).

Ὕστερα ἀπὸ τὶς παραπάνω παρατηρήσεις γίνεται, νομίζω, φανερὸ ὅτι ὁ κοινὸς δάσκαλος τῶν θετῶν ἀδελφῶν καὶ ποιητῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ δὲν εἶναι ποιητής. Τὰ ἀμφίβολα ἔργα πρέπει νὰ προσγραφοῦν στὸν Κοσμᾶ τὸν Μελωδό. Σ’ αὐτὸ συνηγορεῖ καὶ ἡ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος.

Β´

Ἀλλὰ ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδὸς συγχέεται καὶ μὲ ἄλλον ὁμώνυμο δῆθεν ὑμνογράφο, τὸν Κοσμᾶ μοναχὸ τοῦ Παναρέτου (14ος αἰ.). Σ’ αὐτὸν προσέγραψε ὁ Β. Monlfaucon τὸν κανόνα στοὺς Δαυίδ, Ἰάκωβο κλπ. (26 Δεκεμβρίου)374, πράγμα ποὺ ἐπαναλαμβάνουν οἱ νεότεροι375. Ὅμως τὸν κανόνα γνωρίζει ὡς ἔργο τοῦ Μελωδοῦ Κοσμᾶ ὁ βιογράφος του Ἰωάννης ὁ Μερκουρόπωλος ἤδη δύο αἰῶνες προηγουμένως· «εἶτα (ὑμνεῖ ὁ Κοσμᾶς) τοὺς διὰ τὸν μνήστορα Ἰωσὴφ συγγενεῖς αὐτοῦ, Δαυίδ, Ἰάκωβόν φημι καὶ Ἰούδαν καὶ Συμεῶν»376. Ἄλλωστε ὁ κανόνας φέρεται ὡς «ποίημα Κοσμᾶ μοναχοῦ» καὶ στὸν Cod. Paris, gr. 1571 (XIII s.), f. 120v377.

Ἡ ἀπόδοση συνεπῶς τοῦ κανόνα αὐτοῦ στὸν λεγόμενο Κοσμᾶ μοναχὸ τοῦ Παναρέτου εἶναι ἐντελῶς ἀστήρικτη. Πιστεύω βάσιμα ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος ποιητὴς Κοσμᾶς καὶ ἑπομένως ὅλα τὰ μέχρι σήμερα ἀμφίβολα ἔργα πρέπει νὰ προσγραφοῦν στὸν Κοσμᾶ τὸν Μελωδὸ χωρὶς ἐνδοιασμό.

2. ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ANEYPETA KAI ἈΤΑΥΤΙΣΤΑ ΕΡΓΑ TOY ΚΟΣΜΑ

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γνωστὰ καὶ ἀναμφισβήτητα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ, ἔχουμε πληροφορίες καὶ γιὰ ἄλλα ποιητικά τοῦ δημιουργήματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔφθασαν ὣς τὶς ἡμέρες μας. Συγκεντρώνουμε ἐδῶ τὶς σχετικὲς μαρτυρίες:

α. Ὁ Ἰωάννης ὁ Μερκουρόπωλος ἀναφέρει ὅτι ὁ Κοσμᾶ: ὕμνησε καὶ τὸν «πρόεδρον Ἀλεξάνδρειάς Προτέριον»378. Ὁ κανόνας αὐτὸς δὲ σώζεται. Ἀνέκδοτη ἀκολουθία τοῦ Προτερίου ὑπάρχει στὸν Παρισινὸ κώδικα 1562, f. 141r, ὄπου ὄμως φέρεται μὲ τὸ ὄνομα Φλοθέου πατριάρχου Κωνσταντινουπόεως (1353–1354, 1364–1376)379.

β. Ὁ ἴδιος Μερκουρόπωλος ἀναφέρει ὅτι ὁ Κοσμᾶς «καὶ τὸν πολύτλαν Ἰώβ μεναλύνει»380. Στὸ ἔντυπο Μηναῖο (Μαῖου 6) ὑπάρχει κανόνας ἀνῶνυμος στὸν Ἰώβ, σὲ ἧχο τρίτο καὶ μὲ βάση εἱρμοὺς τοῦ Κοσμᾶ381. Ἀλλὰ ὁ κανόνας αὐτὸς δὲ φαίνεται γνήσιος. Οὔτε τὸ ὕφος οὔτε ἡ τεχνικὴ φαίνεται νὰ ἀνήκουν στὸν Κοσμᾶ. Σὲ σιναῖτικὰ χφφ. Ὁ κανόνας φέρεται ὡς ἔργο Ἰωάννου τοῦ Μοναχού (Δαμασκηνοῦ;)382.

γ. Ὁμιλεῖ ἐπίσης ὁ Μερκουρόπωλος καὶ γιὰ ἰδιόμελα τοῦ Κοσμᾶ· «Ὅτε καὶ τοὺς ποικίλους ὕμνους καὶ τὰς Σειρῆνας Ἀγγέλων ἐξετραγῴδησεν»383. Σημείωμα στὴν ἀριστερὴ ὤα τοῦ f. 339r τοῦ ἀθηναῖκοῦ χφ. 983 ἐπεξηγεῖ· «Δοκεῖ μοι τὰ τριαδικὰ τροπάρια λέγειν». Ἂν αὐτὸ ἀληθεύει, πρέπει νὰ ἀποδῶσουμε στὸν Κοσμᾶ καὶ τὰ τριαδικὰ τῆς Ὀκτωήχου. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ διατηρῶ ἐπιφυλάξεις.

δ. Σὲ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει ὁ Μερκουρόπωλος· «Καὶ πρώτως ἐνάρχεται τῶν ᾀδομένων ὕμνων ἐν τοῖς ἑωθινοῖς καὶ ἑσπερινοῖς ὕμνοις τοῦ καθαρσίμου τῆς νηστείας καιροῦ· ταύτα γὰρ καὶ μόνα τὰ ἰδιάζοντα μέλη (δηλ. τὰ ἰδιόμελα), κοσμούμενα γλυκυτάτοις νοήμασι καὶ λιγυροῖς μέλεσιν ὡραϊζόμενα, ἐφ’ ὅλης ἐξέθετο τῆς νηστησίμου τροφῆς»384. Σημείωμα στὴ δεξιὰ ὤα τοῦ f. 345r τοῦ ἀθηναῖκοῦ χφ. 983 διδάσκει· «Σημείωσαν ὅτι τὰ ἰδιόμελα στιχηρὰ τῆς Τεσσαρακοστῆς τοῦ κυροῦ Κοσμᾶ εἰσιν». Πρέπει νὰ παρατηρηθεῖ ὅτι στὸ ἔντυπο Τριώδιο τὰ ἰδιόμελα αὐτὰ εἶναι ἀνῶνυμα. Μαρτυρίες χφφ. βεβαιώνουν ὅτι εἶναι ποιήματα τοῦ Κοσμᾶ ὁρισμένα ἰδιόμελα τῆς Μ. Δευτέρας καὶ Μ. Τρίτης385.

ε. Ἀναφέρει, τέλος, ὁ Μερκουρόπωλος ὅτι ὁ Κοσμᾶς «καὶ τὴν τῶν βρεφῶν κατὰ τοὺς ἐσπερίους ὕμνους ἐν τρισὶ τροπαρίοις ἐμέλισεν ἑορτήν, πολλὴν δεινότητα καὶ μεγαλόφωνῆ (sic) κεκτημένοις στιβαρότητα καὶ τὸ ἧθος αὐτοῦ τὸ ἐμβριθὲς παριστάνουσιν»386. Ὁ ἐκδότῆς τοῦ κειμένου Ἀθ. Παπαδόπουλος – Κεραμεὺς παρατηρεῖ· «ἀγνοοῦνται ταῦτα, εἰ μή ἐστι τὰ νῦν ἀνώνυμα ἐν τῷ Μηναίῳ Δεκεμβρίου (ἡμέρα κθ´), περιεχόμενα, τὰ ψαλλόμενα ἐν τῷ ἐσπερινῷ τρία στιχηρὰ προσόμοια»387. Τὴν ἀπόδοση ὄμως στὸν Κοσμᾶ τῶν τριῶν αὐτῶν στιχηρῶν προσομοίων ἀποκλείει ἡ γλώσσα, τὸ ὕφος καὶ ἡ τεχνική.

στ. Ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτῆς ἀναφέρει ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἐποίησε κανόνα στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἧχο β´ «Πάντες οἱ ἐπιστάμενοι καὶ ἐμβριθῶς μελετῶντες τὸν κανόνα τοῦτον (δηλ, τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴν Ἀνάσταση) ὁμολογοῦσι τὸ δίκαιον Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ, τοῦ καταλιπόντος τὸν παρ’ αὐτοῦ εἰς τὴν αὐτὴν ἑορτὴν ποιηθέντα καὶ μελουργηθέντα εἰς β´ ἧχον κανόνα, ὅτε ἤκουσε τὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀριστούργημα, καὶ ἐξαιρέτως τὸ θεῖον ἐκεῖνο καὶ ὑπερθαύμαστον τροπάριον «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός...». Γνωστὸν δὲ καὶ τὸ ἐν δικαίῳ θαυμασμῷ ἐκφωνηθὲν τότε ὑπὸ τοῦ Κοσμᾶ λόγιον· «Καὶ σύ, ἀδελφὲ Ἰωάννη, τὸ πᾶν ὄλον ἐν τοῖς τρισὶ τούτοις συμπεριέλαβες καὶ οὐδὲν ἀφῆκας ἔξωθεν· ἤττημαι γοῦν ἐγὼ καὶ τὴν ἧτταν ὁμολογῶ· ὅθεν ὁ μὲν σὸς κανὼν ἐχέτω τὰ πρωτεῖα καὶ ἀριστεῖα καὶ ψαλλέσθω δημοσίως ἐν ταῖς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαις, ὁ δὲ ἐμὸς ἐν σκότει καὶ γωνίᾳ γενέσθω, ὡς μὴ ἐν φωτὶ ἄξιος διά τε τὰ νοήματα καὶ διὰ τὸν πενθικὸν καὶ κλαυθμηρὸν ἧχον, καθ’ ὃν ἐμελοποιήθη, ἀνάρμοστον πάντη ὄντα ἐν τῇ λαμπροτάτῃ καὶ κοσμοχαρμοσύνῳ ἡμέρᾳ τῆς τοῦ Κυρίου Ἀναστάσεως»388.

Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τῆς ἀνέκδοτῆς ἀκόμη ἀκολουθίας τοῦ Κοσμᾶ (Κώδ. Λαυριωτικὸς Θ 77, f. 144ν) ὁ Κοσμᾶς ὕμνησε πράγματι καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου· «Φωτὸς τοῦ ἀύλου ταῖς αὐγαῖς καταλαμπόμενος, Κοσμᾶ πανόσιε, πάθη τίμια ἐγραψας καὶ ταφὴν καὶ τὴν ἀνάστασιν...». Καὶ αὐτὸ φαίνεται πολὺ πιθανό. Ὁ Κοσμᾶς, ἀφοῦ ὕμνησε ὁλόκληρο τὸ θεῖο δράμα μέχρι καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, εἶναι φυσικὸ νὰ συμπλήρωσε τὸν κύκλο καὶ μὲ ὕμνο στὸ θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως. Ἲχνη τοῦ κανόνα αὐτοῦ δὲν ἔχουν ἐπισημανθεῖ καὶ εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποὺ ἀντλεῖ τὶς παραπάνω πληροφορίες ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Παρατηροῦμε ὄμως ὅτι ὁ Κοσμᾶς ὕμνησε ὄλες ἀνεξαιρέτως τὶς δεσποτικὲς ἑορτές. Θὰ ἦταν λοιπὸν ἀληθινὰ περίεργο νὰ ἄφηνε χωρὶς κανόνα τὴν ὑπέρτατη ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἐπισημοποίηση τοῦ σχετικοῦ κανόνα τοῦ Δαμασκηνοῦ πιθανότατα ὁδήγησε στὴν ἀχρησία καὶ στὴ λήθη τὸν σχετικὸ κανόνα τοῦ Κοσμᾶ.

ζ. Στὸ Θεοτοκάριο Θηκαρᾶ, ποὺ περιέχεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 205 (16ος αἰ.) κώδικα τῆς Μονῆς Λειμῶνος τῆς Λέσβου, ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ μεταξὺ τῶν ποιητῶν παρακλητικῶν κανόνων389. Στὰ ἔντυπα Θεοτοκάρια δὲν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ, γνωρίζουμε ὄμως ὅτι ἔγράψε κανόνες παρακλητικοὺς στὴ Θεοτόκο, ποὺ ἀπόκεινται σὲ χφφ. τῆς Κρυπτοφέρρης390.

η. Κανόνας ψαλλόμενος στὸ Μεσονυκτικὸ καὶ περιεχόμενος στὸν cod. Vatic. Ottobon. 179 ff. 92–96, ἀποδίδεται στὸν Κοσμᾶ391.

θ. Στὸν cod. Paris, gr. 1563 (Μηναῖο Μαρτίου, 12ος αἰ.), f. 102ν, οἱ ὠδὲς η´ καὶ θ´ τοῦ κανόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ392 ἀποδίδουται στὸν Κοσμᾶ393. Αὐτὸ μοῦ φαίνεται ἀπίθανο καὶ δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιβεβαίωση τῆς περίεργης αὐτῆς μαρτυρίας.

ι. Τέλος, στὸν ὑπ’ ἀρ. 697 Ἱεροσολυμιτικὸ Σαββαῖτικὸ κώδικα, φ. 8α, ὑπάρχει τὸ ἀκόλουθο γνωμικό, ποὺ φέρεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ:

Ἀδελφοί, μὴ πίνετε οἶνον εἰς κόρον·

οἷνος γὰρ πολὺς ἐκταράττει τὰς φρένας394.

3. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΟΗ ΚΟΣΜΑ

Τὴν ποίηση τοῦ Κοσμᾶ, καὶ μάλιστα στοὺς κανόνες καὶ στὰ τριώδια, χαρακτηρίζει αὐστηρὴ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, ποὺ συνίσταται στὴ σχεδὸν ἀπαράβατη τήρηση ὁρισμένων ἀρχῶν, ὅπως εἶναι ἡ χρήση ἀκροστιχίδας, τὸ ἀνακλώμενο (ἐφύμνιο), ἡ ἀπουσία τῆς β´ ὠδῆς, ἡ σπάνια χρήση θεοτοκίου κλπ. Τὰ γνωρίσματα αὐτὰ δημιουργοῦν τὴν αἴσθηση ποιήσεως ἐντελῶς προσωπικῆς, ποὺ διακρίνεται σαφῶς ἀπὸ τὴν ποίηση τῶν ἄλλων ὑμνωδῶν. Ἀντίθετα μὲ ἄλλους ὑμνογράφους, ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἐλευθερία καὶ ἀρνοῦνται, ὄσο τοὺς ἐπιτρέπουν τὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως, νὰ ὑποταχθοῦν σὲ περιορισμοὺς τεχνικούς, ὁ Κοσμᾶς φαίνεται νὰ ἀγαπᾶ τοὺς περιορισμούς, ἡ μᾶλλον τοὺς αὐτοπεριορισμούς. Ἔτσι ἡ ποίησή τοῦ διακρίνεται σαφῶς ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης π.χ. Πρόκειται, ἄραγε, γιὰ προσωπικὴ προτίμηση ἡ γιὰ ἐπίδραση ἀπὸ τὴν παλαιότερη ποίηση τῶν ὕμνων (κοντακίων); Ἴσως ἰσχύουν καὶ τὰ δύο.

Πάντως ἐκεῖνο ποὺ πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ παρατηρηθεῖ εἶναι ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Κοσμᾶ ἔχει σαφῶς καθορισμένα ἐξωτερικὰ γνωρίσματα, ποὺ δὲν τὰ ξαναβρίσκουμε, τουλάχιστο στὸν ἴδιο βαθμό, στοὺς ἄλλους σύγχρονους ἢ καὶ λίγο μεταγενέστερους ποιητές. Ἡ διακρίβωση τῶν γνωρισμάτων αὐτῶν μᾶς ὁπλίζει μὲ ἕνα ἰσχυρὸ προσδιοριστικὸ ὄργανο ἐλέγχου τῆς πατρότητας ἔργων ποὺ θεωρούνται ἀμφίβολα ἢ ἀταύτιστα. Ὁ Κοσμᾶς ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ἐξωτερικῶν (μορφολογικῶν) γνωρισμάτων τῆς ποιήσεως ἔχει μιὰ ἀξιοσημείωτη μοναδικότητα κι αὐτὸ δὲν ἔχει ἀκόμη παρατηρηθεῖ καὶ δὲν ἔχει ἀξιολογηθεῖ ὅσο πρέπει.

Τὰ μορφολογικὰ αὐτὰ γνωρίσματα εἶναι τὰ ἐξῆς:

α. Ἡ ἀκροστιχίδα

Ἡ χρήση ἀκροστιχίδας εἶναι φαινόμενο σχεδὸν καθολικὸ στοὺς βυζαντινοὺς ὑμνογράφους395. Ὁ Κοσμᾶς χρησιμοποιεῖ ἀκροστιχίδα σχεδὸν πάντοτε ἔμμετρη, ὅπως φαίνεται στὸν παρακάτω πίνακα, ὅπου σημειώνονται μὲ ἀστερίσκο οἱ πιθανῶς νόθες·

1. Σταυρῷ πεποιθὼς ὕμνον ἐξερεύγομαι (Κανόνας στὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Σεπτ. 14).

*2. ᾌσω τὸ λαμπρὸν Ἀρτεμιδώρου κλέος (Κανόνας στὸν ἄγιο μάρτυρα Ἀρτεμίδωρο, Ὀκτ. 26).

3. Χριστὸς βροτωθεὶς ἧv ὄπερ Θεὸς μένῃ (Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστού, Δεκ. 25).

4. Βάπτισμα ῥὐφις γηγενῶν ἀμαρτάδος (Κανόνας στὰ Θεοφάνεια, Ἰαν. 6).

5. Χριστόν γεγηθὼς πρέσβυς ἀγκαλίζεται (Κανόνας στὴν Ὑπαπαντή, Φεβρ. 2).

6. Χαίροις, ἀθλητὰ παμμάκαρ Γεώργιε (Κανόνας στὸν ἄγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, Ἀπρ. 23).

*7. Τὸν μυρίαθλον ἄξιον μέλπειν Ἰὼβ (Κανόνας στὸν Ἰώβ, Μαΐου 6).

8. Χριστὸς ἐνὶ σκοπιῇ σέλας ἄπλετον εἲδεος ἧκε (Κανόνας στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, Αὐγ. 6).

9. Πανηγυριξέτωσαν οἱ θεόφρονες (Κανόνας στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, Αὐγ. 15).

10. Λεύτερος ὕμνος Κοσμᾶ ἁγιοπολίτου (Κανόνας ἀναστάσιμος β´ ἤχου).

11. Τρίτος ὕμνος Κοσμᾶ Ἱεροσολυμίτου (Κανόνας ἀναστάσιμος γ´ ἤχου).

12. Ὕμνος Κοσμᾶ τέταρτος, δόξα τῷ Θεῷ· ἀμὴν (Κανόνας ἀναστάσιμος δ´ ἤχου).

13. Πάντες σὲ ὑμνοῦμεν πόθῳ, Θεοτόκε (Κανόνας παρακλητικὸς στὴ Θεοτόκο).

14. Α–Ω (κατ’ ἀλφάβητον) (Κανόνας παρακλητικὸς στὴ Θεοτόκο).

15. Πένθος Κοσμᾶ μοναχοῦ ἐπὶ νοὸς (Κανόνας στὸν Χριστὸ).

16. Ὠσαννά Χριστὸς εὐλογημένος Θεὸς (Κανόνας στὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων).

17. Tῇ Δευτέρᾳ (Τριώδιο τῆς Μ. Δευτέρας).

18. Τρίτῃ τε (Διώδιο τῆς Μ. Τρίτῆς).

19. Τετράδι ψαλῶ (Τριώδιο τῆς Μ. Τετάρτῆς).

20. Τῇ μακρᾷ Πέμπτη μακρὸν ὕμνον ἐξᾴδω (Κανόνας τῆς Μ. Πέμπτῆς).

21. Προσάββατόν τε (Τριώδιο τῆς Μ. Παρασκευὴς).

22. Σάββατον μέλπω μέγα (Τετραώδιο τοῦ Μ. Σαββάτου).

23. Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν (Κανόνας τῆς Πεντηκοστῆς).

24. Τοῦ ταπεινοῦ Κοσμᾶ ὕμνος (Κοντάκιο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου).

25. Εἰς τὰ προεόρτια τῶν Φώτιον Κοσμᾶ ᾠδὴ (Στιχηρά προσόμοια στὰ Φῶτα).

Ἀπό τὸν παραπάνω πίνακα γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς χρησιμοποιεῖ σταθερὰ ἀκροστιχίδα. Ἀσμενίζει στὴν ἰαμβικὴ μορφὴ τῆς ἀκροστιχίδας χωρὶς νὰ τὴν συμπληρώνει μὲ τὸ ὄνομά του, ὅπως συνηθίζει ἀργότερα ὁ Ἰωσήφ. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ ἀκροστιχίδα φαίνεται ἁπλὴ καὶ πεζή, ὅπως π.χ. στὰ τριώδια καὶ στὰ τετραώδια τῆς Μ. Ἐβδομάδας, καὶ τότε ἀκόμη ὑπόκειται ἔμμετρη δημιουργία. Ἔτσι, οἱ ἀκροστιχίδες τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Δευτέρας, τοῦ διωδίου τῆς Μ. Τρίτης καὶ τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Τετάρτης (ἀρ. 17–19 τοῦ πίνακα), ἂν ἑνωθοῦν σχηματίζουν ἕνα ἰαμβικὸ τρίμετρο, ποὺ φαίνεται νὰ ἀπετέλεσε καὶ τὴ βάση τῆς ὅλης συνθέσεως:

Τῇ Δευτέρᾳ Τρίτη τε Τετράδι ψαλῶ.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἀκροστιχίδα τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Παρασκευῆς, ποὺ ἐνῶνεται μὲ ἐκείνη τοῦ τετραωδίου τοῦ Μ. Σαββάτου καὶ ἀποτελεῖ ἔναν ἐπίσης ἰαμβικὸ τρίμετρο στίχο:

Προσάββατόν τε Σάββατον μέλπω μέγα.

Τοῦτο εἶχε παρατηρήσει ἤδη ὁ Λέων Ἀλλάτιος, ποὺ γράφει γιὰ τὸ τετράδιο τοῦ Μ. Σαββάτου· «τῆς δὲ ἕκτῆς ἡ ἀκροστιχὶς καὶ τῶν ἐξης ᾠδῶν, αΐτινές εἰσι Κοσμᾶ μοναχοῦ τετραῴδιον, συνέζευκται τῇ τοῦ τριῳδίου τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης παρασκευῆς, ἥτις ἐστὶ διὰ στίχου ἰαμβικοῦ, προσάββατόν τε σάββατον μέλπω μέγα»396.

Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς δὲν ἐξαιρεῖ ποτὲ τοὺς εἱρμοὺς ἀπὸ τὴν ἀκροστιχίδα, ἀφοῦ καὶ οἱ εἱρμοὶ εἶναι προσωπικὴ τοῦ δημιουργία. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ σύνθεση τῆς ἀκροστιχίδας προηγήθηκε καὶ ἀπὸ τὴ σύνθεση τῶν εἱρμῶν. Ὅπου ὁ Κοσμᾶς δανείζεται ξένους εἱρμοὺς (τοῦ Δαμασκηνοῦ) προτιμᾶ νὰ συνθέτει κανόνες χωρὶς ἀκροστιχίδα καὶ αὐτὸ εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικό. Ἔτσι, ἀπὸ τοὺς 17 κανόνες τῆς Παρακλητικῆς, ποὺ ἀποδίδονται στὸν Κοσμᾶ, οἱ 11 δὲν ἔχουν ἀκροστιχίδα καὶ ἀπ’ αὐτοὺς οἱ 9 ἔχουν εἱρμοὺς τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο εἶναι πιθανῶς νόθοι. Ἐπίσης ὁ κανόνας καὶ τὸ τετραώδιο στὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ποὺ φέρονται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ, ἔχουν μελισθεῖ πάνω σὲ εἱρμοὺς τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ δὲν ἔχουν ἀκροστιχίδα. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ παραπάνω ἡ ἀκροστιχίδα στὸν Κοσμᾶ εἶναι βασικὸ χαρακτηριστικὸ397 καὶ ὅχι ἁπλὴ συνήθεια, ὅπως στοὺς μεταγενέστερους ὑμνογράφους. Ἀκριβῶς γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς θεωρῶ ὅτι οἱ κανόνες στὸν ἄγιο μάρτυρα Ἀρτεμίδωρο καὶ στὸν Ἰώβ, ποὺ ἔχουν ἀκροστιχίδα στὴν ὁποια δὲν περιλαμβάνονται οἱ εἱρμοί, καὶ μάλιστα εἱρμοὶ τοῦ Κοσμᾶ, δὲν εἶναι συνθέματα τοῦ Κοσμᾶ398.

β. Τὸ ἀνακλώμενο (ἐφύμνιο)

Ὅπως εἶναι γνωστό, τὸ ἀνακλώμενο ἤ ἐφύμνιο εἶναι σταθερὸ μορφικὸ στοιχεῖο τῶν ὕμνων (κοντακίων), ἀπ’ ὅπου πέρασε ἔπειτα καὶ στοὺς κανόνες399. Ἀπαντᾶται συνήθως στὴν α´ ὠδὴ τῶν κανόνων καὶ σχεδὸν πάντοτε στὶς ὠδὲς ζ´ καὶ η´. Ἡ χρήση τοῦ ὄμως στοὺς κανόνες εἶναι ὁπωσδήποτε περιορισμένη καὶ ὑπάρχουν ὑμνογράφοι, ὅπως ὁ Ἀνδρέας Κρήτης π.χ., ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν ποτέ, ἐνῶ στοὺς μεταγενέστερους ὑμνογράφους μόλις διαφαίνεται σὲ μερικὲς ὠδές. Ἐλάχιστα ἐπίσης χρησιμοποιοῦν τὸ ἐφύμνιο οἱ ἀρχαιότεροι καὶ σύγχρονοι τοῦ Κοσμᾶ ποιητὲς τῶν κανόνων, ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Γερμανὸς πτρχ. Κων/πόλεως, ὁ Ἠλίας Ἱεροσολύμων κ.ἄ.

Ἀπό τὴν ἄποψη αὐτη ὁ Κοσμᾶς ἀποτελεῖ ἐξαίρεση μοναδική. Ἡ χρήση ἐφυμνίου σ’ αὐτὸν εἶναι γνώρισμα σταθερὸ καὶ ὑπάρχουν κανόνες ποὺ ἔχουν ἐφύμνιο σὲ ὅλες τὶς ὠδές. Εἶναι, ἄραγε, τοῦτο ἔνδειξη ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Κοσμᾶ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὕμνου (κοντακίου); Ὁπωσδήποτε ὁ Κοσμᾶς θεωρεῖται τυπικὴ περίπτωση συντηρητικῆς τάσεως400 καὶ οἱ κανόνες του ἀπὸ ἄποψη μορφῆς πλησιάζουν πολὺ τὴν τεχνικὴ τῶν ὕμνων (κοντακίων). Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ ἐφύμνιο τῶν εἱρμῶν ἐπεκτείνεται καὶ στὰ τροπάρια τῶν σχετικῶν ὠδῶν, ἔτσι ὥστε κάθε ὠδὴ νὰ ἔχει ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ἐφύμνιο, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ στοὺς ὕμνους, ὅπου τὸ ἐφύμνιο τοῦ κοντακίου καὶ τοῦ α´ οἴκου ἐπαναλαμβάνεται καὶ στοὺς ἄλλους.

Ἔχουμε λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ἕνα δεύτερο σταθερὸ ἐξωτερικὸ γνώρισμα τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρὰ ὑπόψη στὴ λύση προβλημάτων γνησιότητας κανόνων. Καὶ γιὰ νὰ φανεῖ ἡ ἔκταση καὶ ἡ συνέπεια τῆς χρήσεως ἐφυμνίου στοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ, παρέχω ἐδῶ τὸν ἀκόλουθο πίνακα:

1. Κανόνας στὴν Ὕψωση τοῦ Τίμιου Σταυρού (Μηναῖο Σεπτ. 14)


Ὠδὴ α´ διό Χριστῷ ᾄσωμεν/τῷ Θεῷ ἡμῶν ὅτι δεδόξασται
Ὠδὴ γ´ κράτος καὶ στερέωμα
Ὠδὴ ε´ τῷ παρέχοντι/τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν
Ὠδὴ ζ´ ὁ ὑπερύμνητος /τῶν πατέρων καὶ ἡμῶν/Θεὸς εὐλογητὸς εἶ
Ὠδὴ η´ εἰς τοὺς αἰώνας
Ὠδὴ θ´1 προσκυνοῦντες αὐτὸν σὲ μεγαλύνομεν (εἱρμὸς) – προσκυνοῦμεν αὐτὸν καὶ μεγαλύνομεν (τροπ. 1, 2)
Ὠδὴ θ´2 ἢν πάσαι αἱ δυνάμεις/τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσιν (εἱρμὸς, τροπ. 1, 3)

2. Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χρίστου (Μηναῖο Δεκ. 25).


Ὠδὴ α´ ὅτι δεδόξασται
Ὠδὴ γ´ ἄγιος εἶ, Κύριε
Ὠδὴ δ´ δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε
Ὠδὴ ζ´ ὁ τῶν πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εῖ
Ὠδὴ η´ εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον / καὶ ὑπερυψουτω / εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

3. Κανόνας στὰ Θεογάνεια (Μηναῖο Ἰαν. 6)


Ὠδὴ α´ ὅτι δεδόξασται
Ὠδὴ γ´ οὐκ ἔστι δίκαιος πλὴν σου, Κύριε
Ὠδὴ δ´ σύ εἷ Χριστὸς / Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις
Ὠδὴ ε´ εἰρήνην χαρίζεται (τροπ. 3: ζωὴν χαριζόμενος)
Ὠδὴ ς´ ἐκ. φθορᾶς τὸν κόσμον λυτρούμενος (εἱρμὸς) γηγενεῖς ἐκ πλάνης λυτρούμενος (τροπ. 1) τῶν πλημμελημάτων λυτρούμενος (τροπ. 2)
Ὠδὴ ζ´ ὁ τῶν πατέρων Κύριος / καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἰ (εἱρμὸς, τροπ. 1) ὁ Θεὸς ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν (τροπ. 2, 3)
Ὠδὴ η´ ὃν εὐλογοῦσι λαοὶ / καὶ ὑπερυψοῦσιν / εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

4. Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (Μηναῖο Φεβρ. 2)


Ὠδὴ α´ ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται
Ὠδὴ δ´ καὶ ἐπλήσθη (vel ἐπληρώθη) τὰ πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως
Ὠδὴ ε´ φωτὸς ἀνεσπέρου / καὶ εἰρήνης δεσπόζοντα
Ὠδὴ ζ´ εὐλογητὸς ὁ Θεὸς / ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν
Ὠδὴ η´ εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου / καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας
Ὠδὴ θ´ ἀπειράνδρῳ μεγαλύνωμεν (εἱρμὸς) λειτουργοῦντες ἐμεγάλυνον (τροπ. 1) ἐν αἰνέσει μεγαλύνοντα (τροπ. 2) τοῖς παροῦσιν ἐμεγάλυνεν (τροπ. 3)

5. Κανόνας στὸν ἄγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο (ΒΖ 14, 1905, σσ. 520–6).


Ὠδὴ α´ ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν / ὅτι δεδόξασται (ειρμός, 1, 2)
Ὠδὴ ε´ τοῦ δεινοῦ κοσμοκράτορος (τροπ. 1,2)
Ὠδὴ ζ´ ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν/Θεὸς εὐλογητὸς εἶ
Ὠδὴ η´ τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον ὑμνεῖτε / καὶ ὑπερυψοῦτε/ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας
Ὠδὴ θ´ μάρτυς Γεώργιε, / σὲ κατ’ ἀξίαν μεγαλύνομεν

6. Κανόνας στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου (Μηναῖο Αὐγ. 6).


Ὠδὴ α´ ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν/ ὅτι δεδόξασται.
Ὠδὴ δ´ δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε
Ὠδὴ ε´ ἐν τῷ φωτί σου / τὰς ὁδοὺς ἡμῶν εὔθυνον (εἱρμός, 4)
Ὠδὴ ζ´ ὁ τῶν πατέρων / ἡμῶν Θεὸς εὐλογητὸς εἶ
Ὠδὴ η´ εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα / Κυρίου τὸν Κύριον

7. Κανόνας στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκον (Μηναῖο Aὐγ. 15).


Ὠδὴ ζ´ ὁ δεδοξασμένος / τῶν πατέρων καὶ ἡμῶν / Θεὸς εὐλογητὸς εἶ
Ὠδὴ η´ τὸν δημιουργὸν μόνον ὑμνοῦμεν / οἱ λελυτρωμένοι/ καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας
Ὠδὴ θ´ σώζοις ἀεί, / Θεοτόκε, τὴν κληρονομιάν σου (εἱρμὸς, 2)

8. Τετραώδιο στὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου (ἔντυπο Τριώδιο).


Ὠδὴ ζ´ εὐλογητὸς εἶ Κύριε, ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας
Ὠδὴ η´ τὸν Κύριον ἀνύμνουν καὶ ἐδοξολόγουν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας (εἱρμὸς) ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας (1, 2)
Ὠδὴ θ´ ὕμνοις ἀσιγήτοις μεγαλύνωμεν (εἱρμὸς) ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν (τροπ. 1) ἐν ὕμνοις μεγαλύνω σε (τροπ. 2).

9. Κανόνας στὰ Βάῖα (ἔντυπο Τριώδιο).


Ὠδὴ α´ ἄδοντα ἐπινίκιον ὕμνον σοι, Κύριε
Ὠδὴ γ´ Ὠσαννά, εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος
Ὠδὴ δ´ δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε
Ὠδὴ ε´ εἰρήνη ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ / καὶ σωτήριον τοῖς ἔθνεσι
Ὠδὴ ς´ καὶ ῥκντίσματι / καινουργείσθω λαὸς θείου αἵματος
Ὠδὴ ζ´ ὑπερύμνητε Κύριε, / ὁ Θεὸς ὁ τῶν πατέρων εὐλογητὸς εἶ
Ὠδὴ η´ εὐλογεῖτε τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον
Ὠδὴ θ´ εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος / ἐν ὀνόματι Κυρίου, σωτῆρος ἡμῶν

10. Τριώδιο Μ. Δευτέρας (ἔντυπο Τριώδιο).


Ὠδὴ α´ ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται (εἱρμός, 1)
Ὠδὴ η´ ὑμνεῖτε / καὶ ὑπερυψοῦτε / εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

11. Διώδιο Μ. Τρίτης (ἔντυπο Τριώδιο).


Ὠδὴ α´ εὐλογεῖτε τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον

12. Τριώδιο Μ. Τετάρτης (ἔντυπο Τριώδιο).


Ὠδὴ γ´ καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος (ἄγιος) πλὴν σοῦ, Κύριε
Ὠδὴ η´ πάντα τὰ ἔργα Κυρίου /τὸν Κύριον ὑμνεῖτε / καὶ ὑπερυψοῦτε / εἰς πάντας τοὺε αἰῶνα;
Ὠδὴ θ´ φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, / Χριστὲ ὁ Θεὸς, καὶ σῶσον ἡμᾶς

13. Κανόνας Μ. Πέμπτης (ἔντυπο Τριώδιο)


Ὠδὴ α´ ἐνδόξως δεδόξασται Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν
Ὠδὴ γ´ καὶ πίστει στερεωθήσεσθε
Ὠδὴ δ´ τὸν μονογενῆ υἱὸν γὰρ, ἀγαθέ, ἱλασμὸν εἰς τὸν κόσμον ἀπέστειλας (εἱρμὸς) τὸν μονογενῆ ἐπεί μὲ ἱλασμὸν / ὁ πατὴρ εἰς τὸν κόσμον ἀπέστειλε (τροπ. 1, 2, 3).
Ὠδὴ ζ´ ὁ Θεὸς ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν
Ὠδὴ η´ τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα / καὶ ὑπερυψοῦτε / εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

14. Τριώδιο Μ. Παρασκευῆς (ἔντυπο Τριώδιο)


Ὠδὴ η´ ὃν πᾶσα κτίσις εὐλογεῖ δοξάζουσα εἰς τοὺς αἰώνας
Ὠδὴ θ´ σὲ μεγαλύνομεν (εἱρμὸς) ὂν μεγαλύνομεν (τροπ. 1, 2, 3)

15. Τετραώδιο Μ. Σαββάτου (ἔντυπο Τριώδιο).


Ὠδὴ ζ´ λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ
Ὠδὴ η´ ὃν παῖδες εὐλογεῖτε,/ ἱερείς ἀνυμνεῖτε, / λαὸς ὑπερυ ψοῦτε / εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας
Ὠδὴ θ´ σὲ μεγαλύνοντας (εἱρμὸς) ὅπως μεγαλυνθήσομαι (τροπ. 1) καὶ μεγαλύνω σε (τροπ. 2)

15. {sic. Корр.}. Κανόνας στὴν Πεντηκοστὴ (ἔντυπω Πεντηκοστάριο)


Ὠδὴ γ´ ἐν ᾦ στερεωθήσεσθε (εἱρμός) ἐν ᾖ ἐστερεώθημεν (τροπ. 1)
Ὠδὴ ζ´ ὁ εἶς Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν
Ὠδὴ η´ πάντα τὰ ἔργα / τὸν Κύριον ὑμνεῖτε/ καὶ ὑπερυψοῦτε / εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

16. Κανόνας ἀναστάσιμος β´ ἤχου (Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 257–262)


Ὠδὴ α´ ὅτι δεδόξασται (εἱρμός, 1, 2)
Ὠδὴ γ´ οὐκ ἔστιν ἄγιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν /καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος πλὴν σοῦ, Κύριε (εἱρμός, 1, 2)
Ὠδὴ ζ´ ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν / Θεὸς εὐλογητὸς εἶ
Ὠδὴ η´ ὑμνεῖτε τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον

17. Κανόνας ἀναστάσιμος γ´ ἤχον (Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 263–267).


Ὠδὴ α´ τῷ θαυμαστῷ Θεῷ ἡμῶν / ὅτι δεδόξασται (εἱρμός, 1,2)
Ὠδὴ ς´ καὶ πρὸς τὸ φῶς τὸ σόν, / δέομαί σου, καθοδήγησον (εἱρμός, 1) καὶ πρὸς τὸ φῶς τὸ σὸν / εὔθυνον καὶ ἐποδήγησον (2)
Ὠδὴ ζ´ εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν
Ὠδὴ η´ εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον
Ὠδὴ θ´ ἐν ὔμνοις τιμῶντές σε μεγαλύνομεν (εἱρμός, 1)

Φαινόμενο ἀνάλογο δὲν παρατηρεῖται σὲ ἄλλο ποιητὴ κανόνων. Ὁ θετὸς ἀδελφὸς καὶ συνεργάτης τοῦ Κοσμᾶ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς σπάνια χρησιμοποιεῖ τὸ ἐφύμνιο καὶ μάλιστα ὄχι μὲ συνέπεια. Ὑπάρχουν κανόνες του, ὅπως τοῦ Πάσχα π.χ., ποὺ δὲν ἔχουν ἐφύμνιο οὔτε στὴν η´ ὠδή. Καὶ ὄμως ὁ Κοσμᾶς σὲ 17 περιπτώσεις κανόνων καὶ τριωδίων χρησιμοποιεῖ ἐφύμνιο στὴν η´ ὠδὴ σταθερὰ καὶ στὶς 17. Τὸ συμπέρασμά μας εἶναι ὅτι τὸ ἐφύμνιο, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἄλλους ποιητὲς ἀποτελεῖ ἐξαίρεση, γιὰ τὸν Κοσμᾶ εἶναι κανόνας.

γ. Ἡ ἀπουσία τῆς β´ ὠδῆς

Ἄλλο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς β´ ὠδῆς401. Ἐνῶ ἄλλοι σύγχρονοί του ποιητές, ὅπως ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, τὴ χρησιμοποιοῦν πολὺ συχνά402, στὸν Κοσμᾶ δὲν ἔχουμε ἐπισημάνει καμιὰ περίπτωση ἀναμφισβήτητη. Καὶ εἶναι ἀληθινά περίεργη ἡ γνώμη τοῦ G. Schirò, ὅτι ἡ χρήση τῆς β´ ὠδῆς στὸν Κοσμᾶ εἶναι σχετικὰ συχνότερη· «perchè mentre il Damasceno, di solito la oinetta, Cosma invece la usa di freqnente»403. Σὲ κανένα ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ δὲν ὑπάρχει δεύτερη ὠδὴ. Καὶ κανείς βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔγραψε καὶ δεύτερες ὠδές, ποὺ χάθηκαν ἐξαιτίας τῆς ἀχρησίας, γιατὶ μέτρο ἐλέγχου εἶναι ἡ ἀκροστιχίδα, στὴν ὁποία συμπεριλαμβάνονται πάντοτε καὶ οἱ εἱρμοὶ τοῦ Κοσμᾶ404. Ἔτσι περίπτωση ἀπώλειας ἀποκλείεται, τουλάχιστο γιὰ τὰ γνωστὰ καὶ ἀναμφισβήτητα ἔργα του.

Ἐντούτοις στὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Εὐστρατιάδη ἀναφέρονται τρεῖς περιπτώσεις εἱρμῶν μὲ δεύτερες ὠδὲς καὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ· μία στὸν εἱρμὸ στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «Πρόσεχε, οὐρανέ, καὶ λαλήσω»405, καὶ δύο στὸν εἱρμὸ στὰ Φῶτα, «Πάλ.ν Ἰησοῦς, πάλιν μυστήριον» καὶ «Οὐρανὸς καὶ γῆ προσεχέτωσαν»406. Ἀλλὰ τὶς ὠδὲς αὐτὲς τὶς θεωρῶ νόθες. Ὁ εἱρμὸς στὴ Γέννηση παραδίδεται μὲ διπλὲς ὠδές, ἐκτὸς ἀπὸ τη β´ καὶ δ´. Ἀλλὰ ἡ δ´ χρησιμοποιήθηκε στὸ σχετικὸ κανόνα τοῦ Κοσμᾶ καὶ περιλαμβάνεται στὴν ἀκροστιχίδα, μαζί μὲ τὶς ἑπτὰ ἄλλες. Οἱ ὑπόλοιπες ἀπαρτίζουν ἕνα πλήρη εἱρμό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀπουσιάζει ἡ δ´. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχει ἡ β´ ὠδὴ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ δ´; Τὸ πράγμα εἶναι περίεργο, ὄχι ὄμως καὶ ἀνεξήγητο. Ἡ δ´ ὠδὴ ἐξέπεσε καὶ κάποιος ἀντιγραφέας συμπλήρωσε ἄκριτα τὸ κενό. Ὅτι τὸ πράγμα εἶναι ἔτσι, ἀποδεικνύει χειρόγραφο εἱρμολόγιο τῆς Κρυπτοφέρρης (Cod. Crypt. Ε. γ. 11, f. 5r), ὄπου ὁ εἱρμὸς τοῦ Κοσμᾶ εἶναι πλήρης, μὲ ὀκτὼ ὠδές, χωρὶς τὴ β´ καὶ μὲ τὴν δ´· «Ἀκήκοε πάλαι Ἀββακούμ»407. Τώρα μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε σοβαρὰ ὅτι ἡ β´ ὠδὴ «Πρόσεχε, οὐρανέ, καὶ λαλήσω, ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Πατρός...», ποὺ στὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Εὐστρατιάδη ἀποδίδεται στὸν Κοσμᾶ, ἀνήκει σὲ ἄλλο ποιητή. Πιθανότατα ἀνήκει στὸν Ἀνδρέα Κρήτης, ποὺ σταθερὰ χρησιμοποιεῖ τὴ β´ ὠδὴ καὶ πολὺ συχνὰ μὲ τὴν ἴδια ἀπαρχή.

Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο δεύτερες ὠδὲς στὸν εἱρμὸ τῶν Φώτων, μολονότι ἀταύτιστες, δὲ φαίνονται ἔργα τοῦ Κοσμᾶ. Οἱ εἰρμοὶ τοῦ Κοσμᾶ στὰ Φῶτα περιλαμβάνονται ὅλοι στὸ σχετικὸ κανόνα, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἀκροστιχίδα. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ σύνθεση τῆς ἀκροστιχίδας, δηλ. ἡ ὀργάνωση τοῦ κανόνα, προηγήθηκε ἀπὸ τὴ σύνθεση τῶν εἱρμῶν. Δὲ βλέπω λοιπὸν γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Κοσμᾶς, ἀφοῦ χρησιμοποίησε ὅλες τὶς ὠδὲς τοῦ εἱρμοῦ, θὰ συνέθετε ἔπειτα καὶ ἄλλες δύο ἀκόμη καὶ μάλιστα στὴ μὴ χρησιμοποιούμενη β´ ὠδὴ. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι οἱ τρεῖς αὐτὲς δεύτερες ὠδὲς εἶναι γνήσια συνθέματα τοῦ Κοσμᾶ, δὲν εἶναι περίεργο ὅτι δὲν ἐπανέλαβε τὸ ἴδιο σὲ καμιὰ ἄλλη περίπτωση; Ἀλλὰ καὶ πάλι τὸ ποσοστό τῶν τριῶν δεύτερων ὠδῶν στὸ σύνολο τῶν εἱρμῶν τοῦ Κοσμᾶ εἶναι μηδαμινό, ὤστε μποροῦμε νὰ μιλοῦμε ἀνενδοίαστα γιὰ σπάνια ἐξαίρεση καὶ ὄχι γιὰ κανονικὴ ἢ γιὰ συχνὴ χρήση.

δ. Τὸ θεοτοκίον

Στὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ σπάνια χρήση Θεοτοκίου. Ὅπως εἶναι γνωστό, τὸ θεοτοκίον εἶναι σταθερὸ στοιχεῖο τῶν ὠδῶν τῶν κανόνων, ἰδιαίτερα μάλιστα ἀπὸ τὸν 9° αἰ. κἑ. Οἱ πρῶτοι κανονογράφοι, μολονότι δὲν τὸ ἀγνοοῦν, δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν σταθερά. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ πάλι ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, ποὺ τελειώνει τυπικὰ ὅλες τοῦ τὶς ὠδές μὲ τριαδικὸν καὶ θεοτοκίον. Ἀντίθετα, σπάνια εἶναι ἡ χρήση τοῦ στὸν Δαμασκηνὸ καὶ ἀκόμη σπανιότερη στὸν Κοσμᾶ. Τοῦτο εἶχε ἤδη παρατηρήσει ὁ Ἀθ. Παπαδόπουλος Κεραμεὺς ὡς οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ καὶ τὸ ἔλαβε ὑπόψη τοῦ γιὰ νὰ προσγράψει στὸν Κοσμᾶ τὸν κανόνα στὸν ἅγιο Γεώργιο408.

Πράγματι στὰ γνήσια καὶ ἀναμφισβήτητα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ θεοτοτοκίον ὑπάρχει μόνο στὶς ἀκόλουθες περιπτώσεις:

1. Κανόνας στὸν ἅγιο Γεώργιο, ὠδὴ α´.

2. Κανόνας ἀναστάσιμος β´ ἤχου, ὠδὲς α´, δ´, ε´, ς´.

3. Κανόνας ἀναστάσιμος γ´ ἤχου, ὠδὲς α´, δ´, ε´.

4. Κανόνας στὸν Χριστό, σὲ ὅλες τὶς ὠδές.

Ἔχουμε δηλαδὴ σὲ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Κοσμᾶ, κανόνες καὶ τριώδια, μιὰ μόνο περίπτωση μὲ θεοτοκία σὲ ὅλες τὶς ὠδές.

ε. Ὠδὲς μὲ μικρὸ ἀριθμὸ τροπαρίων

Ἀντίθετα μὲ τὴν πληθωρικὴ ποίηση τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ συνθέτει ὠδὲς μὲ ἀπεριόριστο ἀριθμὸ τροπαρίων409, οἱ ποιητὲς Δαμασκηνὸς καὶ Κοσμᾶς φαίνονται νὰ ἀγαποῦν τὴ συντομία. Ἰδιαίτερα ὁ Κοσμᾶς εἶναι ὑπερβολικὰ φειδωλὸς καὶ σχηματίζει ὠδὲς μὲ δύο ἢ τρία τροπάρια, σπάνια προχωρεῖ στὰ τέσσερα καὶ μόνο μιὰ περίπτωση ὠδῆς του μὲ πέντε τροπάρια ἀναφέρεται (Κανόνας στὴ Μεταμόρφωση, ὠδὴ η´), ἐνῶ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ὠδῶν μὲ ἕνα μόνο τροπάριο (Κανόνας στὴν Πεντηκοστή, ὠδὲς γ´, ε´, ς´), πράγμα ποὺ δὲν τὸ συναντοῦμε σὲ κανέναν ἄλλο βυζαντινὸ ὑμνογράφο. Σὲ μικρὸ ἀριθμό τροπαρίων ὑποχρεώνει βέβαια τὸν Κοσμᾶ ἡ ἀκροστιχίδα, στὴν ὀποία περιλαμβάνει καὶ τοὺς εἱρμούς. Ἀλλὰ ὁ περιορισμὸς αὐτὸς εἶναι μᾶλλον αὐτοπεριορισμὸς ἑκούσιος, ἀφοῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκτείνει τὴν ἀκροστιχίδα μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ὀνόματὸς τοῦ, ὅπως συνηθίζουν ἄλλοι ὑμνογράφοι καὶ μάλιστα ὁ Ἰωσήφ. Ἐντούτοις φαίνεται νὰ ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ χαρακτηριστικό του γνώρισμα.

Πρέπει ἀκόμη νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς δὲν ἀκολουθεῖ κανένα τυπικὸ σχῆμα ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν τροπαρίων στὶς ὠδές. Ἔτσι, κανεὶς κανόνας τοῦ δὲ μοιάζει μὲ ἄλλον ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς δομῆς, οὔτε ὡς πρὸς τοὺς εἱρμοὺς οὔτε ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν τροπαρίων. Ὁ Θ. Ξύδης, ποὺ πρῶτος παρατήρησε τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ γνώρισμα τῆς ποιητικῆς τοῦ Κοσμᾶ, μᾶς ἔδωσε τὸν ἀκόλουθο πίνακα ὠδῶν καὶ τροπαρίων (χωρὶς τοὺς εἱρμοὺς) τῶν κανόνων τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν410:


Ὠδές Χριστ. Θεοφ. Ὑπαπ. Βαΐων Πεντηκ. Μεταμ. Ὑψώςεως
α´ 3 3 3 2 2 3 3
γ´ 3 2 3 2 1 2 2
δ´ 3 3 3 3 2 4 4
ε´ 2 2 3 2 1 4 3
ς´ 2 2 3 2 1 3 2
ζ´ 3 3 3 3 2 4 3
η´ 3 3 3 3 2 5 3
θ´ 3 3 3 3 2 4 2 (β´, 3)

Τὴν ἴδια περίπου εἰκόνα θὰ ἔχουμε ἂν σχηματίσουμε πίνακα καὶ τῶν ἄλλων κανόνων τοῦ Κοσμᾶ, ἀκόμη καὶ τῶν τριωδίων, διωδίων καὶ τετραωδίων. Εἶναι συνεπώς καὶ αὐτὸ ἕνα ἀκόμη γνώρισμα τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Θ. Ξύδης ἐκλαμβάνει τὴν ἰδιοτροπία αὐτὴ τοῦ Κοσμᾶ ὡς τάση ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τοὺς διάφορους στιχουργικοὺς περιορισμούς· «Οἱ παραπάνω λοιπὸν ἀριθμοὶ ἀποδείχνουν πληρέστατα, χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀμφιβολία, πὼς ὁ Κοσμᾶς, ἐπιζητῶντας ἕνα ὅσο τὸ δυνατὸ αὐθόρμητο ἀποτέλεσμα, δὲν ἔλαβε ὑπόψη του συνήθειες ποὺ γύρω του, καὶ πρωτύτερα καὶ ἀργότερα, ἧσαν καθιερωμένες σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ ἰσάριθμο τῶν τροπαρίων τῶν ὠδῶν στοὺς κανόνες. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τῆς ποικιλίας πολὺ μᾶς διευκολύνει στὸν σχηματισμὸ τῆς κρίσεώς μας σχετικὰ μὲ τὴν τάση τοῦ Κοσμᾶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ διαφόρους στιχουργικοὺς περιορισμούς»411.

Νομίζω ὅτι τὸ συμπέρασμα αὐτὸ οὔτε ὀρθὸ οὔτε ἀναγκαῖο εἶναι. Τὴν ἴδια τεχνικὴ ἀπαντοῦμε στὸν Ἀνδρέα Κρήτης καὶ στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, ἔστω καὶ σὲ μικρότερο βαθμό. Ἀλλὰ καὶ στοὺς μεταγενέστερους ὑμνογράφους, ποὺ ἔγραφαν, ὑποτίθεται, σὲ ἐποχὴ ποὺ ὁ κανόνας εἶχε πιὰ διαμορφωθεῖ σὲ αὐστηρὸ σχῆμα, τὸ ἰσάριθμο τῶν τροπαρίων τῶν ὠδῶν δὲν εἶναι ποτὲ κανόνας ἀπαράβατος. Κύμανση ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν τροπαρίων παρατηρεῖται σὲ μερικὲς περιπτώσεις ἀκόμη καὶ στὸν Ἰωσὴφ τὸν Ὑμνογράφο, ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ αὐστηρότερος τηρητὴς τῆς μορφικῆς τάξεως τῶν κανόνων. Εἶναι φυσικότερο νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἀπουσία ἰσαρ. θμίας τροπαρίων στοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ ὀφείλεται μᾶλλον στὸ λόγο ὅτι εἶναι ἴσως ὁ εἰσηγητὴς τοῦ νέου ποιητικοῦ εἴδους, τοῦ κανόνα δηλ., τοῦ ὁποιου καὶ ἔγραψε τὰ πρῶτα δείγματα. Οἱ μεγάλες μορφικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν κανόνων τῶν πρώτων κανενογράφων, Κοσμᾶ, Δαμασκηνοῦ καὶ Ἀνδρέα Κρήτης, ὀφείλονται ἀκριβῶς στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κανόνας δὲν εἶχε ἀκόμη διαμορφωθεῖ πλήρως σὲ σχῆμα αὐστηρό.

Ἄλλωστε ὁ Κοσμᾶς δὲ χαρακτηρίζεται γιὰ τὴν ἐλευθεριάζουσα τάση του. Ἀπεναντίας εἶναι περισσότερο συντηρητικὸς ἀπὸ ὅσο φαίνεται μὲ πρώτη ματιά. Οἱ πραγματικοὶ στιχουργικοὶ περιορισμοὶ εἶναι ἡ ἀκροστιχίδα καὶ τὸ ἀνακλώμενο, καὶ σ´ αὐτὰ ὑποτάσσεται πλήρως. Ὁ ἐλαστικὸς ἀριθμὸς τῶν τροπαρίων δὲν ἀποτελεῖ καθόλου ἔνδειξη ἀπελευθεριόσεως.

4. ΥΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ

Ὁ Κοσμᾶς εἶναι ποιητὴς πυκνὸς καὶ δυσνόητος. Τὸ ὕφος τοῦ εἶναι ὑψηλό, ἡ φράση, ἰδίως στοὺς εἱρμοὺς, μεγαλοπρεπής, οἱ ποιητικὲς ἐξάρσεις πρωτότυπες, ὁ λυρισμὸς πηγαῖος. Ἤδη ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος παρατήρησε· «πολλὴν δὲ καὶ τῷ ποιητικῷ τῆς λέξεως ἐνυποκαθημένην ἔχει δυνατότητα καὶ οὐκ ἄν τὶς δύναιτο ῥᾳδίως αὐτῷ παρακολουθεῖν, μὴ οὐχὶ πάνυ τρόφιμος ὢν ἁπάσης ἱερᾶς ἱστορίας τῆς πρεσβυτέρας ἅμα καὶ νεωτέρας»412. Καὶ ὁ βιογράφος τοῦ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος παρατηρεῖ ὅτι τῶν ὕμνων τοῦ Κοσμᾶ «τὸ βρῖθος καὶ ἐγκατάσκευον καὶ τὸ πλεῖον εἰπεῖν ποικιλώτερον καὶ ποριμώτερόν τε ὁμοῦ πρὸς τὸ πανηγυρίσαι καὶ λαμπρότερον ἢ ἐπιχαριτώτερον ἀμίμητον εἰσέτι ἐστὶ καὶ ἔσεται. τὸ δ’ ἡρωϊικὸν τῆς λέξεως καὶ εὐσύνθετον ὁμοίως ἀσύ κριτον»413. Ἀνάλογα κρίνουν καὶ οἱ ἄλλοι βιογράφοι καὶ οἱ νεώτεροι μελετητές414. Ὁ Σπ. Λάμπρος, ἀναφερόμενος στὴς ποίηση τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ Κοσμᾶ, παρατηρεῖ· «Ἡ ποίησις τῶν ἀνδρῶν τούτων ἐγέννησεν ἐνίοτε ἀληθινὰ ἀριστουργήματα. Εἴμεθα συνηθισμένοι ν’ ἀκροώμεθα τῶν μελῶν τούτων ἀδιαλείπτως ἐν τῇ λειτουργίᾳ, ὥστε κατέστημεν ἀναίσθητοι πρὸς τὰς καλλονὰς αὐτῶν... Ἀλλ’ ἀνάγνωτέ τινα ἐκ τῶν μελῶν, ἰδίᾳ ὡς ἔργα ποιητικά, ἀκόμη καὶ ἐν στιγμῇ ἀπηλλαγμένῃ θρησκευτικῆς κατανύξεως, ἢ μεταφράσατε αὐτὰ ἐπαξίως εἰς ξένην τινὰ γλῶσσαν καὶ τότε θὰ θαυμάσητε τὸ ὕψος αὐτῶν καὶ τὴν ποιητικὴν ρώμην. Ἡ ποίησις αὕτη εἶναι ὑπερπετὴς καὶ δαψιλής, πλήρης μεταφορῶν. Ὁ διαπνέων αὐτὴν χαρακτὴρ δὲν ἔχει τὸ πλαστικὸν τῆς ποιήσεως τῆς ἑλληνικῆς, εἶναι μᾶλλον ὅμοιος πρὸς τὴν φύσιν τῆς ἀνατολικῆς φαντασίας· μετέχει τῶν ἀμέτρων πόθων ἐκείνης, τοῦ ὑπερβολικοῦ, εἶναι μᾶλλον γέννημα ζώνης διακεκαυμένης... Αἱ μεταφοραὶ καὶ παρομοιώσεις εἶναι ἐπάλληλοι, τολμηραί, ὑπέρμετροι...»415. Ὁπωσδήποτε πρόκειται γιὰ δημιουργοὺς ὑψηλῆς στάθμης καὶ γενικὴ εἶναι ἡ γνώμη, ὅτι «δὲν δυνάμεθα νὰ εὕρωμεν μετὰ ταῦτα ἴσα ἀναστήματα εἰς τὴν ποίησιν»416. Ἰδιαίτερα ὁ Κοσμᾶς θεωρεῖται δίκαια ὡς «ὁ ἐξοχώτερος τῶν μελῳδῶν τῆς Ἐκκλησίας»417, «princeps melodorum»418. Οἱ κανόνες τοῦ χαρακτηρίζονται ὡς «ἔργα ἰσορροπημένης εὐσεβείας, ὅπου τὸ πνεῦμα δὲν ἀντιμάχεται τὴν καρδίαν, ἀγάλματα ρυθμοῦ καὶ μέλους, ἀληθινὰ ποιήματα»419.

Εἶναι περίεργο ὅτι ὁ Krumbacher ἀσκεῖ αὐστηρὴ καὶ ὁπωσδήποτε ἄδικη κριτικὴ τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ καὶ τὴν θεωρεῖ προϊὸν ἐπιτηδευμένης τεχνικῆς ἐπεξεργασίας420. Θεωρεῖ ἐπίσης τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ποιητὴ ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Κοσμᾶ καὶ κατακρίνει τὸν δεύτερο, ὅτι στὴν ποίησή του «ἡ λογιότῆς καὶ ἡ μυστικὴ θεολογία ὑπερτερεῖ τὸ ποιητικὸν αἴσθημα»421.

Ἡ γνώμη αὐτὴ εἶναι ὑπερβολικὴ καὶ ἄδικη. Βέβαια ἀπέχουμε πολὺ ἀπὸ τὴν ἀβίαστη ὑψηγορία τοῦ Ρωμανοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἐκφραστικὴ ἁπλότητα τῶν παλαιότερων ὕμνων (κοντακίων). Ὁ κανόνας ἐπανέφερε τὴν ποίηση σὲ μορφὲς συντηρητικότερες. Ἀλλὰ τοῦτο δὲ σημαίνει καθόλου ὅτι καὶ στοὺς κανονογράφους, καὶ περισσότερο στὸν Κοσμᾶ, δὲν μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε στοιχεῖα ὑψηλῆς ποιητικῆς δημιουργίας. Ἀπεναντίας ὑπάρχει καὶ ὕψος καὶ ἔμπνευση καὶ αἴσθημα καὶ ἐνθουσιασμός. Ἡ ἔκφραση γίνεται πιὸ συντηρητική, ἀλλ’ αὐτὸ ὄχι τόσο ὥστε νὰ ψυχραίνει τὸ αἴσθημα καὶ νὰ μαραίνει τὸν ἐνθουσιαστικὸ τόνο. Ἀρκεῖ νὰ ἀναγνώσει κανεὶς τοὺς κανόνες στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἢ στὰ Βάϊα ἢ τὸ ἀπαράμιλλο ἐκεῖνο Τετραώδιο τοῦ Μ. Σαββάτου, γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅτι ἐδῶ ἔχουμε ποίηση ἀξιόλογη καὶ ἀληθινή, γεμάτη χάρη καὶ διάθεση λυρική.

Συγκρινόμενος μὲ τὸν Δαμασκηνὸ ὁ Κοσμᾶς εἶναι σαφῶς ποιητὴς ἀνώτερος, παρὰ τὴν ἀντίθετη γνώμη τοῦ Krumbacher. Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης· «Ὁ Κοσμᾶς ὡς μελῳδὸς καὶ ποιητὴς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ κατέχει τὴν δευτέραν θέσιν μετὰ τὸν Ρωμανόν· εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ποιητὴς καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν μελῳδός. Ἡ γνώμη τοῦ Krumbacher ὅτι ὁ Κοσμᾶς δὲν εἶναι ποιητὴς ὡς ὁ Δομασκηνὸς Ἰωάννης εἶναι λίαν ἐσφαλμένη. Καὶ ἂν μόνον οἱ εἱρμοὶ τοῦ Κοσμᾶ παραβληθῶσι πρὸς τὰ ποιήματα τοῦ Δαμασκηνοῦ, καταφαίνεται ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο ποιητῶν, τὸ ὕψος τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ τὸ ἀπροσπέλαστον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ φαντασία αὐτοῦ ἀκόπως ἀνέρχεται. Τὸν Δαμασκηνὸν Ἰωάννην χαρακτηρίζει ἁπλότης καὶ σαφήνεια καὶ λαμπρότης καὶ γλυκύτῆς φράσεως· τὸν Κοσμᾶν στρυφνότης ἐκφράσεως, ἀλλὰ ὕψος ποιήσεως καὶ λυρισμὸς θεόπνευστος»422. Πρέπει ἀκόμη νὰ παρατηρηθεῖ ὅτι γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὁ Κοσμᾶς εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν «ποιητής» καὶ κανένας ἄλλος ὑμνογράφος δὲν ὀνομάστηκε ποτὲ ἔτσι423.

Ἔχει ἀκόμη παρατηρηθεῖ ὅτι τὸ δόγμα δεσμεύει τὸν Κοσμᾶ πολὺ λιγότερο ἀπὸ ὄσο τὸν Δαμασκηνό424. Μολονότι ἡ ποίησή του εἶναι ἄψογη ἀπὸ ἄποψη θεολογική, ἐντούτοις ὁ Κοσμᾶς μὲ τὴν ποίησή τοῦ ἐλάχιστα θεολογεῖ καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔκαμε ποίηση τὰ δόγματα τῆς ἐκκλησίας στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ ἔκαμε ὁ Δαμασκηνός. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ φόρτος τῶν γραφικῶν ἀναφορῶν, ποὺ συναντοῦμε στὸν Ἀνδρέα Κρήτης, δὲν ὑπάρχει στὸν Κοσμᾶ. Ὁ Κοσμᾶς μετέχει ὡς πιστὸς στὰ δρώμενα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐνθουσιάζεται ἢ συντρίβεται ἀνάλογα μὲ τὸ θέμα. Ἀποβλέπει περισσότερο στὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν παρακινεῖ στὴ χαρὰ καὶ στὸν ἐνθουσιασμό, στὴ συντριβὴ καὶ στὴ μετάνοια. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ πλησιάζει περισσότερο τὸν Ἀνδρέα Κρήτης. Χαρακτηρίστηκαν καὶ οἱ δύο «ποιηταὶ τῆς συντριβῆς, τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς ἐκφράσεως τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀγῶνος»425.

Ὁ Κοσμᾶς εἶναι πράγματι «λόγιος» ποιητὴς καὶ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ «ἀριστοκρατικός». Ἡ ποίησή του ἔχει μιὰν ἐπιβλητικὴ καὶ ὑποβλητικὴ ἐπισημότητα. Ἡ γλώσσα του αἴρεται σὲ ὕφος ἀπρόσιτο ὁπωσδήποτε γιὰ τὸν ἁπλοϊκὸ καὶ ἀπαίδευτο. Ἀλλὰ τὸν ἀληθινὸ ποιητὴ χαρακτηρίζει περισσότερο ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἡ δύναμη καὶ ὁ πλοῦτος τῶν εἰκόνων. Καὶ στὸν Κοσμᾶ συναντοῦμε ἀληθινὰ εἰκόνες βιβλικῆς μεγαλοπρέπειας, ποὺ ὅμοιές τους δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ συναντήσει κανεὶς σὲ ἄλλους ὑμνογράφους, ἀνώτερες πάντως ποτέ.

Παραθέτω ἐδῶ μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα:

Κανόνας Μ. Ἠέμπτῆς (ε´, 1).

Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα

καὶ ὑπέρροον ἐν αἰθέρι ὕδωρ,

ἡ ἀβύσσους χαλινοῦσα

καὶ θαλάσσας ἀναχαιτίζουσα

Θεοῦ σοφία...

Κανόνας Πεντηκοστῆς (θ´, 1).

Ἐπιπαφλάζοντος πάλαι / πυρίνου ἄρματος

ὁ ζηλωτὴς καὶ πυρίπνους / χαίρων ὀχούμενος

τὴν νῦν ἐκλάμψασαν / ἐπίπνοιαν ἐδήλου...

Κανόνας Ὑπαπαντῆς (α´, 1).

Ῥανάτωσαν ὕδωρ νεφέλαι·

ἥλιος ἐν νεφέλη γὰρ κούφῃ

ἐποχούμενος ἐπέστη

ἀκηράτοις ὠλέναις

Χριστὸς ἐν τῷ ναῷ ὡς βρέφος.

Κανόνας Μεταμοργώσεως (ε´, 1).

Προσενωπίῳ σοι ὧραι

ὑπεκλίθησαν· φῶς γὰρ

καὶ πρὸ ποδῶν ὑψίδρομον σέλας, Χριστέ,

ἥλιος ἧκε, μορφὴν βροτείαν

ὡς ἀμεῖψαι ηὐδόκισας.

Στὸν ἴδιο κανόνα (ζ´, 2).

Λαίλαπι θείας ἠχῆς

καὶ δροσοβόλῳ νεφέλῃ

Χριστέ, καὶ αἴγλη σου ἡδόμενοι

οἱ ἀπόστολοι ἔψαλλον...

5. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΜΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ

Ὁ Κοσμᾶς εἶναι ὁμολογουμένως ὁ πιὸ ἀρχαιόπληκτος ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ὑμνογράφους426. Ἡ γλώσσα του δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ συντηρητικὴ γλώσσα τῶν κανονογράφων, ποὺ νόμιμα δέχεται τὴν ἐπίδραση τῆς ἀρχαίας. Ὁ Κοσμᾶς προχωρεῖ πολὺ περισσότερο στὴ χρήση σπάνιων ποιητικῶν λέξεων καὶ ἐκφραστικῶν τρόπων, ποὺ δανείζεται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, τῆς ὁποίας εἶναι γνώστῆς ἐγκρατέστατος. Χρησιμοποιεῖ μὲ τόλμη λέξεις καὶ φράσεις τοῦ Ὁμήρου ἢ τῶν τραγικῶν, τὶς ὁποῖες προσαρμόζει στὸ κείμενο τῶν εἱρμῶν καὶ τῶν κανόνων του. Μεταφέρω ἐδῶ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἀπὸ παλαιότερη μελέτη μου427, μὲ ἄλλες συμπληρωματικὲς παρατηρήσεις:

1. Στὸ εἱρμὸ τῆς ζ´ ὠδῆς τοῦ κανόνα στὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ φράση, «πῦρ βρόμιον», ἔχει ἴσως ληφθεῖ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο (Ξ 396)· οὔτε πυρὸς τόσσος γε ποτὶ βρόμος αἰθομένοιο.

2. Στὸν ἴδιον εἱρμό, ὠδὴ η´, ἡ φράση «λόγχην, Θεοῦ σῶμα ἀντιτορήσασαν», εἶναι διασκευὴ τῆς ἀνάλογης ὁμηρικῆς (Ε 337)· δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν.

3. Στὸν κανόνα στὴ Μεταμόρφωση (ὠδὴ η´, 4) ἡ φράση, «διὰ τῆς ἐν γνόφῳ θείας ὀμφῆς», ἀνακαλεῖ τὴν ὁμηρικὴ (Β 41)· θείη δὲ μιν ἀμφέχυτ’ ὀμφή.

Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ λέξη ὀμφὴ χρησιμοποιεῖται ὅπως καὶ στὸν Ὅμηρο, μόνο γιὰ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.

4. Στὸν ἴδιο κανόνα (ε´ ὠδὴ, εἱρμὸς) παραλλάσσει τὸ ὁμηρικὸ (ε 409)· καὶ δὴ καὶ τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα στό· «ὁ τοῦ φωτὸς διατμήξας τὸ πρωτόγονον χάος». Σημειώνω ὅτι οἱ λέξεις λαῖτμα καὶ χάος εἶναι συνώνυμες.

5. Στὸν εἱρμό τῆς η´ ὠδὴς τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Δευτέρας ἡ φράση, «καὶ εἷξε τὸ τραφὲν ἐν ἀπείρῳ ὕλῃ ἀκάματον πῦρ», εἶναι διασκευὴ τῆς ὁμηρικῆς (υ 123)· ἀνέκαιον δ’ ἐπ’ ἐσχάρῃ ἀκάματον πυρ.

Στὸν Ὅμηρο τὸ ἐπίθετο ἀκάματος ἀπαντᾶ σταθερὰ ὡς ἐπίθετο τοῦ πυρός. Βλ. Ε 4, Π 121, Σ 225, φ 181.

6. Στὸν ἴδιο εἱρμὸ ἡ φράση, «ἀειζώου δὲ ἐκμαρανθείσης φλοιός», ἀνακαλεῖ τὴ γνωστὴ τοῦ Ἡρακλείτου «πῦρ ἀείζωον» (Diels–Kranz 1, 158).

7. Στὸν κανόνα τῆς Μ. Πέμπτῆς (ὠδὴ ζ´ 1) ἡ φράση, «Νευστάζων κάραν Ἰούδας κακὰ προβλέπων ἐκίνησεν», ἀνακαλεῖ τὴν ἀνάλογη τῆς ὁμηρικῆς Ὀδύσσειας (σ 153–154)·

αὐτάρ ὁ βῆ διὰ δῶμα φίλον τετιημένος ἧτορ,

νευστάζων κεφαλῇ· δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμῷ.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ μίμηση ἐδῶ δὲν εἶναι μόνο φραστική. Καὶ οἱ εἰκόνες εἶναι ὅμοιες καὶ ἡ ψυχολογικὴ κατάσταση τῶν προσώπων ἐπίσης. Ὁ Ἰούδας τοῦ κανόνα καὶ ὁ Ἀμφίνομος τῆς Ὀδύσσειας κινοῦν μὲ τὸ κεφάλι χαμηλά, προβλέποντας τὸ ἐπερχόμενο κακό428.

8. Στὸν εἱρμὸ τῆς η´ ὠδῆς τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Δευτέρας ἡ φράση, «τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», ἀνακαλεῖ τὸν Αἰσχύλο (Ἱκέτ. 505)· μορφῆς δ’ οὐχ ὁμόστολος φύσις.

9. Στὸ τριώδιο τῆς Μ. Παρασκευῆς (ὠδὴ η´, 1) ἡ φράση, «Ἀπὸ βλεφάρων, μαθηταί, νῦν ὕπνον... τινάξατε», ἀνακαλεῖ τὸν Εὐριπίδη (Ρῆσος 8)· λῦσον βλεφάρων γοργωπὸν ἕδραν.

Πρέπει νὰ σημειώσουμε πάλι ὅτι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις οἱ εἰκόνες καὶ ἡ ψυχολογικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ὅμοιες.

Σταχυολογῶ ἐπίσης λέξεις σπάνιες, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κοσμᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία:

ἀείζωος. Βλ. παραπάνω, ἀρ. 6.

ἀκάματος. Βλ. παραπάνω, ἀρ. 5.

ἄκος, τό. Κανόνας στὴν Ὕψωση (α´, 2)· «Ἀνέθηκε Μωσῆς ἐπὶ στήλης ἄκος, φθοροποιοῦ λυτήριον... ». Λέξη ποιητική, σπάνια στοὺς πεζογράφους (Ἡροδ. 1, 94).

ἀμφιπονοῦμαι. Κανόνας στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (α´, 1) «Ἀμφεπονεῖτο ἀύλων τάξις». Ὁμήρου Ἰλιάς Ψ 159, Ἀρχίλ. 11.

ἀναθρώσκω (στὸν ἀόρ. β´ ἀνέθορε). Τετρχώδιο τοῦ Μ. Σαββάτου, εἱρμὸς ς´ ὠδῇς· «ὡς ἐκ θαλάμου τοῦ θηρὸς ἀνέθορε» (ὁ λόγος γιὰ τὸν Ἰωνᾶ). Βλ. καὶ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἔπη, PG 37, 969.

ἁπήμαντος. Λέξη ποιητική. Βλ. Ὁμ. τ. 282, Πινδ. Ὀλ. VIII, 87, Αἰσχ. Ἀγ. 378 κ.ἀ.π. Στὸν Κοσμᾶ (Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὠδὴ ς´, εἱρμός)· «τὴν τεκοῦσαν κατέσχεν ἁπήμαντον».

ἄστεκτος. Λέξη σπάνια (βλ. Αἰσχ. ἁπ. 220). Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ (ὠδὴ η´), εἱρμός)’ «Ἀστέκτῳ πυρὶ ἑνωθέντες... ».

βασίλεια, ἡ (βασίλισσα). Βλ. Ὁμ. δ 770, Αἰσχ. Ἀγ. 84. Καί, Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (ὠδὴ γ´, 3)· «Βηθλεέμ, εὐφραίνου, ἡγεμόνων Ἰούδα βασίλεια».

βρόμιος (βρόμιον πῦρ) Βλ. παραπάνω.

δειματῶ. Βλ. Ἡροδ. VI, 3, Ἀριστ. Βάτρ. 144. Καί, Κανόνας στὴν Ὕψωση (ὠδὴ ζ´, εἱρμός)· «τρεῖς παῖδας οὐκ ἐδειμάτωσε θυμὸς θηριώδης». Ἐπίσης; Κανόνας στὴν Πεντηκοστὴ (η´, 3)· «πῦρ δειματοῦν».

διακενῆς (μάταια, τοῦ κάκου, ἐπίρρ.). Εὐρ. Τρ. 758. Θουκ. 4, 126. Βλ. καὶ Τριώδιο Μ. Παρασκευῆς (θ´ 2)·«φωνὰς προφητῶν μελετῶντες διακενῆς».

διατμήγω (μτχ. διατμήξας). Βλ. παραπάνω.

δορίκτητος. Βλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 155. Λυκόφρ. 933. Καί, Κανόνας στὴ Γέννηση (η´ 3)· «καὶ δορίκτητον ὄλβον ἐδέξατο». Καὶ η´, 1· «παῖδας δορικτήτους».

δυσθανής. Λέξη σπανιότατη. Βλ. Ἀνθ. Παλ. 9. 81. Καί, Κανόνας στὴν Ὕψωση (ζ´, 2)· «ὃ νυκτιλόχου δυσθανοῦς ἀνέῳξεν».

ἐκπλαγής. Βλ. Πολυβ. 1, 76, 7. Καί, Κανόνας στὴ Γέννηση (ζ´, 1)· «Ποιμένες ἀγραυλοῦντες ἐκπλαγοῦς φωτοφανείας ἔτυχον».

ἐμβατεύω. Ρῆμα σύνηθες στοὺς τραγικούς, σπάνιο στοὺς πεζογράφους. Βλ. Αίσχ. Πέρσαι 449, Σοφ. Οἰδ. Τ. 679. Καί, Κανόνας στὰ Θεοφάνεια (ε´, 3)· «καρδίας ἐμβατεύει».

ἐπιπολεύω, ἀντὶ ἐπιπολάζω. Βλ. Αἰλ. Π. ζ. 9, 61. Καί, Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ (α´, εἱρμός)· «Ἥλιος... ἐπεπόλευσε ποτέ».

ἠχή, ἡ. Βλ. παραπάνω, «Λαίλαπι θείας ἠχῆς...». Βλ. Ὁμ. Θ 159 «ἠχῇ θεσπεσίῃ».

θεοστυγὴς (θεομίσητος). Εὐρ. Τρῳ. 1213, Καί, Κανόνας στὴν Ὕψωση (ζ´, εἱρμός)· «δυσφημίας θεοστυγοῦς».

κράντωρ Λέξη πολὺ σπάνια. Εὐρ. Ἀνδρ. 508. Καί, Κανόνας στὴν Ὕψωση (α´, 3)· «Ὑπέδειξεν οὐρανὸς σταυροῦ τὸ τρόπαιον τῷ εὐσεβτίας κράντορι».

λιθοκάρδιος. Σχόλια στὸν Ὀρέστη τοῦ Εὐρ. 121. Καί, Κανόνας στὴν Κυριακὴ τὸν Βαΐων (α´, 3)· «καὶ ὄρη ἔθνη ἀντίτυπα λιθοκάρδια». μολὼν (βλώσκω). Τριώδιο Μ. Δευτέρας (η´ 2)· «ὁ Σωτὴρ πρὸς πάθος μολών».

νάω (ρέω). Ρῆμα ποιητικό. Ὁμ. ζ 292, Φ 197. Κανόνας στὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων (γ´, εἱρμός)· «Νάουσαν ἀκρότομον... ».

νεηγενής. Ὁμ. δ 336, π. 127. Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (θ´, 2): «Νεηγενές... παιδίον».

νεκάς, ἡ (σωρὸς νεκρῶν). Ὁμ. Ε 886 «ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν». Κανόνας στὴ Μεταμόρφωση (η´, 3)· «Χριστέ σοι παρέστησαν... Μωϋσῆς δ’ ἐκ νεκάδων». Ἐπίσης, Κανόνας στὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων (γ´, 1)· «ἐκ νεκάδων σύντρομος ᾍδης ἀφῆκε Λάζαρον».

νηδύς, ἡ. Λέξη σχεδὸν πάντοτε ποιητική. Ὁμ. Ω 496, Ἡσ. Θεογ. 460. Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (η´, εἱρμός) «Παρθένου ἣν ὑπέδυ νηδύν... ».

νότιος (ὑγρός, θαλάσσιος). Αἰσχ. Πρoμ. 401. Κανόνας στὴν Ὕψωση (ς´, εἱρμός) «Νοτίου θηρὸς ἐν σπλάγχνοις...».

νυκτιλόχος (ληστής). Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. ιθ´, 18. Κανόνας στὴν Ὕψωση (ζ´, 2)· «ξύλον, ὃ νυκτιλόχου δυσθανοῦς ἀνέῳξεν... ». (λέγεται γιὰ τὸ ληστὴ ποὺ συσταυρώθηκε μὲ τὸ Χριστό).

ὁμόστολος. Βλ. παραπάνω.

ὀμφή. Βλ. παραπάνω.

πέδον, τό. Λέξη ἀποκλειστικὰ ποιητικὴ (στοὺς πεζογράφους: πεδίον). Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ (α´, εἱρμός)· «Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος... ἐπεπόλευσε... ».

πῆμα, τό. Λέξη ἐπίσης ποιητική. Ὁμ. Ε 179, Ρ 688. Κανόνας στὴν Ὕψωση (α´, 2)·«ἐν τούτῳ ἐθριάμβευσας τὸ πῆμα».

πολέω. Ρῆμα μόνο ποιητικό. Αἰσχ. Πέρσ. 307. Κανόνας στὴν Ὕψωση (ε´, 2)·«τὸ σημεῖον ἐν ἀέρι, ᾧ πολοῦσιν».

ῥύσιος. Αἰσχ. Ἱκέτ. 150, Ἀνθ. Παλ. 7. 605 «ῥύσια ψυχῆς δῶρα». Κανόνας στὴ Μ. Πέμπτη (γ´, 1)· «Ῥύσιον παντὸς τοῦ βροτείου γένους».

φύτλη, ἡ. Πινδ. Ὁλ. IX, 81. Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (γ´, 3)·«μεταδοὺς θείας φύτλης».

Πολλὲς εἶναι ἐπίσης οἱ λέξεις (σύνθετα κυρίως), ποὺ ἀπαντῶνται γιὰ πρώτη φορὰ ἢ μόνο στὸν Κοσμᾶ. Εἶναι λέξεις «ἅπαξ εἰρημέναι», ποὺ φανερώνουν τὴ μεγάλη γλωσσοπλαστικὴ καὶ προσδιοριστικὴ δύναμη τοῦ Κοσμᾶ. Σταχυολογῶ μερικὰ παραδείιματα:

ἀβυσσοτόκος (γιὰ τὸ θαλάσσιο βυθὸ). Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ (α´, εἱρμός)· «Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον».

ἀγκαλοφορούμενος (γιὰ τὸν νήπιο Χριστό)· Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ (δ´, εἱρμός)· «Ὤφθης ὡς βρέφος ἀγκαλοφορούμενον».

ἀτρεπτονηπιάσας (ἤ: ἀτρέπτως νηπιάσχς). Ἐπίσης γιὰ τόν Χριστό. Στὸν ἴδιο κανόνα, γ´, 3.

αὐτόφθονος. Τριώδιο Μ. Παρασκευῆς (θ´, 3)· «αὐτοφθόνῳ κακίᾳ» (γιὰ τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους).

διαρτία, ἡ (διάπλαση, διαμόρφωση). Κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστού (γ´, 3).

Οεόκτυπος. Κανόνας στὴ Μεταμόρφωση (θ´, 1)·«Ἦχος ἐκ νεφέλης ἀνεπέμπετο θεόκτυπος».

θεότυπος. Σχόλια στὰ Ἔπη Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, PG 38, 454· «Μωσῆς... τὰς θεοτύπους ἐδέξατο πλάκας».

καινογραφέω. Κανόνας στὴν Ὕψωση (ς´, 1)· «τὴν παλαιότητα... τοῦ νομικοῦ σκιώδους γράμματος ἐκαινογράφησεν».

λογοπραγῶ. (ἀπαιτῶ λογαριασμό, παζαρεύω). Τριώδιο Μ. Τετάρτῆς (θ´, 1)· «δῶρον ἀξιόθεον λογοπραγεῖ».

μολέω (ἔρχομαι). Κανόνας στὰ Θεοφάνεια (γ´, εἱρμός)· «μολεῖ δὲ πρὸς τὸ βάπτισμα».

νομολάτρις. Κανόνας στὴν Ὕψωση (ς´, 2)· «ἐδήλου ὡς πρεσβύτερον κλέος ὁ νομολάτρις λαός». Λ. ἀθησαύριστη.

οὐρανοβάμων. Κανόνας στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (α´, 1)· «τάξις οὐρανοβάμων» (δηλ. οἱ ἄγγελοι).

πεζοποντοπορῶ. Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ (α´, εἱρμός)· «λαῷ πεζοποντοποροῦντι» (γιὰ τὸν Ἰσραὴλ ποὺ διέβη τὴν Ἐρυθρά). Λ. ἀθησαύριστη.

πικρογόνος. Κανόνας στὴν Ὕψωση (δ´, 1)· «Πικρογόνους... πηγάς».

πρεσβυρά, ἡ (γιὰ τὴν προφήτιδα Ἄννα). Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ (θ´, 3). Λ. ἀθησαύριστη.

ὑπέρροος. Κανόνας στὴ Μ. Πέμπτη (ε´, 1)· «Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα καὶ ὑπέρροον ἐν αἰθέρι ὕδωρ... ». Ἐπίσης, Κανόνας στὰ Θεοφάνεια (ζ´, I)· «ὁ κρατῶν τὴν ὑπέρροον τῶν ὑδάτων ὑπόστασιν».

ύψίδρομος. Κανόνας στὴ Μεταμόρφωση (ε´, 1): «ὑψίδρομον σέλας».

χειραπτέω. Κανόνας στὰ Θεοφάνεια (η´, 2)· «χειραπτήσας (ὁ βαπτιστὴς) τὴν κορυφὴν τοῦ πλάστου». Στοὺς ἀρχαίους τὸ ρ. χειραπτάζω (χεὶρ ἅπτομαι). Τὸ ρ. χειραπτέω παρέχει καὶ ὁ Φώτιος, Βιβλ. 67. 14.

ψυχώλεθρος. Κανόνας στὴν Ὕψωση (ς´, 1)· «καὶ τὴν ψυχώλεθρον νόσον».

Τὰ παραπάνω εἶναι, νομίζω, ἐπαρκὴς ἀπόδειξη τῆς γενναίας ἑλληνομάθειας τοῦ Κοσμᾶ. Ἀλλ’ ὑπάρχει καὶ προσωπικὴ γραπτὴ μαρτυρία δηλωτικὴ τῆς εὐρύτητας τῶν γνώσεών του καὶ τῆς μακρότατῆς ἀναστροφῆς του μὲ τὰ κείμενα. Ἀρκεῖ ν’ ἀναγνώσει κανείς μὲ προσοχὴ τὰ σχόλιά τοῦ στὰ Ἔπη τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ πόση παιδεία καὶ πόση ἀρχαιομάθεια διαθέτει ὁ Κοσμᾶς. Τὸ ἔργο αὐτὸ τὸ ἔγραφε ὡς βοήθημα γιὰ ὅσους μελετοῦν τὰ ποιήματα τοῦ Γρηγορίου· «σκοπῶ δὲ τοῖς παιδευομένοις εὔληπτον καταστῆσαι τὸ πραττόμενον»429. Ὅπως ὁ ἴδιος λέγει στὸν πρόλογό του, εἶχε σκοπὸ νὰ προχωρήσει στὴ συγγραφὴ καὶ ἄλλου ἀνάλογου ἔργου. Μεταφέρω ἐδῶ ὁλόκληρο τὸ σχετικὸ χωρίο, γιατὶ εἶναι ἡ καλύτερη μαρτυρία τῆς ἑλληνομάθειάς του· «αὖθις δὲ πρὸς ἄλλο βλέψομεν πόνημα ταῖς Γρηγορίου πρεσβείαις τεθαρρηκότες· ἔστι δὲ τὸ σιναγαγεῖν ἐς ταὐτὸν ἅσπερ αὐτὸς μέμνηται φυσιολογίας· εἶθ’ ἑξῆς ὅσα περὶ διχρόνων καὶ τέχνης καὶ ποιότητος στοιχείων συμφώνων, καὶ διαιρέσεως φωνηέντων, καὶ ἄλλων ὀνομάτων διαφόρου σημασίας, ἐπιχωρίων τε λέξεων Ἀττικῶν, καὶ ἐπιτετηδευμένων, καὶ τῶν ἐξ ἑτοίμου συγκειμένων, καὶ τῶν διασυρτικῶν ἐκπληκτικῶν, δυσφορουμένων σχετλιαστικῶν, τῶν τε συνᾳδουσῶν τῇ ὑποκρίσει ἐκκοπῶν, ἐκλεῖψεων, συναλοιφῶν, καὶ ὧν παρὰ πᾶσαν τὴν τῶν Ἑλλήνων συνήθειαν οἱ Ἀττικοὶ κέχρηνται, τῶν τε συντόμων ἐν τοῖς ὅρκοις καὶ τῶν ἀνθ’ ἑνικοῦ πληθυντικῶν λεγομένων ἐπιζεύξεων, ἀντὶ δὲ τοῦ παθητικοῦ ἐνεργητικῶν, τῶν τε ἐπιτρεπτικῶν ἐν τῷ μὴ παρόντος τινός, τῶν τε ὑφ’ ἓν καὶ τῶν συνθέτων, καὶ τῶν ἐπὶ τὸ λίαν κἀπὶ τῶν ἀδυνάτων λαμβανομένων, τῶν τε δισσῶς καὶ τρισσῶς ἐκφερομένων, ἰσοτόπων τε καὶ ἰσοδυνάμων, καὶ τῶν ἑβδομηκονταδύο τῆς ποιήσεως τρόπων, τῶν τε ἑβδομήκοντα τεσσάρων τῆς ῥητορικῆς τρόπων, τὰ προειρημένα πάντα παρεκβάλλοντες ἰδιοτρόπως, ἔκ τε τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς καὶ τῶν λόγων τοῦ θείου Γρηγορίου»430.

6. ΛΕΚΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ

Ἀρέσκεται ἐπίσης ὁ Κοσμᾶς σὲ διάφορα λεκτικὰ σχήματα, ποὺ προσδίδουν στὸ ὕφος ζωηρότητα καὶ ἐνάργεια. Ἰδιαίτερα φαίνεται νὰ ἀγαπᾶ τὶς ἀντιθέσεις, τὴν ἰσοσυλλαβία καὶ τὴν ὁμοιοκαταληξία.

Ἤδη ὁ Ε. Bouvy παρατήρησε μιὰ ὡραία σειρὰ ἀντιθέσεων στὴν ς´ ὠδὴ τοῦ Τετραωδίου στὸ Μ. Σάββατο:

Συνεσχέθη, ἀλλ’ οὐ κατεσχέθη στέρνοις κητῴοις Ἰωνᾶς...

Ἀνηρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης, Λόγε, ἧς μετέσχες σαρκός...

Βροτοκτόνον, ἀλλ’ οὐ θεοκτόνον ἔφυ τὸ πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ...

Βασιλεύει, ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει ᾍδης τοῦ γένους, τῶν βροτῶν...431

Ἡ περίπτωση εἶναι ἐντυπωσιακή, ἀλλὰ ὄχι μοναδική. Τὰ παραδείγματα εἶναι δυνατὸ νὰ πολλιπλασιαστοῦν. Πολλὲς φορὲς οἱ ἀντιθέσεις δὲν εἶναι μόνο λεκτικές, ἀλλὰ καὶ νοηματικές, καθὼς ἀντιπαρατίθενται πρόσωπα καὶ πράξεις ἀντίθετα. Φέρνω ὡς παράδειγμα τὰ ὡραιότατα ἰδιόμελα τῆς Μ. Τετάρτης (στὸν Ὄρθρο), ὅπου ἡ πλοκὴ τοῦ θέματος καὶ τοῦ λόγου στηρίζεται στὴν ἀντίθεση. Ὁ Χριστός, γιὸς τῆς Παρθένου, δέχεται τὸ μύρο ἀπὸ τὰ χέρια τῆς Πόρνης. Ἡ Πόρνη σώζεται μὲ τὴ μετάνοια, δ Ἰούδας γίνεται δοῦλος μὲ τὴν ἁμαρτία:

Σὲ τὸν τῆς Παρθένου Υἱὸν

Πόρνη ἐπιγνοῦσα Θεὸν

ἔλεγεν, ἐν κλαυθμῷ δυσωποῦσα,

ὡς δακρύων ἄξια πράξασα·

Διάλυσον τὸ χρέος,

ὡς κἀγὼ τοὺς πλοκάμους·

ἀγάπησον φιλοῦσαν

τὴν δικαίως μισουμένην...432

Ἐπίσης:

Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον

τότε ὁ μαθητὴς συνεφώνει τοῖς παρανόμοις·

ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον,

ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον·

αὕτη τὸν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν,

οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο·

αὕτη ἠλευθεροῦτο

καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ.

Δεινὸν ἡ ῥᾳθυμία,

μεγάλη ἡ μετάνοια...433.

Στὰ παραπάνω παραδείγματα διακρίνουμε ἐπίσης καὶ χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις παραλληλίας, ἰσοσυλλαβίας καὶ ὁμοτονίας. Εἶναι ἀκόμη προφανὴς ἡ τάση πρὸς τὴν ὁμοιοκαταληξία, ποὺ εἶναι καὶ γνώρισμα χαρακτηριστικὸ τοῦ Κοσμᾶ. Ἤδη ὁ Π. Τρεμπέλας στὰ προαναφερθέντα τροπάρια τοῦ Τετραωδίου τοῦ Μ. Σαββάτου διακρίνει «εἶδος ὁμοιοκαταληξίας καὶ μεταξὺ ἀνισοσυλλάβων στίχων»434. Ἀλλὰ ἡ περίπτωση αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ νόθη ὁμοιοκαταληξία, γιατὶ δημιουργεῖται μὲ σύνθετα τοῦ ἴδιου ρήματος ἢ τῆς ἴδιας λέξεως· συνεσχέθη κατεσχέθη, ἀνῃρέθης διῃρέθης, βροτοκτόνον – θεοκτόνον. Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλα πολλὰ παραδείγματα γνήσιας ὁμοιοκαταληξίας καὶ μάλιστα σὲ στίχους μὲ ἀπέλυτη ἰσοσυλλαβία καὶ ὁμοτονία, πράγμα ποὺ προϋποθέτει ἰδιαίτερη τεχνικὴ ἐπεξεργασία. Αὐτὸ εἶναι τὸ πάθος τοῦ Κοσμᾶ. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι αὐτὴ ἡ τεχνικὴ ἀπαντᾶται περισσότερο στὰ ἰδιόμελα καὶ στὸν ὕμνο (κοντάκιο) στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ χωρὶς καμιὰ ἀμφιβολία εἶναι ποίημα τοῦ Κοσμᾶ435. Παραθέτω ἐδῶ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα:

Γλῶσσα». ποτέ συνεχύθησαν,

διὰ τὴν τόλμαν τῆς πυργοποιίας·

γλῶσσαι δὲ νῦν ἐσοφίσθησαν,

διὰ τὴν δόξαν τῆς θεογνωσίας.

Ἐκεῖ κατεδίκασε Θεὸς

τοὺς ἀσεβεῖς τῷ πταίσματι,

ἐνταῦθα ἐφώτισε Χριστὸς

τοὺς ἁλιεῖς τῷ Πνεύματι.

Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία,

πρὸς τιμωρίαν,

ἄρτι καινουργεῖτοι ἡ συμφωνία,

πρὸς σωτηρίαν

τῶν ψυχῶν ἡμῶν436.

Ἀνάλογα παραδείγματα ὕμνων μὲ ἀπόλυτη ἰσοσυλλαβία, ὁμοτονία καὶ ὁμοιοκαταληξία συγχρόνως δὲν ὑπάρχουν πολλὰ στὴ λειτουργικὴ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας437. Περισσότερα μποροῦμε νὰ βροῦμε στὸν Ρωμανὸ καὶ στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Τονίζω ἰδιαίτερα τὴ διαπίστωση αὐτή, γιατί, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ εἶναι πιθανὸ νὰ συνδέεται καὶ μὲ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἐδῶ ἀρκοῦμαι νὰ σημειώσω μερικὰ ἀκόμη παραδείγματα ὁμοτονίας, ἰσοσυλλαβίας καὶ ὁμοιοκαταληξίας ἀπὸ τὸ Κοντάκιο τοῦ Κοσμᾶ στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου:

τὸ μνῆμα τῇ ζώσῃ διακονίσαν (sic)

καὶ τὴν ζῶσαν μνημείῳ» μὴ ἐγκρατῆσαν

(Ὕμνος, δ´, 4)

αὐτὴν μὲν ῥᾳδίως πληροφορήσας

καὶ μελέτῃ ἑτοίμῃ προκαταστήσας

(ζ´, 2)

ὡς μήτηρ ἐν τέκνῳ συνομιλοῦσα

καὶ ὡς δούλη δεσπότῃ συγκατοικοῦσα

(θ´ 3)

ἐπ’ ὤμοις ἰδίοις δορυφοροῦσι

καὶ ἐν στόματι θριάμβοις δοξολογοῦσι

(ις´, 3)

τολμήσας τὴν χεῖρα ἐπακοντίσαι

τοῦ κραββάτου θελήσας τὸ σῶμα ῥίψαι

(ιη´, 3)

Ἀλλὰ ὁ Κοσμᾶς ἀρέσκεται στὴ χρήση καὶ ἄλλων σχημάτων. Ὑπάρχουν στὰ ποιήματά τοῦ τολμηρότατες μεταφορές: λάκκος ἀγνωσίας, πόδες ἄνικμοι, πόδες ὀζεῖς, χεῖρες ἀνειμέναι, παῖδες τῷ θείῳ πυρπολούμενοι ζήλῳ κλπ. καὶ ὀξύμωρα: Φλόγα δροσίζουσαν, ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον, Θεοτόκε μήτηρ ἀνύμφευτε, δροσοβόλος κάμινος, στειρεύουσα πρὶν ἡ τεκνουμένη δεινῶς, σὲ τὸν ἐν πυρὶ δροσίσαντα, οἱ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν, τὴν ἀμαυρωθεῖσαν... ἐλάμπρυνας πάλαι φύσιν κλπ.

Ἐπισημαίνω ἐπίσης τὴν ἀγάπη τοῦ Κοσμᾶ στὰ λογοπαίγνια καὶ μάλιστα στὴν παράθεση συνθέτων τῆς ἴδιας λέξεως: «συνεσχέθης, ἀλλ’ οὐ κατεσχέθης», «ἀνηρέθης, ἀλλ’ οὐ διηρέθης», «βροτοκτόνον, ἀλλ’ οὐ θεοκτόνον», «χωρίον Χριστοῦ πολυχώρητον», «χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος», «ἐκκλησία θεόκλητος», τὴν ἀκαρπίαν φλέγων, εὐκαρποῦσι... ζωὴν χαριζόμενος», «ἐκ δουλείας ἀπεγράφης... καὶ δούλους ἡμᾶς ἠλευθέρωσας», «οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ συντραφέντες, δυσσεβοῦς προστάγματος καταφρόνησαντες», «ψυχῆς τελῶν ἔμφρονος, ἀψύχων εὐλαβοῦμαι», «οὐρανὸς ἐπίγειος, ἐν ἐπουρανίῳ καὶ ἀφθάρτῳ χθονὶ οἰκιζόμενος», «νηπιόφρονα... νηπιάσας, ἐπέφανε», «ἐξ ἀϊδίου δόξης... συναΐδιον», κλπ.

Ὁ λόγος ἔτσι ἀποκτᾶ ἐλαφρότητα καὶ χάρη καὶ ἀνακουφίζεται ἀπὸ τὸ δογματικὸ βάρος καὶ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ λεζιθηρία.

7. ΜΕΤΡΟ – ΡΥΘΜΟΣ – ΜΕΛΟΣ

Ἤδη ὁ Γρηγόριος Κορίνθου χαρακτηρίζει τοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ «πεζῷ λόγῳ, τῷ ἀμέτρῳ δηλαδή, γεγραμμένους»438. Καὶ ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος, σχολιάζοντας τὸν ἰαμβικὸ κανόνα τοῦ Δαμασκηνοῦ στὰ Χριστούγεννα καὶ συγκρίνοντάς τον μὲ τὸν κανόνα τοῦ Κοσμᾶ στὴν ἴδια ἑορτή, παρατηρεῖ ὅτι ὁ δεύτερος γράφτηκε «δίχα μέτρου»439. Τοῦτο βέβαια δὲ σημαίνει καθόλου ὅτι οἱ κανόνες τοῦ Κοσμᾶ εἶναι πεζὰ κείμενα (in prose), ὅπως θεώρησε ὁ Ε. Wellesz440, ἀλλ’ ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν τὰ γνωστὰ ἀρχαῖα μέτρα. Μερικοὶ νεώτεροι μελετητὲς ἐπιχείρησαν μετρικὲς διερευνήσεις στὰ ποιήματα τοῦ Κοσμᾶ καὶ προσπάθησαν νὰ διαπιστώσουν τὴν ὕπαρξη ἀρχαίων προσωδιακῶν μέτρων. Ὁ Ἐμμ. Πεζόπουλος κατακερματίζει τὰ ποιήματα καὶ δημιουργεῖ αὐθαίρετα στίχους, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὁ Κοσμᾶς χρησιμοποίησε συνειδητὰ τὰ ἀρχαῖα προσωδιακὰ μέτραῖ441. Διδάσκει λοιπὸν ὁ Πεζόπουλος τὰ ἑξῆς περίεργα. «Κοσμᾶς ὁ Μαϊουμᾶ λέγει ἐν ἀρχῇ τοῦ α´ τροπαρίου τῆς α´ ᾦδῆς τοῦ Κανόνος εἰς τὴν Μ. Πέμπτην ‛Ἡ πανταιτία κτλ.’. Διατί ποιεῖται οὗτος χρῆσιν τῆς λ. πανταιτία, ἐνῷ κατὰ τὸ τονικὸν μέτρου ὀρθότατα θὰ εἶχεν ἡ λέξις παναιτία;». Τὸ ἐπίθετον παναίτιος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Αἰσχύλῳ, ἀλλ’ ὁ Κοσμᾶς κατὰ τὴν γνώμην μου θέλων νὰ ἔχη δύχμιον ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ τροπαρίου, ἔγραψεν «Ἡ πανταιτία». Πρβ. δοχμίους ἐν τῇ ἀρχῇ παρὰ τῷ αὐτῷ «Ἀγνώμων φανείς», «Ὤ, πηρωτικῆς» καὶ δύο καὶ τρεῖς δοχμίους, οἷον «Χοροὶ Ἰσραὴλ / ἀνίκμοις ποσί» καὶ «Ἐν τῇ δευτέρᾳ / σου φρικτῇ παρου / σίᾳ, Δέσποτα» καὶ «νέον πῶλον ἐπι / βεβηκὼς ὁ βασι / λεύων σου, Σιών»... Παρὰ τῷ αὐτῷ Κοσμᾷ ἀπαντᾷ Καν. εἰς τὴν Χριστοῦ γένν., ᾠδ. θ´ τροπ. β´ «Νεηγενές, μάγων λεγόντων, κτλ.». Διατί γίνεται χρῆσις τοῦ τύπου νεηγενὲς αὐτὶ τοῦ συνήθους «νεογενές»; Ὁ ποιητὴς θέλει νὰ ἔχῃ μακρὰν τὴν προπαραλήγουσαν τῆς λέξεως, ἴνα σχηματίσῃ τὴν θέσιν τοῦ πρώτου ἰαμβικοῦ τριμέτρου ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ τροπαρίου·

Νεηγενὲς Μάγων λεγόντων παιδίον.

Πβ. ἰαμβικὰ τρίμετρα ἐν ἀρχῇ εἱρμῶν καὶ τροπαρίων παρὰ τῷ αὐτῷ, οἷον «Ἔφριξε παίδων αὐαγῶν τὸ ὁμέστολου», καὶ «Ἀνέβηκε Μωϋσῆς ἐπὶ στήλης ἄκος» κτλ... »442.

Μὲ τὴ μέθοδο τῆς ἀπομουώσεως καὶ τοῦ κατακερματισμοῦ ὁ Πεζόπουλος «ἀνακαλύπτει» ἰαμβοτροχαίους443, δακτυλοτροχαίους444, ἀρχεβούλειον μέτρον445, μέτρα μεικτὰ (Σαπφικὸν ἑνδεκασύλλαβον)446, ἰαμβελέγους447, κλεομάχειον μέτρον448 κλπ. Τὰ μέτρα ὅμως αὐτὰ κατασκευάστηκαν τεχνητὰ ἀπὸ τὸν Πεζόπουλο μόνο γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς ἁπόψεις του καὶ δὲν ἀνταποκρίνονται στὶς προθέσεις τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ καθ. Ν.Β. Τωμαδάκης, κρίνοντας τὴ μέθοδο καὶ τὰ συμπεράσματα τοῦ Πεζόπουλου, παρατηρεῖ ὅτι στὰ ἴδια συμπεράσματα θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγηθεῖ ὁποιοσδήποτε, ἂν προσπαθοῦσε νὰ ἀνακαλύψει μέτρα ἀρχαῖα σὲ μιὰ σύγχρονη ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα449. Δὲ βλέπω γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Κοσμᾶς ἤθελε σὲ ὁρισμένες μόνο θέσεις ἀρχαῖα μέτρα καὶ ὄχι σὲ ὅλο τὸ σῶμα τοῦ τροπαρίου ἢ τῶν ὠδῶν τοῦ. Γενικά, ἕνα ποίημα εἶναι γραμμένο στὸ ἕνα ἢ στὸ ἄλλο μέτρο, ἂν ὁλόκληρο ὑποτάσσεται στὸ συγκεκριμένο μετρικὸ σχῆμα καὶ ὑπακούει στοὺς κανόνες τοῦ. Λίγες λέξεις ἐκλεκτικὰ δὲν προσδιορίζουν ποτὲ τὸ μέτρο.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες ἀντιρρήσεις. Ἔγραψε ὁ Πεζόπουλος· «Παρὰ τῷ Κοσμᾷ φέρεται Καν. Μεγ. Πέμπτῆς, ᾠδ. ε´, τροπ. α´.

Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα

καὶ ὑπέρῳον ἐν αἰθέρι ὕδωρ.

Ἐνταῦθα προηγεῖται τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον καὶ ἕπεται δακτυλικὴ τετραποδία τελευτῶσα εἰς σπονδεῖον»450.

Τί θὰ ἔλεγε ὅμως, ἄν, ἀντὶ τῆς γραφῆς «ὑπέρῳον», ἐγνώριζε τὴν ὀρθὴ «ὑπέρροον», ποὺ διαταράσσει τὴν ὑποτιθέμενη μετρικὴ εἰκόνα;

Ἡ παραπάνω ὑπόθεση, ὅτι δηλ. ὁ Κοσμᾶς συνειδητὰ χρησιμοποίησε στὴν ποίησή του ἀρχαῖα μέτρα καὶ αὐθαίρετη εἶναι καὶ σὲ σοβαρὴ συζήτηση δὲν ἀντέχει. Ὁ Κοσμᾶς χρησιμοποιεῖ σταθερὰ τὸ τονικὸ μέτρο καὶ μόνο αὐτό. Μόνο στὶς ἀκροστιχίδες τῶν κανόνων του χρησιμοποιεῖ τὸ ἰαμβικὸ τρίμετρο (ὄχι πάντοτε) καὶ σὲ μιὰ περίπτωση τὸ δακτυλικὸ ἑξάμετρο (στὸν Κανόνα στὴ Μεταμόρφωση)·

Χριστὸς ἐνὶ σκοπιῇ σέλας ἄπλετον εἴδεος ἧκε.

Καὶ ἐρχόμαστε τώρα στὸ ἐπίμαχο θέμα τῆς ἰσοσυλλαβίας στοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Ἀθ. Παπαδόπουλος – Κεραμεὺς διατύπωσε τὴν περίεργη ἄποψη ὅτι οἱ ποιητὲς Ἀνδρέας Κρήτης καὶ Κοσμᾶς «λόγοις ἡμῖν ἀγνώστοις ἔτι ἀρχῆθέν πως ἀνισοσύλλαβον εἱρμὸν τροπαρίῳ συνετίθεντο τῷ εἱρομένῳ· ὅμως δ’ ἀπὸ τοῦ Δαμασκόθεν Ἰωάννου τελείως καὶ οὗτος (ὁ εἱρμὸς δηλ.) ὑποτέτακται ὁμοτονίᾳ τε καὶ ἰσοσυλλαβίᾳ... οὗ δέ τινος ᾠδῆς μέλη τῆς ἀκριβείας στέρονται, λογικῆς ἐκεῖ ἡ αἰτία συνιζήσεως ἢ τοῦ κειμένου φθορᾶς»451. Ὅτι ἡ παραπάνω παρατήρηση δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα ἀπέδειξε ἤδη ὁ καθ. Ν.Β. Τωμαδάκης452. Συμπληρώνω ἐδῶ μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι ὁ Κοσμᾶς προσέχει πολὺ περισσότερο τὴν ὁμοτονία καὶ τὴν ἰσοσυλλαβία παρὰ οἱ ἄλλοι σύγχρονοί του ποιητές. Αὐτὸ τουλάχιστο ἀποδεικνύει ἡ παραβολὴ τῶν εἱρμῶν μὲ τὰ τροπάρια τῶν ἀντίστοιχων ὠδῶν τοῦ Κοσμᾶ. Σὲ ὁρισμένες μάλιστα περιπτώσεις ἡ ἰσοσυλλαβία εἶναι ἀπόλυτη, ὅπως π.χ. στὴν γ´ ὠδὴ τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Τετάρτῆς453, ὅπου ὅλοι οἱ στίχοι εἶναι δωδεκασύλλαβοι, σὲ μορφὴ τονικοῦ ἰαμβικοῦ τριμέτρου:

Εἱρμὸς

Τῆς πίστεως ἐν πέτρᾳ μὲ στερεώσας

ἐπλάτυνας τὸ στόμα μου ἐπ’ ἐχθρούς μου·

εὐφράνθη δὲ τὸ πνεῦμα μου ἐν τῷ ψάλλειν·

οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν

καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος πλήν σοῦ, Κύριε.

Τροπάρια

Ἐν κενοῖς τὸ συνέδρων τῶν ἀνόμων

καὶ γνώμῃ συναθροίζεται κακοτρόπῳ,

κατάκριτον τὸν ρύστην σε ἀποφῆναι,

Χριστέ, ᾦ κράζομεν· σὺ εἶ Θεὸς ἡμῶν

καὶ οὐκ ἔστιν ἅγιος πλὴν σοῦ, Κύριε.

Τὸ δεινὸν βουλευτήριον τῶν ἀνόμων

σκέπτεται, θεομάχου ψυχῆς ὑπάρχον,

ὡς δύσχρηστον τὸν δίκαιον ἀποκτεῖναι

Χριστόν, ὧ ψάλλομεν· σὺ εἶ Θεὸς ἡμῶν

καὶ οὐκ ἔστιν ἄγιος πλὴν σοῦ, Κύριε.

Ἡ παραπάνω περίπτωση δὲν εἶναι μοναδική. Ἀπόλυτη ἰσοσυλλαβία βρίσκουμε καὶ στὴν ς´ ὠδὴ τοῦ τετραωδίου τοῦ Μ. Σαββάτου (Συνεσχέθη, ἀλλ’ οὐ κατεσχέθη...), ἐνῶ στὴν ζ´ ὠδὴ τοῦ ἴδιου τετραωδίου ἔχουμε καὶ ἀπόλυτη ὁμοτονία εἱρμοῆ καὶ τροπαρίων:

Ἄφραστον θαῦμα / ὁ ἐν καμίνῳ ῥυσάμενος

τοὺς ὁσίους παῖδας ἐκ φλογὸς

ἐν τάφῳ νεκρὸς / ἄπνους κατατίθεται

εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων·

λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Τροπάρια

Τέτρωται ᾅδης, / ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος

τὸν τρωθέντα λόγχη τὴν πλευρὰν

καὶ σθένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος

εἰς σωτηρίαν...

Ὄλβιος τάφος / ἐν ἑαυτῷ γὰρ δεξάμενος

ὡς ὑπνοῦντα τὸν δημιουργὸν

ζωῆς θησαυρὸς / θείας ἀναδέδεικται

εἰς σωτηρίαν...

Νόμῳ θανόντων / τὴν ἐν τῷ τάφῳ κατάθεσιν

ἡ τῶν ὅλων δέχεται ζωὴ

καὶ τοῦτον πηγὴν / δείκνυσιν ἐγέρσεως

εἰς σωτηρίαν...

Μία ὑπῆρχεν / ἡ ἐν τῷ ᾅδῃ ἀχώριστος

καὶ ἐν τάφῳ καὶ ἐν τῇ Ἐδὲμ

θεότῆς Χριστοῦ / σὺν πατρὶ καὶ πνεύματι

εἰς σωτηρίαν...

Τὰ παραδείγματα θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ πολλαπλασιαστοῦν. Γενικὰ παρατηροῦμε ὅτι οἱ παραβάσεις στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι πολὺ λιγότερες ἀπὸ ὅσες παρουσιάζονται στὸν Ἀνδρέα Κρήτης ἢ στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό. Ἡ ποίηση τοῦ Κοσμᾶ εἶναι πειθαρχημένη καὶ ὑπακούει σχεδὸν ἀπόλυτα στὰ πρότυπα μέλη (εἱρμούς). Ἀκόμη καὶ ὅπου παρουσιάζονται μικρὲς παραβάσεις ἡ τονὴ ρυθμίζει τὴν ἰσοσυλλαβία, ἀφοῦ τὰ μέλη τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ρυθμοτονικὰ καὶ συνεπῶς τὰ μέτρα προσδιορίζονται καὶ ἀπὸ τὸ μέλος καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν συλλαβῶν454.

Τὸ μέλος. Οἱ κανόνες τοῦ Κοσμᾶ μελίζονται πάνω σὲ δικούς του εἱρμούς. Εἶναι ποιητὴς καὶ μελωδὸς συνάμα. «Δύο γὰρ ἐν τούτοις (τοῖς ἄσμασι) κάλλιστα, νοῦς καὶ μέλος πολλῷ ὀρφικῶν ἐναρμονιώτερον» (Cod. Atheniensis 321, f. 23r) Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ὅτι σπάνια χρησιμοποιεῖ ξένους εἱρμοὺς καὶ σχεδὸν μόνο τοῦ Δαμασκηνοῦ455. Εἶναι ποιητὴς αὐτάρκης, ποὺ συνδυάζει στὸν ὕφιστο βαθμὸ τὴν ποιητικὴ καὶ τὴ μουσικὴ γνώση. Οἱ βιογράφοι του δὲν παραλείπουν νὰ ἐξυμνοῦν αὐτὲς τὶς ἀρετές, γιὰ τὶς ὁποῖες τὸν ἀποκαλοῦν «πηγὴν πνευματοκίνητον κρουνοὺς ᾀσμάτων ἀφθόνως ἀναβλύζουσαν, ἔξαρχον τῶν πνευματικῶν μελῳδιῶν, ὑμνοπόλων τὸν πρώτιστον, κανόνα ἐναρμόνιον καὶ εὐθύτατον, σάλπιγγα εὔηχον, ἐφάμιλλον ὑμνωδὸν τῶν ἀγγέλων, ἡδύπνοον ὄργανον τῶν ᾀσμάτων τοῦ πνεύματος, λύραν ἔνθεον καὶ θελκτήριον, τέττιγα πολύφωνον, ἀηδόνα θείαν, κιθάραν εὔμουσον, χελιδόνα καλλικέλαδον, νευρὰν τοῦ μελίσματος εὔσημον, κάλαμον ὀξυγράφου, μελῳδῶν τερπνὸν καύχημα, κλπ.»456.

Κατὰ τὸ βιογράφο του Ἰωάννη Μερκουρόπωλο «τὴν δ’ ἁρμονικὴν μουσουργίαν καὶ τὸ τοῦ μέλους οἶμαι θελκτήριον αἱ τῶν Ἀγγέλων λύραι πάντως ᾐδέσθησαν ἔοικε γὰρ ἀφεῖναι ταύτας τοῦ τρισάγιου τὰ κρούματα, ὅταν αἱ τῶν ὕμνων τούτου χορδαὶ καταπλήττωνται καὶ ἐννεοὺς ἀκλίτοις ἑστάναι ὠσί, μή τι παραδράμῃ τῶν λιγυσμάτων ἀνήκοον. Ἥττηται πρὸς ταῦτα Μωσέως ᾠδὴ καὶ χορὸς Μαριὰμ καὶ Δαβὶδ μουσουργῶν, ἔτι δ’ ὁ μυθικώτατος Ὀρφεὺς ἐκεῖνος δοκεῖ ἀνόνητα κελαδεῖν· οὐ γὰρ μόνον ἔχων ἦν ὁ Κοσμᾶς τὸ στιβαρὸν καὶ ποικίλον τῶν νοημάτων ἀπὸ τε φύσεως καὶ μαθήσεως, ἀλλὰ δὴ καὶ ἀπὸ τῆς χάριτος· εἶχε προσεπιτούτοις καὶ τὸ τοῦ πνεύματος ἥμερόν τε καὶ σύμμετρον πρὸς εὐηχῆ πεμπόμενον ἀρτηρίαν ἀπὸ τοῦ πνεύμονος καὶ ποικίλως συγκλωμένην πρὸς ῥυθμοὺς εὐήχους καὶ ἐφηδύνοντας· καὶ ἦν ἡδύφωνος ἐς ἁποτελέσματος καὶ τῆς μουσικῆς ἐπιστήμης τοσοῦτον μετεῖχεν, ὡς δοκεῖν τὰς ἀντιθέτους εἰς ταὐτὸ συμβαδίζειν καὶ συνιστᾶν δυνάμεις καὶ ἓν ἐς αὐτῶν τι συνιστᾶν ἁποτέλεσμα – καὶ αὐτὴ γὰρ κατὰ Πυθαγορείους πολυμηνέων καὶ διχὰ φρονεόντων ἐστὶν ἕνωσις – καὶ τὴν δὶς διαπασῶν τελειοτάτην τάσιν τείνειν αὐτῇ καὶ τὴν ἐσχάτην μείωσιν ἄχρι τοῦ ἐπιτρίτου λόγου λαλεῖν»457. Ἡ παραπάνω μαρτυρία εἶναι σημαντική, γιατὶ ἑρμηνεύει ἱκανοποιητικὰ τὸ χαρακτηριστικὸ ἐπίθετο «μελωδός», ποὺ μετὰ τὸν Ρωμανὸ μόνος ὁ Κοσμᾶς ἀξιώθηκε458.

Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σύνθεση εἱρμῶν καὶ ἰδιομέλων, συνθεμάτων δηλαδὴ μὲ πρωτότυπη μουσικὴ μορφή, ὁ Κοσμᾶς φαίνεται ὅτι συνέβαλε ἀποφασιστικὰ καὶ στὴ μεγάλη ποιητικὴ καὶ μουσικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 8ου αἰ., μαζί μὲ τὸ θετὸ ἀδελφό του Ἰωάννη Δαμασκηνό. Καὶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ἰδιαίτερα τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πηγὲς ὁμόφωνα ἀποδίδουν τὴ μεγάλη αὐτὴ καινοτομία στοὺς δύο θετοὺς ἀδελφοὺς καὶ μόνο σ’ αὐτούς. Ὁ Ἀθηναῖκὸς Βίος (Cod. Atheniensis 321, f. 23r) παραδίδει· «Πρὸ γὰρ τούτων οὐχ εὕρηταί τὶς ἕτερος τὰ τῆς νέας μελίσεως ἄσματα καὶ ἀρχαῖς ἐναρμονίοις καθαρμοσάμενος, ἀλλ’ αὐτοὶ ἁπάντων ἡγήσαντο καὶ ἀπ’ αὐτῶν τῶν ἄλλων ἡ πρόοδος γέγονεν. Ἀλλὰ καὶ τὸ τούτου πολὺ σοφώτερον καὶ ὑπερφυέστερον· ὅτι πρὸ τούτων οὐχ εὕρηταί τις οὔτε τὶς ἐκ τῆς νέας οὔτε τις ἐκ τῆς παλαιᾶς οὔτε τις τῆς ἔξω σοφίας ἐν ἤχοις ὀκτὼ συμποσώσας τοὺς ὅλους καὶ τὰς ἑκάστου ἰδιαζόντως εὐρυθμίας παραδιδούς, πρᾶγμα σοφίας ἐκπληκτου καὶ γνώσεως ὑπερνικώσης ἀνθρώπινον». Καὶ παρακάτω (f. 23ν)· «Οἱ γὰρ πρὸ τούτων ᾠδοὶ ἔλεγον μὲν καὶ ἐμέλιζον ἄσματα, ἕκαστον δὲ τῶν ὑπ’ αὐτῶν ᾀδομένων ὁποιου καθέστηκεν ἤχου οὐκ ἠπίσταντο. Οὗτοι δὲ πρὸς τὸ ἄδειν καὶ τὴν γνῶσιν τοῦ ἤχου ἐκέκτηντο καὶ τοῦ εἱρμοῦ οὐκ ἐξήρχοντο, διό πολὺ τὸ ὑπεραῖρον τούτοις παρὰ τοῖς κρίνουσιν ὀρθῶς τεθεώρηται». Στὴ μουσικὴ κατάρτιση τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ Κοσμᾶ ἐπιμένει ὁ ἴδιος Βίος (f. 28ν)· «καὶ ἐν μεθόδοις ῥυθμοῦ καὶ κανόνι ἐγγράμμῳ διδάσκοντι τὰς κατακλάσεις, τὰς ἀνατάσεις, τοὺς διαμερισμούς, τὰς ἀναπαύσεις, τὰς παρεκβάσεις καὶ τὰ ἄλλα τὰ τούτοις ἑπόμενα καὶ μήτε πόρρω βεβηκότι τοῦ δέοντος μήτε παραλιμπάνοντι μηδὲν τῶν ἁπάντων, τῶν ὅσα ῥυθμίζειν τὸ μέλος ἐκδέχεται καὶ τὸ τέλος τῆς μουσικῆς ἁρμονίας ἀποπληροῦν, πρᾶγμα παράδοξον καὶ σοφίας πολλὴν εὐφυΐαν κεκτημένης συμπαίκτορα ἢ εὐφυΐας πλάτος ἐχούσης σοφίαν συνεργὸν καὶ συνέμπορον».

Παρόμοια εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου τοῦ Κοσμᾶ (Cod. Athoniensis Laurae Г 44, f. 150r–ν)· «Κοσμᾶς... ὁ περιφανὴς τῆς ἑώας ἀστήρ, ὁ τῆς ἐκκλησίας ἡδύφθογγος ῥήτωρ, ὁ ἄσμασι ταύτην καταφαιδρύνας καὶ λαμπροτέραν ἀπεργασάμενος. Ἐσκιαγραφημένον γὰρ, ὡς εἰπεῖν, τὸ ταύτης μέλος λαβών, καθάπερ ζωγράφος ἄριστος χρώμασιν εὐανθέσι τῶν λόγων καταποικίλας ὡραίαν αὐτὴν καὶ τερπνὴν ἀπειργάσατο».

Φαίνεται ἀκόμη ὅτι οἱ μεγάλοι αὐτοὶ μελωδοὶ τῆς Ἐκκλησίας ὀργάνωσαν καὶ τὴ μουσικὴ διδασκαλία καὶ τὴ μουσικὴ τέχνη γενικότερα, τῆς ὁποίας πολλὰ στοιχεῖα ἀποδίδονται σ´ αὐτούς. Ἔτσι, στὸν Cod. Mosquensis 811, σ. 51 ὑπάρχει τὸ ἀκόλουθο σημείωμα· «Χειρονομία ἐστὶ νόμος παραδεδομένος τῶν ἁγίων πατέρων τοῦ τε ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ· ἡνίκα γὰρ ἐξέρχεται ἡ φωνὴ τοῦ μέλλοντος φάλλειν τι, παραυτίκα καὶ ἡ χειρονομία, ὡς ἵνα παραδεικνύῃ ἡ χειρονομία τὸ μέλος»459.

Ἔτσι ἀποκτᾶ μεγαλύτερη ἀξία ἡ πληροφορία τοῦ Κεδρηνοῦ, ποὺ εἶναι κοινὴ πίστη στοὺς Βυζαντινοὺς, ὅτι «Οὗτος ὁ ὅσιος Ἰωάννης (Δαμασκηνὸς) καὶ μελῳδὸς ὠνομάσθη μετὰ Κοσμᾶ ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ καὶ Θεοφάνους ἀδελφοῦ Θεοδώρου τῶν Γραπτῶν, διὰ τὸ αὐτοὺς μελῳδῆσαι τὰ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν χριστιανῶν τετυπωμένα ψάλλεσθαι»460. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲν ἀναφέρονται ἄλλοι ὑμνογράφοι, ὅπως π.χ. ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ Γερμανός, ὁ Ἠλίας Ἱεροσολύμων κ.ἄ.π.

8. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΕΥΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ

Τὸ μέγα πρόβλημα τῆς ἀρχῆς τοῦ κανόνα, ὡς νέου ποιητικοῦ εἴδους, δὲν ἔχει ἀκόμη λυθεῖ. Ὁπωσδήποτε οἱ ἀρχές τοῦ τοποθετοῦνται στὸν 8° αἰ., γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν αἰώνα αὐτὸν δὲν ἔχουμε (τουλάχιστο δὲν ἔφθασαν ὣς ἐμᾶς) τέλεια καὶ ὁλοκληρωμένα δείγματα τοῦ εἴδους461. Γενικὰ πιστεύεται ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ κανόνα συνδέεται μὲ τοὺς τρεῖς μεγάλους ὑμνογράφους τοῦ 8ου αἰ., τὸν Ἀνδρέα Κρήτῆς, τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Κοσμᾶ ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ462. Οἱ μελετητὲς ἀποκλίνουν πότε στὸν ἕνα καὶ πότε στὸν ἄλλο καὶ τὸν θεωροῦν εὑρετὴ τοῦ εἴδους. Ἔτσι ὁ Σ. Εὐστρατιάδης πίστευε ἀρχικὰ ὅτι τὴ μεγάλη ποιητικὴ μεταρρύθμιση εἰσήγαγε ὁ Ἀνδρέας Κρήτης463, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι ὁ παραγωγικότερος ποιητὴς εἱρμῶν, ἀργότερα ὅμως ἀπέκλινε ὑπὲρ τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἀπὸ τοὺς νεώτερους ὁ καθ. Νικ. Β. Τωμαδάκης τάσσεται μᾶλλον ὑπὲρ τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης καὶ στηρίζεται σὲ λόγους ἐσωτερικούς, ὅπως εἶναι ἡ ἀπουσία ἀκροστιχίδας, ἡ ὕπαρξη τῆς β´ ὠδῆς, ὁ ἀκανόνιστος ἀριθμὸς τροπαρίων στὶς ὠδὲς κ.ἄ. Ἔτσι καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι «ταῦτα πάντα δεικνύουν, ὅτι ὁ Ἀνδρέας ἐπροπορεύθη εἰς τὸν σχηματισμὸν τοῦ κανόνος καὶ ὅτι οἱ μεταγενέστεροι ἐτυποποίησαν αὐτόν»464 Αὐτὸ ὄμως δὲ φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα, ἀφοῦ οἱ ποιητὲς Δαμασκηνὸς καὶ Κοσμᾶς, ποὺ παρέχουν τέλεια καὶ ὁλοκληρωμένα δείγματα κανόνων, εἶναι περίπου σύγχρονο. τοῦ Ἀνδρέα († 740). Ὁ Egon Wellesz διδάσκει ὅτι ἡ πρώτη μεγάλη σχολὴ κανονογράφων ἐλειτούργησε στὴν ὀνομαστὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ὅτι πρῶτοι διδάσκαλοι ὑπῆρξαν οἱ θετοὶ ἀδελφοὶ Δαμασκηνὸς καὶ Κοσμᾶς· «The first school of Kanon – writers flourished in the monastery of St. Sabas, near the Dead Sea, in the middle of the eight century. The leading masters among a group of Greek, Syrian, Armenian and Coptic monks were John Damascene and his foster-brother Kosmas of Jerusalem. Byzantine literary criticism considered the К anons of these hymnographers as matchloss, and this judgement has been confirmed by Neo-Greek writers on the history of Byzantine hymnograpgy»465.

Εἶναι πάντως χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀπὸ τοὺς τρεῖς παραπάνω ποιητὲς ἀναφέρονται ὡς εὑρετὲς τοῦ εἴδους ὁ Ἀνδρέας ἢ ὁ Δαμασκηνὸς κατὰ προτίμηση, ἐνῶ ὁ Κοσμᾶς ἁπλῶς κατατάσσεται στοὺς εὑρετὲς καὶ πρώτους ἐκπροσώπους τοῦ εἴδους. Ἐντούτοις οἱ ἀρχαῖες μαρτυρίες ἀποδίδουν ὁμόφωνα τὴν εὕρεση τοῦ κανόνα στὸν Κοσμᾶ. Ἡ Vita Vaticana ἀναφέρει χαρακτηριστικά· «Ὅτι δὲ τῶν θείων τούτων ὑμνωδιῶν (τῶν κανόνων δηλαδὴ) πρῶτος αὐτὸς σύν τῷ ἀδελφῷ Ἰωάννῃ ἐφευρετής, πᾶσι πάντως ἐπιγινώσκεται»466. Τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἀθηναϊκὸς Βίος 321, f. 23r· «Πρὸ γὰρ τούτων οὐχ εὕρηταί τις ἕτερος τὰ τῆς νέας μελίσεως ἄσματα καὶ ἀρχαῖς ἐναρμονίοις καθαρμοσάμενος, ἀλλ’ αὐτοὶ ἁπάντων ἡγήσαντο καὶ ἁπ’ αὐτῶν τῶν ἄλλων ἡ πρόοδος γέγονε». Τὸν Κοσμᾶ πρῶτο εὑρετὴ τῶν τριωδίων, μελῶν δηλαδὴ ποὺ ἔχουν τὴ μορφὴ κανόνα μὲ τρεῖς μόνο ὠδές, θεωρεῖ καὶ ὁ Cod. Vindobon. Theol. gr. 296, f. lv·«Πρῶτος δὴ πάντων τοῦτ’ ἐπενόησε, τὰς τρεῖς φημι τῶν ᾠδῶν, εἰς τύπον, οἶμαι, τῆς ἁγίας καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος ὁ μουσικώτατος καὶ πνευματικώτατος τῷ ὄντι νέος Ὀρφεύς, ὁ μέγας ποιητὴς Κοσμᾶς ἐν τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ τῶν παθῶν τοῦ κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑβδομάδι... ἐξ οὗπερ καὶ οἱ λοιποὶ τῶν πατέρων καὶ μᾶλλον τῶν ἄλλων Θεόδωρός τε καὶ Ἰωσὴφ οἱ Στουδῖται κατὰ ζήλον ἐκείνου καὶ ταῖς λοιπαῖς ἑβδομάσι τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς συνταξάμενοι τῇ αὑτῶν μονῇ τοῦ Στουδίου παραδεδώκασι»467. Ἡ γνώμη αὐτὴ εἶναι γενικὴ στοὺς λογίους τοῦ 12–14 αἰ. Ὁ λόγιος μοναχὸς Ἰωσὴφ Φιλάγρης (14°ς αἰ.) στὸ ἔργο τοῦ Κεφάλαιον περὶ τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων (κώδ. Ἁγίας Ἄνδρου, φφ. 202r–204r) ἀναφερόμενος στοὺς πρώτους κανονογράφους καὶ στὴ σχέση τῶν ἤχων μὲ τὸ περιεχόμενο τῶν ἑορτῶν λέγει· «Τὰς μὲν γὰρ χαρμόσυνους ἑορτὰς διὰ χαρμοσύνων μελῶν ἐτίμησαν, πρῶτα γὰρ πάντων Κοσμᾶς ὁ τούτων ἐφευρέτης...» (φ. 202rv)468.

Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ λάβουμε σοβαρὰ ὑπόψη τὶς μαρτυρίες τῶν ἀρχαίων πηγῶν. Μᾶς δείχνουν ποιὰ ἦταν κατὰ τοὺς αἰῶνες 11°–14° ἡ γενικὴ γνώμη γιὰ τὸ θέμα τῆς εὑρέσεως τοῦ κανόνα, καὶ αὐτὸ βέβαια εἶναι σημαντικό.

Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς αὐτὲς μαρτυρίες, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παραβλάψουμε, ὑπάρχουν στὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶ καὶ σημαντικὲς ἐνδείξεις, ποὺ ἐνισχύουν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Κοσμᾶς προηγήθηκε στὴ σύνθεση κανόνων. Ὅπως δείξαμε παραπάνω, ὁ Κοσμᾶς χρησιμοποιεῖ σταθερὰ τὴν ἀκροστιχίδα καὶ τὸ ἀνακλώμενο, στοιχεῖα ποὺ ἁποτελοῦν σταθερὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα τῆς ποιήσεως τοῦ469. Ἀλλὰ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ εἶναι κληρονομία ἀπὸ τοὺς ὕμνους, μὲ τοὺς ὁποίους ἁποδεικνύζται συγγενέστερος ὁ Κοσμᾶς. Κανεὶς ἄλλος ὑμνογράφος καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς σύγχρονους, δὲ χρησιμοποιεῖ μὲ τέτοια συνέπεια τὴν ἀκροστιχίδα καὶ τὸ ἀνακλώμενο. Ἀλλὰ ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶναι συγγενέστερος πρὸς τὸ κοντάκιο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὑμνογράφους (κανονογράφους) μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ὁ μόνος, ἀπὸ ὅσα μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, ποὺ συνέθεσε καὶ κοντάκιο αὐτόμελο. Ὁ ὕμνος (κοντάκιο) στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ φέρεται μὲ τὸ ὄνομά του («Τοῦ ταπε νοῦ Κοσμᾶ ὕμνος»), εἶναι πιθανότατα νεανικὸ ἔργο του470. Εἶναι, ἐξάλλου, βέβαιο ὅτι ὁ κανόνας δὲν ἐμφανίστηκε ὡς αἰφνίδια καὶ ριζοσπαστικὴ μεταρρύθμιση στὴν ποιητικὴ καὶ μουσικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ διαμορφώθηκε προοδευτικὰ καὶ παρουσίασε τὰ πρῶτα ὁλοκληρωμένα δείγματά του στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ. Εἶναι φυσικὸ λοιπὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἐκπροσωπεῖ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὸ κοντάκιο στὸν κανόνα, στὸν ὁποῖο ἔδωσε τὴ βασικὴ μορφή, διατήρησε ὅμως καὶ τυπικὰ μορφολογικὰ στοιχεῖα τοῦ ὕμνου, καὶ μάλιστα τὴν ἀκροστιχίδα καὶ τὸ ἀνακλώμενο (ἐφύμνιο).

Ἡ ἀνάλυση τῶν κανόνων τοῦ Κοσμᾶ παρέχει καὶ ἄλλες ἐνδείξεις γιὰ τὴ συγγένεια τῶν κανόνων τοῦ μὲ τὸ κοντάκιο καὶ τὴν ἐξάρτηση τοῦ νέου εἴδους ἀπὸ τὸ παλαιό. Ὅπως εἶναι γνωστό, τὸ κοντάκιο εἶναι διηγηματικό, διαλογικὸ καὶ περιγραφικό, ἐνῶ ὁ κανόνας περισσότερο ὑμνητικός, ἐνθουσιαστικός, συναισθηματικός. Στὸ κοντάκιο θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει ἐπικὸ ὕφος, ἐνῶ στοὺς κανόνες λυρικὸ πάθος. Θὰ μπορούσαμε νὰ παραλληλίσουμε τὸ κοντάκιο μὲ τὸ διδακτικὸ ἔπος καὶ τὸν κανόνα μὲ τὴν ἐλεγεία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποιήσεως. Καὶ ὅπως ἡ ἐλεγεία, ποὺ ἀποτελεῖ μετάβαση ἀπὸ τὸ ἔπος στὴ λυρικὴ ποίηση, διατηρεῖ πολλὰ στοιχεῖα τοῦ ἔπους, ἔτσι καὶ ὁ κανόνας διατηρεῖ πολλὰ στοιχεῖα τῶν ὕμνων, ὄχι μόνο ἐξωτερικά. Στοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ παρατηρεῖται συχνὰ τάση πρὸς τὴ διήγηση, καθὼς ὁλόκληρα τροπάρια εἶναι μεταπλασμοὶ γνωστῶν γραφικῶν χωρίων. Τοῦτο ὁ ποιητὴς τὸ καθιστᾶ περισσότερο ἐμφανὲς μὲ τὴ χρήση λεκτικῶν ρημάτων· ἐβόα, ἔλεγε, ἔφη, ἔφησας κ.τ.ὅ. Ἰδού χαρακτηριστικὰ παραδείγματα·

Ὑμᾶς μου τότε μαθητὰς

πάντες γνώσονται, εἰ τὰς ἐμὰς ἐντολὰς

τηρήσετε, φησὶν ὁ Χριστὸς τοῖς φίλοις

πρὸς πάθος μολῶν...

(Τριώδιο Μ. Δευτέρας, η´, 1)

Ἀφορῶντες εἰς ἐμέ,

εἶπας, Κύριε, τοῖς μαθηταῖς,

μὴ φρονεῖτε ὑψηλά...

(Ὅ.π., θ´, 2)

Τοῖς μαθηταῖς ὁ ἁγαθός,

γρηγορεῖτε, ἔφησας...

(Διώδιο Μ. Τρίτης, θ´, 1)

Λέγει

πορευθεὶς (ὁ Ἰούδας)

τοῖς παρανόμοις ἄρχουσι,

τί μοι δοῦναι θέλετε;

κἀγὼ Χριστὸν ὑμῖν

τὸν ζητούμενον

τοῖς θέλουσι παραδώσω...

(Τριώδιο Μ. Τετάρτῆς θ´, 2)

Ὁ Ἡσαΐας λούσασθε

καὶ καθάρθητε, φάσκει...

(Κανόνας Θεοφανείων, θ´, 2)

Θὰ ἦταν εὔκολο νὰ πολλαπλασιάσουμε τὰ παραδείγματα. Καὶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ φαινόμενο αὐτό, ποὺ εἶναι τόσο σύνηθες στοὺς ὕμνους (κοντάκια) δὲν ἀπαντᾶται στοὺς ἄλλους κορυφαίους κανονογράφους, τὸν Ἀνδρέα Κρήτης καὶ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τουλάχιστο στὴν ἴδια ἔκταση καὶ συχνότητα. Σὲ ὅλους τοὺς κανόνες τοῦ Δαμασκηνοῦ δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ περισσότερες ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς ἀνάλογες περιπτώσεις, ἐνῶ στὸν Ἀνδρέα καμιά.

Στοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ ὑπάρχουν περιπτώσεις, ὅπου ἡ ἀφήγηση παίρνει μορφὴ διαλογικὴ καὶ ἐξελίσσεται μὲ τὴν κατάλληλη κάθε φορὰ προσαρμογὴ τῆς συντάξεως καὶ τὴ μετάπτωση ἀπὸ τὸ γ´ πρόσωπο στὸ β´ ἢ τὸ α´. Ἄλλοτε πάλι ὁ διάλογος ἐξελίσσεται σὲ δύο ἢ περισσότερα ἐπάλληλα τροπάρια καὶ ἔτσι ὁ λόγος ἁποκτᾶ ὕφος ἀρκετὰ δραματικό. Ἰδοὺ πάλι χαρακτηριστικὰ παραδείγματα:

Στὰ δύο τροπάρια τῆς η´ ὠδῆς τοῦ κανόνα στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔχουμε τὴ συνέχεια μιᾶς πράξεως. Ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων παρακαλεῖ τὴ Θεοτόκο νὰ μὴν πάψει ποτὲ νὰ μεσιτεύει γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ ἡ Θεοτόκος διαβιβάζει τὴν παράκληση στὸν Υἱό της:

Ῥήμασιν εἴχοντο τῆς θείας

κιβωτοῦ τοῦ ἁγιάσματος

πᾶσα ἡ πληθὺς τῶν θεολόγων ἐν τῇ Σιών·

ποῦ νῦν ἀπαίρεις, σκηνή, κραυγάζοντες,

Θεοῦ τοῦ ζώντος;

μὴ διαλίπῃς

ἐποπτεύουσα τοὺς πίστει μέλποντας...

Ὅπως ὑψώσασα τὰς χεῖρας

ἐκδημοῦσα ἡ πανάμωμος,

χεῖρας τὰς Θεὸν ἠγκαλισμένας σωματικῶς,

ἐν παρρησίᾳ ὡς μήτηρ ἔψησε

πρὸς τὸν δεσπότην·

οὕς μοι ἐκτήσω

εἰς αἰῶνας φύλαττε βοῶντάς σοι...

Ἀλλὰ ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ περίπτωση διαλόγου, ποὺ ἔχει ἀληθινὰ δραματικὴ μορφή, εἶναι ὁλόκληρη ἡ θ´ ὠδὴ τοῦ τετραωδίου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ἡ ὠδὴ (μὲ τὸν εἱρμὸ) εἶναι μιὰ δραματικὴ συνομιλία τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν ὀδυρόμενη μητέρα του471. Στὸν εἱρμὸ ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνεται στὴ μητέρα τοῦ καὶ τὴν παρακαλεῖ νὰ μὴ θρηνεῖ γιὰ τὸ πάθος καὶ τὸ θάνατο, γιατὶ κοντὰ εἶναι ὁ θρίαμβος καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως:

Μὴ ἐποδύρου μου, μῆτερ, / καθορῶσα ἐν τάφῳ

ὃν ἐν γαστρὶ ἄνευ σπορᾶς / συνέλαβες υἱόν·

ἀναστήσομαι γὰρ καὶ δοξασθήσομαι

καὶ ὑψώσω ἐν δόξῃ / ἀπαύστως ὡς Θεὸς

τοὺς ἐν πίστει καὶ πόθῳ / σε μεγαλύνοντας.

Καὶ ἡ Θεοτόκος, ποὺ τὴν σφάζει ἡ ρομφαία τῆς λύπης, ἀναμένει τὴ δικαίωση καὶ τὴ δόξα:

Ἐπὶ τῷ ξένῳ σου τόκῳ / τὰς ὠδῖνας φυγοῦσα

ὑπερφυῶς ἐμακαρίσθην, / ἄναρχε υἱέ·

νῦν δέ σε, Θεέ μου, ἄπνουν ὁρῶσα νεκρὸν

τῇ ῥομφαίᾳ τῆς λύπης σπαράττομαι, δεινῶς·

ἀλλ’ ἀνάστηθι, ὅπως / μεγαλυνθήσομαι.

Ἀκολουθεῖ ἡ ρητὴ διαβεβαίωση τοῦ Ἰησοῦ:

Γῆ μὲ καλύπτει ἑκόντα /, ἀλλὰ φρίττουσιν ᾍδου

οἱ πυλωροί, ἠμφιεσμένον / βλέποντες στολὴν

ᾑμαγμένην, μῆτερ, τῆς ἐκδικήσεως·

τοὺς ἐχθροὺς ἐν σταυρῷ γὰρ / πατάξας ὡς Θεὸς

ἀναστὴςομαι αὖθις / καὶ μεγαλύνω σε.

Ἀνάλογους δραματικοὺς διαλόγους βρίσκουμε μόνο στὰ κοντάκια καὶ μάλιστα στὸν Ρωμανό472, σπανιότατα ὅμως στοὺς ποιητὲς κανόνων473. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἡ τάση αὐτὴ τοῦ Κοσμᾶ, τῆς εἰσαγωγῆς δηλαδὴ τοῦ διαλογικοῦ καὶ δραματικοῦ στοιχείου στὴν ποίηση τῶν κανόνων, εἶναι ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν ἀνάλογη μορφὴ τῶν κοντακίων. Εἶναι καὶ τοῦτο μιὰ ἐπὶ πλέον ἔνδειξη ὅτι ὁ Κοσμᾶς βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὴν τεχνικὴ τῶν ὕμνων (κοντακίων) καὶ αὐτὸ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τὸν τοποθετὴσουμε στὴν πρωτοπορία τῆς ποιητικῆς καὶ μουσικῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ 8ου αἰ. Ὅλες οἱ παραπάνω παρατηρήσεις ἐνισχύουν τὴν ὁμόφωνη μαρτυρία τῶν πηγῶν, ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶναι εὑρετὴς «τῆς νέας μελίσεως», δηλ. τῶν κανόνων.

9. ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ. ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Ἀντίθετα μὲ τὴν πληροφορία τοῦ Ἱεροσολνμιτικοῦ Βίου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅτι ὁ Κοσμᾶς «τοῖς ἐν ἄσμασι πνευματικοῖς πόνοις τὸν Ἰωάννην ἐμιμήσατο συνετῶς καὶ ὑπῇσε λιγυρὰς τῇ Ἐκκλησίᾳ ἁρμονίας»474, οἱ νεότεροι πιστεύουν ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶναι ποιητὴς αὐτάρκης καὶ ἀνεξάρτητος καὶ ποτὲ δὲ χρησιμοποίησε ξένους εἱρμούς475. Εἶναι ὑπερβολικὴ καὶ ἀστήρικτη ἡ μαρτυρία τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ Βίου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη γνώμη δὲν ἀληθεύει ἐξολοκλήρου. Ἔχουμε γνήσια ἔργα τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ στηρίζονται μετρικὰ καὶ μουσικὰ σὲ γνωστοὺς εἱρμοὺς τοῦ Δαμασκηνοῦ. Οἱ περιπτώσεις εἶναι σχετικὰ λίγες καὶ τὶς περισσότερες φορὲς τὶς βρίσκουμε σὲ ἔργα ἀμφισβητούμενα. Πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι, ὅταν ὁ Κοσμᾶς δανείζεται εἱρμοὺς ξένους, καὶ δανείζεται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν Δαμασκηνό, δὲ χρησιμοποιεῖ ἀκροστιχίδα ἢ δὲν περιλαμβάνει τοὺς εἱρμοὺς στὴν ἀκροστιχίδα. Ἐπισημαίνω τὶς ἀκόλουθες περιπτώσεις·

α. Ὁ παρακλητικὸς κανόνας στὸν Χριστό, μὲ ἀκροστιχίδα «Πένθος Κοσμᾶ μοναχοῦ ἐπὶ νοός»476, στηρίζεται στὸν εἱρμὸ «Ὡς ἐν ἠπείρω πεζεύσας Ἰσραήλ» τοῦ Δαμασκηνοῦ (Εὐστρατιάδου, Εἱρμολόγιον, σ. 159, ἀρ. 224).

β. Ὁ κανόνας στὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου477 στηρίζεται ἐπίσης στὸν εἱρμὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ «Ὑγρὰν διοδεύσας ὡσεὶ ξηράν» (Εἱρμολόγιον, σ 220, ἀρ. 315).

γ. Ὁ κανόνας στοὺς «Ἰωσὴφ τὸν μνήστορα, Δαυῒδ καὶ Ἰάκωβον», ποὺ ψάλλεται τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα478, στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Γερμανοῦ «ᾌσομαί σοι, Κύριε» (Εἱημολόγιον, σ. 103, ἀρ. 146).

δ. Στὸν Cod. Cryptensis Δ. γ. I, ff. 16–19ν ὑπάρχει ἀναστάσιμος κανόνας σὲ ἦχο πλ. α´, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ479, ποὺ στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ «Πεζοπορῶν ὁ Ἰσραήλ» (Εἱρμολόγιον σ. 132, ἀρ. 184).

ε. Κανόνας παρακλητικὸς «εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον» (ἦχ. πλ. β´) μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ ὑπάρχει στὸν cod. Crypt. Δ. γ. X, ff. 64–69480. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ «Ὡς ἐν ἠπείρῳ πεζεύσας» (Εἱρμολόγιον, σ. 159, ἀρ. 224). στ. Ἄλλος ἐγκωμιαστικὸς κανόνας τῆς Θεοτόκου σὲ ἦχο α´ καὶ μὲ ἀκροστιχίδα «Πάντες σὲ ὑμνοῦμεν πόθῳ Θεοτόκε» βρίσκεται στὸν cod. Crypt. Δ. γ. I, ff. 138ν–139ν. Στηρίζεται στὸ γνωστὸ εἱρμὸ τοῦ Δαμασχηνοῦ «Σοῦ ἡ τροπαιοῦχος δεξιά» (Εἱρμολόγιον, σ. 1, ἀρ. 1)481.

ζ. Παρακλητικὸς κανόνας στὴ Θεοτόκο σὲ ἦχο πλ. β´ καὶ μὲ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα βρίσκεται ἐπίσης στὸν cod. Crypt. Δ.γ.Χ, ff. 127–130ν. Φέρεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ καὶ στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ «Ὡς ἐν ἠπείρῳ πεζεύσας» (Εἱρμολόγιον, σ. 159, ἀρ. 224)482.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Δαμασκηνὸς χρησιμοποιεῖ σχεδὸν ἀποκλειστικὰ εἱρμοὺς τοῦ Κοσμᾶ. Ἐπισημαίνω τὶς ἀκόλουθες δέκα περιπτώσεις:

α. Κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου (Ἰαν. 1)483. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Δεῦτε λαοί» (Εἱρμολόγιον, σ. 37, ἀρ. 51).

β. Κανόνας «τῶν ἐν Σεβαστείᾳ μβ´ μαρτύρων» (Μαρτίου 9)484. Στηρίζεται στὸν ἴδιο εἱρμὸ «Δεῦτε λαοί».

γ. Κανόνας τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτιας (Ἀπρ. 1)485. Στηρίζεται στὸν γνωστὸ εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Τμηθείσῃ τμᾶται πόντος Ἐρυθρός» (Εἱρμολόγιον, σ. 162, ἀρ. 229).

δ. Κανόνας στὸν Ἰώβ (Μαΐου 6) σὲ ἦχο δ´, μὲ ἀκροστιχίδα: «Τὸν μυρίαθλον ἄξιον μέλπειν Ἰώβ». Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Χοροὶ Ἰσραήλ» (Εἱρμολόγιον, σ. 102, ἀρ. 144). Ὁ κανόνας αὐτὸς φέρεται ἀνωνύμως σὲ πολλὲς ἐκδόσεις Μηναίων, ἐνῶ ἡ χειρόγραφη παράδοση διχάζεται. Ἄλλα χφφ. ἀποδίδουν τὸν κανόνα στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ ἄλλα στὸν Κοσμᾶ486.

ε. Κανόνας στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου (Σεπτ. 8), σὲ ἦχο β´. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Δεῦτε λαοί» (Εἱρμολόγιον, σ. 37, ἀρ. 51)487. στ. Κανόνας τῶν ἁγίων Ἀκεφιμᾶ, Ἀειθαλᾶ καὶ Ἰωσὴφ (Νοεμβρίου 3)488. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Τῷ τὴν ἄβατον» (Εἱρμολόγιον, σ. 39, ἀρ. 53).

ζ. Κανόνας Ἰωαννικίου τοῦ μεγάλου (Νοεμβρίου 4)489. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ «Τῷ τὴν ἄβατον».

η. Κανόνας τῶν «ἐν Μελιτινῇ λγ´ μαρτύρων» (Νοεμβρίου 7)490. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Δεῦτε λαοί» (Εἱρμολόγιον, σ. 37, ἀρ. 51).

θ. Κανόνας τῶν ἁγίων Αὔκτου, Ταυρίωνος καὶ Θεσσαλονίκης (Νοεμβρίου 7)491. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Δεύτε λαοί» (Εἱρμολόγιoν, σ. 37, ἀρ. 51).

ι. Κανόνας ἀναστάσιμος α´ ἤχου492. Στηρίζεται στὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ «Χριστὸς γεννᾶται» (Εἱρμολόγιον, σ. 6, ἀρ. 8).

10. Ο ΚΟΣΜΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΚΤΩΗΧΟΥ

Τὸ πρόβλημα τῶν πρώτων ἀρχῶν τῆς ’Οκτωήχου ὡς βασικοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δὲν ἔχει ἀκόμη λυθεῖ. Πιστεύεται γενικὰ ὅτι στὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς ’Οκτωήχου συνεργάστηκαν οἱ δύο μεγάλοι ποιητὲς Δαμασκηνὸς καὶ Κοσμᾶς. Ὁ L. Τardo παρατηρεῖ σχετικά· «Giovanni e Cosma divennero ben presto celebri per la vasta e profonda coltura e per il contributo artistico e letterario nella formazione dell’ Ὀκτώηχος»493. Λὐτὴ τὴ συνεργασία βεβαιώνουν οἱ πηγές. Ὁ Βιος τῆς Χάλκης παραδίδει ὅτι στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἄρχισαν οἱ δύο ἄνδρες τὴ σύνθεση τῶν ὕμνων· «ἐνταῦθα πρῶτον γράφειν ἀπήρξαντο καὶ τὰ ποιήματα μελῳδεῖν· ἐδόθη δὲ μεγίστη χάρις αὐτοῖς καὶ ἐπεφοίτησεν ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος δύναμις ἐπ’ αὐτούς, καὶ ἤρξαντο συγγράφειν τὴν νῦν τελουμένην τοῦ Λυχνικοῦ494 καὶ τοῦ Ὄρθρου ποίησιν καὶ τὰς ἑορτὰς τοῦ Σωτῆρος κοσμεῖν καὶ τὴν Θεοτόκον μεγαλύνειν καὶ τοὺς ἁγίους πάντας ἐγκωμιάζειν ἐν μελίσμασιν, ὡς ἔστι τοῖς φιλοπόνοις ἐξετάζειν καὶ τοῖς φιλαρέτοις εὑρίσκειν τὰ τοιαῦτα συγγράμματα τῶν ἀοιδίμων καὶ μακαρίων τούτων ἀνδρῶν»495.

Σὲ χειρόγραφη Ὀκτώηχο, ποὺ περιέχεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 13 κώδικα τοῦ Ἑλληνικοῦ Γυμνασίου τῆς Ρώμης (Collegio Greco) (XVI αἰ.) f. 11r, βρίσκεται τὸ ἀκόλουθο διδακτικὸ ἐπίγραμμα:

Τῆς Ὀκτωήχου τῆς νέας θεῖον τέλος·

πόνοι τῶν καὶ θείων διδασκάλων Κοσμᾶ

τοῦ θείου σὺν τούτῳ Μητροφάνους,

Ἰωάννου τε καὶ Ἰωσὴφ τῶν θείων496.

Τοῦτο σημαίνει ὅτι τὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς Ὀκτωήχου, ποὺ ὀφείλεται στὴ συνεργασία Δαμασκηνοῦ καὶ Κοσμᾶ, ἐπαύξησαν ἀργότερα μὲ τὴν προσθήκη καὶ ἄλλων ὕμνων Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος497 καὶ ὁ Μητροφάνης (κατὰ τοὺς χρόνους Δέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ)498.

Ἀλλὰ ἂν ἡ συνεργασία τοῦ Κοσμᾶ στὴν Ὀκτώηχο πρέπει νὰ θεωρεῖται ἀναμφισβήτητη, εἶναι ὡστόσο πολὺ δύσκολο νὰ διαπιστώσουμε τί ἀκριβῶς ἔγραψε ὁ Κοσμᾶς, ἀφοῦ πάμπολλα στοιχεῖα τῆς Ὀκτωήχου μᾶς παραδόθηκαν ἀνῶνυμα. Μὲ βάση τὶς ἐνδείξεις τῶν χφφ. μποροῦμε νὰ θεωροῦμε ὡς ἔργα τοῦ Κοσμᾶ τὰ ἀκόλουθα:

α. Τὰ ἑπέρια στιχηρὰ Ἀνατολικὰ τοῦ βαρέος ἤχου:

1. Κἂν συνελήφθης, Χριστέ...

2. Δαυιτικὴν προφητείαν ἐκπληρῶν...

3. Κατῆλθες ἐν τῷ ᾍδῃ, Χριστέ...

4. Ἐν τάφω κατετέθης ὡς ὁ ὑπνῶν...

Τὰ στιχηρὰ αὐτὰ φέρονται ἀνωνύμως στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις τῆς Ὀκτωήχου. Στὸν cod. Crypt. Ε.α.Χ (XIII αἰ.), f. 38r ὡς «ποίημα Κοσμᾶ»499. Ὅτι ἔργα γνήσια τοῦ Κοσμᾶ παραδίδονται σὲ μερικὰ χφφ. μὲ τὴν ἔνδειξη «Ἀνατολικά» εἶναι γνωστό. Σὲ σιναϊτικὰ χφφ. παραδίδονται ὡς Ἀνατολικὰ τὸ ἰδιόμελο δοξαστικὸ τῶν ἑσπερίων καὶ τὰ στιχηρὰ τοῦ στίχου τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς (2 Φεβρουάριου), ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ500.

β. Στὸν cod. Crypt. Δ.γ.VI (XI αἰ.) ὁ κανόνας τοῦ β´ ἤχου τῆς Ὀκτωήχου «Ὁ τοῦ κόσμου ἄρχῶν, ἄγαθέ...» φέρεται ὡς «ποίημα Κοσμᾶ»501. Στὰ ἔντυπα εἶναι ἀνώνυμος.

γ. Στὸν ἴδιο κώδικα οἱ κανόνες τῶν ἤχων, γ´, δ´ καὶ πλ. α´ φέρουν τὴν ἔνδειξη· «ποίημα Κοσμᾶ καὶ Ἰωάννου»502. Στὰ ἔντυπα εἶναι ἐπίσης ἀνώνυμοι.

δ. Στὸν cod. Crypt. Δ.γ.Ἰ (X αἰ.), f. 16r ὑπάρχει ἄγνωστος καὶ ἀνέκδοτος ἀκόμη κανόνας ἀναστάσιμος πλ. α´ ἤχου μὲ τὴν ἔνδειξη· «ΚΑΝΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΚΟΣΜΑ»). Ἡ ἴδια ἔνδειξη καὶ στὸ f. 20r· «Κανῶν ἀναστάσιμος· ποίημα Κοσμᾶ καὶ Ἰωάννου μοναχοῦ»503.

Προσθέτω ἀκόμη τὶς ἑξῆς πληροφορίες· Σύμφωνα μὲ τὸ Βίο Ἰωάννου τοῦ Μερκουροπώλου ὁ Κοσμᾶς «καὶ τοὺς ποικίλους ὕμνους καὶ τὰς σειρῆνας Ἀγγέλων ἐξετραγῴδησε»504. Στὴν ἀριστερὴ ὤα τοῦ f.339r τοῦ μοναδικοῦ ἀθηναϊκοῦ χφ. 983 διαβάζουμε τὸ ἀκόλουθο διασαφητικὸ σημείωμα· «Δοκεῖ μοι τὰ τριαδικὰ τροπάρια λέγειν». Τοῦτο σημαίνει ὅτι κατὰ τὸν 12° αἰ. (χρόνος χφ. καὶ σημειωμάτων) τὰ τριαδικὰ τροπάρια τῆς Ὀκτωήχου ἀποδίδονταν στὸν Κοσμᾶ.

Ἀλλὰ καὶ στὴν ἔντυπη Παρακλητικὴ (ἐκδ. Ρώμης, 1886) οἱ σταυροαναστάσιμοι κανόνες τῶν ἤχων α´, βαρέος καὶ πλ. δ´ φέρονται ἐπίσης μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ.

Ὅλα τὰ παραπάνω πείθουν ὅτι ἡ συμβολὴ τοῦ Κοσμᾶ στὴν ὀργάνωση τῆς Ὀκτωήχου ὑπῆρξε σημαντική. Ἀλλὰ ἡ συνεργασία τῶν δύο ἀνδρῶν δὲν περιορίζεται μόνο στὴ σύνθεση τῶν ὕμνων. Φαίνεται ὅτι συνεργάστηκαν καὶ στὴν ὀργάνωση τῆς λατρείας καὶ ἔδωσαν νέα μορφὴ στὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ τουλάχιστο τὴν ἑρμηνεία πρέπει νὰ δώσουμε στὴν ἀκόλουθη μαρτυρία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Βίον (Κώδ. Ἀθην. 321, XII αἰ., ff. 27ν–28r)· «Οὐ μόνον ἐκ τούτων (Ἰωάννου καὶ Κοσμᾶ) ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησία ταῖς τῶν σωτηρίων ᾀσμάτων ᾠδαῖς ἐναρμόνιον (vel ἐναρμονίως) περιβάλλεται, ἀλλὰ καὶ εἰς τάξιν καθίσταται τὴν κα-θήκουσαν καὶ τὴν ἑδραιοτέραν λαμβάνει παγίωσιν... καὶ γὰρ ἔχει οὕτως· καὶ ἐν τοῖς πρότερον χρόνοις ἦν μὲν ἡ μνήμη παρὰ τοῖς ὀρθοδόξοις τῆς ὅλης οἰκονομίας τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὑπῆρχον δὲ ἄρα καὶ αἱ πανηγύρεις τῶν κατὰ μέρος αὐτὴς τελετῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀποστολικῶν καὶ μαρτυρικῶν ἄθλων, εἰ καὶ μὴ τὰ πάντα, ἀλλὰ τέως τινά· ἦν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἡμερῶν τῶν κατὰ καιρῶν περιόδους καὶ ἑβδομάδων ἀγομένη καὶ τηρουμένη φυλακή· ἀλλὰ πλέον τοῦ λέγεσθαι ὅτι μνήμη τοῦδε ἢ τοῦδε τυγχάνει τὴν σήμερον οὐχ ὑπῆρχέ τι ἕτερον. Τῶν γὰρ αὐτῶν ᾀσμάτων κἂν ταῖς ἑορτασίμοις κἂν ταῖς κοιναῖς ἡ ἐκκλησία ὑπείληπτο καὶ ἐπὶ πᾶσι τὰ τοῦ ψαλτῆρος μελίσματα· διὸ καὶ νωθρεία ὑπῆν τοῖς πολλοῖς οὐκ ἐλάχιστος. Ἐκ τούτων δὲ τῶν ἀοιδίμων πατέρων ἑκάστῃ λαβοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τὰ συντείνοντα ἄσματα, οὐ μόνον τῆς μνήμης τὴν φυλακὴν ἀπεργάζεται πλείονα, ἀλλὰ καὶ τὴν τάξιν εὔτακτον καὶ τὴν συνοδίαν ἐπιμελεστέραν, ἀλλὰ καὶ τὴν ὄρεξιν τοῦ ἀκούειν καὶ λέγειν εὐπρόθυμον». Ἔχουμε λοιπὸν κατὰ τὸν 8° αἰ. μιὰ μεγάλη καὶ σημαντικὴ μεταρρύθμιση στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποιητική, μουσική, τελετουργική, μὲ τὴν ὁποία ἡ παράδοση συνδέει τὰ ὀνόματα τῶν μεγάλων ποιητῶν Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ καὶ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ.

11. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ

Στὴ χειρόγραφη παράδοση τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας ὁ Κοσμᾶς προσδιορίζεται συχνά «ποιητής», «μέγας», «πνευματικὸς ᾀσματογράφος», «μελῳδός», κλπ.505. Οἱ ἑρμηνευτὲς τῶν κανόνων του δὲν κουράζονται νὰ ἐγκωμιάζουν τὴν ποιητική του δεινότητα. Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος τὸν ἀποκαλεῖ «ἥρωα»506. Ἀλλὰ τὸ σταθερότερο καὶ συχνότερα χρησιμοποιούμενο προσδιοριστικὸ τοῦ Κοσμᾶ εἶναι «Μελῳδός». Εἶναι μάλιστα, ὅπως εἴπαμε, ὁ μόνος μετὰ τὸν Ρωμανό, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ τιμηθεῖ μὲ τὸν ἐπίζηλο αὐτὸ τίτλο507.

Ὁ σεβασμὸς τῆς Ἐκκλησίας στὸ πρόσωπο τοῦ Κοσμᾶ ὑπῆρξε μεγάλος καὶ διαρκής. Οἱ ἐπισημότερες ἑορτὲς τοῦ ἑορτολογίου τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ δεσποτικὲς καὶ θεομητορικές, ὑμνολογοῦνται μὲ κανόνες, τριώδια καὶ ἰδιόμελα τοῦ Κοσμᾶ. Ἤδη οἱ παλαιοὶ παρατήρησαν ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα τιμητικὸ γιὰ τὸν Κοσμᾶ ὅτι ἡ ἐπισημότατη γιὰ τὴν Ἐκκλησία – περίοδος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καλύπτεται σχεδὸν ἐξολοκλήρου μὲ ὕμνους τοῦ. Οἱ κανόνες, τὰ τριώδια, διώδια καὶ τετραώδια, καθὼς καὶ πολλὰ ἰδιόμελα, ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ὣς τὸ Μέγα Σάββατο εἶναι ἔργα τοῦ Κοσμᾶ. Φαίνεται μάλιστα ὅτι οἱ ὕμνοι τῆς περιόδου αὐτῆς ἐπιβλήθηκαν καὶ καθιερώθηκαν ἀπὸ πολὺ παλαιά, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ βιογράφοι τοῦ καὶ οἱ ἑρμηνευτές τῶν ἔργων τοῦ.

Ἀλλ’ ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἀναγνωρίζεται ὡς πρῶτος μεταξὺ τῶν κανονογράφων φαίνεται καθαρὰ σὲ παλαιὰ τυπικὴ διάταξη (τοῦ ια´ αἰ. ἴσως), ποὺ ἀναφέρει τὰ ἑξης· «Ἱστέον δὲ καὶ τοῦτο, ὡς εἴπερ ἔχει τὸ μηναῖον ἐν μνήμη ἁγίου τινὸς κανόνας διαφόρων ποιητῶν, εἰ μέν ἔστι κανὼν ὁ τοῦ κῦρ Κοσμᾶ προκρίνεται· εἰ δὲ τοῦ κῦρ Ἰωάννου καὶ ἑτέρων, τοῦ Ἰωάννου προκρίνεται, εἰ δὲ τοῦ κῦρ Θεοφάνους καὶ ἑτέρων, ο τοῦ κῦρ Θεοφάνους προκρίνεται, προτιμητέος γὰρ ἐστι τῶν ἄλλων. Εἰ δὲ τοῦ Κυρίου Ἰωσήφ, οὗτος τῶν λοιπῶν προτετίμηται ποιητῶν...»508, Θεωρεῖται λοιπὸν ὁ Κοσμᾶς «πρῶτος τῇ τάξει» μεταξὺ τῶν κανονογράφων.

Ἀλλὰ καὶ στὸν «κανόνα» τῶν δόκιμων βυζαντινῶν ὑμνογράφων (κανονογράφων) ποὺ συνέταξε τὸ 14° αἰ. ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ὁ Κοσμᾶς ἀναφέρεται πρῶτος:

Οἱ τὰ μέλη πλέξαντες ὕμνων ἐνθεων,

ἡ λύρα τοῦ Πνεύματος, Κοσμᾶς ὁ Ξένος...509.

Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς εἶναι ἀπὸ τὶς σπάνιες περιπτώσεις βυζαντινῶν ὑμνογράφων, τῶν ὁποίων ἔργα ἔχουν μεταφραστεῖ καὶ ἔχουν εἰσέλθει στὴ λατρεία καὶ ἄλλων ἐκκλησιῶν. Στὴ συριακὴ γλώσσα ἔχουν μεταφραστεῖ καὶ εἶναι σήμερα σὲ χρήση τρεῖς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ· τοῦ Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου), τῶν Θεοφανείων (6 Ἰανουάριου) καὶ τῆς Πεντηκοστῆς510. Ἐπίσης, τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἁπόστιχα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς (2 Φεβρουαρίου)· «Κατακόσμησον τὸν νυμφῶνά σου, Σιών, καὶ ὑπόδεξαι τὸν βασιλέα Χριστόν...» ἔχει μεταφραστεῖ καὶ εἶναι καὶ σήμερα σὲ λειτουργικὴ χρήση στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία· «Adorna thalamum tuum, Sion, et suscipe regem Christum...»511.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Κοσμᾶς δὲ βρῆκε μιμητές. Εἶναι περίπτωση ποιητῆ, ποὺ θαυμάζεται ἀπὸ ὅλους, ἀλλὰ δὲν ἀκολουθεῖται ἀπὸ κανένα. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ θὰ τολμοῦσα νὰ τὸν παραλληλίσω μὲ τὸν Ἀνδρέα Κάλβο. Ἡ ποίησή του ἔχει μιὰν ἀριστοκρατικὴ μεγαλοπρέπεια, ποὺ τὴν κάνει σχεδὸν ἀπρόσιτη. Ὁ λόγος του εἶναι αὐστηρός, ἀρχαιοπρεπής, ἡ σύνταξη δύσκολη, τὰ νοήματα πυκνὰ καὶ καθόλου εὔληπτα. Εἶναι ποιητὴς δύσκολος. Αὐτὸ ἑρμηνεύει καὶ τὸ μέγα πλῆθος τῶν ἐπώνυμων καὶ ἀνώνυμων ἑρμηνειῶν τῶν εἱρμῶν καὶ τῶν κανόνων του. Μεταξὺ τῶν ἑρμηνευτῶν τοῦ Κοσμᾶ καταλέγονται γνωστὰ ὀνόματα τῆς βυζαντινῆς γραμματείας, ὁ Μιχαὴλ Ψελλός, ὁ Γρηγόριος Κορίνθου, ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος512. Ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. ἐξακολουθοῦν νὰ γράφονται ἑρμηνεῖες καὶ νὰ συγκεντρώνονται σχόλια στοὺς ἀσματικοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ. Οἱ τελευταῖες γνωστὲς ἑρμηνεῖες περιέχονται στὸ «Ἑορτοδρόμιον» τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.

Ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς κανονογράφους, εἱρμοὺς τοῦ Κοσμᾶ φαίνεται νὰ χρησιμοποιεῖ περισσότερο ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος. Ἀπὸ τοὺς 466 γνωστοὺς κανόνες του513 οἱ 48 ἔχουν μελισθεῖ σὲ εἱρμοὺς τοῦ Κοσμᾶ, δηλ. ἕνα σημαντικὸ ποσοστό. Ἡ ἀναλογία εἶναι μεγαλύτερη στὰ τριώδια καὶ τετραώδια τοῦ Ἰωσήφ. Ἀπὸ τὰ γνωστὰ 58514 εἱρμοὺς τοῦ Κοσμᾶ ἔχουν τὰ 13. Σὲ μικρότερη κλίμακα χρησιμοποιεῖ εἱρμοὺς τοῦ Κοσμᾶ καὶ ὁ Θεοφάνης.

Ἀλλὰ ἡ περισσότερο ἐνδιαφέρουσα μίμηση τοῦ Κοσμᾶ ἀπαντᾶται στοὺς προεόρτιους κανόνες καὶ στὰ τριώδια τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων. Κάποιος ἀνώνυμος διασκευαστὴς προσάρμοσε τοὺς εἱρμοὺς καὶ τὰ τροπάρια τῶν τριωδίων καὶ κανόνων τῆς Μ. Ἡβδομάδας στὸ νόημα τῶν ἑορτῶν αὐτῶν, διατηρώντας μάλιστα πιστὰ τὶς ἀκροστιχίδες. Σημειώνω ἐδῶ ἀναλυτικὰ τὶς διασκευὲς αὐτές, μὲ παραδείγματα:

α. Μηναῖο Δεκεμβρίου 24, στὸν Ὄρθρο· Κανὸν προεόρτιος, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Καὶ σήμερον δὲ, Σάββατον μέλπω μέγα.

Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἀκροστιχίδα αὐτὴ ἀνήκει στὸν κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου, τοῦ ὁποίου οἱ ὠδὲς ς´–θ´, μὲ ἀκροστιχίδα «Σάββατον μέλπω μέγα» εἶναι τετραούδιο τοῦ Κοσμᾶ515. Παραθέτω ἐδῶ παράλληλα δύο ἀντίστοιχα τροπάρια, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ διασκευὴ καὶ προσαρμογή:


Ὠδὴ θ´, εἱομὸζ
Κοσμᾶς (Τετραώδιο Μ. Σαββάτου) Ἀνώνυμος516 (Προεόρτιος κανόνας Χριστουγέννων)
: Μὴ ἐποδύρου μου, μῆτερ,:: καθορῶσα ἐν τάφῳ,:: ὃν ἐν γαστρὶ ἄνευ σπορᾶς:: συνέλαβες υἱὸν· ἀναστήσομαι γὰρ καὶ δοξασθήσομαι : Μὴ ἐκθαμβῇ νῦν, ὦ Μῆτερ,:: καθορῶσα ὡς βρέφος,:: ὂν ἐκ γαστρὸς πρὸ Ἑωσφόρου:: τέτοκε Πατήρ· ἀναστῆσαι γὰρ καὶ συνδοξάσαι βροτῶν
: καὶ ὑψώσω ἐν δόξῃ:: ἀπαύστως ὡς Θεὸς:: τοὺς ἐν πίστει καὶ πόθῳ:: σὲ μεγαλύνοντας : πεπτωκυῖαν φύσιν:: ἐλήλυθα σαφῶς:: τὴν ἐν πίστει καὶ πόθῳ:: σὲ μεγαλύνουσαν

β. Μηναῖο Ἰανουαρίου 2· Ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις ψάλλομεν τὸ παρὸν Τριώδιου· οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Τῇ δευτέρᾳ. Καὶ ἀμέσως· Ἕτερον Διῴδιον, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·Τρίτῃ τε.

Πρόκειται γιὰ τὶς γνωστὲς ἀκροστιχίδες τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Δευτέρας καὶ τοῦ διωδίου τῆς Μ. Τρίτης, ποὺ εἶναι ποιήματα τοῦ Κοσμᾶ517. Ἰδοὺ πάλι σὲ παραλληλία δύο ἀντίστοιχα τροπάρια:


Τριώδιο, ὠδὴ θ´, 1
Κοσμᾶς: (Τριώδιο Μ. Δευτέρας) Ἀνώνυμος (Τριώδιο προεόρτιο Θεοφανείων)
: Ῥύπον πάντα ἐμπαθῆ:: ἀπωσάμενοι, ἐπάξιον:: τῆς θείας βασιλείας:: γνώμην ἀναλάβετε ἔμφρονα,:: τοῖς σοῖς ἀποστόλοις προέφης:: ἡ ὄντως σοφία,:: ἐν ᾗ δοξασθήσεσθε:: λάμποντες ἡλίου τηλαυγέστερον : Ῥύπον πάντα ἐμπαθῆ:: ἀπωσάμενοι ἐπαξίως:: Βαπτίσματος τοῦ θείου:: γνώμην ἀναλάβωμεν ἔμφρονα·:: ἥκει γὰρ ὁ Κτίστης κάθαρσιν δωρήσασθαι ξένην,:: ῥείθροις βαπτιζόμενος:: πᾶσι τε καινὴν δεῖξαι ἀλλοίωσιν

γ. Μηναῖο Ἰανουαρίου 3· Ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις ψάλλομεν τὸ παρὸν Τριῴδιον, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Τετράδι ψαλῶ. Καὶ ἀμέσως· Ἕτερον Τριῴδιον, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Προσάββατόν τε.

Πάλι πρόκειται γιὰ τὰ τριώδια τῆς Μ. Τετάρτης καὶ τῆς Μ. Παρασκευῆς, ποὺ εἶναι ἔργα τοῦ Κοσμᾶ, τὰ τροπάρια τῶν ὁποίων διασκευασμένα προσαρμόζονται στὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων.

δ. Μηναῖο Ἰανουαριου 4· Ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις ὁ Κανῶν, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Τῇ μακρᾷ Πέμπτῃ μακράν ὕμνον ἐξᾴδω.

Πόκειται πάλι γιὰ διασκευὴ τοῦ κανόνα τῆς Μ. Πέμπτης (βλ. ἔντυπο Τριώδιο).

ε. Μηναῖο Ἰανουαριου 5· Ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Καὶ σήμερον δὲ Σάββατον μέλπω μέγα.

Πρόκειται γιὰ τὸν γνωστὸ κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου, τοῦ ὁποίου οἱ ὠδὲς ς´–θ´ ἀποτελοῦν τετραώδιο μὲ ἀκροστιχίδα «Σάββατον μέλπω μέγα», ποίημα τοῦ Κοσμᾶ (βλ. παραπάνω, περίπτωση α´).


Ὠδὴ ζ´, 2
Κοσμᾶς (Τετραώδιο Μ. Σαββάτου) Ἀνῶνυμος (Προεόρτιος Κανόνας Θεοφανείων)
: Ὄλβιος τάφος!:: ἐν ἑαυτῷ γὰρ δεξάμενος,:: ὡς ὑπνοῦντα τὸν δημιουργόν,:: ζωῆς θησαυρὸς:: θείας ἀναδέδεικται:: εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳ-:: δούντων· λυτρωτά,:: ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εῖ : Ὄλβιον ῥεῖθρον!:: ἐν ἑαυτῷ γὰρ δεξάμενον:: βαπτισθέντα τὸν δημιουργὸν:: δέδεικτσι πηγὴ:: ζωηφόρου νάματος:: εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳ-:: δούντων· λυτρωτά,:: ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ

ΠΙΝΑΚΕΣ ΕΡΓΩΝ ТОΥ ΚΟΣΜΑ

1. ΕΙΡΜΟΙ

Πἴνακα τῶν ἀπαρχῶν τῶν εἱρμῶν τοῦ Κοσμᾶ συνέταξε καὶ δημοσίευσε ὁ Σ. Εὐστρατιάδης518. Ὁ ἴδιος ἐξέδωσε τὸ κείμενο τῶν εἱρμῶν στὸ γνωστό Εἱρμολόγιό τοῦ (1932), μὲ βάση τοὺς κώδικες Paris. Coisl. gr. 220 (ιγ´ αἰ.) καὶ Μ. Λαύρας В 32 (ιγ´ αἰ.). Σήμερα γνωρίζουμε καὶ ἄλλο λαμπρὸ εἱρμολόγιο, τῆς Κρυπτοφέρρης (= Cod. Crypt. Ε.γ. II, ιδ´ αἰ.)519.

Περιέργως, ὑπάρχουν πολλὲς καὶ οὐσιώδε.ς διαφορὲς ἀνάμεσα στὸν Πίνακα καὶ στὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Εὐστρατιάδη, μολονότι, ὅπως ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ, ὁ πίνακας καταστρώθηκε μὲ βάση τὶς ἐνδείξεις τοῦ ἔντυπου Εἱρμολογίου τοῦ. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἡ ἀρίθμηση στὸν πίνακα εἶναι ἐσφαλμένη ἐξαιτίας τυπογραφικῆς ἀβλεψίας. Μετὰ τὸν ἀρ. 57 ἐπέανρχεται στὸν 49 καὶ συνεχίζει κανονικά. Ἔτσι ὁ Πίνακας οὐσιαστικὰ περιλαμβάνει 167 εἱρμοὺς καὶ ὄχι 158, ὅπως ἀναγράφεται.

Ὁ πἴνακας αὐτὸς περιέχει καὶ ἄλλα οὐσιώδη σφάλματα καὶ παραλείψεις, ποὺ πρέπει νὰ διορθωθοῦν. Γιὰ τὴν ἀνασύνταξη τοῦ πἴνακα τῶν εἱρμῶν τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ ἐπιχειροῦμε ἐδῶ, χρήσιμες, νομίζω, εἶναι οἱ ἀκόλουθες παρατηρήσεις:

α. Εἱρμοὶ «Εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν» (Σ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 92. Εἱρμολόγιον, σσ. 6–7, ἀρ. 8).

Οἱ ὠδὲς ἔχουν διπλοὺς εἱρμοὺς, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς β´ καὶ δ´. Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ δύο πλήρεις εἱρμοὺς στὴν ἴδια ἑορτη καὶ ἔτσι πρέπει νὰ διακρίνονται, ὅπως ὀρθὰ τὶς διακρίνει ὁ Cod. Crypt. Ε.γ. II, f. 4ν. Τὸν πρώτο εἱρμὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε» (στὸν πίνακα οἱ ἀρ. 1, 4, 6, 7, 9, 11, 13, 15) χρησιμοποίησε ὁ ἴδιος ὁ Κοσμᾶς στὸν ὁμώνυμο κανόνα τοῦ καὶ τὸν περιέλαβε στὴν ἀκροστιχίδα. Ἑπομένως ἔχουμε ἕνα ἀσφαλὲς μέτρο ἐλέγχου καὶ πρόβλημα ἐδῶ δὲν ὑφίσταται.

Οἱ δεύτεροι ὄμως εἱρμοὶ (2, 3, 5, 8, 10, 12, 14, 16) παρουσιάζουν προβλήματα. Ὑπάρχει β´ ὠδὴ «Πρόσεχε, οὐρανέ, καὶ λαλήσω». Ἤδη ἐξηγήσαμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἀποφεύγει τὴ β´ ὠδή520. Δὲν ὑπάρχει κανόνας τοῦ Κοσμᾶ μὲ β´ ὠδή. Καὶ δὲ φαίνεται πιθανὸ νὰ ἔγραψε ὁ Κοσμᾶς εἱρμοὺς στὴ β´ ὠδὴ χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς χρησιμοποιήσει σὲ κανόνες. Ἴσως νὰ παρεισέφρησε ἀπὸ λάθος κάποιου ἀντιγραφέα, ὅπως ἐξέπεσε ἀπὸ ἀπροσεξία ἡ δ´ ὠδὴ τοῦ ἴδιου εἱρμοῦ. Εἶναι εὐτύχημα ὅτι βρέθηκε μέτρο ἐλέγχου καὶ τῶν εἱρμῶν αὐτῶν. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος χρησιμοποίησε τὸν εἱρμὸ σὲ σταυρώσιμο κανόνα α´ ἤχου, ποὺ ψάλλεται «Τῇ Τετάρτῃ»521. Ἐδῶ περιλαμβάνονται ὅλοι οἱ εἱρμοί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ β´ ὠδή. Ἐπιπροσθύτως, ὑπάρχει ὁ εἱρμὸς τῆς δ´ ὠδῆς «Ἀκήκοε πάλαι Ἀββακούμ», ποὺ δὲν περιλαμβάνεται οὔτε στὸν πίνακα οὔτε στὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Εὐστρατιάδη, ἀσφαλῶς ὅμως ἀνήκει στὸν Κοσμᾶ, ὅπως βεβαιώνει τὸ Εἱρμολόγιο τῆς Κρυπτοφέρρης (Cod. Crypt. Ε.γ. II, f. 5r).

Ἀλλὰ καὶ ὁ ὑπ’ ἀρ. 12 εἱρμὸς τοῦ πἱνακα τοῦ Εὐστρατιάδη «Ὑπῆλθον ὡς νυμφῶνας τὰς καμίνους» πρέπει νὰ διορθωθεῖ «Ὑπῆλθον ὡς νυμφῶνα τῆς καμίνου τὴν φλόγα»522.

β. Εἱρμοὶ «Εἰς Γρηγόριον τὸν Θεολόγον» (Σ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς σ. 94, Εἱρμολόγιον, σσ. 10–11, ἀρ. 14).

Ἡ ζ´ ὠδὴ στὸν πίνακα τοῦ Εὐστρατιάδη ἔχει «Οἱ μὴ τῇ τρυφῇ χρανθέντες παῖδες». Στὸ Εἱρμολόγιο (σ. 11) φέρεται ὡς η´ ὠδή, ὅπως ἐπίσης στὸ ἔντυπο Μηναῖο Ἰανουάριου (25). Ὡς ζ´ ὠδὴ καὶ στὸ Εἱρμολόγιο καὶ στὸ Μηναῖο φέρεται τὸ «Ὑπῆλθον ὡς νυμφῶνα τῆς καμίνου τὴν φλόγα». Ἡ φερόμενη στὸν πίνακα η´ ὠδή «Ὁ τὸν ἄνω βυθὸν τῆς θείας ἀκαταληψίας» στὸ ἔντυπο Μηναῖο ἔχει τὴ θέση τῆς θ´. Εἶναι λάθος καὶ στὶς δύο περιπτώσεις. Στὸν Εὐστρατιάδη, γιατὶ δὲν ἀνταποκρίνεται στὸ θεματικὸ ἀντικείμενο τῆς η´ ὠδῆς (ὕμνος τῶν Τριῶν Παίδων ἐν καμίνῳ)523, στὸ ἔντυπο Μηναῖο, γιατὶ δὲν ἀναφέρεται στὴ Θεοτόκο. Ὁ πραγματικὸς εἱρμὸς τῆς θ´ ὠδῆς εἶναι τὸ «Σὺ χωρίον, Ἀγνή, τῆς θείας ἀπεριληψίας», ποὺ στὸ ἔντυπο Μηναῖο ἔχει τὴ θέση θεοτοκίου. Στὸ Εἱρμολόγιό τοῦ ὁ Εὐστρατιάδης ἔχει σωστὰ τὸν εἱρμὸ στὴν θ´ ὠδή524.

γ. Εἱρμοὶ «Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου» (Σ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 95. Εἱρμολόγιον, σ. 3, ἀρ. 4).

Ὁ φερόμενος στὸν πίνακα ὡς δεύτερος εἱρμὸς στὴν θ´ ὠδὴ «Παγιωθεῖσα ῥευστὴ οὐσία» πρέπει νὰ γραφεῖ ὡς εἱρμὸς α´ ὠδῆς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ θεαματικὸ ἀντικείμενο ποὺ τὸ ἐπιβάλλει (διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς), ἀλλὰ καὶ οἱ μαρτυρίες τῶν κωδίκων525 (Cod. Crypt. Ε. γ. II, f. 10ν). Ὁ ἴδιος ὁ Εὐστρατιάδης στὸ Εἱρμολόγιο (σ. 3) τὸν ἐκδίδει σωστὰ ὡς α´ ὠδή. Στὸν Paris. Coisl. gr. 220, f. 4v, ὡς ποίημα Ἰωάννου μοναχοῶ (Δαμασκηνοῦ).

δ. Εἱρμοὶ «Εἰς τὰ Φῶτα» (Σ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 95 (ἦχος β´). Εἱρμολόγιον, σ. 36, ἀρ. 49).

Ὑπάρχει β´ ὠδὴ καὶ μάλιστα μὲ δύο εἱρμούς:

1. Πάλιν Ἰησοῦς, πάλιν μυστήριον.

2. Οὐρανὸς καὶ γῆ προσεχέτωσαν.

Τοὺς εἱρμοὺς αὐτοὺς θεωρῶ νόθους γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐπικαλοῦμαι παραπάνωῦ526.

ε. Εἱρμοὶ «Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ» (Σ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 144. Εἱρμολόγιον, σ. 164, ἀρ. 231).

Πρόκειται γιὰ τὸ πασίγνωστο τετραώδιο τοῦ Κοσμᾶ, τοῦ ὁποίου οἱ εἱρμοὶ εἶναι:

Ὠδὴ ς´ Συνεσχέθη, ἀλλ’ οὐ κατεσχέθη.

Ὠδὴ ζ´ Ἄφραστον θαῦμα! Ὁ ἐν καμίνῳ ῥυσάμενος...

Ὠδὴ η´ Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ.

Ὠδὴ θ´ Μὴ ἐποδύρου μου, μῆτερ.

Ὅτι οἱ εἱρμοὶ καὶ τὰ τροπάρια τοῦ τετραωδίου αὐτοῦ ἀνήκουν στὸν Κοσμᾶ εἶναι γενικὰ παραδεκτὸ καὶ ἀναμφισβήτητο. Ἔχουμε τὴν ὁμόφωνη παράδοση τῶν χειρογράφων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκροστιχίδα, στὴν ὁποία περιλαμβάνονται καὶ οἱ εἱρμοί.

Πρόβλημα γεννᾶται γιὰ τὶς ὠδὲς α´–ε´ καὶ τοὺς σχετικοὺς εἱρμούς:

Ὠδὴ α´ Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι.

Ὠδὴ γ´ Σὲ τὸν ἐπὶ ὑδάτων κρεμάσαντα πᾶσαν.

Ὠδὴ δ´ Τὴν ἐν σταυρῷ σου θείαν κένωσιν.

Ὠδὴ ε´ Θεοφανείας σου, Χριστέ, τῆς πρὸς ἡμᾶς.

Ἐδῶ ἡ χειρόγραφη παράδοση διχάζεται καὶ ἡ σύγχυση εἶναι μεγάλη. Στὸ ἔντυπο Τριώδιο ἀναγινώσκεται ἡ ἑξῆς διασαφητικὴ παρατήρηση· «Ἔστι δὲ οὗτος ὁ Κανῶν (τοῦ Μ. Σαββάτου), ἡ μὲν α´, γ´, δ´ καὶ ε´ ᾨδὴ ποίημα Μάρκου ἐπισκόπου Ὑδροῦντος· ἡ δὲ ς´, ζ´, η´, καὶ θ´ ᾨδὴ Κοσμᾶ τοῦ Ἁγιοπολίτου· οἱ δὲ Εἱρμοί εἰσι ποίημα γυναικός τινος Κασσίας»527. Σύμφωνα μὲ τὴ σημείωση αὐτὴ οἱ εἱρμοὶ τῶν τεσσάρων πρώτων ὠδῶν (α´, γ´, δ´ καὶ ε´) εἶναι ποίημα τῆς Κασίας, τὰ δὲ τροπάρια τῶν ἀντιστοίχων ὠδῶν ποίημα τοῦ Μάρκου ἐπισκόπου Ὑδροῦντος (9ος αἰ.)528. Αὐτὴ ἡ παράδοση ἐτίαναλαμβάνεται καὶ στοὺς νεώτερους γραμματολόγους, παρὰ τὴ ρητὴ μαρτυρία πολλῶν κωδίκων, ὅπως ὁ Paris. Coisl. gr. 220, f. 156r, ποὺ ἀποδίδουν ὅλους τοὺς εἱρμοὺς στὸν Κοσμᾶ529.

Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι οἱ εἱρμοὶ αὐτοὶ (α´–ε´) δὲν ἀνήκουν στὴν Κασία καὶ ὅτι πιθανῶς ἀνήκουν στὸν Κοσμᾶ. Σχετικὰ παρατηρῶ τὰ ἀκόλουθα:

α. Ἡ Κασία δὲν εἶναι γνωστὴ ὡς ποιήτρια εἱρμῶν. Ἄλλωστε οἱ εἱρμοὶ μετὰ τὸν 8° αἰ. περνοῦν σὲ περίοδο παρακμῆς. Καὶ θὰ ἦταν ἀληθινὰ περίεργο ἡ Κασία νὰ γράψει μόνο τέσσερις εἱρμούς.

β. Ἡ ἀρχὴ τῆς πλάνης εἶναι, νομίζω, ὁ σύγχρονος τῆς Κασίας χρονογράφος Γεώργιος Μοναχός, ποὺ παραδίδει τὰ ἑξῆς· «Ἡ δὲ Εἰκασία τῆς βασιλείας ἀποτυχοῦσα μονὴν κατεσκεύασεν, εἰς ἣν καὶ ἀποκειραμένη, ἀσκοῦσα καὶ φιλοσοφοῦσα, τῷ Θεῷ μόνῳ ζῶσα διετέλεσε μέχρι τέλους ζωῆς αὐτῆς· ἣ καὶ συγγράμματα αὐτῆς πλεῖστα καταλέλοιπεν, τὸ ‘κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις’ καὶ τοῦ μεγάλου σαββάτου τὸ τετραῴδιον ‘ἄφρων γηραλέε’ καὶ ἄλλα τινά»530.

Ὁ χρονογράφος ἀναφέρει τετραώδιο τῆς Κασίας στὸ Μ. Σάββατο, ἀλλὰ τὰ τετραώδιο αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς διάφορο ἀπὸ τὸ γνωστὸ τοῦ Τριωδίου531. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἂν ὁ εἱρμὸς τοῦ τετραωδίου αὐτοῦ «Κύματι θαλάσσης» ἦταν γνήσιο ποίημα τῆς Κασίας, γιατί νὰ μὴν ἀναφέρει αὐτὸν ὁ χρονογράφος, παρὰ τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς α´ ὠδῆς; Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ Κασία ἔγραψε τετραώδιο στὸ Μ. Σάββατο (ὠδὲς α´–ε´), ἀλλὰ μὲ βάση εἱρμοὺς παλαιότερους.

γ. Οἱ νεώτεροι γραμματολόγοι στηρίζονται βασικὰ στὴν ἐπισημότερη μαρτυρία τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου, ποὺ ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα στὴν ἑρμηνεία τοῦ κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου· «ὁ παρὼν κανὼν ποίημα μέν ἐστιν ἄχρι τῆς πέμπτης ᾠδῆς Μάρκου ἐπισκόπου Ὑδροῦντος, ἐκ ταύτῆς δὲ ἄχρις ἐνάτης τοῦ μεγάλου ποιητοῦ Κοσμᾶ. Ἀλλὰ πολὺ πρότερον, ὡς ἐξ ἀγράφου ἔχομεν παραδόσεως, γυνή τις τῶν εὐπατριδῶν σοφὴ καὶ παρθένος, Κασία τοὔνομα, τοῦ τε μέλους ἀρχηγὸς ἐχρημάτισε καὶ τὸν κανόνα συνεπεράνατο· οἱ δὲ ὕστερον μὲν ἀγασάμενοι, ἀνάξιον δ’ ὅμως κρίναντες γυναικείους συμμίξαι λόγοις τὰ τοῦ ἣρωος ἐκείνου μουσουργήμπτα, τὸ μέλος παραδόντες τῷ Μάρκῳ καὶ τοὺς εἱρμοὺς ἐγχειρήσαντες τὴν πλοκὴν τῶν τροπαρίων τούτῳ μόνῳ (scribe μόνων τούτῳ) ἐπέτρεψαν»532. Ὁ Christ δὲ βρίσκει λόγους γιὰ νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας αὐτῆς533, ἐνῶ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης διδάσκει ὅτι «τὸ βέβαιον καὶ πάσης ἀμφιβολίας ἐκτὸς εἶναι ὅτι ἡ Кασιανὴ ἐποίησε τοὺς εἱρμοὺς τῶν τεσσάρων πρώτων ᾠδῶν μετὰ τῶν ἀπαραιτήτων τροπαρίων ἅτινα ἐσώθησαν εὐτυχῶς ἐν Βατοπεδινῷ κώδικι, ὁ δὲ ἐπίσκοπος Ὑδροῦντος Μᾶρκος παραλαβὼν τοὺς εἱρμοὺς τῆς Κασιανῆς ἐφιλοτέχνησε τὰ γνωστὰ τροπάρια»534.

Ἀλλὰ ἂν τὸ πράγμα εἶχε ἔτσι, τότε γιατί νὰ μείνουν οἱ εἱρμοὶ τῆς Κασίας καὶ μάλιστα σὲ ἐνεργὸ λειτουργικὴ χρήση μέχρι σήμερα; Δὲν εἶναι, ἄραγε, αὐτὸ «ἀνάξιον» καὶ δὲν εἶναι σύμμιξη γυναικείου ὕμνου μὲ τὸ ρωμαλέο τετραώδιο τοῦ Κοσμᾶ; Δὲ βρίσκω ἐπαρκὴ τὴν ἐξήγηση τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου. Ὑποθέτω ὅτι ἁπλῶς τὸ τετραώδιο τῆς Κασίας στὸ Μ. Σάββατο, ποὺ συντέθηκε μὲ βάση τὸν εἱρμὸ «Κύματι θαλάσσης» καὶ ἀρχίζει «Ἄφρων, γηραλέε, ἀκόρεστε ᾍδη»535, ἀντικαταστάθηκε στὴ λειτουργικὴ χρήση ἀπὸ τὸ πολὺ ἀξιότερο καὶ ἀντάξιο τοῦ Κοσμᾶ τετραώδιο τοῦ Μάρκου ἐπισκόπου Ὑδροῦντος, ποὺ κι αὐτὸ μελίζεται στοὺς ἴδιους εἱρμούς. Ἔτσι ἔμεινε μόνο ἡ ἀρχικὴ φήμη, ὅτι ἡ Κασία ἔγραψε τὸ τετραώδιο τοῦ Μ. Σαββάτου καὶ συμπλήρωσε τὸν Κοσμᾶ.

δ. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλος σοβαρότερος λόγος. Ὁ σύγχρονος τῆς Κασίας536 μέγας ποιητὴς Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος (816–886)537 χρησιμοποιεῖ τὸν εἱρμὸ «Κύματι θαλάσσης» τρεῖς φορὲς σὲ κανόνες του. Ὁ Ἰωσήφ χρησιμοποιεῖ ὅλες τὶς ὠδὲς (α´, γ´, δ´, ε´, ς´, ζ´, η´, θ´) τοῦ εἱρμοῦ, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸν θεωρεῖ ἐνιαῖο σύνολο. Δὲ γνωρίζω περιπτώσεις ποὺ νὰ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰωσὴφ στὸν ἴδιο κανόνα εἱρμοὺς πολλῶν ποιητῶν. Αὐτὸ βέβαια συνηγορεῖ ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ, τοῦ ὁποίου ἀναμφισβήτητα ἔργα εἶναι οἱ εἱρμοὶ ς´–θ´.

Ἡ βεβαιωμένη πιὰ χρήση τοῦ εἱρμοῦ «Κύματι θαλάσσης» ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ ἀποκλείει, νομίζω, ὁριστικὰ τὴν ἀπόδοσή τοῦ στὴν Κασία. Ὁ Ἰωσὴφ στοὺς 466 γνωστοὺς κανόνες καὶ στὰ 58 τριώδια καὶ τετραώδιά του χρησιμοποιεῖ σταθερὰ εἱρμοὺς τῶν μεγάλων μελωδῶν, Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, Ἀνδρέα Κρήτης καὶ Κοσμᾶ. Μιὰ φορὰ μόνο χρησιμοποιεῖ εἱρμὸ Γεωργίου τοῦ Σικελιώτου καὶ ἐπίσης μιὰ φορὰ τοῦ Ἠλία Ἱεροσολύμων, ποὺ εἶναι καὶ οἱ δύο ποιητὲς τοῦ 8ου αἰ. Πάντως δὲν ὑπάρχει κανόνας ἢ ἀλλο μέλος τοῦ Ἰωσὴφ ποὺ νὰ στηρίζεται σὲ εἱρμό μεταγενέστερων ὑμνογράφων. Καὶ θὰ ἦταν ἀληθινὰ περίεργο νὰ χρησιμοποιήσει ὁ τόσο ἐκλεκτικὸς αὐτὸς ποιητὴς εἱρμοὺς μιάς σύγχρονης ποιήτριας, ποὺ εἶναι ἀμφίβολο ἂν τὴν γνώριζε.

ε. Ἀλλὰ ἔχουμε καὶ ἐπισημότερες ἀκόμη πληροφορίες, ποὺ συνηγοροῦν ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ· Στὸν Cod. Crypt. Δ.γ.V. ff. 83ν–90ν σώζεται κανόνας σταυροαναστάσιμος μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ καὶ μὲ τὸν εἱρμὸ «Κύματι θαλάσσης». Ἀρχίζει «Ἐν τῷ παραδείσῳ φυτεύεται ξύλον»538. Ἄλλος σταυροαναστάσιμος κανόνας, πρὸς τὸ «Κύματι θαλάσσης» καὶ μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ, σώζεται στὸν Λαυριωτικὸ κώδικα Β 6, φ. 59α. Ἀρχίζει «Ὅτε σε τοῖς ἥλοις ἀνόμων ὁ δῆμος...»539. Ἡ ὕπαρξη τῶν κανόνων αὐτῶν, καὶ ἂν ἀκόμη ὑποτεθεῖ ὅτι δὲν εἶναι γνήσια ἔργα τοῦ Κοσμᾶ, εἶναι μιὰ πρόσθετη μαρτυρία ὅτι τουλάχιστον ὁ εἱρμὸς «Κύματι θαλάσσης» θεωρεῖται στὴν ὑμνογραφικὴ παράδοση ἔργο τοῦ μεγάλου ποιητῆ.

ς. Σχετικὰ μὲ τὴν ἁπόδοση τοῦ εἱρμοῦ αὐτοῦ στὴν Κασία ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτῆς παρατηρεῖ τὰ ἀκόλουθα· «Σημείωσαι ὅτι ἐγὼ εὗρον ἐν παλαιοῖς χειρογράφοις θεοτοκαρίοις Κανόνας πρὸς τὴν Θεοτόκον τοῦ πολλῷ πρὸ τῆς Κασίας ὄντος Ἀνδρέου Κρήτης, εἱρμοὺς ἔχοντας τὸν «Κύματι θαλάσσης» καὶ τοὺς λοιποὺς καὶ ἀπορῶ»540.

Ὕστερα ἀπὸ τὶς παραπάνω παρατηρήσεις τὸ συμπέρασμα εἶναι, νομίζω, ἀσφαλές: Ὁ εἱρμὸς «Κύματι Θαλάσσης» δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποδοθεῖ στὴν Κασία. Ἀπεναντίας μὲ πολλὴ πιθανότητα μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὸν Κοσμᾶ. Ὁ cod. Paris. Coisl. gr 220, f. 156r διασώζει, κατὰ τὴ γνώμη μου, τὴ γνησιότητα τῆς παραδόσεως στὴν περίπτωση αὐτοῦ τοῦ εἱρμοῦ.

Μὲ βάση τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς στοὺς εἱρμοὺς τοῦ Κοσμᾶ, μποροῦμε τώρα νὰ ἀνασυντάξουμε τὸν πίνακα τοῦ Εὐστρατιάδη ὡς ἀκολούθως, σημειώνοντας μὲ ἀστερίσκο τοὺς πιθανῶς νόθους:

Ἦχος α´

α´ Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

1. Ὠδὴ α´ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε.

2. Ὠδὴ γ´ Τῷ πρὸ τῶν αἰώνων ἐκ Πατρὸς γεννηθέντι.

3. Ὠδὴ δ´ Ῥάβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί.

4. Ὠδὴ ε´ Θεὸς ὣν εἰρήνης πατὴρ οἰκτιρμῶν.

5. Ὠδὴ ς´ Σπλάγχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν.

6. Ὠδὴ ζ´ Οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ συντραφέντες.

7. Ὠδὴ η´ Θαύματψ; ὑπερφυοῦς ἡ δροσοβόλος.

8. Ὠδὴ θ´ Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.

β´. Ἄλλοι στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

9. Ὠδὴ α´ Πίκρᾶς δουλείας ῥυσθεὶς Ἰσραήλ.

10. Ὠδὴ *β´ Πρόσεχε, οὐρανέ, καὶ λαλήσω.

11. Ὠδὴ γ´ Μὴ ἐν τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πλούτῳ» καυχάσθω.

12. Ὠδὴ δ´ Ἀκήκοε πάλαι Ἀββακούμ541.

13. Ὠδὴ ε´ Τὸ φῶς σου τὸ ἄδυτον λάμψον, Χριστέ.

14. Ὠδὴ ς´ Ὅλος ἐκ παθῶν ἀμέτρων συνέχομαι.

15. Ὠδὴ ζ´ Ὑπῆλθον ὡς νυμφῶνα τῆς καμίνου τὴν φλόγα.

16. Ὠδὴ η´ Τέρατος ὑπερφυοῦς ἔδειξε τύπον.

17. Ὠδὴ θ´ Ἀπόρρητον τὸ τῆς παρθενίας μυστήριον.

γ. Στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (Ἰαν. 25)

18. Ὠδὴ α´ Ἔπαινον ὁ θεόπτῆς Μωϋσῆς.

19. Ὠδὴ γ´ Ἡ τὸν πρὸ συλλήψεως ἁγνὸν Σαμουήλ.

20. Ὠδὴ δ´ Σὺν τῷ θαυμασίῳ στὰς Ἀββακούμ.

21. Ὠδὴ ε´ Ἄνθρακα πυρὸς τῶν Ἠσαΐου σεραφίμ.

22. Ὠδὴ ς´ Ὁ διαπόντιον ὑπομείνας συμφοράν.

23. Ὠδὴ ζ´ Ὑπῆλθον ὡς νυμφῶνα τῆς καμίνου τὴν φλόγα542.

24. Ὠδὴ ἡ´ Οἱ μὴ τῇ τρυφῇ χρανθέντες παῖδες.

25. Ὠδὴ θ´ Σὺ χωρίον, ἁγνή, τῆς θείας ἀπεριληψίας.

δ´. Στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (Αὐγ. 15)

26. ’Ωδὴ α´ Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ.

27. ’Ωδὴ *α´ Ἠαγιωθεῖσα ῥευστὴ οὐσία543.

28. ’Ωδὴ γ´ Ἡ δημιουργικὴ καὶ συνεκτικὴ τῶν ἁπάντων.

29. ’Ωδὴ δ´ Ῥήσεις προφητῶν καὶ αἰνίγματα.

30. ’Ωδὴ ε´ Τὸ θεῖον καὶ ἄρρητον κάλλος.

31. ’Ωδὴ ς´ Ἅλιον παντογενὲς κητῷον ἐντόσθιον πῦρ.

32. ’Ωδὴ ζ´ Ἰταμῷ θυμῷ τε καὶ πυρί.

33. ’Ωδὴ η´ Φλόγα δροσίζουσαν ὁσίους.

34. ’Ωδὴ θ´ Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι.

ε´. Ἀναστάσιμοι

35. ’Ωδὴ α´ ᾌωμεν τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν.

36. ’Ωδὴ γ´ Ὁ στερεώσας λόγῳ τοὺς οὐρανοὺς.

37. ’Ωδὴ δ´ Προμηνύων τὴν ἔνσαρκόν σου οἰκονομίαν.

38. ’Ωδὴ ε´ Ὅτι ἐκτός σου ἄλλον Θεὸν οὐ γινώσκομεν.

39. ’Ωδὴ ς´ Ἐκ βαθέων ἐν θλίψει ἐβόησεν.

40. ’Ωδὴ ζ´ Ἀβραμιαῖοι παῖδες ἐν καμίνῳ.

41. ’Ωδὴ η´ Τὸν ἐν σοφίᾳ καὶ λόγῳ τὰ πάντα συστησάμενον.

42. ’Ωδὴ θ´ Χαῖρε, ἁγία Θεοτόκε Παρθένε.

ς´ Ἄλλοι ἀναστάσιμοι

43. ’Ωδὴ α´ ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ ᾠδὴν ἐπινίκιον.

44. ’Ωδὴ γ´ Στερεωθήτω ἡ καρδία μου τῇ ἐλπίδι.

45. ’Ωδὴ δ´ Μέγα τὸ μυστήριον τῆς σῆς, Χριστέ, οἰκονομίας

46. ’Ωδὴ ε´ Παράσχου ἡμῖν τὴν σὴν εἰρήνην, Χριστέ.

47. ’Ωδὴ ς´ Ὁ ὑποφήτης εἰς τύπον τῆς τριημέρου ταφῆς σου.

48. ’Ωδὴ ζ´ Ἄθεον πρόσταγμα Βαβυλῶνα πάλαι.

49. ’Ωδὴ η´ Ῥῆμα τυράννου ἐπεὶ ὑπερίσχυσεν.

50. ’Ωδὴ θ´ Παρθενικῆς ἀπὸ γαστρὸς καινοπρεπῶς.

ζ´. Ἄλλοι ἀναστάσιμοι

51. ’Ωδὴ α´ Τῷ διαβιβάσαντι κλυζομένοις ἴχνεσι.

52. ’Ωδὴ γ´ Μητρὸς ἀτέκνου τὸ πρὶν ἀπίστων ἐθνῶν.

53. ’Ωδὴ δ´ Ὅτι Θεὸς σαρκοῦται οὗ πάσχων τροπήν.

54. ’Ωδὴ ε´ Τὸ φῶς σου, Κύριε, καὶ τὴν ἀλήθειάν σου.

55. ’Ωδὴ ς´ Ὑποβρυχίου γαστέρος θηρὸς Ἰωνᾶς.

56. ’Ωδὴ ζ´ Ἐπὶ πήχεις τεσσαράκοντα καὶ ἐννέα.

57. ’Ωδὴ. η´ Ὦ πρέσβυς ἀρχηγὲ τῶν αἰώνων.

58. ’Ωδὴ. θ´ Λειτουργὸς ἀσώματος ἐπέστη λέγων τὸ χαῖρε.

Ἦχος β´

α´ Στὰ Φῶτα (Ἰαν. 6)

59. ’Ωδὴ Ἀ´ Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα.

60. ’Ωδὴ β´ Πάλιν Ἰησοῦς, πάλιν μυστήριον.

61. ’Ωδὴ *β´ Οὐρανὸς καὶ γῆ προσεχέτωσαν.

62. ’Ωδὴ γ´ Ἰσχὺν ὁ διδοὺς τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν.

63. ’Ωδὴ δ´ Ἀκήκοε, Κύριε, φωνῆς σου ὃν εἶπας.

64. ’Ωδὴ ε´ Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγός.

65. ’Ωδὴ ς´ Ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου, ὁ λύχνος τοῦ φοιτός.

66. ’Ωδὴ ζ´ Νέους εὐσεβεῖς καμίνῳ πυρός.

67. ’Ωδὴ η´ Μυστήριον παράδοξον ἡ Βαβυλώνος ἔδειξε κάμινος.

68. ’Ωδὴ θ´ Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν.

β´. Στὴ Μ. Δευτέρα, Τρίτη καὶ Τετάρτη544.

69. ’Ωδὴ α´ Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν.

70. ’Ωδὴ γ´ Τῆς πίστεως ἐν πέτρᾳ μὲ στερεώσας.

71. ’Ωδὴ δ´ Ἐξ ὄρους ἄνευ χειρὸς λίθος ἐτμήθης, Χριστέ.

72. ’Ωδὴ ε´ Μεσίτῆς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γέγονας.

73. ’Ωδὴ ς´ Πρὸς Κύριον ἐκ κήτους ὁ Ἰωνᾶς ἐβόησε.

74. ’Ωδὴ ζ´ Εἰκόνος χρυσῆς ἐν πεδίῳ Δεηρᾷ.

75. ’Ωδὴ η´ Τῷ δόγματι τῷ τυραννικῷ.

76. ’Ωδὴ ἡ Ἔφριξε παίδων εὐαγῶν.

77. ’Ωδὴ η´ Ῥῆμα τυράννου ἐπεῖ ὑπερίσχυσεν.

78. ’Ωδὴ θ´ Ἐμεγάλυνας, Χριστέ, τὴν τεκοῦσάν σε Θεοτόκον.

79. ’Ωδὴ θ´ Ψυχαῖς καθαραῖς καὶ ἀρρυπώτοις χείλεσι.

80. ’Ωδὴ θ´ Ἡ τὸν ἀχώρητον Θεὸν ἐν γαστρὶ χωρήσασα.

81. ’Ωδὴ θ´ Ἡ τὸν πρὸ ἡλίου φωστῆρα τὸν Θεὸν ἐξανατείλασα.

γ. Ἀναστάσιμοι

82. ’Ωδὴ α´ Δεῦτε, λαοί, ἄσωμεν ᾆσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ.

83. ’Ωδὴ γ´ Στερέωσον ἡμᾶς ἐν σοὶ, Κύριε.

84. ’Ωδὴ δ´ Ὑμνῶ σε· ἀκοὴν γὰρ, Κύριε, εἰσακήκοα.

85. ’Ωδὴ ε´ Κύριε ὁ Θεὸς μου, ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου.

86. ’Ωδὴ ε´ Κτῆσαι ἡμᾶς, Κύριε, τοὺς αἰχμαλωτισθέντας.

87. ’Ωδὴ ς´ Ἄβυσσός μὲ πολλὴ ἁμαρτημάτων κυκλοῖ.

88. ’Ωδὴ ζ´ Ἵνα τὸν παράδοξόν σου τόκον, Χριστέ.

89. ’Ωδὴ η´ Λαμπαδηφόροι τῇ ψυχῇ λαμπρῶς ὑπὲρ χιόνα.

90. ’Ωδὴ θ´ Τί τὸ περὶ σὲ μέγα καὶ σεβάσμιον μυστήριον.

Ἦχος γ´

α´. Στὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ (Φεβρ. 2)

91. ’Ωδὴ α´ Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος ἐπεπόλευσέ ποτε.

92. ’Ωδὴ γ´ Τὸ στερέωμα τῶν ἐπὶ σοι πεποιθότων.

93. ’Ωδὴ δ´ Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου, Χριστέ.

94. ’Ωδὴ ε´ Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς.

95. ’Ωδὴ ς´ Ἐβόησέ σοι ἰδὼν ὁ πρέσβυς.

96. ’Ωδὴ ζ´ Σὲ τὸν ἐν πυρὶ δροσίσαντα.

97. ’Ωδὴ η´ Ἀστέκτῳ πυρὶ ἑνωθέντες.

98. ’Ωδὴ θ´ Ἐν νόμῳ, σκιᾷ καὶ γράμματι.

β´. Ἀναστάσιμοι

99. ’Ωδὴ α´ Τεμνομένην θὰλασσαν ῥάβδῳ.

100. ’Ωδὴ γ´ Ὁ τὴν γῆν θεμελιῶν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς.

101. ’Ωδὴ δ´ Μυστικῶς σου προθεωρῶν ὁ Ἀββακούμ.

102. ’Ωδὴ ε´ Κραυγάζω σοι, Χριστέ, ὕμνον ἀσιγήτως.

103. ’Ωδὴ ς´ Ἀνάγαγε ἐκ φθορᾶς μὲ, Κύριε ὁ Θεὸς μου.

104. ’Ωδὴ ζ´ Ῥάβδος καὶ πῦρ ὑπὲρ φύσιν τόκον προεκεικόνιζον.

105. ’Ωδὴ ἡ Λατρεύειν ζῶντι Θεῷ οἱ ἐν Βαβυλῶνι.

106. ’Ωδὴ θ´ Τὴν ἐν βάτῳ καὶ πυρὶ προγραφεῖσαν ἐν Σινᾷ.

Ἦχος δ´

α´. Στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ στὰ Βάϊα

107. ’Ωδὴ α´ Ὤφθησαν αἰ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου.

108. ’Ωδὴ γ´ Νάουσαν ἀκρότομον προστάγματι σῷ.

109. ’Ωδὴ δ´ Χριστὸς ὁ ἐρχόμενος ἐμφανῶς Θεὸς ἡμῶν.

110. ’Ωδὴ ε´ Τῆς Σιὼν ἐπ’ ὄρους ἀνάβηθι.

111. ’Ωδὴ ς´ Ἐβόησαν ἐν εὐφροσύνῃ δικαίων τὰ πνεύματα.

112. ’Ωδὴ ζ´ Ὁ διασώσας ἐν πυρὶ τοὺς Ἀβραμιαίους.

113. ’Ωδὴ η´ Εὐφράνθητι, Ἱερουσαλήμ.

114. ’Ωδὴ θ´ Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν.

β´. Στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ (Αὐγ. 6)

115. ’Ωδὴ α´ Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀνίκμοις ποσί.

116. ’Ωδὴ γ´ Τόξον δυνατῶν ἠσθένησε.

117. ’Ωδὴ δ´ Εἰσακήκοα τὴν ἔνδοξόν σου οἰκονομίαν.

118. ’Ωδὴ ε´ Ὁ τοῦ φωτὸς διατμήξας τὰ πρωτόγονον χάος.

119. ’Ωδὴ ς´ Ἐν τῷ θλίβεσθαί μὲ ἐβόησα πρὸς Κύριον.

120. ’Ωδὴ ζ´ Ἀβραμιαῖοι ποτὲ ἐν Βαβυλῶνι παῖδες.

121. ’Ωδὴ η´ Γηθόμενοι τυραννικὴν μετ’ ἀπόφασιν.

122. ’Ωδὴ θ´ Ὁ τόκος σου ἄφθορος ἐδείχθη.

123. ’Ωδὴ θ´ Γηγενῶν ἐκφυεῖσα καὶ τὸν κτίστην τεκοῦσα.

γ´. Ἀναστάσιμοι

124. ’Ωδὴ α´ Ὑπὸ νεφέλης φωτεινῆς καὶ στύλου πυρός.

125. ’Ωδὴ γ´ Στήριγμα πιστῶν καὶ καύχημα.

126. ’Ωδὴ δ´ Μέγα καὶ θεοπρεπές, Σῶτερ.

127. ’Ωδὴ ε´ Τὸν φωτισμόν σου, Κύριε, κατάπεμψεν ἡμῖν.

128. ’Ωδὴ ς´ Ὁ τῆς σῆς ἐν Ἰωνᾷ ταφῆς τὸν τύπον.

129. ’Ωδὴ ζ´ Τὸν ἐν καμίνῳ τοὺς παῖδας, ἀφλέκτους τηρήσαντα.

130. ’Ωδὴ. η´ Ὤ, τοῦ παραδόξου θαύματος.

131. ’Ωδὴ θ´ Ἀνωτέρα τῶν ὑπερκοσμίων νόων.

Ἦχος πλ. β´

α´. Στὴ Μ. Πέμητη

132. ’Ωδὴ α´ Τμηθείση τμᾶται πόντος ἐρυθρός.

133. ’Ωδὴ γ´ Κύριος ὢν πάντων καὶ κτίστῆς Θεὸς.

134. ’Ωδὴ. δ´ Προκατιδὼν ὁ προφήτης τοῦ μυστηρίου σου τὸ ἀπόρρητον.

135. ’Ωδὴ ε´ Τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης συνδεόμενοι.

136. ’Ωδὴ ς´ Ἄβυσσος ἐσχάτη ἁμαρτημάτων.

137. ’Ωδὴ ζ´ Οἱ παῖδες ἐν Βαβυλῶνι καμίνου φλόγα οὐκ ἔπτηξαν.

138. ’Ωδὴ η´ Νόμων πατρῴων οἱ μακαριστοί.

139. ’Ωδὴ θ´ Ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης.

β´. Στὴ Μ. Παοασχευὴ

140. ’Ωδὴ ε´ Πρὸς σὲ ὀρθρίζω, τὸν δι’ εὐσπλαγχνίαν.

141. ’Ωδὴ η´ Στήλην κακίας ἀντιθέου.

142. ’Ωδὴ θ´ Τὴν τιμιωτέρχν τῶν Χερουβίμ.

149. Ωδὴ ἡ´Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ.

150. Ωδὴ θ´ Μὴ ἐποδύρου μου, μῆτερ.

151. Ωδὴ ζ´ Μένος τυράννου δι’ εὐσεβείας τρισόλβιοι.

152. Ωδὴ ἡ Ἔσβεσαν δύναμιν πυρὸς καὶ καθυπόταξαν545.

Ἦχος βαρὺς

Στὴν Πεντηκοστὴ

153. Ὠδὴ α´ Πόντῳ ἐκάλυψε Φαραὼ σύν ἅρμασιν.

154. Ωδὴ γ´ Τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν τοῖς μαθηταῖς.

155. Ωδὴ γ´ Ἀσθενοῦντες δύναμιν περιεζώσαντο.

156. Ωδὴ δ´ Κατανοῶν ὁ προφήτης.

157. Ωδὴ ε´ Τὸ διὰ τὸν φόβον σου ληφθέν.

158. Ωδὴ ε´ Ἥνπερ Ἡσαΐας πλησθεὶς πνεύματος.

159. Ωδὴ ς´ Ναυτιῶν τῷ σάλῳ τῶν βιωτικῶν.

160. Ωδὴ ζ´ Οἱ ἐν καμίνῳ τοῦ πυρὸς ἐμβληθέντες.

161. Ωδὴ η´ Ἄφλεκτος πυρὶ ἐν Σινᾷ προσομιλοῦσα.

162. Ωδὴ θ´ Μὴ τῆς φθορᾶς διαπείρᾳ κυοφορήσασα.

Ἦχος πλ. δ´

Στὴν Ὕψωση τοῦ Τίμιου Σταυροῦ

163. Ωδὴ α´ Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς.

161. Ωδὴ α´ Τὸ πέλαγος τῆς Ἐρυθρᾶς διατμήξας πάλαι.

165. Ωδὴ γ´ Ῥάβδος εἰς τύπον τοῦ μυστηρίου.

166. Ωδὴ γ´ Ἐν τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ ἐλπίδι σου ἐστερέωται.

167. Ωδὴ δ´ Εἰσακήκοα, Κύριε, τῆς οἰκονομίας σου.

168. Ωδὴ ε´ Ὦ τρισμακάριστον ξύλον.

169. Ωδὴ ς´ Νοτίου Οηρὸς ἐν σπλάγχνοις.

170. Ωδὴ ζ´ Ἔκνσον πρόσταγμα τυράννου.

171. Ωδὴ η´ Εὐλογεῖτε παῖδες.

172. Ωδὴ θ´ Μυστικὸς εἶ, Θεοτόκε, παράδεισος

173. Ωδὴ θ´Ὁ διὰ βρώσεως τοῦ ξύλου.

2. ΚΑΝΟΝΕΣ*

α. ΜΗΝΑΙΩΝ

1. Στὴν Ὕψωση τὸν Τίμιου Σταυροῦ (Σεπτεμβρίου 14).

Ἀκροστιχίδα· «Σταυρῷ πεποιθὼς ὕμνον ἐξερεύγομαι».

Ἦχος πλ. δ´. Σταυρὸν χαράζας.

Ἀρχ Τὸν τύπον πάλαι Σταυροῦ.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπα Μηναῖα Σεπτεμβρίου. Ghrist-Paranikas, Anthologia, σσ. 161–165. PG 98, 501–509. Η.J.W. Tillyard, A Canon by Saint Cosmos BZ 28, 1928, σσ. 25–37 μὲ τὴ μουσική του, μὲ βάση τὸν Cod. Crypt. Ε. γ. II, f. 251. Ὑπάρχει καὶ συριακὴ μετάφραση. Βλ. Bernhard, Rezcnsionen, σσ. 198–212.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου, Stevenson, Comment. σσ. 3–28. Ἡ ἑρμηνεία τῆς α´ ὠδῆς καὶ στὴν PG 133, 1232–1236. Ἐπίσης, Spicilegium Romanum 5, 1841, σσ. 390–396.

β. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 1–62.

γ. Ἀνέκδοτη εἶναι ἡ ἑρμηνεία Γρηγορίου μητροπολίτου Κορίνθου, ποὺ βρίσκεται σὲ πολυάριθμους κώδικες. Ἀρχαιότεροι εἶναι οἱ Vatic, gr. 1926 καὶ Vindob. Theol. gr. 128 (Nessel), ff. 1–134. Βλ. ’Аθ. Κομίνη, «Γρηγορίου Μητροπολίτου Κορίνθου ἐξήγησις εἰς τοὺς λειτουργικοὺς κανόνας Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καὶ Κοσμᾶ τοῦ Μελῳδοῦ», Akten des XI internazionalen Byzantinischenkongressess, München 1960, σσ. 248–253, στὴ σ. 250.

δ. Ἀνώνυμη καὶ ἀνέκδοτη ἑρμηνεία, ποὺ ἀρχίζει «Ἦς ἡ ἑρμηνεία καὶ ὁ σκοπὸς εὐσύνοπτος», βρίσκεται στὸν Cod. Hierosol. Patr. 705 (ια´ αἰ.) φ. 59. Βλ. Ἀθ. Παπαδοπούλου – Κεραμέωε. IB, τ. II, σ. 662.

ε. Στὸν Cod. Hierosol. Patr. 452 K ὑπάρχουν «Ἀνθίμου μοναχοῦ τοῦ ἐξ Ἀγχιάλου, Ἐξηγήσεις τῶν τροπαρίων διαφόρων ᾀσματικῶν κανόνων, ψαλλομένων εἰς τὰς δεσποτικὰς ἑορτάς· ἄρχονται δ’ ἀπὸ τοῦ κανόνος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ λήγουσιν εἰς τὸν δεύτερον κανόνα τῆς ἁνίας Πεντηκοστῆς, ὅς ἐστι ποίημα Ἰωάννου τοῦ Ἀρκλᾶ». Βλ. Ἀθ. Παπαδοπούλου – Κεραμέως, IB, τ. I, σ. 429.

ς. Ἄλλη ἀνῶνυμη ἑρμηνεία «παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Σπ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ζ. Ἀνῶνυμη ἑρμηνεία βρίσκεται ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ.609 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Ἰβήρων. Λάμπρου, Κατάλογος B´, σ. 184.

η. Ἑρμηνεία στὴν ἁπλὴ νεοελληνικὴ γλώσσα βρίσκεται ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19°ς αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος. Λάμπρου, Κατάλογος Β´ σ. 409.

θ. Ἀλλη ἀνῶνυμη ἑρμηνεία, ἐλλιπὴς κατὰ τὴν ἀρχὴ (initio mutila) βρίσκεται στὸν Cod. Vatic. Palat, gr. 355 (XIV s.), f. 1. Ἄρχεται: «... τὸ πάρεργον γυμνῷ ἤγουν κατὰ τὸ ἐγχωροῦν». Βλ. Stevenson H., Codices manuscripri Palatini graeci Bibliothecae. Vaticanae descripti... Rome 1885, σ. 202.

ι. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία βρίσκεται ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 856 (102) (ἔτους 1606) κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος. Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος, Κατάλογος, σ. 154.

ια. Ἐπίσης ἄλλη ἀνώνυμη καὶ ἀνέκδοτη στὸν ὑπ’ ἀρ. 1117 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς ἴδιας βιβλιοθήκης. Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος, Κατάλογος, σ. 201.

ιβ. Ἑρμηνεία τοῦ Ἰω. Μαμάκη (1809) βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 144 (19°ς αἰ.) τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, φ. 78α. Ἄρχ. «Ὁς προφήτης... ». Βλ. Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 7, 1910, σ. 479.

ιγ. Ἄλλη ἀνώνυμη καὶ ἀκέφαλη ἑρμηνεία βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 62 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς, σ. 3. Βλ. Σπ. Λάμπρου ΝΕ 3, 1906, σ. 247.

ιδ. Ἄλλη ἑρμηνεία βρίσκεται ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18°ς αἰ.) φ. 33α τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ. Βλ. Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ιε. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία σὲ γλώσσα ἁπλὴ νεοελληνικὴ βρῆκα ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 479 Ἱεροσολυμιηκὸ Σαββαϊτικὸ κώδικα, φφ. 168β–175α. Ἀρχίζει: «Ὁ προφήτῆς Μωϋσῆς ἐπειδὴ ἐτύπωσεν τὸν σταυρόν... ».

Παρατηρήσεις

Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ κανόνα στὴν Ὕψωση εἶναι ἡ διπλὴ θ´ ὠδή. Τῆς πρώτῆς ὁ εἱρμὸς «Μυστικὸς εἶ, θεοτόκε, παράδεισος» ἀκολουθεῖται ἀπὸ δύο τροπάρια, τῆς δεύτερης: «Ὁ διὰ βρώσεως τοῦ ξύλου» ἀπὸ τρία τροπάρια. Τὸ φαινόμενο εἶναι μοναδικὸ στὸν Κοσμᾶ καὶ πάντως πολὺ σπάνιο στὴ βυζαντινὴ ὑμνογραφία. Ἀπὸ ὅσα γνωρίζουμε, μόνο ὁ Ἀνδρέας Κρήτης ἔχει συνθέσει κανόνες μὲ δίειρμες ὠδές546. Ἀλλὰ ἐνῶ στὸν Ἀνδρέα, ποὺ δὲν ἔχει ἀκροστιχίδα, τὸ πράγμα εἶναι ἁπλὴ προσθήκη εἱρμοῦ καὶ τροπαρίων, στὸν Κοσμᾶ ἡ ἀκροστιχίδα εἶναι ἐμπόδιο. Καὶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ προσθήκη δεύτερης θ´ ὠδῆς ἔγινε μὲ τέτοιο τρόπο, ὠστε νὰ μὴ παραβιάζεται ἡ ἀκροστιχίδα «Σταυρῷ πεποιθὼς ὕμνον ἐξερεύγομαι». Πράγματι, ὁ εἱρμὸς καὶ τὰ τροπάρια τῆς δεύτερης θ´ ὠδῆς σχηματίζουν τὴν ἀκροστιχίδα ομαι, δηλαδὴ τὴν κατάληξη τοῦ ρήματος ἐξερεύγ-ομαι τῆς ἀκροστιχίδας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι καὶ ἡ δεύτερη θ´ ὠδὴ μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ ὀργανικὰ στὸν κανόνα, τοῦ ὁποίου καὶ ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος.

Τοὺς βιογράφους καὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ Κοσμᾶ ἀπασχόλησε τὸ ζήτημα τῆς δεύτερης θ´ ὠδῆς καὶ προσπάθησαν νὰ ἐξηγήσουν τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους τὴ συνέθεσε ὁ ποιητής. Ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας τοῦ Βίου τῆς Χάλκης ἔπλασε ὁλόκληρη διήγηση, τὴν ὁποία ἔχουμε ἐκθέσει στὸ οἰκεῖο κεφάλαιο547. Τὸ ἴδιο ζήτημα ἀπασχολεῖ τὸν Θεόδωρο Πρόδρομο: «Ζητεῖται διὰ τί, τῶν ἄλλων ᾠδῶν μονοείρμων καὶ ἁπλῶν τῷ μελωδῷ ληφθεισῶν, ἡ ἐνάτη αὕτὴ μόνη δεδίπλωται· καὶ φαμέν, ὅτι τῆς ἀκροστιχίδος ταύτῆς πάσης μέχρι τοῦδε ἀναλωθείσης τε καὶ ἐξαντληθείσης, ἐπὶ πολλὰς ἔτη χρήσεις καὶ ὑποθέσεις ἐχούσας εἰς τὸν σταυρὸν καὶ αὐτὰς τὴν ἀναφοράν, ἀγράφους αὐτῷ περιλελειμμένας ἑώρα, μὴ ἀνεχόμενος μηδὲ ταύτας ζημιωθῆναι, ἠναγκάσθη τὴν ἐνάτην διπλῶσαι ᾠδὴν μετὰ τῶν κατ’ αὐτὴν τὴν ἀκροστιχίδα στοιχείων, μᾶλλον δὲ καὶ ἔτι πλέον λαβεῖν· τὸ γὰρ ἐν τῷ τελευταίῳ τῆς ὀγδόης ᾠδῆς ἀκροστιχιζόμενον στοιχεῖον, ἤγουν τὸ ο, τοῖς τῆς ἐνάτῆς τρισὶ συμμίξας κεφαλαίοις, τῆς δευτέρας ἐνάτῆς καὶ εἱρμὸν ἐκεῖνο (i. e. τὸ ο) πεποίηται, ἵν’ ἅμα μὲν καὶ τὴν Θεομήτορα μέλψῃ διπλαῖς ταῖς μολπαῖς, ἅμα δὲ καὶ τοῖς σταυρικοῖς ἐμπλατυνθῇ διηγήμασιν»548. Νομίζω ὅτι τὴν ἁπλούστερη καὶ πιθανότερη ἐξήγηση δίνει ὁ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος, ποὺ ἀποδίδει τὴ σύνθεση τῆς δεύτερης θ´ ὠδῆς καὶ τὴν ἔνταξή της στὸν κανόνα, σὲ λόγους καθαρὰ πρακτικούς. Ἐπειδή, λέγει, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θ´ ὠδῆς γίνεται ὁ ἀσπασμὸς τοῦ τιμίου Σταυροῦ, πρέπει τὸ σχετικὸ μέλος νὰ διαρκεῖ ἀρκετὸ χρόνο καὶ ἀκριβῶς αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος συνθέσεως τῆς δεύτερης θ´ ὠδῆς «ἵνα τὸ μέλος ἐξαρκῇ, ἕως ὁ λαὸς τῷ Σταυρῷ ἁγιάζεται»549.

Ἀπὸ ἄποψη τεχνική, ὁ κανόνας στὴν Ὕψωση ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ: ἀκροστιχίδα, ἀνακλώμενο, ἀπουσία θεοτοκίων, ἀπουσία β´ ὠδῆς. Τὸ ὕφος εἶναι υψηλό, ἀντάξιο τοῦ θέματος, ὁ λόγος ἐπίσημος καὶ ἐπιβλητικός, ἡ φράση κομψή. Χαρακτηρίζεται ἐπίσης ὡς «πλήρης λυρισμοῦ»550.

*2. Κανόνας στὸν ἅγιο μάρτυρα Ἀρτεμίδωρο (Ὀκτωβρίου 26)

Ἀκροστιχίδα· «ᾌσω τὸ λαμπρὸν Ἀρτεμιδώρου κλέος»

Ἦχος δ´, ᾌσομαί σοι, Κύριε ὁ Θεός μου.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´)· Ἀκτῖνα, θεόθεν μοι ἐπιλάμποις.

Τὸν κανόνα αὐτὸν ἐξέδωσε ὁ Σ. Εὐστρατιάδης551 ἀπὸ τὸν κώδικα Μ. Λαύρας Δ 14 (ιβ´ αἰ.), φ. 9α.

Παρατηρήσεις

Διατηρῶ πολλὲς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ κανόνα αὐτοῦ. Οὔτε τὸ ὕφος οὔτε ἡ τεχνικὴ θυμίζουν τὸν Κοσμᾶ. Οἱ εἱρμοὶ δὲν περιλαμβάνονται στὴν ἀκροστιχίδα καὶ εἶναι διαφόρων ποιητῶν (Κοσμᾶ α´, ε´, θ´. Δαμασκηνοῦ η´, Γερμανοῦ ζ´ καὶ ἀδήλου γ´, δ´, ς´). Ἀπὸ ὅσα γνωρίζουμε, ὁ Κοσμᾶς σπάνια χρησιμοποιεῖ ξένους εἱρμοὺς καὶ σχεδὸν μόνο τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἀλλὰ στὸν παρόντα κανόνα ὑπάρχουν καὶ θεοτοκία, ποὺ δὲν περιλαμβάνονται στὴν ἀκροστιχίδα. Ὅπως ἤδη ἔχουμε δείξει ὁ Κοσμᾶς ποτὲ σχεδὸν δὲ χρησιμοποιεῖ θεοτοκίον (ὅπως τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀνδρέας καὶ οἱ μεταγενέστεροι ὑμνογράφοι) καὶ φαίνεται ὡς νὰ τὸ ἀγνοεῖ552. Ἀπουσιάζει ἐπίσης ἀπὸ τὸν κανόνα τὸ τόσο προσφιλὲς στὸν Κοσμᾶ ἐφύμνιο (ὑπάρχει μόνο στὶς ὠδὲς ζ´ καὶ η´). Ἡ μαρτυρία ἑνὸς μόνο χφ. δὲν εἶναι τόσο ἰσχυρὴ καὶ ἀναμφισβήτητη, ὅταν μάλιστα τὸν κανόνα ἀγνοεῖ ὁ βιογράφος τοῦ Κοσμᾶ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος. Πάντως, μέχρι νὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ἀντίθετο, τὸ ἔργο προσγράφεται στὸν Κοσμᾶ.

3. Κανόνας τῶν μαρτύρων Μηνᾶ, Βίκτωρος Βικεντίου καὶ Στεφανίδος. (Νοεμβρίου 11).

Ἦχος γ´. Χοροὶ Ἰσραήλ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´)· Λαὸς ἱερὸς Μωσεῖ σύν κλείνῷ.

Ἐκδόσεις

Πρῶτος ἐξέδωσε τὸν κανόνα ὁ Σ. Εὐστρατιάδης553, ἀπὸ τοὺς κώδικες Paris, gr. 259, f. 108ν, Βατοπεδίου 1135 (16 αἰ.), f. 110r καὶ τῆς Μ. Λαύρας Δ 14 (12°ς αἰ.) καὶ Β 21 (13°ς αἰ.), f. 66ν. Τὸν κανόνα περιέλαβε ἀργότερα καὶ στὸ ἔργο τοῦ Ποιηταὶ καὶ ὑμνογράγοι τῆς Ὁρθοξόξου Ἐκκλησίας554. Νεώτερη κριτικὴ ἔκδοση, μὲ βάση ἰταλιωτικοὺς κώδικες, ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἀθ. Κομίνη555.

Παρατηρήσεις

Ὁ κανόνας σὲ μερικὰ χφφ., ὅπως στὸ Λαυριωτικὸ Β 21 (13°ς αἰ.), f. 66ν, φέρεται μὲ τὸ ὄνομα «Ἰωάννου μοναχοῦ»556. Εἶναι ὡστόσο δύσκολο νὰ παραβλάψουμε τὴν ἰσχυρὴ μαρτυρία ποὺ προς γράφει τὸν κανόνα στὸν Κοσμᾶ. Ὁ βιογράφος τοῦ Ἰωάννης Μερκουρόπωλος ἀναφέρει· «Πείθει δὲ αὐτὸν (τὸν Κοσμᾶν) καὶ ὁ ἐξ Αἰγύπτου ἥκων Μηνᾶς, τὸν συναθλητὴν ἀποστείλας Βικέντιον, τὰ κατ’ αὐτοὺς ἀνδραγαθήματα διαγράψαι»557. Ἡ ἁπουσία ἀκροστιχίδας δὲν εἶναι λόγος ἀμφισβητήσεως τῆς πατρότητας τοῦ κανόνα, ἀφοῦ τώρα εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔγραψε καὶ κανόνες χωρὶς ἀκροστιχίδα.

4. Κανόνας στὴ Γέννηση τὸν Χριστοῦ (Δεκεμβρίου 25).

Ἀκροστιχίδα: «Χριστὸς βροτωθεὶς ἦν ὅπερ Θεὸς μένῃ».

Ἦχος α´. Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ῥεύσαντα ἐκ παραβάσεως.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπα Μηναῖα Δεκεμβρίου 25. Christ-Paranikas, Anthologia, σσ. 165–169. PG 98, 460–465 (μὲ λατινικὴ μετάφραση). Ἀνθολόγιον (ἔκδ. Ρώμης 1738), σ. 436. Β. Cantarella, Poeti Bizantini, τ. I (1948), σσ. 115–121 (τὸ κείμενο) καὶ τ. 11, σσ. 146–149 (Ἰταλικὴ μετάφραση). Ἀποσπάσματα ἔχουν ἐπίσης ἐκδοθεῖ. Βλ. J. Sajdak, De codicibus Graecis in Monte Cassino, Cracoviae 1912, σσ. 35–36 (ἡ α´ ὠδὴ). Καὶ Π. Τρεμπέλα, Ἐκλογή, σσ. 186–187.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου, ἔκδ. Stevenson, Comment., pp. 29–57.

β. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 63–99.

γ. Γρηγορίου Μητροπολίτου Κορίνθου (ἀνέκδοτη), Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

δ. Ἀνώνυμη καὶ ἀνέκδοτη ἑρμηνεία βρίσκεται στὸν Cod. Vatic, gr. 638 (olim 819) (XIII s.), ff. 1–154. R. Devreesse, Codices Vaticani, t. III (= Codd. 604–866), «Città del Vaticano», MCML (1950) σ. 55.

ε. Ἀνώνυμη «ἐξήγησις ὡραία» στοὺς κανόνες Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται στὸν Cod. Vindob. Theol. gr. 259 ff. 33–48v (Nessel). Βλ. Krumbacher–Σωτηριάδου, τ. Β´, σ. 570. ς. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν ὑπ’ ἀρ. 609 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Ἰβήρων. Λάμπρου, Κατάλογος, Α´, σ. 184.

ζ. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία καὶ στὸν ὑπ’ ἀρ. 262 (16°ς αἰ.) τῆς Μ. Διονυσίου. Λάμπρου, Κατάλογος, Α´, σ. 387.

η. Ἐρμηνεία στὴν ἁπλὴ νεοελληνικὴ βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19°ς αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελήμονος, φ. 39α. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος, Β´ 409.

θ. Ἑρμηνεία Ἀνθίμου μοναχοῦ τοῦ ἐξ Ἀγχιάλου στὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Πατριαργικὸ κώδικα 452 Κ. Βλ. Ἀθ. Παπαδοπούλου – Κεραμέως, IB, τ. I, 429.

ι. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 18v. Βλ. Η. Stevenson, σ. 202.

ια. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία βρίσκεται ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 856 (102) κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος (ἔτους 1606). Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος. Κατάλογος, σ. 154.

ἰβ. Ἑπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 1117 (18°ς αἰ.) τῆς ἴδιας βιβλιοθήκης. Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος, Κατάλογος, σ. 201.

ἰγ. Ἑρμηνεία στὴν ἁπλὴ νεοελληνικὴ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Μαμάκη, τῆς ὁποίας ἡ ἀρχὴ «Σήμερον Θεός» βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 144 (19°ς αἰ.) φ. 39α κώδικα τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος. Βλ. Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 7, 1910, ο. 479.

ἰδ. Ἄλλη ἀνῶνυμη ἑρμηνεία βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 11α. Βλ. Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ιε. Ὁ κανόνας «μετὰ διάστιχου ἑρμηνείας» καὶ στὸν ὑπ’ ἀρ. 62 (18°ς αἰ.), σ. 15 τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς, Βλ. Σπ. Λάμπρου, Κατάλογος τῶν χφ. τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς, ΝΕ 3, 1906, σ. 247.

ις. Ἑρμηνεία σὲ ἁπλὴ νεοελληνικὴ γλώσσα καὶ στὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Σαββαϊτικὸ κώδικα 479, φφ. 175α–191α. Ἀρχ. «Ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς καὶ λόγος τοῦ Θεοῦ, τίκτεται ἐκ τῆς Παρθένου».

Παρατηρήσεις

Ὁ κανόνας στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται συχνὰ ἀπὸ τοὺς μελετητὲς ὡς χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἐλλείψεως πρωτοτυπίας. Ὁ εἱρμὸς «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...» εἶναι πιστὴ ἀντιγραφὴ τοῦ προοιμίου τοῦ λόγου τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στὴ Γέννηση558. Ἀλλὰ καὶ τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς α´ ὠδῆς· «Ῥεύσαντα ἐκ παραβάσεως / Θεοῦ τὸν κατ’ εἰκόνα γενόμενον /, ὅλον τῆς φθορᾶς ὑπάρξαντα / κρείττονος ἐπταικότα θείας ζωῆς / αὖθις ἀναπλάττει / ὁ σοφὸς δημιουργός...» εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο λόγο τοῦ Γρηγορίου· «... μᾶλλον δὲ ῥεύσαντας ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ εὖ εἶναι διὰ κακίαν πρὸς αὐτὸ πάλιν ἐπαναγάγῃ διὰ σαρκώσεως»559. Ἐπίσης ὁ εἱρμὸς τῆς θ´ ὠδῆς «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον...» ἀνακαλεῖ τὸ προοίμιο τοῦ Χρυσοστόμου στὴ Γέννηση· «Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω»560.

Θὰ ἦταν ὅμως ὑπερβολικὸ ἂν θεωρούσαμε ὁλόκληρο τὸν κανόνα προϊὸν ἀντιγραφῆς καὶ συρραφὴ δανείων. Ἀπεναντίας ὁ κανόνας εἶναι λαμπρὴ ποιητικὴ δημιουργία μὲ χρωματικὸ πλοῦτο καὶ τόνο ἐνθουσιαστικὸ καὶ δοξαστικό. Ἔχει ὡραῖα ἐπίθετα, τολμηρὲς μεταφορὲς καὶ λαμπρὲς εἰκόνες. Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Θ. Ξύδης· «Ἡ ἀπειροελάχιστη λέξη μεγαλώνει στὸν ὕμνο, γιὰ νὰ τραγουδήσει τὸ ἀπειρομέγεθες γεγονός. Ἐπίλεκτη ἡ ψυχὴ τοῦ ὑμνογράφου δὲν ἀπηχεῖ μόνο τὴν προσωπικὴ συγκίνησή του, ἀλλὰ ζωγραφίζει συναισθήματα, ποὺ ἔχουν ἀπήχηση σὲ κάθε γύρω του ψυχή, ποὺ ζοῦσε τότε ὅπως αὐτὸς κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τοῦ ἀπαράγραπτου κύρους τῆς θρησκείας»561.

*5. Κανόνας τῶν ἁγίων Δαυίδ καὶ Ἰακωβου (Δεκεμβρίου 26 = Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν).

Ἦχος δ´. ᾌσομαί σοι, Κύριε.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): ᾌσομαί σοι, Κύριε, ὁ Θεός μου, ὅτι ἐκ μήτρας ἁγίας...

Παρατηρήσεις

Ὁ κανόνας εἶναι σὲ λειτουργικὴ χρήση στὰ ἔντυπα Μηναῖα, ὅπου καὶ φέρεται ὡς «Ποίημα Κοσμᾶ μοναχοῦ»562. Τὴν πατρότητα ἀμφισβήτησε πρῶτος ὁ Β. Montfaucon ἀποδίδοντάς τον σὲ ἄλλον ὁμώνυμο ποιτή, τὸν Κοσμᾶ μοναχὸ τοῦ Παναρέτου, πρόσωπο ἄγνωστο ἀπὸ ἄλλες πηγές563. Τὴ γνώμη τοῦ Montfaucon ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ νεότεροι564.

Ἤδη ὅμως ἔχουμε παρατηρήσει ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ σὲ ποιητὴ τοῦ 14ου αἰ., ἀφοῦ μαρτυρίες πολὺ προγενέστερες τὸν ἀποδίδουν στὸν Κοσμᾶ, ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ565. Ἐξάλλου Κοσμᾶς μοναχὸς τοῦ Παναρέτου εἶναι ἄγνωστος στὴν παράδοση τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας. Πρέπει ἐντούτοις νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο, ὅταν ὑπάρχει τόση σύγχυση καὶ ἀσυμφωνία τῶν πηγῶν.

Νομίζω ὅτι ἡ συζήτηση γιὰ τὴν πατρότητα πρέπει νὰ περιοριστεῖ ἀνάμεσα στὸν Κοσμᾶ καὶ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό. Στοὺς κώδικες Paris. Suppl, gr. 701, f. 359v καὶ Λαυριωτικὸ Г 70, f. 141r ὁ κανόνας φέρεται ὡς ποίημα τοῦ Δαμασκηνοῦ, «Ἰωάννου μοναχοῦ», ἐνῶ στοὺς Παρισινοὺς 1571, f. 120ν, 1623, f. 134ν παραδίδεται ὡς κοινὴ δημιουργία τῶν δύο ποιητῶν. Συγκεκριμένα, ἀποδίδονται στὸν Κοσμᾶ μόνο τὰ τρία πρῶτα τροπάρια τῆς α´ ὠδῆς:

1. ᾌσομαί σοι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι ἐκ μήτρας ἁγίας παρθένου...

2. Σήμερον Ποιμένες θεολογοῦσι σὺν Ἀσωμάτοις τὸν ὕμνον...

3. Δόξα ἐν ὑψίστοις χοροὶ Ἀγγέλων ἐν Βηθλεὲμ τοῖς ποιμέσιν566...

Ὡς κοινὴ δημιουργία θεωρεῖ τὸν κανόνα ὁ Σ. Εὐστρατιάδης, ὁ ὁποιος παρατηρεῖ ἐπίσης ὅτι οἱ εἱρμοὶ εἶναι τοῦ Γερμανοῶ567.

Ἀντιπαρατηροῦμε τὰ ἑξῆς: Ἀπὸ τοὺς εἱρμοὺς μόνο οἱ α´, δ´, ε´, η´ εἶναι τοῦ Γερμανοῦ. Ὁ γ´ εἶναι τοῦ Δαμασκηνοῦ568, ὁ ζ´ τοῦ Κοσμᾶ569 καὶ οἱ ς´ καὶ θ´ εἶναι ἀνῶνυμοι570. Ἔχουμε λοιπὸν εἱρμοὺς τουλάχιστο τεσσάρων μελωδῶν, πράγμα ὄχι συνηθισμένο στὴν ὑμνογραφία καὶ μοναδικὸ στὸν Κοσμᾶ, ἂν πράγματι ἀνήκει ς´ αὐτὸν ὁ κανόνας. Ἡ ἄποψη πάντως ὅτι εἶναι προϊὸν συνεργασίας Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ δὲ μοῦ φαίνεται πιθανή. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη βεβαιωμένη πληροφορία συνεργασίας στὸν ἴδιο ὕμνο. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ οἱ δύο ποιητὲς ἔγραψαν στὴν ἴδια ἑορτὴ κανόνες ἀνεξάρτητους καὶ πέρασαν μαζὶ στὴ λειτουργικὴ χρήση, ἀλλὰ παράλληλα καὶ ὄχι σὲ συμφυρμὸ (ὅπως π.χ. εἶναι οἱ κανόνες τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῆς Μεταμορφώσεως κλπ.). Δὲ βλέπω γιατί νὰ συνεργαστοῦν εἰδικὰ σ´ αὐτὸν τὸν κανόνα.

Προσωπικὰ ἀποκλίνω ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ, γιὰ τοὺς ἀκόλουθους λόγους:

α. Γιατὶ ἔχουμε τὴ ρητὴ μαρτυρία τοῦ βιογράφου τοῦ Ἰωάννου Μερκουροπώλου, ὅτι ὁ Κοσμᾶς ὕμνησε καὶ «τοὺς διὰ τὸν μνήστορα Ἰωσὶφ συγγενεῖς αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), Ἰάκωβόν φημι καὶ Ἰούδαν καὶ Συμεῶν»571.

β. Γιατί ὁ κανόνας ἔχει στοιχεῖα τῆς γνώριμης τεχνικῆς τοῦ Κοσμᾶ μικρὰ τροπάρια, ἐφύμνιο σὲ μερικὲς ὠδὲς (γ´, η´, θ´), ἀπουσία θεοτοκίων στὶς δύο πρῶτες ὠδές.

γ. Τὸ ὕφος εἶναι ἕνας πρόσθετος λόγος.

Πάντως ἀναγνωρίζω ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν ἔχει λυθεῖ καὶ κατατάσσω τὸν κανόνα στὰ ἀμφίβολα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ.

6. Κανόνας στὰ Θεοφάνεια (Ἰανουάριου 6).

Ἀκροστιχίδα: «Βάπτισμα ῥύψις γηγενῶν ἁμαρτάδος».

Ἦχος β·. Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα.

Ἀρχ. (Ὠδῆ α´): Ἀδὰμ τὸν φθαρέντα ἀναπλάττει.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπα Μηναῖα Ἰανουάριου (6). Christ – Paranikas, Anthologia, 169–173. PG 98, 465–472. Ἀνθολόγων, (ἔκδ. Ρώμης 1738), σ. 76. Τρεμπέλα, Ἐκλογή, σσ. 188–189.

Ἐρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Stevenson, Comment., 76.

β. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρτοδρόμιον, σσ. 127–156.

γ. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

δ. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 609 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Ἰβήρων. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´ σ. 184.

ε. Ἑρμηνεία «παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ς. Ἐρμηνεία στὴν ἁπλὴ νεοελληνικὴ βρίσκεται στὸν ὑπ’άρ. 643 (19°ς αἰ.), φ. 67β τῆς Μονῆς Παντελεημονος. Βλ. Σπ. Λάμπρου, Κατάλογος Β´, σ. 409.

ζ. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία βρίσκεται ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 856 (102) (ἔτους 1606) κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἐλλάδος. Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος, Κατάλογος, σ. 154.

η. Ἑρμηνεία τοῦ Ἰω. Μαμάκη ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 144 (19oς αἰ.) κώδικα τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας, φ. 56α. Βλ. Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 7, 1910, σ. 479. Ἄρχ. «Τὸ ἄγιον βάπτισμα...».

θ. Ἄλλη ἀνῶνυμη ἑρμηνεία βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 24α. Βλ. Σπ. Λάμπρο, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ι. Στὸν ὑπ’ ἀρ. 62 (18oς αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς, σ. 35 βρίσκεται ὁ κανόνας τῶν Θεοφανείων «μετὰ διαστίχου ἑρμηνείας». Βλ. Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 3, 1906, σ. 247.

ια. Βρίσκω, τέλος, ἄλλη ἀνῶνυμη ἑρμηνεία σὲ γλώσσα ἁπλὴ νεοελληνικὴ στὸν ὑπ’ ἀρ. 479 Ἱεροσολυμιτικὸ Σαββαϊτικὸ κώδικα, φφ. 191–205β.

Ἄρχ. «Ὁ δεσπότῆς Θεός, ὁποὺ εἶναι δυνατός...»

Παρατηρήθεις

Ὁ Κανόνας τῶν Θεοφανείων, δεύτερος στὴ σειρὰ τοῦ δεσποτικοῦ κύκλου τοῦ Κοσμᾶ, μελοποιήθηκε σὲ δεύτερο ἦχο. Ἔχει ἤδη παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ Κοσμᾶς στοὺς δεσποτικοὺς κανόνες του χρησιμοποιεῖ τοὺς ἦχους μὲ τὴν ἀριθμητική τους σειρά: Στὸν κανόνα τῶν Χριστουγέννων τὸν α´, τῶν Θεοφανείων τὸν β´, τῆς Ὑπαπαντῆς τὸν γ´, τῶν Βαΐων τὸν δ´, τοῦ Μ. Σαββάτου τὸν πλ. β´, τῆς Πεντηκοστῆς τὸν βαρύ, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸν πλ. δ´. Σὲ πλ. α´ ἦχο δὲ σώζεται οὔτε εἱρμὸς οὔτε κανόνας τοῦ Κοσμᾶ κι αὐτὸ ἔδωσε ἀφορμὴ σὲ διάφορες εἰκασίες572. Νεότεροι ἐντούτοις θεολόγοι παρατηροῦν ὅτι πένθιμοι ἦχοι (ὡς εἶναι ὁ β´ καὶ πλ. β´) χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς πρώτους κανονογράφους σὲ πένθιμα θέματα, καὶ τὸ βάπτισμα «θάνατον καταγγέλλει προαιρετικόν». Ὁ γνωστὸς κρητικὸς μοναχὸς τοῦ ιδ´ αἰ. Ἰωσὴφ Φιλάγρης διδάσκει τὰ ἀκόλουθα στὸ Κεφάλαιον περὶ τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων· «Τὸ γὰρ βάπτισμα θάνατον καταγγέλλει προαιρετικὸν καὶ μνήματα θανάτου διηνεκῆ. Τοῦτο καὶ οἱ ποτὲ τῶν κανόνων διδάσκουσι φανερῶς. Τὰς μὲν χαρμοσύνας ἑορτὰς διὰ χαρμοσύνων μελῶν ἐτίμησαν, πρῶτα γὰρ πάντων Κοσμᾶς ὁ τούτων ἐφευρέτης τὰ τριῴδια καὶ τοὺς κανόνας τῆς μεγάλης ἑβδομάδος ὡς θλῖψιν τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου σημαίνοντας, δευτέρους ἤχους καὶ τὸν πλάγιον τούτων ἐν τούτοις ἔγραψαν...» (Κώδ. μονῆς Ἁγίας Ἄνδρου, ἀρ. 28, φφ. 202r–ν)573.

Ὁ κανόνας ἔχει μεταφραστεῖ καὶ στὴ συριακὴ γλώσσα καὶ εἶναι ἀκόμη σὲ λειτουργικὴ χρήση στὶς ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς574. Ἀνάλυσή του ἔχει δημοσιεύσει ὁ Θ. Ξύδης575.

7. Κανόνας στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (Ἰανουαρίου 25).

Ἦχος α´. Ἔπαινον ὁ θεόπτης.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ῥύσιον ἀρχεγόνου ἡμετέρων τε παθῶν...

Παρατηρήσεις

Στὸ ἔντυπο Μηναῖο Ἰανουάριου (25) ὁ κανόνας φέρεται μὲ τὴν ἔνδειξη «Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ». Μὲ βάση τὴν ἔνδειξη αὐτὴ προσγράφουν τὸν κανόνα στὸν Κοσμᾶ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης576, ὁ W. Weyh577, ὁ Chappet578 κ.ἄ.579.

Οἱ εἱρμοὶ εἶναι ἀναμφισβήτητα ἔργο τοῦ Κοσμᾶ. Ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν πατρότητα τοῦ κανόνα δημιουργοῦν δύο στοιχεῖα: Ὁ Λαυριωτικὸς κώδικας Θ 139, ποὺ ἀναγράφει τὸν κανόνα στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ580 καὶ τὰ θεοτοκία, ποὺ σχηματίζουν τὴν ἀκροστιχίδα «ΘΕΟΦΑΝΗΣ». Τὸ τελευταῖο τοῦτο δὲ σημαίνει ἀναγκαστικὰ ὅτι ὁ κανόνας εἶναι ποίημα τοῦ Θεοφάνη. Πλήρης κανόνας τοῦ Θεοφάνη ὑπάρχει στὸ ἔντυπο Μηναῖο τὴν ἴδια ἡμέρα, παράλληλος μὲ τὸν κανόνα, ποὺ θεωρεῖται ποίημα τοῦ Κοσμᾶ. Ὑποθέτω ὅτι ὁ Θεοφάνης πρόσθεσε ἁπλῶς τὰ Θεοτοκία, στὰ ὁποῖα καὶ δηλώνει τὸ ὄνομά τοῦ. Ὅπως ἤδη γνωρίζουμε, ὁ Κοσμᾶς δὲν ἔχει πάντοτε θεοτοκία581.

Ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ συνηγοροῦν οἱ ἀκόλουθοι λόγοι:

α. Ἡ τεχνικὴ τοῦ κανόνα (ὠδὲς μὲ λίγα τροπάρια, ἐφύμνιο στὶς ὠδὲς γ´ ζ´, η´, θ´, ἀπουσία θεοτοκίων κλπ.).

β. Ἡ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος. Ἁπλὴ καὶ μόνο ἀνάγνωση πείθει ὅτι ὁ κανόνας ἢ εἶναι ποίημα τοῦ Κοσμᾶ ἢ συντέθηκε ἀπὸ ποιητὴ ποὺ μὲ πολλὴ ἐπιτυχία μιμήθηκε τὸν Κοσμᾶ. Ἤδη τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς α´ ὠδῆς «Ῥύσιον ἀρχεγόνου ἡμετέρων τε παθῶν αἷμα θεόρρυτον ἵστασο προσπένδων...» ἀνακαλεῖ τὸν κανόνα τῆς Μ. Πέμπτῆς (ὠδῆ γ´, 1): «Ῥύσιον παντὸς τοῦ βροτείου γένους / τὸ οἰκεῖον, ἀγαθέ, / τοὺς σοὺς μαθητὰς ἐπότισας / εὐφροσύνης ποτήριον πλήσας...». Ἀλλὰ καὶ λέξεις ὡς: σημάντωρ (δ´, 2), ἐπαθρήσας (δ´, 2), ὄρχαμε ἀνδρῶν (γ´, 1), ἰσοθέατον φῶς (ε´, 1), ἀμάρυγμα (ε´, 2) κ.τ.ὅ. ἀνακαλοῦν τὴν ἀρχαιοπρεπὴ γλώσσα τοῦ Κοσμᾶ. Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι ὁ κανόνας εἶναι γνήσιο ἔργο τοῦ μεγάλου μελωδοῦ.

γ. Ἀλλα καὶ ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ γιὰ τὸν Γρηγόριο, ἀγάπη γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖται «φιλογρηγόριος»582, εἶναι ἕνας πρόσθετος λόγος, ποὺ συνηγορεῖ στὴν ἀπόδοση τοῦ κανόνα στὸν Κοσμᾶ. Θὰ ἦταν μάλιστα περίεργο νὰ μὴν τιμήσει μὲ κανόνα τὸ ἰδανικὸ πρότυπό τοῦ. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἀνώνυμος βιογράφος τοῦ Λαυριωτικοῦ Βίου· «Ἀνέπνει γὰρ ὡς ἀληθῶς τὸν μέγαν Γρηγόριον τὸν τῆς θεολογίας ἐπώνυμον καὶ ἄλλος οὗτος εἶναι ἐδόκει τῷ τε τἀκείνου εἴπερ τινὸς ἄλλου ἐπὶ στόματος φέρειν καὶ τὸ μάλιστα ἐκθειάζειν τὸν ἄνδρα. Ὅθεν μοι δοκεῖ πεπλουτηκέναι τὴν ἱερὰν αὐτοῦ κλῆσιν, φιλογρηγόριος παρὰ πάντων ὀνομαζόμενος, ὃ καὶ δεῖγμα τῆς ἐκείνου πρὸς τὸν ἄνδρα σύμπνοίας» (Κώδ. Μ. Λαύρας Γ 44, f. 156r)583.

8. Κανόνας στὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριοτοῦ (Φεβρουάριου 2).

Ἀκροστιχίδα: «Χριστὸν γεγηθὼς πρέσβυς ἀγκαλίζεται».

Ἦχος γ´. Χέρσον ἀβυσσοτόκον.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ῥανάτωσαν ὕδωρ νεφέλαι.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπα Μηναῖα Φεβρουαρίου (2). Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 173–176. PG 98, 509–513. Βλ. ἐπίσης Ν.Β. Τωμαδάκη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σσ. 273–277. Τοῦ ἴδιου, Ἀνθολόγων Βυζαντινῆς Ὑμνογραγίας, ἐν Ἀθήναις 1958, σσ. 141–145.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Stephenson, Comment., 119.

β. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 180–205.

γ. Γρηγορίου Κορίνθου Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

δ. Ἑρμηνεία «παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Διοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ε. Ἑρμηνεία σὲ γλώσσα ἁπλὴ νεοελληνικὴ ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19oς αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Β´, 409.

ς. Στὸν ὑπ’ ἀρ. 581 (18°ς αἰ.) κώδικα τῆς ἴδιας μονῆς ὑπάρχει ἄλλη ἑρμηνεία. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Β´, σ. 401.

ζ. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 67v. Βλ. H. Stephenson, σ. 202.

η. Ἑρμηνεία τοῦ Ἰωάννου Μαμάκη ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 144 (19ος αἰ.) φ. 70α τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας. Βλ. Λάμπρου, ΝΕ 7, 1910, σ. 479.

θ. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία ὑπάρχει καὶ στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 36α. Βλ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

Παρατηρήσεις

Ὁ κανόνας τῆς Ὑπαπαντῆς θεωρεῖται ἀπὸ τὰ ἀρτιότερα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ. Ὑποδειγματικὴ αἰσθητικὴ ἀνάλυσή τοῦ ἔχει δημοσιεύσει ὁ καθ. Νικ. Β. Τωμαδάκης584 καὶ ἐνδιαφέρουσες παρατηρήσεις ὁ Θ. Ξύδης585.

9. Κανόνας στὸν μεγάλομάρτυρα Γεώργιο (Ἀπριλίου 23).

Ἀκροστιχίς: «Χαίροις, ἀθλητὰ παμμάκαρ Γεώργιε».

Ἦχος δ´. Χοροὶ Ἰσραήλ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ἄθλων ἱερῶν ἀνύσας δρόμον.

Ἐκδόσεις

Τὸν κανόνα ἐξέδωσε πρῶτος μὲ βάση τὸν Cod. Hierosol. Sab. 241 (XI αἰ.) ὁ Ἀθ. Παπαδόπουλος – Κεραμεύς, ΒΖ 14, 1905, σσ. 519–526 (τὸ κείμενον, σσ. 520–525). Χωρὶς νὰ γνωρίζει τὴν ἔκδοση τοῦ Κεραμέως ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ἐξέδωσε τὸν κανόνα στὸ ἔργο τοῦ Κοσμᾶς, σσ. 147–152, ἔχοντας ὑπόψη τοῦ τοὺς κώδικες: Paris, gr. 13, f. 305ν, 341, p. 353, 1564, f. 52r 1573, f. 256r, Μ. Λαύρας Θ 32, φ. 301β, I 70, σ. 169, Δ 45 φ 52α καὶ Βατοπεδίου 1104 φ. 152α. Ἡ πρώτη ὠδὴ τοῦ κανόνα βρίσκεται καὶ στὸν Vatic, gr. 1743, f. 64ν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ. Βλ. C. Giannelli, Codices Vaticani Graeci (Codices 1684–1744), Vatican 1961, σ. 147.

Παρατηρήσεις

Ὁ ὑπ’ ἀρ. 1104 (10 αἰ.) κώδ. τῆς μονῆς Βατοπεδίου, φ. 152α προσγράφει τὸν κανόνα στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό586. Εντούτοις μεγάλος ἀριθμὸς κωδίκων καὶ ἄλλες μαρτυρίες συνηγοροῦν ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ. Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Ἀθ. Παπαδόπουλος – Κερςμεύς· «... Ὁ τοῦ Κοσμᾶ Κονῶν ἧτο γνωστὸς καὶ συνήθης ἐν τοῖς παλαιοῖς χρόνοις. Οὕτως ἐν τῷ τυπικῷ τῆς κωνσταντινουπολίτιδος μονῆς Θεοτόκου τῆς Εὐεργέτιδος ἀναφέρεται ρητῶς τῇ 23ῃ Ἀπριλίου ὁ εἰς τὸν μεγαλομάρτυρα Γεώργιον κανὼν τοῦ Κοσμᾶ, εἰ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ τυπικὸν δὲν ἀρνεῖται ὅτι δύνανται νὰ συμψαλῶσι δύο κανόνες· κάμνουσι δὲ χρῆσιν τοῦ κανόνος τούτου μέχρι σήμερον αἱ σλαβικαὶ μόνον ἐκκλησίαι διὰ παλαιᾶς μεταφράσεως, ὡς φανερώνουν αἱ πολυάριθμαι ρωσικαὶ μετατυπώσεις τοῦ σλαβικοῦ μηναίου τοῦ Ἀπριλίου»587. Στὸν Κοσμᾶ ἁποδίδουν τὸν κανόνα καὶ πολλοὶ νεώτεροι, ὅπως ὁ Φιλάρετος ἀρχιεπίσκοπος Cernigov588, ὁ W. Weyh589, ὁ Chappet590 κ.ἄ. Ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ συνηγορεῖ καὶ ἡ μαρτυρία Ἰωάννου τοῦ Μερκουροπώλου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Κοσμᾶς «καὶ τὸν ἐν μάρτυσιν ἐξοχώτατον Γεώργιον ἀνυμνεῖ διὰ τὸ συμφυλέτην εἶναι καὶ συμπατριώτην καὶ Παλαιστιναῖον καὶ τὸ γένος ἕλκειν περιφανές591. Εἶναι μάλιστα περίεργο ὅτι τὴ μαρτυρία αὐτὴ δὲν ἔλαβε ὑπόψη τοῦ ὁ Κεραμεύς, μολονότι ὁ ἴδιος εἶχε ἐκδώσει τὸ κείμενο τοῦ Μερκουροπώλου.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς ἰσχυρὲς καὶ ἐπίσημες αὐτὲς μαρτυρίες, ἡ τεχνικὴ τοῦ κανόνα ἀνακαλεῖ ἀμέσως τὸν Κοσμᾶ. Καὶ πρῶτα, στὴν ἀκροστιχίδα συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ εἱρμοί. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς δὲν ἐξαιρεῖ τοὺς εἱρμοὺς ἀπὸ τὴν ἀκροστιχίδα, ὅταν καὶ οἱ εἱρμοὶ εἶναι δική του δημιουργία. Ὡς εἱρμὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Κοσμᾶς τὸν γνωστὸ τῆς Μεταμορφώσεως στὶς ὠδὲς α´, ζ´, η´, θ´. Ὁ εἱρμὸς τῆς ε´ ὠδῆς «Τὸν φωτισμόν σου, Κύριε», εἶναι ἐπίσης τοῦ Κοσμᾶ (ἀναστάσιμος, ὠδὴ ε´)592, τῆς γ´ ὠδῆς «Ὅτι στεῖρα ἔτεκεν» εἶναι τοῦ Δαμασκηνοῦ593, τῆς ς´ «Ἐβόησε πρότυπῶν» ἀδήλου594, καὶ τῆς δ´ «Ἀκήκοά σου, Χριστέ» ἄγνωστος στὸ Εἱρμολόγιο. Ὑὑποθέτω ὅτι οἱ ἀνῶνυμοι καὶ ἀταύτιστοι εἱρμοὶ εἶναι καὶ αὐτοὶ μᾶλλον ἐργο τοῦ Κοσμᾶ.

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο, ποὺ θυμίζει τὸν Κοσμᾶ, εἶναι ἡ παρουσία ἐφυμνίου σὲ μερικὲς ὠδὲς (α´, ε´, ζ´, η´, θ´) Ἂν στὰ παραπάνω προστεθεῖ τὸ ὕφος καὶ ἡ γλώσσα, ἔχουμε ὅλες τὶς ἐνδείξεις, ἂν ὄχι ἀποδείξεις, γιὰ τὴν πατρότητα τοῦ κανόνα.

*10. Κανόνας «Εἰς τὸν πολύτλαν Ἱώβ» (Μαΐου 6).

Ἀκροστιχίδα: «Τὸν μυρίαθλον ἄξιον μέλπειν Ἱώβ».

Ἦχος δ´. Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀνίκμοις ποσί.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Τὸν καρτερικὸν ἀδάμαντα τῆς ὑπομονῆς.

Παρατηοήσεις

Μὲ τὶς παραπάνω ἐνδείξεις σώζεται ἀνώνυμος κανόνας σὲ πολλοὺς παρισινοὺς καὶ ἁγιορειτικοὺς κώδικες. Τὸν κανόνα προσέγραψε στὸν Κοσμᾶ ὁ W. Weyh595Ὅ στηριζόμενος στὴ μαρτυρία τοῦ Μερκουροπώλου· «συνεπιτούτοις καὶ τὸν πολύτλαν Ἱὼβ μεγαλύνει· προσέκειτο γὰρ ἀεὶ τῷ τοιούτῳ καὶ συνεχῶς ἐπὶ γλώττῆς καὶ διὰ θαύματος ἔφερεν, οὐ μόνον διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κατὰ πάθους παντὸς καὶ πολέμου ἀνδρείαν καὶ ἔνστασιν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ γείτονα εἶναι τὴν Ἀράβων τῷ Μαϊουμᾶ»596.

Στὰ ἔντυπα Μηναῖα ὁ κανόνας φέρεται ἀνωνύμως (Μηναῖο Ρώμης 1889, Βενετίας 1780, 1890 κλπ.). Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης σημειώνει τὴν ἔνδειξη· «ποίημα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ· οἱ δὲ Ἰωάννου μοναχοῦ»597. Μὲ βάση τὶς ἐνδείξεις τῶν κωδίκων Paris. 1566, f. 17ν, 1574, f. 167r καὶ Μ. Λαύρας I 70 ὁ Εὐστρατιάδης προσγράφει τὸν κανόνα στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ «καίτοι τὸ ὕφος τοῦ κανόνος ἀπαιτει τὴν ἀπόδοσιν τούτου μᾶλλον εἰς τὸν Κοσμᾶν»598. Ποίημα «Ἰωάννου μοναχοῦ», δηλ. τοῦ Δαμασκηνοῦ θεωρεῖ τὸν κανόνα καὶ ὁ σιναϊτικος 647599.

Πάντως ἡ χειρόγραφη παράδοση διχάζεται καὶ ὥσπου νὰ βρεθεῖ ἀναμφισβήτητη ἁπόδειξη τῆς πατρότητας εἰμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ κατατάξουμε τὸν κανόνα στὰ ἀμφίβολα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ.

11. Κανόνας στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ (Αὐγούστου 6).

Ἀκροστιχίδα: «Χριστὸς ἐνὶ σκοπιῇ σέλας ἄπλετον εἴδεος ἧκε».

Ἦχος δ´. Χοροὶ Ἰσραήλ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ῥήματα ζωῆς τοῖς φίλοις, Χριστέ...

’Εκδόσεις

Ἔντυπα Μηναῖα Ἀύγουστον (6). Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 176–180. PG 98, 492–497.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Βλ. Stevenson, Comment. XXVI.

β. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρτοδρόμιον, σσ. 587–620.

γ. Γρηγορίου Κορίνθου, Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

δ. Ἀνθίμου μοναχοῦ τοῦ ἐξ Ἀγχιάλου (ἀνέκδοτη). Βλ. Ἀθ. Παπαδοπούλου – Κεραμέως, IΒ, τ. I, σ. 429.

ε. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία σὲ γλώσσα ἁπλὴ νεοελληνικὴ ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.), φ. 87α κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ. Βλ. Σπ. Λάμπρο, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ς. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν κώδ. 215 (18ος αἰ.), φ. 145α τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς. Βλ. Σπ. Λάμπρο, ΝΕ 6, 1909, σ. 89.

12. Κανόνας στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (Αὐγούστου 15). Ἀκροστιχίδα: «Πανηγυριζέτωσαν οἱ θεόφρονες».

Ἦχος α´. Πεποικιλμένη τὴ θείᾳ δόξῃ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ἀμφεπονεῖτο ἀΰλων τάξις.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπα Μηναῖα Αὐγούστου (15). Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 180–183.

Ἑρμηνεῖες

α. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 649–678.

β. Γρηγορίου Κορίνθου (ἀνέκδοτη). Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

γ. Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου (ἀνέκδοτη ἑρμηνεία). Περιέχεται σὲ πολλὰ χφφ., ἀρχαιότερο ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται τὸ ὑπ’ ἀρ. Addit. 17473 (ἔτους 1423) τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου, f. 104ν. Βλ. Μ. Richard, Inventaire des manuscrits grecs du British Museum, I, Paris 1952, σ. 28. Ἐπίσης Krumbacher – Σωτηριάδου, α´, σ. 590.

δ. Ἀνώνυμη ἐπίσης ἑρμηνεία, ἴσως ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅσες γνωρίζουμε, βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 705 (XI αἰ.) Ἱεροσολυμιτικὸ Πατριαρχικὸ κώδικα, φ. 27. Ἀρχ. «Ἧς οὐδὲ ὁ νοῦς δύσληπτός ἐστιν...». Βλ. Ἀθ. Παπαδοπούλου – Κεραμέως IB, τ. II, σ. 662.

ε. Ἑρμηνεία ἀνέκδοτη «παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (XIV αἰ. = 1305) τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ς. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία βρίσκεται στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 220v. Η. Stevenson, 202.

ζ. Στὸν ὑπ’ ἀρ. 215 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς, φ. 145α βρίσκεται ὁ κανόνας τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου «μετὰ διαστίχου ἑρμηνείας». Βλ. Σπ. Λάμπρο, ΝΕ 6, 1909, σ. 89.

Παρατηρήσεις

Ἡ α´ ὠδὴ ἔχει διπλὸ εἱρμό600. Ὁ Κοσμᾶς χρησιμοποιεῖ τὸ «Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ», ποὺ ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ὄχι στὸ θεματικὸ ἀντικείμενο τῆς α´ ὠδῆς (διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς). Τὸν ἄλλο εἱρμὸ «Παγιωθεῖσα ῥευστὴ οὐσία» χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς σὲ ἀνέκδοτο ἀναστάσιμο κανόνα του, δανειζόμενος ἀπὸ τὸν Κοσμᾶ ἀκόμη καὶ τὴν ἀκροστιχίδα «Πανηγυριζέτωσαν οἱ θεόφρονες» (Cod. Crypt. Δ.γ. I, ff. 1–5)601.

β. ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗΣ

*13. Κανόνας σταυροαναστάσιμος «Τὴ Κυριακὴ πρωῒ».

Ἦχος α´. Χριστὸς γεννᾶται.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´) Χριστὸς θεοῖ μὲ σαρκούμενος.

Συνήθως ὁ κανόνας ἐκδίδεται στὴν Παρακλητικὴ ἀνωνύμως. Στὴν ἔκδοση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (1976), ποὺ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴν ἔκδοση τῶν Βελούδων (1873), ὁ κανόνας ἐκδίδεται ὡς «Ποίημα Κοσμᾶ» (σ. 13). Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης προσγράφει τὸν κανόνα στὸν Κοσμᾶ καὶ παρατηρεῖ· «ὁ Λαυριωτικὸς κῶδιξ Β 6, φ. 30 ἀναγράφει αὐτὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ, ὅπερ φαίνεταί μοι καὶ πιθανώτερον, ἀφοῦ ἐκ τῆς ἀκροστιχίδος τοῦ ἑπομένου κανόνος (Δεύτερος ὕμνος Κοσμᾶ ἁγιοπολίτου) δῆλον γίνεται ὅτι καὶ πρῶτον ἐποίησε κανόνα εἰς ἧχον α´»602. Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι τὸν ἴδιο κανόνα προσγράφει ὁ Εὐστρατιάδης καὶ στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, μὲ βάση τὴν ἔνδειξη τοῦ Cod. Paris, gr. 396, f. 96r603.

Ἡ παρατήρηση τοῦ Εὐστρατιάδη εἶναι ἰσχυρὴ μόνο ὡς πρὸς τὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς θὰ ἔγραψε ἀναστάσιμο κανόνα καὶ σὲ α´ ἦχο. Δὲν εἶναι ὅμως καθόλου βέβαιο ὅτι ὁ παρὼν εἶναι καὶ ὁ ἀναζητούμενος. Δύο στοιχεία συνηγοροῦν ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ· τὸ ὕφος καὶ ἡ τεχνικὴ (ώδὲς μὲ λίγα τροπάρια, ἐφύμνιο στὶς ὠδὲς α´, γ´, ζ´ καὶ η´) Πάντως ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη δὲν ὑπάρχει καὶ ὁ κανόνας κατατάσσεται στὰ ἀμφίβολα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ.

14. Κανόνας ἀναστάσιμος, «Τῇ Κυριακῇ πρωί».

Ἀκροστιχίδα: «Δεύτερος ὕμνος Κοσμᾶ ἁγιοπολίτου».

Ἦχος β´. Δεῦτε λαοί.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ἐπὶ σταυροῦ ἀναρτηθεὶς ἐκουσίως.

Ὁ κανόνας εἶναι ἄγνωστος στὰ ἔντυπα. Βρίσκεται στοὺς κώδικες Μ. Λαύρας Β 6, φ. 34 καὶ Γ 21, φ. 7β, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ τὸν ἐξέδωσε ὁ Σ. Εὐστρατιάδης604.

*15. Κανόνας ἀναστάσιμος «Τῇ Κυριακῇ πρωί».

Ἦχος β´. Ἐν βυθῷ κατέστρωσε ποτέ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ὁ τοῦ κόσμου ἄρχῶν, ἀγαθέ.

Ὁ κανόνας ἐκδίδεται στὴν ἔντυπη Παρακλητικὴ ἀνωνύμως. Ὡς «ποίημα Κοσμᾶ» παραδίδει τὸν κανόνα ὁ Cod. Crypt. Δ.γ. VI (XI αἰ.)605. Ἀμφιβάλλω ἂν ἡ ἔνδειξη αὐτὴ ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα. Ὁ κανόνας, ὅπως τουλάχιστο ἐκδίδεται στὰ ἔντυπα, δὲν προδίδει οὔτε τὸ ὕφος οὔτε τὴν τεχνικὴ τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης τὸν προσγράφει στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό606.

16. Κανόνας ἀναστάσιμος «Τῇ Κυριακῇ πρωί».

Ἀκροστιχίδα: «Τρίτος ὕμνος Κοσμᾶ Ἱεροσολυμίτου».

Ἦχος γ´: Τεμνομένην θάλασσαν ῥάβδῳ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ῥαπισμόν, φιλάνθρωπε, κατεδέξω.

Τὸν κανόνα ἐξέδωσε ὁ Εὐστρατιάδης, μὲ βάση τὸν κώδικα Β 6 (13ος αἰ.), φ. 42α τῆς Μ. Λαύρας607.

17. Κανόνας ἀναστάσιμος «Τῇ Κυριακῇ πρωί».

Ἀκροστιχίδα: «Ὕμνος Κοσμᾶ τέταρτος, δόξα τῷ Θεῷ· ἀμήν».

Ἦχ. δ´. Ὑπὸ νεφέλης φωτεινῆς.

Ἀρχ. Μεγαλωσύνην καὶ ἰσχύν.

Ὁ Εὐστρατιάδης γνώριζε μόνο τοὺς εἱρμοὺς καὶ τὴν ἀκροστιχίδα608. Ὁ κανόνας σώζεται ὁλόκληρος στὸν Cod. Crypt. Δ.γ. I, ff. 12ν–15ν, μὲ τὸν τίτλο· «Κανὼν σταυροαναστάσιμος. Ἡ ἀκρ(οστιχίς)· Ὕμνος Κοσμᾶ τέταρτος· Δόξα τῷ Θεῷ· ἀμήν»609.

*18. Κανόνας ἀναστάσιμος.

Ἦχος δ´. Τριστάτας κραταιούς.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ἐμφράττεται δεινῶν.

Τὸν κανόνα ἐκδίδει ὁ Εὐστρατιάδης μὲ βάση τοὺς Λαυριωτικοὺς κώδικες Β 6, φ.49α, Γ 21 (16ος αἰ.), φ. 99β καὶ Θ73 (15ος αἰ.), οἱ ὁποῖοι ὅμως παραδίδουν τὸ κείμενο ἀνωνύμως610. Ὁ ἐκδότης σημειώνει· «ἐκ τοῦ ὕφους εἰκάζω ὅτι τοῦ Κοσμᾶ καὶ τοῦτο ποίημα». Ἀλλα μόνο ἀπὸ τὸ ὕφος, χωρὶς τὴν ἐπικουρία ἄλλης γραπτῆς μαρτυρίας, δὲν μποροῦμε νὰ λύσουμε τόσο σκοτεινὰ προβλήματα γνησιότητας καὶ μάλιστα σὲ θέματα ὅπου ἡ λογοτεχνικὴ μίμηση εἶναι τόσο συνήθης καὶ συχνὰ δημιουργεῖ συγχύσεις. Τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ εἱρμοὶ ἀνήκουν στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό.

*19. Κανόνας σταυροαναστάσιμος. «Τῇ Κυριακῇ πρωί».

Ἦχος πλ. α´. Τῷ σωτῆρι Θεῷ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Τῷ βουλήσει σταυρῷ προσηλωθέντι.

Στὴν ἔντυπη Παρακλητικὴ ὁ κανόνας φέρεται ἀνωνύμως. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης προσέγραψε καὶ αὐτὸν τὸν κανόνα στὸν Κοσμᾶ611 κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Λαυριωτικοῦ κώδ. Β 6, φ. 56α.

Διατηρῶ ζωηρὲς ἐπιφυλάξεις. Ὁ Κοσμᾶς δὲ φαίνεται νὰ τρέφει ἰδιαίτερη συμπάθεια στὸν πλ. α´ ἦχο. Εἶναι μάλιστα ὁ μόνος ἦχος στὸν ὁποῖο δὲ συνέθεσε εἱρμοὺς ὁ Κοσμᾶς καὶ τὰ παραδιδόμενα στὸν πλ. α´ ἦχο ἰδιόμελά τοῦ εἶναι σπάνια καὶ ἀμφίβολα.

*20. Κανόνας ἀναστάσιμος.

Ἦχος πλ. α´. Πεζοπορῶν ὁ Ἰσραήλ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Τῇ ἁμαρτίᾳ μὲ, Χρηστέ.

Ὁ κανόνας, ἄγνωστος καὶ ἀνέκδοτος ἀκόμη, σώζεται ὡς «ποίημα Κοσμᾶ μοναχοῦ» στὸν Cod. Crypt. Δ.γ. I, ff. 16г–19ν612. Διατηρῶ καὶ γιὰ τὸν κανόνα αὐτὸν τὶς ἴδιες ἐπιφυλάξεις.

21. Κανόνας σταυροαναστάσιμος «Τῇ Κυριακῇ».

Ἦχος πλ. β´. Κύματι θαλάσσης.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´) Ἐν τῷ παραδείσῳ φυτεύεται ζύλον.

Ὁ κανόνας εἶναι ἀνέκδοτος. Σώζεται στὸν Cod. Crypt. Δ.γ. V, ff. 83ν–90ν613 Οἱ παλαιοὶ μελετητὲς θεωροῦσαν τὸν εἱρμὸ «Κύματι θαλάσσης» ποίημα τῆς Κασίας. Ἤδη ἔχουμε ἰσχυροὺς λόγους νὰ τὸν θεωροῦμε ποίημα τοῦ Κοσμᾶ614 καὶ συνεπῶς τίποτε δὲ μᾶς ἐμποδίζει νὰ τοῦ προσγράψουμε καὶ τὸν παρόντα κανόνα. Ἀπὸ μικροταινία τοῦ χφ. πείθομαι ὅτι καὶ τὸ ὕφος καὶ ἡ γλώσσα καὶ πολὺ περισσότερο ἡ τεχνικὴ τοῦ κανόνα συνηγοροῦν ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ.

22. Κανόνας σταυροαναστάσιμος.

Ἦχος πλ. β´. Κύματι θαλάσσης.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ὅτε σε τοῖς ἥλοις ἀνόμων ὁ δῆμος.

Ὁ κανόνας σώζεται στὸν Λαυριωτικὸ Β 6, φ. 59. Ὁ Εὐστρατιάδης δίστασε νὰ τὸν περιλάβει στὸν κατάλογο τῶν κανόνων τοῦ Κοσμᾶ, ἀκριβῶς γιατὶ θεωροῦσε τοὺς εἱρμοὺς ἀναμφισβήτητο ποίημα τῆς Κασίας615. Τώρα νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ θεωροῦμε τὸν κανόνα αὐτὸ τουλάχιστο πιθανό ἔργο τοῦ Κοσμᾶ.

23. Κανόνας σταυροαναστάσιμος: «Τῇ Κυριακῇ πρωί».

Ἦχος βαρύς. Πόντῳ ἐκάλυψε.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Δύο πηγὰς ἡμῖν ἐν σταυρῷ ἀνέβλυσε.

Στὴν ἔντυπη Παρακλητικὴ ὁ κανόνας ὡς «ποίημα Κοσμᾶ»616. Ὡς ποίημα τοῦ Κοσμᾶ τὸν παραδίδει ὁ Λαυριωτικὸς Β 6, φ. 64α617. Ὁ εἱρμὸς εἶναι πάντως τοῦ Κοσμᾶ καὶ πιθανότατα καὶ ὁ κανόνας. Συνηγοροῦν τὸ ὕφος, ἡ γλώσσα καὶ ἡ τεχνική.

*24. Κανόνας ἀναστάσιμος «Τῇ Κυριακῇ πρωί».

Ἦχος βαρύς. Τῷ συνεργήσαντι Θεῷ.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´) Τῷ ὑψωθέντι ἐν σταυρῷ.

Τὸν κανόνα ἐξέδωσε ὁ Εὐστρατιάδης618 ἀπὸ τὸν Λαυριωτικὸ κώδικα Θ 73, φ. 176β, ὅπου ὅμως τὸ κείμενο παραδίδεται ἀνωνύμως. Ὁ ἐκδότης τὸν προσγράφει στὸν Κοσμᾶ ὁδηγούμενος μόνο ἀπὸ τὸ ὕφος. Καὶ παραπάνω ἐξηγήσαμε ὅτι μόνο τὸ ὕφος δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ λυθοῦν προβλήματα πατρότητας. Ἀντίθετα μὲ τὸν Εὐστρατιάδη, παρατηρῶ ὅτι τὰ τυπικὰ γνωρίσματα τοῦ Κοσμᾶ δὲν ὑπάρχουν στὸν παρόντα κανόνα. Ἀπεναντίας νομίζω ὅτι ὑπάρχει ἔνδειξη ποὺ ὁδηγεῖ μᾶλλον σὲ κωνσταντινουπολιτικὸ κλίμα. Πρόκειται γιὰ τὸ θεοτοκίον τῆς ζ´ ὠδῆς, ποὺ ἔχει ὡς ἐξῆς:

Περίσωζε τὴν πόλιν σου,

πανάχραντε Παρθένε,

ἐκ πάσης περιστάσεως,

ὡς μόνη προστασία

τοῦ γένους ἡμῶν, εὐλογημένη,

Θεοτόκε πανύμνητε.

Εἶναι πρόδηλο ὅτι τουλάχιστο αὐτὸ τὸ θεοτοκίον προέρχεται ἀπὸ τὴ γραφίδα ὑμνογράφου τῆς βασιλεύουσας.

*25. Κανόνας ἀναστάσιμος.

Ἦχος βαρύς. Τῷ ἐκτινάξαντι.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Τῷ ὀλέσαντι Θεῷ.

Τὸν κανόνα ἐκδίδει ὁ Εὐστρατιάδης619 ἀπὸ τὸν Λαυριωτικὸ κώδικα Δ 32, φ. 27α, ὅπου πάλι παραδίδεται ἀνωνύμως. Τὸ ὕφος ὁδήγησε καὶ ἐδῶ τὸν ἐκδότη νὰ προσγράψει τὸν κανόνα στὸν Κοσμᾶ. Μαρτυρία πάντως δὲν ὑπάρχει καὶ ὁ εἱρμὸς εἶναι ποίημα Δαμασκηνοῦ.

26. Τῇ Γ´ κανὼν ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, φέρων ἀκροστιχίδα τήνδε·

Πάντες σὲ ὑμνοῦμεν πόθῳ, Θεοτόκε.

Ἦχος α´. Σοῦ ἡ τροπαιοῦχος δεξιά.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ποίαν σοι ἐπάξιον ὠδήν.

Ὁ κανόνας ἐκδίδεται ἐλλιπῶς στὴν Παρακλητικὴ (ἔκδ. Ρώμης, 1885, σσ. 12–20), ὡς ποίημα Κοσμᾶ, ἐνῷ στὸ θεοτοκάριον τοῦ Εὐστρατιάδου (σσ. 53–55) φέρεται ὡς ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ὁλόκληρο τὸν κανόνα μὲ τὴν ἔνδειξη «ποίημα Κοσμᾶ» παραδίδει ὁ Cod. Crypt. Δ.γ.I, ff. 138v–138v620.

27. Κανόνας παρακλητικὸς τῆς Θεοτόκου.

Ἀκροστιχίδα: Κατ’ ἀλφάβητον.

Ἦχος πλ. β´. Ὡς ἐν ἠπείρῳ πεζεύσας.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ἄναρχε Λόγε καὶ κτίστα, δημιουργέ.

Ἀνέκδοτος στὸν Cod. Crypt. Δ.γ.Χ, ff. 127–130ν621.

28. Ἠαρακλητικὸς κανόνας «Εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον».

Ἦχος πλ. β´. Ὡς ἐν ἠπείρῳ πεζεύσας.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ὁ ἀπορρήτῳ προνοίᾳ, Λόγε Θεοῦ.

Ἀνέκδοτος στὸν Cod. Crypt. Δ.γ.Χ, ff. 64–69622

29. Κανόνας «Εἰς Χριστόν».

Ἀκροστιχίδα: «Πένθος Κοσμᾶ μοναχοῦ ἐπὶ νοός».

Ἦχος πλ. β´. Ὡς ἐν ἠπείρῳ πεζεύσας.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´)· Πένθος μοι δώρησαι, Λόγε, καθαρτικόν.

Τὸν κανόνα ἐξέδωσε ὁ Εὐστρατιάδης623, μὲ βάση τὸν Cod. Vindob. Theol. gr. 299, f. 367r, καὶ τὸν περιέλαβε ἐπίσης στὸ ἔργο τοῦ Ποιηταὶ καὶ ὑμνογράφοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας624.

γ. ΤΟΥ ΤΡΙΟΔΙΟΥ

30. Κανόνας «Εἰς τὸ Σάββατον τοῦ Λαζάρου».

Ἦχος πλ. δ´. Ὑγρὰν διοδεύσας.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Ὁ πρὶν ἐκ μὴ ὄντων παραγαγών.

Στὸ ἔντυπο Τριώδιο φέρεται ὡς ποίημα τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Christ ἀπέδωσε τὸν κανόνα στὸν ὁμώνυμο μοναχὸ Κοσμᾶ, δάσκαλο τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ625. Ἤδη ὅμως ἔχουμε ἀποδείξει ὅτι ὁ Κοσμᾶς αὐτὸς δὲν εἶναι ποιητὴς καὶ ὅτι ὅλη ἡ παράδοση προῆλθε ἀπὸ πλάνη626. Τὸν κανόνα γνωρίζει ὡς γνήσιο ἔργο τοῦ Κοσμᾶ ὁ βιογράφος του Ἰωάννης Μερκουρόπωλος· «...τὴν πρὸ τοῦ θείου Πάσχα ἑβδομάδα ὑμνεῖ ὁλόκληρον, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸν θεῖον Λάζαρον θαύματος»627. Περισσότερο σαφὴς εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς ἀνέκδοτῆς ἀκόμη ἀκολουθίας τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ μὲ πολλὴ πιθανότητα ἀποδίδεται στὸν Θεοφάνη· «Οὐ λόγοις, ἀλλ’ ὡς ἐν πράγμασι σὺ παρέστησας ἔγερσιν, μάκαρ, Λαζάρου ἐκ νεκρῶν...» (ὠδὴ ς´, 2. Κώδ. Λαυριωτικὸς Θ 77, f. 141ν)628.

31. Κανόνας «Εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων».

Ἀκροστιχίδα: «Ὠσαννὰ Χριστὸς εὐλογημένος Θεός».

Ἦχος δ´. Ὤφθησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´): Στόματος ἐκ νηπίων ἀκάκων.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Τριώδιο. PG 98, 497–501. Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 183–186.

Ἑρμηνεἶες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Βλ. Stevenson, Comment., σ. XXV.

β. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρτοδρόμιον, σσ. 257–286.

γ. Γρηγορίου Κόρινθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

δ. Ἑρμηνεία «παρὰ τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» ἀνέκδοτη βρίσκεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, α. 236.

ε. Ἀνώνυμη καὶ ἀνέκδοτη ἑρμηνεία βρίσκεται ἐπίσης στὸν Cod. Vatic. Palatin. gr. 355 (XIV s.), f. 76v. H. Stevenson, 202.

ς. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν ὑπ’ ἀρ. 856 (102) κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἐλλάδος. Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος, Κατάλογος, σ. 154. ζ. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία καὶ στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 40α. Βλ. Σπ. Λάμπρο, ΝΕ 12, 1915, σ. 233ю

η. Ἑρμηνεία σὲ γλώσσα ἁπλὴ νεοελληνικὴ στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος, φ. 122α. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Β´, σ. 409.

Παρατηρήσεις

Διασκευὴ τοῦ κανόνα καὶ προσαρμογὴ τοῦ στὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο (Κόκκινο) ὑπάρχει στὸν ὑπ’ ἀρ. 303, φ. τπ´, κώδικα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Βλ. Ἀθ. Παπαδοπούλου – Κεραμέως, IB IV, σ. 282, ὅπού τὰ ἑξῆς· «Κανὼν εἰς τὸν εὐαγγελισμὸν τῆς παναγίας Θεοτόκου· ποίημα μὲν ὢν τοῦ ἁγίου καὶ μεγάλου ποιητοῦ Κοσμᾶ εἰς τὴν τῶν Βαΐων ἑορτήν, μεταποιηθεὶς δὲ ἀπὸ μέρους εἰς ταύτην τὴν ἱερὰν ἑορτὴν ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου καὶ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυρού Φιλοθέου».

32. Κανόνας «Εἰς τὴν Μ. Πέμπτην».

Ἀκροστιχίδα· «Τὴ μακρᾷ Πέμπτῃ μακρὸν ὕμνον ἐξᾴδω».

Ἦχος πλ. β´. Τμηθείση τμᾶται.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´)· Ἡ πανταιτία καὶ παρεκτικὴ ζωῆς.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Τριώδιο. PG 98, 476–481. Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 190–193.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Βλ. Stevenson, Comment., σ. XXV.

β. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅπ., σ. 250.

γ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 325–335.

δ. Ὁ Μιχαὴλ Ψελλὸς παραφράζει τὸν κανόνα σὲ στίχους ἰαμβικοὺς τριμέτρους.

Ἀρχ. Πόντος μέλας πρὶν τέμνεται τετμημένῃ.

Λήγ. Θεὸς βροτὸς τέλειος, εἷς, ἄμφω, μόνος.

Βλ. Τριανταφυλλίτσας Θ. Μανιάτη, «Ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ: Ἡ παράφραση τοῦ κανόνα στὴν Μεγάλη Πέμπτη Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ», περ. Δίχτυχα Α´, 1979, σσ. 194–238 (τὸ κείμενο τῆς παραφράσεις, σσ. 217–236).

ε. Στὸ τελευταῖο τροπάριο τοῦ κανόνα «Ὡς ἄνθρωπος ὑπάρχω οὐσίᾳ οὐ φαντασίᾳ» ἔγραψε πεζὴ ἑρμηνεία ὁ ἴδιος Μιχαὴλ Ψελλός. Ἀρχ. «Ὡς ἄνθρωπος ὑπάρχω, ζητήσεώς τε καὶ ἐξηγήσεως». Λήγ. «τὴν τῶν πραγμάτων ἔχει ἀντίληψιν». Cod. Vatic, gr. 671 (olim 818) (XIV. s.), ff. 14v–16. Βλ. R. Devreesse, Codices Vaticani, t. III (= Codd. 604–866), Città del Vaticano MCML (= 1950), σ. 117.

ς. Ἔμμετρη παράφραση τοῦ Ψελλοῦ στὸ ἴδιο τροπάριο σώζεται στὸν Cod. Paris, gr. 1182, f. 267. Ἀρχ. «Ὥσπερ βροτὸς πέφυκα καὶ Θεὸς πέλω». Βλ. Κ. Σάθα, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη, τ. V (1876), σ. ὀζ».

ζ. Νικήτας ὁ Παφλαγὼν (9ος αἰ.) ἔγραψε ἑρμηνεία στὸ β´ τροπάριο τῆς θ´ ὠδῆς «Δημιουργὸν ὁ Πατὴρ πρὸ τῶν αἰώνων σοφίαν...». Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος, «Ἀνέκδοτα» ἱερά, ΔΙΕΕ B´, 1885, σσ. 579–581.

η. Ἑρμηνεία ἀνῶνυμη σώζεται στὸν Cod. Vatic. Palat, gr. 355 (XIV s.), f. 104v. Η. Stevenson, 202.

θ. Ἑρμηνεία «παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» σώζεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Δοχειαρίου, Βλ. Σπ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ι. Ἄλλη ἀνῶνυμη ἑρμηνεία σώζεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 48α, Βλ. Σπ. Λάμπρο, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ια. Ἑρμηνεία σὲ γλώσσα ἁπλὴ νεοελληνικὴ σώζεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.), κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος, φ. 145α. Βλ. Σπ. Λάμπρου, Κατάλογος Β´, σ. 409.

Παρατηρήσεις

Ὁ κανόνας στὰ χφφ. ἀρχίζει «Τμηθεὶς τμᾶται...» ἢ «Τιμηθεὶς τιμᾶται...». Ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος διόρθωσε στὸ «Τμηθείσῃ (ράβδῳ) τμᾶται...»629. Πρόβλημα γραφῆς δημιουργεῖ ἐπίσης ἡ ἀρχὴ τοῦ πρώτου τροπαρίου τῆς ε´ ὠδῆς· «Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα καὶ ὑπέρροον ἐν αἰθέρι ὕδωρ...». Οἱ κώδικες παρέχουν συνήθως τὴ γραφὴ «ὑπέρωον» καὶ σὲ πολλὲς ἔντυπες ἐκδόσεις Τριωδίου γράφεται «ὑπερῷον». Χωρίς ἀμφιβολία ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι «ὑπέρροον»630.

Σημειώνουμε ἐπίσης δύο ἀνώνυμες διασκευὲς τοῦ κανόνα σὲ λειτουργικὴ χρήση:

α. – Στὸ Μηναῖο Δεκεμβρίου ΚΒ´· «Κανὼν προεόρτιος, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Τῇ μακρᾷ πέμπτῃ μακρὸν ὕμνον ἐξᾴδω».

β. – Στὸ Μηναῖο Ἰανουαρίου Δ´: «Ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις, ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·Τῇ μακρα πέμπτη μακρὸν ὕμνον ἐξᾴδω».

Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις οἱ εἱρμοὶ καὶ τὰ τροπάρια προσαρμόζονται στὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων ἀντίστοιχα631. Παρέχω ἐδῶ δείγματα τῆς διασκευῆς καὶ προσαρμογῆς:

Ὠδὴ γ´. Εἱρμὸς

Κοσμᾶς (Κανόνας Μ. Πέμπτῆς):

Κύριος ὢν πάντων καὶ κτίστῆς Θεὸς

τὸ κτιστὸν ὁ ἀπαθὴς

πτωχεύσας σεαυτῷ ἥνωσας·

καὶ τὸ πάσχα οἷς ἔμελλες θανεῖν

αὐτὸς ὢν σεαυτὸν προετίθης,

φάγετε, βοῶν, τὸ σῶμα μου

καὶ πίστει στερεωθήσεσθε.

Ἀνώνυμος (Κανόνας προεόρτιος Χριστουγέννων):

Κύριος ὢν πάντων καὶ κτίστῆς Θεὸς

τὸ κτιστὸν ὁ ἁπαθὴς

πτωχεύσας ἑαυτῷ ἥνωσε·

καὶ ὡς βρέφος φερόμενος σαρκί

ἐν φάτνῃ πενιχρᾷ προσκυνεῖται,

φάγετε, βοῶν, τὸ σῶμα μου

καὶ πίστει στερεωθήσεσθε.

Ανώνυμος (Κανόνας προεόρτιος τῶν Φώτων):

Κύριος ὢν πάντων καὶ κτίστῆς Θεὸς

τὸ κτιστὸν ὁ ἀπαθὴς

πτωχεύσας σεαυτῷ ἥνωσας·

καὶ τοῖς ῥείθροις οἷς ἔμελλες ἐλθεῖν

αὐτὸς ὢν τοῖς λαοῖς προσεφώνεις·

Ὕδωρ τῆς ζωῆς ἀντλήσατε

καὶ πίστει στερεωθήσεσθε.

δ. πεντηκοςταριου

33. – Κανόνας στὴν Πεντηκοστὴ

Ἀκροστιχίδα· «Πεντηκοστὴν ἑορτάζωμεν».

Ἦχος βαρύς. Πόντῳ ἐκάλυψε.

Ἀρχ. (ωδὴ α´)· Ἔργῳ ὡς πάλαι τοῖς μαθηταῖς.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Πεντηκοστάριο «Τῇ Κυριακῇ Πεντηκοστῆς, Εἰς τὸν Ὄρθρον». PG 98, 489–492. Τρεμπέλα, Ἐκλογή, σσ. 189–191. Ὁ εἱρμὸς τῆς θ´ ὠδῆς «Μὴ τῆς φθορᾶς διαπείρᾳ κυοφορήσασα» μὲ ἰταλικὴ μετάφραση στὴ μελέτη τοῦ L. Tardo, «Canti bizantini inediti interpretati suile nolazioni paleografiche», V Congresso Internazionale di Studi Byzantini, Roma 20–27 Settembre 1936 – XIV, σ. 7 (ἀρ. 10). Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 201–204.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Βλ. Stevenson, Comment., XXV.

β. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

γ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 526–552.

δ. Ἑρμηνεία ἀνώνυμη καὶ ἀνέκδοτη στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 178r. H. Stevenson, 202.

ε. Ἀλλη ἀνώνυμη καὶ ἀνέκδοτη ἑρμηνεία στὸν ὑπ’ ἀρ. 856 (102) (ἔτους 1606) κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος. Βλ. Ἰω. Σακελλίωνος, Κατάλογος, σ. 154.

ς. Ἄλλη ἑρμηνεία στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ. Βλ. Σπ. Λάμπρο, ΝΕ 12, 1915, σ. 233, φ. 68α.

ζ. Ἑρμηνεία σὲ γλώσσα ἁπλὴ νεοελληνικὴ στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος. Βλ. Σπ. Λάμπρου, Κατάλογος, Β´, σ. 409.

Παρατηρήσεις

Ὁ κανόνας τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ὁ μόνος κανόνας τοῦ Κοσμᾶ ποὺ δὲν ἔχει ἔμμετρη ἀκροστιχίδα. Ὡς ἀκροστιχίδα χρησιμοποιεῖ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ σχετικοῦ λόγου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου· «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν...» (PG 36, 436)632.

3. ΤΡΙΩΔΙΑ ΔΙΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΩΔΙΑ

I. Τετραώδιο στὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.

Ἦχος πλ. δ´. Τὸν Ἰωνᾶν ἐν τῷ κήτει.

Ἀρχ. (ὠδὴ ς´)’ Ἀγάπη σε εἰς Βηθανίαν, Κύριε.

Τὸ τετραώδιο στὸ ἔντυπο Τριώδιο εὐθὺς μετὰ τὴν ε´ ὠδὴ τοῦ κανόνα, μὲ τὴν ἔνδειξη· «Ἐντεῦθεν ἀρχόμεθα τῶν τετραῳδίων... Τετραῴδιον, ποίημα τοῦ αὐτοῦ Κοσμᾶ». Βλ. καὶ PG 98, 517–520.

Τὸ τετραώδιο τοῦτο ἔχει τὶς ὠδὲς ς´–θ´ καὶ μελίζεται στοὺς ἀκόλουθους εἱρμούς:

Ὠδὴ ς´ Τὸν Ἰωνᾶν ἐν τῷ κήτει, Κύριε.

Ὠδὴ ζ´ Παῖδες Ἑβραίων ἐν καμίνῳ.

Ὠδὴ η´ Μουσικῶν ὀργάνων συμφωνούντων.

Ὠδὴ θ´ Τὴν ἁγνήν ἐνδόξως τιμήσωμεν.

Ἀπό τοὺς εἱρμοὺς αὐτοὺς οἱ ζ´, η´ εἶναι τοῦ Δαμασκηνοῦ633 καὶ οἱ ς´, θ´ τοῦ Ἠλία πτρχ. Ἱεροσολύμων634.

Στὸ τετραώδιο τοῦτο ὁ Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ τὴ γνώριμη τεχνική: δύο τροπάρια σὲ κάθε ὠδὴ ἐκτὸς τοῦ (ξένου) εἱρμοῦ καὶ ἀνακλώμενο στὶς ζ´, η´ καὶ θ´ ὠδές.

2. Τριώδιο στὴ Μ. Λεύτερα

Ἀκροστιχίδα’ Τῇ Δευτέρᾳ.

Ἦχος β´. Τῷ τὴν ἄβατον.

Ἀρχ. (ὠδὴ α´)· Ἡ ἀπόρρητος Λόγου Θεοῦ κατάβασις.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Τριώδιο. ΑΙΣ, Β´, σ. 35–36. Christ – Paranikas, Anthol., 187–188. PG 98, 472–473.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Βλ. Stevenson, Comment. σ. XXV.

β. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

γ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 288–300.

δ. «Παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ε. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν Cod. Vatie. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 89r. H. Stevenson, σ. 202.

ς. Ἀνώνυμη ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18 αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 44α. Βλ. Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ζ. Ἄλλη ἀνῶνυμη στὴν ἁπλὴ νεοελληνικὴ στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος, φ. 134α. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος, Β´, σ. 409.

Παρατηρήσεις

Ἂν προστεθοῦν οἱ ἀκροστιχίδες τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Δευτέρας τοῦ διωδίου τῆς Μ. Τρίτης καὶ τοῦ τριωδίου τῆς Μ. Τετάρτης σχηματίζεται μιὰ ἔμμετρη ἰαμβικὴ ἀκροστιχίδα:

Τῇ Δευτέρᾳ, Τρίτῃ τε Τετράδι ψαλῶ.

Τοῦτο παρατήρησε πρῶτος ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος στὴν ἑρμηνεία τοῦ· «Εἷς μὲν ὑπέστρωται ἴαμβος»635.

Διασκευὴ τοῦ παρόντος τριωδίου σὲ λειτουργικὴ χρήση, μὲ τὸ ὄνομα Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ, ὑπάρχει στὸ Μηναῖο Δεκεμβρίου 20 (προεόρτιο τῶν Χριστουγέννων) «Ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις»636. Ἀνάλογη διασκευὴ στὰ προεόρτια τῶν Φώτων ὑπάρχει καὶ στὸ Μηναῖο Ἰανουάριου 2, ἐπίσης «Ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις», ἴσως ποίημα τοῦ ἴδιου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ637.

3. Λιώδιο στὴ Μ. Τρίτη

Ἀκροστιχίδα· Τρίτῃ τε.

Ἦχος β´. Τῷ δόγματι τῷ τυραννικῷ.

Ἀρχ. (ὠδὴ η´)· Ῥᾳθυμίαν ἄπωθεν ἡμῶν βαλλώμεθα.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Τριώδιο. PG 98, 473. Christ – Paranikas, Anthologia, 188.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Stevenson, Comment., σ. XXV.

β. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

γ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 301–309.

δ. «Παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» ἀνέκδοτη στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) τῆς Μονῆς Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος, Α´, σ. 236.

ε. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν Cod. Vatie. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 95r. H. Stevenson, σ. 202.

ς. Στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.), φ. 45β τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ. Βλ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ζ. Στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.) τῆς Μ. Παντελεήμονος, φ. 137α. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος, Β´, σ. 409.

Παρατηρήσεις

Τὸ διώδιο ἔχει τὴν η´ καὶ τὴν θ´ ὠδή. Διασκευή του βλ. στὸ ἔντυπο Μηναῖο Δεκεμβρίου ΚΑ´ «ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις» (προείρτια Χριστουγέννων) καὶ Ἰανουαρίου Β´, ὁμοίως «ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις» (προεόρτια τῶν Φώτων). Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις διασκευῶν τὸ διοιδιο φέρεται ἀνωνύμως, πιθανότατα ὅμως εἶναι ἔργο τοῦ ἴδιου διασκευαστῆ, δηλ. τοῦ Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ.

4. Τριώδιο στὴ Μ. Τετάρτη

Ἀκροστιχίδα· Τετράδι ψαλῶ.

Ἦχος β´. Τῆς πίστεως ἐν πέτρᾳ μὲ στερεώσας.

Ἀρχ. (ὠδὴ γ´)· Ἐν κενοῖς τὸ συνέδριον τῶν ἀνόμων.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Τριώδιο. PG 98, 473–476. Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 189–190. ΑΙΣ Β´, 1894, σ. 69.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Βλ. Stevenson, Comment., σ. XXV.

β. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

γ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 316–324.

δ. «Παρά ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ε. Ἀνώνυμη στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 98r. Βλ. H. Stevenson, σ. 202.

ς. Ἀνώνυμη ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 46β. Βλ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ζ. Ἐπίσης στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος, φ. 140. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Β´, σ. 409.

Παρατηρήσεις

Τὸ τριώδιο ἔχει τὶς ὠδὲς γ´, η´, θ´. Ἡ τεχνικὴ ἐπεξεργασία εἶναι ἀψογη, τόσο μάλιστα ὥστε στὴν γ´ ὠδὴ νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη ἰσοσυλλαβία καὶ σχεδὸν ἀπόλυτη ὁμοτονία, ἕνα σχηματισμὸ τονίκοῦ ἰαμβικοῦ δωδεκασύλλαβου638.

Κατὰ τὰ γνωστά, διασκευὲς τοῦ τριωδίου ἔχουμε σὲ λειτουργικὴ χρήση στὸ Μηναῖο Δεκεμβρίου ΚΓ´ «ἐν τοῖς ἀποδείπνοις» (προεόρτια τῶν Χριστουγέννων) καὶ Ἰανουάριου Γ´, «ἐν τοῖς ἐποδείπνοις» (προεόρτια τῶν Φώτων).

5. Τριώδιο στὴ Μ. Παρασκευὴ

Ἀκροστιχίδα· Προσάββατόν τε.

Ἦχος πλ. β´. Πρὸς σὲ ὀρθρίζω.

Ἄρχ. (ὠδὴ ε´)· Ῥυφθέντες πόδας καὶ προκαθαρθέντες.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Τριώδιο. PG 98, 484–485. Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 194–196. Τρεμπέλα, Ἐκλογὴ, σ. 192.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. Βλ. Stevenson, Comment., σ. XXV.

β. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

γ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σσ. 356–371.

δ. «Παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως» στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 236.

ε. Ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 355 (XIV s.), f. 121r. H. Stevenson, σ. 202.

ς. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, φ. 52α. Βλ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ζ. Ἑρμηνεία στὴν ἁπλὴ νεοελληνικὴ στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος, φ. 157α. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Β´ σ. 409.

η. Ἰδιαίτερη ἑρμηνεία μόνο στὸν εἱρμὸ τῆς θ´ ὠδῆς «Τὴν τιμιωτέραν» ἔγραψε ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αἰ.). Σώζεται στὸν ὑπ’ ἀρ. 118 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντοκράτορος. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 104. Καὶ H.G. Beck, KTL, σ. 705.

θ. Ἰδιαίτερη ἐπίσης ἑρμηνεία στὸν ἴδιο εἱρμὸ ἔγραψε καὶ ὁ Γρηγόριος Κορίνθου. Σώζεται στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 423 (409) (XV. ς)´, f. 8. H. Stevenson, σ. 274.

Παρατηρήσεις

Τὸν εἱρμὸ τῆς θ´ ὠδῆς «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ...» ἔγραψε ὁ Κοσμᾶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ὕμνο στὴν Θεοτόκο τοῦ Ἐφραίμ· «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἀσυγκρίτως πασῶν τῶν οὐρανίων στρατιῶν... »639. Ὁ εἱρμὸς αὐτὸς καθιερώθηκε ἀργότερα ὡς μόνιμο στοιχεῖο τῶν ἀκολουθιῶν640.

6. Τετραώδιο στὸ Μ. Σάββατο

Ἀκροστιχίδα· Σάββατον μέλπω μέγα.

Ἦχος πλ. β´. Συνεσχέθη, ἀλλ’ οὐ κατεσχέθη.

Ἀρχ. (ὠδὴ ς´)· Ἀνηρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης.

Ἐκδόσεις

Ἔντυπο Τριώδιο. PG 98, 485–488. Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 196–201. ΑΙΣ В, 1894, σσ. 169–173. Τρεμπέλας, Ἐκλογή, σσ. 192–193. Ἁγιορειτικὴ βιβλιοθήκη, 2, 1938, 312–314.

Ἑρμηνεῖες

α. Θεοδώρου Προδρόμου. PG 133, 1235–1238. Βλ. καὶ Stevenson, Comment, σ. XXV.

β. Γρηγορίου Κορίνθου. Βλ. Ἀθ. Κομίνη, ὅ.π., σ. 250.

γ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρτοδρόμιον, σσ. 372–416.

δ. «Παρά τινος ἁγιωτάτου ἀρχιερέως», ἀνέκδοτη στὸν ὑπ’ ἀρ. 16 (ἔτους 1305) κώδικα τῆς Μ. Δοχειαρίου. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος Α´, σ. 286.

ε. Ἑρμηνεία ἀνώνυμη στὸν Cod. Vatic. Palat. gr. 355 (XIV s.). Βλ. H. Stevenson, σ. 202.

ς. Ἄλλη ἀνώνυμη ἑρμηνεία στὸν ὑπ’ ἀρ. 33 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξίου Κολυβᾶ, Βλ. Λάμπρου, ΝΕ 12, 1915, σ. 233.

ζ. Ἀνώνυμη ἐπίσης ἑρμηνεία στὸν ὑπ’ ἀρ. 1117 (18ος αἰ.) κώδικα τῆς τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης. Βλ. Ἰ. Σακελλίωνος, Κατάλογος, σ. 201.

η. Ἑρμηνεία στὴν ἁπλὴ νεοελληνικὴ στὸν ὑπ’ ἀρ. 643 (19ος αἰ.) κώδικα τῆς Μ. Παντελεήμονος. Βλ. Λάμπρου, Κατάλογος B´, σ. 409.

Παρατηρήσεις

Τὸ τετραώδιο τοῦ Μ. Σαββάτου συνάπτεται ὀργανικὰ μὲ τὸ προηγούμενο τριώδιο τῆς Μ. Παρασκευῆς, τοῦ ὁποίου καὶ εἶναι φυσικὴ συνέχεια. Τοῦτο μαρτυροῦν καὶ οἱ ἀκροστιχίδες, ποὺ ἀπαρτίζουν ἕνα κανονικὸ ἰαμβικὸ τρίμετρο:

Προσάββατόν τε Σάββατον μέλπω μέγα.

Τοῦτο εἶχε ἤδη παρατηρήσει ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος, ποὺ γράφει τὰ ἑξῆς σχετικά· «Ἀλλὰ ἤδη καὶ τὴν ἀκροστιχίδα τοῦ κανόνος ἐπισκεψώμεθα, διπλῆν τινα καὶ ταύτην οὖσαν καὶ οὕτως εἰπεῖν ἢ δικόρυφον, ὡς ὁ Παρνασσός, ἢ διθύραμβον, ὡς οἱ Διονύσου ὕμνοι, ἢ ὡς τὰ ἔν τε χέρσῳ καὶ θαλάσσῃ ζῶντκ τῶν ζώων ἀμφίβια. Ἔστ’ ἂν μὲν γὰρ τετραῴδιον ἔμενε τὰ ἐπὶ τῷ μεγάλῳ Σαββάτῳ μέλη, μέρος ἰάμβου ἦν ἡ ἀκροστιχὶς ἐκείνου, λέγω ἰάμβου τοῦ· ‛Προσάββατόν τε Σάββατον μέλπω μέγα.’ Οὗ ἰάμβου τὸ ἥμισυ μὲν προείληφεν ἡ μεγάλη Παρασκευὴ τὸ, ‛Προσάββατόν τε’, τὸ δὲ λοιπὸν ἥμισυ, τό. ‛Σάββατονμέλπω μέγα’, ἐνταῦθα παρελήφθη»641. Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνει ἀργότερα καὶ ὁ Λέων Ἀλλάτιος. «... τῆς δὲ ἕκτης ἡ ἀκροστιχὶς καὶ τῶν ἑξῆς ᾠδῶν, αἵτινές εἰσι Κοσμᾶ μοναχοῦ τετραῴδιον, συνέζευκται τῇ τοῦ τριῳδίου τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης παρασκευῆς, ἥτις ἐστὶ διὰ στίχου ἰαμβικοῦ, προσάββατόν τε σάββατον μέλπω μέγα»642.

Τὸ τετραώδιο τοῦ Κοσμᾶ ἔχει τὶς ὠδὲς ς´–θ´. Στὴ λειτουργικὴ χρήση προστέθηκε στὴν ἀρχὴ ἄλλο τετραώδιο, ποὺ φέρεται ὡς ποίημα Μάρκου ἐπισκόπου Ὑδροῦντος (ἀρχὲς 10ου αἰ.), μὲ τὸν γνωστὸ εἱρμὸ «Κύματι θαλάσσης... ». Στὸ ἔντυπο Μηναῖο ὁ εἱρμὸς ἀποδίδεται στὴν Κασία, καὶ τοῦτο ἐπαναλαμβάνεται σὲ ὅλα τὰ γραμματολογικὰ σημειώματα. Ὅτι οἱ εἱρμοὶ δὲν εἶναι ποίημα τῆς Κασίας, ἀλλὰ πιθανότατα τοῦ Κοσμᾶ, ἔχουμε ἤδη ἀποδείξει643. Ἔχουμε τὴν πληροφορία ὅτι ἡ προσθήκη τοῦ τετραωδίου τοῦ Μάρκου ἐπισκόπου Ὑδροῦντος στὸ τετραώδιο τοῦ Κοσμᾶ, ὥστε νὰ ἀπαρτισθεῖ πλήρης κανόνας, ἔγινε κατὰ παράκληση τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Σοφοῦ· «Ὥσπερ δὴ καὶ ὁ θεῖος Κοσμᾶς ἐν τῷ μεγάλῳ σαββάτῳ τέθεικε τετραῴδιον ἐκεῖσε πεποιηκώς, κἂν ἐν ὕστερον ὁ σοφώτατος βασιλεὺς Λέων κελεύσας εἰς τέλειον κανόνα διὰ τοῦ ἐπισκόπου Ὑδροῦντος τοῦ μοναχοῦ Μάρκου εἰργάσατο»644. Τὸ πρῶτο αὐτὸ τετραώδιο, ποὺ ἔχει ἀκροστιχίδα, χωρὶς τοὺς εἱρμοὺς «Καὶ σήμερον δέ» συνάπτεται τέλεια μὲ τὸ τετραώδιο τοῦ Κοσμᾶ καὶ ἡ ἀκροστιχίδα συμπληρώνεται πάλι σὲ ἴαμβο:

Καὶ σήμερον δὲ Σάββατον μέλπω μέγα.

Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος· «Ἐπεὶ δὲ ἐδέησεν ἐκταθῆναι τὸ μέλος καὶ τὸ τετραῴδιον γενέσθαι κανόνα ὁλόκληρον, ἀναλόγως συμπληροῦται καὶ ἡ ἀκροστιχίς, καὶ ἀντὶ μέρους ἰάμβου ὅλος ἴαμβος γίνεται. Ὧδε πη ἔχει· Καὶ σήμερον δὲ Σάββατον μέλπω μέγα»645.

Στὰ χφφ. καὶ τὰ ἔντυπα λειτουργικὰ βιβλία τὰ δύο τετραώδια ἀπαντῶνται μαζὶ ὡς κανόνας τοῦ Μ. Σαββάτου. Αὐτὸς ὅμως ὁ συμφυρμὸς καὶ ἡ ταυτόχρονη ἀναφορὰ τριῶν ὑμνογράφων (Κασίας, Μάρκου, Κοσμᾶ) ἔχει δημιουργήσει πολλὲς συγχύσεις. Στὴν Ἀνθολογία τῶν Christ – Paranikas ἐκδίδεται «Κανὼν εἰς τὸ μέγα Σάββατον». Καὶ πρέπει νὰ ἀναγνώσει κανεὶς τὶς ἐπεξηγηματικὲς σημειώσεις γιὰ νὰ διαχωρίσει τὰ τετραώδια. Ἀπὸ αὐτὸ πλανήθηκε, φαίνεται, ὁ Κ. Τρυπάνης, καὶ περιέλαβε στὴν Ἀνθολογία του ὡς ποίημα τοῦ Κοσμᾶ τὶς ὠδὲς α´ καὶ γ´, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια τοῦ Κοσμᾶ, ἀλλὰ τοῦ Μάρκου Ὑδροῦντος646.

Ἀπὸ ἄποψη καθαρὰ ποιητικὴ τὸ τετραώδιο τοῦ Μ. Σαββάτου θεωρεῖται ἔργο τέλειο. Ὁ A. Chappet παρατηρεῖ· «ἡ φράσις εἶναι μεγαλοπρεπεστέρα, ἡ γενικὴ ροὴ βαρυτέρα, τὸ ὕφος περισσότερον ἐπεξειργασμένον ἢ εἰς ἄλλους κανόνας τοῦ μελωδοῦ. Ἀπαντῶνται ἐν αὐτῷ ἀντιθέσεις λέξεων θαυμάσιαι, εἰς δὲ τὴν ς´ ᾠδὴν αί δύο πρῶται λέξεις ἑκάστου τροπαρίου ὁμοιοκατάληκτοῦσι κατὰ λίαν ἐμφανῆ τρόπον»647. Τὸ τετραώδιο ἔχει ἀληθινὰ ἕνα τραγικὸ μεγαλεῖο, καθὼς εἶναι ὕμνος ἐπιτάφιος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ποιητὴς αἴρεται στὸ ὕψος τῆς ἐπισημότητας τοῦ θέματος. Ὅπως πολὺ σωστὰ παρατηρεῖ ὁ Θ. Ξύδης «ἡ λεπτότητα εἶναι ἁρμονικὰ διαταγμένη μὲ τὴν ποικιλία καὶ τὸ ποιητικὸ αἴσθημα συμβαδίζει πρὸς τὴ θεολογία»648. Ἤδη μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ποιητικὲς ἀρετὲς τοῦ τετραωδίου τοῦ Μ. Σαββάτου649. Τὸ μέγα κατόρθωμα τοῦ ὑμνογράφου εἶναι, νομίζω, ἡ ἀπόλυτη ἰσορροπία τῆς ἄφατης λύπης γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνεκλάλητης χαρᾶς, γιατὶ μὲ τὴν ἑκούσια θυσία συντελέστηκε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἔτσι ὁ ὕμνος, μολονότι ἐπιτάφιος, διαπνέεται ἀπὸ ἕνα τόνο ἐνθουσιασμοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸ τελευταῖο τροπάριο. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ στὸ τροπάριο τοῦτο, ποὺ εἶναι καὶ τὸ προανάκρουσμα τοῦ ἀναστάσιμου θριάμβου:

Ἀγαλλιάσθω ἡ κτίσις, εὐφραινέσθωσαν πάντες

οἱ γηγενεῖς· ὁ γὰρ ἐχθρὸς / ἐσκύλευται ᾅδης·

μετὰ μύρων γυναῖκες προσυπαντάτωσαν·

τὸν Ἀδὰμ σὺν τῇ Εὔᾳ λυτροῦμαι παγγενῆ

καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστὴσομαι.

4. ἸΔΙΟΜΕΛΑ

Ἐνῶ στοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ ἔχουμε ἀρκετὰ στοιχεῖα, ποὺ μᾶς βοηθοῦν στὸν ἔλεγχο τῆς πατρότητας, δὲ συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὰ πολυάριθμα ἰδιόμελα. Ἐδῶ οὔτε οἱ πηγὲς βοηθοῦν οὔτε τὸ ὕφος εἶναι πάντοτε ἀσφαλὴς προσδιοριστικὸς δείκτῆς. Θὰ περιοριστοῦμε ἀναγκαστικὰ στὶς ὄχι πάντοτε ἀσφαλεῖς) ἐνδείξεις τῶν χφφ. καὶ μάλιστα τῶν ἀρχαίων στιχηραρίων καὶ μηναίων. Ἐνδιαφέρει νὰ γνωρίζουμε τουλάχιστο τί ἀποδίδεται στὸν Κοσμᾶ ἀπὸ τὸν 10° καὶ 11° αἰ.

Μὲ βάση τὶς ἐνδείξεις ἁγιορειτικῶν καὶ παρισινῶν χφφ. ὁ Εὐστρατιάδης συνέταξε πίνακα 64 ἰδιομέλων τοῦ Κοσμᾶ, ὅπου περιέλαβε καὶ πολλὰ ἀμφισβητούμενα650. Ὁ Εὐστρατιάδης δὲν ἐρεύνησε τὰ ἔντυπα λειτουργικὰ βιβλία καὶ δὲν ἀνέτρεξε στὴ σχετικὴ βιβλιογραφία. Ἔτσι ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸν πίνακά του ἰδιόμελα, ποὺ ἀποδίδονται στὰ λειτουργικὰ βιβλία στὸν Κοσμᾶ καὶ περιλαμβάνονται σὲ πἴνακες προηγούμενων γραμματολόγων, τοῦ A. Chappet651 καὶ τοῦ C. Emereau652.

Πληρέστερη ἔρευνα σὲ ἔντυπα καὶ χφφ. μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνασυντάξουμε τὸν πίνακα τῶν ἰδιομέλων τοῦ Κοσμᾶ. Μὲ ἀστερίσκο σημειώνουμε τὰ ἀμφισβητούμενα καὶ πιθανῶς νόθα (ὅσα δὲν ἔχουν τὴν ὁμόφωνη μαρτυρία τῆς παραδόσεως).

Α. ΜΗΝΑΙΩΝ

Δεκεμβρίου 25. Εἰς τὴν Λιτήν. Ἦχος α´.

*1. Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ ἐν Βηθλεὲμ ἀκούω...

(Ὁ Εὐστρατιάδης, Κοσμᾶς, σ. 489, ἀρ. 1, τὸ προσγράφει στὸν Κοσμᾶ, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Λαυριωτικοῦ Γ 74 (ια´ αἰ.), φ. 23β. Στὰ ἔντυπα φέρεται ποίημα Δαμασκηνοῦ).

2. Τὸν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ρεύσαντα...

(Στὰ ἔντυπα ἀνωνύμως. Κατὰ τὸν Λαυριωτικὸ κώδικα Γ 74, φ. 23β, ποίημα Κοσμᾶ. Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 490).

Ἰανουάριου 6. Εἰς τὴν Λιτήν Ἡχος δ´.

3. Ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον...

4. Σὲ τὸν ἐν πνεύματι καὶ πυρὶ καθαίροντα...

5. Δεύτε μιμησώμεθα τὰς φρονίμους παρθένους...

6. Βαπτίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἄνεισιν ἐκ τοῦ ὕδατος...

7. Ἔτρεμεν ἡ χεὶρ τοῦ Βαπτιστοῦ...

(Στὰ ἔντυπα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ. Βλ. καὶ PG 98, 520–521. DACL III2, 2993. Emereau, EO 22, 1923, σ. 21. Βλ. ἐπίσης Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 490–491, ἀρ. 2–7, ὅπου καὶ οἱ σχετικοὶ κώδικες).

Ἰανουάριου 6. Εἰς τοὺς αἴνους, ἦχος α´.

*8. Τὸ ἀληθινὸν φῶς ἐπεφάνη...

(Στὰ ἔντυπα Ἀνδρέου Κρήτης ἢ Γερμανοῦ πατριάρχου. Στὸν Κοσμᾶ ἀναγράφει τὸ ἰδιόμελο ὁ Λαυριωτικὸς Γ 74, ἐνῶ οἱ Λαυριωτικὸς Γ 86, φ. 95 καὶ Βατοπεδινὸς 1499, φ. 118 τὸ ἀποδίδουν στὸν πτρχ. Γερμανό. Βλ. καὶ Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 491).

*9. Σὺ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτισθείς, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν...

(Στὰ ἔντυπα ἀνωνύμως. Στὸν Κοσμᾶ ἀναγράφει τὸ ἰδιόμελο ὁ Λαυριωτικὸς Γ 74. Ὁ Λαυριωτικὸς Γ 86, φ. 95α καὶ ὁ Paris. gr. 13, f. 212ν, τὸ θεωροῦν ποίημα Γερμανοῦ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 492, ἀρ. 11).

Ἦχος δ´.

10. Ἀπελήλαται μὲν ἡ πλάνη...

11. Σῶσαι, Χριστέ, κόσμον παρεγένου...

(Ἄγνωστα στὰ ἔντυπα. Ἐξέδωσε ὁ Εὐστρατιάδης, Κοσμᾶς, σσ. 491–492, μὲ βάση τὸν Λαυριωτικὸ Γ 74, φ. 38α).

Ἰανουαρίου 27 (Ἀνακομιδὴ λειψάνων Ἰω. Χρυσοστόμου).

Δοξαστικὸν ἑσπερινοῦ. Ἡχος δ´.

12. Οὐκ ἔδει σε, Χρυσόστομε, τὴν βασιλίδα καταλείψαντα...

(Ἔντυπο Μηναῖο. DACL III2.., 2993).

Φεβρουάριου 2. Τῆς Ὑπαπαντῆς.

Ἑσπέρια στιχηρὰ ἰδιόμελα. Ἦχος βαρύς.

13. Κατακόσμησον τὸν νυμφῶνά σου, Σιών...

14. Τὸν ἐκλάμψαντα πρὸ αἰώνων ἐκ Πατρός...

15. Τὸν ὀχούμενον ἐν ἅρμασι Χερουβίμ...

16. Φῶς εἰς ἀποχάλυψιν ἐθνῶν...

17. Τὸν μονογενῆ ἐξ ἀναρχου Πατρός...

(Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 492–493, ἀρ. 12–16, ὅπου καὶ ἐνδείξεις χφφ. Τὰ ὑπ’ ἀρ. 13–15 φέρονται ὡς ποίημα Κοσμᾶ καὶ στὸ Μηναῖο ἔκδ. Βενετίας (1794). Βλ. ἐπίσης DACL IIΙ2, 2993 καὶ PG 98, 521. Τὸ ὑπ’ ἀρ. 17 ἐξέδωσε ὁ Εὐστρατιάδης, ὅ.π., ἀρ. 16. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ ὑπ’ ἀρ. 13 ἔχει μεταφραστεῖ καὶ στὴ λατινικὴ καὶ εἶναι σήμερα σὲ χρήση λειτουργικὴ στὴ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ψάλλεται κατὰ τὴ λιτανεία ποὺ γίνεται μετὰ τὴν εὐλογία καὶ τὴ διανομὴ τῶν κεριῶν. Παραθέτω ἐδῶ τὸ ἐλληνικὸ κείμενο καὶ τὴ λατινική του μετάφραση, ποὺ ἔγινε «mutatis passim aliquet vocibus», κατὰ τὸν C. Emereau, EO 22, 1923, σ. 21. Βλ. καὶ Τρεμπέλα, Ἐκλογή, σ. 194, ὅπου ἡ μετάφραση:

Ἦχος βαρὺς


Κατακόσμησον τὸν νυμφῶνα σου, Σιών, / καὶ ὑπόδεξαι τὸν βασιλέα Χριστόν· / ἄσπασαι τὴν Μαριάμ,/ τὴν ἐπουράνιον πύλην· /αὕτη γὰρ θρόνος / χερουβικὸς ἀνεδείχθη,/αὕτη βαστάζει / τὸν βασιλέα τῆς δόξης· / νεφέλη φωτὸς ὑπάρχει ἡ Παρθένος / φέρουσα ἐν σαρκὶ / Υἱὸν πρὸ Ἐωσφόρου· / ὃν λαβὼν Συμεὼν ἐν ἀγκάλαις αὐτοῦ / ἐκήρυξε λαοῖς / δεσπότην αὐτὸν εἶναι / ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου / καὶ σωτῆρα τοῦ κόσμου. Adorna thalamum tuum, Sion, / et suscipe regem Christum; / amplectere Mariam / quae est coelestis porta; ipsa enim portat / regem gloriae / novi luminis / Substitit Virgo/ adducens manibus/ filium ante luciferum genitum / quem acciperis Simeon in ulnas suas / praedicavit populis / dominum eum esse / vitae et mortis / et Salvatorem mundi.

Μάρτιου 25. Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

Εἰς τὴν Λιτήν, ἦχος β´.

*18. Εὐαγγελίζεται ὁ Γαβριὴλ τῇ κεχαριτωμένῃ...

(Ἔντυπο Μηναῖο. DACL III2, 2993. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 494, ἀρ. 17, ὅπου καὶ οἱ κώδικες. Ὁ Βατοπεδινὸς 1499, φ. 157 τὸ ἀποδίδει στὸν ὑμνογράφο Θεοφάνη καὶ ὁ Λαυρίωηκὸς Δ 68 στὸν Ἀνατόλιο).

Εἰς τὸν στίχον, ἦχος δ´.

19. Τῷ ἕκτῳ μηνὶ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος...

20. Γλῶσσαν ἣν οὐκ ἔγνω ἤκουσεν ἡ Θεοτόκος...

21. Ἰδοὺ ἡ ἀνάκλησις νῦν ἐπέφανεν ἡμῖν...

(Στὰ ἔντυπα ἀνωνύμως. Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 494, ἀρ. 18–20, ὅπου καὶ ἐνδείξεις κωδίκων).

Ἰουνίον 11. Βαρθολομαίον καὶ Βαρνάβα.

Εἰς τὸν στίχον. Ἦχος πλ. δ´.

22. Ἣν διήλθετε κτίσιν φωτίσαντες...

(Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 495, ἀρ. 21. DACL III2, 2993). Ἰουνίου 29. Πέτρου καὶ Παύλου.

Εἰς τοὺς αἴνους, δοξαστικόν. Ἦχος πλ. β´.

23. Ἡ πάνσεπτος τῶν ἀποστόλων ἐπεδήμησεν ἑορτή...

(Βλ. Μηναῖου Ἰουνίου, ἔκδ. Ρώμης, σ. 400. DACL III2, 2993. ΕΟ 22, 1923, σ. 22).

Ἰουλίου 2. Ἡ κατάθεσις τῆς τιμίας ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου.

Ἦχος β´

24. Ὡς στέφανον ὑπέρλαμπρον, πανάχραντε Θεοτόκε...

(Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 495, ἀρ. 22)

Αὐγούστου 1. Τῶν Μακκαβαίων.

Δοξαστικὸν ἀποστίχων ἑσπερινοῦ. Ἦχος πλ. δ´.

25. Ψυχαὶ δικαίων ἐν χειρὶ Κυρίου...

(DACL III2, 2993. Τρεμπέλα, Ἐκλογή, σ. 194. C. Emereau, ΕΟ 22, 1923, σ. 22).

Αὐγούστου 6. Τῆς Μεταμοργώσεως.

Εἰς τὸν ἑσπερινόν,ἦχος δ´.

26. Πρὸ τοῦ σταυροῦ σου, Κύριε, ὄρος οὐρανὸν ἐμιμεῖτο...

27. Πρὸ τοῦ σταυροῦ σου, Κύριε, παραλαβὼν τοὺς μαθητάς...

28. Εἰς ὄρος ὑψηλὸν μεταμορφωθεὶς ὁ Σωτήρ...

29. Ὄρος τὸ ποτὲ ζοφῶδες καὶ καπνῶδες...

(Στὰ ἔντυπα μὲ τὴν ἔνδειξη «Κοσμᾶ μοναχοῦ». Βλ. καὶ PG 98, 521. DACL III2, 2993. ΕΟ 22, 1923, σ. 22.

Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 495–496, ἀρ. 23–25 (ἀπουσιάζει τὸ τελευταῖο, ἀρ. 28. Τοῦτο σὲ διάφορα χφφ. φέρεται καὶ ὡς ποίημα Ἀνδρέου Κρήτης. Βλ. Ν.Β. Τωμαδάκη, Ὑμνογραφία – Πίησις, σ. 209).

Ἦχος πλ. β´.

30. Τοῦ ὑπερφυοῦς κάλλους τοῦ πρωτοπλάστου...

31. Τὸ πανσθενουργὸν καὶ θεῖου τῆς σῆς ἐγέρσεως...

32. Τὸ ἰσοκλεὲς καὶ ἄτμητου τοῦ Πνεύματος...

33. Τῷ φωτὶ Χριστοῦ ἐλλαμφθέντες...

34. Τὴν ἐναλλαγὴν πάντων τῶν ἐσομέυων...

(Ἐξέδωσε ὁ Εὐστρατιάδης, Κοσμᾶς, σ. 496, ἀρ. 26–30, ἀπὸ τὸν κώδ. Γ 74, φ. 98β τῆς Μ. Λαύρας).

Ἦχος πλ. δ´

*35. Τῆς θεότητός σου, Χριστέ, ἀμυδρὰν αὐγήν...

(Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 497, ἀρ. 31. Οἱ κώδικες Λαύρας Γ 74, φ. 98 καὶ Paris, gr. 1568, f. 44r προσγράφουν τὸ ἰδιόμελο στὸν Κοσμᾶ, ἐνῶ ὁ Λαυριωτικὸς Δ 68 στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό).

Ἦχος πλ. α´

*36. Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου...

*37. Νόμου καὶ προφητῶν σε, Χριστέ...

(Στὰ ἔντυπα ἀνωνύμως, Εἰς τὴν Λιτήν, Δόξα, καὶ νῦν. Ὁ Εὐστρατιάδης, ΝΣ ΚΖ´ 1932, σ. 333, τὰ προσγράφει στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ σύμφωνα μὲ τὶς ἐνδείξεις τῶν κωδίκων Βατοπεδίου 1493, 1499 καὶ Λαύρας Γ 86. Ἀλλὰ ὁ Γ 74 τῆς Λαύρας, φ. 98α , τὰ ἀποδίδει στὸν Κοσμᾶ).

Ἦχος πλ. δ´

*38. Πέτρῳ καὶ Ἰωάννῃ καὶ Ἰακώβῳ...

(Στὰ ἔντυπα ἀνωνύμως, ὡς δοξαστικὸν τῶν στίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ. Κατὰ τὸν Εὐστρατιάδη, ΝΣ ΚΖ´, 1932, σ. 334, ποίημα τοῦ Δαμασκηνοῦ. Στὸ Λαυριωτικὸ Γ 74, φ. 98α «ποίημα Κοσμᾶ μοναχοῦ».

В. ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Εἰς τοὺς αἴνους, ἦχος δ´.

39. Ὁ πλεῖστος ὄχλος, Κύριε, ἐστρώννυον...

40. Μέλλοντός σου εἰσιέναι εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν...

(Στὸ ἔντυπο Τριώδιο ἀνωνύμως. Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 497, ἀρ. 32–33, ὅπου καὶ ἐνδείξεις κωδίκων. Ὁ Βατοπεδινὸς 1499, φ. 271 τὰ προσγράφει στὸν Ἀνδρέα Κρήτης. Ὑπέρ τοῦ Κοσμᾶ συνηγορεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ δύο αὐτὰ ἰδιόμελα ἔχουν τὸ ἴδιο ἐφύμνιο).

Μ. Δευτέρα. Εἰς τοὺς αἴνους, ἦχος α´.

41. Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος... Δοξαστικόν. Ἦχος πλ. α´.

42. Κύριε, ἐρχόμενος πρὸς τὸ πάθος.

Εἰς τὸν στίχον. Ἦχος πλ. α´.

43. Κύριε, πρὸς τὸ μυστήριον τὸ ἀπόρρητον...

44. Κύριε, τὰ τελεώτατα φρονεῖν...

Ἦχος πλ. δ´

45. Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν ἀκαρπίαν...

Δοξαστικόν, ἦχος πλ. δ´.

46. Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν εὑρὼν ὁ δράκων...

(Στὸ ἔντυπο Τριώδιο ἀνωνύμως. Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 497–498, ἀρ. 34–39, ὅπου καὶ ἐνδείξεις τῶν κωδίκων. Τὰ ὑπ’ ἀρ. 41–44 ἐκδίδει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ καὶ ὁ Ἀθ. Παπαδοπούλας – Κεραμεύς, ΑΙΣ Β´, 1894, σσ. 64–65).

Μ. Τρίτη. Εἰς τοὺς αἴνους, ἧχος α´.

47. Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου...

Εἰς τὰ ἀπόστιχα. Ἦχος βαρύς.

48. Ἰδού σοι τὸ τάλαντον ὁ δεσπότῆς ἐμπιστεύει...

(Στὰ ἔντυπα ἀνωνύμως. Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 499)

Μ. Τετάρτη. Εἰς τοὺς αἴνους, ἦχος α´.

49. Σὲ τὸν τῆς Παρθένου υἱόν...

50. Τὸ πολυτίμητου μύρον...

51. Ὅτε ἡ ἀμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον...

52. Ὤ, τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος...

Δοξαστικόν. Ἦχος β´.

53. Ἡ ἁμαρτωλὸς ἔδραμε πρὸς τὸ μύρον...

(Εὑστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 499–500, ἀρ. 42–46).

Μ. Πέμπτη. Εἰς τοὺς αἴνους, ἦχος β´·

54. Συντρέχει λοιπὸν τὸ συνέδριου τῶν Ἰουδαίων...

Εἰς τὰ ἀπόστιχα. Ἦχος πλ. α´.

55. Μυσταγωγῶν σου, Κύριε, τοὺς μαθητάς...

(Στὰ ἔντυπα ἀνωνύμως. Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 500, ἀρ. 47–48).

Γ. ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων. Δοξαστικὸν ἑσπερινοῦ, ἦχος πλ. β´. 56. Αἱ Μυροφόροι γυναῖκες τὸν τάφον σου καταλαβοῆσαι...

(Στὸ ἔντυπο Πεντηκοστάριο ὡς ποίημα «Κοσμᾶ Μοναχοῦ». Βλ. καὶ Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 501, ἀρ. 49. DACL IIΙ2, 2993. Emereau, ΕΟ 22, 1923, σ. 22. Τρεμπέλα, Ἐκλογή, σ. 194).

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως. Εἰς τὴν Λιτήν. ἦχος δ´.

57. Ὅτε παραγέγονας ἐπὶ τὸ ὄρος...

58. Ὅτε ἀνελήφθης ἐν δόξῃ...

59. Τὴν καταβᾶσαυ φύσιυ τοῦ Ἀδάμ...

(Στὸ ἔντυπο Πεντηκοστάριο ἀνωνύμως. Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 501–502, ἀρ. 50–52, ὅπου καὶ ἐνδείξεις κωδίκων). Ἄλλα ἰδιόμελα τῆς Ἀναλήψεως. Ἦχος πλ. α´.

60. Κύριε, ἀναλαμβανομένου σου ὅθεν οὐκ ἐχωρίσθης...

61. Δεύτε τῶν πιστῶν τὸ σύστημα..

Ἦχος πλ. β´

62. Ὁ πρὸ τῶν αἰώνων Θεός...

Ἦχος πλ. δ´

63. Μύσται οἱ πάλαι τοῦ διδασκάλου ἀποχωροῦντος...

Ἦχος α´

64. Ἀνελθὼν ἐν τῷ σταυρῷ πάθος κατεδέξω...

(Τὰ ὑπ’ ἀρ. 60–64, ἀνύπαρκτα στὰ ἔντυπα, παραδίδει ὡς ποίημα «Κοσμᾶ μοναχοῦ» ὁ Λαυριωτικὸς Γ 12 (10 αἰ.)· Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 502–503, ἀρ. 53–57).

Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Εἰς τὴν Λιτήν, πλ. β´.

65. Ἀγνοοῦντα τὰ ἔθνη, Κύριε...

66. Κύριε, τοῦ παναγίου Πνεύματος ἡ ἐπιφοίτησις...

67. Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε...

Δοξαστικόν, ἦχος πλ. δ´.

68. Γλῶσσαι ποτὲ συνεχύθησαν διὰ τὴν τόλμαν τῆς πυργοποιΐας...

(Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σσ. 503–504, ἀρ. 61–64. Ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ συνηγορεῖ καὶ τὸ κοινὸ ἐφύμνιο τῶν δύο πρώτων ἰδιομέλων).

Εἰς τοὺς αἴνους. Ἦχος δ´.

69. Παράδοξα σήμερον εἶδον τὰ ἔθνη πάντα...

70. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἦν μὲν ἀεί...

71. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον φῶς καὶ ζωή...

(Βλ. Εὐστρατιάδου, Κοσμᾶς, σ. 503, ἀρ. 58–60, ὅπου καὶ ἐνδείξεις τῶν κωδίκων. Τὰ ἰδιόμελα αὐτὰ ἔχουν ληφθεῖ ἀπὸ τὸ λόγο Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στὴν Πεντηκοστὴ (PG 36, 436). Ὁ «φιλογρηγόριος» Κοσμᾶς μελοποίησε ἁπλῶς χαρακτηριστικὰ χωρία τοῦ λόγου τοῦ Γρηγορίου. Ἰδοὺ τὰ κείμενα παράλληλα:


«... Τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἦν μὲν ἀεὶ καὶ ἔστι καὶ ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον, ἀλλ’ ἀεὶ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συντεταγμένον καὶ συναριθμούμενον... ζωὴ καὶ ζωοποιοῦν, φῶς καὶ χορηγὸν φωτός, αὐτάγαθον καὶ πηγὴ ἀγαθότητος...» (Γρηγόριος, PG 36, 441) «Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον / ἦν μὲν ἀεὶ / καὶ ἔστι καὶ ἔσται / οὔτε ἀρξάμενον / οὔτε παυσόμενον, / ἀλλ’ ἀεὶ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συντεταγμένου / καὶ συναριθμούμενον· / ζωὴ καὶ ζωοποιοῦν, / φῶς καὶ φωτὸς χορηγόν· / αὐτάγαθον/ καὶ πηγὴ ἀγαθότητος...» (Κοσμᾶς, ἰδιόμελον ἀρ. 70).
«... Πνεῦμα εὐθές, ἡγεμονικόν, κύριον, ἀποστέλλον, ἀφορίζον, ὁδηγοῦν, ἐνεργοῦν ὡς βούλεται, διαιροῦν τὰ χαρίσματα...» (Γρηγόριος, PG 36, 441) «Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον... ἀγαθόν, εὐθές, / νοερόν, / ἡγεμονεῦον, / καθαῖρον τὰ πταίσματα, / Θεὸς καὶ θεοποιοῦν, / πῦρ ἐκ πυρὸς προϊόν, / λαλοῦν,/ ἐνεργοῦν, / διαιροῦν τὰ χαρίσματα...» (Κοσμᾶς, ἰδιόμελον ἀρ. 71)

Δ. ΟΚΤΩΗΧΟΥ

Στιχηρὰ ἑπερία. Ἦχος βαρύς.

72. Κἂν συνελήφθης, Χριστέ...

73. Δαυϊτικὴν προφητείαν ἐκπληρῶν...

74. Κατῆλθες ἐν τῷ ᾍδῃ, Χριστέ...

75 Ἐν τάφῳ κατετέθης, ὡς ὁ ὑπνῶν...

(Στὴν ἔντυπη Παρακλητικὴ ἀνωνύμως. Ὡς «ποίημα Κοσμᾶ» στὸν Cod. Crypt. Ε.α.Χ, f. 38r. Βλ. L. Tardo, L’Ottoeco nei mss. melurgici.., Grottaferrata MCMLV, σσ. XIX–XX. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 158).

Ε. ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ

Ἰδιόμελα τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου. Ἦχος πλ. β´.

76. Ὡς φοβερὰ ἡ κρίσις σου...

77. Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς...

78. Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς...

79. Τὴν ἀκαταίσχυντον, Θεοτόκε, ἐλπίδα σου...

80. Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν...

81. Πολλὰ τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν, Θεοτόκε, πταισμάτων...

82. Ὑπερένδοξε, ἀειπάρθενε, εὐλογημένη Θεοτόκε...

83. Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι...

(PG 98, 481. Βλ. καὶ Ὡρολόγιον, ἔκδ. Ρώμης 1876, σσ. 114, 118, 122. DACL III2, 2993. Βλ. ἐπίσης Τρεμπέλα, Ἐκλογὴ σσ. 194–195, ὅπου ἡ πατρότητα τῶν ὑπ’ ἀρ. 76 καὶ 79 ἀμφισβητεῖται).

5. ΣΤΙΧΗΡΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΑ

Μὲ τὴν ἀκροστιχίδα «Εἰς τὰ προεόρτια τῶν Φώτων Κοσμᾶ ᾠδή» σώζεται ἡ ἀκόλουθη σειρὰ στιχηρῶν προσομοίων:

Ἦχος πλ. β´. Αἱ Ἀγγελικαί.

1. Ἔρχεται Χριστός, ποταμὸς ὁ τῆς εἰρήνης...

2. Ἵνα πληρωθῇ τοῦ Πατρὸς ἡ εὐδοκία...

3. Σύνθρονο; Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι ὑπάρχων...

4. Τρυφὴ ζωτικὴ ἐκ χειμάρρου Ἰορδάνου...

5. ᾌσατε ᾠδαῖς αἱ οὐράνιαι δυνάμεις...

6. Πύλας, οὐρανέ, διαπέτασον ἐς ὕψους...

7. Ῥεῖθρα φαεινά, Ἰορδάνη, προκαθάρας...

8. Ὄρη γλυκασμὸν εὐφροσύνης σταλαξάτω...

9. Ἔφθασε Χριστὸς πρὸς τὰ ῥεῖθρα Ἰορδάνου...

10. Ὅνπερ ἡ φωνὴ τοῦ βοῶντος προετύπου...

11. Ῥήματι Θεοῦ καὶ φωνῇ τῇ τοῦ βοῶντος...

12. Τρέμει τῇ χειρὶ δειλιῶν χειροθετῆσαι...

13. I [ ]

14. Ἄνθος ἐκ Δαυὶδ ἀνατείλας τῆς Παρθένου...

15. Τ [ ]

16. Ὡς διὰ σαρκὸς κορεσθῆναι θείας δόξης...

17. Νόμου πληρωτὴς κατὰ σάρκα χρηματίσας...

18. Φράσον καὶ εἰπέ, ὦ προφήτα Ἠσαΐα...

19. Ὤ, τῆς ὑπὲρ νοῦν καὶ ἀφάτου εὐσπλαγχνίας...

20. Τὸ φωτιστικὸν τὸ φωτίζον τοὺς ἀνθρώπους...

21. Ὡς ἐπιβλαβῶν τῶν γηΐνων ἀπαχθέντες...

22. Νῦν προφητικῶς ἐκβοήσωμεν Κυρίῳ...

23. Κράτος κατ’ ἐχθρῶν τῷ βαπτίσματί σου, Λόγε...

24. Οἱ ἐν τῷ Ἀδάμ τοὺς χιτῶνας δερμάτινους...

25. Σέλας ἐκ φωτὸς φῶς ὑπάρχων, Ἰησοῦ μου...

26. Μύστα, τῶν φρικτῶν οἰκονόμε μυστηρίων...

27. Ἄρωμεν, πιστοί, ἐν συνέσει τὰς καρδίας...

28. Ὤ, τῆς ὑπὲρ νοῦν θεϊκῆς οἰκονομίας...

29. Δεύτε καὶ ἡμεῖς ἐν αἰσθήσει τῆς καρδίας...

30. H [ ]

Τὰ στιχηρὰ αὐτὰ ἐξέδωσε ὁ J.Β. Pitra ἀπὸ τὸ Τροπολόγιον τῆς Κορσινιανῆς Βιβλιοθήκης (= Cod. Corsinius, XI s.)653. Ἡ γνώμη ὅτι τὰ στιχηρὰ αὐτά εἶναι ποίημα τοῦ μοναχοῦ Κοσμᾶ, τοῦ παλαιότερου, πρέπει νὰ θεωρεῖται ἐσφαλμένη654. Ἤδη ἔχουμε ἀρκετοὺς λόγους νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Κοσμᾶς αὐτὸς δὲν ὑπῆρξε ποιητὴς καὶ πιθανότατα δὲν ὑπῆρξε ἄλλος ὁμώνυμος ποιητής655. Χωρὶς ἀμφιβολία πρέπει καὶ αὐτά νὰ προσγραφοῦν στὸν Κοσμᾶ τὸ Μελωδό.

Ὁ Εὐστρατιάδης δημοσιεύει τὶς ἀπαρχὲς τῶν στιχηρῶν καὶ παραπέμπει στὸ ἔντυπο Μηναῖο Ἰανουαρίου «προεόρτια καὶ μεθεόρτια τῶν Φώτων ἀπὸ τῆς β´–ιδ´ τοῦ μηνός»656. Πράγματι στὸ Μηναῖο βρίσκονται σποραδικὰ τὰ στιχηρά, ὡς ἀκολούθως:


Τὰ ὑπ’ ἀρ. Ἰανουαρίου
12, 14 2
8, 9, 17 3
2, 3 4
4, 18, 19, 21 9
22, 23, 24 12
5, 29 13

Τὰ λοιπὰ ἀπουσιάζουν. Ἀλλὰ τὸ πιὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἀπὸ τὴν 2 Ἰανουάριου ἀρχίζει σειρὰ ὅμοιων στιχηρῶν προσομοίων τοῦ Θεοφάνους, μὲ τὴν ἀκροστιχίδα· «ᾌσματα Θεοφάνους εἰς τὰ Φῶτα»657. Πολλὰ στιχηρὰ τῆς σειρᾶς αὐτῆς τοῦ Θεοφάνους συμπίπτουν μὲ τὰ στιχηρὰ τοῦ Κοσμᾶ. Συγκεκριμένα συμπίπτουν τὰ ὑπ’ ἀρ. 2, 3, 8, 9, 10, 12, 14, 17, 21, δηλαδὴ συνολικὰ 9. Τὰ ὑπ’ ἀρ. 4, 18, 19, 24 καὶ 29 φέρονται ἀνωνύμως.

Τί νὰ ὑποθέσουμε; ἐνῶ ἔχουμε ἀκροστιχίδες, ποὺ δεσμεύουν ὁπωσδήποτε τὰ τροπάρια καὶ ἐπιβεβαιώνουν τὴν πατρότητά τους, συμβαίνει 9 στιχηρὰ νὰ ἀποδίδονται καὶ στοὺς δύο ὕμνωδούς. Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι ὁ Θεοφάνης δανείστηκε μέρος ἀπὸ τὰ στιχηρὰ τοῦ Κοσμᾶ καὶ συμπλήρωσε μὲ ἄλλα δικά τοῦ τὴ σειρά. Πάντως ἀναγνωρίζω ὅτι τὸ πρόβλημα δὲ λύνεται τόσο εὔκολα.

6. ΥΜΝΟΣ

Κοντάκιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου (Αὐγούστου ΙΕ´), οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Τοῦ ταπεινοῦ Κοσμᾶ ὕμνος.

Ἦχος πλ. β´. Ἰδιόμελον (προοίμιον)

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον

καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα

τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν·

ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν

ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Οἱ Οἶκοι· Τράνωσον.

α´ Τείχισόν μου τὰς φρένας, Χριστέ μου...

β´ Οἷος σοφὸς οὐ συνήσει καὶ εἴπῃ...

γ´ Ὕπνον ζωῆς ὑπέστη Μαρία...

δ´ Τιμητικῶς, προσφόρως ἐν ὕμνοις...

ε´ Ἀληθινὸν τοιοῦτόν τι λέγειν...

ς´ Πᾶς τοιγαροῦν ἀνθρώπων ὁ ζήσας...

ζ´ Ἐπί τὸν νοῦν τοῦ ὕπνου μετέλθω...

η´ Ἴδον αὐτὴν οἱ δέκα καὶ δύο...

θ´ Νεύματι τοῦ κυρίου ὑπάγω...

ι´ Οἴδατε οὖν τοὺς λόγους τοῦ Λόγου...

ια´ Ὑπὸ χειρῶν ἰδίων καὶ ὕμνων...

ιβ´ Κἂν πρὸς ταφὴν κατάξω τὸ σῶμα...

ιγ´ Ὅταν ἁπλῶς ἐξεῖπεν τοιαῦτα...

ιδ´ Συνοδὰ δὲ ἀγγέλων εὐθέως...

ιε´ Μετὰ δὲ τῶν ἰδίων κηρύκων...

ις´ Ἄραντες οὖν τὸ σκῆνος σὺν φόβῳ...

ιζ´ Ὕψει στρωμνῆς τῆς πάντων κτισμάτων...

ιη´ Μάταιος δὲ Ἑβραῖος καὶ τότε...

ιθ´ Νεοπαγεῖ μνημείῳ ἐκ πέτρας...

κ´ Ὅπλον στερρὸν βεβαίας ἰσχύος...

κα´ Σῶσον κἀμὲ καὶ πάντας, Παρθένε...

Τὸ κοντάκιο τοῦτο σώζεται σὲ πολλοὺς κώδικες τοῦ 10–12 αἰ. Πρῶτος τὸ ἐζέδωσε ὁ Ph. Vitali (Ἀνθολόγων (Ρώμη, 1738) καὶ ὠδὲς σποράδην περιέλαβε ὁ J.Β. Pitra στὰ Analecta Sacra658. Μὲ βάση τρεῖς κώδικες, τὸν Βατοπεδινὸ 1041 (ι´–ια´ αἰ.), φφ. 179–183 καὶ τοὺς Λαυριωτικοὺς Γ 27 (ι´–ια´ αἰ.), φφ. 59β–64α, Γ 28 (ια´ αἰ.), φφ. 198β–201α, ἐζέδωσε τὸ κοντάκιο ὁ Σ. Εὐστρατιάδης καὶ χωρὶς ἐνδοιασμὸ τὸ προσέγραψε στὸν Κοσμᾶ τὸν Μελωδό659. Ἀργότερα ὁ Εὐστρατιάδης περιέλαβε τὸ κείμενο στὸ ἔργο τοῦ Πιηταὶ καὶ ὑμνογράγοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας660. Πλήρης κριτικὴ ἔκδοση ἔγινε πρόσφατα ἀπὸ τὸν C. Trypanis μὲ βάση ἐννέα κώδικες661. Στὸν Οἶκο η´ ὁ Τρυπάνης ἔγραψε «Εἶδον αὐτήν...» Ἡ γραφὴ αὐτὴ ὅμως διαταράσσει τὴν ἀκροστιχίδα, ποὺ παίρνει τὴ μορφὴ «Τοῦ ταπεεινοῦ Κοσμᾶ ὕμνος». Ὁ Εὐστρατιάδης ἀκολουθώντας τὴ γραφὴ τοῦ Βατοπεδινοῦ κώδικα 1041, εἶχε γράψει «Ἰδόντες αὐτήν... ». Τὴν ἴδια γραφὴ προτείνει καὶ ὁ Β.Δ. Φανουργάκης σὲ μιὰν ὡραία κριτικὴ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Τρυπάνη662 Προσωπικὰ πιστεύω πῶς πρέπει χωρὶς δισταγμὸ νὰ γράψουμε «’Ίδον αὐτήν...» (μὲ I) ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ τὴ γραφὴ μᾶς δίνουν οἱ ἀρχαιότεροι κώδικες, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔχουμε ἀνάλογο στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο «Ἴδον παῖδες Χαλδαίων...». Ὁ Trypanis ἀγνόησε τὴν ἔκδοση τοῦ Εὐστρατιάδη. Τοῦ ὕμνου τούτου τὸ κοντάκιο (προοίμιο) καὶ ὁ α´ Οἶκος βρίσκονται καὶ στὸ Μηναῖο Αὐγούστου (ΙΕ´) σὲ λειτουργικὴ χρήση.

Γιὰ τὴν πατρότητα τοῦ ὕμνου ἔχει δημιουργηθεῖ ζήτημα. Οἱ παλαιότεροι μελετητὲς προσγράφουν τὸν ὕμνο στὸν Κοσμᾶ τὸν Μελωδό, ὅπως π.χ. ὁ J.Β. Pitra663, ὁ Krumbacher664 ὁ Μ. Jugie665, ὁ Εὐστρατιάδης666 κ.ἄ. Ἐντούτοις τὴν πατρότητα ἀμφισβητεῖ ζωηρὰ ὁ τελευταῖος ἐκδότης C.A. Trypanis καὶ ἀποδίδει τὸ κοντάκιο σὲ ἄλλον ὁμώνυμο ποιητὴ παλαιότερο. Πιστεύει μάλιστα πὼς μποροῦμε νὰ χρονολογήσουμε τὸ κοντάκιο μεταξὺ 630–670 μ.Χ. «I am inclined to date this canticum between c. 630 and 670 A. D.»667. Ὁ Τρυπάνης στηρίζεται στὸ στίχο· «ἡ ἐσθὴς τὸν Χριστὸν ἀπαστράπτουσα» (ιζ´, 4) καὶ πιστεύει ὅτι ἐδῶ ὑποκρύπτεται ὑπαινιγμὸς γιὰ τὴν ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὴν ὁποία εἶχε καθιερωθεῖ ἰδιαίτερη λατρεία στὴν Κωνσταντινούπολη· «may be due to the great reverence fell towards that holy relic by the people of Constantinople after the miraculous salvation from Avars in 626»668.

Τὴν ἄποψη τοῦ Τρυπάνη συμμερίζεται καὶ ὁ J. Grosdidier de Matons, ποὺ πιστεύει ὅτι τὸ κοντάκιο ἀπηχεῖ κλίμα κωνσταντινουπολιτικὸ καὶ πρέπει νὰ χρονολογηθεῖ περὶ τὸ 660. Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ οἱ φράσεις τοῦ κοντακίου, «ἐν πίστει τὸν κόσμον διατηροῦσα / καὶ ἐν νίκαις τὸ κράτος τῆς βασιλείας, / τῷ δὲ στρατῷ / τῶν βαρβάρων ἀεὶ χορηγοῦσα σφαγήν, / εἰρήνην / τῇ πολιτείᾳ / ἱκεσίαις ταῖς σαῖς φιλοτίμησαι» (κ, 2–4), ὑπαινίσσονται τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς καὶ τὶς δύσκολες στιγμὲς ποὺ διέρχεται ἡ αὐτοκρατορία στὰ χρόνια τοῦ Κώνσταντος Β´ (περὶ τὸ 660)669. Ἀλλὰ ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ εἶναι ἀστήρικτη, γιατὶ τὸ Βυζάντιο πάντοτε ἀντιμετωπίζει ἐχθρικὲς ἀπειλὲς καὶ οἱ σχετικὲς ἐκφράσεις τῶν κειμένων (πεζῶν καὶ ποιητικῶν) καταντοῦν κοινοὶ τόποι. Ἐκτὸς τούτου δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι οἱ ὑμνογράφοι, ἔστω καὶ ἂν ζοῦν σὲ περιοχὲς ἀραβοκρατούμενες, δὲν παύουν νὰ σκέπτονται καὶ νὰ ἐκφράζονται ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ νὰ εὔχονται γιὰ τὶς νίκες τῶν χριστιανικῶν ὅπλων. Καὶ γιὰ νὰ φέρω ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, ὑπενθυμίζω τὸν εἱρμὸ τῆς γ´ ὠδῆς τοῦ κανόνα τῶν Θεοφανείων, ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητα ποίημα τοῦ Κοσμᾶ· «Ἰσχὺν ὁ διδοὺς / τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν κύριος / καὶ κέρας χριστῶν αὐτοῦ ὑψῶν / παρθένου ἀποτίκτεται...». Αὐτά γράφονται στὴν Ἱερουσαλὺμ ἢ στὸν Μαϊουμᾶ, πάντως ἔξω ἀπὸ κωνσταντινουπολιτικὸ κλίμα. Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεμελιωθοῦν συμπεράσματα σὲ τέτοιες μαρτυρίες.

Τὴ γνώμη τοῦ Τρυπάνη ἀκολουθεῖ καὶ ὁ Κ. Μητσάκης, ποὺ προσθέτει· «Τὸ κοντάκιο τοῦ Κοσμᾶ εἶναι προσόμοιο πρὸς τὸ κοντάκιο τοῦ Ρωμανοῦ στοὺς δώδεκα ἀποστόλους (ἀρ. 31) μὲ ἰδιόμελο ὅμως προοίμιο, πράγμα ποὺ πιθανῶς μαρτυρεῖ μία σχετικὰ πρώιμη ἐποχή, ὅταν γράφονταν ἀκόμη ἰδιόμελα προοίμια καὶ ὅταν δὲν εἶχε ἀκόμη παγιοποιηθῆ ὁ πολὺ δημοφιλὴς στοὺς μεταγενέστερους χρόνους εἱρμὸς «Τράνωσον» νὰ συνοδεύεται στὸ προοίμιο ἀπὸ τὸν εἱρμὸ «Τὰ ἄνω ζητῶν». Κατὰ τὸν Jugie ἡ κοίμηση τῆς Θεοτόκου καθιερώθηκε νὰ ἑορτάζεται ἐπίσημα στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582–602), συνεπῶς ἡ βασιλεία τοῦ Μαυρικίου μᾶς παρέχει ἕνα terminus post quem γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ κοντακίου τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ φαίνεται ν’ ἀνήκει στὴν περίοδο τῆς ἀκμῆς, ἀλλὰ εἶναι ὁπωσδήποτε μεταγενέστερος τοῦ Ρωμανοῦ»670.

Στὰ παραπάνω, ἔχουμε νὰ ἀντιπαρατηρήσουμε τὰ ἐξῆς:

α. Ἡ γνώμη τοῦ Τρυπάνη, ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνεία τῆς ἔννοιας τοῦ στίχου «ἡ ἐσθὴς τὸν Χριστὸν ἀπαστράπτουσα» μοῦ φαίνεται ἀστήρικτη. Ἂν πράγματι ἀναφέρεται στὴν ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου, ποὺ εἶχε ἀποτεθεῖ καὶ φυλασσόταν στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ὁ σεβασμὸς τοῦ λαοῦ τῆς βασιλεύουσας πρὸς τὸ ἱερὸ λείψανο ἦταν διαρκὴς καὶ ζωηρός, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ σχετικὸ συναξάριο· «ὃ καὶ μέχρι νῦν (= 10ος αἰ.) ὑπάρχει φυλακτήριον τῇ πόλει καὶ νόσων καὶ πολεμίων ἐλατήριον»671. Ἂν μετὰ τὸ 626, γιὰ τοὺς γνωστοὺς ἱστορικοὺς λόγους, ἡ τιμὴ πρὸς τὴν ἐσθήτα παρουσιάζεται ἰδιαίτερα ζωηρή, αὐτὸ δὲν εἶναι στοιχεῖο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς χρησιμεύσει ὡς βάση γιὰ συμπεράσματα. Τὸ ἴδιο συνέβαινε κάθε φορὰ ποὺ ἡ βασιλεύουσσα διέτρεχε κίνδυνο ἀπὸ ἐχθροὺς. Ἄλλωστε οὐδέποτε ἔπαυσαν οἱ βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι νὰ συνθέτουν ὕμνους «Εἰς τὴν κατάθεσιν τῆς τίμιας ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου» (Ἰουλίου 2) καὶ ἡ σχετικὴ ὑμνογραφία, ἀνέκδοτη καὶ ἐκδεδομένη, εἶναι ἰδιαίτερα πλούσια. Ἀλλὰ ὁ Τρυπάνης δὲν ἔλαβε ὑπόψη καὶ κάτι ἄλλο, πολὺ σημαντικό· Ὑπάρχει ἰδιόμελο τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ στὴν ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου· «Ὡς στέφανον ὑπέρλαμπρον, πανάχραντε Θεοτόκε, ἐσθῆτά σου τὴν ἀγίαν...»672. Τὸ θέμα λοιπὸν ἀπὸ ἄποψη ποιητικὴ ἀπασχόλησε τὸν Κοσμᾶ.

β. Ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθιερώθηκε τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582–602) καὶ τοῦτο θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Κ. Μητσάκη ὡς terminus post quem δὲ σημαίνει τίποτε, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε καὶ τὸν terminum ante quem. Οὔτε καὶ εἶναι λόγος νὰ ἀποκτίσουμε τὸν Κοσμᾶ, ἀφοῦ ἡ ὑμνολογία τῆς Κοιμήσεως εἶναι συνεχής.

γ. Ὅτι ἐπίσης τὸ ἰδιόμελο κοντάκιο μαρτυρεῖ μία σχετικὰ πρώιμη ἐποχή δὲν εἶναι ἐπιχείρημα μὲ ἀπόλυτη ἀξία. Ὁ Κοσμᾶς εἶναι μελωδός, συνέθεσε πλῆθος ἰδιομέλων τροπαρίων καὶ εἱρμῶν καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ συνθέσει καὶ ἰδιόμελο κοντάκιο. Οὔτε καὶ ἡ ἐποχή τοῦ (τέλος 7ου καὶ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 8ου αἰ.) εἶναι τόσο ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τῶν κοντακίων.

δ. Ἡ ὕπαρξη ἀκροστιχίδας μᾶς ὁδηγεῖ ἀναγκαστικὰ στὴν ἀναζήτηση ὑμνογράφου μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς. Ἀλλὰ ἤδη ἀποδείξαμε ὅτι εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι ἄλλος ὁμώνυμος ὑμνογράφος δὲν ὑπῆρξε. Αὐτὸ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ προσγράψουμε τὰ μὲ τὸ ἀόριστο ὄνομα Κοσμᾶ φερόμενα ἔργα στὸν γνωστὸ Μελωδὸ ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ.

ε. Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ κοντάκιο στὸν κανόνα καὶ ἡ μεγάλη ποιητικὴ καὶ μουσικὴ μεταρρύθμιση στὴ λειτουργικὴ πράξη ἔγινε τὸν 8° αἰ. καὶ συνδέεται μὲ τὸν Κοσμᾶ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Κοσμᾶς δὲν ἦταν ξένος πρὸς τὸ κοντάκιο, ποὺ ἦταν ἀκόμη τόσο ζωντανὸ στὴν ἐποχή του. Εἴδαμε ἄλλωστε ὅτι ἐπηρεάζεται πολὺ ἀπὸ τὴν τεχνικὴ τοῦ κοντακίου, ἰδιαίτερα στὴν ἀκροστιχίδα καὶ στὸ ἀνακλώμενο (ἐφύμνιο)673. Δὲν ἀποκλείεται λοιπὸν ὁ Κοσμᾶς νὰ δοκίμασε τὶς πρῶτες ποιητικές του ἀνησυχίες στὴ σύνθεση κοντακίου καὶ ἀργότερα νὰ τὸν ἀπορρόφησε ἐντελῶς τὸ νέο ποιητικὸ εἶδος, ὁ κανόνας, ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους σύγχρονους ὑμνογράφους.

ς. Ἀπὸ ἄποψη αἰσθητικὴ σωστὰ παρατηρεῖ ὁ Τρυπάνης ὅτι ὁ ὕμνος εἶναι κατώτερος τοῦ Κοσμᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀποκλείει, καθόλου τὴν ταύτιση τοῦ Κοσμᾶ τοῦ ὕμνου μὲ τὸν Κοσμᾶ τῶν κανόνων καὶ τῶν εἱρμῶν, ὅπως διατείνεται ὁ Τρυπάνης674. Τὸ ἔργο ἁπλούστατα μπορεῖ νὰ εἶναι πρωτόλειο καὶ νὰ μὴν ἔχει ἀκόμη τὴ σφραγίδα τῆς ὡριμότητας. Ὕστερα, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι καὶ στοὺς μεγάλους ποιητὲς ὑπάρχουν συνθέσεις κατώτερες, πολλὲς φορὲς καὶ ἀνάξιες, καὶ ὁπωσδήποτε ὁ δημιουργὸς δὲ βρίσκεται πάντοτε στὸ ἴδιο ὕψος ἐμπνεύσεως καὶ ἀρτιότητας. Ἄλλωστε δὲν μποροῦμε νὰ συγκρίνουμε τὸν ὕμνο μὲ τοὺς κανόνες, ὅπου ἰσχύουν ἐντελῶς ἄλλα μέτρα.

ζ. Ἐγὼ τουλάχιστο διακρίνω καὶ στὸ ἔργο αὐτὸ ἴχνη τῆς γνώριμης τεχνικῆς τοῦ Κοσμᾶ, ἰδιαίτερα τὰ σχήματα στὰ ὁποῖα ἀσμενίζει· παραλληλίες, πάρισα καὶ ὁμοιοτέλευτα, ἀντιθέσεις κλπ.675. Τοῦτο φαίνεται ἀκόμη καὶ στὸ ἰδιόμελο προοίμιο, ὅπου ἡ παραλληλία τῶν δύο πρώτων στίχων:

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον

καὶ προστασίας ἀμετάθετον ἐλπίδα

θυμίζει ἀμέσως Κοσμᾶ676.

η. Ἡ φράση τῆς Vita Damascenica Marciana, ποὺ ἀναφέρεται στοὺς δύο ἀδελφοὺς ποιητές, «οἵτινες πλεῖστα τροπάρια εἰς δεσποτικὰς ἑορτὰς καὶ μνήμας ἁγίων ἐξέθεντο ὑπὸ ἀκροστιχίδος, τινὰ δὲ καὶ ἔμμετρα»677, ἐνισχύει ἴσως τὴν ἄποψη ὅτι ὁ ὕμνος συντέθηκε ἀπὸ τὸν Κοσμᾶ.

Γιὰ ὅλους τοὺς παραπάνω λόγους δὲν ἔχω καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι καὶ τὸ κοντάκιο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου εἶναι γνήσιο ἔργο τοῦ μεγάλου μελωδοῦ.

7. ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΣΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Συναγωγὴ καὶ ἐξήγησις ὧν ἐμνήσθη ἱστοριῶν ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐν τοῖς ἐμμέτρως αὐτῷ εἰρημένοις ἔκ τε τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς καὶ τῶν ἔξωθεν ποιητῶν καὶ συγγραφέων, Κοσμᾶ Ἱεροσολυμίτου πόνημα φιλογρηγορίου.

Ἀρχ. «Τοὺς βυθίους διφήτορας τῶν θαλασσίων μυχῶν...».

Λήγ. «τοῖς ἀκρίτως βομβοῦσιν ἀμφὶ τῶν ἀνθρώπων πρόσωπα θερμαινομένοις.

Τῶν τῷ θεολόγῳ Γρηγορίῳ πεφυσιολογημένων ὧδε τὸ πέρας.

Κοσμᾶ ἀχρείου καὶ τοῦτο πόνημα Ἱεροσολυμίτου».

Μὲ τὶς παραπάνω ἐνδείξεις ἐξέδωσε ὁ Α. Mai τὸ κείμενο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κοσμᾶ στὰ Ἔπη Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου678. Ἡ ἔκδοση ἔγινε μὲ βάση παλαιὸ κώδικα τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ ἔχει δυστυχῶς ἀπολεσθεῖ. Αὐτούσιο τὸ κείμενο ἐπανεκδόθηκε ἀπὸ τὸν J.Ρ. Migne καὶ εἶναι σήμερα εὔκολα προσιτό679. Στὸ τέλος τοῦ κειμένου ὁ ἐκδότης συμπεριέλαβε καὶ τὸ ἀκόλουθο ἐπίγραμμα:

Τριάς μόνη τρίφωτε, πανσθενεστάτη,

Ἡ τρεῖς φέρουσα τὰς ὑποστάσεις μόνη,

Τὴν οὐσίαν μίαν δὲ προσκυνουμένη,

Ὡς ἡλίου φέροντος ἀκτῖνα τρίτην·

Ἓν καὶ κράτος γὰρ καὶ σθένος θέλημά τε

Ἓν οἴδαμεν σέβεσθαι σῆς ἐξουσίας.

Σὺ τὸν πόθῳ γράψαντα τήνδε τὴν βίβλον

Κωνσταντῖνον σάωσον ἐκ πάσης βλάβης680.

Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο ἐξέλαβε ὁ Ἀθ. Κομίνης ὡς ἐπίγραμμα τοῦ Κοσμᾶ καὶ ἔτσι κατέταξε τὸν ποιητὴ στοὺς ἐπιγραμματοποιούς681. Εἶναι ὅμως προφανὲς ὅτι τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ποίηση τοῦ Κοσμᾶ. Εἶναι ἀπλῶς σύνθεμα τοῦ ἀντιγραφέα τοῦ χφ. ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Mai, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοὺς δύο τελευταίους στίχους.

Κατὰ τὸν Krumbacher «Μία τῶν σπουδαιοτέρων πηγῶν τῶν σχολίων τοῦ Κοσμᾶ εἶναι αἱ διεξοδικαὶ μυθολογικαὶ, ἑρμηνεῖαι εἰς τοὺς τέσσαρας λόγους Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, ἀποδιδόμεναι εἴς τινα ἡγούμενον Νόννον, συγγραφεῖσα πιθανῶς τὸν ς´ αἰῶνα»682. Ὁπωσδήποτε στὸ πόνημά του αὐτὸ ὁ Κοσμᾶς ἀποδεικνύεται ἐγκρατέστατος γνώστης τῆς ποιήσεως τοῦ Γρηγορίου, ἀλλὰ καὶ γενικὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας683. Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικὸ ὅτι αὐτοαποκαλεῖται ἐδῶ ὁ Κοσμᾶς «φιλογρηγόριος», δεῖγμα καὶ τοῦτο τοῦ βαθύτατου θαυμασμοῦ πρὸς τὸ ἰδανικό τοῦ πρότυπο.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ο ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

Στὶς ἀτελευτητες καὶ ἄκαρπες μέχρι σήμερα συζητὴςεις γιὰ τὴν πατρότητα καὶ τὴ χρονολόγηση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου684 δὲν ἔχει ἀναφερθεῖ, ἐπίσημα τουλάχιστο, τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ. Καὶ εἶναι τοῦτο περίεργο, ὅταν οἱ ἐρευνητὲς κινοῦνται μέσα σὲ εὐρύτατο χρονικὸ πλαίσιο (4–9 αἰ.) καὶ ἔχουν φτάσει καὶ ὣς τὸν πατριάρχη Φώτιο685. Σήμερα βέβαια οἱ ἀκραῖες αὐτὲς θέσεις ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ καὶ κανένας σοβαρὸς μελετητὴς δὲν τολμά νὰ προχωρήσει ὡς τὸν 9° αἰ. ἢ νὰ ὀπισθοχωρήσει ὣς τὸν 4° αἰ., προκειμένου νὰ ἀναζητὴςει στοιχεῖα γιὰ τὴ χρονολόγηση τοῦ περίλαμπρου ὕμνου. Ἡ παλαιὰ ἄποψη ἐπίσης, ὅτι ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου εἶναι ὁ πατριάρχης Σέργιος686 ἢ ὁ Γεώργιος Πισίδης687, δὲ βρίσκει σήμερα ὑποστηρικτές. Ἡ σημερινὴ ἔρευνα ἀποκλίνει συνήθως ὑπὲρ τοῦ Ρωμανοῦ688 ἢ τοῦ πτρχ. Γερμανοῦ Α´ († 740)689. Δὲν κρίνω σκόπιμο νὰ ἐπαναλάβω ἐδῶ τὶς ἀπόψεις τῶν ἐρευνητῶν καὶ τὴ σχετικὴ ἐπιχειρηματολογία. Αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ ἐκτίθενται ἀναλυτικὰ σὲ πρέσφατα δημοσιεύματα. Πάντως, ἡ «ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη» τῆς πατρότητας τοῦ Ἀκαθίστου δὲν ἔχει ἀκόμη βρεθεῖ καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες κινοῦνται πάντοτε στὴ σφαίρα τῶν ὑποθέσεων καὶ τῶν εἰκασιῶν. Ὁ ἔξοχος ὕμνος θὰ κρατὴσει ἴσως γιὰ πολὺ ἀκόμη τὸ μυστικό του.

Τὴν ἀφορμὴ νὰ συνδέσω τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν περιλάλητο ὕμνο καὶ νὰ ἀποτολμήσω τὴ διατύπωση μιᾶς νέας ὑποθέσεως γιὰ τὴν πατρότητά τοῦ μού ἔδωσε μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία τοῦ A. Baumstark, ποὺ ἀναφέρει ὅτι στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς ὀνομαστῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Ἱερουσαλὴμ βρῆκε παλαιὰ ἀχρονολόγητη εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμού. Μαζὶ μὲ τὸ γνωστὸ εἰκονογραφικὸ θέμα εἰκονίζεται καὶ μοναχὸς ποὺ κρατεῖ εἰλητάριο. Στὸ εἰλητάριο ἀναγράφονται οἱ πρῶτες λέξεις τοῦ Ἀκαθίστου· «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη», ἐνῶ στὴν κεφαλὴ τοῦ μοναχοῦ ὑπάρχει ἡ ἔνδειξη Ὁ АГ. KOCMAC690. Τὸν Κοσμᾶ τῆς εἰκόνας θεωρεῖ ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου ὁ A. Baumstark, χωρὶς ὄμως καὶ νὰ τολμᾶ τὴν ταύτισή του μὲ τὸν ὁμώνυμο ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ καὶ περιώνυμο μελωδό.

Ὁ Κ. Μητσάκης, ποὺ γνωρίζει τὴν πληροφορία τοῦ Baumstark, ἀρνεῖται ἐπίσης τὴν ταύτιση τοῦ Κοσμᾶ τῆς εἰκόνας μὲ τὸν ὁμώνυμο μελωδὸ καὶ ποιητὴ τῶν κανόνων, γιατὶ τότε ὁ Ἀκάθιστος θὰ πρέπει νὰ χρονολογηθεῖ σὲ πολὺ μεταγενέστερη ἐποχὴ691. Ὁ μόνος λόγος, δηλαδή, ποὺ ἐμποδίζει τὴν ταύτιση, κατὰ τὸν Μητσάκη, εἶναι ὁ χρόνος. Αὐτὸ ὄμως θὰ ἦταν ἰσχυρό, ἂν τὸ μέγα πρόβλημα τῆς χρονολογήσεως τοῦ Ἀκαθίστου εἶχε λυθεῖ. Τὸ πρόβλημα ὅμως αὐτὸ παραμένει ἀκόμη ἄλυτο καὶ νομίζω ὅτι τίποτε δὲ μᾶς ἐμποδίζει νὰ προωθήσουμε τὴν ἀναζήτηση ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ. Ἄλλωστε ὁ πατριάρχης Γερμανὸς Α´, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς πιθανότερο ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου ὁ Καθηγητὴς Ν.Β. Τωμαδάκης, εἶναι σύγχρονος τοῦ Κοσμᾶ.

Κατὰ τὴ γνώμη μου τὸ εὕρημα τοῦ Baumstark εἶναι πάρα πολὺ σημαντικό. Χωρὶς κανένα δισταγμὸ ὁ Κοσμᾶς τῆς εἰκόνας πρέπει νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν ὁμώνυμο κανονογράφο Κοσμᾶ ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ, γιὰ τοὺς ἀκόλουθους λόγους:

α. Κανένας ἄλλος ποιητὴς μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς δὲν εἶναι γνωστός. Ἤδη ἔχουμε ἀποδείξει μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα ὅτι ὁ Ορυλούμενος Κοσμᾶς ὁ Ξένος ἢ Ἱκέτῆς ἢ Ἀσύγκριτος, ὁ κοινὸς δάσκαλος τῶν θετῶν ἀδελφῶν Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ, καὶ δῆθεν ποιητής, δὲν εἶναι ποιητής692.

β. Ἀπὸ ὅσα ἐρεύνησα καὶ γνωρίζω, στὴ εἰκονογραφία δὲν εἶναι γνωστὸς ἄλλος Κοσμᾶς μοναχὸς καὶ ποιητής, ἐκτος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ καὶ περιώνυμο μελωδό.

γ. Ὁ ποιητὴς Κοσμᾶς ὁ μελωδὸς ὑπῆρξε τρόφιμος τῆς μονῆς τοῦ Ἀγίου Σάββα, ὅπου καὶ ὑποδεικνυόταν ὁ τάφος τοῦ τουλάχιστο ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰ., ὅπως βεβαιώνει ὁ περιηγητὴς Ἰωάννης Φωκᾶς693.

δ. Ἡ παράδοση γιὰ τὸν Κοσμᾶ καὶ τὸν Δαμασκηνὸ στὴ μονὴ τοῦ Ἀγίου Σάββα ἦταν διαρκὴς καὶ ζωντανή, ὅπως βεβαιώνουν τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα. Εἶναι λοιπὸν πρόδηλο ὅτι ὁ ἀνώνυμος εἰκονογράφος, ὄσο καὶ ἂν δὲν γνωρίζουμε τὴ χρονολογία τῆς εἰκόνας, εἶχε ὑπόψη του μόνο τὸν μεγάλο ποιητὴ Κοσμᾶ καὶ εἰκονίζοντάς τον στὸ θέμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐξέφραζε πιθανότατα τὴν παράδοση τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Σαββαϊτῶν μοναχῶν γιά τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου.

ε. Ἡ ἀρχαιολογικὴ αὐτὴ μα,ρτυρία ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ εἶναι πολὺ ἰσχυρή, πάντως πολὺ ἰσχυρότερη ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ τοὺς μελετητές, μὲ τὶς ἀμφίβολες ἀναλύσεις καὶ ἐκτιμήσεις ἐσωτερικῶν στοιχείων τοῦ ὕμνου. Εἶμαι βέβαιος ὅτι, ἂν ὁ Baumstark γνώριζε ὅσα γνωρίζουμε σήμερα γιὰ τὸν Κοσμᾶ, δὲ θὰ εἶχε κανένα δισταγμὸ νὰ τὸν ταυτίσει μὲ τὸν ὁμώνυμο μοναχὸ τῆς εἰκόνας. Πολὺ περισσότερο, ὅταν ὁ ἴδιος τάσσεται μὲ ἐκείνους ποὺ δέχονται τὴν προέλευση τοῦ Ἀκαθίστου ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ (Συρία)694.

Βέβαια θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανσίς ὅτι πράγματι ὁ Κοσμᾶς τῆς εἰκόνας ταυτίζεται μὲ τὸν ὁμώνυμο ποιητὴ τῶν κανόνων, ἀλλὰ αὐτὸ δὲ λύνει καὶ τὸ πρόβλημα τῆς πατρότητας τοῦ Ἀκαθίστου. Μπορεῖ ἁπλούστατα νὰ πρόκειται γιὰ μιὰ τοπική παράδοση τῶν Σαββαϊτῶν. Συμφωνῶ καὶ ἐγὼ ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ. Ἐπιθυμῶ ἐντούτοις νὰ τονίσω ὅτι σὲ θέμα, ὅπου συνήθως οἱ μελετητὲς εἰκοτολογοῦν, συμβαίνει νὰ ἔχουμε μιάν ἰσχυρὴ καὶ ἀδιαφιλονίκητη ἀρχαιολογικὴ μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ. Αὐτὸ καὶ μόνο σημαίνει ὅτι ὁ Κοσμᾶς μπαίνει ἀμέσως καὶ αὐτοδικαίως στὸ χορὸ τῶν πιθανῶν ποιητῶν τοῦ Ἀκαθίστου καὶ κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν διαγράψει γιὰ μόνο τὸ λόγο ὅτι εἶναι ποιητὴς τοῦ 8ου αἰ. († 752/4). Ὅπως εἴδαμε ἤδη, ὁ Κοσμᾶς εἶναι ποιητὴς κοντακίου καὶ μάλιστα ἰδιομέλου695, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ. γράφονται κοντάκια καὶ μάλιστα ἰδιόμελα.

Ἀπὸ τὴ στιγμή λοιπὸν ποὺ ὁ Κοσμᾶς ἐγγράφεται στὸν πίνακα τῶν πιθανῶν ποιητῶν τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου δημιουργεῖται ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ ὑποχρέωση νὰ ἐρευνηθοῦν ὅλα τὰ στοιχεῖα, θετικὰ καὶ ἀρνητικά, ποὺ νὰ στηρίζουν ἢ νὰ ἀποκλκίουν αὐτὴ τὴν ὑπόθεση.

Ὀφείλω νὰ δηλώσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι τάσσομαι μὲ ἐκείνους ποὺ ἀποκλείουν τὴν περίπτωση νὰ εἶναι ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ὁ Ρωμανός. Κανένας δὲν μπόρεσε μέχρι σήμερα νὰ προσκομίσει ἀποδείξεις ἢ ἔστω καὶ σαφεῖς ἐνδείξεις γι’ αὐτὴ τὴ σχέση. Ἀπεναντίας θεωρῶ πολὺ ἰσχυρὰ καὶ μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἀκαταμάχητα τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ν.Β. Τωμαδάκη, ὅτι ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Ρωμανός696. Ὅσο καὶ ἂν ἐπιμένει ὁ Κ. Μητσάκης νὰ θεωρεῖ πιθανότερο ποιητὴ τὸν ἔνδοξο μελωδὸ καὶ ποιητὴ τῶν κοντακίων, ἀκολουθώντας μιὰ μακρότατη σειρὰ Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐρευνητῶν (Krypiakiewicz, Dölger, Beck, Wellesz, Maas, Carpenter. Mioni, Del Grande, Huglo, Εὐστρατιάδης, Παντελάκης κ.ἄ.π.), ποὺ μὲ ἢ χωρὶς ἐπιφυλάξεις ἀποδίδουν τὸν ὕμνο στὸν Ρωμανό, δὲν κατορθώνει νὰ μᾶς πείσει697. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν ἔχουμε καμιά χειρόγραφη μαρτυρία698 γιὰ τὴ σχέση αὐτή, τὸ ὕφος, τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα καὶ ἡ ὅλη τεχνικὴ τοῦ Ἀκαθίστου δὲν εἶναι ρωμανικά. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἔργο τοῦ Ρωμανοῦ, ὅταν τὰ γνωρίσματα τῆς ρωμανικῆς τέχνης ἐλέγχονται σταθερὰ σὲ τόσο μεγάλο ἀριθμὸ κοντακίων699.

Ἡ ἀπόδοση, ἐξάλλου, τοῦ Ἀκαθίστου στὸν Ρωμανὸ μὲ βάση μόνο τὶς ποιητικὲς ἀρετές του, δὲ μὲ βρίσκει σύμφωνο. Ὁ Wellesz παρατηρεῖ ὅτι «ἐὰν λάβουμε ὑπόψη μας ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συγκροτοῦν τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ποίημα, δύναμη στὴν ἔκφραση, τόλμη στὶς παρομοιώσεις, τέλεια ἁρμονία στοὺς στίχους καὶ, πάνω ἀπ’ ὅλα, τὴν ποιητικὴ σύλληψη (poetical vision), δὲν ξέρουμε κανέναν ἄλλο ποιητή, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς ὁ συγγραφέας τοῦ ἔξω ἀπὸ τὸν Ρωμανό»700. Ἀλλὰ τὰ ἴδια αὐτὰ ποιητικὰ στοιχεῖα διάχυτα μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς καὶ στὴν ποίηση τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ εἶναι ἐπίσης μεγάλος καὶ ἄξιος ποιητὴς καὶ ὁ μόνος ποὺ ἡ παράδοση ἀποκαλεῖ «μελωδό» μετὰ τὸν Ρωμανό. Στὴ συνέχεια θὰ μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ ἐκτιμήσουμε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ποίηση τοῦ Κοσμᾶ.

Ὁ Ἀκάθιστος δὲ φαίνεται νὰ εἶναι ἔργο τῆς ἀκμῆς τοῦ κοντακίου. Ἀπεναντίας, ὅλες οἱ ἐνδείξεις μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἐποχὴ παρακμῆς τοῦ εἴδους. Ἡ ὕπαρξη δύο ἐφυμνίων, ποὺ ἐναλλάσσονται στοὺς οἴκους, εἶναι στοιχεῖο ἐντελῶς νέο, ξένο πρὸς τὴν παραδοσιακὴ μορφὴ τῶν κοντακίων. Κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶναι ἡ πρώτη παραχώρηση πρὸς τὴ μορφικὴ ποικιλία ποὺ ἔχει ὁ κανόνας ἔναντι τοῦ κοντακίου. Μοῦ δημιουργεῖται ἡ αἴσθηση ὅτι, ἂν συνέβαινε νὰ ἔχει ὁ Ἀκάθιστος ἕνα ἀκόμη ἐφύμνιο, θὰ πλησίαζε πολὺ πρὸς τὰ τόσο ἔντεχνα ἐπεξεργασμένα τριώδια καὶ τετραώδια τοῦ Κοσμᾶ. Ὅπως ἤδη ἔχουμε δείξει, ὁ Κοσμᾶς εἶναι ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς κανονογράφους, ποὺ χρησιμοποιεῖ τόσο σταθερὰ καὶ σὲ τόσο μεγάλη ἔκταση τὸ ἐφύμνιο701.

Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ κάνει ἀληθινὰ ἐντύπωση ἡ γνώμη τοῦ Grosdidier de Matons, ποὺ ἐπιμένει νὰ θεωρεῖ τὸν Ἀκάθιστο ἔργο προρρωμανικὸ καὶ τὸν χρονολογεῖ «στὸς τέλος τῆς προϊστορίας τοῦ κοντακίου»702. Ἐπειδὴ συμβαίνει ὁ «ὕμνος εἰς τὸν πειρασμὸν τοῦ Ἰωσήφ» τοῦ Ρωμανοῦ, ποὺ ψάλλεται τὴ Μ. Δευτέρα (ἀρ. 43), νὰ ἔχει ἔνδειξη ὅτι ἀκολουθεῖ μετρικὰ καὶ μουσικὰ τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης», παρατήρηση στὴν ὁποία στηρίζονται βασικὰ ὅσοι ἀποδίδουν τὸν ὕμνο στὸ Ρωμανό, ὁ Grosdidier de Matons πιστεύει ὅτι ὁ μέγας μελωδὸς ὄχι μόνο γνώριζε τὸν Ἀκάθιστο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα καὶ τὸν μιμήθηκε στὸ παραπάνω κοντάκιο703. Ἀλλὰ ἂν τὸ πράγμα ἦταν ἔτσι , γιατί νὰ μὴ μιμηθεῖ καὶ τὴν ὅλη τεχνικὴ καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ Ἀκαθίστου, παρὰ μόνο τὸν α´ οἶκο; Τὸ πράγμα ἐπιδέχεται καὶ ἄλλη, πιθανότερη, ἐξήγηση. Παρατηρεῖ ὁ Ν.Β. Τωμαδάκης· «Προφανῶς ἡ ἔνδειξις τοῦ ἀντιγραφέως τοῦ ια´ αἰῶνος σημαίνει ὅτι ὁ ὕμνος εἰς τὸν Ἰωσήφ ἐψάλλετο κατὰ τὸν Ἀκάθιστον, κείμενον περισσότερον γνωστόν, μέλος τὸ ὁποῖον ἠκούετο συχνά. Ἡ ἔνδειξις αὕτὴ εἶναι πολύτιμος ἐφ’ ὅσον καθιστᾷ γνωστὸν ὅτι ὁ Ρωμανὸς ἔδωσε τὸ ρυθμομετρικὸν πρότυπον τῶν ἡμίσεων οἴκων τοῦ Ἀκαθίστου. Νὰ ἀντιστρέψη τις τὰ πράγματα θὰ ἦτο σοβαρὸν σφάλμα. Ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ἀκολουθεῖ τὸ μετρικὸν ὑπόδειγμα τοῦ Ρωμανοῦ...»704.

Ἀλλὰ ὁ Grosdidier de Matons προχωρεῖ πολὺ περισσότερο. Πιστεύει ὅτι διακρίνει στὸν Ἀκάθιστο ἴχνη τοῦ μακρινοῦ ἀλεξανδρινισμοῦ καὶ αὐτὸ τὸν ὁδηγεῖ νὰ χρονολογήσει τὸν ὕμνο στὰ τέλη τοῦ 5ου ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ. Ἐντούτοις οἱ ὑποθέσεις αὐτὲς δὲν ἀποδεικνύονται καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Γάλλος ἐρευνητὴς σπεύδει νὰ ὁμολογήσει ὅτι αὐτὰ εἶναι μιὰ ἐντελῶς ὑποκειμενικὴ ἐντύπωση705.

Ὁ Καθηγητὴς Ν.Β. Τωμαδάκης ἀποκλίνει ὑπὲρ τοῦ πτρχ. Γερμανοῦ A´ († 740). Ἀλλὰ ὁ Γερμανός, ὡς ποιητής, εἶναι πολὺ κατώτερος τοῦ ὕμνου, καὶ τὸ ὕφος, ἡ γλώσσα καὶ ἡ ὅλη τεχνικὴ ἀπέχουν πάρα πολὺ ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο. Ἡ μαρτυρία, ἐξάλλου, τῆς λατινικῆς μεταφράσεως τοῦ Ἀκαθίστου, ποὺ ἐπιχείρησε περὶ τὸ 800 ὁ ἐπίσκοπος Ἑνετίας Χριστόφορος706, ὅτι ποιητὴς τοῦ ὕμνου εἶναι ὁ πατριάρχης Γερμανός, εἶναι πολὺ ἐπισφαλής. Ἂν ὁ ὕμνος συντέθηκε, ὅπως πιστεύεται, στὴν Ἀνατολή, ἴσως νὰ ἔγινε γνωστὸς στὴν Κωνσταντινούπολη μέσω τοῦ Γερμανοῦ. Ὁ Γερμανὸς εἶναι ὁ φυσικὸς σύνδεσμος τῶν Ἱεροσολύμων μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἂν ἡ ὑπόθεση αὐτὴ ἀληθεύει, τότε ὁ λατίνος μεταφραστὴς θεώρησε ποιητὴ τοῦ ὕμνου τὸν Γερμανό, ποὺ ἦταν ἁπλῶς ὁ κομιστής του στὴ βασιλεύουσα. Πάντως γιὰ τὸν Γερμανὸ δὲν μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ἀκόμη τίποτε τὸ ὁριστικό, ἀφοῦ λείπει μελέτη ἱκανοποιητικὴ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ.

Σὲ πρόσφατη μελέτη, ἐξάλλου, ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου ἀξιολογεῖ τὸ νόημα τοῦ στίχου· «Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχής» (I, 10) γιὰ νὰ χρονολογήσει τὸν Ἀκάθιστὸ στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰ.707. Δέχεται δηλαδὴ ἡ Χριστοφιλοπούλου ὅτι ὁ στίχος ὑποκρύπτει νόημα πολιτικὸ καὶ ἀναφέρεται στὸν ἀπάνθρωπο σφετεριστὴ τοῦ θρόνου καὶ τύραννο Φωκᾶ (602–610) καὶ χρονολογεῖ τὸν ὕμνο «μετὰ τὸν Ὀκτώβριον 610... καὶ πρὸ τοῦ Αὐγούστου 626»708. Ἔτσι ἐπανέρχεται στὴν ἄποψη τῆς ἀποδόσεως τοῦ ὕμνου στὸν Σέργιο, μολονότι ἡ θεωρία αὐτὴ ἔχει πρὸ πολλοῦ ἐγκαταλειφθεῖ.

Ἡ Χριστοφιλοπούλου χρησιμοποίησε ἄψογη φιλολογικὴ μέθοδο ἀναζητώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴ σημασία τῆς λέξεως τύραννος στοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς, ἀλλὰ τὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο καταλήγει δὲν εἶναι ὀρθό. Δὲν πρόσεξε ἡ συγγραφέας τῆς μελέτης αὐτῆς ὅτι οἱ στίχοι τοῦ Ἀκαθίστου βαίνουν κατὰ ζεύγη καὶ πολλὲς φορὲς ὁ δεύτερος συμπληρώνει τὸ νόημα τοῦ πρώτου. Στὴν προκείμενη περίπτωση ἡ νοηματιτικὴ ἑνότητα τῶν δύο στίχων εἶναι ἀδιάσπαστη:

Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς·

Χαῖρε, κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.

Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ὁ περιεχόμενος ἐδῶ ὑπαινιγμός, ἂν πρόκειται πράγματι γιὰ ὑπαῖνιγμὸ καὶ δὲν εἶναι ἁπλὸ σχῆμα, δὲν ἔχει τόσο ἢ μόνο ἱστορικὸ-πολιτικὸ νόημα, ὄσο καὶ θρησκευτικὸ (δογματικό). Ὁ τύραννος, ποὺ ἀναφέρεται στὸν ὕμνο πρέπει νὰ δημιούργησε καὶ θρησκευτικὰ ζητήματα καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή τοῦ ἀπὸ τὸ θρόνο ἔλαμψε πάλι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Δὲ νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ συνδέσουμε τὸν ὑπαινιγμὸ μὲ τὸν Φωκᾶ, ποὺ ἦταν ἁπλῶς «ἀπάνθρωπος». Ἀπεναντίας ὑπάρχει ἄλλος αὐτοκράτορας, σφετεριστὴς τοῦ θρόνου καὶ αὐτός, ἰδιαίτερα βάναυσος καὶ σκληρός, καὶ προπαντὸς μονοθελήτης αἱρετικός. Εἶναι ὁ Φιλιππικὸς Βαρδάνης (713), ποὺ στὸ σύντομο διάστημα τῆς ἀρχῆς του διέκοψε τὶς σχέσεις μὲ τὴ Δύση, ἔκαψε τὰ πρακτικὰ τῆς ΣΤ´ Συνόδου καὶ δημιούργησε γιὰ τὸ κράτος κατάσταση ὅμοια μὲ ἐκείνη ποὺ ἀντιμετώπισε πρὶν ἀπὸ τὸ 610 μὲ τὸ Φωκᾶ709. Ἰδοὺ τί ἀναφέρει γιὰ τὸν Φιλιππικὸ Βαρδάνη ὁ χρονογράφος Θεοφάνης· «Φιλιππικὸς δὲ οὐκ ᾐσχύνθη ἐκμανῶς κινηθῆναι κατὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς ἕκτης συνόδου, ἀνατρέπειν σπεύδων τὰ ὑπ’ αὐτῆς βεβαιωθέντα θεῖα δόγματα...»710. Πρὸς τὸν Βαρδάνη λοιπὸν νομίζω ὅτι ἁρμόζει περισσότερο ὁ παραπάνω ὑπαινιγμός. Πιστεύω ἀκόμη ὅτι ὁ στίχος «Χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν» εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς μονοθελητικὲς ἀποκλίσεις τοῦ Βαρδάνη καὶ τῶν ὀπαδῶν του.

Ὑπάρχουν ἐπίσης μελετητές, ποὺ πιστεύουν ὅτι οἱ παρακάτω στίχοι τοῦ Ἀκαθίστου ὑπαινίσσονται τὰ πολεμικὰ γεγονότα τῶν ἐτῶν 717–718:

χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν·

χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν·

χαῖρε, τῆς ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος·

χαῖρε, τῆς βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος·

χαῖρε, δι’ ἧς ἐγείρονται τρόπαια·

χαῖρε, δι’ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι...

(Οἶκος κγ´ (Ψ), 10–15)

Ὁ Ν.Β. Τωμαδάκης θεωρεῖ τοὺς ὑπαινιγμοὺς αὐτοὺς ὡς πρόσθετο λόγο, γιὰ νὰ ἀποδώσει τὸν Ἀκάθιστο στὸν πατριάρχη Γερμανὸ Α´ (715–730), ποὺ ἔζησε τὰ μεγάλα πολεμικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς καὶ ἔγραψε μάλιστα καὶ εὐχαριστήριο λόγο στὴ Θεοτόκο711.

Ἂν οἱ στίχοι ὑποκρύπτουν πράγματι νόημα ἱστορικὸ καὶ δὲν εἶναι, ὅπως πιστεύω, ἀόριστη ἐγκωμιαστικὴ ἐκφορά, πρέπει νὰ ἀναζητὴσουμε περίοδο συμβασιλείας. Καὶ ἔχουμε πράγματι τὴν περίπτωση τῶν Ἰσαύρων Λέοντος Γ´ καὶ Κωνσταντίνου Ε´ (ἀπὸ 720 κἑ.). Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, πρέπει νὰ χρονολογήσουμε τὸν Ἀκάθιστο μεταξὺ 720–726 (δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ τὸ πρῶτο εἰκονομαχικὸ διάταγμα), ὅταν οἱ Ἴσαυροι ἦσαν οἱ στύλοι τοῦ κράτους, ἀλλὰ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἄποψη αὐτὴ συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀπόδοση τοῦ ὕμνου στὸν πτρχ. Γερμανό, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ στὸν πολὺ ἀξιότερο καὶ ἐνδοξότερο ποιητὴ τῆς ἐποχῆς, τὸν Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀνάλογη ἀναφορὰ βρίσκουμε καὶ στὴν ποίηση τοῦ Κοσμᾶ· «Ἰσχὺν ὁ διδοὺς τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν Κύριος καὶ χέρας χριστῶν αὐτοῦ ὑψῶν...» (Κανόνας Θεοφανείων, ὠδὴ γ´, εἱρμὸς). Ἀλλὰ σὲ τέτοιες ἀόριστες ὑποθέσεις δὲν μποροῦμε νὰ θεμελιώσουμε ἰσχυρὰ συμπεράσματα.

Ἀναφέρομαι, τέλος, στὴν ὁμάδα τῶν θεολόγων, ποὺ θεωροῦν τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο ἔργο πρώιμο (5ου αἰ.), στηριζόμενοι στὸν ἔντονο μαριολογικὸ χαρακτήρα τοῦ ποιήματος712. Ἡ βάση αὐτὴ ὄμως μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ μόνο ὡς terminus post quem, ἀφοῦ εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ὕμνος γράφεται μετὰ τὴν ὁριστικὴ διατύπωση τοῦ δόγματος τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ μετὰ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (431). Ἀπὸ τότε ὅμως καὶ ἔπειτα τόσο ἡ ὀρθόδοξη ρητορικὴ, ὄσο καὶ ἡ ὑμνογραφία, στηρίζονται στὸ ἐπίσημο δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ σήμερα ἂν γραφεῖ ὕμνος στὴ Θεοτόκο, θὰ ἔχει ὁπωσδήποτε ἔντονο μαριολογικὸ χαρακτήρα. Ἀλλὰ, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν πιθανὴ ἐποχὴ τοῦ Ἀκαθίστου, ἔχω νὰ παρατηρήσω ὅτι οἱ κανόνες, καὶ μάλιστα τῶν πρώτων κανονογράφων, Ἀνδρέα Κρήτης, Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ, εἶναι μεστοὶ ἀπὸ στοιχεῖα μαριολογικά. Ἄλλωστε δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει, ὅτι ἡ ποιητικὴ ἔκφραση τῶν μαριολογικῶν δογμάτων ἔγινε κυρίως ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, ποὺ εἶναι καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑμνογράφος τῆς Θεοτόκου713.

Ὕστερα ἀπὸ τὶς γενικὲς αὐτὲς παρατηρήσεις στὸ πρόβλημα τῆς πατρότητας καὶ τοῦ χρόνου τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου, ὁ λόγος ἐπανέρχεται στὸν Κοσμᾶ. Ἤδη ἔχουμε ὑπὲρ αὐτοῦ μιὰν ἰσχυρὴ ἀρχαιολογικὴ μαρτυρία, ποὺ ἀπηχεῖ ὁπωσδήποτε παλαιὰ καὶ διαρκὴ παράδοση τῶν Σαββαϊτῶν. Δυστυχῶς αὐτὴ ἡ ὑποτιθέμενη τώρα σχέση τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ καμιά χειρόγραφη μαρτυρία οὔτε ἀπὸ καμιὰ ἱστορικὴ πηγή. Ἔχουμε ὄμως πολλὲς καὶ σοβαρὲς φιλολογικὲς ἐνδείξεις, τὶς ὁποῖες θὰ ἐκθέσουμε ἀμέσως:

1. Ὁ Κοσμᾶς εἶναι ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς πρώτους κανονογράφους, ποὺ ἀναμφισβήτητα συνέθεσε κοντάκιο καὶ μάλιστα μὲ ἰδιόμελο προοίμιο714. Τὸ κοντάκιο ἀναφέρεται στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ σὲ θέμα θεομητορικό, μὲ τὴν ἀκροστιχίδα· «Τοῦ ταπεινοῦ Κοσμᾶ ὕμνος». Αὐτὸ καὶ μόνο καταρρίπτει τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ Μητσάκη, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ χρονολογήσουμε τὸν Ἀκάθιστο σὲ ἐποχὴ ποὺ δὲν ἔγραφαν κοντάκια ἰδιόμελα715. Ἀλλὰ ἀποδεικνύει καὶ κάτι ἄλλο σημαντικότερο, ὅτι ὁ Κοσμᾶς μποροῦσε νὰ συνθέσει κοντάκιο. Ἡ τεχνικὴ τοῦ ἦταν γνωστὴ καὶ ζωντανὴ ἀκόμη τὴν ἐποχή του.

2. Ὁ μαριολογικὸς χαρακτήρας τοῦ κοντακίου στὴν Κοίμηση εἶναι ἔντονος. Εἶναι ὅμως ἐξόχως χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ ἐφύμνιο τοῦ κοντακίου αὐτοῦ «ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» καὶ ὡς φραστικὸ σχῆμα (ὀξύμωρο) καὶ ὡς δογματικὴ ἔκφραση ἀνακαλεῖ τὸ γνωστότατο ἐφύμνιο τοῦ Ἀκαθίστου «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».

3. Ἡ ποίηση τοῦ Κοσμᾶ δὲν εἶναι ξένη πρὸς τὸ θέμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τὰ ὡραιότατα καὶ ποιητικότατα ἰδιόμελα τῆς Λιτῆς καὶ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (Μαρτίου 25) εἶναι δική τοῦ δημιουργία716. Ὑπάρχει ἀκόμη ἡ πληροφορία ὅτι οἱ δύο τελευταῖες ὠδὲς τοῦ κανόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι ποίημα τοῦ Κοσμᾶ717. Ἂν ἡ πληροφορία ἀληθεύει, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἀξιολογηθεῖ ἰδιαίτερα, γιατὶ οἱ ὠδὲς αὐτὲς ἔχουν ἐσωτερικὴ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα (κατὰ στίχους) εὐθέως ἡ η´ καὶ ἀντιστρόφως ἡ θ´718.

4. Ὑπάρχει κανόνας ἐγκωμιαστικὸς στὴ Θεοτόκο, ποίημα τοῦ Κοσμᾶ, στὸν Cod. Crypt. Δ.γ.I, ff. 138ν–139ν, ἐλλιπῶς ἐκδιδόμενος στὴν Παρακλητική719. Εἶναι καὶ ἐδῶ χαρακτηριστικὸ τὸ ἐφύμνιο τῆς α´ ὠδῆς: «Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε Μήτηρ ἀνύμφευτε». Πρέπει μάλιστα νὰ παρατηρήσω ὅτι σὲ ἐκτεταμένη ἔρευνα στοὺς κανόνες δὲν ἐπισημάνθηκε πουθενὰ αὐτὸ τὸ ἐφύμνιο.

5. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σύρο720. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κοσμᾶς δανείζεται ἀπὸ τὸν Ἐφραίμ. Ὁ πασίγνωστος εἱρμὸς «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ...» εἶναι δάνειο ἀπὸ τὸν Ἐφραίμ721.

6. Περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλα συνηγοροῦν ὑπὲρ τοῦ Κοσμᾶ τὸ ὕφος καὶ ἡ τεχνική, δηλ. τὰ μορφολογικὰ γνωρίσματα. Ὅπως εἴδαμε, ἡ ποίηση τοῦ Κοσμᾶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὁρισμένα σταθερὰ μορφολογικὰ γνωρίσματα· ἀγαπᾶ τὴν παραλληλία, τὴν ὁμοτονία καὶ ἰσοσυλλαβία, ἀκόμη περισσότερο τὴν ὁμοιοκαταληξία. Ἀσμενίζει ἐπίσης στὰ λεκτικὰ σχήματα, τὶς ἀντιθέσεις, τὶς παρηχήσεις καὶ τὰ ποικίλα λογοπαίγνια. Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ στιχουργικὴ ἁρμονία καὶ ὁ πλοῦτος τῶν λεκτικῶν σχημάτων εἶναι τὰ μορφολογικὰ γνωρίσματα τοῦ Ἀκαθίστου. Ἰδοὺ χαραρακτηριστικὰ παραδείγματα:

Γλῶσσαί ποτε συνεχύθησαν / διὰ τὴν τόλμαν τῆς πυργοποιΐας·

γλῶσσαι δὲ νῦν ἐσοφίσθησαν / διὰ τὴν δόξαν τῆς θεογνωσίας.

Ἐκεῖ κατεδίκασε Θεὸς / τοὺς ἀσεβεῖς τῷ πταίσματι·

ἐνταῦθα ἐφώτισε Χριστὸς / τοὺς ἁλιεῖς τῷ Πνεύματι.

Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία / πρὸς τιμωρίαν·

ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία / πρὸς σωτηρίαν

τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

(Κοσμᾶ, Δοξαστικὸν Λιτῆς τῆς Πεντηκοστῆς)722.

Ὅσο καὶ ἂν ἐρεύνησα, δὲν μπόρεσα νὰ ἐπισημάνω ἄλλη περίπτωση ἰδιομέλου μὲ τόσο τέλεια στιχουργικὴ ἐπεξεργασία. Μόνο ὁ Ἀκάθιστος μᾶς δίδει ἀνάλογα σχήματα.

Ἰδοὺ ὄμως καὶ ἄλλα, ἀπὸ τὸ κοντάκιο τοῦ Κοσμᾶ στὴν Κοίμηση:

τὸ μνῦμα τῇ ζώσῃ διακονῆσαν

καὶ τὴν ζῶσαν μνημειῳ μὴ ἐγκρατῆσαν.

(δ´, 4)

αὐτὴν μὲν ῥᾳδίως πληροφορήσας

καὶ μελέτῃ ἑτοίμῃ προκαταστήσας.

(ζ´, 2)

ὡς μήτηρ ἐν τέκνῳ συνομιλοῦσα καὶ ὡς δούλη δεσπότῃ συγκατοικοῦσα.

(θ´, 3)

εἶπε γὰρ ἅμα ὁ Κύριος τοῖς αὐτοῦ

συνευφραίνεσθαι μεθ’ ἑαυτοῦ.

(ι´, 5)

ἐπ’ ὤμοις ἰδίοις δορυφοροῦσι

καὶ ἐν στόμασι θριάμβοις δοξολογοῦσι.

(ις´, 3)

τολμήσας τὴν χεῖρα ἐπακοντίσαι,

τοῦ κραββάτου θελήσας τὸ σῶμα ῥίψαι.

(ιη´, 3)

Θὰ μπορούσαμε νὰ παραβάλουμε τὰ παραπάνω μὲ τὰ ἀνάλογα τοῦ Ἀκαθίστου:

χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητου θαύμα·

χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητου τραῦμα.

(γ´ (Γ), 12–13)

χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν·

χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.

(ε´ (Ε), 10–11)

Ὁ Κοσμᾶς ἀρέσκεται νὰ δημιουργεῖ ἀντιθέσεις ἢ παρηχήσεις μὲ τὴν παράθεση λέξεων τῆς ἴδιας ἐτυμολογικῆς ρίζας, κυρίως συνθέτων.

Ἰδοὺ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα:

Συνεσχέθς, ἀλλ’ οὐ κατεσχέθη...

Ἀνῃρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης...

Βροτοκτόνον, ἀλλ’ οὐ θεοκτόνον...

(Τετραώδιο, Μ. Σαββάτου, ὠδὴ ς´)

Νομοφθόρος, ἀλλ’ οὐ νομοφύλαξ...

(Κανόνας σταυροαναστάσιμος, ὠδὴ ς´, 1 = Cod. Crypt. Δ.γ.V, f. 86ν) χωρίον Χριστοῦ πολυχώρητον.

(Κοντάκιο στὴν Κοίμηση, γ´, 4)

χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος

(Κανόνας Χριστουγέννων, ὠδὴ θ´, εἱρμὸς)

χρόνους διαδραμοῦσα τῷ ἀχρόνῳ συνδιαιτᾶται...

(Κοντάκιο στὴν Κοίμηση, ς´, 3)

Τέτρωται ᾍδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευράν... (Τετραώδιο Μ. Σαββάτου, ὠδὴ ζ´, 1).

τῇ πρεπούσῃ τιμῇ, ὡς οὖσαν... πάντιμον.

(Κοντάκιο στὴν Κοίμηση, η´, 2)

Ἰδοὺ ἀνάλογα τοῦ Ἀκαθίστου:

καὶ σύν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ / σωματούμενόν σε θεωρῶν, κύριε, / ἐξίστατο καὶ ἵστατο κραυγάζων...

(α (Α), 3–5)

χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις·

χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ κτίστῆς.

(α (Α), 16–17)

πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν

καὶ κλεψίγαμου ὑπονοῶν...

(ς´ (Ζ), 3–4)

καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον / ἐχάρησαν...

(η´ (Θ), 5)

ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ

πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος...

(κβ´ (X), 3–4)

7. Ἀλλ ἐπισημαίνονται καὶ ἄλλες πολλὲς ἐσωτερικὲς ὁμοιότητες, ποὺ δημιουργοῦν τὴν ἐντύπωση ἀμεσότερης σχέσεως τοῦ Κοσμᾶ μὲ τὸν Ἀκάθιστο. Ἰδοὺ χωρία παράλληλα:


Κοσμᾶς Ἀκάθιστος
: Λειτουργὸς ἀσώματος ἐπέστη λέγων τὸ Χαῖρε τὴ Κεχαριτωμένῃ... (Εἱρμὸς ἀναστάσιμος, θ´. Εἱρμολόγιον, σ. 10) : Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε... (α´ (A) 1–2)
: Γλώσσαν ἣν οὐκ ἔγνω ἤκουσεν ἡ Θεοτόκος... (Ἰδιόμελο Εὐαγγελισμοῦ) : Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα... (γ´ (Γ) 1)
: Ὑπὸ νεφέλης φωτεινῆς καὶ στύλου πυρὸς καθοδηγούμενος... (Εἱρμὸς ἀναστάσιμος, α´. (Εἱρμολόγιον, σ. 101) : «Χαῖρε, πύρινε στύλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει·: χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». (ια´ (Λ) 12–13)
: χωρίον, ἐν ᾦ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος... (Κανόνας Χριστουγέννων, ὠδὴ θ´, εἱρμὸς) : «Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα» (ιε´ (Ο), 6)
: Τὸν ὀχούμενον ἐν ἅρμασι Χερουβίμ: καὶ ὑψούμενον ἐν ἄσμασι Σεραφίμ... (Ἰδιόμελο Ὑπαπαντῆς. Βλ. παραπάνω, σ. 213, ἀρ. 15) : Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβίμ: χαῖρε, ὄίκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφίμ... (ιε´ (Ο), 10–11)
: Ἡ Παρθένος γὰρ δέχεται τὴν χαράν...: ὁ κόσμος λέλυται τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς. (Ἰδιόμελον Εὐαγγελισμοῦ. Βλ. ἐντυπο Μηναῖο Μαρτίου. Καὶ παραπάνω, ἀρ. 21, σ. 214) : Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει·: χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρά ἐκλείψει. (α´ (Α), 6–7).
: «τὸ σκεῦος τῆς ζωῆς τῆς κοινὴς τὸ ἀτίμητον /... ὃ Θεὸς προανέπλασε κατ’ ἐκλογήν, /ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». (Κοντάκιο στὴν Κοίμηση, ς´, 4–6) : «ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κατεσκεύασέ σε ποιητής, ἄχραντε, οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ σου...» (ιθ´ (Τ), 3–4)

Οἱ παραπάνω σχέσεις ἐνισχύουν τὴν ἀρχική μας ὑπόθεση, ὅτι πιθανὸς ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου εἶναι ὁ Κοσμᾶς. Τρεῖς λόγοι, κατὰ τὴ γνώμη μας, εἶναι ἰσχυροί: ἡ ἀρχαιολογικὴ μαρτυρία, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἔγραψε καὶ κοντάκιο, καὶ τὰ κοινὰ μορφολογικὰ γνωρίσματα. Ὡς πρὸς τὶς ἄλλες σχέσεις, δὲ μᾶς διαφεύγει ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι κοινοὶ τόποι. Ἡ βυζαντινὴ ρητορική, ποὺ εἶναι ἡ μεγάλη κοινὴ πηγὴ τῆς ὑμνυγραφίας, ἔχει, ἰδιαίτερα σὲ θέματα δογματικά, ἕτοιμο καὶ φραστικὰ διαμορφωμένο ὑλικό. Εἶναι λοιπὸν πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, νὰ ἀποδείξει κανεὶς ἀμοιβαῖα δάνεια μεταξὺ ὑμνογράφων. Πάντως ἡ ἄλλη περίπτωση, νὰ δανείζεται δηλαδὴ ὁ Κοσμᾶς ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο, εἶναι μᾶλλον ἀπίθανη. Ὁ Κοσμᾶς εἶναι ποιητὴς σχεδὸν αὐτάρκης καὶ πολὺ σπάνια δανείζεται ἀπὸ ἄλλους ποιητές. Ἂν ἐξαιρέσουμε τὸν Γρηγόριο καὶ τὸν Ἐφραίμ, ποὺ ὁ Κοσμᾶς χρησιμοποιεῖ ὡς πηγές, δὲν ἔχουμε καμιά ἄλλη βέβαιη πηγὴ ἐμπνεύσεως καὶ δανεισμοῦ στοιχείων ποιητικῶν. Ὁπωσδήποτε μὲ τὴν ἐγγραφὴ τοῦ Κοσμᾶ στὸν κατάλογο τῶν πιθανῶν ποιητῶν τοῦ λαμπροῦ ὕμνου, τὸ πρόβλημα τῆς πατρότητας ἀποκτᾶ μιὰ νέα διάσταση, ὣς τώρα ἄγνωστη. Ἡ ἔρευνα τώρα πρέπει νὰ στραφεῖ καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή.

SOMMAIRE

Sur la vie et 1’oeuvre hymnographique de Saint Cosmas le Mélode, évêque de Majume, nous manque une étude approfondie. Malgré son grand nom dans I’Église Grecque et le titre exceptionnelloment honorifiquе de «princeps melodorum», qu’ on a lui à juste titre attribué, nos connaissances sur le cadre historique et littéraire, où il a évohié, sont très limitées et toujours sujet de discussions. Les sources légendaires se trouvent en forte contradiction tandis qu’un certain nombre de textes biographiques ou élogieux, sont encore inédits et par conséquent peu ou pas connus. C’est pour cеla qu’un ensemble d’erreurs concernant l’originе de Cosmas, les étapes chronologiques de sa vie, son éducation, son élevation au siège épiscopal de Majume, figurent dans les études des chercheurs, étant donné que ces études dependent les une des autres.

L’objectif de notre étude fut de rechercher et de rétablir aussi précisément que possible tous les renseignements légendaires, historiques et littéraires, afin de constituer un schéma biographique correspondent aux faits historiques, et, d’autre part, une liste des hymnes de Cosmas aussi complète que possible. C’est ainsi que la matière se divise en deux parties, l’historique et le littéraire.

Dans la première partie nous examinons en détail tous les textes hagiographiques, édités ou inédits. Nous avons classifié ces textes en trois types, en tenant compte de leurs ressemblances et de leurs diversités. Après une vaste et profonde vérification des sources nous avons été amenés aux conjectures nouvelles: Selon toutes les probabilités, Cosmas naquit vers 674/6 à Damas et non à Jérusalem. Il doit être mort vers 751/2 dans le convent renommé de Saint Sabbas, près de Jérusalem, où on désignait son tombeau pendant de longs siècles. Son origine de l’île de Grète, prétandue par certaines vies du type Г (Vita Chalkiensis et Vita Atheniensis) est prouvée ici tout a fait trompeuse comme étant due à une mauvaise lecture du mot ἀσηκρῆτις (ἀσηκρῆτιν – εἰς Κρήτην). L’élévation de Cosmas au siège épiscopal de Majume date ici de 735, tandis que dans toutes les études elle se place en 743. C’est dans la même partie que nous avons regroupé tous les lextes célébrant Cosmas comme saint, et nous avons dressé une liste de ses icônes (miniatures, mosaîques, fresques ou portables).

La deuxième partie renferme une étude globale de l’oeuvre hymnographique du célèbre mélode, basée sur une recherche approfondie des manuscrits. La recherche s’étend sur le style, la langue, les caractères morphologiques des hymnes, leurs sources et leurs influences. Nous avons prouvé, sans contredit, nous le croyons, qu’il n’y a pas d’autre hymnographe homonyme, ce qui nous a permis de constituer une nouvelle liste des hymnes de Cosmas, aussi complète que possible, en discutant toujours leurs problèmes philologiques et littéraires. Devant tant de difficullés, auxquelles nous avons dû faire face, nous avons essayé de trouver des solutions dûment appuyées sur les sources ou sur la critique littéraire. C’est ainsi que notre liste est bien plus riche et plus exacte, nous le croyons, que celle d’Eustratiadis ou celles des autres chercheurs. Elle renferme 173 hirmoi (εἱρμοὶ) au lieu de 158 d’Eustratiadis, 33 canons au lieu de 24, 83 idiomèles, au lieu de 64. A notre avis, le kontakion a la Dormition de la Vièrgo, sous l’acrostiche «Τοῦ ταπεινοῦ Κοσμᾶ ὕμνος», que le Professeur C. Trypanis a attribué à un autre Cosmas, a toutes les chances d’être rendu à Cosmas le Mélode.

Par surcroît, nous examinons un cas de beaucoup d’autres chercheurs rejettent: Est-ce que Cosmas fait parti des poètes probables de l’Acarhiste! A notre avis. Cosmas a autant de raisons que d’autres poètes prétendus par les chercheurs, sinon encore davantage.

De bonnes tables complètent cette vaste étude.

* * *

1

Βλ. Βίοι ἀγίων ἐκ τῆς Ἐλληνικῆς γλώσσης, ἤτοι ἐκ τῶν συναξαρίων μτταφρασθέντες παρὰ Μαξιμου ταπεινοῦ ἐπισκόπου Κυθήρων εἰς κοινὴν ὠφέλειαν. Τὰ νῦν δὲ μετατυπωθέντες καὶ παρὰ Γεωργίου Ἱερομονάχου τοῦ Ματωτου τοῦ ἐκ Κυδωνιάς τῆς Κρήτης, ἐπιμελῶς διορθωθέντες, Ἑνετίησιν 1691 (παρὰ Νικόλαω τῷ σαρω), σ. 95.

2

Βλ. Νικοδημου, Συναξαριστὴς, Α´, σ. 154.

3

Βλ. Κ. Δουκακη, Μέγας Συναξαριστὴς πάντων τῶν ἀγίων... τ. Α´, ἐν Ἀθήναις 1895, σσ. 178–179.

4

Synax. Eccl. CP., στ. X κἑ.

5

M. Jugie, «La vie de Saint Jean Damascéne», EO XXIII, 1924, σ. 141, σημ. 1.

6

PG 117, 184. Βλ. ἐπίσης Pio Franchi de’Cavalieri, II Menologio di Basilio II (Cod. Vatic., gr. 1613). I. Testo. Torino 1907, σ. 213.

7

Βλ. π.χ. G. Gakite, «Le Calendrier Palestine – Géorgian du Sinaiticus 34» (Xе siècle) (= Subsidia Hagiographica, № 30), Bruxelles. 1958.

8

Βλ. Βυζαντινὸν ἑορτολόγιον, Μνῆμαι τῶν ἀπὸ τοῦ δ´ μέχρι. τῶν μέσων τοῦ ιε´ αἰ. ἑορταζόμενων ἁγίων ἐν Κωνσταντωουπόλει, συνταχθέν ὑπὸ Μανουηλ Γεδεον. Ἐν Κωνσταντινουπόλει 1899.

9

Βλ. παρακάτω τὸ κεφ. «Ἁγιοποίηση – λατρεία».

10

Βλ. ΘΗΕ 6, 1965, στ. 1219 καὶ 7, 1965, 10. Ἐπίσης παρακάτω διεςοδικότερα.

11

Ὅ.π.

12

Βλ. V. Grumel, Traité d’ Études Byzantines. I. La chronologic. Paris 1958, σ. 452. Καὶ τοῦ ἱδιου, «La chronologio des Patriarches de Jérusalem sous les Comnènes», Bulletin de la Société hist. bulgare, t. XVII, 1940, σσ. 109–114.

13

PG 94, 441 A.

14

Synax. Eccl. CP., 395, 21–23.

15

Ἀσηκρῆται (a secretis ἢ secretarii) ὀνομάζονται oἱ ἰδιαίτεροι γραμματεῖς τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα. Γιὰ τὸν τίτλο καὶ τὴ σημασία τοῦ βλ. I.Ε. Καραγιαννοπουλου, Βυξαντινὴ Διπλωματικὴ. Α´. Αὐτοκρατορικὰ ἔγγραφα, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 149–153, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία.

16

Synax. Eccl. СР 396, 5–10.

17

Ὅ.π.

18

Ὅ.π.

19

Ευγγρατιαλου, Κατάλ. Μ. Λαύρας, σ. 38. Ἡ περιγραφὴ τοῦ Εὐστρατιάδη εἶναι πολὺ περιληπτικὴ καὶ ἐλλιπής.

20

Ehrhahd, Überlieferung III, 933, 22, σημ. 3.

21

Ἐκφράζω καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὸ Βολλανδιστὴ πατέρα Fr. Halkin, γιὰ τὴν προθυμία, μὲ τὴν ὁποία ἀνταποκρίθηκε στὴν παράκλησή μου, νὰ μοῦ προμηθεύσει φωτογραφία τοῦ χφ. ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῆς Βιβλιοθήκη; τῶν Βολλανδιστῶν.

22

Βλ. παραπάνω, σ. 18.

23

Βλ. Δ. Ζακυθηνου, Βυζαντινὴ Ἱστορία (324–1071), ἐν Ἀθήναις 1972, σσ. 186–187.

24

Ὅ.π., σ. 164. Ἐπίσης, G. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Oxford 1968, σ. 157.

25

Βλ. Gordillo, Damascenica, σ. 40 καὶ Nasrallah, Jean de Damas, σ. 58, ὅπου μάλιστα ἡ γέννηση τοῦ Δαμασκηνοῦ τοποθετεῖται στὰ 655/660. Βλ. περισσότερα στὸ κεφ. «Σχῆμα Βίου – Χρόνος».

26

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, στὴν ΕΕΒΣ ΜΑ´, 1974, σσ. 263–264.

27

Θεοφάνης, 367 (De Boor).

28

Βλ. Π. Χρηστου, ΘΗΕ 7, 1965, στ. 885.

29

Βλ. PG 38, 341. Περισσότερα παρακάτω, στὸ οἰκεῖο κεφάλαιο.

30

PG 97, 844 Β. Βλ. καὶ 1141 D.

31

Βλ. Gordillo, Damascenica, σσ. 63–65.

32

Ὅ.π., σσ. 61–62.

33

Βλ. BHG3 885 b καὶ Auctarium, σ. 101. Βλ. ἐπίσης Μ. Jucie, «Uno nouvelle vie el un nouvel écrit de St. Jean Damascène», EO XXVIII, 1929, σσ. 35–41. Καὶ A. Ennhard, στὸ BZ 29, 1929, σσ. 417–418.

34

Gordillo, Damascenica, σ. 62.

35

Βλ. Luigi de Stefani, «Il lessico ai Canoni giambici di Giovanni Damasceno secondo un ms. romano», BZ 21, 1908, σσ. 431–435. Ὁ ἐκδότης (σ. 431) γνωρίζει καὶ ἄλλα χφφ., ποὺ παραδίδουν ἀνώνυμα τὸ λεξικὸ τοῦτο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἐπίσης «in piccola parte» καὶ στοὺς κανόνες τοῦ Κοσμᾶ.

36

Gordillo, Damascenica, σ. 63.

37

Nasrallah, Jean de Damas, σ. 6.

38

Gordillo, Damascenica, σ. 64, παρ. 5.

39

Gordillo, Damascenica, σ. 64, παρ. 2.

40

Βλ. Hoeck, Stand, σ. 8, ὁπου ἀπλῶς ἀναφέρεται ὁ ἀριθμὸς τῶν χφφ., ἀλλὰ ὄχι καὶ οἱ ἐνδείξεις τῶν καταλόγων.

41

Βλ. Ν. Majoranus, Τοῦ ἁγίου Ἱωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ λόγοι τρεῖς ἀπολογητικοὶ (ὑπὲρ τῶν εἴκόνωτ), Romae 1553, σσ. 229–272.

42

Βλ. Β. Johannis Damasceni, Opera omnia, Basileae 1575, σσ. 676–698.

43

Acta SS. Maii, t. II, 1680, 723–730.

44

Le Quien, Oriens Christianus, t. I, I–XXIV.

45

PG 94, 429–490.

46

BHG3, 884.

47

Βλ. J. De Ghellink, «L’entrée de Jean de Damas dans le monde littéraire occidental», BZ 21, 1912, σσ. 448–456. Gordillo, Damascenica, σ. 48.

48

Στὸ περ. EO, XXIII, 1924, σ. 137.

49

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 211, ὄπου καὶ βιβλιογραφία. Βλ. ἐπίση; ΘΗΕ 6, 1965, στ. 1219 καὶ 7, 1965, στ. 10. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Jugie σὲ μεταγενέστερο μελέτημά τοῦ τάσσεται μὲ τὴ γνώμη ὅτι συγγραφέας τοῦ Βίου εἶναι ὁ Ἰωάννης Η´ Ἱεροσολύμων. Βλ. EO, XXVIII, 1929, σσ. 35–41.

50

Στὰ ΑΙΣ, Γ´, σ. θ´. Βλ. καὶ Auctarium, σ. 101.

51

Βλ. M.C. Kekelidje «Γεωργιανὴ διασκευὴ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ», (ρωσικὰ), περ. Khristianskij Vostok, III, 1914, σ. 119.

52

Στὸ περ. ΝΣ, ΚΣΤ´. 1931. σ. 390.

53

Βλ. Ἀθηνῶν Χρυς. Παπαδοπουλου, «Ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης Ε´ ὁ Ὀξείτῆς (1089–1100)», ΕΕΒΣ, IB´, 1936, σσ. 361–388, στὴ σ. 375, σημ. 1. Βλ. ἐπίσης τὶς παρατηρήσεις τοῦ D. Fecioru, Viata sfântului Joan Damaschin, Bucuresti 1935, σ. 21, σημ. 1.

54

Nasrallah, σ. 3. Γιὰ τὸν πτρχ. Ἰωάννη τὸν Ὀξείτη βλ. V. Grumel, «Les patriarches grecs d’ Antioche du nom Jean», EO 32, 1933, σσ. 279–299. Ἐπίσης, REB 9, 1951, σσ. 161–163. Καὶ J. Darrouzès, «Le florilège do Jean. l’ Oxite», REB 12, 1954, σσ. 180–181.

55

PG 94, 489 A–B.

56

Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ φράση τοῦ Hoeck, Stand, σ. 9, σημ. 3: «Volvitur orbis!».

57

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, «Ἀνέκδοτος Βίος Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ», ΕΕΒΣ ΜΑ´, 1974, σσ. 259–296. Βλ. περισσότερα παρακάτω.

58

Ὅ.π., σ. 280, 531–536.

59

Βλ. παραπάνω, σ. 33.

60

PG 94, 433 Β.

61

Βλ. Σ. Εγσρατιαδου, «Δαμασκηνός», ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, σ. 390.

62

Ἡ ἔκδοση ἔγινε ἀρχικὰ στὸ περ. Al-Maçarrat, τ. II, 1912, σὲ τρεῖς συνέχειες καὶ ἀμέσως μετὰ αὐτοτελῶς, Harissa 1912. Γιὰ τὸ ἀραβικὸ αὐτὸ πρωτότυπο βλ. Μ. Jugie, «Une nouvelle vie et un nouvel écrit de St. Jean Damascène», EO XXVIII, 1929, σσ. 35, 36, σημειώσεις. Ἐπίσης G. Graf, Geschichte der christlischen arabischen Literatur, t. II, 1947, σ. 70. Καὶ Nasrallah, σ. 2, κἑ., ὅπου καὶ ἄλλη βιβλιογραφία.

63

Γιὰ τὶς μεταφράσεις στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες βλ. Gordillo, Damascenica, σσ. 52–53. Προσθέτω δύο ἀκόμη μεταφράσεις: Α.Α. Vasiliev, Arabskaja versia zitia sp. Ioanna Damaskina, Saint Pétersburg 1913 Καὶ B. Hemmerdincer, περ. Proche Orient Chrétien, 12, 1962, σ. 209 κἑ.

64

Gordillo, Damascenica, σ. 55.

65

Gordillo, Damascenica, σσ. 54–55, καὶ Nasrallah, σ. 3.

66

Στὸ περιοδ. Khristianskij Vostok, III, 1914, σσ. 119–174. Βλ. καὶ Gordillo, Damascenica, σ. 55, ὀπου ἀνάλυση καὶ ἀξιολόγηση τῆς διασκευῆς αὐτῆς.

67

Βλ. G. Graf, «Das arabische Original der Vita des hl. Johannes von Damaskus», περ. Der Katholik, 1913, σσ. 326–329. Kai Nasrallah, σ. 2 καὶ σημ. 6.

68

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογοαγία – Ποίηαις, σ. 211.

69

Στὸ περιοδ. EO XXIII, 1924, σ. 137. Βλ. ἐπίσης Ρ. Peeters, περ. Anal. Boll. 33, 1914, σ. 80.

70

PG 94, 448 Α: «Ὁ Ἰωάννης γὰρ ἡμῖν τῶν ἐγκωμίων ὑπόθεσις».

71

PG 94, 449–461.

72

PG 94, 448 Α.

73

PG 94, 440 D–441 Α.

74

PG 94, 445 Α.

75

Ὅ.π., 461 Β.

76

Ὅ.π., 477 Α.

77

Βλ. παραπάνω, σ. 24.

78

PG 94, 477 Α.

79

Βλ. Iω. Σακελλιωνος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1892, σ. 177. Καὶ Ehrhard, Überlieferung, 1, 2, σ. 665.

80

Στὰ ΑΙΣ Δ´, 1897, σσ. 303–350. Βλ. καὶ τ. Ε´, 1898, σσ. 405–407, ὅπου σύντομες παρατηρήσεις.

81

Ἰω. Σακελλιωνος, Πατμιακὴ Βιβλιοθήκη, Ἀθῆναι 1890, σ. 316. Καὶ ΘΗΕ 7, 1965, στ. 13. Βλ. ἀκόμη Η.G. Beck, KTL, σ. 641.

82

W. Weyh, Die Akroslichis, σσ. 12–18.

83

Βλ. Auctarium, σ. 101. καὶ Ehrhahd, Überlieferung III. σ. 596. Καὶ ΑΙΣ Γ´, σ. θ´.

84

Βλ. W. Weyh, Die Acrostichis, σ. 12.

85

Βλ. ΑΙΣ Δ´, σ. 338. 21–28.

86

Βλ. ΑΙΣ Δ´, σσ. 271–302. Περισσότερα παρακάτω.

87

Gordillo, Damascenica, σ. 51. Καὶ Nasrallah, σ. 4.

88

ΑΙΣ Δ´, σ. 307, 20–22.

89

Ἰωάν. I, 47–51.

90

ΑΙΣ Δ´, σ. 312, 17.

91

ΑΙΣ Δ´, σ. 307, 9–12.

92

ΑΙΣ Δ´, 311–312.

93

Θεοφάνης, I, 365 (de Boor). Γιὰ τὸ ἐπίθετο Μανσούρ, ποὺ ἐσήμαινε κατὰ τοὺς Ἄραβες «νικητής», κατὰ δὲ τοὺς Βυζαντινοὺς «λελυτρωμίνος» καὶ «λέτραβος» (Κεδρηνός, PG 121, 877), βλ. Σ. Εὐγτρατιαδου, Δαμασκηνός, ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, δ. 391.

94

Nasrallah, Jean de Damas, σ. 71 κἑ.

95

L. Gaetani, Chronographia Islamica, fasc. I, Paris – Rome 1912, σ. 465. Kai Nasrallah, ὅ.π.

96

ΑΙΣ Δ´, σσ. 317–318.

97

ΑΙΣ Δ´, σσ. 318–327. Βλ. ἀκόμη PG 94, 449–461 καὶ Κονσταντινου Ακροπολιτου, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἄγιον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν», PG 140, 836–853.

98

Nasrallah, Jean de Damas, σ. 71.

99

Βλ. BΗG3, 885 с, 885 m καὶ Appendix III, 27q.

100

ΑΙΣ Δ´, 321, 14–19.

101

ΑΙΣ Δ´, 323, 14–16.

102

Τὸ θρυλούμενο αὐτὸ θαῦμα τῆς Θεοτόκου πέρασε ἀπὸ τὰ ἀγιολογικὰ κείμενα καὶ στὴν εἰκονογραφία. Βλ. Nasrallah, σ. 81, ὅπου καὶ ὅλη ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία. Βλ. ἐπίσης Σ. Εὐστρατιαλου, «Δαμασκηνὸς», ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, σσ. 395–396, ὄπου καὶ ἀναφορές τοῦ θαύματος στὴν ὑμνογραφία.

103

Nasrallah, σ. 81.

104

Βλ. Nasrallah, Jean de Damas, σσ. 73–74. Βλ. ἀκόμη Σ. Ευστρατιαδου, «Δαμασκηνός», ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, σ. 397, ὅπου πιθανολογεῖται ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς ἐγκατέλείψε τὴ Δαμασκὸ κατὰ τὴ διάρκεια διωγμῶν ἐπὶ τοῦ Ὀμάρ Β´ (717–720).

105

ΑΙΣ Δ´, σ. 328, 6–13.

106

ΑΙΣ Δ´, σ. 328, 15–16.

107

ΑΙΣ Δ´, σ. 329, 1–7.

108

Βλ. V. Grumel, Trailé d’ Études Bysanlines. I. La chronologie, Paris 1958, σ. 452. Kai H.G. Beck, KTL, σ. 517, ὅπου ὁ Ἡλίας χρονολογεῖται μεταξὺ 770–797. Βλ. ἀκόμη ΘΗΕ 6, 1965, στ. 29.

109

ΑΙΣ Δ´, σ. 338, 23–25.

110

Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 25.

111

ΑΙΣ Δ´, σ. 350, 7.

112

Παρατηρεῖ ὁ ἈΘ. Παπαδοπουλος – Κεραμευς, ΑΙΣ Δ´, σ. 336, σημ. 22: «νῦν τὸ πρῶτον ἀκούεται ὅτι τὸ τριῴδιον τοῦ Προσαββάτου, ὄπερ ἀποδίδεται κοινῇ τῷ Κοσμᾶ, συνέταξε Σωφρόνιος ὁ Ἱεροσολύμων». Ὅτι ὁ Μερκουρόπωλος πλανᾶται καὶ ἐδῶ εἶναι προφανές.

113

ΑΙΣ Δ´, σσ. 336–340.

114

ΑΙΣ Δ´, σ. 350, 9–10.

115

Βλ. καὶ Synax. Eccl. СР., 395–396.

116

ΑΙΣ Δ´, σ. 350, 11–17.

117

Βλ. Αθ Παπαδοπουλου Κεραμεως, Μαυρογορδάτειος Βιβλιοθήκη, ἤτοι Γενικὸς περιγραφικὸς κατάλογος τῶν ἐν ταῖς ἀνὰ τὴν Ἀνατολὴν βιβλιοθήκαις εὐρισκομένων χειρογράφων.., Ἐν Κωνσταντίνουπόλει 1886 (= Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος, Παράρτημα τοῦ ΙΖ´, τόμου), σ. 30, ὅπου τὸ χφ. χρονολογεῖται στὸν 11° αἰ. Βλ. ἐπίσης Η.G. Beck, KTL, σ. 504, ὄπου χρονολογεῖται ὀρθὰ στὸ 12° αἰ. Ἐπίσης J.M. Hoeck, Stand, σ. 11.

118

Βλ. Μητροπολίτου Αθηναγορα τοῦ ἀπὸ Μ. Πρωτοσυγκέλλων, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Χάλκῃ μονῆς τῆς Παναγίας», ΕΕΒΣ Ι´, 1933, σ. 236.

119

Βλ. R. Devreesse, Catalogue det manuserits grecs. II. Le fonds Coislin, Paris 1945, σσ. 270–271. Kai Fr. Halkin, Manuscrits grecs de Paris. Inventaire hagiographique, Bruxelles 1968 (= Subsidia Hagiographies № 44) σ. 270. Ἐπίσης Ehrhard», Überlieferung III σ. 576.

120

Βλ. Nasrallah, Jean de Damas, σ. 6.

121

Βλ. ΑΙΣ Δ´, σσ. 271–302. Καὶ τ. Ε´ σσ. 404–405, ὄπου σύντομες παρατηρήσεις.

122

ΑΙΣ Δ´, σ. 338, 21–23.

123

Βλ. παραπάνω, σ. 39.

124

ΑΙΣ Δ´ σ. 278, 4–30.

125

Βλ. Β. Golgrave, The earliest Life of Gregory the Great by an Anonymus Monk of Whitly, Lawrence, University of Kansas Press, 1968, σσ. 126–129 (κεφ. 29). Τὴν πολύτιμη πληροφορία ὀφείλω στὸ Βολλανδιστὴ πατέρα Fr. Halkin, τὸν ὀποῖο καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ θερμά εὐχαριστῶ.

126

Βλ. J.M. Hoeck, Stand, σ. 11.

127

Βλ. ἔντυπη Παρακλητική.

128

ΑΙΣ Δ´, σ. 277–278.

129

Cod. Coisl. gr. 286, f. 187 v. Βλ. καὶ ΑΙΣ Δ´, σ. 271, 7–8. Ἐδῶ τὸ κείμενο διακόπτεται στὴ φράση «ἐν ᾗ καὶ yeννηθεὶς καὶ...».

130

Cod. Coisl. gr. 286, f. 187v.

131

Cod. Coisl. gr. 286, f. 187v.

132

ΑΙΣ Δ´, σ. 272, 26–29.

133

ΑΙΣ Δ´, σ. 273. 1–4.

134

Βλ. παραπάνω, σ. 24.

135

ΑΙΣ Δ´, σ. 301, 17.

136

ΑΙΣ Δ´, σ. 273, 20–21.

137

Ἔτσι φέρεται στὸ ἔργο τοῦ Egon Wellesz, A History, σ. 455. Βλ. καὶ «Πεπραγμένα Α´ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου», Κρπτικὰ Χρονικὰ ΙΕ´–ΙΣΤ´, 1961–1962, II. σ. 138.

138

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, Οἱ ἅγιοι τῆς πρωτης βνζαντινης περιόδου τῆς Κρήτης καὶ ἡ σχετικὴ πρὸς αὐτοὺς φιλολογία (Διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ), Ἀθῆναι 1970, σ. 146.

139

Βλ. παραπάνω, σ. 18 κἑ.

140

ΑΙΣ Δ´, σ. 318, 9.

141

Βλ. PG 94, 501. Τὸ συναξάριο καὶ στὰ ἔντυπα Μηναῖα (Δεκεμβρίου 4).

142

Βλ. Π. Τρεμπελα, Ἐκλογή, σ. 161, 184, 195. Καὶ ΘΗΕ 7, 1965, στ. 884.

143

Gordillo, Damascenica, σ. 64.

144

V. Beneševič, Catalogus codicum manuscriptorum Graecorum qui in monasterio Sanctae Catharinae in monte Sinai asservantur, III, I, Petropoli 1917, σ. 196.

145

Θεοχ. Δετορακη, ὅ.π., σσ. 130–131.

146

ΑΙΣ Δ´, σ. 299, 23–31.

147

Ὅ.π., σ. 282, 15–17.

148

Βλ. Ἰωάννου τοῦ Φωκα, «Ἔκφρασις ἐν συνόψει τῶν ἀπ’ Ἀντιόχειας μέχρις Ἱεροσολύμων κάστρων καὶ χωρῶν, Συρίας, Φοινίκης καὶ τῶν κατὰ Παλαιστίνην Ἁγίων Τόπων», PG 133, 927–962, στὴ στ. 948 C.

149

Synax. Eccl. СР. 265, 32, 33. Καὶ Σ. Ευστρατιαδου, Ἁγιολόγιον, σ. 231.

150

PG 117, 184.

151

ΑΙΣ Δ´, σ. 276, 1.

152

Εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ α´ τροπαρίου τῆς ε´ ὠδῆς τοῦ κανόνα τοῦ Κοσμᾶ στὴ Μ. Πέμπτη (βλ. ἔντυπο Τοιώδιο).

153

Εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ε´ τροπαρίου τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα ἀντὶ τῆς θ´ ὤρας τοῦ Ἀποδείπνου ἢ Μεσονυκτικοῦ (βλ. ἔντυπο Πεντηκοστάριο).

154

ΑΙΣ Δ´. 276. 4–13.

155

Ὅ.π., σ. 279, 5–17.

156

Ὅ.π., σ. 338, 21–25. Βλ. καὶ παραπάνω, σσ. 42 ἑ.

157

ΑΙΣ Δ´, σ. 287, 8–24.

158

Βλ. Νικοδημου, Ἑορτοδρόμιον, σ. 55.

159

ΑΙΣ Δ´, σ. 338, 18–20.

160

ΑΙΣ Δ´, σ. 287 κἑ.

161

Ὅ.π., σ. 298, 29–32.

162

Ὅ.π., σ. 299, 13–22.

163

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, ὄ.π., σ. 150.

164

Βλ. Hιρ. Delehaye, «Les légendes hagiographiques», Bruxelles 1927, (= Subsidia Hagiographica № 18), σσ. 1–12.

165

ΑΙΣ Δ´, σσ. 299–300.

166

Βλ. Acta SS. Iulii, t. III, 1723. 531–613 (γ´ ἔκδ. 504–584). Καὶ BHG3 1670. Ἡ ἀρχὴ τοῦ βίου βρίσκεται σὲ ἀραβικὸ χφ. τοῦ Σινᾶ. Βλ. G. Garitte, «Le début de la vie de S. Etienne le Sabbaɪ̄te relrouvé en arabe au Sinai». Anal. Ball. 77, 1959, 332.

167

ΑΙΣ Δ´, σ. 301, 6–11.

168

Ὅ.π. σ. 301. 12–20.

169

Ὅ.π., σ. 298, 29–32.

170

Gordillo, Damascenica, σ. 51.

171

Βλ. Μητροπολίτου Αθηναγορα, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Χάλκῃ μονῆς τῆς Παναγίας», ΕΕΒΣ Ι´, 1933, σ. 236. Βλ. ἐπίσης J.M. Hoeck, Stand, σ. 11, σημ. 3.

172

Βλ. Αθ. Παπαδοπουλου-Κεραμευς, Μαυρογορδάτειος Βιβλιοθήκη, σ. 31.

173

PG 140, 817 D.

174

Βλ. Ἰω. Σακελλιονος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1892, σ. 54. Καὶ Ehrhard, Überlieferung, III, 1024–1025. Καὶ H.G. Beck, KTL, σ. 504, σημ. 3.

175

BUG3, 884 a. Τὸ κείμενο πρέπει νὰ συμπεριληφθεῖ στὸ dossier τοῦ Κοσμᾶ.

176

Θεοφάνης, 348, 14 (De Boor). Βλ. καὶ Nasrallah, Jean de Damas, σ. 61.

177

Βλ. παραπάνω, σ. 24.

178

Βλ. C. Ηöeg H.J. W.Tillyard – Egon Wellesz, Monumenta Musicae Byzantinae. III. Hirmologium Cryptense, Roma 1951, σ. 38. Βλ. ἐπίσης Monumenta, VI. «The Hymns of the Hirmologium», Copenhague 1952, σ. 321, ἀρ. 8.

179

Στὴ BUG3, 394 a ἡ κατάληξη «τὰς τῶν ἐκλεκτῶν μερίδας...» πρέπει νὰ διορθωθεῖ.

180

Βλ. Anal. Boll., 19. 1900, σσ. 107–114 (σ. 113, ἀρ. 53). Ἐπίσης Ehrhard, Überlicferung, I. σ. 562, σημ. 4 καὶ III, σσ. 476–477. Σχετικὴ μὲ τὰ κείμενα τοῦ χφ. βιβλιογραφία βλ. ἀπὸ τοῦς Paul Canard e Vittorio Peri, «Sussidi bibliografici per i manoscritti greci della Biblioteca Vaticana, Città del Vaticano 1970» (= Sindi e Tetli 261), σ. 164.

181

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, «Ἀνέκδοτος Βίος Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ», ΕΕΒΣ, ΜΑ´, 1974, σσ. 259–296 (τὸ κείμενο, σσ. 265–296).

182

Ὅ.π., σ. 266, 29–30.

183

Ὅ.π., σ. 293, 978–979.

184

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ 265, 22–25. Βέβαια, ἡ δήλωση ἀναξιότητας εἶναι συνηθισμένο μοτίβο στὴν ἁγιολογικὴ φιλολογία.

185

Ὅ.π., σσ. 290–291.

186

Ὅ.π., σ. 280, 531–536.

187

Βλ. παραπάνω, σσ. 33–35.

188

Βλ. παραπάνω, σ. 35.

189

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 269, 146–148. Βλ. Δ. Ζακυθηνο στὴ ΜЕЕ, «Συμπλήρωμα», τ. Β´. σ. 232β. Καὶ Κ. Αμαντου, Ἰστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτονς, τ. В´, Ἀθήναι 1957, σσ. 303 κἑ.

190

Βλ. Δ. Ζακυθηνο, ὅ.π.

191

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 296, 1087–1088.

192

Ὅ.π., σ. 280, 536–540.

193

Ὅ.π., σ. 265, 20–22.

194

Βλ. παραπάνω, σσ. 55–57.

195

Βλ. ΕΕΒΣ ΜΑ´, σσ. 269–275.

196

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σσ. 279–280 (στίχ. 478–512).

197

ΑΙΣ Δ´, σ. 301, 6–11. Βλ. καὶ παρακάνω, σ. 62.

198

Ὅ.π., σ. 301, 15–20.

199

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 266. 36–41.

200

PG 94, 445 Α.

201

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 266, 48–52.

202

Ὅ.π., σ. 268, 96–97.

203

Βλ. ΑΙΣ Δ´, 272, 27–28.

204

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 266, 57–58.

205

Θεοφάνης, σ. 365 (Do Boor). Βλ. καὶ Nasrallah, Jean de Damas, σσ. 57 κἑ., ὅπου καὶ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα ἀπὸ ἀραβικές πηγές.

206

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 268, 111–113.

207

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 268, 120–124.

208

ΑΙΣ Δ´, σ. 328, 7–11. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 47.

209

PG 140, 828 D: «Ἰωάννης καὶ ὁ πρὸ αὐτοῦ τεθείς εἰς υἱὸν γνησίου στερήσει γεννήματος, ὁ θαυμάσιος κλῆσίν τε καὶ τρόπον Κοσμᾶς».

210

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 272, 259–261.

211

Βλ. Nasrallah, Jean de Damas, σσ. 71 κἑ.

212

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 280, 530–531.

213

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σσ. 280–281 (στίχ. 542–564).

214

Βλ. G. Garitte, «Le début de la Vie de S. Etienne le Sabbaite, retrouvé en arabe au Sinai», Anal. Boll. 77, 1959, σ. 352, κεφ. VIII.

215

ΑΙΣ Δ´, σ. 287, 28–29. Καὶ ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 284, 683–685.

216

ΑΙΣ Δ´, σ. 298, 29–33. Καὶ ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 292. 940–943.

217

ΑΙΣ Δ´, σ. 300, 12–15. Καὶ ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 293, 984–985.

218

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 282, 588–594.

219

Ὅ.π., στίχ. 599–607.

220

Βλ. παραπάνω, σ. 24.

221

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 282, 616–617.

222

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σσ. 293–294.

223

PG 133, 948 C. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 57–58.

224

Βλ. L. Allatius, De libris et rebus ecclesiasticis Graecorum, Parisiis 1646, σσ. 120, 138, 291–292. Καὶ, τοῦ Ιδιου De utriusque Ecclesiae Occidentalis atque Orientalis perpetua in dogmate de purgatorio concessione, Boinae 1655, σ. 740. Βλ. καὶ ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 260, σημ. 3.

225

Βλ. παρακάτω Πίνακα ἔργων τοῦ Κοσμᾶ (Μέρος Β´).

226

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 87–88. Καὶ, τοῦ Ιδιου, «Ταμεῖον», ΕΦ ΛΖ´. 1938, σσ. 257–258.

227

Βλ. Σ. Ευστατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 88.

228

Christ Paranikas, Anthologia, σ. L.

229

Τὸ θέμα τοῦτο θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὸ Β´ μέρος τῆς διατριβῆς.

230

Έκδ. Bekker, σ. 545, στὸ λῆμμα Ιωαννησ Δαμασκηνοσ.

231

PG 121, 877.

232

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 257.

233

Ὅ.π., σ. 263.

234

PG 38, 670.

235

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, Οἱ ἁγιοι τῆς πρώτης βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καὶ ἡ σχετικὴ πρὸς αὐτοῦς φιλολογία, Ἀθῆνα» 1971, σ. 171.

236

ΑΙΣ Δ´, σ. 286, 18–19.

237

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 84. Καὶ Π. Χρηστου, ΘΗΕ 7, 1965, στ. 885.

238

Βλ. παραπάνω, σ. 24.

239

Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 69.

240

Ὅ.π.

241

Βλ. παραπάνω, σσ. 55–57.

242

Acta SS. Octobris, t. VI. 597.

243

Ὅ.π., 594.

244

Βλ. Bernhard, Rezensionen, σ. 54.

245

Βλ. Archimandrite Vladimir, Sisiematičeskie opisanie rukopisej Moskovskoj Sinodal’noj (Patriaršej) Biblioteki, I. Rukopisi grečeskija, Moskwa 1894. σ. 802.

246

BHG3, t. I, σ. 136. Weyh, Die Akrostichis, σ. 20. Βλ. ἐπίσης De Mayons, Romanos σ. 57.

247

Christ Paranikas, Anthologia, p. XLIX. Tusculum Lexicon, σ. 287.

248

Βλ. S. Vailhé, «Date de la mort de Saint Jean Damascène», EO IX, 1906, σσ. 28–30. Ὁ βιογράφος τοῦ Στεφάνου μοναχὸς Λεόντως μαρτυρεῖ ὅτι «Δεκαετὴς παρεγένετο εἰς τὴν μεγίστην ἡμῶν λαύραν σύν τῷ αὐτοῦ πατραδέλφῳ, μεθ’ οὖ δεκαπέντε ἐνιαυτοὺς ἐν πάση ὑπακοῇ καὶ ὑποταγῇ διῆγε». Βλ. Acta SS. Iul., III, 580 C. Βλ. ἐπίσης Μ. Jugie, «La Vie de Saint Jran Damascène», EO XXIII, 1924, σ. 141 καὶ σημ. 3.

249

Βλ. Nasrallah, Jean de Damas, σσ. 127–128, ὅπου καὶ ὅλη ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία.

250

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογοαφία Ποίησίς, σ. 212, ὅπου ἡ χρονολογία 749 δὲ θεωρεῖται ἀσφαλῆς, πάντως ὄμως ὁ θάνατος τοῦ Δαμασκηνοῦ τοποθετεῖται πρίν ἀπὸ τὸ 753.

251

Βλ. Μ. Jugie, στὸ DTC, VIII1», στ. 695. Καὶ Ν.В. Τωμαδακη, Ὑμνογοαφῖα – Ποίησις, σ. 212.

252

ΘΗΕ 6, 1965, στ. 1221.

253

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Δεκεμβρίου 4. Καὶ PG 94, 501.

254

Βλ. Gordillo, Damascenica, σ. 65.

255

Nasrallah, Jean de Damas, σ. 58.

256

M. Jugie, DTC VIII1, 705–706.

257

M. Jugie, ὅ.π.

258

Βλ. OHE 6, 1965, στ. 1221.

259

ΑΙΣ Δ´, σ. 328, 7–11. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 47.

260

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 268, 120–121. Καὶ παραπάνω, σ. 76.

261

PG 140, 828 D.

262

Βλ. καὶ Π. Χρηστου, ΘΗΕ 7, 1965, στ. 885, ὅπου ἀπὸ λάθος τυπογραφικὸ τὸ 675 ἔγινε 685!

263

Βλ. παραπάνω σσ. 17, 19.

264

Βλ. παραπάνω, σσ. 63, 68.

265

Βλ. παραπάνω, σσ. 47–48.

266

ΑΙΣ Δ´, σ. 350, 7.

267

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 293, 984.

268

Le Quien, Oriens Christianus IIΙ, 621–626. Βλ. καὶ PG 94, 478, σημ. 29, ὅπου τὸ 743 πρέπει να διορθωθεῖ σὲ 742.

269

ΑΙΣ Δ´. σ. 338, 25.

270

Βλ. παραπάνω, σ. 86, σημ. 22. Καὶ DACL III2, στ. 2993.

271

Synax. Eccl. СР, 396, 5–8.

272

Μ. Jugie, «La Vie de saint Jean Damascène», EO XXIII, 1924, p. 141.

273

PG 94. 521.

274

Μ. Jugie, ὅ.π.

275

Synax. Eccl. СР., 395, 13–14.

276

Вλ., ὅσα σημειώσαμε παραπάνω, σσ. 56–57.

277

Μ. Jugie, ὅ.π., σ. 140, καὶ σημ. 5.

278

Nasrallah, Jean de Damas, σσ. 59–60. Ἐπίσης Ρ. Lemerle, Le premier humanisme byzantin, Paris 1971, σ. 98, ὅπου ἀνιφέρεται στὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Bio PG 94, 441 καὶ 445.

279

Nasrallah, Jean de Damas, σ. 60.

280

Γιὰ τὴν ἐλληνομάθεια τοῦ Κοσμᾶ βλ. Θεοχ. Δετορακη, «Κλασσικαὶ ἀπηχήσεις εἰς τὴν βυζαντινὴν ὑμνογραφίαν», ΕΕΒΣ ΛΘ´–Μ´, 1972–73, σ. 152.

281

Βλ. «Τιμητικὸν ἀφιέρωμα ἐπὶ τῇ ἐπανακομιδῇ τοῦ σεπτοῦ σκηνώματος Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου)», Ἱεροσόλυμα 1965 (ἔκδ. τοῦ περιοδικοῦ Νέα «Σιών) Βλ. ἐπίσης ΘΗΕ 10, 1967, στ. 1090–1094, ὅπου καὶ πλούσια βιβλιογραφία γιὰ τὴ μονὴ καὶ τὴν ἱστορία της.

282

PG 95, 97 Β.

283

Βλ. Θεοδ. Χουδαβερλογλου, Κοσμᾶς ὁ Ἱεροσοσλυμίτης καὶ ὁ Ὅμηρος, ΝΣ MB´, 1947, σσ. 107–110.

284

Βλ. γενικὰ Pauly Wissowa, BE VII, 880–886. Καὶ Μ.A. Meyer, History of the city of Gaza, New York 1907.

285

Βλ. παρακάτω: Γλώσσα κaὶ ἀρχαιομάθεια τοῦ Κοσμᾶ.

286

Γιὰ τὴν πόλη Μαϊουμᾶ καὶ τὶς σχετικὲς μαρτυρίες βλ. Pauly Wlssowa, RЕ XIV, 610.

287

ΘΗΕ 8, 1966, στ. 468.

288

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Ὀκτωβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σ. 82, σημ.

289

Βλ. Ιωαννου Λυδου, Περὶ μηνῶν 91, 7 (Bonn). Γενικὰ γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Μαϊουμᾶ καὶ τὴ διάδοσή τῆς στὸ Βυζάντιο βλ. Φ. Κουκουαε, Βυζάντινῶν Βίος καὶ Πολιτισμὸς, τ. В I, ἐν Ἀθήναις 1948, σσ. 23–24.

290

Βλ. Φ. Κουκουλε, ὅ.π.

291

Σωζομενου, Ἐκκλ. Ἱστορία 11, 5. Καὶ Ευσεβιου, Βίος Κωνσταντίνου, IV, 37 κἑ.

292

Νικοδημου, Συναξαριστὴς Α´, σ. 154. Καὶ RE XIV, 610.

293

Le Quien, Oriens Christianus, I. III, 1740, 621–626.

294

PG 94, 478, σημ. 29. Βλ. καὶ Fabricios–Harles, Bibliotheca Graeca. t. XI, σ. 173, σημ. 9.

295

Βλ. Krumbacher – Σωτηρ. Β´, σ. 559. Καὶ Otto Bardenhewer, Geschichte der altkirchlischen Literatur, t. 5, Freiburg im Breisgau 1932, σ. 174. Weyh, Die Akrostichis, σ. 20. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 89. Βλ. ἀκόμη ΘΗΕ 7, 1965, στ. 885.

296

PG 94, 537–1228. Βλ. καὶ Bon. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, I, Berlin 1969, σ. 51.

297

PG 94, 537.

298

PG ὅ.π.

299

J.M. Hoeck, Stand, σ. 18, σημ. 1.

300

Martyrologium Romanum (= Propylaeum ad Acta SS. Decembris), Bruxollis 1940, σ. 71. Βλ. καὶ Acta SS Februarii t. III, 267–268.

301

Θεοφάνης, I, 642, 1 (Bonn).

302

Ὅ.π., 643, 3–5.

303

Ὅ.π., 641, 15.

304

Synax. Eccl. СР, 105 (Ὀκτ. 4) καὶ Acta SS. Oct. t. II, 494–498. Βλ. ἐπίσης Martyrologium Romanum, σ. 434. Τὸ γεωργιανὸ βίο τοῦ Πέτρου ἐξέδωσε πρῶτος ὁ C. Kekelidze, «Zilie Petra Nοvago, mucenika Kapetolojskago», Christianskij Vostok, τ. IV, 1915, σσ. 1–71. Βλ. ἐπίσης Ρ. Peeter, «La passion de S. Pierro de Capitolias» († janvier 715), Anal. Boll. LVII, 1939, σσ. 299–333, ὅπου συζήτηση τῶν σχετικῶν προβλημάτων καὶ βιβλιογραφία.

305

Anal. Boll. 69, 1951, σ. XXXII.

306

Βλ. D.Μ. Lang, «Peter the Iberian and his Biographers», Journal of Ecclesiastical History, t. II, 1951. σσ. 158–168, ὅπου καὶ πλήρης βιογραφία. Βλ. ἐπίσης ΘΗΕ 10, 1967, στ. 365.

307

ΑΙΣ Δ´, σ. 329, 1–9.

308

ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 282, 589–590.

309

ΘΗΕ 6, 1965, στ. 27–28, ὅπου καὶ βιβλιογραφία.

310

Βλ. Χρ. Παπαδοπουλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων. Ἀθῆναι 1910, σσ. 299–301. Ἐπίσης V. Grumel, La chronologie, σ. 452. Καὶ Η.G. Beck, KTL, σ. 517. Ὁ Ἠλίας Β´ γνωρίζεται καὶ ὡς ὑμνογράφος. Βλ. Σ. Ευστρατιλδου, «Ἠλίας ὁ Β´ πατριάρχης Ἱεροσολύμων», ΝΣ ΛΑ´, 1936, σσ. 201–208 καὶ 274–281. Βλ. καὶ Емereau, EO 22, 1923, σ. 420.

311

Α. Baumstark, Geschichte der syrische Literatur, Bonn 1922, a. 269.

312

J.M. Hoeck, Stand, σ. 18, σημ. I.

313

Βλ. PG 95, 57 Β (Περὶ τρισάγιου ὕμνου, 26). Βλ. ἐπίσης Μ. Jugie, «La vie de Saint Jean Damascène», EO 23, 1924, σ. 140 σημ. 6.

314

Τὸν Ἰωάννη Ε´ θεωρεῖ ὅτι χειροτόνησε τὸν Κοσμᾶ καὶ ὁ Π Χρηστου, στὴ ΘΗΕ 7, 1965, στ. 885.

315

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, «Ταμεῖονυ, ΕΦ ΛΖ, 1938, σ. 258. Καὶ. Τοῦ Ιδιου, Κοσμᾶς, σ. 87.

316

Βλ. ὅσα σχετικὰ σημειώθηκαν παραπάνω, σ. 17.

317

Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 20.

318

Στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο τιμᾶται ὁ Δαμασκηνός, ἐνῶ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ εἶναι ἐντελῶς ἅγνωστο.

319

Synax. Eccl. СР, 395. Βλ. καὶ BHG3. I. σ. 136.

320

Ὅ.π. 397.

321

Νλ. ἐντυπο Μηναῖο ’Οκτωβρίου. Νικοδημου, Συναξαριστὴς Α´, σ. 154. Μαργουνιου, Βίοι ἁγίων, σ. 95. Δουκακη, Μέγας Συναξαριστὴς Α´, σ. 178. Βλ. ἐπίσης Acta SS. Octobris, t. VI (Parisiis 1906), 594 (die XIV Octobris). Acta SS. Maii, t. I, (Venetiis 1737) (= Ephemerides Graecomoscae), XLVI.

322

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Ἀγιολύγιον, σ. 257.

323

Βλ. ΕΕΒΣ IB´, 1936, σ. 287.

324

Ὅ.π., σ. 162. Στὶς 12 Ὀκτωβρίου βρίσκω τὴ μνήμη τοῦ Κοσμᾶ καὶ στὸ Λαυριωτικὸ κώδικα Θ 77, φ. 135α.

325

BHG3, ὅ.π. Ὁ Fr. Halkin δὲ σημειώνει ἀπὸ ποῦ ἀντλεῖ τὴν πληροφορία.

326

Βλ. Ehrhard, Überlicferung III. 2, σ. 808.

327

Βλ. Henrica Follieri, Initia, passim. Ἡ καταγραφὴ ἕγινε μὲ βάση τὸ Μηναῖο ἐκδ. Ρώμης (1888).

328

Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Κ. Δουκακη, ἐν Ἀθήναις 1895. Βλ. L. Petit, Bibliographie des Acolouthies Greques, Bruxelles 1926, σ. 111.

329

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, «Ταμεῖον», ΕΦ, AZ´, 1938, σσ. 257–258.

330

Ὅ.π., σ. 258.

331

ΕΕΒΣ IB´, 1936, σ. 287.

332

Λάμπρου, Κατάλογος, Α´, σ. 87.

333

Βλ. L. Siberus, Martyrologium metricum Ecclesiae Graecae, Lipsiac MDCCXXVII (1727), σ. 337.

334

ΑΙΣ Δ, σ. 301. Kαὶ cod. Atheniensis 321, f. 45r. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 62 καὶ 67.

335

Βλ. S.G. Mercati, «Nota sul codox Hauniensis 1343», Mélanges Carsten Höeg (= Classica et Medievalia 17), 1956, σ. 117.

336

Βλ. Ν.Γ. Πολιτου, «Στιχουργικὰ παίγνια». Ἐστία 19, 1885, σ. 224, ὅπου καὶ ἐκτενὴς λόγος γιὰ τὴν τάση τῶν Βυζαντινῶν στὰ λογοπαίγνια καὶ τὰ ἰσόψηφα.

337

Βλ. Pio Eranchi de’ Cavalieri, Il Menologia di Basilio II (Cod. Vatic. gr. 1613, XI s.J, Torino 1907, πίν. 213.

338

Βλ. Λαμπρου, Κατάλογος Β´, σ. 259.

339

Вл. Διονυσιου τοῦ ἐκ Φουρνα, Ἐρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς Τέχνης αἱ κόριαι αὐτῆς ἀνέκδοτοι πηγαί, ἐκδιδομένη μετὰ προλόγου νῦν τὸ πρῶτον πλήρης κατὰ τὸ πρωτότυπον αὐτῆς κείμενον, ὑπὸ Αθ. Παπαδοπουλου – Κεραμεως, ἐν Πετρουπόλει 1909, σ. 275.

340

Ὅ.π., σ. 145.

341

Ὅ.π., σ. 167, 294.

342

Βλ. Ανδρ. Ξυγγοπουλου, «Ἡ ψηφιδωτὴ διακόσμησις τοῦ ναοῦ τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1953 (= Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 16), σ. 49, 5 καὶ πίν. 34, I. Βλ. ἐπίσης Fr. Halkin, «Inscriptions grecques relatives à 1’ hagiographio», Anal. Boll. LXXI, 1953, σ. 343 καὶ σημ. I, ὅπου ἀναφέρεται γιὰ τὸν Κοσμᾶ: «Roconnaissablo au texto qu’ il achève d’ écrire et qui est emprunté à son office de l’ Assomption».

343

Βλ. Χρυσάνθης Μαυροπουλου – Τσιουμη, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ 13ου αἰῶνα στὴν Κουμτιελίδικη τῆς Καστοριᾶς, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 71–72, καὶ πίν. 35.

344

Βλ. Στ. Πελεκνιδη, Καστόρια. I. Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι. Πίνακες, Θεσσαλονίκη 1953, πίν. 133α.

345

Βλ. Α. Grabar, La peinture religieuse en Bulgarie, Paris 1928, Λεύκωμα, πίν. IV (δεξιά).

346

Βλ. Ρ. Underwood, The Kariye Djami, New York 1966, 3. The Frescoes, πίν. 429.

347

Βλ. Ανδρ. Ξυγγοπουλου, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τὰς Σέρρας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 16, σημ. 15.

348

Ἀνδρ. Ξυγγοπουλου, ὅ.π., σσ. 15–16, πίν. 12.

349

Βλ. Γ. καὶ Μ. Σωγηριου, Ἡ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Ἀθῆνα. 1952, Λεύκωμα, πίν. 92β.

350

Βλ. Millet, Monuments de l’ Athos, πίν. 41.2.

351

Βλ. Κ. Καλοκυρη, Ἄθως. θέματα Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης, Ἀθῆναι 1961, σ. 169, πίν. 40 Β´.

352

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος. Βίος καὶ ἔργον (διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ), ἐν Ἀθήναις 1971, σσ. 103–104.

353

Βλ. Nasrallah, Jean de Damas, σ. 92. Καὶ Millet, ὅ.π., πίν. 146.

354

ΘΝΕ 7, 1965, στ. 885.

355

Βλ. Christ–Paranikas, Anthologia, σσ. 161–204. Τρεμπελα, Ἐκλογή, σσ. 184–195. ΑΙΣ Β´, σσ. 164–165. PG 98, 400–524, ὅπου ὄμως ἡ συναγωγὴ περιέχει πολλὰ σφάλματα καὶ ὕμνους ξένους. Βλ. ἐπίσης C. Trypanis, Medieval and modern Greek poetry (An Anthology), Oxford 1951, σ. 28, ὅπου ὄμως oἱ δύο πρώτες ὠδὲς τοῦ κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου, ποὺ προσγράφονται στὸν Κοσμᾶ, εἶναι ποίημα Μάρκου Ὑδροῦντος.

356

Bernhard, Rezensionen.

357

Ευτ. Τομαδακη, «Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς», ΕΕΒΣ Λθ´–Μ´, 1972–73 (= Λειμών. Τιμητικὴ προσφορὰ τῷ Ν.Β. Τωμαδακη), σσ. 253–272.

358

DACL, III, 1914, στ. 2293–2297. C. Emereau, «Hymnographi Byzantini», EO XXII, 1923, σσ. 20–22.

359

Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 92 κἑ.

360

Βλ. Christ–Paranikas, Anihologia, σ. L.

361

Βλ. ἔντυπο Τριώδιο.

362

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Δεκεμβρίου 26 (= Τῇ Κυριακῇ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν).

363

Βλ. Τρεμπελλ, Ἐκλογή, σσ. 184–185. Ἐπίσης ΘΗΕ 7, 1965, στ. 884, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία. Βλ. ἀκόμη C. Emereau, «Hymnographi Byzantini», EO 22, 1923, σ. 22.

364

Βλ. Μ. Παρανικα, «Περὶ Χριστιανικῆς ποιήσεως τῶν Ἐλλήνων», Ὁ ἐν Κωνίπόλει Ἐλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος, Θ´ 1874–75, σ. 123.

365

Βλ. παραπάνω, σσ. 91–93.

366

Βλ. παραπάνω, σσ. 70–80.

367

Ἔκδ. Θεοχ. Δετορακη, ΕΕΒΣ ΜΑ´, σ. 265, 20–22.

368

Βλ. παραπάνω, σ. 56–57.

369

Gordillo, Damascenica, σ. 64, καὶ σημ. 1.

370

Christ–Paranikas, Anthologia, σ. XLI.

371

ΘΗΕ 7, 1965, στ. 887.

372

Εἶναι γνωστὸς ὁ οἶκος τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας «Ξένον τόκον ἰδόντες...», ὅπου τὸ ἐπίθετο ξένος ἔχει ἀκριβῶς τὴν ἴδια σημασία. Βλ. ἐπίσης τὸν εἱρμὸ τοῦ Κοσμᾶ στὰ Χριστούγεννα «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον» (ὠδὴ θ´). Καὶ PC, 56, 385.

373

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, Ἰωαὴφ ὁ Ὑμνογοάφος, ἐν Ἀθήναις 1971, σ. 82, ὅπου ἀποδεικνῦεται ὅτι τὰ ἐπίθετα αὐτὰ εἶναι ἐφεύρημα τοῦ Νικηφόρου Ξανθοπούλου, ἀνύπαρκτα προηγουμένως.

374

Βλ. Β. Montfaucon, Palaeographia Graeca, Parisiis 1708, σ. 75.

375

Βλ. Christ-Paranikas, Anthologia, σ. L. Ἐπίσης, Μ. Παρανικα, ὅ.π., σ. 123. Τρεμπελα, Ἐκλογή, σ. 191.

376

ΑΙΣ Δ´, σ. 337. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 49.

377

Βλ. Ευστατιαδου, Κοαμᾶς, σ. 216.

378

ΑΙΣ Δ´, 339, 13–14. Ὁ Προτέριος τιμᾶται ὠς ἄγιος τὴν 28 Φεβρουαρίου. Βλ. Synax. Eccl. СР 493–495. Αcta SS. Februarii t. III, 735–742. Ἐπίσης ΘΗΕ 10. 1967, στ. 671.

379

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Ἁγιολόγιον, σ. 406.

380

ΑΙΣ Δ´, 339, 23.

381

Βλ. ἔντυπο Myraῖo Μαΐου (ἔκδ. Βενετίας, 1890), σ. 17.

382

Βλ. Τ.Π. Θεμελη, «Τὰ Μηναῖα ἀπὸ τοῦ ια´ μέχρι τοῦ ιγ´ αἰῶνος», ΕΦ Λ´, 1931. σ. 531. Βλ. καὶ παρακάτω, παρατηρήσεις.

383

ΑΙΣ Δ´, 329, 23–24.

384

ΑΙΣ Δ´, 336, 14–18.

385

Βλ. παρακάτω πινακα ἰδιομέλων τοῦ Κοσμᾶ.

386

ΑΙΣ Σ´, σ. 337, 6–9.

387

Ὅ.π., σημ.

388

Νικοδημου, Ἐορτοδρόμιον, σ. 424, σημ. Βλ. ἐπίσης Γ. Παπαδοπουλου, Συμβολαί, σ. 206.

389

Βλ. Αθ. Παπαδοπουλου – Κεραμεως. Μαυρογορδάτειος Βιβλιοθήκη, σ. 107.

390

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, «Κανόνες Παρακλητικῆς», ΕΕΒΣ ΛΘ´–Μ´, 1972–73, σσ. 266, ἀρ. 66 καὶ 270, ἀρ. 93, Βλ. καὶ παρακάτω, Πίνακες κανόνων.

391

Βλ. Ε. Feron – F. Battaglini, Codices manuscripti Ottoboniani bibl. Vaticanae, Romae 1893, σ. 101.

392

Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. 240–242. Καὶ ἔντυπο Μηναῖο Μάρτιου.

393

Βλ. Ευστρατιαδου, «Δαμασκηνός», ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, σ. 674.

394

Εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὸν Προϊστάμενο τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης Ἱεροσολύμων Πανοσιολογιότατο Ἀρχιμ. Κάλλιστο, γιὰ τὴν εὐγενική του προθυμία νὰ μοῦ στείλει ἀπόγραφο τῶν φφ. 7–8 τοῦ χφ.

395

Γιὰ τὴν ἀκροστιχίδα, τὶς μορφὲς καὶ τὶς χρήσεις τῆς στὴν ὑμνογραφία βλ. W. Weyh, Akrostichis, σσ. 1–68. Ἐπίσης Κ. Krumbacher, Die Akrostichis, σσ. 551–691. Βλ. ἐπίσης Π. Τρεμπελα, Ἐκλογή, σσ. λζ´–μα´. Καὶ Ν.Β. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σσ. 61–62.

396

Βλ. L. Allath De libris et rebus ecclesiasticis Graecorum, Parisiis 1646, σ. 73.

397

Βλ. Leclercq στὸ DACL Ι, 356 (λ. ἀκροστιχίς). Ἐπίσης Τρεμπελα, Ἐκλογή, σ. μ´.

398

Βλ. καὶ παρακάτω τὶς παρατήρησης στὰ οἰκεία θέματα.

399

Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογραφία – Πίησις, σ. 59, σημ. 3 καὶ σσ. 237–238. Ὅτι τὸ ἐφύμνιο εἶναι κατάλοιπο συντηρητικῆς τάσεως βλ. Κ. Μητσακη, Βνζαντινὴ Ὑμνογραφία, σ. 56.

400

Βλ. Κ. Μητσακη, Ὑμνογραψία, σ. 56.

401

Γιὰ τὴν παράλειψη τῆς β´ ὠδῆς τῶν ἀσματικῶν κανόνων ἔχουν διατυπωθεῖ πολλὲς θεωρίες. Βλ. Ν.Β. Τομαδακη, Ὑμνογραφια – Ποίησις, σ. 60, σημ. 2, ὅπου καὶ ὅλη ἡ βιβλιογραφία. Δὲ φαίνεται ὁρθὴ ἡ γνώμη τοῦ Π. Τρέμπελα, Ἐκλογή, σ. 301 ὅτι ἀρχικὰ οἱ κανόνες εἶχαν ἐπτὰ ὠδές, γιὰ τοὺς Ἱεροσολυμίτες ὀκτὼ καὶ γιὰ τοὺς Κωνσταντινουπολίτες ἐννέα. Τὴν ἀρχαιότερη ἐρμηνεία παρέχει ὁ Ιωαννης Ζοναρας «Παραλιμπάνεται δὲ ἡ δευτέρα ᾦδή, ὅτι οὐχ ὕμνος ἐστὶ πρὸς Θεόν, ἀλλὰ προμαρτυρία πρὸς Ἰουδαίους καὶ ἀπειλὴ καὶ ἔλεγχος τῆς πονηρίας αὐτῶν, καὶ τῶν μελλόντων αὐτοὺς καταλήψεσθαι κακῶν προαγόρευσις· ᾦδὴ δὲ λέγεται ὡς προκήρυξις τῶν ἐπαχθησομένων κακῶν τοῖς Ἰσραηλίταις διὰ τὴν πονηρίαν αὐτῶν καὶ κακίαν καὶ τῶν περιπαθῶς σφόδρα προαγόρευσις, ἂ τραγῳδίαν ποιοῦσιν· ἀοιδὴ γὰρ καὶ ᾦδὴ καὶ ὕμνος καὶ προσευχὴ ἐκλήθη, ὅτι περιπαθῶς ὀφείλουσι γίγνεσθαι καὶ συντετριμμένης καρδίας». Βλ..J. Goar, Εὐχολόγιον, sive rituale Graecorum, Vonetiis 1730, 132.

402

G. Schirò, Caratteristiche, σσ. 132–133.

403

G. Schirò, ὅ.π. σ. 133.

404

Βλ. ὅσα σημειώθηκαν παραπάνω σ. 121.

405

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Εἰρμολόγιον, σ. 6 (ἀρ. 8).

406

Σ. Ευστρατιαδου, Εἰρμολόγιον, σ. 36–37 (ἀρ. 49).

407

Βλ. παρακάτω, Πίνακα εἱρμῶν, ἀρ. 12.

408

ΒΖ 14, 1905, σσ. 525–526.

409

Ὅπως π.χ. στὸ Μεγάλο Κανόνα. Ὅτι τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἀνδρέα βλ. G. Schirò, Caratteristiche σ. 131. Βλ. ἐπίσης Π. Χρηστου, Ὁ Μίγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης, Θεσσαλονίκη 1952 σσ. 14–16.

410

Βλ. Θεοδ. Ξυδη «Κανόνες δεσποτικῶν ἑορτῶν Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ», περ. Ἀκτῖνες τ. IB´, 1949, καὶ ἰδιαίτερο ἀνάτυπο, Ἀθήνα 1949, σσ. 1–24, στὴ σ. 20. Καὶ τοῦ Ιδιου, Ὑμνογραφία, σ. III.

411

Ὅ.π. σ. 21.

412

Βλ. Stevenson, Comment. 2.

413

ΑΙΣ Δ´, 329. 24–28.

414

Βλ. Τρεμπελα, Ἐχλογή, σ. 185.

415

Βλ. Σπ. Λαμπρου, «Περὶ τῆς μεσαιωνικῆς ποιήσεως τῶν Ἑλλήνων», Νέος Ἑλληνομνήμων 16, 1922, σ. 95.

416

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Σύλλαβος, σ. 301.

417

Βλ. Μ. Παρανικα, «Ὁ ἐν Κω / νπόλει Ἑλλ. Φιλ. Σύλλογος», Θ´, 1874–74, σσ. 122–123.

418

Christ–Pahamkas, Anthologia, XLIX.

419

Ἀθ. Κομινη, Τὸ βυζαντινὸν ἱερὸν ἐπίγραμμα καὶ οἱ ἐπίγραμματοποιοί, ἐν Ἀθήναις 1966, σ. 116. Βλ. καὶ A. Chappet, DACL, III, 2996.

420

Krumbacher – Σωτηρ., τ. Β´ σ. 559.

421

Ὅ.π.

422

Σ. Ευστρατιαδου. Κοσμᾶς, σσ. 89–90.

423

Κ. Μητσακη. Ὑμνογραφία, σ. 357.

424

Ν.Β. Τωμαδακη. Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 6.

425

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη. Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 6.

426

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, «Κλασσικαὶ ἀπηχήσεις εἰς τὴν Βυζαντινὴν Ὑμνογραφίαν», ΕΕΒΣ Λθ´–Μ´, 1972–73, σσ. 148–161. στὴ σ. 152.

427

Ὅ.π.

428

Θ. Ξυδη, «Ὁμηρικὲς ἀπηχήσεις στὴν Ὑμνογραφία». ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περ. Ἀκτίνες, Ἀθῆναι 1950, σ. 4. Ἀναδημοσιεύεται στὸν τόμο τοῦ Ιδιου, Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, σ. 421.

429

PG 38, 545.

430

PG 38, 346–348.

431

Ε. Bouvy, Poètes et Mélodes, Nîmes 1886, 330.

432

Βλ. ἔντυπο Τριώδιο, στοὺς αἴνους τῆς Μ. Τετάρτῆς (τὸ α´).

433

Ὅ.π. (τὸ γ´).

434

Βλ. Π. Τρεμπελα, Ἐκλογή, σ. νδ´.

435

Γιὰ τὸν ὕμνο τοῦτο βλ. διεξοδικὰ παρακάτω, Πίνακες Ε´.

436

Δοξαστικὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλ. ἔντυπο Πεντηκοστάριο, Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

437

Βλ. π.χ. τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπεριτοῦ τῶν Χριστουγέννων, ποίημα Κασίας· «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς / ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο· καὶ σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς / ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται...» (ἔντυπο Μηναῖο Δεκεμβρίου 25). Ἐδῶ ἔχουμε ἀπόλυτη ἰσοσυλλαβία καὶ ὁμοτονία ὄχι ὅμως καὶ ὁμοιοκαταληξία, ὅπως στὸν Κοσμᾶ.

438

Stevenson, (omment.), σ. 491.

439

Ὅ.π.

440

Wellesz, History, σ. 5.

441

Emm. Α. Πεζοπουλου. «Ποικίλα προσφδιακὰ μέτρα ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ποιήσει», ΕΕΒΣ ΙΖ´, 1941, σσ. 286–297.

442

Ὅ.π. σ. 288.

443

Ὅ.π. σ. 289.

444

Ὅ.π. σ. 290.

445

Ὅ.π. σ. 290–291.

446

Ὅ.π. σ. 292.

447

Ὅ.π. σ. 295.

448

Ὅ.π. σ. 296.

449

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη. Ὑμνογναφία – Ποίηαις, σ. 232, σημ. 1.

450

Ὅ.π., σ. 290.

451

Πep. VVr 15, 1908. σσ. 360–361.

452

Βλ. Ν.Β. Τομαδακη. Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 236.

453

Βλ. Christ – Paranikas, Anthologia σ. 189.

454

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογραγία – Ποίησις, σσ. 231–237, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία.

455

Βλ. παρακάτω γιὰ τὶς σχέσεις καὶ τὶς ἀμοιβαῖες ἐπιδράσεις τῆς ποιήσεως τοῦ Κοσμᾶ καὶ τοῦ Δαμασκηνοῦ.

456

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 90.

457

AIΣ Δ´. 329–330.

458

Otto Bardenhewer, Geschichte der altkirchlischen Literatur, τ. 5, Freiburg im Breisgau 1932, σ. 174.

459

Egon Wellesz, History, σ. 287, σημ. 1.

460

PG 121, 877 Α. Βλ. ἐπίσης C. Emereau, EO XXV. 1926, σ. 181.

461

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 64. Καὶ σ. 202, ὅπου: «Σήμερον γνωρίζομεν ὅτι οἱ κανόνες ἐν σπέρματι τοἠλάχιστον... πρέπει νὰ ἤρχισαν διαμορφούμενοι ἀπὸ τοῦ ς´ αἰ., ἀποτελοῦντες ἱεροσολυμιτικὴν τάσιν εἰς τὴν ὅλην ρυθμικὴν ποίησιν».

462

Ν.Β. Τωμαδακη, ὅ.π., σ. 63–64.

463

Σ. Ευστρατιαδου, Εἱρμολόγιον, σ. α´.

464

Ὅ.π., σ. 202. Τὸν Ἀνδρέα Κρήτης θεωρεῖ εὑρετὴ τοῦ κανόνα καὶ ὁ Π. Χρηστου, Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης, Θεσσαλονίκη 1952, σσ. 7–9, ἰδιαίτερα σ. 8, σημ. 3, ὅπου καὶ οἱ σχετικὲς ἐνδείξεις.

465

Wellesz. History, σ. 206.

466

Βλ. ἔκδοση Θεοχ. Δετορακη, ΕΕΒΣ, ΜΑ´, 1974, σσ. 282–283.

467

Βλ. Christ – Paranikas, Anthologia, p. LXVIII. Καὶ C. Emereau, «Hymnographi Byzantini», EO 23, 1924, σ. 283.

468

Βλ. Γ. Παπαζογλου, Ὁ Ἰωσὴφ Φιλάγρης ἢ Φιλάγριος, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 336 (πολυγραφημένη διδακτορικὴ διατριβή).

469

Βλ. παραπάνω, σσ. 118–126.

470

Βλ. παρακάτω περισσότερα.

471

Βλ. Θεοδ. Ξυδη, «Τὰ κείμενα στὸν Ὄρθρο τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεις», περ. Ἀκτῖνες, τ. ΙΑ´, 1948, καὶ ἰδιαίτερο ἀνάτυπο, Ἀθῆνα. 1948, σσ. 23–24. Βλ. καὶ τοῦ Ιδιου, Ὑμνογραφία, σσ. 221–222.

472

Βλ. Ν.В. Τωμαδακη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 109 κἑ.

473

Βλ. Θεοφανους, Κανόνας στόν Εὐαγγελισμό, ὠδὴ η´. Christ – Paranikas, Anthologia, σ. 240–241.

474

PC 94, 477 A.

475

Βλ. Christ – Paranikas, Anthologia, σ. XLV καὶ Τρεμπελα, Ἐκλογή, σ. 185.

476

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 406–413.

477

Βλ. ἔντυπο Τριώδιο.

478

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Δεκεμβρίου.

479

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, «Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς». ΕΕΒΣ ΛΘ´–Μ´, σ. 256.

480

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σ. 264.

481

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σ. 266.

482

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σσ. 270–271.

483

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Ἰανουαρίου.

484

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Μαρτίου.

485

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, «Δαμασκηνός», ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, σ. 674.

486

Περισσότερα γιὰ τὸν κανόνα αὐτόν, ποὺ ἀνήκει μᾶλλον στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, βλ. παρακάτω.

487

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Σεπτεμβρίου.

488

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Δαμασκηνός, ὅ.π., σ. 728.

489

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, ὅ.π.

490

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Νοεμβρίου.

491

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Δαμασκηνός, ὅ.π., σ. 728.

492

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Δαμασκηνός, ὅ.π., σ. 732.

493

Βλ. L. Tardo, L’ Ottoeco nei mss, melurgici, Grottaferrata MCMLV (= 1955), σ. XXIV. Βλ. ἐπίσης Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 217. Γενικὰ γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ ἐξέλιξη τῆς Ὁκτωήχου ὡς βασικοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου βλ. ΘΗΕ 10, 1967, στ. 28–38.

494

Τὸ Λυχνικὸν ἢ ἐπιλύχνιος εὐχαριστία εἶναι ἑσπερινὴ ἀκολουθία τελουμένη μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, μὲ τὸ φῶς τῶν λύχνων ἢ τῶν λαμπάδων. Εἶναι ἡ γνωστὴ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Βλ. ΘΗΕ 8, 1966, στ. 423–424, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία.

495

ΑΙΣ Δ´, 279, 10–17.

496

Βλ. Σπ. Λαμπρου, ΝΕ 10, 1913, σσ. 21–22.

497

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος. Βίος καὶ ἔργον. Ἐν Ἀθήναις 1971, σσ. 229–231.

498

Βλ. C. Emereau, «Hymnographi Byzantini», EO 23, 1924, σ. 441.

499

Βλ. L. Tardo, ὅ.π., σ. XIX–XX.

500

Βλ. Τ.Π. Θεμελη, «Τὰ Μηναῖα ἀπὸ τοῦ ΙΑ´ μέχρι τοῦ ΙΓ´ αἰωνος», ΕΦ Λ´, 1931, σσ. 520–566, στὶς σσ. 524–525.

501

Βλ. L. Tardo, σσ. XXIV.

502

Βλ. L. Tardo, ὅ.π.

503

Βλ. L. Tardo, ὅ.π., σ. XXV.

504

ΑΙΣ Δ´, σ. 329, 23–24.

505

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σ. 357. Καὶ Θ. Ξυδη, Ὑμνογραφία, σσ. 94–95.

506

Βλ. Christ–Paranikas, Anthologia, σ. XLIX.

507

Βλ. Отто Bardenhewer, Geschichte der altkirchlischen Literatur, t. 5, Freiburg im Breisgau 1932, σσ. 173–176 (Kosmas der Sänger).

508

Βλ. L. Allatii, De libris et rebus ecclesiasticis graecorum, στοῦ J.A. Fabricius, Bibliotheca Graeca, τ. V (Hamburgi 1723), σ. 60. Βλ. ἐπίσης Τυπτικὸι (ἔκδ. Βενετίας, 1691), σ. 15.

509

Βλ. Christ–Paranikas, Anthologia, σ. XLI. Ἐπίσης N.В. Τωμαδακη, Ὑμνογραφία Ποίησις, σ. 66. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 114, ὅπου καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ σημασία τοῦ ἐπιθέτου «ξένος».

510

Εὐρύτατη ἀνάλυση καὶ μελέτη τῶν μεταφράσεων αὐτῶν ἐπιχειρεῖ ὁ Ρ. Lodger Bernhard στὴ (δακτυλογραφημένη) διδακτορική του διατριβὴ Syrische Bezensionen von Kanones des Kosmas Hagiopolites, München 1951.

511

Βλ. Π. Τρεμπελα, Ἐλογή, σ. 194. Περισσότερα παρακάτω στοὺς πίνακες τῶν ἰδιομέλων τοῦ Κοσμᾶ.

512

Βλ. παρακάτω, Πίνακες κανόνων τοῦ Κοσμᾶ, ὅπου σημειώνονται καὶ οἱ γνωστὲς ἑρμηνεῖες ἀναλυτικά.

513

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σσ. 107–203.

514

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σσ. 208–217.

515

Βλ. παρακάτω ἀναλυτικά.

516

Ὁ εἱρμὸς τοῦ κανόνα αὐτοῦ φέρεται στὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Ευστρατιαδη ποίημα τοῦ Ἀναστασίου Κυέστορος (σ. 165, ἀρ. 232). Αὐτὸς εἶναι ὁ διασκευαστὴς τῶν εἱρμῶν, ἴσως καὶ τῶν τροπαρίων.

517

Βλ. παρακάτω.

518

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 92–99 καὶ 143–145.

519

Musicae Byzantinae Monumenta Cryptentia. I. Hirmologium e codice Cryptensi Ε.γ.II edendum curavit Laurentius Tardo, Roma 1950. Βλ. ἀκόμη L. Tardo, Hirmologium Cryptense, Rome 1951 (= Réproduction intégrate du ms Ε.γ.II de Grottaferrata). Βλ. ἐπίσης Monumenta Musicae Byzantinae transcripta ediderunt: Carsten Höeg, H.J.W. Tillyard. Egon Wellesz una cum Archimandrita Cryptaeferralae. Vol. VI = The Humns of the Hirmologium... Part I, Copenhague 1952.

520

Βλ. παραπάνω, σσ. 126–128.

521

Βλ. ἔντυπη Παρακλητικὴ, περίοδος α´ ἤχου.

522

Βλ. καὶ Σ. Ευστρατιαδου, Εἱρμολόγιον, σ. 7. Καὶ Μηναῖο Ἰανουαρίου 25 (Κανόνας Γρηγοριου τοῦ Θεολογου).

523

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Εἱρμολόγιον, σ. β´.

524

Ὅ.π., σ. 11.

525

Βλ. C. Höeg, Monumenta... II. «Hirmologium», Copenhague 1938 σ. 19.

526

Βλ. παραπάνω, σσ. 126–128.

527

Ἔχω πρόχειρη τὴν ἔκδοση τοῦ Τριωδίου τῆς Βενετίας, 1851, σ. 407.

528

Κατὰ τὸν С. Emereau, «Hymnographi Byzantini», EO 23, 1924, «Marcus Hidruntinus episcopus, saec. IX, adductus esse dicitur e Leonte imperatore ut Cosmae tetraodio magni sabbati quatuor odas praefigeret, que plenus canon conficeretur. Harum quidem odarum hirmi Cassiae monache adscribuntur».

529

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Εἱρμολόγιον, σ. 164, σημ. 1. Τρεμπβλα, Ἐκλογή, σ. 249. Ἐπίσης H.G. Beck, KTL σ. 519, ὅπου καὶ ὅλη ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία.

530

Γεοργιος Μοναχός, 790, 16–21 (Da Boor).

531

Βλ. ἔντυπο Τριώδιο στὸν Ὄρθρο τοῦ Μ. Σαββάτου.

532

Βλ. Christ – Paranikas, Anthologia, σσ. XLVII–XLIX.

533

Ὅ.π.

534

Βλ. Εἱρμολόγιον, σ. 164, σημ. 1.

535

Τὸ τετραώδιο αὐτὸ τῆς Κασίας σώζεται σὲ τρεῖς κώδικες: Βατοπεδινὸ 1189, φ. 231α, Λαυριωτικὸ Δ 32, φ. 3α καὶ Σιναϊτικὸ 742. Βλ. Θεοδ. Τζεδακη, «Κασιανὴ ἡ μεγάλη τῆς Ἐκκλησίας μελῳδός», Ἡράκλειον Κρήτης 1959 (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περ. Ἀπόστολος Τίτος) σ. 32. Βλ. ἐπίσης σσ. 67–69 ὅπου ἐκδίδεται τὸ τετραώδιο.

536

Ἡ Κασία γεννήθηκε πιθανῶς τὸ 810 καὶ πέθανε σὲ γῆρας βαθὺ. Βλ. Krumbacher – Σωτηριαδου, τ. Β´, σ. 632 καὶ H.G. Beck, KTL, σ. 519. Καί Ilse Rochow, Studien den Person, den Werken und den Nachleben der Dichterin Kassia, Berlin 1967.

537

Βλ. Eυτ. Τωμαδακη, Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος. ἐν Ἀθήναις 1971, σ. 43.

538

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, «Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς», ΕΕΒΣ, Λθ´–Μ´, 1972–3, σ. 257, ἀρ. 13.

539

Βλ. Σ. Ευστρλτιαδου, Κοσμᾶς, σ. 333, σημ. 1.

540

Βλ. Νικοδημου Αγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, σ. 373, σημ. 1.

541

Γιὰ τὸν εἱρμὸ αὐτό, ποὺ δὲν περιλαμβάνεται στὸν πίνακα τοῦ Εὐστρατιάδη, βλ. παραπάνω, σ. 168.

542

Βλ. παραπάνω, ἀρ. 15.

543

Στὸν κώδικα Ἰβήρων, φ. 3β ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό. Βλ. Carsten Höeg, Monumenta Musicae Byzantinae. II. «Hirmologium Athoum», Copenhague 1938, σ. 19.

544

Στὴ λειτουργικὴ χρήση (ἔντυπο Τριώδιο) οἱ εἱρμοὶ ἔχουν ὡς ἑξῆς: Στὸ τριδιο τῆς Μ. Δευτέρας οἱ ὑπ’ ἀρ. 69, 76 καὶ 78. Στὸ διώδιο τῆς Μ. Τρίτης οἱ ὑπ’ ἀρ. 75 καὶ 80. Στὸ τριώδιο τῆς Μ. Τετάρτης οἱ ὑπ’ ἀρ. 70, 77 καὶ 79.

545

Οἱ εἱρμοὶ ἀρ. 151–152 περιέχονται στὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Ευστρατιαδη (σ. 164), ὡς δεύτεροι στὶς ὠδὲς ζ´, η´.

* Σημειώνονται μὲ ἀστερίσκο οἱ ἀμφίβολοι καὶ πιθανῶς νόθοι.

546

Βλ. Schiró, Caratteristiche, σ. 118 κἑ.

547

Βλ. παραπάνω, σ. 60. Τὴν ἀφελὴ αὐτὴ ἐξήγηση τοῦ ἀνῶνυμου βιογράφου ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Νικοδημος Αγιορειτης, Ἑρτοδρόμιοτ, σ. 55.

548

Βλ. Stevenson, Comment., σ. 27.

549

ΑΙΣ Δ´, 338, 18–19. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 60.

550

DACL IIΙ2, 2993. Βλ. καὶ Τρεμπελα, Ἐλογή, σ. 191. Ἐπίσης Θ. Ξυδη, «Κανόνες δεσποτικῶν ἑορτῶν Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ», Ἀθῆναι 1949 (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περ. Ἀκτῖνες IB´, 1949), σσ. 17–19.

551

Βλ. Σ. Ευγτρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 154–158 καὶ 202–205. Ἐπίσης τοῦ Ιδιου, Ποιηταὶ καὶ ὑμνογράφοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. I, Ἱεροσόλυμα 1940, σσ. 302–309, ἀρ. 8.

552

Βλ. παραπάνω, σ. 128.

553

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 205–216.

554

Στὸν τ. I, Ἱεροσόλυμα 1940, σσ. 309–320, ἀρ. 9.

555

Βλ. Analecta Hymnica Graeca e codicibus eruta Italiae Inferioris. Joseph Schiró consilio e ductu edita III. Canones Novembris, Athanasius Cominis. collegit et instruxit, Roma 1972, σσ. 300–310 καὶ σσ. 319–335 (ἀποσπασματικά), ὅπου καὶ ἐνδείξεις κωδίκων.

556

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 205, σημ. 1. Καὶ Ἀθ. Κομινη, ὅ.π., σ. 300, σημ.

557

Βλ. ΑΙΣ Δ´, σ. 339, 17–23. Καὶ παραπάνω, σ. 49.

558

PG 36, 312. Βλ. καὶ Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σσ. 224–225.

559

PG 36, 313 G.

560

PG 56, 385 καὶ 76, 1216 Α.

561

Βλ. Θ. Ξυδη, «Κανόνες δεσποτικῶν ἑορτῶν Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ», Ἀθῆναι 1949 (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περ. Ἀκτῖνες IB´, 1949), σσ. 10–11. Καὶ τοῦ Ιδιου, Ὑμνογραφία, σ. 98.

562

Βλ. Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σ. 218.

563

Βλ. Β. Montfaucon, Palaeographia Graeca, Parisiis 1708, σ. 75.

564

Βλ. Christ – Paranikas, Anthologia, σ. L. Emereau, «Hymnographi Byzantini», EO ΧΧII, 1923. σ. 22. Καὶ Π. Τρεμπελα, Ἐκλογή, σ. 184.

565

Ἰσχυρὴ εἶναι ἡ μαρτυρία Ἰωαννου τοῦ Μερκουροπωλου, ΑΙΣ Δ´, 337, 4–5. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 115.

566

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 216. Καὶ, τοῦ Ιδιου, «Δαμασκηνός», ΝΣ ΚΣΤ´, 22 730–731.

567

Ὅ.π., σ. 731.

568

Σ. Ευστρατιαδου, Εἱρμολόγιον, σ. 97, ἀρ. 137.

569

Ὅ.π., σ. 102, ἀρ. 144.

570

Ὅ.π., σσ. 124, ἀρ. 172. Ὁ τῆς θ´ ὠδῆς «Μωσῆς ἐν τῷ ὄρει» εἶναι καὶ ἀμάρτυρος.

571

Βλ. ΑΙΣ Δ´, 337, 4–5.

572

Βλ. Τρεμπελα, Ἐκλογή, σ. 191. Οἱ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ παραδιδόμενοι ἀναστάσιμοι κανόνες πλ. α´ ἤχου σὲ κώδικες τῆς Κρυπτοφέρρης δὲν εἶναι ἀναμφισβήτητα ἔργα του. Βλ. παρακάτω, ἀρ. 19, 20.

573

Βλ. Γ.Κ. Παπαζογλου, ὅ.π., σ. 336.

574

Βλ. Bernhard, Rezensionen, 176–194 (Epiphanie–Kanon).

575

Βλ. Θ. Ξυδη, ὅ.π., σσ. 11–12. Καὶ Ὑμνογραφία σσ. 99–101.

576

Βλ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 146.

577

Weyh, Die Akrostichis, 27 (Nr 16).

578

DACL III2, 2994.

579

ΘΗΕ 7, 1965, στ. 886.

580

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 146.

581

Βλ. παραπάνω, σ. 128.

582

PG 38, 349.

583

Βλ. ὅσα σημειώθηκαν παραπάνω, σ. 25.

584

Βλ. Ν.В. Τωμαδακη, Σύλλαβος, σσ. 160–162.

585

Βλ. Θ. Ξυδη, ὅ.π., σσ. 12–13. Καὶ, Ὑμνογραφία, σσ. 101–102.

586

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς α. 147, σημ. 1.

587

Ὅ.π, σ. 519.

588

Βλ. Filareta (Gumilevskago), Archiepiscopa Černigovskago, Isioriceskij obzor pesnopevcev i pesnopenija Greceskoj cerkvi (= Ἱστορικὴ ἐπιθεώρησις τῶν ὑμνωδῶν καὶ τῆς ὑμνωδίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας), S. Petersburg 19023, σ. 240.

589

W. Weyh, Die Akroslichis, 27 (Nr 12).

590

DACL III2, 2997.

591

ΑΙΣ Δ´, 339, 15–17.

592

Βλ. παραπάνω, σ. 177, ἀρ. 127.

593

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Εἱρμολόγιον, σ. 97, ἀρ. 138.

594

Βλ. Εἱρμολόγιον, σ. 125.

595

Ὅ.π., σ. 27, ἀρ. 4.

596

ΑΙΣ Δ´, 339, 23–27.

597

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, «Δαμασκηνός», ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, σ. 675, ἀρ. 17, σημ.

598

Ὅ.π.

599

Βλ. Τ.Π. Θεμελη, «Τὰ μηναῖα ἀπὸ τοῦ ια´ μέχρι τοῦ ιγ´ αἰώνας», ΕΦ Λ’, 1931, σ. 531.

600

Βλ. παραπάνω, σ. 174, ἀρ. 26, 27.

601

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, «Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς», ΕΕΒΣ Λθ´–Μ´, 1972–73, σ. 256, ἀρ. 2.

602

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 218, ἀρ. 13, σημ.

603

Βλ. τοῦ Ιδιου, «Δαμασκηνός», ΝΣ ΚΣΤ´, 1931, σ. 732, ἀρ. 77.

604

Στὴ μελέτη τοῦ Κοσμᾶς, σσ. 257–262.

605

Βλ. παραπάνω, σ. 158.

606

Βλ. Σ. Ευστρατιαδου, Δαμασκηνός, ὅ.π., σ. 732, ἀρ. 78.

607

Βλ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 263–267.

608

Βλ. Εἱρμολόγιο, σ. 101, ἀρ. 148, σημ. 1.

609

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ΕΕΒΣ ΛΘ´–Μ´, 1972–73, σ. 256, ἀρ. 5.

610

Ὅ.π., σσ. 268–272 καὶ 330–333.

611

Ὅ.π., σ. 333, ἀρ. 18.

612

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σ. 256, ἀρ. 6.

613

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σσ. 257–258, ἀρ. 13.

614

Βλ. παραπάνω, σσ. 169–173.

615

Βλ. Ευστατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 333, σημ. 1.

616

Βλ. ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σ. 303.

617

Βλ. Ευστατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 334, ἀρ. 19.

618

Βλ. Ευστατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 334–337 καὶ 400–401.

619

Ὅ.π., σσ. 401–405.

620

19. Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σ. 266, ἀρ. 66.

621

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σσ. 270–271, ἀρ. 93.

622

Βλ. Ευτ. Τωμαδακη, ὅ.π., σ. 264, ἀρ. 54.

623

Βλ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 406–413.

624

Ἱεροσόλυμα 1940, σσ. 352–359.

625

Christ – Paramkas, Anthologia, σ. L.

626

Βλ. παραπάνω, σσ. 112–115.

627

ΑΙΣ Δ´, 336. 18–20.

628

Βλ. παραπάνω, σ. 115.

629

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Κλείς, σ. 132.

630

Βλ. Θεοχ. Δετορακη, «Ἀνέκδοτος Βίος Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ», ΕΕΒΣ ΜΑ´, 1974, σ. 277, σημ. 434. Καὶ, τοῦ Ιδιου, «Ἀθησαύριστα βυζαντινά. Ἑκατοντὰς πρώτη», Ἀθηνᾶ ΟΣΤ´, 1977, σ. 241.

631

Βλ. καὶ παραπάνω, σσ. 162–164.

632

Βλ. καὶ Νικοδημου Ἑορτοδρόμιοτ, σ. 524.

633

Βλ. Ευστρατιαδου, Εἱρμολύγιον, σ. 220, ἀρ. 315.

634

Ὅ.π., σ. 240, ἀρ. 343.

635

Βλ. Stevenson, Comment., σ. XXV.

636

Ἔκδ. Βενετίας (1895), σ. 138, Ἀποστολικῆς Διακονίας (1975), σ. 143, σημ. Βλ. ἐπίσης Emereau, «Hymnographi Byzantini». EO 24, 1925, σ. 175.

637

Βλ. καὶ παραπάνω, σσ. 162–164.

638

Βλ. παραπάνω, σσ. 145–146.

639

Βλ. J.Fr. Boissonade. Anecdota t. V, Paris 1831, σ. 45. σημ. 2. Βλ. ἐπίσης Γ. Παπαδοπουλου, Συμβολαί, σ. 126.

640

Βλ. Π. Χρηστoυ, ΘΗΕ 7, 1965, στ. 886.

641

PG 133. 1238.

642

Βλ. L. Allatius, De libris et rebus ecclesiasticis Graecorum, Parisiss 1646, σ. 73.

643

Βλ. ἀναλυτικὰ παραπάνω, σσ. 169–173.

644

Βλ. Μ. Allatius, ὅ.π., σ. 74.

645

PG 133, 1238.

646

Βλ. Medieval and modern Greek poetry (An Anthology), by C. Trypams, Oxford 1951, σ. 28. Βλ. καὶ σ. XVII, ὅπου ὁ ἐκδότῆς θεωρεῖ τὸν Κοσμᾶ ποιητὴ πολὺ κατώτερο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό.

647

Βλ. DACL III2, 2993. Βλ. καὶ Τρεμπελα, Ἐκλογή, 191.

648

Βλ. Θ. Ξυδη, «Τὰ κείμενα στὸν Ὄρθρο τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως», Ἀθῆναι 1948 (= ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περ. Ἀκτῖνες ΙΑ´, 1948) σ. 20. Καὶ Ὑμνογραγία, σ. 217.

649

Βλ. παραπάνω, σσ. 139–140, 145–146, 153–154.

650

Βλ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σσ. 489–504. Τὶς ἀπαρχὲς βλ. καὶ στὸ ἔργο τῆς H. Follieri, Initia, passim.

651

DACL III2, 2993.

652

EO 22. 1923, σσ. 21–22.

653

Βλ. J.Β. Pitra, Analecta Sacra, I, σσ. 410–412. Βλ. καὶ Τρεμπελα, Ἐχλυγή, σ. 195, ὅπου τὰ ὑπ’ ἀρ. 1, 7, II. Καὶ DACL III2, 2997.

654

Christ–Paranikas, Anthologia, σ. L.

655

Βλ. παραπάνω, σσ. 112–115.

656

Βλ. Ευστρατιαλου, Κοσμᾶς, σ. 505.

657

Βλ. ἔντυπο Μηναῖο Ἰανουαρίοι 2.

658

Τ. I, σσ. 527 κἑ.

659

Ευστρατιαλου, Κοσμᾶς, σσ. 530–544. Βλ. καὶ σερ. Θεολογία, 1929, σ. 263, ὅπου τὸ ἰδιόμελο κοντάκιο «Τὴν ἐν πρεσβείαις.. »

660

Τόμ. I, Ἱεροσόλυμα, 1940, σσ. 379–392.

661

Βλ. C.A. Trypanis, «Fourteen Early Bytantine Cantica», Wien 1968 (=Wiener byzantinisiische Studien. Band V), σσ. 115–125 (Nr 10), τὸ κείμενο, σσ. 117–125. Πίνακα τῶν κωδίκων βλ. στὴ σ. 116. Βιβλιοκρισία βλ. στὸ περ. Βυζαντινὰ I, 1969, σ. 209 (Κ. Μητσακη).

662

Στὸ περιοδικὸ Κληρονομία 2, 1969, σ. 445.

663

Ὅ.π., σ. 527.

664

Βλ. Κ. Krumbacher, Die Akrostichis, σσ. 591–592.

665

Вл. Μ. Jugie, «La fête de la Dormition et de l’Assception de la S. Vierge en Orient et en Occident» (Studi e Testi 114), Città» dei Vaticano 1944, σ. 189.

666

Βλ. Ευστρατιαδου, Κοσμᾶς, σ. 530.

667

Ὅ.π., σ. 116.

668

Ὅ.π.

669

Βλ. Grosdidier de Matons, Romanos, σ. 58.

670

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σσ. 519–520.

671

Synax. Eccl. СР., 794.

672

Βλ. παραπάνω, σ. 215, ἀρ. 24.

673

Βλ. παραπάνω, σσ. 118–126.

674

Ὅ.π., σ. 115.

675

Βλ. παραπάνω, σσ. 139 κἑ.

676

Βλ. παραπάνω, σ. 141, έ. ὅπου καὶ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὸ παρὸν κοντάκιον.

677

Βλ. Gordillo, Damascenica, σ. 64.

678

Βλ. Α. Μαι, Spicilegium Потопит, t. 2, 1839, σσ. 1–306.

679

PC 38, 339–680.

680

PG 38, 670.

681

Βλ. Ἀθ. Κομινη. Τὸ βυζαντινὸν ἱερὸν ἐπίγραμμα καὶ οἱ ἐπιγραμματοποιοί, ἐν Ἀθήναις 1966, σ. 116.

682

Βλ. Krumbacher – Σωτηριαδου, τ. Β´, σ. 570.

683

Βλ. παραπάνω, σσ. 138–139.

684

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Σνλλάβιον βυζαντινῶν καὶ Κειμένων. Τεῦχος Α´. Ἡ Ἀκάθιστος ἑορτὴ καὶ ἡ Ὑμνολογία της, ἐν Ἀθήναις 1964 (ἀρχικὰ στὴ ΘΗΕ, I, 1962, στ. 1147–1164). Ἐπίσης, τοῦ Ιδιου, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σσ. 153–181, ὅπου καὶ ἀναλυτικὴ βιβλιογραφία μέχρι τοῦ 1965. Βλ. ἐπίσης С.Α. Trypanis, Cantica, σσ. 17–39, ὅπου καὶ πολὺ ἐνδιαφέρουσα (ξένη κυρίως) βιβλιογραφία (σσ. 26–27). Συναγωγὴ τῆς πελώριας βιβλιογραφίας βλ. στὸ ἔργο τοῦ Κ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σσ. 483–509 καὶ ἰδιαίτερα σσ. 533–536 (= Ἀναλυτικὴ βιβλιογραφία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου). Βλ. ἀκόμη H.G. Beck, KTL σσ. 427–428 καὶ H. Follieri, Initia, τόμ. IV, σσ. 254 κἑ. Ἐπίσης, Grosdidier de Μαtons, Romanos, σσ. 32–37.

685

Βλ. Αθ. Παπαδοπουλου – Κεραμεως, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, οἱ Ρὼς καὶ ὁ πατριάρχης Φώτιος, ἐν Ἀθήναις 1903 (= Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ 214). Ἐπίσης, τοῦ Ιδιου, Ἡ σημερινὴ θίσις τοῦ περὶ Ἀκαθίστου Ὕμνου ζητήματος, VVr, 15, 1908, σσ. 357–383. Τοῦ Ιδιου, «Πηγαὶ καὶ δάνεια τοῦ ποιήσαντος τὸν Ἀκάθιστον Ὕμνον», περ. Βυζαντὶς I, 1909, σσ. 517–540.

686

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σσ. 495–496 καὶ Ν.Β. Τομαδακη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 160.

687

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σ. 496. Ν.Β. Τομαδακη, ὅ.π.

688

Πρῶτος ἀπέδωσε τὸν ὕμνο στὸ Ρωμανὸ ὁ Πολωνὸς Ρ.F. Krypiakiewicz, «De hymni Acathisti auctore», BZ 18, 1909, σσ. 357–382. Ὑπὲρ τοῦ Ρωμανοῦ τάσσεται καὶ ὁ Κ. Μητσακης, ὅ.π., σσ. 493 κἑ. (ὅπου καὶ ἡ βιβλιογραφία).

689

Ὑπέρ τοῦ Γερμανοῦ Α´ τάσσεται ὁ Ν.Β. Τωμαδακης, ὅ.π., σσ. 160–162. Βλ. ἐπίσης τοῦ Ιδιου, «ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελῳδὸς δὲν εἶναι ὁ συγγραφεὺς τοῦ Ἀκαθίστου», Ἀθηνᾶ ВО´, 1971, σσ. 3–24 καὶ ἰδιαίτερα σ. 13, ὅπου: «Τὸ κατ’ ἐμὲ εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ὁ πλέον πιθανὸς εἶναι ὁ Γερμανὸς ὁ Α´ πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, 710–730 μ.Χ.».

690

Βλ. A. Baumstark, «J. Strzygowski, Dio Miniaturen des serbischen Psalters der Königl. Hof-und Staatsbibliothek in München», BZ 16, 1907, σσ. 644–661, στὴ σ. 658.

691

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογταφία, σ. 492.

692

Βλ. παραπάνω, σσ. 112–115.

693

PG 133, 948 C. Καὶ παραπάνω, σ. 57–58.

694

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σ. 491–492.

695

Βλ. παραπάνω, σσ. 221–226.

696

Βλ. Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σσ. 159–160. Βλ. ἰδιαίτερα τὴ μελέτη του στὸ περ. Ἀθηνᾶ OB´, 1971, σσ. 3–24, ὅπου μάλιστα ὑποδεικνύει νέα μέθοδο διερευνήσεως τοῦ θέματος, τὴν ἐπισήμανση καὶ σύγκριση τῶν θεολογικῶν κυρίως ὅρων τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τοῦ Ἀκαθίστου.

697

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σσ. 494 κἑ.

698

Τὸ σημείωμα τοῦ κώδικα ὑπ’ ἀρ. 41 τῆς Μονῆς Βλατάδων († 193 r), κατὰ τὸ ὁποῖο, «οὗτοι οἱ θεῖοι οἶκοι οὐκ εἰσὶν ὥς τινες λέγουσιν Σεργίου τοῦ τηνικαῦτα τὸν θρόνον κοσμοῦντος Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ τοῦ θείου Ῥωμανοῦ οὗ ἡ ἐπίκλησις μελῳδός· δῆλον δὲ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἱστορηθέντων», εἶναι πολὺ μεταγενέστερο (16 αἰ.) καὶ δὲν ἔχει ἱστορικὴ ἀξία. Βλ. Grosdidier de Matons, Romanos σ. 36, ὅπου καὶ τὰ σχετικὰ προβλήματα καὶ ἡ βιβλιογραφία.

699

Βλ. καὶ Grosdidier de Matons, ὅ.π.

700

Βλ. E.Wellesz, «The Akathistos. Astudy in Byzantine Hymnography», Dumbarton Oaks Papers № 9–10, 1955–1956, σ. 152. Ἐπίσης, Μητσακη, Ὑμνογραφία, σ. 494. Πάντως ὁ Wellesz ὡς μουσίκολόγος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει βαρύνουσα γνώμη σὲ θέματα τοῦ εἴδους αὐτοῦ.

701

Βλ. παραπάνω, σσ. 121–126.

702

Ὅ.π., σ. 37.

703

Ὅ.π., σ. 36.

704

Βλ. Ν.Β. Τωμαλακη, Ὑμνογραφία – Ποίησις, σ. 159. Καὶ, τοῦ Ιδιου, «ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελῳδὸς δὲν εἶναι ὁ συγγραφεὺς τοῦ Ἀκαθίστου», Ἀθηνᾶ ΟΒ´ 1971, σ. 13.

705

Ὅ.π. σ. 36.

706

Ρ. von Winterfeld, «Rythmon – und Sequenzenstudien. IV. Ein abendlândisches Zeugnis über den Ὕμνος Ἀκάθιστος der griechischen Kirche», Zeitschrift für deulschcs Altertum und deutsche Literatur, 47, 1903, σσ. 81–88.

707

Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπουλου, «Ἔνδειξις διὰ τὴν χρονολύγησιν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου», ΕΕΒΣ ΛΕ´, 1966, σσ. 47–67. Τὴν ὑπόθεση εἶχε ὑποστηρίξει πολὺ προηγουμένως ὁ C. del Grande, L’Inno Acatisto, Firenze 1948, σ. 18.

708

Ὅ.π., σ. 66.

709

Βλ. A.A. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, Ἀθήνα 1954 (μετ. Δ. Σαβραμη), σ. 285.

710

Ἔκδ. De Boor, I, 282, 10–12.

711

Βλ. BHG3, 113οs καὶ Auctarium, e. 270. Ἐπίσης Ν.Β. Τωμαδακη, Ὑμνογραγία – Ποἱησίς, σ. 161.

712

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σσ. 497–498.

713

Βλ. C. Chevalier, La Marilogie de Saint Jean Damascène. Nasrallah, σσ. 91 κἑ.

714

Βλ. παραπάνω, σσ. 221–226.

715

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφία, σ. 492.

716

Βλ. παραπάνω, σ. 214, ἀρ. 18–21.

717

Βλ. παραπάνω, σ. 118.

718

Βλ. Christ – Paranikas, Anthologia, 240–242.

719

Βλ. παραπάνω, σ. 199, ἀρ. 26.

720

Βλ. Μητσακη, Ὑμνογραφια, σσ. 486–487.

721

Βλ. παραπάνω, σ. 208–209.

722

Βλ. παραπάνω, σ. 141.


Источник: Κοσμάς ο μελωδός. Βίος και έργο / Θεοχάρης Ε. Δετοράκης. - Θεσσαλονίκη : Πατριαρχικόν ΄Ιδρυμα Πατερικών μελετών, 1979. - 259 σελ. (Ανάλεκτα Βλατάδων 28).

Комментарии для сайта Cackle